Σάββατο 3 Αυγούστου 2019

Χάμπερμας: Η Χάννα Άρεντ για την ισχύ, την πολιτική και την επικοινωνία - Μέρος 2ο


Τα όρια της κλασικής θεωρίας
Εάν την εντάξουμε στο πλαίσιο όπου ανήκει, αυτή η θέση της Άρεντ ερμηνεύει τα πράγματα με τρόπο κάπως απροβλημάτιστο και ισοπεδωτικό. Δεν είναι προϊόν καλά ισορροπημένων διερευνήσεων, αλλά προκύπτει από μια φιλοσοφική κατασκευή. Μέχρι στιγμής, προσπάθησα να παρουσιάσω εκείνες τις πτυχές της αντίληψης της Άρεντ για την ισχύ, τις οποίες θεωρώ ως ισχυρά της σημεία, καθώς και μερικές εφαρμογές τους πολλά υποσχόμενες. Τώρα θα ήθελα να προσθέσω κάποιες παρατηρήσεις σχετικές με τις αδυναμίες της.
Η
Άρεντ σχηματοποιεί την εικόνα που έχει για την αρχαιοελληνική πόλιν και την παρουσιάζει ως την ουσία της πολιτικής γενικά. Αυτό είναι το υπόβαθρο για τις εννοιολογικές διχοτομίες που επιλέγει να προβάλλει: Διχοτομίες μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού, του κράτους και της οικονομίας, της ελευθερίας και της ευημερίας, μεταξύ της πολιτικής-πρακτικής δραστηριότητας [political-practical activity - το practical με την Αριστοτελική σημασία της λέξης πράξις] αφενός και της παραγωγής αφετέρου. Είναι άκαμπτες διχοτομίες, από τις οποίες, πάντως, η σύγχρονη αστική κοινωνία και το σύγχρονο κράτος βρίσκονται σε πολύ μεγάλη απόσταση. Έτσι, ακόμη το γεγονός ότι στη νεωτερική εποχή εδραιώθηκε μαζί με την εξέλιξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής μια συμπληρωματική σχέση μεταξύ κράτους και οικονομίας, αντιμετωπίζεται από την Άρεντ ως ένδειξη παθολογικής κατάστασης, ως σημάδι καταστροφικής σύγχυσης:
«Στον σύγχρονο κόσμο, τα πεδία της κοινωνίας και της πολιτικής είναι πολύ λιγότερο διακριτά μεταξύ τους [...] Η μετατροπή της [πολιτικής] σε απλό λειτουργικό στοιχείο, καθιστά αδύνατο το να διακρίνουμε μιαν ευκρινή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σ' αυτά τα δύο πεδία. Και αυτό δεν είναι ζήτημα θεωρίας ή ιδεολογίας· διότι με την άνοδο της κοινωνίας, δηλαδή του νοικοκυριού” (οικία), πράγμα που σημαίνει των οικονομικών δραστηριοτήτων, στο πεδίο των δημόσιων δραστηριοτήτων, η φροντίδα για τα του οίκου και όλα τα θέματα που ανήκαν προηγουμένως στην ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας, έγιναν αντικείμενα συλλογικού” ενδιαφέροντος και μέριμνας. Στον σύγχρονο κόσμο, αυτά τα δύο πεδία ρέουν διαρκώς το ένα μέσα στο άλλο, αλληλοδιεισδύουν όπως τα κύματα μέσα στο ανειρήνευτο ποτάμι της ζωής».17
Η Άρεντ ορθώς επιμένει ότι η υπέρβαση της φτώχειας μέσω της τεχνικο-οικονομικής εξέλιξης, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί επαρκή προϋπόθεση για διασφάλιση στην πράξη της πολιτικής ελευθερίας. Όμως, με το να ισχυρίζεται ότι η «εισβολή των κοινωνικών και οικονομικών ζητημάτων στο δημόσιο πεδίο, η μεταμόρφωση της κυβέρνησης σε διοίκηση, η αντικατάσταση της προσωπικής διακυβένησης με μέτρα που λαμβάνονται από απρόσωπες γραφειοκρατίες και η συνακόλουθη μετάλλαξη των νόμων σε διατάγματα»18 αναγκαστικά ματαιώνει κάθε προσπάθεια παρέμβασης [των πολιτών] σε ένα πολιτικά ενεργό δημόσιο πεδίο, η ίδια η Άρεντ πέφτει θύμα μιας αντίληψης περί πολιτικής ανεφάρμοστης στις σύγχρονες συνθήκες. Με αυτό το θαμπό φως φωτίζει και τη Γαλλική Επανάσταση· και αποδίδει την σε πρώτη φάση επιτυχή θεμελίωση της ελευθερίας στην Αμερική στο γεγονός ότι εκεί «δεν τέθηκε το κοινωνικό ζήτημα, το οποίο είναι αδύνατο να επιλυθεί πολιτικά, και έτσι δεν στάθηκε εμπόδιο».19 Δεν μπορώ εδώ να επεκταθώ για να [ξανα]συζητήσω αυτήν την ερμηνεία της.20 Θέλω μόνον να επισημάνω την παράδοξη οπτική γωνία που υιοθετεί η Χάννα Άρεντ για να παρατηρήσει τα πράγματα: Ένα κράτος απαλλαγμένο από τη διοικητική αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων· μια «καθαρή» πολιτική που δεν επηρεάζεται από κοινωνικο-οικονομικά ζητήματα· μια θεσμοθέτηση της «δημόσιας ελευθερίας» που είναι ανεξάρτητη από τον τρόπο που οργανώνεται και κατανέμεται ο δημόσιος πλούτος· μια ριζοσπαστική δημοκρατία, η οποία εκτείνει την απελευθερωτική της δράση μόνον μέχρις εκεί όπου παύει η πολιτική καταστολή και αρχίζει η κοινωνική  καταπίεση - και εκεί σταματά. Αυτός ο δρόμος είναι αδιανόητος για οποιαδήποτε σύγχρονη κοινωνία.
[Πολιτική είναι πράξις, δηλαδή συζήτηση και από κοινού δράση. Αλλά όχι μόνον αυτό] 
Έτσι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα δίλημμα: Από τη μια πλευρά, η έννοια της ισχύος που κατανοείται με επικοινωνιακό τρόπο, αποκαλύπτει και φωτίζει σημαντικά άν και οριακά φαινόμενα του σύγχρονου κόσμου, για τα οποία η πολιτική επιστήμη έχει χάσει την ευαισθησία της και την χάνει όλο και πιο πολύ. Από την άλλη πλευρά, η έννοια αυτή συνδέεται με μια γενική αντίληψη περί πολιτικής η οποία, όταν εφαρμόζεται στις σύγχρονες κοινωνίες, οδηγεί σε άτοπα και παραλογισμούς. Ας επιστρέψουμε και πάλι στην ανάλυση της έννοιας της ισχύος. Η ιδέα της Άρεντ για την ισχύ που παράγεται μέσω της επικοινωνίας μπορεί να γίνει αιχμηρό χρήσιμο εργαλείο μόνον εάν την απελευθερώσουμε από τα σφιχτά πλαίσια της Αριστοτελικής θεωρίας της δράσης. Με το να διαχωρίζει την πράξη [praxis στο αγγλικό και γερμανικό κείμενο - με την Αριστοτελική έννοια της λέξης πράξις] από τις μη πολιτικές δραστηριότητες αφενός της παραγωγής έργου ή του κατασκευάζειν (working, γερμ. Herstellen [αντιστοιχεί στο ποιείν της Αριστοτελικής θεωρίας της δράσης]) και του εργάζεσθαι ή μοχθείν (laboring, , γερμ. Arbeiten) [οι Ροζάνης και Λυκιαρδόπουλος μεταφράζουν working = εργασία και laboring = μόχθος] και αφετέρου του θεωρητικού στοχασμού, η Άρεντ ανάγει την πολιτική ισχύ αποκλειστικά και μόνον στην πράξη, δηλαδή στην συνομιλία και στην από κοινού δράση των ατόμων. Τοποθετημένη απέναντι και πάνω από την παραγωγή υλικών αντικειμένων και θεωρητικών γνώσεων, η επικοινωνιακή δράση εμφανίζεται υποχρεωτικά ως η μόνη πολιτική κατηγορία. Περιορίζοντας έτσι το Πολιτικόν αποκλειστικά και μόνον στο στενό πεδίο της πράξης, η Άρεντ αντιπαρατίθεται στην απτή σήμερα εξάλειψη από την πολιτική διαδικασία κάθε περιεχομένου ουσιαστικά πρακτικού· και έτσι καταφέρνει να την φωτίσει με έντονο φως. Αλλά γι' αυτό το επίτευγμα, η Άρεντ πληρώνει ένα κάποιο τίμημα: (α) Αποκλείει όλες τις στρατηγικές παραμέτρους, όπως είναι η εξαναγκαστική δύναμη (force) και τις θέτει εκτός πολιτικής. β) Αποκόπτει την πολιτική από τις σχέσεις της με το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, στο οποίο είναι ενσωματωμένη μέσω του διοικητικού συστήματος. Τέλος (γ), δεν είναι σε θέση να κατανοήσει τη δομική βία (structural violence). Επιτρέψτε μου να σχολιάσω εν συντομία αυτά τα τρία ψεγάδια.
Στρατηγικός ανταγωνισμός για την πολιτική ισχύ
Ο πόλεμος είναι το κλασικό παράδειγμα στρατηγικής δράσης. Για τους Έλληνες ήταν κάτι που λάμβανε χώρα έξω από τα τείχη της πόλεως.
Κατά την Χάννα Άρεντ, επίσης, η στρατηγική δράση είναι ουσιαστικά απολιτική, είναι δουλειά για ειδήμονες [και όχι για πολιτικούς ή πολίτες]. Το παράδειγμα της διεξαγωγής πολέμου είναι βέβαια κατάλληλο για να καταδειχθεί η αντίθεση ανάμεσα στην πολιτική ισχύ και την εξαναγκαστική δύναμη. Ολοφάνερα, πόλεμος σημαίνει στοχευμένη και κατόπιν υπολογισμού χρησιμοποίηση μέσων εξαναγκαστικής δύναμης, είτε για να απειλήσεις είτε για να αντιμετωπίσεις έμπρακτα έναν αντίπαλο. Ωστόσο, η συσσώρευση μέσων καταστροφής δεν κάνει τις υπερδυνάμεις πιο ισχυρές. Αρκετά συχνά, μεγάλη στρατιωτική δύναμη αφενός και εσωτερική αδυναμία αφετέρου, είναι δύο πλευρές ενός και του αυτού του νομίσματος (πράγμα που έδειξε ο πόλεμος του Βιετνάμ). Επιπλέον, το παράδειγμα της πολεμικής στρατηγικής φαίνεται εκ πρώτης όψεως κατάλληλο για την υπαγωγή της εν γένει στρατηγικής δράσης ως υποπερίπτωσης της εργαλειακής δράσης (instrumental action). Πέρα από την επικοινωνιακή δράση, στην vita activa συμπεριλαμβάνονται οι κατ΄ ουσίαν μη κοινωνικές δραστηριότητες της παραγωγής έργου ή του κατασκευάζειν (working, γερμ. Herstellen) και του εργάζεσθαι ή μοχθείν (laboring, γερμ. Arbeiten). Και δεδομένου ότι η χρησιμοποίηση στρατιωτικών μέσων σύμφωνα με τον ορθολογισμό του σκοπού (purposive-rational), φαίνεται να έχει την ίδια δομή με τη χρήση εργαλείων για κατασκευή υλικών αντικειμένων ή για εργασία που επεμβαίνει στη φύση, η Άρεντ εξομειώνει με συνοπτικές διαδικασίες την στρατηγική δράση και την εργαλειακή δράση. Τονίζει λοιπόν, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του πολέμου, ότι η στρατηγική δράση είναι εργαλειακή αλλά και βίαιη, προσθέτοντας επίσης ότι μια δράση αυτού του τύπου δεν εμπίπτει στο πεδίο του Πολιτικού.
Το πράγμα φαίνεται διαφορετικό εάν, τη στρατηγική δράση που αναπτύσσεται μεταξύ ανταγωνιζόμενων, την παραλληλίσουμε με την επικοινωνιακή δράση βλέποντας την και αυτήν ως μια άλλη μορφή κοινωνικής αλληλεπίδρασης (η οποία, βεβαίως, δεν είναι προσανατολισμένη στην επίτευξη συμφωνίας, αλλά στην επιτυχία)· και συνακόλουθα την διαχωρίσουμε και αντιπαραβάλουμε με την εργαλειακή δράση, η οποία είναι μη κοινωνική δράση που μπορεί να πραγματοποιηθεί και από ένα μεμονωμένο άτομο. Έτσι γίνεται θεωρητικά εύλογο και κατανοητό, ότι στρατηγική δράση συνέβαινε και εντός των τειχών της [κλασικής] πόλεως - δηλαδή στους αγώνες για απόκτηση ισχύος, στον ανταγωνισμό για κατάκτηση θέσεων που ήταν κομβικά σημεία για την άσκηση νόμιμης εξουσίας. Η απόκτηση και η διατήρηση της πολιτικής ισχύος πρέπει να διακρίνονται τόσο από την εφαρμογή της πολιτικής ισχύος - δηλαδή από τo να κυβερνάς (rule), την άσκηση κυριαρχίας - όσο και από την γένεση πολιτικής ισχύος. Στην τελευταία περίπτωση, αλλά μόνον στην τελευταία περίπτωση, η έννοια της πράξης είναι χρήσιμη. Κανένας κάτοχος θέσης εξουσίας (authority) δεν μπορεί να διατηρήσει και να ασκήσει ισχύ, εάν οι τέτοιες θέσεις δεν είναι οι ίδιες αγκυρωμένες και διασφαλισμένες πάνω σε νόμους και σε πολιτικούς θεσμούς· η διαρκής ύπαρξη αυτών των θεσμών και νόμων σε τελευταία ανάλυση στηρίζεται σε κοινές πεποιθήσεις, δηλαδή «σε μια γνώμη επί της οποίας πολλοί συμφωνούν δημοσίως». 
[Καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, σύγχρονο κράτος και θεσμοποίηση της στρατηγικής δράσης - Οι πολιτικοί θεσμοί δεν τρέφονται από την εξαναγκαστική δύναμη αλλά από την αναγνώριση] 
Αναμφίβολα, η παράμετρος της στρατηγικής δράσης έχει αποκτήσει σημαντικά μεγαλύτερο εύρος και σημασία στις σύγχρονες κοινωνίες. Με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αυτός ο τύπος δράσης, ο οποίος στις πρωτόγονες κοινωνίες κυριαρχούσε πρωτίστως στις σχέσεις τους με τον εξωτερικό κόσμο, έγινε αποδεκτός και επιτρεπτός και για το εσωτερικό της κοινωνίας, ως ο συνήθης τύπος δράσης στο πεδίο των οικονομικών σχέσεων. Το σύγχρονο ιδιωτικό δίκαιο παρέχει σε όλους τους ιδιοκτήτες εμπορεύσιμων αγαθών τυπικά ισοδύναμες σφαίρες στρατηγικής δράσης. Επιπλέον, μέσα στο σύγχρονο κράτος, το οποίο λειτουργεί συμπληρωματικά προς αυτή την οικονομική κοινωνία, ο αγώνας για την πολιτική εξουσία υπόκειται σε κανόνες που θεσμοποιούν τη στρατηγική δράση ε την αποδοχή της αντιπολίτευσης, με τον ανταγωνισμό των κομμάτων και των ενώσεων, με τη νομιμοποίηση των εργατικών αγώνων κ.λπ.) Αυτά τα φαινόμενα, που αφορούν την απόκτηση και τη διατήρηση της ισχύος, παραπλάνησαν πολλούς θεωρητικούς της πολιτικής, από τον Χομπς (Hobbes) μέχρι τον Σουμπέτερ (Schumpeter), και τους οδήγησαν στο να ταυτίσουν την ισχύ με την ικανότητα επιτυχούς στρατηγικής δράσης. Ενάντια σε αυτή την παράδοση (στην οποία ανήκει και ο Μαξ Βέμπερ), η Άρεντ σωστά επισημαίνει το εξής: Οι στρατηγικοί ανταγωνισμοί για την πολιτική ισχύ, ούτε δημιουργούν ούτε διατηρούν εκείνους τους θεσμούς στους οποίους αγκυρώνεται και αποκρυσταλλώνεται αυτή η ισχύς. Οι πολιτικοί θεσμοί δεν τρέφονται από την εξαναγκαστική δύναμη (force) αλλά από την αναγνώριση (recognition)
Ωστόσο, δεν μπορούμε να θέσουμε το στοιχείο της στρατηγικής δράσης εκτός της έννοιας του Πολιτικού. Ας κατανοήσουμε την εξαναγκαστική δύναμη (force) που ασκείται μέσω της στρατηγικής δράσης ως ικανότητα να αποτρέπουμε άλλα άτομα ή ομάδες να συνειδητοποιούν και υλοποιούν τα συμφέροντά τους.21 Υπ' αυτή την έννοια, η εξαναγκαστική δύναμη ανήκε ανέκαθεν στα μέσα για την απόκτηση ισχύος και για τη διατήρηση θέσεων νομιμοποιημένης ισχύος ή εξουσίας. Μάλιστα, στα σύγχρονα κράτη, αυτός ο αγώνας για πολιτική ισχύ έχει θεσμοποιηθεί. Με αυτό τον τρόπο έγινε μια φυσιολογική συνιστώσα του πολιτικού συστήματος. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι καθόλου σαφές ότι κάποιος είναι ικανός να δημιουργεί νομιμοποιημένη ισχύ, απλά και μόνον επειδή είναι σε θέση να εμποδίζει άλλους να συνειδητοποιούν και να διεκδικούν τα συμφέροντά τους. Νομιμοποιημένη ισχύς γεννάται μόνον ανάμεσα σ' εκείνους που διαμορφώνουν κοινές πεποιθήσεις σε αβίαστη επικοινωνία.
Η χρησιμοποίηση της ισχύος στο πολιτικό σύστημα
Η γένεση ισχύος με επικοινωνιακό τρόπο και ο στρατηγικός ανταγωνισμός για  την πολιτική ισχύ και για την εξουσία μπορούν να γίνουν κατανοητά και να μελετηθούν μέσω μιας θεωρίας των δράσεων. Ωστόσο, για ό,τι αφορά την εφαρμογή της ισχύος και την άσκηση νόμιμης εξουσίας, δεν έχει ουσιαστική σημασία με τί λογής δομές της δράσης εφαρμόζεται αυτή η ισχύς. Η νομιμοποιημένη ισχύς παρέχει τη δυνατότητα στους κατόχους θέσεων κυριαρχίας να λαμβάνουν δεσμευτικές αποφάσεις. Είναι πιο ενδιαφέρον να παρατηρούμε αυτή τη χρησιμοποίηση ισχύος υπό την οπτική γωνία της θεωρίας των συστημάτων και όχι της θεωρίας της δράσης. Από πού αντλεί δυνάμεις το κράτος για να είναι αποτελεσματικό στα οργανωτικά του καθήκοντα και πως λειτουργούν αυτές οι δράσεις του μέσα στο πλαίσιο του πολιτικού συστήματος; Τέτοια ερωτήματα μπορούν να διατυπωθούν, να εξετασθούν και να απαντηθούν καλά μέσα στα πλαίσια [της δομο-λειτουργιστικής θεωρίας των συστημάτων] που ανέπτυξε ο Τάλκοτ Πάρσονς. Βέβαια, η Χάννα Άρεντ δεν είναι πρόθυμη να εγκαταλείψει το δικό της σχήμα, ένα σχήμα της θεωρίας της δράσης, ή να ενσωματώσει μέσα στο σχήμα αυτό μια ανάλυση λειτουργιστική (functionalistic). Κατά τη γνώμη της, τη σφαίρα των ανθρωπίνων υποθέσεων δεν πρέπει να την βλέπουμε από απόσταση και να την αποξενώνουμε από τους ανθρώπους προσαρμόζοντάς την στα αντικειμενιστικά (objectivistic) μέτρα των κοινωνικών επιστημών· διότι οι γνώσεις που αντλούνται μ' αυτό τον τρόπο πρόσληψης, δεν μπορούν να εισρεύσουν πίσω στον κόσμο της κοινής λογικής των άμεσα εμπλεκόμενων ή ενδιαφερόμενων και να εμπλουτίσουν την πράξη τους (Praxis). Από την άποψη αυτή, η Χάννα Άρεντ δεν βλέπει καμμιά διαφορά μεταξύ Χέγκελ και Πάρσονς. Και οι δύο μελετούν ιστορικές και κοινωνικές διαδικασίες που περνούν απαρατήρητες «πάνω από τα κεφάλια» των εμπλεκομένων σ' αυτές [υπερβαίνουν την ικανότητά τους να τις συνειδητοποιήσουν].22 Η ίδια η Άρεντ, από την πλευρά της, προσπαθεί να συλλάβει αυτή την πτυχή της διαδικασίας της κοινωνικής ζωής και να την εντάξει σε μια κατηγορία δράσης, με το να κάνει την προαναφερθείσα διάκριση μεταξύ της παραγωγής έργου ή του κατασκευάζειν (working, γερμ. Herstellen [ποιείν στην Αριστοτελική θεωρία της δράσης]) και του εργάζεσθαι ή μοχθείν (laboring, γερμ. Arbeiten) ως διαφορετικών πτυχών της εργαλειακής δράσης. Στην πραγματικότητα, η διαφορά της εργασίας από το κατασκευάζειν δεν συνίσταται σε διαφορετικές δομές της δράσης, αλλά στο γεγονός ότι η έννοια «εργασία» («labor», «Arbeit») παρουσιάζει την παραγωγική δραστηριότητα ως δαπάνη εργασιακής δύναμης (labor power, Arbeitskraft) η οποία πρέπει να αναπαράγεται και έτσι την ταξινομεί στη λειτουργική αλληλοεξάρτηση παραγωγής, κατανάλωσης και αναπαραγωγής.
Με τις επιφυλάξεις της και με τα περιορισμένα στα στενά πλαίσια της θεωρίας της δράσης εννοιολογικά εργαλεία της, η Χάννα Άρεντ θέτει τον εαυτό της, χωρίς να υπάρχουν αναγκαστικοί λόγοι, σε μειονεκτική θέση απέναντι στις συνήθεις σήμερα αναλύσεις των συστημάτων. Από την άλλη πλευρά, η δύσπιστη στάση της Άρεντ απέναντι στις αναλύσεις αυτές είναι απολύτως δικαιολογημένη, αλλά μόνον όταν οι θεωρίες των συστημάτων αυτονομούνται έναντι της θεωρίας της δράσης.
[Μπορεί να δημιουργηθεί πολιτική ισχύς «εκ των άνω»; Μπορεί ένας πολιτικός παράγων να «δανείζεται» ή να «αγοράζει» ισχύ;] 
Τούτο φαίνεται, για παράδειγμα, στην περίπτωση του Πάρσονς, όταν αυτός ασχολείται με την αντίληψη από τον Μιλλς (C. W. Mills) της ισχύος ως μηδενικού αθροίσματος. Ο Πάρσονς θέλει να κατανοήσει και να μελετήσει την ισχύ ως αγαθό του οποίου η συνολική ποσότητα μπορεί να «αυγατίζει» και να αποθησαυρίζεται· έχει στο μυαλό του κάτι που μοιάζει με δανεισμό ή αγορά ισχύος. Εάν η μία πλευρά αυξάνει την πολιτική ισχύ της, δεν είναι υποχρεωτικό να χάνει ισχύ η άλλη πλευρά. Παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος προκύπτει μόνον όταν διαφορετικά κόμματα ή άλλες ανταγωνιζόμενες ομάδες παλεύουν μεταξύ τους για να αποκτήσουν υπάρχουσες θέσεις εξουσίας, αλλά όχι όταν παρατηρούμε το φαινόμενο υπό το πρίσμα της γένεσης και της αποσύνθεσης της ισχύος των πολιτικών θεσμών. Σ' αυτό ο Πάρσονς και η Χάννα Άρεντ συμφωνούν. Όμως αυτοί οι δύο έχουν πολύ αποκλίνουσες απόψεις για την διαδικασία γένεσης και ενδυνάμωσης της ισχύος (enhancement of power). Ο Πάρσονς κατανοεί τη διαδικασία αυτή ως αύξηση του επιπέδου δραστηριότητας. Αυτό μπορεί να περιγραφεί κατά προσέγγιση ως εξής: Για να μπορέσει να αυξηθεί η παραγωγή οργανωσιακών έργων των μηχανισμών του κράτους, πρέπει να διευρυνθεί το «πεδίο δράσης» («scope of action», «Handlungsspielraum») του διοικητικού συστήματος. Αυτό, με τη σειρά του, απαιτεί αυξημένες εισροές κάθε είδους υποστήριξης προς αυτό ή εισροή εμπιστοσύνης των «μαζών». Επομένως, η διαδικασία επέκτασης της ισχύος αρχίζει από την πλευρά της «εισόδου». Οι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να αφυπνίζουν νέες ανάγκες στο εκλογικό σώμα τους, ώστε να δημιουργούνται έτσι αυξανόμενες απαιτήσεις· οι τελευταίες μπορούν να ικανοποιηθούν μόνον μέσω αύξησης των δραστηριοτήτων του κράτους.23 Επομένως, από τη σκοπιά της θεωρίας των συστημάτων, η παραγωγή ισχύος εμφανίζεται ως πρόβλημα που μπορεί να επιλυθεί με το να ασκεί όλο και μεγαλύτερη επιρροή η πολιτική ηγεσία επί της βούλησης του πληθυσμού. Στο βαθμό που αυτό γίνεται μέσω ψυχολογικού εξαναγκασμού, εξαπάτησης και χειραγώγησης, τότε αυτό που συμβαίνει, σύμφωνα με τις έννοιες που χρησιμοποιεί η Χάννα Άρεντ, είναι αύξηση της εξαναγκαστικής δύναμης (force, Gewalt), όχι όμως μεγέθυνση της ισχύος του πολιτικού συστήματος. Και αυτό διότι, σύμφωνα με την υπόθεσή της, ισχύς μπορεί να δημιουργείται μόνον σε δομές αβίαστης επικοινωνίας· πολιτική ισχύς δεν μπορεί να δημιουργηθεί «εκ των άνω».
Από την δική του οπτική γωνία, ο Πάρσονς είναι επόμενο να αμφισβητεί αυτήν την υπόθεση. Υπό δεδομένο πλαίσιο πολιτισμικών αξιών, δεν μπορούν, κατά τη γνώμη του, να υπάρχουν δομικά όρια στην παραγωγή ισχύος. Από την άλλη πλευρά, για ό,τι αφορά ειδικές περιπτώσεις πληθωρισμού και αποπληθωρισμού της ισχύος (Machtinflation und Machtdeflation), ο Πάρσονς με πολλή προθυμία κάνει διάκριση μεταξύ αξιόπιστων και αναξιόπιστων «δανείων ισχύος» (Machtkrediten):
«Υπάρχει μια λεπτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ της στιβαρής, υπεύθυνης και εποικοδομητικής πολιτικής ηγεσίας, η οποία όντως καθοδηγεί το σύνολο να εξαντλήσει τις δυνατότητές του για άμεση εκπλήρωση όλων των καθηκόντων του, και του απερίσκεπτου “απλώματος των ποδιών έξω από το πάπλωμα” (overextendedness), όπως ακριβώς υπάρχει μια λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην υπεύθυνη τραπεζική και στις ακραία κερδοσκοπικές “ταρζανιές” των τραπεζών (“wildcatting”)».24
Μόνον που είναι δύσκολο να δούμε πώς θα μπορούσε να διατυπωθεί αυτό το «λεπτό όριο» με έννοιες της Παρσονιανής θεωρίας των συστημάτων. Γι' αυτήν ακριβώς τη δουλειά η Χάννα Άρεντ προσφέρει μια λύση. Επιχειρεί να αντλήσει από τις δομές της απαραμόρφωτης διυποκειμενικότητας, τις προϋποθέσεις που πρέπει να εκπληρώνονται στην πολιτική δημόσια σφαίρα για να μπορεί να παράγεται ή να διευρύνεται η ισχύς με επικοινωνιακό τρόπο.
Η παραγωγή ισχύος με επικοινωνιακό τρόπο - μια διαφορετική εκδοχή
Ας συνοψίσουμε τα δύο σημεία της κριτικής μας. Η έννοια του Πολιτικού πρέπει να επεκταθεί ώστε να συμπεριλαμβάνει τον στρατηγικό ανταγωνισμό για την πολιτική ισχύ και τη χρήση της ισχύος στο πολιτικό σύστημα. Η πολιτική
δεν μπορεί να είναι όπως την κατανοεί η Χάννα Άρεντ, δηλαδή ταυτόσημη με την πράξη (Praxis) εκείνων που συζητούν προκειμένου να δράσουν από κοινού, και πέραν τούτου ουδέν. Η επικρατούσα θεωρία κάνει το αντίστροφο λάθος και στενεύει υπερβολικά την έννοια του Πολιτικού, περιορίζοντάς την στο φαινόμενο του ανταγωνισμού για την εξουσία και για την κατανομή της ισχύος· έτσι, δεν λαμβάνει υπόψη το παράδοξο και ενδιαφέρον φαινόμενο της παραγωγής ισχύος. Εδώ η διάκριση μεταξύ ισχύος (power, Macht) και εξαναγκαστικής δύναμης (force, Gewalt) καθίσταται σαφής ολοφάνερη. Με τη διάκριση αυτή βλέπουμε ότι το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να έχει στη διάθεσή του ισχύ κατά βούληση. Η ισχύς είναι ένα αγαθό για το οποίο ανταγωνίζονται οι πολιτικές ομάδες και που το χρησιμοποιεί κάθε πολιτική ηγεσία για να κάνει τη δουλειά της. Ωστόσο, τόσο οι πολιτικές ομάδες όσο και οι πολιτικές ηγεσίες, αυτό το αγαθό το βρίσκουν - κατά κάποιο τρόπο - έτοιμο. Δεν το παράγουν οι ίδιες. Αυτό είναι το αδύνατο σημείο των ισχυρών: Είναι υποχρεωμένοι να δανείζονται την ισχύ τους από τους παραγωγούς της ισχύος. Αυτό είναι το πιστεύω της Χάννα Άρεντ.
[Δομική βία εγγενής των πολιτικών θεσμών - Οι ιδεολογίες είναι ψευδαισθητικές συλλογικές πεποιθήσεις που στρέφονται εναντίον των αυτοεξαπατώμενων]
Η αντίρρηση είναι προφανής. Μολονότι στις σύγχρονες δημοκρατίες οι ηγεσίες είναι υποχρεωμένες να προμηθεύονται τη νομιμομοποίησή τους ανανεώνοντάς την περιοδικά [εκλογές], η ιστορία προσφέρει συντριπτικά στοιχεία που δείχνουν ότι η πολιτική κυριαρχία μπορεί να λειτουργεί διαφορετικά από ό,τι ισχυρίζεται η Χάννα Άρεντ· και πράγματι λειτουργεί διαφορετικά. Υπέρ της θέσης της συνηγορεί το γεγονός ότι η πολιτική κυριαρχία μπορεί να διαρκεί μόνον για όσο χρονικό διάστημα αναγνωρίζεται ως νόμιμη. Εναντίον της μιλά η ιστορική εμπειρία, που δείχνει ότι μόνον σε σπάνιες περιπτώσεις μια κατάσταση σταθερότητας που εμπεδώνεται μέσω της πολιτικής κυριαρχίας μπορεί να θεωρηθεί ως έκφραση μια γνώμης «στην οποία πολλοί έχουν συμφωνήσει δημοσίως». Τουλάχιστον για όσους έχουν μια απαιτητική αντίληψη για τη δημόσια σφαίρα, όπως η Χάννα Άρεντ. Γι αυτές τις δύο διαπιστώσεις μπορεί να υπάρξει κοινός παρονομαστής μόνον εαν υποτεθεί ότι μέσα στους πολιτικούς θεσμούς (και όχι μόνον σ' αυτούς) είναι εγγενώς ενσωματωμένη δομική βία (structural violence, strukturelle Gewalt). Η δoμική βία δεν εκδηλώνεται ως εξαναγκαστική δύναμη (force, Gewalt)· αντιθέτως, σιωπηρά και περνώντας απαρατήρητη, παρεμποδίζει ή δεσμεύει εκείνες τις επικοινωνίες με τις οποίες διαμορφώνονται και μεταβιβάζονται πεποιθήσεις σημαντικές για την παραγωγή πολιτικής νομιμοποίησης. Μια τέτοια υπόθεση για εμπόδια στην επικοινωνία που περνούν απαρατήρητα λειτουργώντας με τρόπο διακριτικό, ωστόσο αποτελεσματικό, μπορεί να εξηγήσει το πώς σχηματίζονται οι ιδεολογίες. Μπορεί να αποσαφηνίσει πώς διαμορφώνονται πεποιθήσεις με τις οποίες τα άτομα αυτοεξαπατώνται για το τί είναι αυτά τα ίδια και ποιά η κατάστασή τους. Αυτά που ονομάζουμε ιδεολογίες είναι ψευδαισθήσεις προικισμένες με την ισχύ πεποιθήσεων που συμμερίζονται πολλοί από κοινού.
Με την παραπάνω πρόταση επιχειρώ να δώσω μια πιο ρεαλιστική εκδοχή της παραγωγής εξουσίας με επικοινωνιακό τρόπο. Σε συστηματικά κολοβωμένες διαδικασίες επικοινωνίας, οι εμπλεκόμενοι σχηματίζουν πεποιθήσεις υποκειμενικά αβίαστες, οι οποίες όμως είναι ψευδαισθητικές, απατηλές. Έτσι, δημιουργούν με τρόπο επικοινωνιακό ισχύ, η οποία, από τη στιγμή που θεσμοποιηθεί, μπορεί να στραφεί ακόμη και εναντίον τους. 
[Γνώμη και γνώση - Επαλήθευση ή διάψευση των γνωμών μέσω κριτικής διαδικασίας ή επιστροφή στο Κοινωνικό Συμβολαιο και στο Φυσικό Δίκαιο;]
Φυσικά, εφόσον αποδεχτούμε αυτή την πρόταση, πρέπει να θέσουμε κανόνες και μέτρα κριτικής, ώστε να μπορούμε να διακρίνουμε τις απατηλές από τις μη απατηλές πεποιθήσεις. Η Χάννα Άρεντ αμφιβάλλει ότι υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Επιμένει στην κλασική διάκριση μεταξύ θεωρίας και πράξης (Praxis). Κατ΄ αυτήν, η πράξη βασίζεται σε γνώμες και πεποιθήσεις που δεν μπορούν να είναι αληθείς ή ψευδείς με τη στενή έννοια:
«Καμία γνώμη δεν είναι αυταπόδεικτη [δηλ. είναι αδύνατο να αποδειχτεί με επιχειρηματολογία σε επίπεδο γνώμης]. Σε θέματα γνώμης, αλλά όχι σε θέματα αλήθειας, ο τρόπος που σκεφτόμαστε είναι πραγματικά διαλογικός (discursive), λες και κινείται από τόπο σε τόπο, από το ένα μέρος του κόσμου στο άλλο, υιοθετώντας κάθε λογής απόψεις που αλληλοσυγκρούονται, μέχρις ότου, από όλες αυτές τις ιδιαιτερότητες, καταφέρει να φθάσει σε κάποιου είδους αμερόληπτη γενικότητα».25
Αυτό που αποτρέπει την Χάννα Άρεντ από το να κατανοήσει τη συνεννόηση και συμφωνία επί πρακτικών ζητημάτων ως λογική διαδικασία διαμόρφωσης βούλησης και λήψης αποφάσεων, είναι μια απαρχαιωμένη,  ξεπερασμένη σήμερα, αντίληψη περί θεωρητικής γνώσης, βασισμένη στην ύπαρξη οριστικών και πέραν πάσης αμφιβολίας βεβαιοτήτων και αποδείξεων τους. Εάν, αντίθετα, υποθέσουμε ότι η «αντιπροσωπευτική σκέψη» όπως την εννοεί η Άρεντ 26 - δηλαδή η σκέψη που εξετάζει τη ικανότητα των απόψεων επί πρακτικών θεμάτων να γενικεύονται, να αποκτούν καθολική εγκυρότητα, πράγμα που σημαίνει την ορθότητα και νομιμότητα των κανόνων -, δεν χωρίζεται από την επιχειρηματολογία με αβυσαλέο  χάσμα, τότε μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι και η ισχύς των πεποιθήσεων που συμμερίζονται πολλοί από κοινού στηρίζεται σε μια γνωστική (cognitive) βάση. Τότε, η πολιτική ισχύς αγκυρώνεται και στηρίζεται στην ντε φάκτο αναγνώριση αξιώσεων εγκυρότητας (validity claims, Geltungsansprüche) διαλογικά επαληθεύσιμων ή διαψεύσιμων και δεκτικών ριζικής κριτικής.
Όμως η Χάννα Άρεντ βλέπει ανάμεσα στη γνώση και τη γνώμη ένα αγεφύρωτο χάσμα που δεν μπορεί να κλείσει με επιχειρήματα. Αναζητεί μιαν άλλη βάση για τη δύναμη της γνώμης και την βρίσκει στην ιδιότητα των υπεύθυνων, ικανών για ομιλία και δράση υποκειμένων να μπορούν να δίνουν υποσχέσεις και να τις τηρούν:
«Έχουμε ήδη αναφέρει ότι πολιτική ισχύς γεννάται παντού όπου άνθρωποι συναθροίζονται και δρουν από κοινού και εξαφανίζεται όταν αυτοί διασκορπίζονται. Η δύναμη που ενώνει αυτούς τους συναθροισμένους [...] είναι η δεσμευτική δύναμη των αμοιβαίων υποσχέσεων, η οποία εκφράζεται τελικά στο συμβόλαιο».27
Ως θεμέλιο της ισχύος, η Άρεντ θεωρεί το συμβόλαιο που συνάπτεται μεταξύ ελεύθερων και ίσων, και με το οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη αλληλοδεσμεύονται και αναλαμβάνουν αμοιβαίες υποχρεώσεις. Για να διασφαλίσει τον κανονιστικό πυρήνα μιας αυθεντικής ισοδυναμίας μεταξύ ισχύος και ελευθερίας, η Άρεντ τελικά εμπιστεύεται περισσότερο την αξιοσέβαστη μορφή του συμβολαίου, παρά την δική της ιδέα μιας επικοινωνιακής πράξης (Praxis) βασισμένης στην ορθολογική κρίση.28 Έτσι οπισθοδρομεί στην συμβολαιϊκή θεωρία (contract theory) του παραδοσιακoύ Φυσικού Δικαίου. 
   
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
17Hannah Arendt, The Human Condition (Σικάγο, University of Chicago Press, 1958), σελ. 33 [ελλ.: Η ανθρώπινη κατάσταση - Vita activa - μτφ. Στέφανος Ροζάνης, Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Γνώση, 1986, 2009] 
18. Hannah Arendt, On Revolution (Νέα Υόρκη Viking Press, 1963, σελ. 86 [ελλ.: Για την επανάσταση - Νησίδες, 2005, μτφ. Βασίλης Τομανάς και Αλεξάνδρεια, 2006 μτφ. Αγγελική Στουπάκη]
19. Hannah Arendt, Uber die Revolution (Μόναχο, R. Piper, 1963), σελ 85. On Revolution, σελ. 62 κ.ε. (βλ. σημείωση 18) 
20. Πρβλ. το δοκίμιό μου «Die Geschichte von den zwei Revolutionen» («Η Ιστορία των Δύο Επαναστάσεων»), στο Jürgen Habermas, Kulter und Kritik (Φρανκφούρτη Suhrkamp, 1973), σελ. 365-370 [πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Merkur («Die Geschichte von den zwei Revolutionen», τ. 218, Μάιος 1966, Στουτγκάρδη), υπάρχει και στον τόμο Philosophisch-politische Profile - Erweiterte Ausgabe, με μικρά δοκίμια του Jürgen Habermas, Suhrkamp, Φρανκφούρτη/Μ, 1981, 1987]
21. Βλ. ανάλυση αυτής της ιδέας μου στο: Jürgen Habermas και Niklas Luhmann, Theorie der Gesellschaft oder Sozialtechnologie (Φρανκφούρτη, Suhrkamp, ​​1971, σελ. 250-257.
22. Arendt, On Revolution, σελ. 45 κ.ε.
23
. Talcott Parsons, «On the Concept of Political Power», στο βιβλίο του Sociological Theory and Modem Society (N. Υόρκη, Free Press, 1967, σελ. 340: «Μια συλλογική ηγεσία μπορεί τότε να θεωρηθεί ως τραπεζίτες ή “μεσίτες” που μπορούν να επιστρατεύσουν τις δεσμευτικές υποχρεώσεις των εκλογέων τους με τέτοιο τρόπο, ώστε το σύνολο των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει από κοινού αυτό το σύνολο να μπορεί να επαυξηθεί [...] Το πρόβλημα είναι τότε, πώς να δημιουργηθεί μιας βάση για να σπάσει ο αέναα επαναλαμβανόμενος κύκλος ενός συστήματος ισχύος μηδενικού αθροίσματος. Το κρίσιμο σημείο είναι, ότι αυτό μπορεί να συμβεί μόνο εάν το σύνολο και τα μέλη του είναι διατεθεμένα να αναλάβουν και νέες δεσμευτικές υποχρεώσεις, πέραν εκείνων που ίσχυαν μέχρι τότε. Είναι αναγκαίο να δικαιολογηθεί αυτή η επέκταση· και επίσης, η απλή “αίσθηση” ότι πρέπει να γίνει κάτι, να μετασχηματιστεί σε δέσμευση για υλοποίηση αυτής της αίσθησης μέσω θετικής δράσης, ακόμη με επιβολή κυρώσεων εάν αυτό είναι απαραίτητο. Ο κρίσιμος παράγων αυτής της διαδικασίας φαίνεται να είναι η ηγεσία· και για την ακρίβεια, ως ηγεσία που διαθέτει και μιαν μορφή ισχύος αναλυτικά ανεξάρτητη από τη συνήθη ισχύ που διαθέτει λόγω τυπικού αξιώματος, δηλαδή την ισχύ που είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα εκείνου τον ηγέτη που μπορεί να αντλεί από τους πολίτες δικαιολόγηση και νομιμοποίηση για να εφαρμόζει πολιτικές».
24. Στο ίδιο, σελ. 342.
25. Hannah Arendt, «Truth and Politics», στο Peter Laslett and W. G. Runciman (επιμ.): Philosophy, Politics and Society, σειρά 3 (Oxford, Blackwell, 1967), σελ. 115 κ.ε.
26. «Η πολιτική σκέψη είναι αντιπροσωπευτική. Διαμορφώνω μια γνώμη εξετάζοντας ένα συγκεκριμένο θέμα από διαφορετικές απόψεις, φέρνοντας στο μυαλό μου τις απόψεις εκείνων που είναι απόντες, πράγμα που σημαίνει ότι τους αντιπροσωπεύω. Αυτή η διαδικασία αντιπροσώπευσης δεν υιοθετεί τυφλά τις πραγματικές απόψεις εκείνων που είναι αλλού και εξετάζει έτσι τον κόσμο από διαφορετική οπτική γωνία. Και δεν είναι ζήτημα ενσυναίσθησης, δηλαδή σαν να προσπάθησα να είμαι ή να αισθάνομαι σαν άλλος άνθρωπος, ούτε μετράω κεφάλια για να προσθέσω και τον εαυτό μου στην πλειοψηφία, αλλά εξακολουθώ να σκέφτομαι διατηρώντας τη δική μου ταυτότητα, μολονότι στην πραγματικότητα δεν είμαι μόνον αυτό. Όσο περισσότερων ανθρώπων απόψεις έχω κατά νου την ώρα που διερευνώ ένα θέμα και όσο καλύτερα μπορώ να φανταστώ πώς ακριβώς θα αισθανόμουν και σκεφτόμουν εάν ήμουν στη θέση τους, τόσο μεγαλύτερη γίνεται η ικανότητα μου για αντιπροσωπευτικό τρόπο σκέψης και τόσο πιο έγκυρα τα τελικά μου συμπεράσματα, η γνώμη μου (αυτή ακριβώς η ικανότητα για μια διευρυμένη νοοτροπία κάνει τους ανθρώπους ικανούς να κρίνουν - ως τέτοια διερευνήθηκε από τον Καντ στο πρώτο μέρος του έργου του Κριτική της Κριτικής Ικανότητας - ωστόσο, ο ίδιος δεν διέκρινε τις πολιτικές και ηθικές συνέπειες της ανακάλυψής του). Η ίδια η διαδικασία της διαμόρφωσης  γνώμης καθορίζεται από εκείνους τους άλλους, που μπαίνοντας στις θέσεις τους σκέφτεται και χρησιμοποιεί κάποιος το μυαλό του. Και η μόνη προϋπόθεση για να ασκήσω τη φαντασία αυτού του τύπου, είναι να πάρω αποστάσεις από τα ενδιαφέροντα μου και να απελευθερωθώ από τα ιδιωτικά μου συμφέροντα. Συνεπώς, ακόμη και άν είμαι εντελώς απομονωμένη την ώρα που διαμορφώνω γνώμη, την ώρα εκείνη δεν κάνω φιλοσοφική σκέψη με μόνη συντροφιά τον εαυτό μου. Παραμένω σ' αυτόν τον κόσμο της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης, όπου μπορώ να γίνω η αντιπρόσωπος όλων των άλλων. Ασφαλώς μπορώ να αρνηθώ να το κάνω αυτό· και μπορώ να σχηματίσω γνώμη λαμβάνοντας υπόψη αποκλειστικά και μόνον τα δικά μου συμφέροντα και ενδιαφέροντα ή μόνον τα συμφέροντα της ομάδας στην οποία ανήκω. Τίποτε δεν είναι πιο διαδεδομένο από αυτή την τυφλή προσήλωση, που μας την αποκαλύπτει η έλλειψη φαντασίας και η αδυναμία για κρίση, ακόμη και ανάμεσα σε πολύ έξυπνους και εκλεπτυσμένους ανθρώπους. Όμως, ακόμη και η ποιότητα μιας γνώμης ή μιας κρίσης εξαρτάται από τον βαθμό της αμεροληψίας της» (Arendt, «Truth and Politics», σελ. 115).
27. Arendt, The Human Condition, σελ. 244 κ.ε.
28. Πρβλ. R. J. Bernstein,
«Η. Arendt: Opinion and Judgment», εισήγηση που παρουσιάστηκε στην Ετήσια Συνάντηση της Ένωσης Αμερικανών Πολιτικών Επιστημόνων (Annual Meeting of the American Political Science Association), Σικάγο, 1976.
Για την μετάφραση λήφθηκε υπόψη τόσο το αρχικό κείμενο του J. Habermas σε γερμανική γλώσσα (Jürgen Habermas, «Hannah Arendts Begriff der Macht», στο περιοδ. Merkur τ. 341, Οκτώβριος 1976, Στουτγκάρδη, καθώς και Philosophisch-politische Profile - Erweiterte Ausgabe, Suhrkamp, Φρανκφούρτη/Μ, 1981, 1987), όσο και η μετάφραση στα αγγλικά του Thomas MacCarthy, ενός από τους εγκυρότερους μεταφραστές και κριτικούς μελετητές του έργου του Χάμπερμας («Hannah Arendt’s Communications Concept of Power», στο περιοδ. Social Research, τομ. 44, τεύχος 1/1977 και στον τόμο Hannah Arendt - Critical Essays, επιμ. Lewis P. Hinchman και Sandra K. Hinchman, State University of New York Press, 1994)
  
[Οι μεσότιτλοι με όχι έντονους χαρακτήρες προστέθηκαν στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση]
https://aftercrisisblog.blogspot.com/2019/07/blog-post.html
 
Το πρώτο μέρος: 
Γιούργκεν Χάμπερμας: Πολιτική ισχύς, εξουσία και επικοινωνία σύμφωνα με την Χάννα Άρεντ - Μια κριτική διερεύνηση  
https://aftercrisisblog.blogspot.com/2019/02/blog-post_15.html




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις 2013 - 2022

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται
Χρίστος Αλεξόπουλος: Κλιματική κρίση και κοινωνική συνοχή

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:
Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:<br>Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι
Πως η αγάπη επουλώνει τη φθορά του κόσμου

Danilo Kiš:

Danilo Kiš:
Συμβουλές σε νεαρούς συγγραφείς, και όχι μόνον

Predrag Matvejević:

Predrag Matvejević:
Ο Ρωσο-Κροάτης ανιχνευτής και λάτρης του Μεσογειακού κόσμου

Azra Nuhefendić

Azra Nuhefendić
Η δημοσιογράφος με τις πολλές διεθνείς διακρίσεις, γράφει για την οριακή, γειτονική Ευρώπη

Μάης του '36, Τάσος Τούσης

Μάης του '36, Τάσος Τούσης
Ο σκληρός Μεσοπόλεμος: η εποχή δοσμένη μέσα από τη ζωή ενός ανθρώπου - συμβόλου

Ετικέτες

«Γενιά του '30» «Μακεδονικό» 1968 1989 αειφορία Ανδρέας Παπανδρέου αντιπροσωπευτική δημοκρατία Αριστοτέλης Αρχιτεκτονική Αυστρομαρξισμός Βαλκανική Βαρουφάκης βιοποικιλότητα Βρετανία Γαλλία Γερμανία Γκράμσι Διακινδύνευση Έθνος και ΕΕ Εκπαίδευση Ελεφάντης Ενέργεια Επισφάλεια ηγεμονία ΗΠΑ Ήπειρος Θ. Αγγελόπουλος Θεοδωράκης Θεσσαλονίκη Θεωρία Συστημάτων Ιβάν Κράστεφ ιστορία Ιταλία Καντ Καρλ Σμιτ Καταναλωτισμός Κεντρική Ευρώπη Κέϋνς Κίνα Κλιματική αλλαγή Κοινοτισμός κοινωνική ανισότητα Κορνήλιος Καστοριάδης Κοσμάς Ψυχοπαίδης Κράτος Πρόνοιας Κώστας Καραμανλής Λιάκος Α. Λογοτεχνία Μάνεσης Μάξ Βέμπερ Μάρξ Μαρωνίτης Μέλισσες Μέσα «κοινωνικής» δικτύωσης Μέσα Ενημέρωσης Μεσόγειος Μεταπολίτευση Μιχ. Παπαγιαννάκης Μουσική Μπερλινγκουέρ Νεοφιλελευθερισμός Νίκος Πουλαντζάς Νίτσε Ο τόπος Οικολογία Ουκρανία Π. Κονδύλης Παγκοσμιοποίηση Παιδεία Πράσινοι Ρήγας Ρίτσος Ρωσία Σεφέρης Σημίτης Σολωμός Σοσιαλδημοκρατία Σχολή Φραγκφούρτης Ταρκόφσκι Τουρκία Τραμπ Τροβαδούροι Τσακαλώτος Τσίπρας Φιλελευθερισμός Φιλοσοφία Χαλκιδική Χέγκελ Χριστιανισμός Acemoglu/Robinson Adorno Albrecht von Lucke André Gorz Axel Honneth Azra Nuhefendić Balibar Brexit Carl Schmitt Chomsky Christopher Lasch Claus Offe Colin Crouch Elmar Altvater Ernst Bloch Ernst-W. Böckenförde Franklin Roosevelt Habermas Hannah Arendt Heidegger Jan-Werner Müller Jeremy Corbyn Laclau Le Corbusier Louis Althusser Marc Mazower Matvejević Michel Foucault Miroslav Krleža Mudde Otto Bauer PRAXIS International Ruskin Sandel Michael Strauss Leo Streeck T. S. Eliot Timothy Snyder Tolkien Ulrich Beck Wallerstein Walter Benjamin Wolfgang Münchau Zygmunt Bauman

Song for the Unification (Zbigniew Preisner -
Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube

Song for the Unification (Zbigniew Preisner - <br>Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube
Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων,
ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον...
Ἡ ἀγάπη ...πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει...
Νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα·
μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη (προς Κορινθ. Α΄ 13)

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»
«Είμαι βραχυπρόθεσμα απαισιόδοξος αλλά μακροπρόθεσμα αισιόδοξος»

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας
«Χριστούγεννα με τον Κοκκινολαίμη – Το Αηδόνι του Χειμώνα»

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι