Στο πολύ σημαντικό κείμενο του Παναγιώτη Κονδύλη «Προϋποθέσεις, παράμετροι και ψευδαισθήσεις της ελληνικής εθνικής πολιτικής», που αποτελεί το επίμετρο του βιβλίου του Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο (1992), ένα βασικό συμπέρασμα ήταν ότι το ελληνικό κοινωνικό και πολιτικό σώμα στο σύνολο του επωφελήθηκε από τη μεταπολεμική ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας, αντλώντας βραχυπρόθεσμα ωφελήματα. Κατά τον Κονδύλη, η όλη διαδικασία, χωρίς να επηρεάζεται από μεταβολές στην πολιτική ηγεσία (“δεξιά”, “φιλελεύθερη” ή “σοσιαλιστική”, κοινοβουλευτική ή δικτατορική), πήρε τη μορφή ενός “σιωπηρού, αλλά διαρκούς και συνειδητού κοινωνικού συμβολαίου”, με κύριο χαρακτηριστικό τον “παρασιτικό καταναλωτισμό”. Έτσι φθάσαμε στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης, η οποία φαίνεται σαν να επαληθεύει την προφητική διαπίστωση του Κονδύλη, ήδη στις αρχές της δεκαετίας του '90, ότι αποτελεί “περίπτωση φθίνοντος έθνους”.
Περίπου έτσι φαίνονται τα πράγματα. Είναι όμως ακριβώς έτσι;
Η υπόθεση εκείνη του Κονδύλη διατυπώθηκε το 1992, σε εποχή παχειών αγελάδων (που τρεφόταν πράγματι με δανεική τροφή): στην αρχή εκείνης της μεγάλης ανόδου οικονομικών και μη οικονομικών μεγεθών, που αποδείχθηκε μη διατηρήσιμη φούσκα - προορισμένη να σκάσει, όπως κάθε φούσκα. Άρχιζε τότε μια εποχή ρητορικής εθνικής έξαρσης, η οποία αποδείχθηκε αλαζονεία. Ήταν νωπή η πολιτική ένταξη της χώρας μας στον πυρήνα της Κοινοτικής Ευρώπης, το κοινό νόμισμα ερχόταν, το Χρηματιστήριο και όλο το νεο-ευκατάστατο έθνος ζέσταιναν τις μηχανές για τις μοιραίες “εφορμήσεις προς τον ουρανό” του 1999 και του 2004. Και είχε μόλις καταρρεύσει με πάταγο το οικονομικό και πολιτικό σύστημα της πρώην Ανατολικής Ευρώπης, το “έτος των θαυμάτων” 1989.
Μέσα στο τοπίο αυτό, το Ελληνικό πολιτικό προσωπικό και μεγάλο μέρος του Ελληνικού επιχειρηματικού κόσμου, αντί να μιλούν για αμοιβαία επωφελή συνεργασία, μιλούσαν υπεροπτικά με γλώσσα του 19ου αιώνα, για “διείσδυση” στα Βαλκάνια, ως άλλες Βασίλισσες Βικτωρίες και Λόρδοι Ντισραέλι την εποχή της κατάκτησης των Ινδιών από την θαλασσοκράτειρα Βρετανική Αυτοκρατορία.
Και εν μέσω γενικής ανάτασης, ο Κονδύλης έγραφε αυτά τα εκτός κλίματος. Ποιος θα τον άκουγε τότε;
Ωστόσο, το γραπτό εκείνο είχε κρίσιμα σημεία που μπορούν να αμφισβητηθούν ή να απορριφθούν εντελώς με πολύ ισχυρά επιχειρήματα:
Η υπόθεση εκείνη του Κονδύλη διατυπώθηκε το 1992, σε εποχή παχειών αγελάδων (που τρεφόταν πράγματι με δανεική τροφή): στην αρχή εκείνης της μεγάλης ανόδου οικονομικών και μη οικονομικών μεγεθών, που αποδείχθηκε μη διατηρήσιμη φούσκα - προορισμένη να σκάσει, όπως κάθε φούσκα. Άρχιζε τότε μια εποχή ρητορικής εθνικής έξαρσης, η οποία αποδείχθηκε αλαζονεία. Ήταν νωπή η πολιτική ένταξη της χώρας μας στον πυρήνα της Κοινοτικής Ευρώπης, το κοινό νόμισμα ερχόταν, το Χρηματιστήριο και όλο το νεο-ευκατάστατο έθνος ζέσταιναν τις μηχανές για τις μοιραίες “εφορμήσεις προς τον ουρανό” του 1999 και του 2004. Και είχε μόλις καταρρεύσει με πάταγο το οικονομικό και πολιτικό σύστημα της πρώην Ανατολικής Ευρώπης, το “έτος των θαυμάτων” 1989.
Μέσα στο τοπίο αυτό, το Ελληνικό πολιτικό προσωπικό και μεγάλο μέρος του Ελληνικού επιχειρηματικού κόσμου, αντί να μιλούν για αμοιβαία επωφελή συνεργασία, μιλούσαν υπεροπτικά με γλώσσα του 19ου αιώνα, για “διείσδυση” στα Βαλκάνια, ως άλλες Βασίλισσες Βικτωρίες και Λόρδοι Ντισραέλι την εποχή της κατάκτησης των Ινδιών από την θαλασσοκράτειρα Βρετανική Αυτοκρατορία.
Και εν μέσω γενικής ανάτασης, ο Κονδύλης έγραφε αυτά τα εκτός κλίματος. Ποιος θα τον άκουγε τότε;
(από τον ιστότοπο http://info-war.gr) |
Ωστόσο, το γραπτό εκείνο είχε κρίσιμα σημεία που μπορούν να αμφισβητηθούν ή να απορριφθούν εντελώς με πολύ ισχυρά επιχειρήματα:
1. Η εκτίμηση του Κονδύλη ότι η Ευρωπαϊκή
συνοχή και αλληλοβοήθεια μεταξύ των χωρών είναι κυρίως ζήτημα
συμφέροντος, είναι κατά βάση σωστή. Αλλά μονόπλευρη και ανιστορική:
Παραγνωρίζει τις διαρθρωτικές μεταβολές των μακροπρόθεσμων συμφερόντων που επιφέρει η
ιστορική διάρκεια, όπως π.χ. επέφεραν οι αιματηρές περιπέτειες του 20ού αιώνα· δηλαδή
ξεχνά ότι η ιστορία μπορεί να διαμορφώνει “κοινά πεπρωμένα”.
Παραβλέπει επίσης ότι η δική μας Βαλκανική Χερσόνησος είναι εξίσου Ευρώπη, όσο είναι και η Ιβηρική Χερσόνησος των Ισπανών και των Πορτογάλων. Είναι οριακή Ευρώπη και όριο της Ευρώπης. Όμως χωρίς την οριακή περιφέρεια δεν υπάρχει κέντρο. Στον 21ο αιώνα, μια Ευρώπη χωρίς Ιβηρική ή χωρίς Βαλκανική Χερσόνησο, θα ήταν τόσο ακρωτηριασμένη, ώστε από γεωπολιτική, ιστορική, πολιτισμική, ακόμη και οικονομική άποψη, θα έπαυε να είναι ήπειρος.
Σο πλαίσιο αυτό, ο Κονδύλης υπέπεσε και εκείνος στην πολύ συνηθισμένη στην Ελλάδα υπέρβαση της γεωγραφίας και της ιστορίας, που έχει χροιά παράδοξη, ταυτόχρονα κοσμοπολίτικη-απάτριδα και εθνικιστική-τοπικιστική: στην υποτίμηση των Βαλκανίων. Δεν ήθελε να αποδεχθεί, και γι' αυτό το απωθούσε και το παρέβλεπε, ότι η λαμπρή Ελλάδα των εφοπλιστών και του κλασικού παρελθόντος είναι και αναπόσπαστο μέρος της “καθυστερημένης και σκοτεινής” Βαλκανικής. Και δεν κατάλαβε, πώς εξαιτίας του γεγονότος ότι είναι χώρα Βαλκανική, ακριβώς γι' αυτό είναι και αναπόσπαστο μέρος της Ευρώπης. Η ένταξη είναι γεωπολιτική: είναι o Ευρωπαϊκός δρόμος από το Αιγαίο ως τον Δούναβη και τη Βόρεια Θάλασσα. Αυτή είναι η Ευρώπη “από την Ισλανδία ώς τη Θεσσαλονίκη”, για την οποία μιλά ο Γάλλος ιστορικός Ζοζέφ Ροβάν (Joseph Rovan: Zwei Großmächte, Das alte Europa antwortet Herrn Rumsfeld, στο αφιέρωμα της Frankfurter Allgemeine Zeitung 24.01.2003).
Η ένταξη αυτή έχει ιστορικό βάθος, και μετά το 1989, είναι κατεξοχήν πολιτική και οικονομική.
Παραβλέπει επίσης ότι η δική μας Βαλκανική Χερσόνησος είναι εξίσου Ευρώπη, όσο είναι και η Ιβηρική Χερσόνησος των Ισπανών και των Πορτογάλων. Είναι οριακή Ευρώπη και όριο της Ευρώπης. Όμως χωρίς την οριακή περιφέρεια δεν υπάρχει κέντρο. Στον 21ο αιώνα, μια Ευρώπη χωρίς Ιβηρική ή χωρίς Βαλκανική Χερσόνησο, θα ήταν τόσο ακρωτηριασμένη, ώστε από γεωπολιτική, ιστορική, πολιτισμική, ακόμη και οικονομική άποψη, θα έπαυε να είναι ήπειρος.
Σο πλαίσιο αυτό, ο Κονδύλης υπέπεσε και εκείνος στην πολύ συνηθισμένη στην Ελλάδα υπέρβαση της γεωγραφίας και της ιστορίας, που έχει χροιά παράδοξη, ταυτόχρονα κοσμοπολίτικη-απάτριδα και εθνικιστική-τοπικιστική: στην υποτίμηση των Βαλκανίων. Δεν ήθελε να αποδεχθεί, και γι' αυτό το απωθούσε και το παρέβλεπε, ότι η λαμπρή Ελλάδα των εφοπλιστών και του κλασικού παρελθόντος είναι και αναπόσπαστο μέρος της “καθυστερημένης και σκοτεινής” Βαλκανικής. Και δεν κατάλαβε, πώς εξαιτίας του γεγονότος ότι είναι χώρα Βαλκανική, ακριβώς γι' αυτό είναι και αναπόσπαστο μέρος της Ευρώπης. Η ένταξη είναι γεωπολιτική: είναι o Ευρωπαϊκός δρόμος από το Αιγαίο ως τον Δούναβη και τη Βόρεια Θάλασσα. Αυτή είναι η Ευρώπη “από την Ισλανδία ώς τη Θεσσαλονίκη”, για την οποία μιλά ο Γάλλος ιστορικός Ζοζέφ Ροβάν (Joseph Rovan: Zwei Großmächte, Das alte Europa antwortet Herrn Rumsfeld, στο αφιέρωμα της Frankfurter Allgemeine Zeitung 24.01.2003).
Η ένταξη αυτή έχει ιστορικό βάθος, και μετά το 1989, είναι κατεξοχήν πολιτική και οικονομική.
H Βασίλισσα Βικτωρία με τον πρωθυπουργό της Ντισραέλι |
2. Το πιό σημαντικό σφάλμα αφορά την εικόνα του για την Ελληνική κοινωνία και τη μεταβολή της διάρθρωσής της μέσα στο χρόνο. Η
γνώμη του Κονδύλη, ότι “η συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικού
λαού όλων των κοινωνικών στρωμάτων” συν-διαμόρφωσε τον παρασιτικό καταναλωτισμό, και πολύ περισσότερο, επωφελήθηκε από αυτόν, θυμίζει το διαβόητο “μαζί τα φάγαμε” του κ. Θ. Πάγκαλου, αν και ειπωμένο με άλλο ύφος και ήθος. Έχει όμως την αξία της και πρέπει να συνεκτιμάται.
Ωστόσο, η αξία αυτή μετριάζεται πολύ από τα γεγονότα, διαπιστωμένα εμπειρικά, επιβεβαιωμένα με σκληρούς αριθμούς.
Στη φάση της ανάπτυξης και της φούσκας, η κοινωνική ανισότητα στην Ελλάδα ως προς την κατανομή των περιουσιακών στοιχείων (δηλαδή του αποθησαυρισμένου πλούτου), όχι μόνον δεν μειώθηκε, αλλά σαφώς αυξήθηκε και μάλιστα έντονα. Παρόλο που αυξήθηκε το διαθέσιμο εισόδημα των φτωχότερων στρωμάτων και το μερίδιό τους στην κατανάλωση μεγάλωσε, η κατανομή του συσσωρευμένου ιδιωτικού πλούτου δεν έγινε δημοκρατικότερη. Οι αριθμοί δεν μπορούν να πούν ψέμματα, εκτός άν είναι “πειραγμένοι”. Και όταν μιλούν καθαρά οι αριθμοί, τα ιδεολογήματα πρέπει να σωπαίνουν. Η αλήθεια είναι, ότι από την Ελληνική φούσκα 1990 - 2008 επωφελήθηκε ένα μεγάλο μέρος της Ελληνικής κοινωνίας, όχι μόνο καταναλώνοντας αλλά και με αποθησαύριση ιδιωτικού πλούτου. Μεγάλο μέρος μέν, μειοψηφικό δέ. Από τους λοιπούς, οι περισσότεροι αναλογικά έμειναν ακόμη πιό πίσω, η οικονομική και κοινωνική υστέρησή τους από το μεγαλομεσαίο κοινωνικό σύμπλοκο μεγάλωσε ακριβώς στη φάση της φούσκας. Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι για τους μεν μεγαλομεσαίους ήταν και φάση μεγάλης αποθησαύρισης, για τους δε φτωχότερους ήταν εποχή σχετικής ανακούφισης ως προς την αγοραστική δύναμη, αλλά χωρίς αποθησαύριση που θα μείωνε ή θα συγκρατούσε μέσα σε όρια την πραγματική ανισότητα. Ένας συνδυσμός δεδομένων που προέρχονται από την Τράπεζα της Ελλάδος (2009 - εδώ ανάλυση σε pdf), την EKT, από την Eurostat και από άλλες μελέτες και πρόσφατες πηγές, δείχνει ότι η αναλογία των περιουσιακών στοιχείων (κινητών και ακίνητων) που κατείχε το πλουσιότερο 20 % της Ελληνικής κοινωνίας σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που κατείχε το φτωχότερο 20 %, το 2009 είχε γίνει σημαντικά πιό άνιση σε σύγκριση με το 1990, δηλαδή η διαρκής άνοδος του ΑΕΠ επέφερε μεταβολή δυσμενή για τους ασθενέστερους.
Ανάλογη είναι η μεταβολή για όλες τις χώρες του Ευρωπαϊκού Μεσογειακού Νότου. Στον αντίποδα, στις Σκανδιναβικές χώρες (χώρες με την μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή στην Ευρώπη), η αναλογία περιουσιακών στοιχείων του πλουσιότερου 20 % σε σχέση με τις περιουσίες του φτωχότερου 20 % παρουσίαζε την μισή περίπου ανισότητα σε σχέση με το Νότο, και έμεινε σχεδόν αμετάβλητη απο το 1990 έως το 2009.
3. Η προηγούμενη παρατήρηση, ενισχυμένη και από την πρόσφατη (2014) μελέτη του Ιδρύματος Bertelsmann για την κοινωνική ανισότητα στην Ευρώπη, λέει ότι δεν πρόκειται για ιδιόμορφο “Ελληνικό πρόβλημα”: Υπάρχει σοβαρή απόκλιση του συνόλου της Μεσογειακής και Βαλκανικής Νότιας Ευρώπης, από τον Ατλαντικό ως τον Εύξεινο Πόντο: εδώ η κοινωνική ανισότητα είναι δυσανάλογα μεγάλη, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ.
4. Τέλος, όπως ήδη είπαμε, όλα τα ποσοτικά στοιχεία που αφορούν την κατοχή περιουσιακών στοιχείων, κινητών και ακίνητων, στην Ελλάδα (και στις λοιπές χώρες της Νότιας Ευρώπης), δείχνουν ότι τα χρόνια της ανόδου των οικονομικών μεγεθών δεν ήταν μόνο χρόνια κατανάλωσης. Για το μεγαλομεσαίο, μειοψηφικό αλλά υπολογίσιμο μέρος της κοινωνίας, εκτός από χρόνια κατανάλωσης, ήταν επίσης (και κυρίως) χρόνια άτακτης συσσώρευσης. Αυτό ακριβώς είναι το κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου, και λιγότερο η παράλληλη καταναλωτική έκρηξη. Αυτό είναι που μεγέθυνε και συνεχίζει να μεγεθύνει την ανισότητα στη Μεσογειακή Ευρώπη.
Ωστόσο, η αξία αυτή μετριάζεται πολύ από τα γεγονότα, διαπιστωμένα εμπειρικά, επιβεβαιωμένα με σκληρούς αριθμούς.
Στη φάση της ανάπτυξης και της φούσκας, η κοινωνική ανισότητα στην Ελλάδα ως προς την κατανομή των περιουσιακών στοιχείων (δηλαδή του αποθησαυρισμένου πλούτου), όχι μόνον δεν μειώθηκε, αλλά σαφώς αυξήθηκε και μάλιστα έντονα. Παρόλο που αυξήθηκε το διαθέσιμο εισόδημα των φτωχότερων στρωμάτων και το μερίδιό τους στην κατανάλωση μεγάλωσε, η κατανομή του συσσωρευμένου ιδιωτικού πλούτου δεν έγινε δημοκρατικότερη. Οι αριθμοί δεν μπορούν να πούν ψέμματα, εκτός άν είναι “πειραγμένοι”. Και όταν μιλούν καθαρά οι αριθμοί, τα ιδεολογήματα πρέπει να σωπαίνουν. Η αλήθεια είναι, ότι από την Ελληνική φούσκα 1990 - 2008 επωφελήθηκε ένα μεγάλο μέρος της Ελληνικής κοινωνίας, όχι μόνο καταναλώνοντας αλλά και με αποθησαύριση ιδιωτικού πλούτου. Μεγάλο μέρος μέν, μειοψηφικό δέ. Από τους λοιπούς, οι περισσότεροι αναλογικά έμειναν ακόμη πιό πίσω, η οικονομική και κοινωνική υστέρησή τους από το μεγαλομεσαίο κοινωνικό σύμπλοκο μεγάλωσε ακριβώς στη φάση της φούσκας. Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι για τους μεν μεγαλομεσαίους ήταν και φάση μεγάλης αποθησαύρισης, για τους δε φτωχότερους ήταν εποχή σχετικής ανακούφισης ως προς την αγοραστική δύναμη, αλλά χωρίς αποθησαύριση που θα μείωνε ή θα συγκρατούσε μέσα σε όρια την πραγματική ανισότητα. Ένας συνδυσμός δεδομένων που προέρχονται από την Τράπεζα της Ελλάδος (2009 - εδώ ανάλυση σε pdf), την EKT, από την Eurostat και από άλλες μελέτες και πρόσφατες πηγές, δείχνει ότι η αναλογία των περιουσιακών στοιχείων (κινητών και ακίνητων) που κατείχε το πλουσιότερο 20 % της Ελληνικής κοινωνίας σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που κατείχε το φτωχότερο 20 %, το 2009 είχε γίνει σημαντικά πιό άνιση σε σύγκριση με το 1990, δηλαδή η διαρκής άνοδος του ΑΕΠ επέφερε μεταβολή δυσμενή για τους ασθενέστερους.
Ανάλογη είναι η μεταβολή για όλες τις χώρες του Ευρωπαϊκού Μεσογειακού Νότου. Στον αντίποδα, στις Σκανδιναβικές χώρες (χώρες με την μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή στην Ευρώπη), η αναλογία περιουσιακών στοιχείων του πλουσιότερου 20 % σε σχέση με τις περιουσίες του φτωχότερου 20 % παρουσίαζε την μισή περίπου ανισότητα σε σχέση με το Νότο, και έμεινε σχεδόν αμετάβλητη απο το 1990 έως το 2009.
3. Η προηγούμενη παρατήρηση, ενισχυμένη και από την πρόσφατη (2014) μελέτη του Ιδρύματος Bertelsmann για την κοινωνική ανισότητα στην Ευρώπη, λέει ότι δεν πρόκειται για ιδιόμορφο “Ελληνικό πρόβλημα”: Υπάρχει σοβαρή απόκλιση του συνόλου της Μεσογειακής και Βαλκανικής Νότιας Ευρώπης, από τον Ατλαντικό ως τον Εύξεινο Πόντο: εδώ η κοινωνική ανισότητα είναι δυσανάλογα μεγάλη, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ.
4. Τέλος, όπως ήδη είπαμε, όλα τα ποσοτικά στοιχεία που αφορούν την κατοχή περιουσιακών στοιχείων, κινητών και ακίνητων, στην Ελλάδα (και στις λοιπές χώρες της Νότιας Ευρώπης), δείχνουν ότι τα χρόνια της ανόδου των οικονομικών μεγεθών δεν ήταν μόνο χρόνια κατανάλωσης. Για το μεγαλομεσαίο, μειοψηφικό αλλά υπολογίσιμο μέρος της κοινωνίας, εκτός από χρόνια κατανάλωσης, ήταν επίσης (και κυρίως) χρόνια άτακτης συσσώρευσης. Αυτό ακριβώς είναι το κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου, και λιγότερο η παράλληλη καταναλωτική έκρηξη. Αυτό είναι που μεγέθυνε και συνεχίζει να μεγεθύνει την ανισότητα στη Μεσογειακή Ευρώπη.
Παρόλα
αυτά, ο Κονδύλης του 1992 επαληθεύθηκε ως προς την εξελιξη του βασικού “σεναρίου”:
Το μοντέλο των ετών 1980 - 2008 ήταν πελατειακός πλουτισμός και καταναλωτισμός με δανεικά, με πολύ έντονη ανισότητα, με αδιαφορία για την πραγματική οικονομία, ιδίως την παραγωγική, με κατευθυνόμενη από το κράτος αποβιομηχάνιση και στροφή στον τριτογενή τομέα.
Το μοντέλο αυτό όχι μόνον δεν άλλαξε, αλλά ανακυκλώθηκε με την όλο και στενότερη συμμετοχή στην ΕΕ και τελικά στη Ζώνη του ευρώ. Και ελάχιστα διαφέρει από το πως εξελίχτηκε μετά το 1990 το οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο π.χ. της γειτονικής Ιταλίας (άν εξαιρέσει κανείς τον Ιταλικό Βορρά).
Επίσης, η περιγραφή από τον Κονδύλη των κοινωνικο-ψυχολογικών μηχανισμών απώθησης και υπεραναπλήρωσης αποδείχθηκε ακριβέστατη και συνεχίζει να είναι (τώρα που ο τύμβος της Αμφίπολης μας ξαναφτιάχνει το κέφι που χαλά η τρόικα)
Όσο για τον “υπαρκτό εκσυγχρονισμό” της περιόδου Σημίτη, εκ του αποτελέσματος σε μεσοπρόθεσμο χρόνο αποδείχθηκε κάτι σαν τον “υπαρκτό σοσιαλισμό”: Πολλή ρητορεία και ελάχιστη ουσία. Ένα θέμα που η πολιτική κριτική έχει αγγίξει ελάχιστα.
Το μοντέλο των ετών 1980 - 2008 ήταν πελατειακός πλουτισμός και καταναλωτισμός με δανεικά, με πολύ έντονη ανισότητα, με αδιαφορία για την πραγματική οικονομία, ιδίως την παραγωγική, με κατευθυνόμενη από το κράτος αποβιομηχάνιση και στροφή στον τριτογενή τομέα.
Το μοντέλο αυτό όχι μόνον δεν άλλαξε, αλλά ανακυκλώθηκε με την όλο και στενότερη συμμετοχή στην ΕΕ και τελικά στη Ζώνη του ευρώ. Και ελάχιστα διαφέρει από το πως εξελίχτηκε μετά το 1990 το οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο π.χ. της γειτονικής Ιταλίας (άν εξαιρέσει κανείς τον Ιταλικό Βορρά).
Επίσης, η περιγραφή από τον Κονδύλη των κοινωνικο-ψυχολογικών μηχανισμών απώθησης και υπεραναπλήρωσης αποδείχθηκε ακριβέστατη και συνεχίζει να είναι (τώρα που ο τύμβος της Αμφίπολης μας ξαναφτιάχνει το κέφι που χαλά η τρόικα)
Όσο για τον “υπαρκτό εκσυγχρονισμό” της περιόδου Σημίτη, εκ του αποτελέσματος σε μεσοπρόθεσμο χρόνο αποδείχθηκε κάτι σαν τον “υπαρκτό σοσιαλισμό”: Πολλή ρητορεία και ελάχιστη ουσία. Ένα θέμα που η πολιτική κριτική έχει αγγίξει ελάχιστα.
Γιώργος Β. Ριτζούλης
το κύριο μέρος του κειμένου του Π. Κονδύλη «Προϋποθέσεις, παράμετροι και ψευδαισθήσεις της ελληνικής εθνικής πολιτικής», μαζί με μια πρώτη μορφή του παραπάνω γραπτού, δημοσιεύθηκαν στον ιστότοπο Μετά την Κρίση, υπό τον τίτλο:
“Παναγιώτης Κονδύλης: Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί περίπτωση φθίνοντος έθνους (και μερικές παρατηρήσεις)”
Στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση, με Κονδυλικό περιεχόμενο
“Παναγιώτης Κονδύλης: Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί περίπτωση φθίνοντος έθνους (και μερικές παρατηρήσεις)”
Bλ. και
Στον ιστότοπο Μετά την Κρίση, για την πολύ περιορισμένη κοινωνική κινητικότητα στην Ελλάδα και τις κληρονομικές ελίτ :
Ελλάδα, αποτυχημένο μοντέλο κράτους και κοινωνίας (στην κρίση και πριν την κρίση) - ΕΕ: Μεγαλώνει η κοινωνική ανισότητα (από την μελέτη του Ιδρύματος Bertelsmann για την κοινωνική ανισότητα στην Ευρώπη - στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση)
Σε ότι αφορά την άποψη του Κονδύλη ότι <<“η συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικού λαού όλων των κοινωνικών στρωμάτων” συν-διαμόρφωσε τον παρασιτικό καταναλωτισμό, και πολύ περισσότερο, επωφελήθηκε από αυτόν>> είναι βέβαιο ότι η διεύρυνση της κοινωνικής ανισότητας που αναφέρετε, όχι μόνον δεν καταρρίπτει την εν λόγω θέση, αλλά αντίθετα την επιβεβαιώνει με μεγάλυτερη ακρίβεια, διότι αυτό σημαίνει ότι οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι επειδή οι φτωχοί αποδέχονται και σέβονται την "ανωτερότητά" των πλουσίων, υποκύπτουν και κατά συνέπεια γίνονται φτωχότεροι, προσβλέποντας σε ένα "απίθανο-πιθανό" μέλλον, όπου θα πάρουν τη θέση των πλουσίων και θα πιέζουν με την σειρά τους τούς φτωχούς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓι ' αυτό το λόγο ποτέ δεν σκύβουμε το κεφάλι σε "ανώτερο-πλούσιο", αλλά ούτε επιτρέπουμε να σκύψουν το κεφάλι τους σε εμάς οι "κατώτεροι-φτωχοί".
Ευχαριστώ
Νομίζω ότι αυτού του είδους η οικονομίστικη κριτική αδικεί την κρίση του Π. Κονδύλη. Οι συνέπειες μιας πολιτικής πραγματικότητας δεν ακολουθούν μια αναλογική αριθμητική. Το ότι ο λαός έφαγε 1, η εθνική ελίτ 10 και οι κερδοσκόποι 100 δεν σημαίνει ότι ο λαός/παρασιτικός καταναλωτής φταίει 1% η εθνική ελίτ 10% και πάει λέγοντας... Ο παρασιτικός καταναλωτισμός δεν αρχίζει και τελειώνει στον καταναλωτή. Προκειμένου να εξασφαλιστεί το 1% του λαϊκού φαγητού υπάρχει αυτό το σύστημα διαπλοκής με 99% απώλειες...
ΑπάντησηΔιαγραφήθ.π.