του Verlyn Klinkenborg
© The New York Review of Books - Verlyn Klinkenborg: What’s Happening to the Bees and Butterflies?, τεύχος Δεκεμβρίου 2016
Στις αρχές Μαΐου, πούλησα το παλιό αγρόκτημα μου και μετακόμισα δέκα μίλια δυτικά. Και οι δύο τόποι, ο παλιός και ο νέος, βρίσκονται σε ένα τοπίο που μοιάζει να είναι ένα και το αυτό, το συνηθισμένο τοπίο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης: Χωματόδρομοι, κυματιστοί λόφοι, μεγάλες συστάδες με πολλά
δένδρα. Όμως το να μετακομίσεις δέκα μίλια πιο πέρα, είναι μεγαλύτερη αλλαγή από αυτήν που υπέθετα. Τώρα ζω σε μια λεκάνη που «λαξεύτηκε» κάποτε από την αργή διαδρομή ενός παγετώνα, όχι στην προεξοχή ενός βραχώδους εδαφικού σχηματισμού. Το έδαφος είναι βαρύ, έχει πολύ πηλό, όχι πορώδες με ποταμίσια βότσαλα. Εδώ υπάρχουν βελανιδιές, φράξοι και ψηλές μαύρες αγριοκερασιές αντί για Οξιές, αμερικάνικες Ασπροκαρυδιές [Hickory - Carya amara, Carya Illinoensis (πεκάν), Carya ovata, δέντρα που ανήκουν στην ίδια οικογένεια με την γνωστή μας Καρυδιά του Παλαιού Κόσμου Juglans regia· παράγουν και αυτά εδώδιμα καρύδια] και καναδικές Τσούγιες [hemlock - Tsuga canadensis].
Tον Μάιο κελαϊδούσαν στους φράχτες πουλιά που δεν είχα ξανακούσει ποτέ πριν· λόγου χάρη, διάφορα στρουθιόμορφα των αμερικάνικων λιβαδιών [prairie warblers - πουλιά της τάξης passeriformes, όπως οι Σπουργίτες και πολλά ωδικά του Παλαιού Κόσμου, από την Καρδερίνα μέχρι το Αηδόνι], το τραγούδι των οποίων ακούγεται σαν [αντιστικτικό] discantus σε ανοδική κλίμακα. Και αυτά που φτεροκοπούσαν πάνω από τους αγρούς τον Ιούνιο, τι να ήταν; Μήπως Δολιχόνυχες (bobolinks - Dolichonyx oryzivorus); Όταν ήρθε το φθινόπωρο, παρατήρησα μερικές αμερικάνικες Σταχτάρες ή Πετροχελίδονα των καμινάδων [chimney swift - Chaetura pelagica] να κυνηγούν έντομα εν πτήσει, βγάζοντας δυνατές τσιριχτές φωνές, σε ύψη που μόλις και μετά βίας μπορούσες να τις διακρίνεις με γυμνό μάτι.
Τα περισσότερα είδη πτηνών που βλέπω εδώ είναι ίδια με εκείνα που έβλεπα στο παλιό αγρόκτημα - αμερικάνικα Γατοπούλια [catbirds, Στρουθιόμορφα της οικογένειας Mimidae, όπως η Dumetella carolinensis και η Melanoptila glabrirostris] στους φράκτες, και ο αμερικάνικος ασπρόμαυρος Δρυοκολάπτης ή λοφιοφόρος Τρυποκάρυδος [Dryocopus pileatus] που στοιχειώνει το δάσος με το τυμπάνισμά του καθώς πελεκάει το ξύλο. Δηλαδή βλέπω τα ίδια είδη, αλλά διαφορετικά άτομα. Για τους περισσότερους ανθρώπους, η ταυτότητα ενός πουλιού συνοψίζεται στο επίπεδο του είδους. Βλέπουμε τον τύπο σαν ένα δείγμα. Κάνουμε ατέλειωτα φασαρία για τις δικές μας ταυτότητες ως ατόμων, ευχαρίστως αποδίδουμε ατομικότητα και στα θηλαστικά πέραν ενός ορισμένου μεγέθους: Σε μια αλεπού που τριγυρίζει σε έναν βοσκότοπο ή σε μια μαύρη αρκούδα που διασχίζει τον δρόμο το σούρουπο. Ομως η ταυτότητα των άγριων πτηνών ως ατόμων κουκουλώνεται μέσα στην ταυτότητά τους ως μελών ενός είδους.
[Είδη υπό εξαφάνιση και «αποψίλωση» της φύσης λόγω μείωσης των πληθυσμών]
Αναρωτιέμαι μήπως τυχόν η έννοια του «είδους» στέκεται μερικές φορές εμπόδιο στο να κατανοούμε την επίδραση που ασκούν οι άνθρωποι στον φυσικό κόσμο. Βέβαια ένα είδος εξακολουθεί να υπάρχει, μολονότι τα άτομα που το αποτελούν γεννιούνται και πεθαίνουν. Αλλά μερικές φορές η λέξη υπονοεί ότι το συλλογικό όλον - ας πούμε, η γενικότητα [του καθόλου όντος] καρδερίνα - είναι κάτι πιο σημαντικό από το άτομο - καρδερίνα [το καθ' έκαστον]. Μόνον όταν ένα είδος φθίνει, όταν μετατρέπεται σε είδος απειλούμενο, και απομένουν στον κόσμο τα τελευταία του άτομα, μόνον τότε αυτά τα άτομα φαίνεται να γίνονται, επιτέλους, πραγματικά άτομα. Ίσως το μοναδικό μεταναστευτικό Αγριοπερίστερο που είχε όνομα ήταν η Μάρθα, το τελευταίο μεταναστευτικό Αγριοπερίστερο [Ectopistes migratorius, εξαφανισμένο είδος από τις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν ενδημικό των Ατλαντικών ακτών και της ενδοχώρας της Βόρειας Αμερικής - η Μάρθα πέθανε 29 ετών στον ζωολογικό κήπο του Σινσινάτι].
Όταν είδα άγνωστα είδη στο νέο μου αγρόκτημα, πέρασε από το μυαλό μου στιγμιαία ότι τα πτηνά είναι πλάσματα εν αφθονία. Αλλά μετά θυμήθηκα ότι αυτό είναι ψευδαίσθηση.
Αυτή τη σκέψη τη χρωστώ στο δυνατό, ευαίσθητο νέο βιβλίο του Mάικλ Μακάρθυ (Michael McCarthy) The Moth Snowstorm - Nature and Joy, ένα βιβλίο για τα θαύματα του φυσικού κόσμου και για την παρακμή του. Σε ένα κεφάλαιο με τίτλο «Η Μεγάλη Αποψίλωση», ο McCarthy, γνωστός Βρετανός δημοσιογράφος που γράφει για περιβαλλοντικά θέματα, επισημαίνει τη διαφορά μεταξύ εξαφάνισης ενός είδους σε εθνικό επίπεδο και εξαφάνισης του σε τοπικό επίπεδο. Παρατηρεί ότι «στη Βρετανία, στην μεταπολεμική περίοδο, μόνον δύο είδη πτηνών εξαφανίστηκαν σε εθνικό επίπεδο», ο Κεφαλάς ή Αετομάχος ο κολλυρίων [Lanius collurio, red-backed shrike] και ο Στραβολαίμης ή Ίυγξ [Jynx torquilla - Eurasian wryneck]. «Όμως, ο αριθμός των ειδών πτηνών που έχουν μειωθεί τόσο πολύ ώστε να εξαφανιστούν σε τοπικό επίπεδο, και μάλιστα σε μεγάλες περιοχές της χώρας, είναι πολύ μεγαλύτερος».
Το ίδιο ισχύει για τα αγριολούλουδα και τις πεταλούδες, ιδιαίτερα για τις πεταλούδες, που τις αγαπάει τόσο πολύ ο Μακάρθυ. Στα μεταπολεμικά χρόνια, γράφει για τη Βρετανία, συνέβησαν τρεις εξαφανίσεις ειδών πεταλούδας σε εθνικό επίπεδο· «όμως από τότε που ξεκίνησαν τα προγράμματα καταγραφής πεταλούδων, σχεδόν τα τρία τέταρτα των πενήντα οκτώ ειδών που μας απέμειναν, έχουν μειωμένους πληθυσμούς και έχουν εξαφανιστεί από μεγάλο μέρος της χώρας». Με άλλα λόγια, η καταμέτρηση του αριθμού των χαμένων ειδών δεν αντανακλά ούτε κατ' ελάχιστο τον αριθμό των χαμένων ατόμων. Μεταξύ 1970 και 2013, ο «συνδυασμένος πληθυσμός δεκαεννέα ειδών πτηνών που ζουν σε καλλιεργούμενες εκτάσεις» στη Μεγάλη Βρετανία μειώθηκε κατά 56 %. Και με δεδομένο ότι ήδη είχαν μειωθεί πολύ στην περίοδο πριν το 1970, «το αριθμητικό μέγεθος που αποδίδει ρεαλιστικά την μείωση σε βάθος χρόνου είναι προφανώς πολύ μεγαλύτερο. Αυτό συμβαίνει και στα έντομα. Αυτό συμβαίνει και στα ανθοφόρα φυτά».
[Τρομακτική μείωση των πληθυσμών των πτηνών στη Βόρεια Αμερική]
Στη Βόρεια Αμερική η εικόνα δεν είναι διαφορετική. Σύμφωνα με μια νέα έκθεση που δημοσίευσαν οι Partners in Flight, ένας συνασπισμός οργανώσεων στον οποίο ανήκουν, μεταξύ άλλων, η πολύ γνωστή αμερικανική περιβαλλοντική οργάνωση National Audubon Society και το Εργαστήριο Ορνιθολογίας του Πανεπιστημίου Cornell, σαράντα έξι κοινά είδη χερσαίων πτηνών έχουν χάσει «το μισό ή και περισσότερο του πληθυσμού τους - πράγμα που σημαίνει μέγεθος καθαρής απώλειας 1,5 δισεκατομμύρια επωάζοντα πτηνά» από τον άθροισμα των πληθυσμών αυτών των ειδών το 1970. Σημειωτέον ότι στον αριθμό αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται οι απώλειες πληθυσμού των υδρόβιων, παρυδάτιων και θαλάσσιων πτηνών ούτε των σπάνιων ή απειλούμενων ειδών πτηνών. Είκοσι τέσσερα από αυτά τα είδη χερσαίων πτηνών έχουν χάσει μεταξύ 50 και 90 % των πληθυσμών που είχαν το 1970. Αυτοί είναι συγκλονιστικοί αριθμοί· και όπως συμβαίνει με τους περισσότερους συγκλονιστικούς αριθμούς, είναι δύσκολο να καταλάβουμε πόσο ζυγίζει το βάρος τους. Καθώς μεγαλώναμε, συνηθίσαμε να λυπόμαστε για την τραγωδία των λίγων - λυπόμασταν βλέποντας σπάνια είδη ζωής στο μεταίχμιο της εξαφάνισης, όπως ο μαύρος ρινόκερος ή ο πεδινός γορίλλας. Όμως τούτη εδώ είναι η τραγωδία των κοινών και πολλών.
[Απώλεια σε βιοποικιλότητα και απώλεια σε φυσική αφθονία]
Όταν ο πληθυσμός ενός είδους καταρρέει και εξαφανίζεται, ο κόσμος χάνει σε ποικιλομορφία· αυτό συμβαίνει εδώ και αιώνες. Όμως η απώλεια σε αφθονία είναι ακόμη πιο τρομακτική. Η φύση δεν έχει την πληρότητα που είχε κάποτε. Ας δούμε όμως τι συμβαίνει στα πλάσματα που συναντώ στο δικό μου αγρόκτημα. Ο πληθυσμός των Δολιχόνυχων (Bobolinks) έχει μειωθεί στις ΗΠΑ κατά 74 % σε σχέση με το 1966. Τα αμερικάνικα Πετροχελίδονα των καμινάδων (Chimney swifts) έχουν μειωθεί κατά 72 % την ίδια περίοδο. Όσο για τη μοναχική πεταλούδα Μονάρχης [Danaus plexippus - μεταναστευτική πεταλούδα που υπάρχει κυρίως στη Βόρεια και Νότια Αμερική καθώς επίσης στην Ωκεανία, στα νησιά του Δυτικού Ατλαντικού Αζόρες και Κανάρια, στη γειτονική Βορειοδυτική Αφρική και Ιβηρική, σπάνια στη Βρετανία - ο πληθυσμός της Βόρειας Αμερικής που ζει το καλοκαίρι και ωοτοκεί στα Βραχώδη Όρη, στις Μεγάλες Πεδιάδες και στον Καναδά, μεταναστεύει και ξεχειμωνιάζει στο Μεξικό, ιδίως στην Reserva de Biosfera de la Mariposa Monarca, καθώς επίσης στο Τέξας ή στη Φλόριντα] που είδα να φτάνει στο πριν από μερικές εβδομάδες και να κάθεται σε φυτά Σολιδάγο ή Χρυσόβεργες [είδη του γένους Solidago - Αγγλικά goldenrod], είναι είδος πεταλούδας που επίσης μειώνεται, ιδίως ο δυτικός πληθυσμός του [αυτός που μεταναστεύει από τον Δυτικό Καναδά και τις Πολιτείες των ΗΠΑ δυτικά των Βραχωδών Ορέων στη Νότια Καλιφόρνια]. Παρόμοια πράγματα έχουν συμβεί σε πολλά έμβια είδη: Εξακολουθούν να υπάρχουν αλλά σε πολύ μειωμένους αριθμούς, πράγμα που σημαίνει ότι η ύπαρξη του είδους ως είδους έχει γίνει πολύ λιγότερο «στερεή», πολύ πιο ευάλωτη. Σημαίνει όμως επίσης, ότι έχει συρρικνωθεί η αριθμητική ευρωστία, η πληρότητα μέσα στη φύση. Είναι σαν να κοιτάζετε στον ουρανό και να ανακαλύπτετε ότι τα καταιγιδοφόρα νέφη δεν είναι πια σκοτεινά και δεν σχηματίσουν πυργοειδείς μορφές, αλλά το μόνο που απέμεινε είναι μερικά δυσδιάκριτα ξεφτίδια τους.
Tον Μάιο κελαϊδούσαν στους φράχτες πουλιά που δεν είχα ξανακούσει ποτέ πριν· λόγου χάρη, διάφορα στρουθιόμορφα των αμερικάνικων λιβαδιών [prairie warblers - πουλιά της τάξης passeriformes, όπως οι Σπουργίτες και πολλά ωδικά του Παλαιού Κόσμου, από την Καρδερίνα μέχρι το Αηδόνι], το τραγούδι των οποίων ακούγεται σαν [αντιστικτικό] discantus σε ανοδική κλίμακα. Και αυτά που φτεροκοπούσαν πάνω από τους αγρούς τον Ιούνιο, τι να ήταν; Μήπως Δολιχόνυχες (bobolinks - Dolichonyx oryzivorus); Όταν ήρθε το φθινόπωρο, παρατήρησα μερικές αμερικάνικες Σταχτάρες ή Πετροχελίδονα των καμινάδων [chimney swift - Chaetura pelagica] να κυνηγούν έντομα εν πτήσει, βγάζοντας δυνατές τσιριχτές φωνές, σε ύψη που μόλις και μετά βίας μπορούσες να τις διακρίνεις με γυμνό μάτι.
Τα περισσότερα είδη πτηνών που βλέπω εδώ είναι ίδια με εκείνα που έβλεπα στο παλιό αγρόκτημα - αμερικάνικα Γατοπούλια [catbirds, Στρουθιόμορφα της οικογένειας Mimidae, όπως η Dumetella carolinensis και η Melanoptila glabrirostris] στους φράκτες, και ο αμερικάνικος ασπρόμαυρος Δρυοκολάπτης ή λοφιοφόρος Τρυποκάρυδος [Dryocopus pileatus] που στοιχειώνει το δάσος με το τυμπάνισμά του καθώς πελεκάει το ξύλο. Δηλαδή βλέπω τα ίδια είδη, αλλά διαφορετικά άτομα. Για τους περισσότερους ανθρώπους, η ταυτότητα ενός πουλιού συνοψίζεται στο επίπεδο του είδους. Βλέπουμε τον τύπο σαν ένα δείγμα. Κάνουμε ατέλειωτα φασαρία για τις δικές μας ταυτότητες ως ατόμων, ευχαρίστως αποδίδουμε ατομικότητα και στα θηλαστικά πέραν ενός ορισμένου μεγέθους: Σε μια αλεπού που τριγυρίζει σε έναν βοσκότοπο ή σε μια μαύρη αρκούδα που διασχίζει τον δρόμο το σούρουπο. Ομως η ταυτότητα των άγριων πτηνών ως ατόμων κουκουλώνεται μέσα στην ταυτότητά τους ως μελών ενός είδους.
Ο πίνακας 111 του κλασικού βιβλίου του John James Audubon, Birds of America, με Λοφιοφόρους Δρυοκολάπτες (1 ♀, 3 ♂♂) - από The New York Review of Books |
Αναρωτιέμαι μήπως τυχόν η έννοια του «είδους» στέκεται μερικές φορές εμπόδιο στο να κατανοούμε την επίδραση που ασκούν οι άνθρωποι στον φυσικό κόσμο. Βέβαια ένα είδος εξακολουθεί να υπάρχει, μολονότι τα άτομα που το αποτελούν γεννιούνται και πεθαίνουν. Αλλά μερικές φορές η λέξη υπονοεί ότι το συλλογικό όλον - ας πούμε, η γενικότητα [του καθόλου όντος] καρδερίνα - είναι κάτι πιο σημαντικό από το άτομο - καρδερίνα [το καθ' έκαστον]. Μόνον όταν ένα είδος φθίνει, όταν μετατρέπεται σε είδος απειλούμενο, και απομένουν στον κόσμο τα τελευταία του άτομα, μόνον τότε αυτά τα άτομα φαίνεται να γίνονται, επιτέλους, πραγματικά άτομα. Ίσως το μοναδικό μεταναστευτικό Αγριοπερίστερο που είχε όνομα ήταν η Μάρθα, το τελευταίο μεταναστευτικό Αγριοπερίστερο [Ectopistes migratorius, εξαφανισμένο είδος από τις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν ενδημικό των Ατλαντικών ακτών και της ενδοχώρας της Βόρειας Αμερικής - η Μάρθα πέθανε 29 ετών στον ζωολογικό κήπο του Σινσινάτι].
Όταν είδα άγνωστα είδη στο νέο μου αγρόκτημα, πέρασε από το μυαλό μου στιγμιαία ότι τα πτηνά είναι πλάσματα εν αφθονία. Αλλά μετά θυμήθηκα ότι αυτό είναι ψευδαίσθηση.
Αυτή τη σκέψη τη χρωστώ στο δυνατό, ευαίσθητο νέο βιβλίο του Mάικλ Μακάρθυ (Michael McCarthy) The Moth Snowstorm - Nature and Joy, ένα βιβλίο για τα θαύματα του φυσικού κόσμου και για την παρακμή του. Σε ένα κεφάλαιο με τίτλο «Η Μεγάλη Αποψίλωση», ο McCarthy, γνωστός Βρετανός δημοσιογράφος που γράφει για περιβαλλοντικά θέματα, επισημαίνει τη διαφορά μεταξύ εξαφάνισης ενός είδους σε εθνικό επίπεδο και εξαφάνισης του σε τοπικό επίπεδο. Παρατηρεί ότι «στη Βρετανία, στην μεταπολεμική περίοδο, μόνον δύο είδη πτηνών εξαφανίστηκαν σε εθνικό επίπεδο», ο Κεφαλάς ή Αετομάχος ο κολλυρίων [Lanius collurio, red-backed shrike] και ο Στραβολαίμης ή Ίυγξ [Jynx torquilla - Eurasian wryneck]. «Όμως, ο αριθμός των ειδών πτηνών που έχουν μειωθεί τόσο πολύ ώστε να εξαφανιστούν σε τοπικό επίπεδο, και μάλιστα σε μεγάλες περιοχές της χώρας, είναι πολύ μεγαλύτερος».
Το ίδιο ισχύει για τα αγριολούλουδα και τις πεταλούδες, ιδιαίτερα για τις πεταλούδες, που τις αγαπάει τόσο πολύ ο Μακάρθυ. Στα μεταπολεμικά χρόνια, γράφει για τη Βρετανία, συνέβησαν τρεις εξαφανίσεις ειδών πεταλούδας σε εθνικό επίπεδο· «όμως από τότε που ξεκίνησαν τα προγράμματα καταγραφής πεταλούδων, σχεδόν τα τρία τέταρτα των πενήντα οκτώ ειδών που μας απέμειναν, έχουν μειωμένους πληθυσμούς και έχουν εξαφανιστεί από μεγάλο μέρος της χώρας». Με άλλα λόγια, η καταμέτρηση του αριθμού των χαμένων ειδών δεν αντανακλά ούτε κατ' ελάχιστο τον αριθμό των χαμένων ατόμων. Μεταξύ 1970 και 2013, ο «συνδυασμένος πληθυσμός δεκαεννέα ειδών πτηνών που ζουν σε καλλιεργούμενες εκτάσεις» στη Μεγάλη Βρετανία μειώθηκε κατά 56 %. Και με δεδομένο ότι ήδη είχαν μειωθεί πολύ στην περίοδο πριν το 1970, «το αριθμητικό μέγεθος που αποδίδει ρεαλιστικά την μείωση σε βάθος χρόνου είναι προφανώς πολύ μεγαλύτερο. Αυτό συμβαίνει και στα έντομα. Αυτό συμβαίνει και στα ανθοφόρα φυτά».
Στη Βόρεια Αμερική η εικόνα δεν είναι διαφορετική. Σύμφωνα με μια νέα έκθεση που δημοσίευσαν οι Partners in Flight, ένας συνασπισμός οργανώσεων στον οποίο ανήκουν, μεταξύ άλλων, η πολύ γνωστή αμερικανική περιβαλλοντική οργάνωση National Audubon Society και το Εργαστήριο Ορνιθολογίας του Πανεπιστημίου Cornell, σαράντα έξι κοινά είδη χερσαίων πτηνών έχουν χάσει «το μισό ή και περισσότερο του πληθυσμού τους - πράγμα που σημαίνει μέγεθος καθαρής απώλειας 1,5 δισεκατομμύρια επωάζοντα πτηνά» από τον άθροισμα των πληθυσμών αυτών των ειδών το 1970. Σημειωτέον ότι στον αριθμό αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται οι απώλειες πληθυσμού των υδρόβιων, παρυδάτιων και θαλάσσιων πτηνών ούτε των σπάνιων ή απειλούμενων ειδών πτηνών. Είκοσι τέσσερα από αυτά τα είδη χερσαίων πτηνών έχουν χάσει μεταξύ 50 και 90 % των πληθυσμών που είχαν το 1970. Αυτοί είναι συγκλονιστικοί αριθμοί· και όπως συμβαίνει με τους περισσότερους συγκλονιστικούς αριθμούς, είναι δύσκολο να καταλάβουμε πόσο ζυγίζει το βάρος τους. Καθώς μεγαλώναμε, συνηθίσαμε να λυπόμαστε για την τραγωδία των λίγων - λυπόμασταν βλέποντας σπάνια είδη ζωής στο μεταίχμιο της εξαφάνισης, όπως ο μαύρος ρινόκερος ή ο πεδινός γορίλλας. Όμως τούτη εδώ είναι η τραγωδία των κοινών και πολλών.
Michael McCarthy: The Moth Snowstorm, Nature and Joy New York Review Books |
Όταν ο πληθυσμός ενός είδους καταρρέει και εξαφανίζεται, ο κόσμος χάνει σε ποικιλομορφία· αυτό συμβαίνει εδώ και αιώνες. Όμως η απώλεια σε αφθονία είναι ακόμη πιο τρομακτική. Η φύση δεν έχει την πληρότητα που είχε κάποτε. Ας δούμε όμως τι συμβαίνει στα πλάσματα που συναντώ στο δικό μου αγρόκτημα. Ο πληθυσμός των Δολιχόνυχων (Bobolinks) έχει μειωθεί στις ΗΠΑ κατά 74 % σε σχέση με το 1966. Τα αμερικάνικα Πετροχελίδονα των καμινάδων (Chimney swifts) έχουν μειωθεί κατά 72 % την ίδια περίοδο. Όσο για τη μοναχική πεταλούδα Μονάρχης [Danaus plexippus - μεταναστευτική πεταλούδα που υπάρχει κυρίως στη Βόρεια και Νότια Αμερική καθώς επίσης στην Ωκεανία, στα νησιά του Δυτικού Ατλαντικού Αζόρες και Κανάρια, στη γειτονική Βορειοδυτική Αφρική και Ιβηρική, σπάνια στη Βρετανία - ο πληθυσμός της Βόρειας Αμερικής που ζει το καλοκαίρι και ωοτοκεί στα Βραχώδη Όρη, στις Μεγάλες Πεδιάδες και στον Καναδά, μεταναστεύει και ξεχειμωνιάζει στο Μεξικό, ιδίως στην Reserva de Biosfera de la Mariposa Monarca, καθώς επίσης στο Τέξας ή στη Φλόριντα] που είδα να φτάνει στο πριν από μερικές εβδομάδες και να κάθεται σε φυτά Σολιδάγο ή Χρυσόβεργες [είδη του γένους Solidago - Αγγλικά goldenrod], είναι είδος πεταλούδας που επίσης μειώνεται, ιδίως ο δυτικός πληθυσμός του [αυτός που μεταναστεύει από τον Δυτικό Καναδά και τις Πολιτείες των ΗΠΑ δυτικά των Βραχωδών Ορέων στη Νότια Καλιφόρνια]. Παρόμοια πράγματα έχουν συμβεί σε πολλά έμβια είδη: Εξακολουθούν να υπάρχουν αλλά σε πολύ μειωμένους αριθμούς, πράγμα που σημαίνει ότι η ύπαρξη του είδους ως είδους έχει γίνει πολύ λιγότερο «στερεή», πολύ πιο ευάλωτη. Σημαίνει όμως επίσης, ότι έχει συρρικνωθεί η αριθμητική ευρωστία, η πληρότητα μέσα στη φύση. Είναι σαν να κοιτάζετε στον ουρανό και να ανακαλύπτετε ότι τα καταιγιδοφόρα νέφη δεν είναι πια σκοτεινά και δεν σχηματίσουν πυργοειδείς μορφές, αλλά το μόνο που απέμεινε είναι μερικά δυσδιάκριτα ξεφτίδια τους.
Μονάρχης (Danaus plexippus) |
[Αλλαγή του τρόπου με τον οποίο βιώνουν τον φυσικό κόσμο οι άνθρωποι]
Λίγα βιβλία ξέρω, μεταξύ αυτών το The Moth Snowstorm, που προσπαθούν να περιγράψουν πώς η αποψίλωση της φύσης αλλάζει τον τρόπο που βιώνουμε τον φυσικό κόσμο. Ο τίτλος του βιβλίου αυτού προέρχεται από μια οπτική ψευδαίσθηση που για την Αγγλία ανήκει πια σε περασμένους καιρούς - το φαινόμενο που τη δημιουργούσε έχει πια χαθεί από αυτή τη χώρα. Συνέβαινε όταν μια καλοκαιρινή νύχτα οι προβολείς ενός κινούμενου αυτοκινήτου έπεφταν πάνω σε ένα μεγάλο πλήθος νυχτοπεταλούδων που πετούσαν σαν πυκνό σμήνος πάνω από το δρόμο και το έκαναν να μοιάζει με χιονοθύελλα εντόμων. Όταν συνέβαινε αυτό, σημειώνει ο Μακάρθυ, «ξαφνικά μπορούσες να δεις καθαρά πόσο επληκτικά τεράστια ήταν η τάξη μεγέθους του αριθμού των εντόμων». Στους ανθρώπους που είναι τώρα πενήντα ετών και άνω, έρχονται ζωηρές μνήμες από αυτές τις «χιονοθύελλες» μόλις τους τις θυμίσουμε, «λες και έμειναν χρόνια για κλειδωμένες και αναλλοίωτες σε μια γωνία του μυαλού τους».
Οι μνήμες από αυτούς τους λευκούς κατακλυσμούς εντόμων φαίνονται τώρα σαν κάτι εξαιρετικό και ασυνήθιστο, αλλά εκείνη την εποχή που συνέβαινε το φαινόμενο, «αυτό φαινόταν μια απλή και συνήθης κανονικότητα». Αυτό είναι το απατηλό παιχνίδι που παίζουν πάντοτε μαζί μας ο χρόνος και η ανθρώπινη φύση μας. Το πώς έχουν τα πράγματα στον παρόντα χρόνο - ό,τι λογής και να είναι - γρήγορα καταλήγει να μας φαίνεται το φυσιολογικό. Το γεγονός ότι τώρα δεν βλέπουμε τις χιονοθύελλες νυχτοπεταλούδων που βλέπαμε κάποτε, περνάει σαν κάτι μή αξιοσημείωτο, ακριβώς όπως τότε δεν έμοιαζε σαν κάτι πολύ συνηθισμένο, άρα μη αξιοσημείωτο, το φαινόμενο της χιονοθύελλας εντόμων. Κι εμείς οι άνθρωποι, ως είδος, περνάμε από το «λαιμό μπουκαλιού», από τη στενωπό του παρόντος. Ωστόσο, το να συνειδητοποιούμε πως από τον πλούτο της φύσης του 1970, όπως και άν τον μετρήσουμε, δεν έμεινε ούτε καν η ανάμνηση για τους περισσότερους Αμερικανούς, είναι σοκαριστικό και παραλυτικό. Για κάθε γενεά, η φύση φαίνεται να έχει αρκετή πληρότητα και πλούτο, ανεξάρτητα από το πόσο έχει «αδειάσει» και φτωχύνει στην πραγματικότητα.
Λίγα βιβλία ξέρω, μεταξύ αυτών το The Moth Snowstorm, που προσπαθούν να περιγράψουν πώς η αποψίλωση της φύσης αλλάζει τον τρόπο που βιώνουμε τον φυσικό κόσμο. Ο τίτλος του βιβλίου αυτού προέρχεται από μια οπτική ψευδαίσθηση που για την Αγγλία ανήκει πια σε περασμένους καιρούς - το φαινόμενο που τη δημιουργούσε έχει πια χαθεί από αυτή τη χώρα. Συνέβαινε όταν μια καλοκαιρινή νύχτα οι προβολείς ενός κινούμενου αυτοκινήτου έπεφταν πάνω σε ένα μεγάλο πλήθος νυχτοπεταλούδων που πετούσαν σαν πυκνό σμήνος πάνω από το δρόμο και το έκαναν να μοιάζει με χιονοθύελλα εντόμων. Όταν συνέβαινε αυτό, σημειώνει ο Μακάρθυ, «ξαφνικά μπορούσες να δεις καθαρά πόσο επληκτικά τεράστια ήταν η τάξη μεγέθους του αριθμού των εντόμων». Στους ανθρώπους που είναι τώρα πενήντα ετών και άνω, έρχονται ζωηρές μνήμες από αυτές τις «χιονοθύελλες» μόλις τους τις θυμίσουμε, «λες και έμειναν χρόνια για κλειδωμένες και αναλλοίωτες σε μια γωνία του μυαλού τους».
Οι μνήμες από αυτούς τους λευκούς κατακλυσμούς εντόμων φαίνονται τώρα σαν κάτι εξαιρετικό και ασυνήθιστο, αλλά εκείνη την εποχή που συνέβαινε το φαινόμενο, «αυτό φαινόταν μια απλή και συνήθης κανονικότητα». Αυτό είναι το απατηλό παιχνίδι που παίζουν πάντοτε μαζί μας ο χρόνος και η ανθρώπινη φύση μας. Το πώς έχουν τα πράγματα στον παρόντα χρόνο - ό,τι λογής και να είναι - γρήγορα καταλήγει να μας φαίνεται το φυσιολογικό. Το γεγονός ότι τώρα δεν βλέπουμε τις χιονοθύελλες νυχτοπεταλούδων που βλέπαμε κάποτε, περνάει σαν κάτι μή αξιοσημείωτο, ακριβώς όπως τότε δεν έμοιαζε σαν κάτι πολύ συνηθισμένο, άρα μη αξιοσημείωτο, το φαινόμενο της χιονοθύελλας εντόμων. Κι εμείς οι άνθρωποι, ως είδος, περνάμε από το «λαιμό μπουκαλιού», από τη στενωπό του παρόντος. Ωστόσο, το να συνειδητοποιούμε πως από τον πλούτο της φύσης του 1970, όπως και άν τον μετρήσουμε, δεν έμεινε ούτε καν η ανάμνηση για τους περισσότερους Αμερικανούς, είναι σοκαριστικό και παραλυτικό. Για κάθε γενεά, η φύση φαίνεται να έχει αρκετή πληρότητα και πλούτο, ανεξάρτητα από το πόσο έχει «αδειάσει» και φτωχύνει στην πραγματικότητα.
«Λυπάμαι για την απώλεια
της ίδιας της αφθονίας και του πλούτου της φύσης ακόμη
περισσότερο απ' όσο λυπάμαι για την απώλεια του Α ή του Β είδους», γράφει ο Μακάρθυ. Όμως είναι λάθος να σκεφτόμαστε ότι αυτή η
χαμένη αφθονία υπήρξε στη φύση μόνον στο βαθύ παρελθόν, πέρα από τις αναμνήσεις της νιότης μας, ότι η αφθονία υπήρξε μόνον τόσο παλιά όσο είναι η εποχή που εξοντώθηκε ο αμερικανικός Βίσονας. Τον φυσικό πλούτο τον χάνουμε τώρα. Ο Μακάρθυ έμαθε να παρατηθεί τα πουλιά στις εκβολές του ποταμού Dee όταν ήταν μικρό αγόρι, κοντά στο Birkenhead της Αγγλίας, εκεί όπου γεννήθηκε. Γι' αυτόν τον λόγο, αγαπά ιδιαίτερα τα πτηνά των υγροβιότοπων,
αυτά που τα αποκαλεί «δώρα που μας κάνει η λάσπη»· η άγρια
φύση αυτών των πουλιών του φαίνεται «αδύνατο να εξημερωθεί από τον άνθρωπο στους αιώνες των αιώνων».
[Καταστροφή υγροβιότοπων: «Ανακτώνται» εδάφη ή ο άνθρωπος διεκδικεί βιοτόπους από άλλα είδη ζωής;]
Kουκουβάγια του Χιονιού (Bubo scandiacus), από το βιβλίο Τori του φωτογράφου Yamamoto Masao, εκδόσεις Radius, Ιανουάριος 2017 (από The New York Review of Books) |
Το 2014 επισκέφθηκε μία από τις πιο μεγαλοπρεπείς στον κόσμο εκβολές ποταμού σε θαλάσσια ακτή που κατακλύζεται από την παλίρροια, στο Saemangeum της Νότιας Κορέας. Ο
απίστευτος πλούτος των πτηνών εκεί παρατηρήθηκε και καταγράφηκε για πρώτη φορά το 1998· το τοπίο αυτό
καταστράφηκε - «ανακτήθηκε» είναι η λέξη που χρησιμοποιούν στους κύκλους που προωθούν την ανάπτυξη -
το 2006, όταν η Νότια Κορέα ολοκλήρωσε το έργο Saemangeum Seawall
Project, ένα είδος παραθαλάσσιου φράγματος που εμποδίζει τώρα τις παλιρροιακές κινήσεις της θάλασσας να εισέρχονται στους χερσαίους ελώδεις υγρότοπους των ακτών. Αυτό
που είδε ο Μακάρθυ το 2014 ήταν ένα «νεκροτοπίο» («deadscape»). Η ολοκλήρωση του
Saemangeum Seawall ήταν «η μεγαλύτερη καταστροφή εκβολής σε παλιρροιακή ακτή που έχει
γίνει στον κόσμο». Ωστόσο, η καταστροφή αυτής της σημαντικού για τα πτηνά τοπίου είναι μόνον ένα μέρος των εκτεταμένων έργων που συνεχίζονται σε όλες τις περιοχές γύρω από την Κίτρινη Θάλασσα, ιδίως σε εδάφη της Κίνας, και έχουν ως στόχο την «ανάκτηση» παραθαλάσσιων εδαφών ώστε να γίνουν κατάλληλα για χρήση, γεωργική, οικιστική ή άλλη. Οι πανάρχαιοι ελώδεις υγρότοποι των ακτών αυτών, που όταν αποσύρεται η παλίροοια μένουν ακάλυπτοι από το θαλάσσιο νερό, βρίσκονται στην καρδια της εναέριας διαδρομής μεταξύ Ανατολικής Ασίας και Αυστραλασίας, που χρησιμοποιούν στις μεταναστευτικές πτήσεις τους τα πουλιά. Είναι «παλαιότεροι από την ιστορία του ανθρώπου, μεγαλιπρεπείς όσο ο καιρός και το κλίμα· είναι κάτι που μόλις πρόσφατα έχουμε αποκτήσει την ικανότητα να το κατανοήσουμε και να έχουμε μια σαφή εικόνα του». Από αυτή τη διαδρομή και από τις σπάνιες ζώνες που καλύπτει και αποκαλύπτει η παλίρροια γύρω από την Κίτρινη Θάλασσα, εξαρτώνται οι ζωές περίπου πενήντα εκατομμυρίων πτηνών. Όλα αυτά είναι πουλιά ταξιδιάρικα, που πετούν σε μεταναστευτικές διαδρομές πλανητικής κλίμακας. Ο βιότοπός εξαφανίζεται ταχέως για χάρη αυτής της «ανάκτησης» εδαφών· όμως είναι σχεδόν αδύνατο να περιγραφεί με λογικό τρόπο τί πράγμα ανακτάται. Ίσως η καλύτερη απάντηση στο ερώτημα «τί ανακτάται» είναι εθνικιστική υπερηφάνεια. Η ίδια η λέξη - «ανάκτηση» - είναι παραπλανητικός ευφημισμός αυτού που συνβαίνει στην πραγματικότητα. Είναι πιο ειλικρινές - και πιο καταδικαστικό - να πούμε ότι ο πλούσιος βιότοπος των πτηνών στις παλιρροιακές εκβολές του Saemangeum διεκδικείται τώρα από τον άνθρωπο, όπως ένας μεταλλωρύχος διεκδικεί μια έκταση για να την κάνει ορυχείο. Στο τέλος η φύση θα απαντήσει με τη δική της διεκδίκηση, αλλά όχι προς όφελος πολλών μελλοντικών γενεών.
[Tο πώς φτάσαμε εδώ που είμαστε και αυτό που μας περιμένει τώρα, είναι πολύπλοκα πράγματα]
Ίσως θα ήταν αρκετό, το βιβλίο The Moth Snowstorm να ερευνούσε την καταστροφή
της φύσης στον μισό αιώνα που πέρασε - με τα χειρότερα να έπονται, εξαιτίας της
υπερθέρμανσης του πλανήτη - και μετά να την καταδικάσει και να την καταραστεί, όπως στο δράμα του Σαίκσπηρ ο βασιλιάς Ληρ [τις δύο θυγατέρες του]. Αλλά ο Μακάρθυ συνεχίζει στωικά την προσπάθειά του
να ερμηνεύσει πόσο πολύπλοκο είναι το πώς φτάσαμε εδώ που είμαστε και αυτό που μας περιμένει τώρα. Μερικές φορές είναι φανερό ποιοί είναι «οι κακοί στο έργο που παίζεται» - όπως ο υπερπληθυσμός, η βιομηχανική γεωργία και οι
ανεξέλεγκτες «ανακτήσεις» και διεκδικήσεις - όμως μερικές φορές δεν είναι. Πολλές
ιστορίες για βλακώδεις καταστροφικές δραστηριότητες απομένει να γίνουν γνωστές, αλλά και
ιστορίες σαν εκείνη που μας λέει ο Μακάρθυ, για τα κοινά σπουργίτια που «παραιτούνται από εδάφη τους» και εγκαταλείπουν τόπους διαμονής τους, πράγμα που έχει εμφανώς ψυχολογικά αίτια. Αυτό το είδος ήταν κάποτε πανταχού παρόν, όμως τώρα έχει
σχεδόν εξαφανιστεί από το Λονδίνο. Τα σπουργίτια,
σύμφωνα με έναν επιστήμονα, «ήταν τόσο έντονα κοινωνικά ζώα», που «θεώρησαν
ότι το να συμβιώνουν σε τόσο μικρούς αριθμούς δεν ήταν πια μια ζωή που αξίζει».
Ο Μακάρθυ παλεύει σκληρά με τον εαυτό του και προσπαθεί να καταλάβει «ποιοί είμαστε εμείς οι άνθρωποι» και τί νόημα έχει να λέμε ότι «οι ζημές που προκαλούμε στον εαυτό μας, κάνουν το
είδος μας να μοιάζει με κατάρα». Όπως στους πιο πολλούς, αυτό του προκαλεί αντιφατικές σκέψεις και συναισθήματα, με αντιφάσεις που δεν μπορούν να επιλυθούν. «Μερικές φορές μου φαίνεται πως δεν υπάρχει φως», λέει, «άλλες φορές νομίζω πως βλέπω κάποιο φως στο βάθος ρου δρόμου».
Το μισό βιβλίο είναι μια συγκινητική συμβολή στη λογοτεχνία της περιβαλλοντικής απόγνωσης. Τα προβλήματα είναι πάρα πολύ βαθιά και συστημικά και δεν μπορεί να προκύψει τίποτε πιο αισιόδοξο από μια ελπίδα συνοδευόμενη από τις πιο μεγάλες επιφυλάξεις. «Υπήρχε τότε αφθονία από πολλά ζωντανά όντα», λέει ο Μακάρθυ με ζωηρή νοσταλγία για την παιδική του ηλικία. Και ο λόγος που υπήρχε αφθονία από πολλά ζωντανά όντα, είναι το γεγονός ότι τότε δεν υπήρχε τόσο τρομακτικά μεγάλο πλήθος από εμάς, το δικό μας είδος. Οι
φυσικές απώλειες που καταγράφει ο Μακάρθυ, είναι το αποτέλεσμα της εξέλιξης
των δραστηριοτήτων μας, όπως τις ορίζουμε από την εποχή της Βιομηχανικής
Επανάστασης και μετά. Για κάποιον λόγο, φαίνεται
σχεδόν αδύνατο να κάνουμε την φύση υπολογίσιμο παράγοντα στο μυαλό
των ανθρώπων· να την κάνουμε να μετράει αρκετά, πράγμα που σημαίνει, να κάνουμε έστω και λίγο πιο δύσκολο από ότι είναι τώρα, το να σκοτώνουμε ανελέητα και παράλογα τους άλλους οργανισμούς που ζουν πάνω στη Γη.
[Η βαθιά συμβατότητα ανάμεσα στον ανθρώπινο νου και στη φύση. Μια οργανική σχέση συμβατότητας («correspondence», William Wordsworth) ]
William Wordsworth: The Excursion - Prospectus to The Recluse (Preface to the edition of 1814, στο Poetical Works, Oxford University Press,1981, σελ. 590) |
Το άλλο μισό του βιβλίου The Moth Snowstorm είναι μια μελέτη χαράς, όχι απώλειας. Ο Μακάρθυ ξεκίνησε να γράφει κάτι που ουσιαστικά είναι μια
περιβαλλοντική θεοδικία - δηλαδή να εξηγήσει πώς γίνεται, και για ποιό σκοπό, εν μέσω μιας τόσο μεγάλης απώλειας και απόγνωσης, να νιώθουμε ακόμη τη χαρά και την ομορφιά της φύσης. «Είναι σαφές», σημειώνει, «ότι δεν ήταν απαραίτητη προϋπόθεση να είναι η Γη
όμορφη για να προκύψει μέσω της φυσικής εξέλιξης ο άνθρωπος ως είδος και να εξελιχθεί περαιτέρω». Όμως είναι
όμορφη, και το είδος μας έζησε εν μέσω αυτής της φυσικής ομορφιάς του
πλανήτη, σε όλη σχεδόν τη διάρκεια την εξέλιξής του:
Χειριζόμαστε ηλεκτρονικούς υπολογιστές εδώ και μία μόνον γενεά, εργαζόμαστε σε γραφεία με τεχνητό φωτισμό νέον εδώ και τρεις ή τέσσερις γενεές, αλλά ήμασταν γεωργοί για πεντακόσιες γενεές· και πριν από αυτό ήμασταν κυνηγοί και καρποσυλλέκτες για πενήντα χιλιάδες, ίσως και περισσότερες γενεές. Ζήσαμε μαζί με τον φυσικό κόσμο ως μέρος του, από τότε που προέκυψε το ανθρώπινο είδος μέσω της εξέλιξης, και αυτή η κληρονομιά αίναι αδύνατο να παραμεριστεί.
Ο
McCarthy θέτει προς συζήτηση, όπως είχε κάνει και ο [μεγάλος Άγγλος ποιητής λίγο πριν και λίγο μετά το 1800] Ουέρντσγουερθ (William Wordsworth), ότι υπάρχει μια
οργανική «αμφίδρομη σχέση αντιστοίχισης» («correspondence») - μια βαθιά συμβατότητα - ανάμεσα στον ανθρώπινο
νου και στη φύση. «Υπάρχει κάτι σταθερό και μόνιμο μέσα στο μυαλό μας· και
πιστεύω ότι είναι ο δεσμός, ο δεσμός πενήντα χιλιάδων γενεών με τον
φυσικό κόσμο, αυτό που ήδη μπορεί να κάνει κάποιες πτυχές της φύσης να ασκούν τόσο μεγάλη επίδραση πάνω μας». Παραδέχεται ότι η αγάπη για τη φύση στην πράξη δεν είναι καθολική ιδιότητα του είδους μας, όμως η φυσική κλίση και προδιάθεση να αγαπάμε τη φύση είναι. Σ' αυτή την προδιάθεση - που τρεμοπαίζει σαν μικρή φλογίτσα στο συνειδητό και στο ασυνείδητό μας - στηρίζεται όλη η Ωδή στη Χαρά του Μακάρθυ.
[σχετικό είναι και το σημαντικό άρθρο του στοχαστή της δεύτερης γενιάς της Σχολής της Φρανκφούρτης Albrecht Wellmer με τίτλο «On Spirit as a Part of Nature» (pdf) δημοσιευμένο στο περιοδικό Constellations - International Journal of Critical and Democratic Theory, τόμος 16/2009, τεύχος 2]
[σχετικό είναι και το σημαντικό άρθρο του στοχαστή της δεύτερης γενιάς της Σχολής της Φρανκφούρτης Albrecht Wellmer με τίτλο «On Spirit as a Part of Nature» (pdf) δημοσιευμένο στο περιοδικό Constellations - International Journal of Critical and Democratic Theory, τόμος 16/2009, τεύχος 2]
Buddleia (ανθοφόρα φυτά του γένους Buddleja) με διάφορα είδη πεταλούδων |
[Ανάμεσα στο ανθρώπινο είδος και στη φύση υπάρχει ένας δεσμός που τον διαμόρφωσε η εξέλιξη του είδους άνθρωπος]
Ο Μακάρθυ αναγνωρίζει ότι το βιβλίο The Moth Snowstorm στην πραγματικότητα δεν προβάλλει επιχειρήματα για τον δεσμό αυτό. «Δεν έχω την πρόθεση να παρουσιάσω αποδείξεις για τούτο τον δεσμό», λέει. Αντ' αυτού, παρουσιάζει μερικές προσωπικές του epiphanies, στιγμές που κατακλύστηκε από το θαύμα της φύσης και αισθάνθηκε ψυχική ανάταση και χαρά. Οι συγγραφείς πάντα προσπαθούν να περιγράψουν τέτοιες καταστάσεις και αποτυγχάνουν, γιατί τους ενδιαφέρει κυρίως η προσπάθεια να συλλάβουν - «να εκφράσουν» είναι η λέξη που χρησιμοποιούν πάντα - την ένταση των συναισθημάτων τους.
Αλλά ο Μακάρθυ βλέπει τα πράγματα σχετικά ψύχραιμα και εμπιστεύεται τη θεωρία του. Εάν ανάμεσα στο ανθρώπινο είδος και στη φύση υπάρχει ένας δεσμός που τον διαμόρφωσε η εξέλιξη του είδους άνθρωπος - εάν ο φυσικός κόσμος «είναι εξίσου μέρος μας όσο είναι και η ικανότητά μας να επικοινωνούμε με τη γλώσσα» - τότε ο Μακάρθυ μπορεί να μας οδηγήσει σε δάση ή σε υγρότοπους, να μας παροτρύνει να κοιτάμε τον εξωτερικό κόσμο και να ελπίζει ότι κι εμείς θα βρούμε κάτι μέσα στις δικές μας εμπειρίες, που θα είναι ανάλογο με τα αισθήματα που νοιώθει αυτός, ο Μακάρθυ. Προς τιμήν του, δεν αφήνει ποτέ τη χαρά του για τη φύση να επισκιάσει τις περιγραφές του για τα φυσικά φαινόμενα που προκάλεσαν τη χαρά αυτή - τη χιονοθύελλα πεταλούδων, τους τρελούς λαγούς του Μαρτίου, ή τις πεταλούδες που συγκεντρώνονται πάνω στα άνθη του φυτού Buddleia, γεγονός που του προκάλεσε για πρώτη φορά το συναίσθημα της κατάπληξης όταν ήταν παιδί. Ο Μακάρθυ έχει μιαν ιδιαίτερη ικανότητα: Να δείχνει ανάγλυφα, πόσο αλληλένδετοι είναι στην πραγματικότητα οι κόσμοι του παρατηρητή και του παρατηρούμενου.
Ο Μακάρθυ αναγνωρίζει ότι το βιβλίο The Moth Snowstorm στην πραγματικότητα δεν προβάλλει επιχειρήματα για τον δεσμό αυτό. «Δεν έχω την πρόθεση να παρουσιάσω αποδείξεις για τούτο τον δεσμό», λέει. Αντ' αυτού, παρουσιάζει μερικές προσωπικές του epiphanies, στιγμές που κατακλύστηκε από το θαύμα της φύσης και αισθάνθηκε ψυχική ανάταση και χαρά. Οι συγγραφείς πάντα προσπαθούν να περιγράψουν τέτοιες καταστάσεις και αποτυγχάνουν, γιατί τους ενδιαφέρει κυρίως η προσπάθεια να συλλάβουν - «να εκφράσουν» είναι η λέξη που χρησιμοποιούν πάντα - την ένταση των συναισθημάτων τους.
Αλλά ο Μακάρθυ βλέπει τα πράγματα σχετικά ψύχραιμα και εμπιστεύεται τη θεωρία του. Εάν ανάμεσα στο ανθρώπινο είδος και στη φύση υπάρχει ένας δεσμός που τον διαμόρφωσε η εξέλιξη του είδους άνθρωπος - εάν ο φυσικός κόσμος «είναι εξίσου μέρος μας όσο είναι και η ικανότητά μας να επικοινωνούμε με τη γλώσσα» - τότε ο Μακάρθυ μπορεί να μας οδηγήσει σε δάση ή σε υγρότοπους, να μας παροτρύνει να κοιτάμε τον εξωτερικό κόσμο και να ελπίζει ότι κι εμείς θα βρούμε κάτι μέσα στις δικές μας εμπειρίες, που θα είναι ανάλογο με τα αισθήματα που νοιώθει αυτός, ο Μακάρθυ. Προς τιμήν του, δεν αφήνει ποτέ τη χαρά του για τη φύση να επισκιάσει τις περιγραφές του για τα φυσικά φαινόμενα που προκάλεσαν τη χαρά αυτή - τη χιονοθύελλα πεταλούδων, τους τρελούς λαγούς του Μαρτίου, ή τις πεταλούδες που συγκεντρώνονται πάνω στα άνθη του φυτού Buddleia, γεγονός που του προκάλεσε για πρώτη φορά το συναίσθημα της κατάπληξης όταν ήταν παιδί. Ο Μακάρθυ έχει μιαν ιδιαίτερη ικανότητα: Να δείχνει ανάγλυφα, πόσο αλληλένδετοι είναι στην πραγματικότητα οι κόσμοι του παρατηρητή και του παρατηρούμενου.
Καλαμοκανάδες μαυρολαίμικοι (Himantopus mexicanus), φωτογραφία του Yamamoto Masao από το βιβλίο Tori (από The New York Review of Books) |
[Δύο στρατηγικές του περιβαλλοντικού κινήματος: «Αειφόρος ανάπτυξη», «υπηρεσίες οικοσυστημάτων». Τα οικοσυστήματα ως «κοινωφελής υπηρεσία»;]
Τα δύσκολα αρχίζουν όταν ο Μακάρθυ προσπαθεί να καθοδηγήσει τη χαρά που αισθανόμαστε μέσα στη
φύση - την αρχαία κληρονομημένη μας προδιάθεση να αγαπάμε τη φύση - για να υπηρετήσει το σκοπό της προστασίας της
φύσης. Από τις απαρχές του σχεδόν, το
περιβαλλοντικό κίνημα προσπάθησε να κάνει κάτι σαν ψυχολογικό ζίου-ζίτσου κόντρα στην ανθρώπινη φύση: Προσπάθησε να χρησιμοποιήσει άλλες εγγενείς προδιαθέσεις μας ως μέσα για να χαλιναγωγήσουμε την φυσική μας καταστροφικότητα. Όπως εξηγεί ο Μακάρθυ, στις τελευταίες δύο δεκαετίες υπήρξαν δύο μείζονες στρατηγικές για να γίνει αυτό. Και οι δύο είναι οικονομικές. Η μία είναι η αειφόρος ανάπτυξη, δηλαδή η ιδέα ότι μπορούμε να εξακολουθήσουμε τις
συνήθεις δραστηριότητες μας, αλλάζοντας το πού δίνουμε έμφαση ώστε να συμπεριλάβουν και την προστασία των οικοσυστημάτων.
Πιο πρόσφατο - και ίσως πιο ισχυρό - είναι το «μοντέλο των υπηρεσιών οικοσυστημάτων», το οποίο είναι μια προσπάθεια να κοστολογήσουμε όλες τις υπηρεσίες που προσφέρει η φύση, σαν να ήταν η φύση μια γιγαντιαία «κοινωφελής υπηρεσία» για τον καθαρισμό του νερού και για το φρεσκάρισμα του αέρα και να γίνεται ασπίδα για την προστασία των παράκτιων περιοχών από καταστρεπτικές καταιγίδες, αλλά χωρίς την ικανότητα να μας φέρει στο τέλος έναν κατανοήσιμο λογαριασμό. Σκοπός αυτής της αντιμετώπισης της φύσης με οιονεί «εμπορευματική» λογική, είναι να μας δοθεί ένα μέσο για να λαμβάνουμε υπόψη τι αρνητικές προοπτικές ανοίγουν οι ενέργειές μας - η καταστροφή των μανγκρόβιων δασών, για παράδειγμα, δείχνοντας μας τα κρυφά κόστη αυτού που διαφορετικά θα φαινόταν σαν ορθολογική οικονομική συμπεριφορά. Εδώ, το ελάττωμα είναι ότι μπορούμε να κοστολογήσουμε τις υπηρεσίες μόνον εκείνων των οικοσυστημάτων που έχουν κάποια ομοιότητα με τα πράγματα που έχουμε συνηθίσει να αξιολογούμε οικονομικά. Ή, όπως λέει ο Μακάρθυ, «αξία αποδίδεται μόνον σε υπηρεσίες των οποίων η χρησιμότητα για μάς μπορεί να μετρηθεί με τρόπο άμεσο». Και ρωτάει: Αλλά τι αξία «δίνουμε στις πεταλούδες που συγκλόνισαν την ψυχή μου όταν ήμουν επτά χρονών; Και τί αξία δίνουμε στο κελάηδημα των πουλιών για την υπηρεσία που μας προσφέρει»;
Πιο πρόσφατο - και ίσως πιο ισχυρό - είναι το «μοντέλο των υπηρεσιών οικοσυστημάτων», το οποίο είναι μια προσπάθεια να κοστολογήσουμε όλες τις υπηρεσίες που προσφέρει η φύση, σαν να ήταν η φύση μια γιγαντιαία «κοινωφελής υπηρεσία» για τον καθαρισμό του νερού και για το φρεσκάρισμα του αέρα και να γίνεται ασπίδα για την προστασία των παράκτιων περιοχών από καταστρεπτικές καταιγίδες, αλλά χωρίς την ικανότητα να μας φέρει στο τέλος έναν κατανοήσιμο λογαριασμό. Σκοπός αυτής της αντιμετώπισης της φύσης με οιονεί «εμπορευματική» λογική, είναι να μας δοθεί ένα μέσο για να λαμβάνουμε υπόψη τι αρνητικές προοπτικές ανοίγουν οι ενέργειές μας - η καταστροφή των μανγκρόβιων δασών, για παράδειγμα, δείχνοντας μας τα κρυφά κόστη αυτού που διαφορετικά θα φαινόταν σαν ορθολογική οικονομική συμπεριφορά. Εδώ, το ελάττωμα είναι ότι μπορούμε να κοστολογήσουμε τις υπηρεσίες μόνον εκείνων των οικοσυστημάτων που έχουν κάποια ομοιότητα με τα πράγματα που έχουμε συνηθίσει να αξιολογούμε οικονομικά. Ή, όπως λέει ο Μακάρθυ, «αξία αποδίδεται μόνον σε υπηρεσίες των οποίων η χρησιμότητα για μάς μπορεί να μετρηθεί με τρόπο άμεσο». Και ρωτάει: Αλλά τι αξία «δίνουμε στις πεταλούδες που συγκλόνισαν την ψυχή μου όταν ήμουν επτά χρονών; Και τί αξία δίνουμε στο κελάηδημα των πουλιών για την υπηρεσία που μας προσφέρει»;
[«Στον επερχόμενο αιώνα της καταστροφής να προβάλλουμε τι χαρά φέρνει η φύση στη ζωή του ατόμου». Μια διαμαρτυρία «με τη μορφή του ύμνου και της γιορτής»]
Αυτός
είναι ο στόχος του βιβλίου The Moth Snowstorm: Πώς να βρεθεί «ένας τρίτος τρόπος,
εντελώς διαφορετικός. Πρέπει να καταφέρουμε να φέρουμε στην επιφάνεια αυτό που σημαίνει η
φύση για το ανθρώπινο πνεύμα: Αγάπη για τη φύση. Πρέπει να μπορέσουμε να προβάλλουμε τη χαρά της φύσης». Πώς θα λειτουργήσει αυτό; Αυτό που προτείνει ο Μακάρθυ είναι να προβάλλουμε την αξία που έχει η φύση μέσα στη ζωή του καθενός. Παρόλο
που το κελάηδημα των πουλιών δεν μπορούν να αποτιμηθεί με όρους οικονομικής αξίας, ωστόσο μπορούμε να λέμε «εκείνη η στιγμή κι εκείνο το
μέρος, άξιζαν πραγματικά για μένα». Πρέπει, λέει ο Μακάρθυ, «στον
επερχόμενο αιώνα της καταστροφής να προβάλλουμε
αυτές τις αξίες καταθέτοντας τις δικές μας ατομικές εμπειρίες και να τις προβάλλουμε έντονα, ως σπουδαίο λόγο για τον οποίο η φύση δεν πρέπει να καταστραφεί». Προτείνει έναν τρόπο
διαμαρτυρίας που μοιάζει με εκείνη την εικόνα από την πλατεία Τιενανμέν στο Πεκίνο - το άτομο απέναντι και ενάντια στη μηχανή - αλλά
χωρίς τη σύγκρουση: Μια διαμαρτυρία που θα υψώνεται από κάθε άνθρωπο που αγαπά τη φύση και θα πάρει τη μορφή του ύμνου και της γιορτής. Το όραμα που προσφέρει ο Μακάρθυ είναι αναζωογονητικό, επιφέρει ανάταση πνεύματος και συναισθημάτων. Στην πραγματικότητα καλεί σε αναβάθμιση των ευαισθησιών και εξύψωση των συνειδήσεων με τρόπο που μπορεί να είναι προσιτός σε όλους τους ανθρώπους. Επίσης, η
πρότασή του συνάδει αρμονικά με μια μακρά ιστορία καλλιτεχνικών και
φιλοσοφικών προσπαθειών που μας βοηθούν να συλλάβουμε το ασύλληπτο
θαύμα του κόσμου μέσα τον οποίο ζούμε. Αναφέρει την υπέροχη φράση του
Έμερσον (Ralf Waldo Emerson): «Αν τα αστέρια εμφανίζονταν μόνον μια νύχτα μέσα σε κάθε χίλια χρόνια, τότε πώς θα πίστευαν και πώς θα λάτρευαν οι άνθρωποι»! Και η Άιρις Μέρντοχ (Iris Murdoch) γράφει: «Οι άνθρωποι από έναν άλλο πλανήτη που δεν έχει λουλούδια θα σκέφτονταν ότι εμείς εδώ στη Γη, που έχουμε τέτοια πράγματα γύρω μας, θα πρέπει να είμαστε για όλη μας τη ζωή, όντα τρελά από χαρά».
[Κάποτε πρέπει να ανακτήσουμε τη φύση, αλλά με τον τρόπο που πρέπει να ανακτηθεί: Για χάρη της ίδιας της φύσης]
Ωστόσο θεωρώ πως η «άμυνα μέσω της χαράς» δεν επαρκεί. Όπως
η αειφόρος ανάπτυξη και η οιονεί «εμπορευματική» λογική που είναι εγγενής στα μοντέλα
των «υπηρεσιών οικοσυστημάτων», εκτιμά και αυτή τη φύση κυρίως γι' αυτό που προσφέρει σε μάς, στους ανθρώπους. Τελικά, και αυτό δεν είναι επαρκώς ριζική αντιμετώπιση, ούτε ως μορφή διαμαρτυρίας ούτε ως φιλοσοφική θέση. Ως
ανθρώπινο είδος, παραλείπουμε διαρκώς να αναγνωρίσουμε το ισότιμο και εγγενές
δικαίωμα όλων των άλλων ειδών να υπάρχουν, δικαίωμα που είναι απόλυτα και απεριόριστα δεμένο με το γεγονός ότι υπάρχουν και σε καμία περίπτωση δεν είναι εξαρτημένο από το δικό μας ισότιμο δικαίωμα να υπάρχουμε ως είδος. Παραβλέπουμε, λες και το κάνουμε ενστικτωδώς, το δικαίωμα της φύσης «να είναι ο εαυτός της» - την «αυτονομία» της, αν προτιμάτε. Ανεξάρτητα
από το πώς αισθανόμαστε ή ενεργούμε ως άτομα, όταν πρόκειται για τη διάσωση της φύσης, αυτό που έχει σημασία είναι το πώς αισθανόμαστε και
ενεργούμε ως είδος. Τα νέα για την επίδοσή μας σ' αυτό είναι πολύ ζοφερά.
Πιθανώς, η ιδέα του Μακάρθυ για «άμυνα μέσω της χαράς» έχει ένα πρακτικό όφελος. Όλη αυτή η κατάθεση μαρτυριών - ο καθένας μας να συνεισφέρει τις στιγμές μεγάλης χαράς του - μπορεί τελικά να αποδειχθεί ότι διευρύνει την σημασία του φυσικού κόσμου μέσα στη μνήμη του ανθρώπου. Μπορεί να βοηθήσει στο να διατηρήσει φρέσκες μέσα στο μυαλό μας στιγμές όπως οι χιονοθύελλες νυχτοπεταλούδων πριν από μισό αιώνα· και να τις προστατεύσει από το να γίνουν τόσο απόμακρες [δηλαδή να γίνουν «A history only of departed things - Or a mere fiction of what never was», όπως έγραφε στο ποίημά του ο Ουίλιαμ Ουέρντσγουερθ το 1800], ώστε να αρχίσουμε να αμφιβάλλουμε ακόμη και για τις δικές μας αντιληπτικές ικανότητες.
Μολονότι έχουμε την προδιάθεση να αγαπάμε τη φύση, φαίνεται ότι δεν έχουμε καμία συλλογική μνήμη για την πληρότητα και αφθονία της φύσης· δεν έχουμε συλλογική μνήμη ούτε για την αφθονία της την εποχή που ήμασταν κυνηγοί και καρποσυλλέκτες, ούτε για την αφθονία και πληρότητά της το 1970, ούτε καν για την αφθονία της την περασμένη χρονιά. Η φύση είναι μόνον ό,τι είναι για μας εδώ και τώρα. Ίσως, αν μιλήσουμε όπως μιλάει ο Μακάρθυ στο βιβλίο The Moth Snowstorm - όπου με λόγια που πείθουν συνυφαίνει αδιαχώριστα το υφάδι της ζωής μας ως ανθρώπων με τη χαρά του φυσικού κόσμου, αλλά και με τη συντριβή του φυσικού κόσμου - θα είναι ευκολότερο να ενθυμούμαστε πόσα πράγματα χάσαμε και πόσα πρέπει να προστατεύσουμε. Ίσως αυτό μας διευκολύνει να ανακτήσουμε τη φύση κάποτε, αλλά με τον τρόπο που πρέπει να ανακτηθεί: Για χάρη της ίδιας της φύσης.
Πιθανώς, η ιδέα του Μακάρθυ για «άμυνα μέσω της χαράς» έχει ένα πρακτικό όφελος. Όλη αυτή η κατάθεση μαρτυριών - ο καθένας μας να συνεισφέρει τις στιγμές μεγάλης χαράς του - μπορεί τελικά να αποδειχθεί ότι διευρύνει την σημασία του φυσικού κόσμου μέσα στη μνήμη του ανθρώπου. Μπορεί να βοηθήσει στο να διατηρήσει φρέσκες μέσα στο μυαλό μας στιγμές όπως οι χιονοθύελλες νυχτοπεταλούδων πριν από μισό αιώνα· και να τις προστατεύσει από το να γίνουν τόσο απόμακρες [δηλαδή να γίνουν «A history only of departed things - Or a mere fiction of what never was», όπως έγραφε στο ποίημά του ο Ουίλιαμ Ουέρντσγουερθ το 1800], ώστε να αρχίσουμε να αμφιβάλλουμε ακόμη και για τις δικές μας αντιληπτικές ικανότητες.
Μολονότι έχουμε την προδιάθεση να αγαπάμε τη φύση, φαίνεται ότι δεν έχουμε καμία συλλογική μνήμη για την πληρότητα και αφθονία της φύσης· δεν έχουμε συλλογική μνήμη ούτε για την αφθονία της την εποχή που ήμασταν κυνηγοί και καρποσυλλέκτες, ούτε για την αφθονία και πληρότητά της το 1970, ούτε καν για την αφθονία της την περασμένη χρονιά. Η φύση είναι μόνον ό,τι είναι για μας εδώ και τώρα. Ίσως, αν μιλήσουμε όπως μιλάει ο Μακάρθυ στο βιβλίο The Moth Snowstorm - όπου με λόγια που πείθουν συνυφαίνει αδιαχώριστα το υφάδι της ζωής μας ως ανθρώπων με τη χαρά του φυσικού κόσμου, αλλά και με τη συντριβή του φυσικού κόσμου - θα είναι ευκολότερο να ενθυμούμαστε πόσα πράγματα χάσαμε και πόσα πρέπει να προστατεύσουμε. Ίσως αυτό μας διευκολύνει να ανακτήσουμε τη φύση κάποτε, αλλά με τον τρόπο που πρέπει να ανακτηθεί: Για χάρη της ίδιας της φύσης.
[Οι μεσότιτλοι πρστέθηκαν στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση]
Ο Verlyn Klinkenborg (1952, Κολοράντο) είναι Αμερικανός δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος και συγγραφέας μη λογοτεχνικών βιβλίων. Δίδαξε λογοτεχνία στα Πανεπιστήμια Harvard και Fordham, καθώς και στα Κολλέγια Bard, St. Olaf, Bennington και Sarah Lawrence. Τώρα διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Γέηλ. Διετέλεσε μέλος της Συντακτικής Επιτροπής των The New York Times, στην οποία δημοσιεύει (όπως και στα περιοδικά The New Yorker, Harper's, Esquire, National Geographic and Mother Jones). Κάτοχος του Βραβείου e Lila Wallace – Reader's Digest Writer's Award 1991
Βιβλία του: More Scenes from the Rural Life, Making Hay, The Last Fine Time,
Timothy or Notes of an Abject Reptile, Several Short Sentences About Writing.
Στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση:
Jason Bittel : Οικολογική αλληλοεξάρτηση - Τα φώτα της πόλης, οι νυχτοπεταλούδες και τα φυτά (Nature)
Jason Bittel : Οικολογική αλληλοεξάρτηση - Τα φώτα της πόλης, οι νυχτοπεταλούδες και τα φυτά (Nature)
Joachim Müller-Jung: Προς έναν κόσμο χωρίς μέλισσες; Το ζιζανιοκτόνο Glyphosate και το «σύνδρομο ανοσοποιητικής ανεπάρκειας» των μελισσών (Frankfurter Allgemeine Zeitung)
Ειρήνη Βενιού: Kλιματική αλλαγή - Βομβίνοι και αγριομέλισσες δεν αντέχουν τη ζέστη, η επικονίαση των φυτών απειλείται (in.gr)
Bartosz Bartkowski: Οικολογία και οικονομία - Γιατί είναι τόσο σημαντική η βιοποικιλότητα; (Τhe Sceptical Economist)
Ralf Fücks: Οικο-οπισθοδρομισμός και οικολογική ανανέωση - Η πράσινη επανάσταση (Blätter für deutsche & internationale Politik)
Bartosz Bartkowski: Γιατί η μετα-αναπτυξιακή κοινωνία δεν θα υπάρξει στο ορατό μέλλον; (Τhe Sceptical Economist)
Alyssa Battistoni: Μητρόπολη της φύσης - Αρχιτεκτονική για το μέλλον, πόλεις και κτίρια που ζούν και αναπνέουν σαν οικοσυστήματα (Jacobin)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου