Έχουμε συνηθίσει, εδώ και καιρό, να παρακολουθούμε πώς ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συχνά-πυκνά προβάλλει την ιδέα ότι οι ισχύοντες κανόνες δικαίου και η δικαστική εξουσία μπορούν μέσα στην οικονομική και κοινωνική συγκυρία της κρίσης να είναι κρίσιμες «δυνάμεις αντίστασης στο φαινόμενο της επικυριαρχίας του “οικονομικού” επί του “θεσμικού”» (βλ. ομιλία του στο 6ο Ετήσιο Athens Democracy Forum της 17.9.2018 και το σχετικό σχόλιο του Πάχου Μανδραβέλη «Δίκαιο επί του πραγματικού», στην Καθημερινή της 30.9.2018, όπου μνημονεύει και το βιβλίο του Γιώργου Δελή Δήμος και Αγορά. Το δημόσιο δίκαιο “αλλιώς”, με το βλέμμα της οικονομικής ανάλυσης - εκδ. Ευρασία).
Στις παρεμβάσεις αυτές του κ. Παυλόπουλου διαφαίνεται πώς ένας εξέχων νομικός, και μάλιστα συνταγματολόγος, συγχέει τις αναγκαίες πολιτικές κανονιστικές αρχές (οι οποίες άν δεν υπάρχουν στο πολίτευμα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αυτό μετατρέπεται σε προσωπείο δημοκρατίας), με αμιγώς νομικές κανονιστικές αρχές. Ταυτίζει το Πολιτικόν (υπό την αριστοτελική έννοια) με το Δικαιϊκόν.
Για να το πω με άλλα λόγια, πιο επεξηγηματικά (και εν γνώσει του κινδύνου να διαπράξω χονδροειδή παραμόρφωση), ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας λέει το εξής: Αφενός η δημοκρατία - και η πολιτική εν γένει - πρέπει να πειθαρχεί στους κανόνες του ισχύοντος θετικού Δικαίου, και αφετέρου, άν αποτύχει η δημοκρατική πολιτική στον οικονομικό και κοινωνικό ρόλο της (όπως απέτυχε στην μεταπολιτευτική Ελλάδα), το ισχύον Δίκαιο είναι εδώ και μπορεί «να σώσει την παρτίδα». Αλήθεια, για λογαριασμό ποιών από τους «παίκτες» της, που στις δημοκρατίες του ώριμου καπιταλισμού με οικονομία της αγοράς και με κράτος πρόνοιας είναι (και οφείλουν να είναι) ταυτόχρονα κοινωνικοί εταίροι και κοινωνικοί αντίπαλοι;
Δεν είναι ο μόνος που σκέφτεται έτσι. Πρόκειται για μια από τις διαδεδομένες «επαγγελματικές απολυτοποιήσεις» - δηλαδή κλαδικές «επιστημονικές διαστροφές» - που επικρατούν σε μεγάλες μερίδες των νομικών επιστημόνων. Και έχουμε δει πολύ πιο εξτρεμιστικές εκφράσεις της, συνυφασμένες με ακραίο δεξιό κομματισμό και με ανελέητο συντεχνιασμό· ας θυμηθούμε, λόγου χάρη, τον τέως Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας κ. Δ. Παξινό, άς ρίξουμε μια ματιά και στην τωρινή συμμετοχή του τον αγώνα εναντίον του «εκσυγχρονισμού», της «νέας τάξης πραγμάτων» και του «παγκόσμιου ολοκληρωτισμού».
Βέβαια υπάρχει και η αντίστοιχη «επαγγελματική διαστροφή» που εκτρέφεται στην οικονομική επιστήμη - για την ακρίβεια στις παραλλαγές των νεοκλασικών οικονομικών -, δηλαδή ότι η δημοκρατία και η πολιτική εν γένει πρέπει να είναι συμβατή με την ισχύουσα οικονομία. Και όταν δεν είναι, πρέπει άρον-άρον να προσαρμόζεται σ΄αυτήν.
Tη «διαστροφή» των νεοκλασικών οικονομολόγων την ασπάζονται ένθερμα και πάρα πολλοί πολιτικοί, ακόμη και πολιτικοί που έχουν σπουδάσει μόνον νομικά και όχι οικονομικά (χαρακτηριστική περίπτωση ήταν ο πρώην Ομοσπονδιακός Υπουργός Οικονομίας στη Γερμανία και νύν Πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου Βόλφγκανγκ Σόιμπλε). Και επειδή υφαρπάζει την τεράστια βραχυπρόθεσμη ισχύ της πολιτικής - αλλά και για άλλα πράγματα, η «οικονομική διαστροφή» έχει στην βραχυπρόθεσμη κλίμακα ακόμη πιο καταστροφικά αποτελέσματα από την νομική.
Το γιατί στη αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι άλλο πράγμα οι πολιτικές κανονιστικές αρχές και άλλο οι ισχύουσες νομικές κανονιστικές αρχές - οι οποίες παίρνουν οιονεί «θρησκευτική» μορφή, έχει εξηγηθεί επαρκώς, ιδίως στην μεταπολεμική κριτική θεωρητική συζήτηση που συνδυάζει τη θεωρία του δικαίου, την κοινωνική επιστήμη, την πολιτική επιστήμη και την επιστήμη της ιστορίας: Τί είναι πολιτικές κανονιστικές αρχές και πώς διαμορφώνονται μέσα στη δημόσια σφαίρα μέσω της επικοινωνιακής αλληλεπίδρασης (interaction), της διαμάχης των (εν)διαφερόντων και συμφερόντων (interests) και της διαβούλευσης.
Το δίκαιο αποκρυσταλλώνει τις πολιτικές κανονιστικές αρχές σε νομικό πολιτισμό. Δεν τις δημιουργεί αυτό.
Από την άλλη πλευρά, αυτή η σύγχρονη κριτική συζήτηση, παραπέμποντας στον Αριστοτέλη, θυμίζει ότι το οικονομικόν ζώον ποιεί (εργάζεται, χρησιμοποιεί αντικείμενα της φύσης, δημιουργεί τεχνήματα και προϊόντα, ανταλλάσσει αγαθά και γενικά συμμετέχει στις διαδικασίες του οικονομείν), ενώ το πολιτικόν ζώον πράττει (σκέφτεται, ακόμη και η θεωρία κατά μία άποψη είναι θεωρητική πρακτική, αλληλεπιδρά με ομοίους του, συζητά, αξιολογεί, διαβουλεύεται, αποφασίζει, κυβερνά, κυβερνάται). Ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα και τα δύο, όμως το ποιείν και το πράττειν είναι διαφορετικές κατηγορίες της ανθρώπινης δραστηριότητας.* Η πολιτική είναι πράττειν. Η δημοκρατική πολιτική πράξη σέβεται τους ισχύοντες κανόνες του δικαίου, όμως στις δημοκρατίες η νομοθέτηση είναι αρμοδιότητα της πολιτικής πράξης και διαρκής διαδικασία, ενώ οι νομοθετημένοι κανόνες δικαίου συζητούνται, αξιολογούνται και επαναξιολογούνται μέσα στη δημοκρατική δημόσια σφαίρα. Πολιτική πράξη υποταγμένη στο νομικώς ισχύον είναι απολίθωμα, ανίκανη να εξελιχθεί, τελικά μή βιώσιμη. Και από την άλλη πλευρά, πολιτική πράξη υποταγμένη στην οικονομία είναι κενή περιεχομένου και ακόμη λιγότερο βιώσιμη.
Να πάμε με τη «νομική διαστροφή» ή με την «οικονομολογική διαστροφή»; Μακροπρόθεσμα, βλάπτουν και οι δυό την δημοκρατία το ίδιο
Ας θέσουμε όμως ένα από τα πρακτικά ερωτήματα της εποχής (είπαμε, η δημοκρατία και η πολιτική είναι πράττειν):
Τελικά και στην πράξη, ποιός πληρώνει «τα δισεκατομμύρια που καταβάλλονται σε δικαίους και αδίκους», κατ΄ απαίτησιν του Συμβουλίου της Επικρατείας (ως «αντισυνταγματικώς» κατακρατηθέντα, από Έλληνες μανδαρίνους και αμειβόμενους ή συνταξιοδοτούμενους με βάση «ειδικά μισθολόγια»);
Απλή η απάντηση: Μα εκείνοι που εξ αιτίας του κοινωνικού status τους, δεν μπορούν να έχουν συνηγόρους στον ελληνικό νομικό πολιτισμό, διάβολε! Λόγου χάρη οι άνεργοι, οι συνήθεις μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα (όσοι απέμειναν) και ιδίως η πιο νέα γενεά των αδύναμων και των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων.
Δυστυχώς δυσανάλογα μικρή συνηθίζει να είναι και η αντιπροσώπευση και στην νομοθετική εξουσία αυτών των χωρίς συνηγόρους. Και αυτό ακριβώς, το έλλειμμα ουσιαστικής πολιτικής αντιπροσώπευσης, είναι που γεννά και συντηρεί το έλλειμμα σεβασμού τους από τη δικαστική εξουσία, άρα και την ελλειμματική προστασία τους ως πολιτών ίσων με τους άλλους.
Τούτο όμως, δεν μπορεί να περάσει από την καλά φρουρούμενη και ταξικά οχυρωμένη πύλη του μυαλού του κ. Παυλόπουλου και γενικά όσων ταυτίζουν την πολιτική με το ισχύον θετικό δίκαιο. Σκοντάφτει και φρακάρει, δεξιά και αριστερά, όπως στην παραβολή του Μεγάλου Μαιτρ της Ειρωνείας η καμήλα περνά από την τρύπα της βελόνας αλλά ο πλούσιος δεν χωρά να περάσει από την φαρδειά-πλατειά πύλη του Παραδείσου. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν θέλει να σκεφτεί την πραγματικότητα, ακριβώς όπως εκείνος ο «άλλος», ο παλιός κ. Παυλόπουλος δεν μπορούσε - και κυρίως δεν ήθελε - να σκεφτεί το αργά ή γρήγορα αναπόφευκτο και ποιοί θα πλήρωναν τελικά τα σκασμένα της καραμανλικής ελληνικής φούσκας, στην οποία τρομπάριζε κοπανιστό αέρα κατεξοχήν αυτός, ως Νο 2 της κυβέρνησης 2004-2009. Όχι βέβαια οι μανδαρίνοι και οι συνταξιούχοι στα 50, τους οποίους θα υπερασπιστεί μέχρι την τελευταία ρανίδα των λιπών και ελαίων του ο ελληνικός νομικός πολιτισμός.
Και ώ του θαύματος, να που η δικαστική εξουσία εφαρμόζει την ρήση του κ. Παυλόπουλου αντιστρέφοντάς την, και διασφαλίζει «την επικυριαρχία του “οικονομικού” επί του “θεσμικού”» !
Φυσικά, σ΄ αυτή τη μοιραία τριγωνική σχέση δικαίου, οικονομίας και δημοκρατικής πολιτικής, η αλήθεια για το ποιοί πληρώνονται και ποιοί πληρώνουν δεν μπορεί (και δεν το θέλουν) να περάσει ούτε από το μυαλό εκείνων που ταυτίζουν την αγορά με την ελευθερία του ατόμου και με την αποτελεσματικότητα. Δηλαδή εκείνων που έχουν γραμμένα στις δικές τους πλάκες του Μωυσή, ως νεοκλασική - αγγλοσαξωνική θεία βούληση, τα «υπαρκτά δεδομένα» και θεωρούν «το ηπειρωτικό δημόσιο δίκαιο», ιδίως «τη Γαλλική του εκδοχή», κάτι σαν κατάλοιπο της ειδωλολατρείας ή επικίνδυνη λατρεία του Σατανά.
Τα ξέχασαν γρήγορα τα χρόνια 2008 - 2012 και οι δύο μερίδες «διεστραμμένων»!
Στις παρεμβάσεις αυτές του κ. Παυλόπουλου διαφαίνεται πώς ένας εξέχων νομικός, και μάλιστα συνταγματολόγος, συγχέει τις αναγκαίες πολιτικές κανονιστικές αρχές (οι οποίες άν δεν υπάρχουν στο πολίτευμα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αυτό μετατρέπεται σε προσωπείο δημοκρατίας), με αμιγώς νομικές κανονιστικές αρχές. Ταυτίζει το Πολιτικόν (υπό την αριστοτελική έννοια) με το Δικαιϊκόν.
Για να το πω με άλλα λόγια, πιο επεξηγηματικά (και εν γνώσει του κινδύνου να διαπράξω χονδροειδή παραμόρφωση), ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας λέει το εξής: Αφενός η δημοκρατία - και η πολιτική εν γένει - πρέπει να πειθαρχεί στους κανόνες του ισχύοντος θετικού Δικαίου, και αφετέρου, άν αποτύχει η δημοκρατική πολιτική στον οικονομικό και κοινωνικό ρόλο της (όπως απέτυχε στην μεταπολιτευτική Ελλάδα), το ισχύον Δίκαιο είναι εδώ και μπορεί «να σώσει την παρτίδα». Αλήθεια, για λογαριασμό ποιών από τους «παίκτες» της, που στις δημοκρατίες του ώριμου καπιταλισμού με οικονομία της αγοράς και με κράτος πρόνοιας είναι (και οφείλουν να είναι) ταυτόχρονα κοινωνικοί εταίροι και κοινωνικοί αντίπαλοι;
Δεν είναι ο μόνος που σκέφτεται έτσι. Πρόκειται για μια από τις διαδεδομένες «επαγγελματικές απολυτοποιήσεις» - δηλαδή κλαδικές «επιστημονικές διαστροφές» - που επικρατούν σε μεγάλες μερίδες των νομικών επιστημόνων. Και έχουμε δει πολύ πιο εξτρεμιστικές εκφράσεις της, συνυφασμένες με ακραίο δεξιό κομματισμό και με ανελέητο συντεχνιασμό· ας θυμηθούμε, λόγου χάρη, τον τέως Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας κ. Δ. Παξινό, άς ρίξουμε μια ματιά και στην τωρινή συμμετοχή του τον αγώνα εναντίον του «εκσυγχρονισμού», της «νέας τάξης πραγμάτων» και του «παγκόσμιου ολοκληρωτισμού».
Βέβαια υπάρχει και η αντίστοιχη «επαγγελματική διαστροφή» που εκτρέφεται στην οικονομική επιστήμη - για την ακρίβεια στις παραλλαγές των νεοκλασικών οικονομικών -, δηλαδή ότι η δημοκρατία και η πολιτική εν γένει πρέπει να είναι συμβατή με την ισχύουσα οικονομία. Και όταν δεν είναι, πρέπει άρον-άρον να προσαρμόζεται σ΄αυτήν.
Tη «διαστροφή» των νεοκλασικών οικονομολόγων την ασπάζονται ένθερμα και πάρα πολλοί πολιτικοί, ακόμη και πολιτικοί που έχουν σπουδάσει μόνον νομικά και όχι οικονομικά (χαρακτηριστική περίπτωση ήταν ο πρώην Ομοσπονδιακός Υπουργός Οικονομίας στη Γερμανία και νύν Πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου Βόλφγκανγκ Σόιμπλε). Και επειδή υφαρπάζει την τεράστια βραχυπρόθεσμη ισχύ της πολιτικής - αλλά και για άλλα πράγματα, η «οικονομική διαστροφή» έχει στην βραχυπρόθεσμη κλίμακα ακόμη πιο καταστροφικά αποτελέσματα από την νομική.
Το γιατί στη αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι άλλο πράγμα οι πολιτικές κανονιστικές αρχές και άλλο οι ισχύουσες νομικές κανονιστικές αρχές - οι οποίες παίρνουν οιονεί «θρησκευτική» μορφή, έχει εξηγηθεί επαρκώς, ιδίως στην μεταπολεμική κριτική θεωρητική συζήτηση που συνδυάζει τη θεωρία του δικαίου, την κοινωνική επιστήμη, την πολιτική επιστήμη και την επιστήμη της ιστορίας: Τί είναι πολιτικές κανονιστικές αρχές και πώς διαμορφώνονται μέσα στη δημόσια σφαίρα μέσω της επικοινωνιακής αλληλεπίδρασης (interaction), της διαμάχης των (εν)διαφερόντων και συμφερόντων (interests) και της διαβούλευσης.
Το δίκαιο αποκρυσταλλώνει τις πολιτικές κανονιστικές αρχές σε νομικό πολιτισμό. Δεν τις δημιουργεί αυτό.
Από την άλλη πλευρά, αυτή η σύγχρονη κριτική συζήτηση, παραπέμποντας στον Αριστοτέλη, θυμίζει ότι το οικονομικόν ζώον ποιεί (εργάζεται, χρησιμοποιεί αντικείμενα της φύσης, δημιουργεί τεχνήματα και προϊόντα, ανταλλάσσει αγαθά και γενικά συμμετέχει στις διαδικασίες του οικονομείν), ενώ το πολιτικόν ζώον πράττει (σκέφτεται, ακόμη και η θεωρία κατά μία άποψη είναι θεωρητική πρακτική, αλληλεπιδρά με ομοίους του, συζητά, αξιολογεί, διαβουλεύεται, αποφασίζει, κυβερνά, κυβερνάται). Ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα και τα δύο, όμως το ποιείν και το πράττειν είναι διαφορετικές κατηγορίες της ανθρώπινης δραστηριότητας.* Η πολιτική είναι πράττειν. Η δημοκρατική πολιτική πράξη σέβεται τους ισχύοντες κανόνες του δικαίου, όμως στις δημοκρατίες η νομοθέτηση είναι αρμοδιότητα της πολιτικής πράξης και διαρκής διαδικασία, ενώ οι νομοθετημένοι κανόνες δικαίου συζητούνται, αξιολογούνται και επαναξιολογούνται μέσα στη δημοκρατική δημόσια σφαίρα. Πολιτική πράξη υποταγμένη στο νομικώς ισχύον είναι απολίθωμα, ανίκανη να εξελιχθεί, τελικά μή βιώσιμη. Και από την άλλη πλευρά, πολιτική πράξη υποταγμένη στην οικονομία είναι κενή περιεχομένου και ακόμη λιγότερο βιώσιμη.
Να πάμε με τη «νομική διαστροφή» ή με την «οικονομολογική διαστροφή»; Μακροπρόθεσμα, βλάπτουν και οι δυό την δημοκρατία το ίδιο
Ας θέσουμε όμως ένα από τα πρακτικά ερωτήματα της εποχής (είπαμε, η δημοκρατία και η πολιτική είναι πράττειν):
Τελικά και στην πράξη, ποιός πληρώνει «τα δισεκατομμύρια που καταβάλλονται σε δικαίους και αδίκους», κατ΄ απαίτησιν του Συμβουλίου της Επικρατείας (ως «αντισυνταγματικώς» κατακρατηθέντα, από Έλληνες μανδαρίνους και αμειβόμενους ή συνταξιοδοτούμενους με βάση «ειδικά μισθολόγια»);
Απλή η απάντηση: Μα εκείνοι που εξ αιτίας του κοινωνικού status τους, δεν μπορούν να έχουν συνηγόρους στον ελληνικό νομικό πολιτισμό, διάβολε! Λόγου χάρη οι άνεργοι, οι συνήθεις μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα (όσοι απέμειναν) και ιδίως η πιο νέα γενεά των αδύναμων και των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων.
Δυστυχώς δυσανάλογα μικρή συνηθίζει να είναι και η αντιπροσώπευση και στην νομοθετική εξουσία αυτών των χωρίς συνηγόρους. Και αυτό ακριβώς, το έλλειμμα ουσιαστικής πολιτικής αντιπροσώπευσης, είναι που γεννά και συντηρεί το έλλειμμα σεβασμού τους από τη δικαστική εξουσία, άρα και την ελλειμματική προστασία τους ως πολιτών ίσων με τους άλλους.
Τούτο όμως, δεν μπορεί να περάσει από την καλά φρουρούμενη και ταξικά οχυρωμένη πύλη του μυαλού του κ. Παυλόπουλου και γενικά όσων ταυτίζουν την πολιτική με το ισχύον θετικό δίκαιο. Σκοντάφτει και φρακάρει, δεξιά και αριστερά, όπως στην παραβολή του Μεγάλου Μαιτρ της Ειρωνείας η καμήλα περνά από την τρύπα της βελόνας αλλά ο πλούσιος δεν χωρά να περάσει από την φαρδειά-πλατειά πύλη του Παραδείσου. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν θέλει να σκεφτεί την πραγματικότητα, ακριβώς όπως εκείνος ο «άλλος», ο παλιός κ. Παυλόπουλος δεν μπορούσε - και κυρίως δεν ήθελε - να σκεφτεί το αργά ή γρήγορα αναπόφευκτο και ποιοί θα πλήρωναν τελικά τα σκασμένα της καραμανλικής ελληνικής φούσκας, στην οποία τρομπάριζε κοπανιστό αέρα κατεξοχήν αυτός, ως Νο 2 της κυβέρνησης 2004-2009. Όχι βέβαια οι μανδαρίνοι και οι συνταξιούχοι στα 50, τους οποίους θα υπερασπιστεί μέχρι την τελευταία ρανίδα των λιπών και ελαίων του ο ελληνικός νομικός πολιτισμός.
Και ώ του θαύματος, να που η δικαστική εξουσία εφαρμόζει την ρήση του κ. Παυλόπουλου αντιστρέφοντάς την, και διασφαλίζει «την επικυριαρχία του “οικονομικού” επί του “θεσμικού”» !
Φυσικά, σ΄ αυτή τη μοιραία τριγωνική σχέση δικαίου, οικονομίας και δημοκρατικής πολιτικής, η αλήθεια για το ποιοί πληρώνονται και ποιοί πληρώνουν δεν μπορεί (και δεν το θέλουν) να περάσει ούτε από το μυαλό εκείνων που ταυτίζουν την αγορά με την ελευθερία του ατόμου και με την αποτελεσματικότητα. Δηλαδή εκείνων που έχουν γραμμένα στις δικές τους πλάκες του Μωυσή, ως νεοκλασική - αγγλοσαξωνική θεία βούληση, τα «υπαρκτά δεδομένα» και θεωρούν «το ηπειρωτικό δημόσιο δίκαιο», ιδίως «τη Γαλλική του εκδοχή», κάτι σαν κατάλοιπο της ειδωλολατρείας ή επικίνδυνη λατρεία του Σατανά.
Τα ξέχασαν γρήγορα τα χρόνια 2008 - 2012 και οι δύο μερίδες «διεστραμμένων»!
Γ. Ρ.
* Για το θέμα αυτό βλ., μεταξύ άλλων, το βιβλίο της Hanna Arendt Η Ανθρώπινη Κατάσταση (Vita Activa) και άλλα έργα της, καθώς επίσης το κεφάλαιο «The Classical Doctrine of Politics in Relation to Social Philosophy» στο αμετάφραστο στα ελληνικά βιβλίο του Jürgen Habermas Theory and Practice (γερμ. πρωτότυπο Theorie und Praxis, 1963, κεφ. «Die klassische Lehre von der Politik in ihrem Verhältnis zur Sozialphilosophie»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου