Μολονότι
οι ρητορικές τους είναι πολύ διαφορετικές, οι σημερινοί
(νεο)φιλελεύθεροι αφενός, οι δεξιοί λαϊκιστές (μαζί και οι εξ αριστερών
προσπάθειες για απομιμήσεις) αφετέρου, δεν διαφέρουν πολύ ως προς το
ουσιαστικό διακύβευμα της εποχής.
Στην παγκοσμιοποιημένη εποχή μας, το κανονιστικό πλαίσιο της οικονομικής σφαίρας, το οικονομικό Σύνταγμα,
έχει ξεφύγει εντελώς από τον έλεγχο του εθνικού κράτους. Είναι
υπερ/διακρατικό και παγκόσμιο: Οι θεσμοί και τα θεσμικά του όργανα
λέγονται ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, διεθνείς εμπορικές συμφωνίες. Το
ακροτελεύτιο άρθρο του ορίζει ως τελικούς εγγυητές τις διεθνείς αγορές. Αντίθετα, τα βασικά στοιχεία του πολιτικού Συντάγματος παραμένουν αυστηρά περιορισμένα στην σφαίρα του εθνικού κράτους (1). Σ΄ αυτό τον περιορισμό, στην απαγόρευση
μιας πραγματικής δημοκρατικής διαβούλευσης και λήψης ουσιαστικών και δημοκρατικά νομιμοποιημένων
πολιτικών αποφάσεων και σε επίπεδο πέραν του μεμονωμένου κράτους,
υπερθεματίζουν φυσικά οι λαϊκιστές, συμφωνούν ανεπιφύλακτα οι
νεοφιλελεύθεροι, συμφωνούν με επιφυλάξεις χωρίς πρακτική σημασία οι παραδοσιακοί φιλελεύθεροι και το αποδέχονται πολλοί
σοσιαλ-φιλελεύθεροι (παρά την κοσμοπολίτικη ρητορική μερικών).
Με αυτό το δεδομένο και με τέτοιες πολιτικές δυνάμεις να ορίζουν την ημερήσια διάταξη, δημοκρατικός έλεγχος και ρύθμιση της σημερινής, απολύτως υπερκρατικής, πραγματικής οικονομικής ισχύος, ιδιαίτερα της χρηματοπιστωτικής, και πολιτική μορφοποίηση της παγκοσμιοποίησης είναι πράγματα ανέφικτα· το να υπόσχονται τέτοιες δυνάμεις σήμερα έλεγχο της ανεξέλεγκτης οικονομικής ισχύος, είναι ή αφελής φάρσα ή υποκριτικό ψεύδος. Η γνωστή φράση της Άνγκελα Μέρκελ «η πολιτική πρέπει να είναι συμβατή με τις αγορές», ήταν ένα lapsus ειλικρίνειας, μια συνοπτική αναγνώριση αλλά και καταφατική υποδοχή αυτής της ασυμβατότητας μεταξύ οικονομικού και πολιτικού Συντάγματος· αυτή ακριβώς η ασυμβατότητα εξαναγκάζει την πολιτική να γίνεται υπηρέτρια των αγορών, δηλαδή την υποχρεώνει ταυτόχρονα σε απώλειες δημοκρατίας (οι κατά Κράουτς και Χάμπερμας «μεταδημοκρατικές» καταστάσεις) και σε απώλειες λειτουργικότητας (αυξάνει την εγγενή ευπάθεια του όλου συστήματος σε κρίσεις). Η φράση της Μέρκελ σηματοδοτεί, για όσο η ασυμβατότητα παραμένει, την αδυναμία των πολιτικών αποφάσεων, δηλαδή της δημοκρατίας, να έχουν πραγματική επίδραση στην οικονομική σφαίρα.
Με αυτό το δεδομένο και με τέτοιες πολιτικές δυνάμεις να ορίζουν την ημερήσια διάταξη, δημοκρατικός έλεγχος και ρύθμιση της σημερινής, απολύτως υπερκρατικής, πραγματικής οικονομικής ισχύος, ιδιαίτερα της χρηματοπιστωτικής, και πολιτική μορφοποίηση της παγκοσμιοποίησης είναι πράγματα ανέφικτα· το να υπόσχονται τέτοιες δυνάμεις σήμερα έλεγχο της ανεξέλεγκτης οικονομικής ισχύος, είναι ή αφελής φάρσα ή υποκριτικό ψεύδος. Η γνωστή φράση της Άνγκελα Μέρκελ «η πολιτική πρέπει να είναι συμβατή με τις αγορές», ήταν ένα lapsus ειλικρίνειας, μια συνοπτική αναγνώριση αλλά και καταφατική υποδοχή αυτής της ασυμβατότητας μεταξύ οικονομικού και πολιτικού Συντάγματος· αυτή ακριβώς η ασυμβατότητα εξαναγκάζει την πολιτική να γίνεται υπηρέτρια των αγορών, δηλαδή την υποχρεώνει ταυτόχρονα σε απώλειες δημοκρατίας (οι κατά Κράουτς και Χάμπερμας «μεταδημοκρατικές» καταστάσεις) και σε απώλειες λειτουργικότητας (αυξάνει την εγγενή ευπάθεια του όλου συστήματος σε κρίσεις). Η φράση της Μέρκελ σηματοδοτεί, για όσο η ασυμβατότητα παραμένει, την αδυναμία των πολιτικών αποφάσεων, δηλαδή της δημοκρατίας, να έχουν πραγματική επίδραση στην οικονομική σφαίρα.
Αυτή
η ασυμβατότητα οικονομικού και πολιτικού Συντάγματος δεν δημιουργήθηκε
αυτόματα, χωρίς να παρέμβουν μυαλά και «χέρια» πολιτικών και των πνευματικών τους καθοδηγητών. Τόσο η
αποσύνδεση του οικονομικού Συντάγματος από το εθνικό κράτος, δηλαδή η
προχωρημένη μορφή οικονομικής παγκοσμιοποίησης, όσο, και (κυρίως)
η απαγόρευση να επεκταθεί το πολιτικό Σύνταγμα και πέρα από την
σφαίρα του εθνικού κράτους, ήταν και είναι διαδικασίες πολιτικά
σχεδιασμένες. Προωθήθηκαν μέσω πολιτικών αποφάσεων. Πολιτικά
σχεδιασμένες διαδικασίες (planned lessaiz-faire κατά τον σπουδαίο
Karl Polanyi) ήταν ήδη ο άκρατος φιλελευθερισμός και η πρώτη
παγκοσμιοποίηση στην αρχή του 20ού αιώνα, που κατέρρευσαν με την
οικονομική κρίση του 1930 και με την άνοδο των ολοκληρωτισμών στην Ευρώπη (2).
Ομοίως, πολιτικές αποφάσεις μετά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970
σε Ευρώπη και Αμερική, που διεκδικούσαν μάλιστα το αναπόφευκτο («There Is No Alternative») έχτισαν γερά θεμέλια
για τον νέο φιλελευθερισμό και την σημερινή μορφή οικονομικής
παγκοσμιοποίησης· ταυτόχρονα, πρόσφεραν στις οικονομικές δυνάμεις το
απρόσβλητο, την «ανοσία» από την πολιτική και τη δημοκρατία, με το να
κρατήσουν την πολιτική μακριά από τον πραγματικό «τόπο» στον
οποίο δρούν τώρα οι οικονομικές δυνάμεις, και ιδίως οι μεγάλες - ο
εκτός ανταγωνισμού εταιρικός κόσμος.
Ειδικά για το θέμα αυτό, ο Κόλιν Κράουτς (Colin Crouch) έχει προσκομίσει καθαρά και ρεαλιστικά επιχειρήματα για το πόσο ψευδής είναι η διαδεδομένη ιδέα ότι νεοφιλελευθερισμός σημαίνει δήθεν εποχή θριάμβου ενός πραγματικού ανταγωνισμού των οικονομικών δυνάμεων, αγορές «ελεύθερες από πολιτικές παρεμβάσεις» (3) και κράτος που απαγορεύει στον εαυτό του το να γίνει επιχειρηματίας. Όμως, ακόμη και στις χώρες εκείνες, όπου, πράγματι, το κράτος δύσκολα γίνεται επιχειρηματίας με τυπικό διευθυντικό και εκτελεστικό ρόλο, ευκολότατα και συχνότατα γίνεται τώρα, αν μη τι άλλο, δανειστής τελευταίας καταφυγής με δημόσιο χρήμα, δηλαδή, στην ουσία, απών ιδιοκτήτης - absentee owner σύμφωνα με τον Thorstein Veblen (4) για τις επιχειρήσεις που είναι πολύ μεγάλες για να πέσουν θύματα του «ελεύθερου» ανταγωνισμού και να γίνουν υλικά ανακύκλωσης μέσω της αναζωογονητικής για τον καπιταλισμό «δημιουργικής καταστροφής».
Οι εποχές που μοιάζουν αδιέξοδες είναι γεμάτες από επιδραστικά πρόσωπα που συνεχίζουν επίμονα στον ίδιο δρόμο σαν υπνοβάτες. Στις αρχές του 20ού αιώνα και στον Μεσοπόλεμο, τέτοιοι ήταν όλοι οι πολιτικοί με σημαντικό ρόλο, μέχρις ότου ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ στις ΗΠΑ έσπασε την σιωπηρή συμφωνία ομαδικής υπνοβασίας. Αντίθετα, στην Ευρώπη συνέχισαν την αδιέξοδη πορεία και μετά το 1930· το αποτέλεσμα ήταν να ανέλθει ο Εθνικοσοσιαλισμός στην εξουσία και να καταστρέψει όλη την ήπειρο. Στη σκιά των υπνοβατών πολιτικών εμφανίζονται ως αντίλογος, με περιορισμένη επίδραση στη δημόσια σφαίρα, πολιτισμικά απαισιόδοξοι στοχαστές, μερικές φορές και πολιτικοί. Ο πολιτισμικός πεσιμισμός των αρχών του 20ού αιώνα και του Μεσοπολέμου περιλάμβανε πολύ διαφορετικές περιπτώσεις στοχαστών, από τον Μαξ Βέμπερ και τον Τόμας Μαν της νεανικής του περιόδου μέχρι τον Όσβαλντ Σπένγκλερ (Η Παρακμή της Δύσης).
Σήμερα, αναφορικά με το βασικό διακύβευμα της εποχής, φιλελεύθεροι, μετριοπαθείς συντηρητικοί και πάσης φύσεως αριστεροί πολιτικοί σε Ευρώπη και ΗΠΑ, πλην λίγων εξαιρέσεων, συνεχίζουν να υπνοβατούν απτόητοι. Στο περιθώριό τους, τυπική περίπτωση πολιτισμικά απαισιόδοξου πολιτικού είναι ο Τζέρεμι Κόρμπιν (Jeremy Corbin): Το μεγάλο Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας, στα χρόνια της αρχηγίας του Τόνι Μπλερ, ήταν το πρώτο βιολί μιας Αριστεράς που νανουρίζει τους πολίτες. Τώρα, με τον Κόρμπιν, ανέλαβε αυτό το ίδιο τον ρόλο του κοιμώμενου γίγαντα. Χαρακτηριστικός πολιτισμικά απαισόδοξος στοχαστής, με αξιοπρόσεκτες ικανότητες ανάλυσης, είναι ο Βόλφγκανγκ Στρέεκ (Wolfgang Streeck).
Άν τον συγκρίνουμε με την ομαδική υπνοβασία, ο πολιτισμικός πεσιμισμός έχει ένα πλεονέκτημα: Δεν καλλιεργεί ψευδαισθήσεις. Όμως, όταν η χρήσιμη απαισιοδοξία της σκέψης του δεν συνοδεύεται από μια αισιοδοξία της βούλησης, τότε γίνεται και αυτός μέρος του προβλήματος και συμπράττει σε αυτοεπιβεβαιούμενες προφητείες. Από φόβο να πορευτεί αυτεξούσια σ' έναν κόσμο που του φαίνεται άγνωστος και ανοίκειος, συνθηκολογεί με αυτούς που ορίζουν την ημερήσια διάταξη, δηλαδή με τους υπνοβάτες και με τους δημαγωγούς. Αποδέχεται στην πράξη το αδιέξοδο status quo. Έτσι, στην πράξη, ο αριστερός πολιτικός Κόρμπιν υποτάσσει το Εργατικό Κόμμα στις δημαγωγικές, υπνοβατικές και σκηνοθετικές ικανότητες των Συντηρητικών, που άρχισαν με τα δημαγωγικά νούμερα τσίρκου του Μπόρις Τζόνσον και την υπνοβασία του Ντέιβιντ Κάμερον και καταλήγουν στην ρεαλιστική διαχειριστική σκηνοθεσία της Brexit από την καιροσκόπο Τερέζα Μέι. Έτσι και ο προικισμένος στοχαστής Στρέεκ, ο μαθητής του Αντόρνο, καταλήγει να συμφωνεί με τα πιό «παραδοσιακά» τμήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, ότι η «ατελής δημοκρατία του εθνικού κράτους» είναι το «ρεαλιστικό», ενώ μια δημοκρατική παγκόσμια κοινωνία είναι «φαντασίωση» (5).
Και αυτοί οι τρόποι σκέψης και δράσης είναι γνώριμοι από το πρώτο μισό του 20ού αιώνα και ιδίως από τον Μεσοπόλεμο. Μόνον που τότε, το φόντο της ιστορίας ήταν πολύ πιό σκοτεινό, πένθιμο και «σοβαρό». Ο «σωρός ερειπίων» της 9ης θέσης του Μπένγιαμιν για την Φιλοσοφία της Ιστορίας ήταν εντελώς ορατός και απτός· είχε τη βαρβαρότητα της απόλυτης, χωρίς όρια και φραγμούς κυριαρχίας του εθνικού κράτους. Ήταν μια Ευρώπη αλληλοσυγκρουόμενων κρατών, που πολεμούσαν ανελέητα μεταξύ τους κάθε 15 - 20 χρόνια, με τους οικονομικά ισχυρούς να επιτίθενται εναντίον του κόσμου των εργαζομένων μέχρις φυσικής του εξόντωσης.
Τώρα, ειδικά εδώ στη Δύση, αλλά μόνον εδώ, η καταστροφή που προκαλεί η ιστορία έχει πάρει λιγότερο βάρβαρες μορφές· υπάρχει - ακόμη - αυτή η ατελής, η ελλειμματική σε δημοκρατία και οικονομική αποτελεσματικότητα, ωστόσο πολιτισμικά «εξημερωμένη» υπερ/διακρατική Ένωση στην Ευρώπη. Όμως ο κοντινός της περίγυρος που καταρρέει, μας λέει ότι μαζί με την οικονομία, έχουν παγκοσμιοποιηθεί και άλλα πράγματα. Και η ροή των γεγονότων μέσα στο χρόνο έχει επιταχυνθεί πολύ (6). Το μάθημα που θα 'πρεπε να παίρνουμε από την κλιματική αλλαγή και από το κύμα των προσφύγων είναι σαφές: το μέλλον δεν αργεί και ο μεγαλύτερος κίνδυνος που επισείει αυτό το μέλλον δεν λογαριάζει καθόλου σύνορα και κυριαρχίες.
Προσεχώς θα δούμε τη συνέχεια. Θα δούμε, επίσης, άν θα επιβεβαιωθεί για μια ακόμη φορά, το γνωστό: Ότι στην ιστορία, τα σημαντικά γεγονότα συμβαίνουν δυό φορές· την πρώτη ως τραγωδία και τη δεύτερη ως φάρσα.
Σημειώσεις:
Ειδικά για το θέμα αυτό, ο Κόλιν Κράουτς (Colin Crouch) έχει προσκομίσει καθαρά και ρεαλιστικά επιχειρήματα για το πόσο ψευδής είναι η διαδεδομένη ιδέα ότι νεοφιλελευθερισμός σημαίνει δήθεν εποχή θριάμβου ενός πραγματικού ανταγωνισμού των οικονομικών δυνάμεων, αγορές «ελεύθερες από πολιτικές παρεμβάσεις» (3) και κράτος που απαγορεύει στον εαυτό του το να γίνει επιχειρηματίας. Όμως, ακόμη και στις χώρες εκείνες, όπου, πράγματι, το κράτος δύσκολα γίνεται επιχειρηματίας με τυπικό διευθυντικό και εκτελεστικό ρόλο, ευκολότατα και συχνότατα γίνεται τώρα, αν μη τι άλλο, δανειστής τελευταίας καταφυγής με δημόσιο χρήμα, δηλαδή, στην ουσία, απών ιδιοκτήτης - absentee owner σύμφωνα με τον Thorstein Veblen (4) για τις επιχειρήσεις που είναι πολύ μεγάλες για να πέσουν θύματα του «ελεύθερου» ανταγωνισμού και να γίνουν υλικά ανακύκλωσης μέσω της αναζωογονητικής για τον καπιταλισμό «δημιουργικής καταστροφής».
Οι εποχές που μοιάζουν αδιέξοδες είναι γεμάτες από επιδραστικά πρόσωπα που συνεχίζουν επίμονα στον ίδιο δρόμο σαν υπνοβάτες. Στις αρχές του 20ού αιώνα και στον Μεσοπόλεμο, τέτοιοι ήταν όλοι οι πολιτικοί με σημαντικό ρόλο, μέχρις ότου ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ στις ΗΠΑ έσπασε την σιωπηρή συμφωνία ομαδικής υπνοβασίας. Αντίθετα, στην Ευρώπη συνέχισαν την αδιέξοδη πορεία και μετά το 1930· το αποτέλεσμα ήταν να ανέλθει ο Εθνικοσοσιαλισμός στην εξουσία και να καταστρέψει όλη την ήπειρο. Στη σκιά των υπνοβατών πολιτικών εμφανίζονται ως αντίλογος, με περιορισμένη επίδραση στη δημόσια σφαίρα, πολιτισμικά απαισιόδοξοι στοχαστές, μερικές φορές και πολιτικοί. Ο πολιτισμικός πεσιμισμός των αρχών του 20ού αιώνα και του Μεσοπολέμου περιλάμβανε πολύ διαφορετικές περιπτώσεις στοχαστών, από τον Μαξ Βέμπερ και τον Τόμας Μαν της νεανικής του περιόδου μέχρι τον Όσβαλντ Σπένγκλερ (Η Παρακμή της Δύσης).
Σήμερα, αναφορικά με το βασικό διακύβευμα της εποχής, φιλελεύθεροι, μετριοπαθείς συντηρητικοί και πάσης φύσεως αριστεροί πολιτικοί σε Ευρώπη και ΗΠΑ, πλην λίγων εξαιρέσεων, συνεχίζουν να υπνοβατούν απτόητοι. Στο περιθώριό τους, τυπική περίπτωση πολιτισμικά απαισιόδοξου πολιτικού είναι ο Τζέρεμι Κόρμπιν (Jeremy Corbin): Το μεγάλο Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας, στα χρόνια της αρχηγίας του Τόνι Μπλερ, ήταν το πρώτο βιολί μιας Αριστεράς που νανουρίζει τους πολίτες. Τώρα, με τον Κόρμπιν, ανέλαβε αυτό το ίδιο τον ρόλο του κοιμώμενου γίγαντα. Χαρακτηριστικός πολιτισμικά απαισόδοξος στοχαστής, με αξιοπρόσεκτες ικανότητες ανάλυσης, είναι ο Βόλφγκανγκ Στρέεκ (Wolfgang Streeck).
Άν τον συγκρίνουμε με την ομαδική υπνοβασία, ο πολιτισμικός πεσιμισμός έχει ένα πλεονέκτημα: Δεν καλλιεργεί ψευδαισθήσεις. Όμως, όταν η χρήσιμη απαισιοδοξία της σκέψης του δεν συνοδεύεται από μια αισιοδοξία της βούλησης, τότε γίνεται και αυτός μέρος του προβλήματος και συμπράττει σε αυτοεπιβεβαιούμενες προφητείες. Από φόβο να πορευτεί αυτεξούσια σ' έναν κόσμο που του φαίνεται άγνωστος και ανοίκειος, συνθηκολογεί με αυτούς που ορίζουν την ημερήσια διάταξη, δηλαδή με τους υπνοβάτες και με τους δημαγωγούς. Αποδέχεται στην πράξη το αδιέξοδο status quo. Έτσι, στην πράξη, ο αριστερός πολιτικός Κόρμπιν υποτάσσει το Εργατικό Κόμμα στις δημαγωγικές, υπνοβατικές και σκηνοθετικές ικανότητες των Συντηρητικών, που άρχισαν με τα δημαγωγικά νούμερα τσίρκου του Μπόρις Τζόνσον και την υπνοβασία του Ντέιβιντ Κάμερον και καταλήγουν στην ρεαλιστική διαχειριστική σκηνοθεσία της Brexit από την καιροσκόπο Τερέζα Μέι. Έτσι και ο προικισμένος στοχαστής Στρέεκ, ο μαθητής του Αντόρνο, καταλήγει να συμφωνεί με τα πιό «παραδοσιακά» τμήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, ότι η «ατελής δημοκρατία του εθνικού κράτους» είναι το «ρεαλιστικό», ενώ μια δημοκρατική παγκόσμια κοινωνία είναι «φαντασίωση» (5).
Και αυτοί οι τρόποι σκέψης και δράσης είναι γνώριμοι από το πρώτο μισό του 20ού αιώνα και ιδίως από τον Μεσοπόλεμο. Μόνον που τότε, το φόντο της ιστορίας ήταν πολύ πιό σκοτεινό, πένθιμο και «σοβαρό». Ο «σωρός ερειπίων» της 9ης θέσης του Μπένγιαμιν για την Φιλοσοφία της Ιστορίας ήταν εντελώς ορατός και απτός· είχε τη βαρβαρότητα της απόλυτης, χωρίς όρια και φραγμούς κυριαρχίας του εθνικού κράτους. Ήταν μια Ευρώπη αλληλοσυγκρουόμενων κρατών, που πολεμούσαν ανελέητα μεταξύ τους κάθε 15 - 20 χρόνια, με τους οικονομικά ισχυρούς να επιτίθενται εναντίον του κόσμου των εργαζομένων μέχρις φυσικής του εξόντωσης.
Μάης 1936, Θεσσαλονίκη, Τάσος Τούσης |
Α' Παγκ. Πόλεμος: Επιστροφή από το μέτωπο |
Προσεχώς θα δούμε τη συνέχεια. Θα δούμε, επίσης, άν θα επιβεβαιωθεί για μια ακόμη φορά, το γνωστό: Ότι στην ιστορία, τα σημαντικά γεγονότα συμβαίνουν δυό φορές· την πρώτη ως τραγωδία και τη δεύτερη ως φάρσα.
Γιώργος Β. Ριτζούλης
Σημειώσεις:
1. Βλ. Hauke Brunkhorst: Συλλογικός βοναπαρτισμός, η δημοκρατία στην ευρωπαϊκή κρίση, στο συλλογικό έργο Δημοκρατία ή καπιταλισμός - Η Ευρώπη σε Κρίση, τόμος Α', εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2014. Για το γενικό πλαίσιο, τις τάσεις και το δέον γενέσθαι στην EE, βλ. Jürgen Habermas: Πόσο δημοκρατική είναι η ΕΕ; Η κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό το πρίσμα της συνταγματοποίησης του διεθνούς δικαίου, στον ίδιο τόμο.
2. Karl Polanyi: Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη
3. Colin Crouch : Ο περίεργος μη θάνατος του νεοφιλελευθερισμού, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2014 και του ιδίου: Μεταδημοκρατία, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2006. Βλ. επίσης παρουσιάσεις του έργου του Κόλιν Κράουτς από τους Θανάση Γιαλκέτση (Η δύναμη των γιγάντων) και Γιώργο Σιακαντάρη (Γιατί κυριαρχεί ο νεοφιλελευθερισμός).
2. Karl Polanyi: Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη
3. Colin Crouch : Ο περίεργος μη θάνατος του νεοφιλελευθερισμού, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2014 και του ιδίου: Μεταδημοκρατία, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2006. Βλ. επίσης παρουσιάσεις του έργου του Κόλιν Κράουτς από τους Θανάση Γιαλκέτση (Η δύναμη των γιγάντων) και Γιώργο Σιακαντάρη (Γιατί κυριαρχεί ο νεοφιλελευθερισμός).
4. Thorstein Veblen, Absentee Ownership - Business Enterprise in Recent Times, the Case of America, Transaction Publishers, Brunswick-NJ/Λονδίνο, 1997.
5. Wolfgang Streeck: The Return of the Repressed, στο New Left Review τ. 104, Mάρτιος-Απρίλιος 2017. Ελληνική μετάφραση στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση: → Η επιστροφή των απωθημένων ←
6. Rainer Forst, Bernd Ulrich: Καθήκοντα της Αριστεράς, Σοσιαλδημοκρατικής ή άλλης - Δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, Die Zeit, No 20/2016, ελλ. μετάφρ. στον ιστοχώρο → Μετά την Κρίση ←
6. Rainer Forst, Bernd Ulrich: Καθήκοντα της Αριστεράς, Σοσιαλδημοκρατικής ή άλλης - Δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, Die Zeit, No 20/2016, ελλ. μετάφρ. στον ιστοχώρο → Μετά την Κρίση ←
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου