© The World Post - Cas Mudde: We Are Thinking About Populism Wrong. And it’s costing us 20.3.2017 | Άλλη ελληνική μετάφραση στo © Huffington Post - Κας Μούντε: Σκεφτόμαστε λάθος για τον λαϊκισμό. Και μας κοστίζει, 4.4.2017, αναδημοσίευση στην Μεταρρύθμιση, 7.4.2017
O λαϊκισμός είναι χαρακτηριστικό της σύγχρονης πολιτικής. Όμως δεν είναι λαϊκισμός όλες οι πολιτικές εναντίον του κατεστημένου που κυκλοφορούν τώρα με την ετικέττα του. Πάρα πολλές από αυτές είναι απλά κλασικές πολιτικές της ριζοσπαστικής Δεξιάς, γράφει ο Ολλανδός πολιτικός επιστήμονας Κας Μούντε, ο οποίος, μαζί με τον Γιαν-Βέρνερ Μύλλερ, είναι από τους καλύτερους νέους αναλυτές της λαϊκιστικής πολιτικής.
Δυστυχώς, στην πολιτική διαμάχη γύρω από τον λαϊκισμό και στην όλη αντιπαραθετική συζήτηση στη δημόσια σφαίρα, οι πιό πολλοί και πιό επιδραστικοί σήμερα δείχνουν πολύ ενδιαφέρον για τα φαινόμενα και αδιαφορούν για την ουσία (→ βλ. σχόλιο: Περιτύλιγμα και περιεχόμενα. Η ριζοσπαστική Αριστερά και οι Φιλελεύθεροι απέναντι στον λαϊκισμό και τις νέες πολιτικές της ριζοσπαστικής Δεξιάς)
Δυστυχώς, στην πολιτική διαμάχη γύρω από τον λαϊκισμό και στην όλη αντιπαραθετική συζήτηση στη δημόσια σφαίρα, οι πιό πολλοί και πιό επιδραστικοί σήμερα δείχνουν πολύ ενδιαφέρον για τα φαινόμενα και αδιαφορούν για την ουσία (→ βλ. σχόλιο: Περιτύλιγμα και περιεχόμενα. Η ριζοσπαστική Αριστερά και οι Φιλελεύθεροι απέναντι στον λαϊκισμό και τις νέες πολιτικές της ριζοσπαστικής Δεξιάς)
«Υπό το μανδύα της μάχης κατά των λαϊκιστών, η κατεστημένη πολιτική τάξη αργά αλλά σταθερά υποσκάπτει το φιλελεύθερο δημοκρατικό σύστημα», καταλήγει ο Κας Μούντε. Σε μια εποχή με πολλή αβεβαιότητα, με τα υποκειμενικά ιδεολογήματα των φιλελεύθερων και των αριστερών να βρίσκονται σε οξεία διάσταση με πράγματα με κόπο κερδισμένα στην ιστορική περιπέτεια της φιλελεύθερης δημοκρατίας ευρωπαϊκού τύπου, της αδιαχώριστης από το κράτος πρόνοιας, αυτό είναι το πιό κρίσιμο.
Γ. Ρ.
Πρέπει πραγματικά να μιλήσουμε για τη λέξη από «Λ». Τη συναντάμε παντού στις μέρες μας. Και τη χρησιμοποιούν όλοι: άνδρες, γυναίκες, ακόμα και παιδιά άκουσα να τη χρησιμοποιούν. Φυσικά και μιλάω για το λαϊκισμό. Δεν υπάρχει περίπτωση να διαβάσεις ένα άρθρο για την πολιτική αυτή την εποχή και να μην περιλαμβάνει τη λέξη. Στην ουσία, οποιαδήποτε εκλογή ή δημοψήφισμα παρουσιάζεται ως μάχη ανάμεσα σε έναν θαρραλέο λαϊκισμό και ένα πολιορκημένο κατεστημένο. Δεν μένει χώρος για κάτι άλλο.
Μη με παρεξηγήσετε, ο λαϊκισμός είναι μια χρήσιμη έννοια για να καταλάβουμε τη σύγχρονη πολιτική στην Ευρώπη, αλλά και εκτός αυτής, όμως μόνον υπό δύο αυστηρές προϋποθέσεις. Πρώτον, η έννοια «λαϊκισμός» πρέπει να οριστεί πλήρως και δεύτερον, πρέπει να την χρησιμοποιούμε ως μία από πολλές άλλες έννοιες για να κατανοήσουμε την πολιτική. Δυστυχώς, αυτό δεν ισχύει τις περισσότερες φορές που μιλάμε για πολιτική και λαϊκισμό σήμερα. Ο λαϊκισμός ως οπτική γωνία υπό την οποία βλέπουμε τα συμβαίνοντα στην πολιτική υπερισχύει επί των άλλων οπτικών γωνιών και αυτό έχει ως συνέπεια να βλέπουμε υπερβολικό λαϊκισμό και πολύ λίγο μη-λαϊκισμό.
Μη με παρεξηγήσετε, ο λαϊκισμός είναι μια χρήσιμη έννοια για να καταλάβουμε τη σύγχρονη πολιτική στην Ευρώπη, αλλά και εκτός αυτής, όμως μόνον υπό δύο αυστηρές προϋποθέσεις. Πρώτον, η έννοια «λαϊκισμός» πρέπει να οριστεί πλήρως και δεύτερον, πρέπει να την χρησιμοποιούμε ως μία από πολλές άλλες έννοιες για να κατανοήσουμε την πολιτική. Δυστυχώς, αυτό δεν ισχύει τις περισσότερες φορές που μιλάμε για πολιτική και λαϊκισμό σήμερα. Ο λαϊκισμός ως οπτική γωνία υπό την οποία βλέπουμε τα συμβαίνοντα στην πολιτική υπερισχύει επί των άλλων οπτικών γωνιών και αυτό έχει ως συνέπεια να βλέπουμε υπερβολικό λαϊκισμό και πολύ λίγο μη-λαϊκισμό.
Konrad Gesner (1516-1565): Nomenclator aquatilium animatum |
Ο λαϊκισμός χρησιμοποιείται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, οι οποίοι τις περισσότερες φορές στερούνται ξεκάθαρων ορισμών· αντιθέτως αναφέρεται ευρέως σε κάθε είδους ανεύθυνες ή μη παραδοσιακές πολιτικές, όπως σ΄ αυτές που υπόσχονται τα πάντα σε όλους ή χρησιμοποιούν λαϊκότροπη ρητορική. Ούτε το ένα ούτε το άλλο δεν είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του λαϊκισμού, όμως και τα δύο είναι όντως πολύ διαδεδομένα στις πολιτικές εκστρατείες εν γένει. Αντιθέτως, ο λαϊκισμός περιγράφεται καλύτερα ως εξής:
Είναι μια ιδεολογία που θεωρεί ότι σε τελική ανάλυση η κοινωνία είναι χωρισμένη σε δύο ομοιογενείς και ανταγωνιστικές ομάδες – τον «αγνό λαό» και τη «διεφθαρμένη ελίτ» – και ισχυρίζεται ότι η πολιτική πρέπει να είναι μια έκφραση της volonté générale - της γενικής βούλησης του λαού.Ο λαϊκισμός είναι ταυτόχρονα μονιστικός και ηθικολογικός. Οι λαϊκιστές πιστεύουν ότι όλος ο λαός μοιράζεται τα ίδια συμφέροντα, ενδιαφέροντα και αξίες και ότι η βασική διάκριση ανάμεσα στον λαό και την ελίτ είναι ηθικής φύσης, δηλ. οι «αγνοί» απέναντι στους «διεφθαρμένους». Παρουσιάζουν την πολιτική σαν μια μάχη όλων εναντίον ενός, ενός εναντίον όλων, πράγμα που κατά ειρωνικό τρόπο το επιβεβαιώνει και η αφήγηση των κατεστημένων Μέσων Ενημέρωσης περί θαρραλέου λαϊκισμού εναντίον του πολιορκημένου κατεστημένου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο λαϊκισμός αποτελεί σημαντική πτυχή της σημερινής πολιτικής. Τα λαϊκιστικά κόμματα εκπροσωπούνται στα περισσότερα ευρωπαϊκά κοινοβούλια και λαϊκιστές πρόεδροι ή πρωθυπουργοί κυβερνούν σε ευρωπαϊκές και αμερικανικές χώρες. Όμως τα περισσότερα τέτοια κόμματα και πολιτικοί δεν είναι απλά και μόνον λαϊκιστικά και λαϊκιστές. Συνδυάζουν τον λαϊκισμό με άλλα ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Οι αριστεροί λαϊκιστές συνδυάζουν τον λαϊκισμό με κάποια μορφή σοσιαλιστικής ιδεολογίας - σκεφτείτε τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα ή τον Τσαβισμό στη Βενεζουέλαν - ενώ οι δεξιοί λαϊκιστές πρωτίστως συνδυάζουν το λαϊκισμό με απολυταρχισμό και νατιβισμό – σκεφτείτε τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ή τον Γκερτ Βίλντερς (Geert Wilders) στην Ολλανδία.
Πριν από την άνοδο του αριστερού λαϊκισμού, οι δεξιοί λαϊκιστές περισσότερο έφεραν τον τίτλο του «ριζοσπαστικού δεξιού» παρά του «λαϊκιστή», ενώ ο συνδυασμός των δύο, λαϊκιστική ριζοσπαστική Δεξιά (ή άν προτιμάτε, ριζοσπαστικός δεξιός λαϊκισμός) είναι πιο κατάλληλος. Ωστόσο, αυτό δεν είναι απλά ακαδημαϊκό ζήτημα. Γιατί τα δυτικά Μέσα Ενημέρωσης έχουν την τάση να αντιλαμβάνονται τη σημερινή πρόκληση εναντίον της φιλελεύθερης δημοκρατίας αποκλειστικά με όρους λαϊκισμού και επικεντρώνονται κυρίως στην καλλιέργεια αισθημάτων εναντίον του κατεστημένου από outsiders της πολιτικής. Γι' αυτό και τα συγκροτήματα Τύπου βιάστηκαν να πανηγυρίσουν την νίκη του συντηρητικού Ολλανδού Πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε (Mark Rutte) με τον «καλό λαϊκισμό», εναντίον του «κακού λαϊκισμού» του Γκερτ Βίλντερς.
Ωστόσο, αυτό που διέφυγε από την προσοχή πολλών, ήταν ότι ο ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD) Ρούτε και ο ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών (CDA) Ζίμπραντ Μπούμα (Sybrand Buma) έκαναν μια ολοένα και περισσότερο απολυταρχική και νατιβιστική προεκλογική εκστρατεία. Και τα δύο κόμματα παρουσιάστηκαν σαν υπερασπιστές των «Χριστιανικών» και «Ολλανδικών» αξιών, με πρακτικές όπως το να τραγουδάνε τον εθνικό ύμνο ή με τη ρατσιστική παράδοση του Μαύρου Πιτ [ο μαύρος βοηθός του Σάντα Κλάους, κατά την ολλανδική παράδοση]. Ο ηγέτης της κοινοβουλευτικής ομάδας του VVD, Χάλμπε Ζίλστρα (Halbe Zijlstra) είπε πως ακόμη και η παράδοση με τα πασχαλινά αυγά απειλείται από το Ισλάμ και τους Μουσουλμάνους, υποστηριζομενος ακόμη και από μη θρησκευόμενους αριστερούς ομοϊδεάτες του. Και ο Ρούτε το πήγε ένα βήμα παραπέρα, στοχοποιώντας σαφώς τους μετανάστες και τους πρόσφυγες με την εκστρατεία του υπό τον τίτλο «act normal»· υπονοούσε ότι ακόμα και οι απόγονοι των μεταναστών είναι, στην καλύτερη περίπτωση, Ολλανδοί πολίτες υπό δοκιμή.
Όμως ενώ τα περισσότερα Μέσα Ενημέρωσης διέκριναν ελάχιστα από τα συμβαίνοντα στις ολλανδικές εκλογές, είδαν πάρα πολλά στο βρετανικό δημοψήφισμα και στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Και οι δύο περιπτώσεις αντιμετωπίζονται συστηματικά ως νίκες του λαϊκισμού, κάτι που στην καλύτερη περίπτωση είναι υπερβολή και στη χειρότερη περίπτωση ψέμα. Μολονότι το βρετανικό Κόμμα Ανεξαρτησίας (UKIP) έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να «δώσει ώθηση» στους υποστηρικτές του «Leave», ώστε να περάσουν το όριο του 50%, η κυρίως ώθηση προς την Brexit ήταν πάντα υπόθεση των Συντηρητικών κατά πρώτο λόγο. Γι' αυτό, πολλοί Βρετανοί από όσους ψήφισαν Brexit, δεν ψήφισαν εναντίον μιας «διεφθαρμένης ελίτ», είτε βρετανικής είτε ευρωπαϊκής, αλλά ψήφισαν υπέρ της απο-κατάστασης της εθνικής κυριαρχίας, όπως αυτοί την αντιλαμβάνονται, συμφωνώντας με ένα σημαντικό κομμάτι της ελίτ των Τόρι [δηλαδή του κατεστημένου κόμματος των Συντηρητικών].
Παρομοίως, παρά το χαμό που έγινε, οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016 ήταν, πρώτον και κύριον, άλλη μια εκλογική διαδικασία στην οποία οι Ρεπουμπλικάνοι ψήφισαν τους Ρεπουμπλικάνους και οι Δημοκρατικοί τους Δημοκρατικούς. Ίσως είναι αλήθεια ότι ο λαϊκισμός κινητοποίησε και οδήγησε στις κάλπες υπέρ του Τραμπ μερικούς θυμωμένους λευκούς της εργατικής τάξης στην «αμερικανική ενδοχώρα», κάτι που ενδεχομένως ανέτρεψε την καθιερωμένη πλειοψηφία του Δημοκρατικού Κόμματος στις Πολιτείες αυτές και συνεπώς το εκλογικό αποτέλεσμα συνολικά, όμως αυτοί οι ψηφοφόροι, στην καλύτερη περίπτωση, αποτελούν μια μικρή μειοψηφία των ψηφοφόρων του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στις πρόσφατες εκλογές. Η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων που ψήφισαν τον Τραμπ το έκαναν για λόγους παραδοσιακά ρεπουμπλικανικούς, όπως για πολιτικές θέσεις περί την άμβλωση, τη μετανάστευση, τους φόρους - και κυρίως, για λόγους κομματισμού.
Παρομοίως, παρά το χαμό που έγινε, οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016 ήταν, πρώτον και κύριον, άλλη μια εκλογική διαδικασία στην οποία οι Ρεπουμπλικάνοι ψήφισαν τους Ρεπουμπλικάνους και οι Δημοκρατικοί τους Δημοκρατικούς. Ίσως είναι αλήθεια ότι ο λαϊκισμός κινητοποίησε και οδήγησε στις κάλπες υπέρ του Τραμπ μερικούς θυμωμένους λευκούς της εργατικής τάξης στην «αμερικανική ενδοχώρα», κάτι που ενδεχομένως ανέτρεψε την καθιερωμένη πλειοψηφία του Δημοκρατικού Κόμματος στις Πολιτείες αυτές και συνεπώς το εκλογικό αποτέλεσμα συνολικά, όμως αυτοί οι ψηφοφόροι, στην καλύτερη περίπτωση, αποτελούν μια μικρή μειοψηφία των ψηφοφόρων του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στις πρόσφατες εκλογές. Η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων που ψήφισαν τον Τραμπ το έκαναν για λόγους παραδοσιακά ρεπουμπλικανικούς, όπως για πολιτικές θέσεις περί την άμβλωση, τη μετανάστευση, τους φόρους - και κυρίως, για λόγους κομματισμού.
Εν ολίγοις, είναι ώρα να βάλουμε το όλο πλαίσιο του λαϊκισμού στη σωστή του θέση. Ναι, ο λαϊκισμός είναι σημαντικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης πολιτικής, όμως δεν είναι λαϊκισμός όλες οι πολιτικές εναντίον του κατεστημένου· και τα λαϊκιστικά κόμματα δεν έχουν να κάνουν μόνον με τον λαϊκισμό. Μάλιστα, για να κατανοήσουμε ακριβέστερα πολιτικούς σαν τον Τραμπ και τον Βίλντερς και το τί πρόκληση αποτελούν για τη φιλελεύθερη δημοκρατία, ο απολυταρχισμός και ο νατιβισμός είναι εξίσου σημαντικά πράγματα όσο και ο λαϊκισμός, αν όχι περισσότερο. Επιπλέον, μολονότι οι καθιερωμένοι πολιτικοί υιοθετούν τον λαϊκισμόν κυρίως στην προεκλογική ρητορική τους, ωστόσο τον απολυταρχισμό και τον νατιβισμό τον εφαρμόζουν και έμπρακτα στις πολιτικές τους, όπως έχουμε δει στις πρόσφατες αντιδράσεις τους για τη μεταναστευτική κρίση και την τρομοκρατία, από τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας μέχρι την κατάσταση έκτακτης ανάγκης στη Γαλλία.
Αν θέλουμε ειλικρινά να καταλάβουμε τη σύγχρονη πολιτική και να προστατέψουμε τη φιλελεύθερη δημοκρατία, είναι ώρα να στρέψουμε την προσοχή μας σε όλες τις πτυχές της λαϊκιστικής ακροδεξιάς πρόκλησης, συμπεριλαμβανομένης και αυτής που προέρχεται μέσα από την κατεστημένη πολιτική τάξη και όχι μόνον από τους λαϊκιστές outsiders. Γιατί, υπό το μανδύα της μάχης κατά των «λαϊκιστών», η κατεστημένη πολιτική τάξη αργά αλλά σταθερά υποσκάπτει το φιλελεύθερο δημοκρατικό σύστημα.
Τις συνέπειες τις βλέπουμε με επώδυνο τρόπο σ' όλη την Ευρώπη εδώ και αρκετό καιρό. Στο Βέλγιο χρειάστηκαν 541 ημέρες για να σχηματίσουν κυβέρνηση μετά τις εκλογές του 2010. Η Ελλάδα και η Ισπανία αναγκάστηκαν τα τελευταία χρόνια να διεξαγάγουν και δεύτερες εκλογές σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, επειδή με τις πρώτες δεν κατάφεραν να σχηματίσουν κυβερνητικους συνασπισμούς. Στην Ολλανδία ο σχηματισμός κυβέρνησης δεν είναι τόσο δύσκολος, όμως η επόμενη κυβέρνηση πιθανότατα θα αποτελείται από συνασπισμό τεσσάρων έως έξι κομμάτων.
Αν το Κόμμα της Ελευθερίας αποκλειστεί απο την κυβέρνηση – σχεδόν όλα τα κόμματα έχουν υποσχεθεί ότι θα αρνηθούν να υπηρετήσουν σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό με τον Βίλντερς – η κυβέρνηση πιθανόν θα αποτελείται από πέντε ή έξι μεσαίου μεγέθους κόμματα, που θα εκτείνονται σχεδόν σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Δεδομένου ότι το συντηρητικό VVD του Ρούτε και η Χριστιανοδημοκρατική Έκκληση (CDA) είναι ιδεολογικά πιο κοντά στο Κόμμα της Ελευθερίας του Βίλντερς, παρά, λόγου χάρη, στο Πράσινο Αριστερό κόμμα με το οποίο θα συγκυβερνήσουν, η κυβέρνηση εύλογα θα γίνεται κατανοητή ως συνασπισμός κατά του Βίλντερς.
Αυτό θα λύσει τα χέρια του Βίλντερς. Εδώ και καιρό υποστηρίζει ότι όλα τα πολιτικά κόμματα της Ολλανδίας, εκτός από το δικό του, είναι ίδια. Θα εμφανίζεται ως ο ηγέτης του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης εναντίον ενός εσωτερικά διαιρεμένου και αδύναμου συνασπισμού «εναντίον του Βίλντερς»· αυτό που προέκυψε από τις πρόσφατες εκλογές είναι λοιπόν αναμφισβήτητα το δεύτερο πιο επιθυμητό αποτέλεσμα των εκλογών για τον Βίλντερς – μετά βέβαια από το να κέρδιζε αυτός την πλειοψηφία.
Ο μόνος τρόπος να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος είναι να συνεργαστούν τα κόμματα στην κυβέρνηση για να στηρίξουν ένα θετικό πρόγραμμα˙ ένα πρόγραμμα που θα δικαιολογεί τη συνεργασία τους και την απόφασή τους να αποκλείσουν τον κ. Βίλντερς. Όλα αυτά τα κόμματα, στηρίζουν, κατ’ αρχήν, την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και είναι ανεκτικά στην ποικιλομορφία. Επίσης, όλα συμφωνούν στο ότι η ολλανδική πολυπολιτισμικότητα και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να μεταρρυθμιστούν, όχι όμως να καταργηθούν. Δυστυχώς, συχνά συγκρούονται μεταξύ τους για το τί μεταρρυθμίσεις προτείνουν.
Η εξαιρετικά διχαστική προεκλογική εκστρατεία, κατά την οποία όλα τα κόμματα στην πράξη αυτοπροσδιορίστηκαν με το τί στάση κρατούν απέναντι στον Γκερτ Βίλντερς, απλώς διεύρυνε το χάσμα μεταξύ των κομμάτων του μελλοντικού συνασπισμού. Οι Χριστιανοδημοκράτες μετακινήθηκαν έντονα προς τα δεξιά, υιοθετώντας ελαφρώς ηπιότερες εκδοχές των θέσεων του κ. Βίλντερς, συμπεριλαμβανομένου του ευρωσκεπτικισμού και μιας ελαφρώς συγκεκαλυμμένης ισλαμοφοβίας. Το ίδιο έκανε και ο πρωθυπουργός Ρούτε. Και πραγματικά, μπορεί να κέρδισε ψήφους με τη σκληρή στάση του στη διαμάχη μεταξύ Ολλανδίας και Τουρκίας.
Από την άλλη πλευρά, το Πράσινο Αριστερό κόμμα και οι Δημοκράτες 66 αυτοπροβάλλονται ως οι ξεκάθαρες εναλλακτικές απέναντι στον κ. Βίλντερς, υπερασπιζόμενοι έντονα τις αξίες του κοσμοπολιτισμού.
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όλοι τώρα θα πρέπει να βρουν πώς θα συνεργαστούν. Δεν θα είναι εύκολο.
Τα καθιερωμένα κόμματα αλλού στην Ευρώπη θα πρέπει να προσέξουν και να πάρουν ένα μάθημα από την Ολλανδία. Το να πολεμούν τους δεξιούς λαϊκιστές με τους όρους των δεξιών λαϊκιστών μπορεί να είναι εγγύηση για μια άμεση, βραχυπρόθεσμη εκλογική νίκη. Όμως, τελικά, η συνοχή και η σταθερότητα της κυβέρνησης που προκύπτει από τέτοιες μάχες θα υπονομεύεται. Ένα καλύτερο σχέδιο για τα κεντρώα, αριστερά και άλλα καθιερωμένα κόμματα, είναι να προτείνουν ένα θετικό πολιτικό όραμα, και να μην επιτρέπουν να κυριαρχούν στον εθνικό διάλογο τα ζητήματα που θέτει επι τάπητος η ριζοσπαστική δεξιά.
Αν θέλουμε ειλικρινά να καταλάβουμε τη σύγχρονη πολιτική και να προστατέψουμε τη φιλελεύθερη δημοκρατία, είναι ώρα να στρέψουμε την προσοχή μας σε όλες τις πτυχές της λαϊκιστικής ακροδεξιάς πρόκλησης, συμπεριλαμβανομένης και αυτής που προέρχεται μέσα από την κατεστημένη πολιτική τάξη και όχι μόνον από τους λαϊκιστές outsiders. Γιατί, υπό το μανδύα της μάχης κατά των «λαϊκιστών», η κατεστημένη πολιτική τάξη αργά αλλά σταθερά υποσκάπτει το φιλελεύθερο δημοκρατικό σύστημα.
ΙΙ. Οι ολλανδικές εκλογές μας δείχνουν πώς να μην νικήσουμε τον λαϊκισμό
του Κας Μούντε
επιλογή από το op-ed στους © New York Times, Cas Mudde: The Dutch Election Shows How Not to Defeat Populism, 16.3.2017 - ελληνική μετάφραση στη © Μεταρρύθμιση, 18.3.2017
επιλογή από το op-ed στους © New York Times, Cas Mudde: The Dutch Election Shows How Not to Defeat Populism, 16.3.2017 - ελληνική μετάφραση στη © Μεταρρύθμιση, 18.3.2017
[...] Η πραγματική ιστορία για την ολλανδική πολιτική δεν είναι η άνοδος του Βίλντερς, είναι ο πρωτόγνωρος κατακερματισμός του πολιτικού συστήματος. Μαζί τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, του κ. Ρούτε (V.V.D.) και του κ. Βίλντερς, φαίνεται να αποτελούν το 33 % του κοινοβουλίου, με 11 ακόμα πολιτικά κόμματα να συμπληρώνουν το σύνολο. Αυτή η διάσπαση της ολλανδικής πολιτικής καθιστά την αποτελεσματική διακυβέρνηση της χώρας ολοένα και πιο αδύνατη.
Ενώ και στα προηγούμενα κοινοβούλια συμμετείχαν 14 ή και περισσότερα κόμματα, αυτό που άλλαξε είναι το σχετικό μέγεθος των κομμάτων. Το 1986, τα τρία μεγαλύτερα κόμματα μαζί πήραν το 80 % των ψήφων. Το 2003, αυτό το ποσοστό μειώθηκε στο 74 %. Σήμερα βρίσκεται μόλις γύρω στο 45 %.
Εξαιτίας του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής αντιπροσώπευσης, η Ολλανδία είναι ακραία περίπτωση. Όμως οι τάσεις είναι παρόμοιες σε όλη τη Δυτική Ευρώπη: Τα βασικά κεντροδεξιά και κεντροαριστερά κόμματα συρρικνώνονται, μικρότερα κόμματα μεγαλώνουν και η πολιτική των ασταθών κυβερνητικών συνασπισμών γίνεται ο κανόνας. Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό – από την εκκοσμίκευση της κοινωνίας και την αποβιομηχάνιση μέχρι την ανάδυση νέων πολιτικών ζητημάτων, όπως είναι το περιβάλλον ή η μετανάστευση.Τις συνέπειες τις βλέπουμε με επώδυνο τρόπο σ' όλη την Ευρώπη εδώ και αρκετό καιρό. Στο Βέλγιο χρειάστηκαν 541 ημέρες για να σχηματίσουν κυβέρνηση μετά τις εκλογές του 2010. Η Ελλάδα και η Ισπανία αναγκάστηκαν τα τελευταία χρόνια να διεξαγάγουν και δεύτερες εκλογές σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, επειδή με τις πρώτες δεν κατάφεραν να σχηματίσουν κυβερνητικους συνασπισμούς. Στην Ολλανδία ο σχηματισμός κυβέρνησης δεν είναι τόσο δύσκολος, όμως η επόμενη κυβέρνηση πιθανότατα θα αποτελείται από συνασπισμό τεσσάρων έως έξι κομμάτων.
Αν το Κόμμα της Ελευθερίας αποκλειστεί απο την κυβέρνηση – σχεδόν όλα τα κόμματα έχουν υποσχεθεί ότι θα αρνηθούν να υπηρετήσουν σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό με τον Βίλντερς – η κυβέρνηση πιθανόν θα αποτελείται από πέντε ή έξι μεσαίου μεγέθους κόμματα, που θα εκτείνονται σχεδόν σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Δεδομένου ότι το συντηρητικό VVD του Ρούτε και η Χριστιανοδημοκρατική Έκκληση (CDA) είναι ιδεολογικά πιο κοντά στο Κόμμα της Ελευθερίας του Βίλντερς, παρά, λόγου χάρη, στο Πράσινο Αριστερό κόμμα με το οποίο θα συγκυβερνήσουν, η κυβέρνηση εύλογα θα γίνεται κατανοητή ως συνασπισμός κατά του Βίλντερς.
Αυτό θα λύσει τα χέρια του Βίλντερς. Εδώ και καιρό υποστηρίζει ότι όλα τα πολιτικά κόμματα της Ολλανδίας, εκτός από το δικό του, είναι ίδια. Θα εμφανίζεται ως ο ηγέτης του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης εναντίον ενός εσωτερικά διαιρεμένου και αδύναμου συνασπισμού «εναντίον του Βίλντερς»· αυτό που προέκυψε από τις πρόσφατες εκλογές είναι λοιπόν αναμφισβήτητα το δεύτερο πιο επιθυμητό αποτέλεσμα των εκλογών για τον Βίλντερς – μετά βέβαια από το να κέρδιζε αυτός την πλειοψηφία.
Ο μόνος τρόπος να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος είναι να συνεργαστούν τα κόμματα στην κυβέρνηση για να στηρίξουν ένα θετικό πρόγραμμα˙ ένα πρόγραμμα που θα δικαιολογεί τη συνεργασία τους και την απόφασή τους να αποκλείσουν τον κ. Βίλντερς. Όλα αυτά τα κόμματα, στηρίζουν, κατ’ αρχήν, την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και είναι ανεκτικά στην ποικιλομορφία. Επίσης, όλα συμφωνούν στο ότι η ολλανδική πολυπολιτισμικότητα και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να μεταρρυθμιστούν, όχι όμως να καταργηθούν. Δυστυχώς, συχνά συγκρούονται μεταξύ τους για το τί μεταρρυθμίσεις προτείνουν.
Η εξαιρετικά διχαστική προεκλογική εκστρατεία, κατά την οποία όλα τα κόμματα στην πράξη αυτοπροσδιορίστηκαν με το τί στάση κρατούν απέναντι στον Γκερτ Βίλντερς, απλώς διεύρυνε το χάσμα μεταξύ των κομμάτων του μελλοντικού συνασπισμού. Οι Χριστιανοδημοκράτες μετακινήθηκαν έντονα προς τα δεξιά, υιοθετώντας ελαφρώς ηπιότερες εκδοχές των θέσεων του κ. Βίλντερς, συμπεριλαμβανομένου του ευρωσκεπτικισμού και μιας ελαφρώς συγκεκαλυμμένης ισλαμοφοβίας. Το ίδιο έκανε και ο πρωθυπουργός Ρούτε. Και πραγματικά, μπορεί να κέρδισε ψήφους με τη σκληρή στάση του στη διαμάχη μεταξύ Ολλανδίας και Τουρκίας.
Από την άλλη πλευρά, το Πράσινο Αριστερό κόμμα και οι Δημοκράτες 66 αυτοπροβάλλονται ως οι ξεκάθαρες εναλλακτικές απέναντι στον κ. Βίλντερς, υπερασπιζόμενοι έντονα τις αξίες του κοσμοπολιτισμού.
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όλοι τώρα θα πρέπει να βρουν πώς θα συνεργαστούν. Δεν θα είναι εύκολο.
© Robin Utrecht/European Pressphoto Agency |
Ο Cas Mudde, αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Georgia (H.Π.Α), είναι ο συγγραφέας του «Populist Radical Right Parties in Europe» (Cambridge University Press, 2007, στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Επίκεντρο» με τίτλο «Λαϊκιστικά Ριζοσπαστικά Δεξιά Κόμματα στην Ευρώπη»). Εχει επιμεληθεί την έκδοση «Populism in Europe and the Americas: Threat or Corrective for Democracy»? (Cambridge University Press, 2012, στα ελληνικά με τίτλο «Λαϊκισμός στην Ευρώπη και την Αμερική - Απειλή ή διόρθωση για τη δημοκρατία;», 2013). Καινούργιο βιβλίο του: «ΣΥΡΙΖΑ, Η Διάψευση της Λαϊκιστικής Υπόσχεσης» (επιμ. Π. Παπασαραντόπουλος).
Cas Mudde, αρθρογραφία στο ελληνικό Huffington Post
Μετά την Κρίση, άρθρα του Cas Mudde:
Κας Μούντε - Ερνέστο Λακλάου: Λαϊκισμός, το φάντασμα της Βαϊμάρης, η Λατινική Αμερική και το μέλλον της Ευρώπης
Έρνστ-Β. Μπέκενφέρντε: «Η ελευθερία είναι μεταδοτική» Όμως, «το κράτος πρέπει να θέτει και πραγματοποιεί με αξιοπιστία ηθικούς στόχους, λόγου χάρη την κοινωνική δικαιοσύνη»
Σίμον Ότσες: Ολλανδία, κατακερματισμένο κομματικό σκηνικό. Θα έλθει πρώτο, με 15 %, το πολιτισμικά ελευθεριάζον λαϊκίστικο ακροδεξιό «Κόμμα της Ελευθερίας» (PVV)
Πάουλ Ίνγκεντάι: Λαϊκιστές, παραμύθια, παραμύθιασμα και οξείς τόνοι αντί «πολιτικής ορθότητας». Η περίπτωση του ολλανδικού δεξιού λαϊκισμού
Tζαίημς Σήτον: Ερμηνεύοντας την πολιτισμική αποτυχία του φιλελευθερισμού: Το δώρο που μας χάρισε ο Christopher Lasch
Πάουλ Ίνγκεντάι: Λαϊκιστές, παραμύθια, παραμύθιασμα και οξείς τόνοι αντί «πολιτικής ορθότητας». Η περίπτωση του ολλανδικού δεξιού λαϊκισμού
Tζαίημς Σήτον: Ερμηνεύοντας την πολιτισμική αποτυχία του φιλελευθερισμού: Το δώρο που μας χάρισε ο Christopher Lasch
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου