(*παραφράζοντας λίγο τον Διονύση Σαββόπουλο)
Σε όλη την Ευρώπη, οι δεκαπεντάρηδες ή δεκαεξάρηδες διαδηλωτές και διαδηλώτριες τις «Παρασκευές για το κλίμα και για το μέλλον», μαζί και η Γκρέτα Τούνμπεργκ που το ξεκίνησε, ασφαλώς ανήκουν σε μια μειοψηφία συνομηλίκων τους. Στη χώρα μας, ίσως και γενικά νοτίως των Άλπεων, ανήκουν σε μια οικτρή μειοψηφία. Δυστυχώς, κάθε σύγκριση των εδώ εκδηλώσεων με τις εκδηλώσεις στον Βορρά της ηπείρου μας, αλλά και με τις άλλες, γνωστές και εντελώς διαφορετικές εκδηλώσεις ημεδαπών συνομηλίκων (βλ. τη δήθεν ανησυχία για τη Μακεδονία), δεν είναι διόλου τιμητική για τον δικό μας τόπο.
Και συνήθως, όλα αυτά τα κορίτσια και αγόρια, παντού στην Ευρώπη, προέρχονται από οικογένειες σχετικά προνομιούχες, ή τουλάχιστον όχι εντελώς στερημένες, τόσο από την άποψη της παιδείας και την ευρύτερη πολιτισμική, όσο και την υλική. Όμως αυτό δεν κάνει την κίνηση αυτών των παιδιών μια εκδήλωση της ιδιαιτερότητάς τους, έναν «αγώνα πολυτελείας». Και προπαντός δεν δηλώνει ιστορική εξαίρεση. Αντίθετα, είναι κανόνας γενικής ισχύος για το πώς πραγματικά αρχίζουν να διαδραματίζονται κοινωνικοί αγώνες με καθολικό περιεχόμενο.
Δεν υπάρχει, ούτε υπήρξε ποτέ σε καμιά νεωτερική κοινωνία «η ελίτ», η μία ενιαία ελίτ στον ενικό αριθμό. Υπάρχουν οι ελίτ. Πάντα σε πληθυντικό αριθμό. Διαφορετικές, διότι στη νεωτερική εποχή οι σφαίρες των αξιών είναι πολλαπλές και διαχωρισμένες: Άλλο οι οικονομικές, άλλο οι πολιτικές, άλλο οι μιντιακές, άλλο οι «λειτουργικές» - διαχειριστικές, άλλο οι διανοητικές-ακαδημαϊκές ελίτ, παρά τις συμπράξεις ή νοσηρές διαπλοκές τους. Επίσης, η έννοια ελίτ έχει μόνον πληθυντικό αριθμό, διότι καθεμία από όλες αυτές τις κατηγορίες μπορεί - δυνητικά - να περιλαμβάνει υποομάδες, έστω και ως ισχυρές εξαιρέσεις, που πιστεύουν σε αξίες αποκλίνουσες ή και συγκρουόμενες
Το πρόβλημα με τις ελίτ όλων αυτών των κατηγοριών είναι ότι συνήθως και κατά κανόνα υιοθετούν αξίες ωφελιμιστικές, και μάλιστα ωφέλιμες για τον «εαυτό τους» και μόνον. Πράγμα που σημαίνει δυνητικά βλαπτικές για όλους τους άλλους, δηλαδή για τη μεγάλη πλειοψηφία ανθρώπων. Με άλλα λόγια, οι ελίτ κατά κανόνα κάνουν ταξικό αγώνα «εκ των άνω». Εναντίον των «κάτω».
Το πρόβλημα με τις ελίτ όλων αυτών των κατηγοριών είναι ότι συνήθως και κατά κανόνα υιοθετούν αξίες ωφελιμιστικές, και μάλιστα ωφέλιμες για τον «εαυτό τους» και μόνον. Πράγμα που σημαίνει δυνητικά βλαπτικές για όλους τους άλλους, δηλαδή για τη μεγάλη πλειοψηφία ανθρώπων. Με άλλα λόγια, οι ελίτ κατά κανόνα κάνουν ταξικό αγώνα «εκ των άνω». Εναντίον των «κάτω».
Κλασική (και ακραία) περίπτωση συμπεριφοράς των ελίτ ωφελιμιστικής για τον «εαυτό τους» και μόνον, είναι η δεκαετής διαχείριση της οικονομικής κρίσης από τις ελληνικές ελίτ, οικονομικές, πολιτικές («δεξιές» και «αριστερές»), ακαδημαϊκές, «λειτουργικές» (π.χ. δικαστική εξουσία): Προστατεύουν τους εαυτούς τους, τον κοινωνικό τους περίγυρο, τους υψηλόμισθους ή αυτοαπασχολούμενους παρτενέρ στις δοσοληψίες τους με το παρεοκρατικό βαθύ κράτος, για να μη χάσουν, όλοι αυτοί, ούτε καν ένα μικρό μέρος από τα κέρδη που αποκόμισαν στην εποχή της φούσκας. Και έτσι φορτώνουν όλο το βάρος στους άλλους, σ' εκείνους που έχασαν τότε, χάνουν και τώρα. Στους «πολλούς». Όπως ακριβώς στην εποχή των παχειών αγελάδων προστάτευαν την άνιση υπερσυσσώρευση και υπερκατανάλωση των μεγαλομεσαίου κοινωνικού τους περιβάλλοντος, ώσπου να συντελεσθεί το λογικά αναμενόμενο: Όσο πιο παραφουσκωμένη φούσκα, τόσο πιο άγαρμπα σκασμένη φούσκα. Αποτελέσματα, μεταξύ άλλων, κατεστραμμένος παραγωγικός μηχανισμός, εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι, και, κυρίως, πάρα πολλοί νέοι οικονομικοί πρόσφυγες στο εξωτερικό. Για το κάπως μακροπρόθεσμο μέλλον, οι ωφελιμιστικές ελίτ λειτουργούν αυτοκαταστροφικά και ανορθολογικά: Ιδιοποιούνται «εδώ και τώρα», ως προεξόφληση, αυτό που θα παράγουν με την εργασία τους οι επόμενες γενιές, τρώνε και το όποιο απόθεμα τροφής μπορεί να θρέψει ένα δύσκολο μέλλον, αποπατούν μέσα στη φωλιά τους, στο τέλος δαγκάνουν και το χέρι που τις ταΐζει.
Όμως σε εποχές μεγάλης κρίσης, οι ρωγμές στις κανονικότητες και στους κανόνες στο τέλος καταλήγουν συνήθως σε συγκρούσεις μεταξύ των ελίτ και εντός των ελίτ. Ο «πολυθεϊσμός των αξιών» (Μαξ Βέμπερ) εκδηλώνεται ως εμφανής απώλεια νοήματος και απώλεια ελευθερίας και μετατρέπεται σε εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ αυτών των φοβερών δεσποτικών «θεών», οι οποίοι στην εκκοσμικευμένη νεωτερική εποχή μας είναι οι διαφορετικοί τρόποι ζωής, οι «ενσαρκωμένες ιδέες». Πάντοτε, κάποιοι, λίγοι στην αρχή αλλά αξιόμαχοι, που πολλαπλασιάζονται μετά, συγκρούονται με το πνεύμα της εποχής τους. Και με τα επικρατούντα ήθη της εποχής τους, Και έτσι, κατά καιρούς, προκύπτουν στους πολέμους μεταξύ των ελίτ ή μεταξύ θραυσμάτων των ελίτ, αυτά τα παράδοξα εκ πρώτης όψεως φαινόμενα, χαρακτηριστικά δείγματα των οποίων ήταν, λόγου χάρη, ο εργοστασιάρχης σοσιαλιστής και κομμουνιστής Φρίντριχ Ένγκελς (που δεν ήταν ο μόνος του είδους του) ή ο αριστοκράτης πολιτικός Φραγκλίνος Ρούσβελτ, που πίστευε, κόντρα στην εποχή του, ότι ο φιλελεύθερος καπιταλισμός χωρίς ισχυρό παρεμβατικό κράτος είναι συνταγή καταστροφής και μπαινόβγαινε στα ορυχεία για να γευματίζει μαζί με τους εργάτες.
Έχουμε πολλά χρόνια να ξαναδούμε τέτοιες «παραδοξότητες» να ξεπηδούν από τον κόσμο των ελίτ και ανταρσίες μεγάλης έκτασης να αναταράσσουν τον κόσμο αυτό. Ίσως όμως, εν μέσω της πολλαπλών επιπέδων κρίσης στο μονοδιάστατο σύστημα που κατίσχυσε μετά το 1980, και κυρίως με την πραγματικά μεγάλη κρίση, την κλιματική, να καλύπτει τον ορίζοντα, αυτές οι απόκοσμες «παραδοξότητες» σιγά-σιγά ξαναγίνονται πολιτική καθημερινότητα του κόσμου τούτου. Ίσως η διεθνής πραγματικότητα - τουλάχιστον στις χώρες της Δύσης - εισέρχεται σιγά-σιγά σε «κατάσταση εξαίρεσης» ή «εκτάκτου ανάγκης»**.Αλλά η έξοδος από το αδιέξοδο των τελευταίων 30 χρόνων και οι νέοι συσχετισμοί κυριαρχίας μπορεί και να μην υπακούουν καθόλου στα απολυταρχικά ή ολιγαρχικά δόγματα της «Πολιτικής Θεολογίας» του Καρλ Σμιτ. Ίσως η έξοδος να έχει αντίστροφη κατεύθυνση.
Φυσικά, το να προσδοκά κανείς από την Ελλάδα ρόλο πρωτοπορίας σε τέτοιες κινήσεις προς διέξοδο είναι πιθανότατα ματαιοπονία. Όμως, το καλό είναι, ότι η Ελλάδα πάντα ακολουθεί. Με κάποια καθυστέρηση (το διαβόητο «είμαστε δέκα χρόνια πίσω»). Το κακό είναι, ότι «όποιον καθυστερεί τον τιμωρεί η ζωή».
Άν αληθεύει η υπόθεση ότι «το πολιτικό μέλλον ανήκει στην Αριστερά, όχι στην Δεξιά» (ο ευαίσθητος ανιχνευτής των οικονομικών και γεωπολιτικών δονήσεων Βόλφγκανγκ Μυνχάου των Financial Times δεν είναι ο μόνος που την υποστηρίζει, ούτε πια κατατάσσεται στις εξαιρέσεις), ίσως χρειαστεί να ξανασκεφτούμε ποιά μπορεί να είναι αυτή η «Αριστερά» με μέλλον. Δηλαδή, άν και πόσο μέλλον έχει αυτή που ξέραμε, στις διάφορες εκδοχές της, άν πέθανε ή ακόμη ζει· και άν δεν έχει μέλλον, τί λογής θα είναι μια πολιτική που μπορεί να έχει.
Φυσικά, το να προσδοκά κανείς από την Ελλάδα ρόλο πρωτοπορίας σε τέτοιες κινήσεις προς διέξοδο είναι πιθανότατα ματαιοπονία. Όμως, το καλό είναι, ότι η Ελλάδα πάντα ακολουθεί. Με κάποια καθυστέρηση (το διαβόητο «είμαστε δέκα χρόνια πίσω»). Το κακό είναι, ότι «όποιον καθυστερεί τον τιμωρεί η ζωή».
Άν αληθεύει η υπόθεση ότι «το πολιτικό μέλλον ανήκει στην Αριστερά, όχι στην Δεξιά» (ο ευαίσθητος ανιχνευτής των οικονομικών και γεωπολιτικών δονήσεων Βόλφγκανγκ Μυνχάου των Financial Times δεν είναι ο μόνος που την υποστηρίζει, ούτε πια κατατάσσεται στις εξαιρέσεις), ίσως χρειαστεί να ξανασκεφτούμε ποιά μπορεί να είναι αυτή η «Αριστερά» με μέλλον. Δηλαδή, άν και πόσο μέλλον έχει αυτή που ξέραμε, στις διάφορες εκδοχές της, άν πέθανε ή ακόμη ζει· και άν δεν έχει μέλλον, τί λογής θα είναι μια πολιτική που μπορεί να έχει.
Δύο πράγματα, μεταξύ άλλων, φαίνονται πάλι άξια προβληματισμού: Πρώτον, προπομποί και φορείς νέων βιώσιμων προοπτικών μπορεί να είναι αυτοί που νοιάζονται, έμπρακτα, υλικά και συλλογικά, για το δικό τους μέλλον, ακριβώς όπως το λέει η Γκρέτα Τούνμπεργκ. Πράγμα που σημαίνει: ξεχάστε τους άνω των 40 (ή μήπως τους άνω των 30;) Είναι γενιές ανίατα εθισμένες σε πράγματα του μη βιώσιμου κόσμου, με τα οποία ωρίμασαν ή υπερωρίμασαν.
Δεύτερον, ίσως πρέπει να ξανασκεφτούμε μήπως τυχόν αξίζει την προσοχή και κάτι που πίστευε ο ακραία ελιτιστής πολιτικός Βλαδίμηρος Λένιν, παρόλο που ανήκε και αυτό στην αδιέξοδη ελιτίστικη λογική του (όσοι ενδιαφέρονται για τα ιστορικά θέματα και για την ιστορία των πολιτικών ιδεών, ας θυμηθούν τη σύγκρουσή του με τον αντιελιτιστή Μενσεβίκο Γιούλιους Μάρτωφ στην «Ίσκρα», τις δικαιωμένες αντιελιτίστικες επικρίσεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ, αλλά και τον «σιδηρούν νόμο της ολιγαρχίας» του αντιφατικού αλλά ευφυούς Ρομπέρτο Μίχελς). Ο Λένιν επέμενε ότι η γνώση και η συνείδηση «εισάγεται» στην εργατική τάξη, δηλαδή στις πλειοψηφίες, «στους πολλούς», «στον λαό», εκ των έξω, από μειοψηφίες· από αυτά τα θραύσματα κάποιων ελίτ που, εν μέσω κρίσεων, παύουν να αποδέχονται αξίες ωφελιμιστικές, ωφέλιμες για τον «εαυτό τους» και μόνον. Και δεν το κάνουν μόνον λόγω ευγενών προθέσεων και καλοψυχίας, αλλά και λόγω ρεαλισμού.
Πράγμα που σημαίνει: Αξίζει να σκεφτούμε μήπως τυχόν, καταλύτες, αναμεταδότες και πειστικοί διαβουλευόμενοι για το δέον γενέσθαι μέσα στο πολιτικό παιχνίδι της δημοκρατίας, το μόνο αποτελεσματικό και ηθικο-πολιτικά θεμιτό για πολιτικά ζώα, μπορεί να είναι μόνον μειοψηφίες, οι οποίες, λόγω μακροπρόθεσμων βιοτικών συμφερόντων, ασκημένων αισθητηρίων και προνομιακής οπτικής γωνίας, έχουν τη δύναμη να ανιχνεύουν πρώτες, με σχετικά καλή κρίση και με ρεαλισμό, τί πραγματικά συμβαίνει στον κόσμο. Με μια διαφορά: Σε αντίθεση με τον σκληρό ελιτισμό και την εργαλειακή λογική του Λένιν που αναφέραμε, ίδιο και απαράλλαχτο με τον ελιτισμό πολλών σημερινών πολιτικών φίλων του και πολύ περισσότερων σημερινών πολιτικών εχθρών του, ένα βασικό ζητούμενο τώρα, είναι να ξεκαθαριστεί στην πράξη ποιοί έχουν πληρέστερη ικανότητα να αλληλεπιδρούν (δηλαδή να «επικοινωνούν» με το μέσο που δίνει στον άνθρωπο την ικανότητα να είναι λογικό όν, με τη γλώσσα) δημοκρατικά και αποτελεσματικά με «τους πολλούς». Και όχι να τους χρησιμοποιούν ως εργαλεία για να δημιουργήσουν, να στηρίξουν ή να ενισχύσουν την εξουσία τους, είτε απολυταρχική, είτε ολιγαρχική, είτε με ποικίλες μορφές τυπικά δημοκρατικές, οι οποίες όμως λειτουργούν στην πράξη ως προσωπεία δημοκρατίας.
Το πρακτικό ζήτημα είναι, εάν κάποιες μειοψηφίες - και ποιές - έχουν την ικανότητα να μιλούν και να ακούν, να πείθουν και να πείθονται με επιχειρήματα που να είναι ταυτόχρονα λογικά, ηθικά και ρεαλιστικά. Και συνακόλουθα, ό,τι προκύπτει ως λογικό, ηθικό και ρεαλιστικό συμπέρασμα και συναπόφαση «των πολλών», να μπορεί να αφυπνίζει και να οδηγεί, λογικά, ηθικά και ρεαλιστικά, την αυτόβουλη πράξη «των πολλών», όχι των λίγων που χρησιμοποιούν «τους πολλούς» ως υποζύγιο.
Φυσικά, άλλο η πράξη του πολιτικού ζώου, άλλο «η τέχνη του ειδικού»: Πράξη είναι η ενεργή πολιτική συμπεριφορά «των πολλών», όχι η νεοφιλελεύθερη παραπομπή των αποφάσεων στους περίκλειστους μεταδημοκρατικούς γυάλινους πύργους των τεχνοκρατών, που «καθαρίζουν» με το αζημίωτο για λογαριασμό των ωφελιμιστικών ελίτ. Ούτε βέβαια είναι πράξη πολιτικού ζώου το να σέρνονται πλήθη «πολλών» γονατιστά πίσω από τους μεγάλους ή μικρούς Τραμπ και Πούτιν του σημερινού κόσμου, ή ακόμη χειρότερα, να φαντάζονται ότι πραγματικότητα είναι οι παραισθήσεις που γεννούν οι αλγόριθμοι του Facebook και υπόδειγμα επιτυχούς και ευτυχισμένου βίου η βουλιμία όσων επωφελούνται τα μέγιστα από αυτούς.
Φυσικά, άλλο η πράξη του πολιτικού ζώου, άλλο «η τέχνη του ειδικού»: Πράξη είναι η ενεργή πολιτική συμπεριφορά «των πολλών», όχι η νεοφιλελεύθερη παραπομπή των αποφάσεων στους περίκλειστους μεταδημοκρατικούς γυάλινους πύργους των τεχνοκρατών, που «καθαρίζουν» με το αζημίωτο για λογαριασμό των ωφελιμιστικών ελίτ. Ούτε βέβαια είναι πράξη πολιτικού ζώου το να σέρνονται πλήθη «πολλών» γονατιστά πίσω από τους μεγάλους ή μικρούς Τραμπ και Πούτιν του σημερινού κόσμου, ή ακόμη χειρότερα, να φαντάζονται ότι πραγματικότητα είναι οι παραισθήσεις που γεννούν οι αλγόριθμοι του Facebook και υπόδειγμα επιτυχούς και ευτυχισμένου βίου η βουλιμία όσων επωφελούνται τα μέγιστα από αυτούς.
Γιώργος Β. Ριτζούλης
** «Κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» - βλ. το κείμενο «Για το βιβλίο Πολιτική Θεολογία του C. Schmitt» (Σπ. Κουτρούλης, από τον ιστοχώρο Π. Κονδύλης, πρώτη δημοσίευση περιοδικό Άρδην τ. 70). Όμως, από την άλλη πλευρά ο Walter Benjamin γράφει το εξής στις «Θέσεις για την Φιλοσοφία της Ιστορίας» - βλ. Θέση VIII : «Η παράδοση των καταπιεσμένων μας διδάσκει ότι αυτό που ζούμε, η “κατάσταση εξαίρεσης” - ή “κατάσταση εκτάκτου ανάγκης” -, αποτελεί τον κανόνα» (ελληνική έκδοση Βάλτερ Μπένγιαμιν, Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας - Ό Σουρρεαλισμός - Για την εικόνα του Προυστ, μτφ. Μηνάς Παράσχης, εκδ. Ουτοπία, Αθήνα 1983, σελ. 11)
Ναόμι Κλάιν: Ποιός εμποδίζει τις πολιτικές υπέρ του κλίματος;
Βόλφγκανγκ Μυνχάου: Το μέλλον ανήκει στην Αριστερά, όχι στη Δεξιά
O Στίβεν Χόκινγκ μιλά για την Brexit, για το χρήμα και τα διακυβεύματα του μέλλοντος και του παρόντος
Γκρέτα Τούνμπεργκ: «Το γεγονός ότι με μισούν είναι καλό σημάδι»
Άλμπρεχτ φον Λούκε: Πάλη για την ηγεμονία - Ποιός έχει την εξουσία να ορίζει για ποιούς λόγους να αγανακτούμε; Νεανική διαμαρτυρία για το κλίμα & διαμαρτυρία ενάντια στη διαμαρτυρία
Υπάρχει ακόμη «άνθρωπος» και ανθρωπισμός; Φουκώ και Χάιντεγκερ ή Τσόμσκυ και Μαρκούζε;
Ναόμι Κλάιν: Ποιός εμποδίζει τις πολιτικές υπέρ του κλίματος;
Βόλφγκανγκ Μυνχάου: Το μέλλον ανήκει στην Αριστερά, όχι στη Δεξιά
O Στίβεν Χόκινγκ μιλά για την Brexit, για το χρήμα και τα διακυβεύματα του μέλλοντος και του παρόντος
Γκρέτα Τούνμπεργκ: «Το γεγονός ότι με μισούν είναι καλό σημάδι»
Άλμπρεχτ φον Λούκε: Πάλη για την ηγεμονία - Ποιός έχει την εξουσία να ορίζει για ποιούς λόγους να αγανακτούμε; Νεανική διαμαρτυρία για το κλίμα & διαμαρτυρία ενάντια στη διαμαρτυρία
Υπάρχει ακόμη «άνθρωπος» και ανθρωπισμός; Φουκώ και Χάιντεγκερ ή Τσόμσκυ και Μαρκούζε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου