© Financial Times: Wolfgang Münchau: The unbreakable, unsustainable eurozone, 28.4.2019
Η ζώνη του ευρώ επιβίωσε της κρίσης των ετών 2010 - 2015 αποκλειστικά και μόνον χάρις σε δύο αποφάσεις οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία του προέδρου της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι. Στο βαθμό που η ΕΚΤ δεν θα είναι σε θέση (ή δεν θα έχει τη διάθεση) να σηκώσει το βάρος μιας επόμενης κρίσης, θα χρειαστούν μεταρρυθμίσεις πραγματικές και αποτελεσματικές· και όχι μεταρρυθμίσεις προσχηματικές ή του λάθος είδους.
Η ζώνη του ευρώ ανήκει σ΄ εκείνη την κατηγορία πραγμάτων που είναι αδιάρρηκτα, αλλά ταυτόχρονα είναι και εύθραυστα, μη βιώσιμα υπό την παρούσα μορφή τους. Οι δύο αυτές ιδιότητες μπορούν και να συνυπάρχουν. Ωστόσο, μια οικονομική ύφεση θα μπορούσε να αποκαλύψει την αντίφαση.
Είναι ακόμη πολύ νωρίς για να κρίνουμε αν η αδυναμία που παρατηρείται στα οικονομικά στοιχεία μετά το δεύτερο εξάμηνο του 2018, σηματοδοτεί την έναρξη μιας ύφεσης ή μιας παροδική υποχώρηση στη μέση ενός ανοδικού οικονομικού κύκλου. Δεν έχω άποψη γι' αυτό το ζήτημα. Αλλά όταν συμβεί η καθοδική στροφή, που κάποτε θα συμβεί, το «μη βιώσιμο» θα συγκρουστεί με το «αδιάρρηκτο». Και μετά τί;
Υπάρχει μια οκνηρή απάντηση σε αυτή την προφανή αντίφαση. Λέει το εξής: Όταν οι ηγέτες της ΕΕ βρεθούν αντιμέτωποι με την επόμενη κρίση, θα κάνουν ό,τι έκαναν στο παρελθόν. Θα κάνουν μεταρρυθμίσεις. Το προβληματικό σημείο αυτής της θεωρίας είναι ότι βασίζεται σε μια μυθοπλασία: Καμιά μεταρρύθμιση δεν συνέβη μετά την προηγούμενη κρίση στη ζώνη του ευρώ. Εάν λάβουμε υπόψη ποιές είναι οι πιο πιθανές πηγές μελλοντικής έντασης, η ευρωζώνη δεν είναι σήμερα ισχυρότερη από ό,τι ήταν πριν από τον εξοπλισμό της με μια ημιτελή τραπεζική ένωση και με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM).
© CaixaBank Research |
Η ζώνη του ευρώ επιβίωσε της κρίσης των ετών 2010 - 2015 αποκλειστικά και μόνον χάρις σε δύο αποφάσεις, οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία του Μάριο Ντράγκι (Mario Draghi), του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η πρώτη, το καλοκαίρι του 2012, ήταν η ασαφής αλλά σθεναρή υπόσχεση να κάνει «ό,τι χρειαστεί» («whatever it takes») για να αποφευχθεί η αποσύνθεση του ευρωπαϊκού ενιαίου νομίσματος. Αυτή την κίνηση την ακολούθησε τον Μάρτιο του 2015 η απόφαση της ΕΚΤ για αγορές κρατικών ομολόγων χωρών-μελών της ευρωζώνης.
© kitco.com |
Υπάρχουν τρεις λόγοι για τους οποίους φαίνεται εύλογη η υπόθεση ότι σε μελλοντικές κρίσεις, δεν είναι πιθανό να μπορέσει να λειτουργήσει η ΕΚΤ ως ανασταλτικός παράγοντας με τον ίδιο τρόπο. Ο πρώτος είναι ότι η θητεία του κ. Ντράγκι λήγει στα τέλη Οκτωβρίου 2019 και δεν φαίνονται στον ορίζοντα πολλοί υποψήφιοι αντικαταστάτες που να διαθέτουν «ένστικτο» σαν το δικό του για την επιβίωση του ενιαίου νομισματικού χώρου. Ο δεύτερος είναι, ότι η ΕΚΤ έχει την εξουσία να αγοράζει κρατικά ομόλογα μόνον μέσα στα όρια των αρμοδιοτήτων της να ασκεί πολιτικές. Εξάλλου, ακόμη και η ΕΚΤ του κ. Ντράγκι ποτέ δεν χρησιμοποίησε όλη της τη διακριτική ευχέρεια να δρα σε έκτακτες καταστάσεις. Και τρίτον, η ΕΚΤ δεν έχει άλλα περιθώρια για περαιτέρω μείωση των επιτοκίων. Το γεγονός ότι η οικονομία της ευρωζώνης έφτασε στην κορυφή του κύκλου της δραστηριότητάς της με το βραχυπρόθεσμο επιτόκιο στο -0,4 %, λέει πολλά για την κατάστασή της.
Στο βαθμό που η ΕΚΤ δεν θα είναι σε θέση ή δεν θα έχει τη διάθεση να σηκώσει αυτή το βάρος μιας επόμενης κρίσης, θα χρειαστούν πραγματικές μεταρρυθμίσεις. Αυτές που συναποφασίστηκαν πρόσφατα ανήκουν στο λάθος είδος μεταρρυθμίσεων. Ο εξοπλισμός της ευρωζώνης με έναν ακόμη μικρό κοινό διαρθρωτικό προϋπολογισμό, στην πραγματικότητα δεν καλύπτει καμιά ανάγκη της. Ακόμη και αν ο κοινός προϋπολογισμός της ζώνης του ευρώ αυξηθεί τελικά στο 1 ή στο 2 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της (συνολικό ΑΕΠ ευρωζώνης) - κάτι που είναι πέρα από αυτό που μπορούν να διανοηθούν αρκετές κυβερνήσεις χωρών-μελών -, και πάλι δεν θα αρκούσε για στοιχειώδη αντιμετώπιση μιας σοβαρής χρηματοπιστωτικής κρίσης ή μιας κρίσης στην πραγματική οικονομία.
© alhambrapartners.com |
© ft.com |
[Ευρωομόλογο ή «το ξέρετε ποιό»: Ο «Λόρδος Βόλντεμορτ» της συζήτησης για ευρωπαϊκές πολιτικές]
Έχω ήδη υποστηρίξει ότι μια δημοσιονομική ένωση των χωρών-μελών της ευρωζώνης δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε επαρκής προϋπόθεση για να διασφαλιστεί η μελλοντική σταθερότητα της ζώνης του ευρώ. Αυτό που χρειάζεται, είναι μια πλήρης ένωση των αγορών κεφαλαίων και ένα κοινό δημόσιο περιουσιακό στοιχείο, δηλαδή ένα ευρωομόλογο. Ο κ. Μπενουά Κερέ (Benoît Cœuré), μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ, επισήμανε πρόσφατα, σε μια συζήτηση που διοργάνωσε το ΔΝΤ στη Λισαβόνα, ότι ένα τέτοιο ασφαλές περιουσιακό στοιχείο θα βοηθήσει επίσης τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες της ΕΕ. Όμως στις συζητήσεις για τις πολιτικές της ευρωζώνης, το ασφαλές περιουσιακό στοιχείο είναι το «ξέρετε ποιό, αυτό που δεν πρέπει να λέμε το όνομά του» [κάτι σαν τον κακό Λόρδο Βόλντεμορτ στις ιστορίες του Χάρι Πότερ]. Είναι πολιτικό ταμπού σε πολλά κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων και στη Γερμανία.
Ωστόσο, χωρίς αυτό δεν νοείται σταθερότητα και βιωσιμότητα της ζώνης του ευρώ μακροπρόθεσμα. Τέτοιου είδους περιουσιακά στοιχεία είναι αναγκαία ως μέσα εξασφαλίσεων (collaterals) στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ως μέσα αντικατάστασης των εθνικών κρατικών ομολόγων σε χαρτοφυλάκια τραπεζών και ως εργαλεία για την ενδυνάμωση του διεθνούς ρόλου του ευρώ. Χωρίς ασφαλή περιουσιακά στοιχεία, η ευρωζώνη θα συνεχίσει να είναι επιρρεπής σε κρίσεις.
[Ιταλία, ο αδύναμος κρίκος]
Μεταξύ άλλων «ατυχημάτων» που μπορεί να συμβούν, ψηλά στον κατάλογο βρίσκεται μια κρίση του δημόσιου χρέους της Ιταλίας. Ο συνδυασμός του χαμηλού ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας στην Ιταλία, των υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων της και ενός μεγάλου, ολοένα αυξανόμενου αποθέματος δημόσιου χρέους, δεν είναι βιώσιμος. Η σημερινή ιταλική κυβέρνηση μπορεί να παίρνει πιο ακραίες θέσεις από τους προκατόχους της στα δημοσιονομικά θέματα, όμως το σημαντικό είναι ότι πολλές διαδοχικές ιταλικές κυβερνήσεις, εδώ και 20 χρόνια, δεν κατάφεραν να βρουν οικονομικές πολιτικές που να συγκροτούν ένα μείγμα βιώσιμο.
Στο πρόβλημα αυτό δεν θα δώσει λύση μια ακόμη εκλογική αναμέτρηση που θα αλλάξει τους κυβερνώντες της Ιταλίας. Εύλογη λύση στη μή βιωσιμότητα της Ιταλίας στη ζώνη του ευρώ θα ήταν μια αναδιάρθρωση του χρέους της. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών ευρωζώνης, τα θεσμικά της όργανα, τα τραπεζικά της συστήματα και τα νομικά της συστήματα δεν προετοιμάζονται για τέτοιο ενδεχόμενο. Αντ' αυτού, πιθανότερο είναι να προσφερθούν ευκαιρίες και πειρασμοί για μια άτυπη, «γκρίζα έξοδο» της Ιταλίας από τη ζώνη του ευρώ μέσω παράλληλων νομισμάτων, μη συμβατικών χρεογράφων ή ακόμη και μέσω «κρυπτονομισμάτων» [τύπου bitcoin]. Σε τέτοια περίπτωση, θα αποδειχθεί ότι μπορεί μια χώρα να βρίσκεται ταυτόχρονα εντός και εκτός της ζώνης του ευρώ. Έτσι, το αδιάρρηκτο και το μη βιώσιμο θα βρούν έναν τρόπο για να συνυπάρχουν.
Ωστόσο, χωρίς αυτό δεν νοείται σταθερότητα και βιωσιμότητα της ζώνης του ευρώ μακροπρόθεσμα. Τέτοιου είδους περιουσιακά στοιχεία είναι αναγκαία ως μέσα εξασφαλίσεων (collaterals) στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ως μέσα αντικατάστασης των εθνικών κρατικών ομολόγων σε χαρτοφυλάκια τραπεζών και ως εργαλεία για την ενδυνάμωση του διεθνούς ρόλου του ευρώ. Χωρίς ασφαλή περιουσιακά στοιχεία, η ευρωζώνη θα συνεχίσει να είναι επιρρεπής σε κρίσεις.
[Ιταλία, ο αδύναμος κρίκος]
Μεταξύ άλλων «ατυχημάτων» που μπορεί να συμβούν, ψηλά στον κατάλογο βρίσκεται μια κρίση του δημόσιου χρέους της Ιταλίας. Ο συνδυασμός του χαμηλού ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας στην Ιταλία, των υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων της και ενός μεγάλου, ολοένα αυξανόμενου αποθέματος δημόσιου χρέους, δεν είναι βιώσιμος. Η σημερινή ιταλική κυβέρνηση μπορεί να παίρνει πιο ακραίες θέσεις από τους προκατόχους της στα δημοσιονομικά θέματα, όμως το σημαντικό είναι ότι πολλές διαδοχικές ιταλικές κυβερνήσεις, εδώ και 20 χρόνια, δεν κατάφεραν να βρουν οικονομικές πολιτικές που να συγκροτούν ένα μείγμα βιώσιμο.
Στο πρόβλημα αυτό δεν θα δώσει λύση μια ακόμη εκλογική αναμέτρηση που θα αλλάξει τους κυβερνώντες της Ιταλίας. Εύλογη λύση στη μή βιωσιμότητα της Ιταλίας στη ζώνη του ευρώ θα ήταν μια αναδιάρθρωση του χρέους της. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών ευρωζώνης, τα θεσμικά της όργανα, τα τραπεζικά της συστήματα και τα νομικά της συστήματα δεν προετοιμάζονται για τέτοιο ενδεχόμενο. Αντ' αυτού, πιθανότερο είναι να προσφερθούν ευκαιρίες και πειρασμοί για μια άτυπη, «γκρίζα έξοδο» της Ιταλίας από τη ζώνη του ευρώ μέσω παράλληλων νομισμάτων, μη συμβατικών χρεογράφων ή ακόμη και μέσω «κρυπτονομισμάτων» [τύπου bitcoin]. Σε τέτοια περίπτωση, θα αποδειχθεί ότι μπορεί μια χώρα να βρίσκεται ταυτόχρονα εντός και εκτός της ζώνης του ευρώ. Έτσι, το αδιάρρηκτο και το μη βιώσιμο θα βρούν έναν τρόπο για να συνυπάρχουν.
O Wolfgang Münchau είναι βασικός συντάκτης των Financial Times με έδρα τη Μ. Βρετανία.
Wolfgang Münchau - Financial Times, αρθρογραφία
Wolfgang Münchau στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση:
Στη σχέση Κίνας και Γερμανίας η Κίνα έχει τώρα το πάνω χέρι. Το Βερολίνο πληρώνει το τίμημα για τις επιλογές δημοσιονομικής πολιτικής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου