© Financial Times - Wolfgang Münchau:The crisis of modern liberalism is down to market forces, 23.12.2018
Οι φιλελεύθεροι συχνά παραπλανώνται εξαιτίας της συνήθειάς τους να δίνουν δυσανάλογα μεγάλη σημασία στις πολύ γενικές μακροοικονομικές μεταβλητές όπως είναι το ΑΕΠ, λέει ο Μυνχάου. Αλλά δεν προσέχουν τις «λεπτομέρειες». Ως γνωστόν, εκεί «κρύβεται ο διάβολος». Μετά εκφράζονται αποδοκιμαστικά για τους ψηφοφόρους και τους χειρίζονται με υποτιμητικό τρόπο ή με πατρωνεία, προσθέτοντας στα τραύματά τους και την προσβολή. Ένα παράδειγμα: Στο ΗΒ, η μεγάλη αύξηση του κόστους στέγασης για τα νοικοκυριά με μεσαία και χαμηλά εισοδήματα την τελευταία δεκαετία, έπαιξε σημαντικο ρόλο για την ψήφο υπέρ της Brexit. «Κάθε σύστημα που εγκαταλείπει το 60 % των νοικοκυριών στο έλεος της τύχης τους, είναι καταδικασμένο στο τέλος να καταρρεύσει».
Όταν σκέφτομαι την κρίση του φιλελεύθερου συστήματος μας, μου έρχεται στο νου μια συνάντηση στο Βερολίνο, πριν από 20 σχεδόν χρόνια, με τον Wolfgang Kartte, πρώην πρόεδρο της γερμανικής υπηρεσίας ελέγχου και καταπολέμησης των καρτέλ. Τον ρώτησα γιατί αυτός και οι διάδοχοί του βλέπουν συχνά από πολύ συντηρητική οπτική γωνία τις υποθέσεις ανταγωνισμού και προπαντός γιατί είναι τόσο απορριπτικοί απέναντι στα καθαρά οικονομικά επιχειρήματα.
Όπως και η πλειοψηφία των αρμόδιων για τη χάραξη οικονομικής πολιτικής στη Γερμανία, ο Kartte, ο οποίος πέθανε το 2003, ήταν νομικός. Μου είπε ότι βλέπει τη δουλειά του ως παροχή βοήθειας στο «μικρό ψάρι» για να μπορεί να υπερασπίζεται τον εαυτό του από το «μεγάλο ψάρι». Φυσικά, αυτό είναι δουλειά δικηγόρου, όχι οικονομολόγου. Επίσης, χρησιμοποίησε μια μεταφορική έκφραση: Μίλησε για «το γήπεδο όπου παίζεται το οικονομικό παιχνίδι». Και μου είπε ότι δεν τον ενδιαφέρει να είναι «ο αγωνιστικός χώρος ισοπεδωμένος και απολύτως οριζόντιος», αλλά θέλει «να γέρνει», να έχει «κλίση» ευνοϊκή για «τους παίχτες της μικρής ομάδας».
Η κρίση του σύγχρονου φιλελευθερισμού έχει πτυχές που σχετίζονται με αυτό το ζήτημα. Σήμερα έχουμε μπροστά μας μιαν άλλη μορφή του ίδιου προβλήματος, έχουμε και πάλι «τους παίχτες της μικρής ομάδας» απέναντι «στους παίχτες της μεγάλης ομάδας», ωστόσο με μια διαφορά: Δεν υπάρχει κανείς που να φροντίζει ώστε ο «αγωνιστικός χώρος» να «γείρει» αντίστροφα, ώστε να εξουδετερωθεί η «κλίση» που έχει πάρει προς την άλλη κατεύθυνση, δηλαδή είναι ευνοϊκή για τη «μεγάλη ομάδα».
Αναλογικά με τα κέρδη και τους τζίρους, οι μικρότερες εταιρείες πληρώνουν περισσότερους φόρους από τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες. Οι οικονομικές πολιτικές που ακολούθησαν την οικονομική κρίση, οδήγησαν τελικά σε ακόμη μεγαλύτερη διεύρυνση της ανισότητας εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων. Τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα προκάλεσαν ανασφάλεια, αλλά το ίδιο προκαλεί και η εφαρμογή νέων τεχνολογιών. Και όποιος εκφράζεται αποδοκιμαστικά για τους ψηφοφόρους ή τους χειρίζεται με υποτιμητικό τρόπο και με πατρωνεία, όπως συνέβη στο Ηνωμένο Βασίλειο μετά το δημοψήφισμα, προσθέτει στα τραύματά τους και την προσβολή.
Ο Kartte ήταν ένας παλιομοδίτης Γερμανός ορντο-φιλελεύθερος. Ανήκε σε μια σχολή σκέψης που δημιουργήθηκε μετά την καταστροφή της γερμανικής δημοκρατίας στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Τα μακροοικονομικά του γερμανικού ορντο-φιλελευθερισμού είναι κάπως αδέξια και αναξιόπιστα. Αλλά σε ένα συγκεκριμένο πράγμα η σχολή αυτή έκανε εξαιρετική δουλειά. Οι διανοητικές κεφαλές του εξήγησαν καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, πώς κατέρρευσε στη Γερμανία η φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων της δεκαετίας του 1920 και πώς αυτή η τάξη πραγμάτων έστρεψε την πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας εναντίον της. Μια γρήγορη, επιδερμική απάντηση είναι ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης φέρθηκε ευνοϊκά προς τα «μεγάλα ψάρια». Είναι γνωστό και κατανοητό τί ρόλο έπαιξαν τα μακροοικονομικά σοκ εκείνης της περιόδου - ο υπερπληθωρισμός και η βαθειά ύφεση. Συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική αποξένωση των μεσαίων κοινωνικών τάξεων.
Αλλά αυτά δεν ήταν οι μόνες αιτίες. Στην περίοδο εκείνη σημειώθηκε επίσης αύξηση των καρτέλ στον βιομηχανικό τομέα, πράγμα που ήταν απειλή για τη βιωσιμότητα των μικρεμπορικών δραστηριοτήτων και των μικρών επιχειρήσεων.
Όταν τελικά οι ορντο-φιλελεύθεροι βρέθηκαν σε θέσεις εξουσίας, δηλαδή στη μεταπολεμική Γερμανία, άρχισαν «να γέρνουν τον αγωνιστικό χώρο» [δηλαδή το πεδίο του οικονομικού ανταγωνισμού] προς την αντίθετη κατεύθυνση, διορθωτικά, μέσω δημιουργίας μιας υποδομής στους τομείς του εταιρικού δικαίου και της χρηματοοικονομίας, για την υποστήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Ο τομέας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της Γερμανίας είναι ταυτόχρονα μια από τις αιτίες της εύρωστης σταθερότητας της γερμανικής οικονομίας, αλλά και της αργής ανοδικής τάσης της ή και στασιμότητας.
Ένα από τα κύρια διδάγματα της σύγχρονης οικονομικής ιστορίας είναι ότι δεν επιτρέπεται να παραβλέπουμε την κατανομή των εισοδημάτων και του πλούτου. Δεν το λέω ως επιχείρημα υπέρ της αναδιανομής. Αυτό που συζητάμε εδώ είναι η ενεργός διαχείριση του «αγωνιστικού χώρου» στον οποίο παίζεται το «παιχνίδι» του καπιταλισμού, με τέτοιο τρόπο ώστε να μη τίθεται «εκτός παιδιάς» η πλειοψηφία του πληθυσμού, αλλά να εξασφαλίζεται η παραμονή της μέσα στο «παιχνίδι».
Ας θυμηθούμε τον τύπο επιχειρηματικού καπιταλισμού της Mάργκαρετ Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο της δεκαετίας του 1980, τύπο επιτυχημένο άν τον αξιολογήσουμε με κριτήριο τις δικές της στοχεύσεις. Μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, έστρεψε τους συνήθεις αποταμιευτές ώστε να γίνουν μέτοχοι επιχειρήσεων στο Χρηματιστήριο. Μέσω της πώλησης σε ιδιώτες των ενοικιαζόμενων δημοτικών κατοικιών, μετέτρεψε ενοικιαστές τους σε ιδιοκτήτες ακινήτων. Τώρα δεν μπορούμε να επαναλάβουμε αυτό το παράδειγμα: Δεν υπάρχουν πια δημοτικές κατοικίες για να πωληθούν ούτε εταιρείες για να ιδιωτικοποιηθούν.
Ωστόσο, άν θέλει να διασωθεί ο μοντέρνος καπιταλισμός, θα πρέπει να βρει τρόπους για να κρατήσει τους ψηφοφόρους των διάμεσων (median) στρωμάτων στην κοινωνική κλίμακα δεσμευμένους και πιστούς στο σύστημα, όπως κατάφερε η Θάτσερ στη δεκαετία του 1980. Θα έλεγα ότι οι ψηφοφόροι αυτοί, σε χώρες όπως η Γερμανία, στις χώρες της Μπενελούξ και στην Ιρλανδία, εξακολουθούν να είναι σχετικά ικανοποιημένοι με το σύστημα. Δεν είμαι τόσο σίγουρος για το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία ή την Ιταλία.
Αυτός που συχνά καθοδηγεί τους υποστηρικτές και υπερασπιστές της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας στις αναλύσεις τους, είναι ο εθισμός τους να δίνουν υπερβολική σημασία στις γενικές μακροοικονομικές μεταβλητές, όπως είναι το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) ή το επίσημα καταγεγραμμένο ποσοστό ανεργίας. Η δεκαετία πριν από το δημοψήφισμα της Brexit ήταν μια δεκαετία με λογικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ. Δεν υπήρχε τίποτε στα δεδομένα, που να υποδεικνύει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα ψήφιζε υπέρ του να εγκαταλείψει την ΕΕ. Όμως άν λάβουμε υπόψη τις λεπτομερέστερες πληροφορίες και δεδομένα, βλέπουμε μια διαφορετική εικόνα. Στοιχεία που βασίζονται στην επίσημη έρευνα των οικονομικών πόρων των νοικοκυριών και σε μελέτες της δεξαμενής σκέψης Resolution Foundation, δείχνουν ότι για το 60 % των νοικοκυριών (από τα μεσαία επίπεδα μέχρι το πιο χαμηλό επίπεδο στην κλίμακα κατανομής των εισοδημάτων), το εισόδημα τους, αφαιρουμένου του κόστος στέγασης, έμεινε στάσιμο μεταξύ 2002 και 2015.
Το πρόσφατο κύμα δυσαρέσκειας στη Γαλλία φαίνεται επίσης να αντιφάσκει με τη σχετικά σταθερή αύξηση του ΑΕΠ στη Γαλλία μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Όμως μια μελέτη του McKinsey Global Institute έδειξε ότι η άνοδος των εισοδημάτων διακόπηκε απότομα για όλα σχεδόν τα νοικοκυριά στις προηγμένες οικονομίες του κόσμου.
Η κυριότερη κοινωνική ομάδα ψηφοφόρων που υποστήριξε την επανάσταση της Θάτσερ στη δεκαετία του 1980 ήταν η C2 - η δημογραφική ομάδα που αποτελείται από ανθρώπους της εξειδικευμένης εργατικής τάξης. Η Θάτσερ φρόντιζε για το νοικοκυριό του διάμεσου (median) επιπέδου στην κοινωνική κλίμακα. Οι διάδοχοί της, αφού πρώτα έχασαν τις μεσαίες κοινωνικές τάξεις, έρχονται μετά και ισχυρίζονται υποκριτικά ότι είναι συγκλονισμένοι από γεγονότα όπως η Brexit. Όμως κάθε σύστημα που εγκαταλείπει το 60 % των νοικοκυριών στο έλεος της τύχης τους, είναι καταδικασμένο στο τέλος να καταρρεύσει.
Αυτή είναι η απόλυτη ειρωνεία: Η αποτυχία του φιλελευθερισμού οφείλεται στις δυνάμεις της αγοράς.
Αλλά αυτά δεν ήταν οι μόνες αιτίες. Στην περίοδο εκείνη σημειώθηκε επίσης αύξηση των καρτέλ στον βιομηχανικό τομέα, πράγμα που ήταν απειλή για τη βιωσιμότητα των μικρεμπορικών δραστηριοτήτων και των μικρών επιχειρήσεων.
Όταν τελικά οι ορντο-φιλελεύθεροι βρέθηκαν σε θέσεις εξουσίας, δηλαδή στη μεταπολεμική Γερμανία, άρχισαν «να γέρνουν τον αγωνιστικό χώρο» [δηλαδή το πεδίο του οικονομικού ανταγωνισμού] προς την αντίθετη κατεύθυνση, διορθωτικά, μέσω δημιουργίας μιας υποδομής στους τομείς του εταιρικού δικαίου και της χρηματοοικονομίας, για την υποστήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Ο τομέας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της Γερμανίας είναι ταυτόχρονα μια από τις αιτίες της εύρωστης σταθερότητας της γερμανικής οικονομίας, αλλά και της αργής ανοδικής τάσης της ή και στασιμότητας.
Ένα από τα κύρια διδάγματα της σύγχρονης οικονομικής ιστορίας είναι ότι δεν επιτρέπεται να παραβλέπουμε την κατανομή των εισοδημάτων και του πλούτου. Δεν το λέω ως επιχείρημα υπέρ της αναδιανομής. Αυτό που συζητάμε εδώ είναι η ενεργός διαχείριση του «αγωνιστικού χώρου» στον οποίο παίζεται το «παιχνίδι» του καπιταλισμού, με τέτοιο τρόπο ώστε να μη τίθεται «εκτός παιδιάς» η πλειοψηφία του πληθυσμού, αλλά να εξασφαλίζεται η παραμονή της μέσα στο «παιχνίδι».
Ας θυμηθούμε τον τύπο επιχειρηματικού καπιταλισμού της Mάργκαρετ Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο της δεκαετίας του 1980, τύπο επιτυχημένο άν τον αξιολογήσουμε με κριτήριο τις δικές της στοχεύσεις. Μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, έστρεψε τους συνήθεις αποταμιευτές ώστε να γίνουν μέτοχοι επιχειρήσεων στο Χρηματιστήριο. Μέσω της πώλησης σε ιδιώτες των ενοικιαζόμενων δημοτικών κατοικιών, μετέτρεψε ενοικιαστές τους σε ιδιοκτήτες ακινήτων. Τώρα δεν μπορούμε να επαναλάβουμε αυτό το παράδειγμα: Δεν υπάρχουν πια δημοτικές κατοικίες για να πωληθούν ούτε εταιρείες για να ιδιωτικοποιηθούν.
Ωστόσο, άν θέλει να διασωθεί ο μοντέρνος καπιταλισμός, θα πρέπει να βρει τρόπους για να κρατήσει τους ψηφοφόρους των διάμεσων (median) στρωμάτων στην κοινωνική κλίμακα δεσμευμένους και πιστούς στο σύστημα, όπως κατάφερε η Θάτσερ στη δεκαετία του 1980. Θα έλεγα ότι οι ψηφοφόροι αυτοί, σε χώρες όπως η Γερμανία, στις χώρες της Μπενελούξ και στην Ιρλανδία, εξακολουθούν να είναι σχετικά ικανοποιημένοι με το σύστημα. Δεν είμαι τόσο σίγουρος για το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία ή την Ιταλία.
Αυτός που συχνά καθοδηγεί τους υποστηρικτές και υπερασπιστές της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας στις αναλύσεις τους, είναι ο εθισμός τους να δίνουν υπερβολική σημασία στις γενικές μακροοικονομικές μεταβλητές, όπως είναι το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) ή το επίσημα καταγεγραμμένο ποσοστό ανεργίας. Η δεκαετία πριν από το δημοψήφισμα της Brexit ήταν μια δεκαετία με λογικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ. Δεν υπήρχε τίποτε στα δεδομένα, που να υποδεικνύει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα ψήφιζε υπέρ του να εγκαταλείψει την ΕΕ. Όμως άν λάβουμε υπόψη τις λεπτομερέστερες πληροφορίες και δεδομένα, βλέπουμε μια διαφορετική εικόνα. Στοιχεία που βασίζονται στην επίσημη έρευνα των οικονομικών πόρων των νοικοκυριών και σε μελέτες της δεξαμενής σκέψης Resolution Foundation, δείχνουν ότι για το 60 % των νοικοκυριών (από τα μεσαία επίπεδα μέχρι το πιο χαμηλό επίπεδο στην κλίμακα κατανομής των εισοδημάτων), το εισόδημα τους, αφαιρουμένου του κόστος στέγασης, έμεινε στάσιμο μεταξύ 2002 και 2015.
Το πρόσφατο κύμα δυσαρέσκειας στη Γαλλία φαίνεται επίσης να αντιφάσκει με τη σχετικά σταθερή αύξηση του ΑΕΠ στη Γαλλία μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Όμως μια μελέτη του McKinsey Global Institute έδειξε ότι η άνοδος των εισοδημάτων διακόπηκε απότομα για όλα σχεδόν τα νοικοκυριά στις προηγμένες οικονομίες του κόσμου.
Η κυριότερη κοινωνική ομάδα ψηφοφόρων που υποστήριξε την επανάσταση της Θάτσερ στη δεκαετία του 1980 ήταν η C2 - η δημογραφική ομάδα που αποτελείται από ανθρώπους της εξειδικευμένης εργατικής τάξης. Η Θάτσερ φρόντιζε για το νοικοκυριό του διάμεσου (median) επιπέδου στην κοινωνική κλίμακα. Οι διάδοχοί της, αφού πρώτα έχασαν τις μεσαίες κοινωνικές τάξεις, έρχονται μετά και ισχυρίζονται υποκριτικά ότι είναι συγκλονισμένοι από γεγονότα όπως η Brexit. Όμως κάθε σύστημα που εγκαταλείπει το 60 % των νοικοκυριών στο έλεος της τύχης τους, είναι καταδικασμένο στο τέλος να καταρρεύσει.
Αυτή είναι η απόλυτη ειρωνεία: Η αποτυχία του φιλελευθερισμού οφείλεται στις δυνάμεις της αγοράς.
O Wolfgang Münchau είναι βασικός συντάκτης των Financial Times με έδρα τη Μ. Βρετανία.
Wolfgang Münchau - Financial Times, αρθρογραφία
Ulrike Guérot: Το πολιτικό Κέντρο χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του - Άνοδος του δεξιού λαϊκισμού στην ΕΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου