«Μεσαία τάξη»
«Οι αυτοαπασχολούμενοι» και «η δημοσιοϋπαλληλία»
Οι αναλύσεις που καταλήγουν στην ορθή διαπίστωση περί του «στιψίματος» και της επισφάλειας μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, αφορούν μόνον μια ορισμένη μερίδα του κοινωνιολογικού αντικειμένου «μεσαία τάξη» (που, όπως είπαμε είναι εικονικό ως ενιαίο πραγματικό αντικείμενο). Στην επισφάλεια καταλήγουν κυρίως κομμάτια των παλαιών μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, π.χ. μικρεμπόρων, μικροβιοτεχνών κτλ. Αυτά τα κομμάτια της παλιάς κοινωνίας τί μέλλον έχουν; Και πώς να είναι τα ίδια αισιόδοξα; Τί μέλλον μπορεί να έχει στην εποχή της ψηφιοποίησης, του αυτοματισμού και της ταυτόχρονης μετατόπισης κεφαλαίων, τεχνολογικής καινοτομίας, ερευνητικών ικανοτήτων, θέσεων εργασίας και παραγωγικής ικανότητας προς την Άπω Ανατολή, το ελληνικό μοντέλο των δεκαετιών του 1970 και 1980, με την τεράστια διασπορά μικρομάγαζων, μικροεπιχειρήσεων, αυτοαπασχολούμενων και ελευθέρων επαγγελματιών, με τις ανώτατου επιπέδου μηχανές μαζικής παραγωγής δικηγόρων, μηχανικών και γιατρών, με τις τράπεζες και μικρο-τράπεζες να φυτρώνουν όπου έπεφτε το λίπασμα των προστατευμένων συντεχνιών, με το τρίπτυχο της «βιομηχανίας» α λα Ελληνικά οικοδομή-ναυτιλία-τουρισμός;
Αντίθετα, άλλες μερίδες των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, μισθωτές ή όχι, αλλά με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο συνδεδεμενες με το βαθύ ελληνικό κράτος, είναι πάντα καλά προστατευμένες. Φροντίζει γι' αυτές ακόμη και εν μέσω κρίσης - και μάλιστα διακομματικά - η εκτελεστική και νομοθετική εξουσία. Και για τα δύσκολα, άν αυτά τα οχυρά πέσουν, υπάρχει και η δικαστική εξουσία, με τα μισθοδικεία της και με συνταγματικές ερμηνείες που παραβιάζουν τις αρχές των ίσων δικαιωμάτων και της αναλογικότητας στην κατανομή των βαρών.
(Ακόμη και από την εισφορά αλληλεγγύης απαλλάχθηκαν πρόσφατα τα αναδρομικά κάποιων προστατευμένων τμημάτων της upper middle class, μισθωτοί του βαθέος κράτους).
Διαγενεακή αλληλεγγύη. Υποκατώτατος και ανθ-υποκατώτατος μισθός
«Τοξικός» (η «Λέξη της Χρονιάς» για το 2018 που επέλεξε το Λεξικό της Οξφόρδης)
Η «μεσαία τάξη» είναι το όχι και τόσο κρυφό μυστικό που ενώνει φιλελεύθερους και λαϊκιστές. Λαϊκιστές δεξιούς α λα Λε Πεν, Σαλβίνι και Brexiters ή «αριστερούς» α λα Μελανσόν και πολλούς πρώην (δυστυχώς και κάποιους νυν)
Συριζαίους. Οι πιο πολλοί από τους πρώτους έχουν τεντωμένα τα αυτιά προς
το απύθμενο στόμα του ακροδεξιού Αμερικανού Στηβ Μπάνον, πρώην στελέχους του χρηματοπιστωτικού τομέα, ο οποίος αυτοχαρακτηρίζεται ως «Λενινιστής που στοχεύει να διαλύσει το κράτος», ενώ μερικοί από τους δεύτερους έχουν
κάνει ευαγγέλιο το έργο του μεταμαρξιστή πολιτικού επιστήμονα και ιστορικού Ερνέστο Λακλάου (με ή και χωρίς κατάχρηση - είναι μεγάλη συζήτηση).
Πρέπει να σημειωθεί όμως, ότι μέχρι και η συνοδοιπόρος και συνεχίστρια του έργου του Λακλάου, η Σαντάλ Μουφ (Santal Mοuffe), κατανοεί πολύ καλά τον τρομακτικό κίνδυνο οι φόβοι και οι ανεδαφικές ή ανεκπλήρωτες προσδοκίες των μεσαίων τάξεων να γίνονται καλή τροφή και αστείρευτη πηγή δύναμης για το σκληρό δεξιό πολιτικό και κοινωνικό πρόγραμμα παντού στην Ευρώπη (όπως π.χ. έγινε ήδη με το «Κίνημα 5 Αστέρων στην Ιταλία»). Τουλάχιστον τώρα, με αφορμή το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων», η Μουφ το λέει πολύ καθαρά.
Κατ' αρχάς, δεν υπάρχει μία και ενιαία «μεσαία τάξη καθεαυτήν». Υπάρχουν ποικίλα μεσαία κοινωνικά στρώματα, νέα και παλαιά, μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων ή μικρών επιχειρηματιών, με συμφέροντα συχνά αντικρουόμενα μεταξύ τους. Μοναδικός κοινός παρονομαστής είναι ο κοινωνιολογικός-οικονομικός προσδιορισμός, που ορίζει ως «μεσαία τάξη» ένα σύνολο πολιτών, τα εισοδήματα και περιουσιακά στοιχεία των οποίων περικλείονται ανάμεσα σε αριθμητικά προσδιορισμένα άνω και κάτω όρια (π.χ. ανάμεσα στο 70 % και στο 150 % του διάμεσου εισοδήματος μιας κοινωνίας - και όχι του αριθμητικού μέσου όρου - ή και ανάμεσα σε αντίστοιχα όρια περιουσιακών στοιχείων).
Τυπικό λάθος με μεγάλη πολιτική επίπτωση, που το κάνουν τόσο αριστεροί όσο και φιλελεύθεροι, είναι η εξαίρεση από την σημερινή «μεσαία τάξη» των μισθωτών «μεσαιοταξιτών», δηλαδή κατά πρώτο λόγο των υψηλόμισθων στελεχών του ευρύτερου δημόσου τομέα και κυρίως του βαθέος κράτους, συν τους λίγους εκείνους που εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα με ανάλογες αμοιβές.
Αυτό που παρατηρούμε - και όχι μόνον τώρα - είναι το εξής: Πολλές ομάδες της «μεσαίας τάξης», είτε υψηλόμισθων του βαθέος κράτους, είτε αυτοαπασχολούμενων, είτε μικρών επιχειρηματιών, είναι άκρως «ρεαλιστές»: Σκεπτόμενοι με σκληρό «ρεαλισμό» (που καταντά όμως μακροπρόθεσμα αυτοκαταστροφικός), έχουν αποδεχτεί και εμπεδώσει ότι με τον σημερινό συσχετισμό κοινωνικών δυνάμεων - και μέχρι νεωτέρας - ταξικοί τους αντίπαλοι στην πράξη είναι οι πιο φτωχοί και όχι οι υπερπλούσιοι. Αυτοί οι «μεσαιοταξίτες» ξέρουν ότι από το οικονομικά κορυφαίο 1 % ή 10 %, δεν είναι προς το παρόν εφικτό να αποσπάσουν κομμάτι της πίτας. Με αυτόν τον περιορισμό δεδομένο, η επακόλουθη κοινωνική, πολιτική και ηθική επιλογή τους είναι να αναπτύσσουν κυρίως ταξικό αγώνα «εκ των άνω προς τα κάτω»: Διεκδικούν μέχρι και την τελευταία μπουκιά από το στόμα των ασθενέστερων, των πιο ευάλωτων και επισφαλών. Των ανέργων, των συνήθων μισθωτών του ιδιωτικού τομέα (εκείνων με τη σπάθα της απόλυσης να κρέμεται πάνω από το σβέρκο τους), και ιδίως των συνήθων νέων που προέρχονται από συνήθεις οικογένειες.
Αυτοι οι «μεσαιοταξίτες» δεν θέλουν να μοιράζονται. Προπαντός, δεν θέλουν να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους.
Και έχουν ισχυρούς συνηγόρους· ακόμη και με την νομική έννοια του όρου.
«Μεσαία τάξη» τώρα όπως η «Τρίτη τάξη» το 1789;
Η μοναδική μη παραπλανητική πολιτική χρήση ενός όρου που θυμίζει κάπως τη «μεσαία τάξη» έγινε μάλλον στην εποχή που ανέτειλλε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, η αστική κοινωνία (bürgerliche Gesellschaft, κατά τον Χέγκελ) και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, με αποκορύφωμα την Γαλλική Επανάσταση. Σε αντίθεση με τις δύο άλλες «νομοθετημένες» κοινωνικές τάξεις - «κάστες» που ήταν οι προνομιούχες στο νομοταξικό οικοδόμημα της καταρρέουσας φεουδαρχικής εποχής, δηλαδή τους ευγενείς και τον κλήρο, με τον όρο «Τρίτη Τάξη» («Tiers-État») εννούσαν τότε όλους τους άλλους (κεφαλαιούχους και άλλους αστούς χωρίς «γαλάζιο αίμα», μικροαστούς, τεχνίτες των πόλεων, μισθωτούς εργάτες, αγρότες). Και είναι εκ πρώτης όψεως κατανοητό γιατί και σήμερα, πολλοί χρησιμοποιούν αυτό το ιστορικό ανάλογο ως επιχείρημα για να στηρίξουν τις διεκδικήσεις σημερινών μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων. Είναι συνηθισμένο να χρησιμοποιείται πολιτικά κάτι που είναι πια μόνον ιστορία και όχι τρέχουσα πραγματικότητα.
Ωστόσο, αυτό που αποκαλούν σήμερα «μεσαία τάξη» δεν είναι το 90 ή 98 % της κοινωνίας όπως ήταν τότε. Δεν είναι πια «το παν» («Qu’est-ce que le Tiers-État? Tout»), ούτε και «στην μέχρι σήμερα πολιτική τάξη πραγμάτων ήταν ένα τίποτε» («Qu’a-t-il été jusqu’à présent dans l’ordre politique? Rien»). Ούτε είναι βέβαια στην κατάσταση κάποιου που, επιτέλους, «απαιτεί να γίνει κάτι» («Que demande-t-il ? À y devenir quelque chose»), όπως έγραψε τότε ο Αββάς Σεγιές για την «Τρίτη Τάξη».
Αυτό το λάθος δεν το κάνουν μόνον στη δήθεν ιδιόμορφη Ελλάδα. Το έκανε π.χ., και το βραχύβιο κίνημα Occupay Wall Street, στις ΗΠΑ και αλλού, και ίσως έτσι εξηγείται που ήταν τόσο βραχύβιο. Οι γάμοι ανόμοιων χαρακτήρων είναι εφήμεροι.
Άλλες εποχές, άλλη πραγματικότητα. Πολιτικές που διεκδικούν εγκυρότητα, χρειάζονται και έγκυρα επιχειρήματα.
Πρέπει να σημειωθεί όμως, ότι μέχρι και η συνοδοιπόρος και συνεχίστρια του έργου του Λακλάου, η Σαντάλ Μουφ (Santal Mοuffe), κατανοεί πολύ καλά τον τρομακτικό κίνδυνο οι φόβοι και οι ανεδαφικές ή ανεκπλήρωτες προσδοκίες των μεσαίων τάξεων να γίνονται καλή τροφή και αστείρευτη πηγή δύναμης για το σκληρό δεξιό πολιτικό και κοινωνικό πρόγραμμα παντού στην Ευρώπη (όπως π.χ. έγινε ήδη με το «Κίνημα 5 Αστέρων στην Ιταλία»). Τουλάχιστον τώρα, με αφορμή το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων», η Μουφ το λέει πολύ καθαρά.
Κατ' αρχάς, δεν υπάρχει μία και ενιαία «μεσαία τάξη καθεαυτήν». Υπάρχουν ποικίλα μεσαία κοινωνικά στρώματα, νέα και παλαιά, μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων ή μικρών επιχειρηματιών, με συμφέροντα συχνά αντικρουόμενα μεταξύ τους. Μοναδικός κοινός παρονομαστής είναι ο κοινωνιολογικός-οικονομικός προσδιορισμός, που ορίζει ως «μεσαία τάξη» ένα σύνολο πολιτών, τα εισοδήματα και περιουσιακά στοιχεία των οποίων περικλείονται ανάμεσα σε αριθμητικά προσδιορισμένα άνω και κάτω όρια (π.χ. ανάμεσα στο 70 % και στο 150 % του διάμεσου εισοδήματος μιας κοινωνίας - και όχι του αριθμητικού μέσου όρου - ή και ανάμεσα σε αντίστοιχα όρια περιουσιακών στοιχείων).
Τυπικό λάθος με μεγάλη πολιτική επίπτωση, που το κάνουν τόσο αριστεροί όσο και φιλελεύθεροι, είναι η εξαίρεση από την σημερινή «μεσαία τάξη» των μισθωτών «μεσαιοταξιτών», δηλαδή κατά πρώτο λόγο των υψηλόμισθων στελεχών του ευρύτερου δημόσου τομέα και κυρίως του βαθέος κράτους, συν τους λίγους εκείνους που εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα με ανάλογες αμοιβές.
Αυτό που παρατηρούμε - και όχι μόνον τώρα - είναι το εξής: Πολλές ομάδες της «μεσαίας τάξης», είτε υψηλόμισθων του βαθέος κράτους, είτε αυτοαπασχολούμενων, είτε μικρών επιχειρηματιών, είναι άκρως «ρεαλιστές»: Σκεπτόμενοι με σκληρό «ρεαλισμό» (που καταντά όμως μακροπρόθεσμα αυτοκαταστροφικός), έχουν αποδεχτεί και εμπεδώσει ότι με τον σημερινό συσχετισμό κοινωνικών δυνάμεων - και μέχρι νεωτέρας - ταξικοί τους αντίπαλοι στην πράξη είναι οι πιο φτωχοί και όχι οι υπερπλούσιοι. Αυτοί οι «μεσαιοταξίτες» ξέρουν ότι από το οικονομικά κορυφαίο 1 % ή 10 %, δεν είναι προς το παρόν εφικτό να αποσπάσουν κομμάτι της πίτας. Με αυτόν τον περιορισμό δεδομένο, η επακόλουθη κοινωνική, πολιτική και ηθική επιλογή τους είναι να αναπτύσσουν κυρίως ταξικό αγώνα «εκ των άνω προς τα κάτω»: Διεκδικούν μέχρι και την τελευταία μπουκιά από το στόμα των ασθενέστερων, των πιο ευάλωτων και επισφαλών. Των ανέργων, των συνήθων μισθωτών του ιδιωτικού τομέα (εκείνων με τη σπάθα της απόλυσης να κρέμεται πάνω από το σβέρκο τους), και ιδίως των συνήθων νέων που προέρχονται από συνήθεις οικογένειες.
Αυτοι οι «μεσαιοταξίτες» δεν θέλουν να μοιράζονται. Προπαντός, δεν θέλουν να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους.
Και έχουν ισχυρούς συνηγόρους· ακόμη και με την νομική έννοια του όρου.
Georg Grosz: «Τα Στηρίγματα της Κοινωνίας» (1926) και «Πολιτική Συζήτηση» |
Η μοναδική μη παραπλανητική πολιτική χρήση ενός όρου που θυμίζει κάπως τη «μεσαία τάξη» έγινε μάλλον στην εποχή που ανέτειλλε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, η αστική κοινωνία (bürgerliche Gesellschaft, κατά τον Χέγκελ) και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, με αποκορύφωμα την Γαλλική Επανάσταση. Σε αντίθεση με τις δύο άλλες «νομοθετημένες» κοινωνικές τάξεις - «κάστες» που ήταν οι προνομιούχες στο νομοταξικό οικοδόμημα της καταρρέουσας φεουδαρχικής εποχής, δηλαδή τους ευγενείς και τον κλήρο, με τον όρο «Τρίτη Τάξη» («Tiers-État») εννούσαν τότε όλους τους άλλους (κεφαλαιούχους και άλλους αστούς χωρίς «γαλάζιο αίμα», μικροαστούς, τεχνίτες των πόλεων, μισθωτούς εργάτες, αγρότες). Και είναι εκ πρώτης όψεως κατανοητό γιατί και σήμερα, πολλοί χρησιμοποιούν αυτό το ιστορικό ανάλογο ως επιχείρημα για να στηρίξουν τις διεκδικήσεις σημερινών μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων. Είναι συνηθισμένο να χρησιμοποιείται πολιτικά κάτι που είναι πια μόνον ιστορία και όχι τρέχουσα πραγματικότητα.
Ωστόσο, αυτό που αποκαλούν σήμερα «μεσαία τάξη» δεν είναι το 90 ή 98 % της κοινωνίας όπως ήταν τότε. Δεν είναι πια «το παν» («Qu’est-ce que le Tiers-État? Tout»), ούτε και «στην μέχρι σήμερα πολιτική τάξη πραγμάτων ήταν ένα τίποτε» («Qu’a-t-il été jusqu’à présent dans l’ordre politique? Rien»). Ούτε είναι βέβαια στην κατάσταση κάποιου που, επιτέλους, «απαιτεί να γίνει κάτι» («Que demande-t-il ? À y devenir quelque chose»), όπως έγραψε τότε ο Αββάς Σεγιές για την «Τρίτη Τάξη».
Αυτό το λάθος δεν το κάνουν μόνον στη δήθεν ιδιόμορφη Ελλάδα. Το έκανε π.χ., και το βραχύβιο κίνημα Occupay Wall Street, στις ΗΠΑ και αλλού, και ίσως έτσι εξηγείται που ήταν τόσο βραχύβιο. Οι γάμοι ανόμοιων χαρακτήρων είναι εφήμεροι.
Άλλες εποχές, άλλη πραγματικότητα. Πολιτικές που διεκδικούν εγκυρότητα, χρειάζονται και έγκυρα επιχειρήματα.
Αββάς Σεγιές (1789): «Τί είναι η Τρίτη Τάξη»; |
Παλιό διαρκές φαινόμενο - χαρακτηριστικό στην Ελλάδα - ήταν ο «ταξικός εμφύλιος πόλεμος» μεταξύ των μισθωτών «μεσαιοταξιτών» του Δημόσιου Τομέα αφενός και των ελευθεροεπαγγελματιών-μικροεπιχειρηματιών «μεσαιοταξιτών» αφετέρου. Είναι τυπικός καυγάς για την διανομή μεταξύ τους ενός μέρους της υπεραξίας (αυτού που «παραχωρεί» στους μεσαίους η πραγματική αστική τάξη για να αγοράσει πολιτική ηγεμονία).
Αλλά ακόμη και σ' αυτό, ειδικά στην μεταπολεμική Ελλάδα και ακόμη πιο πολύ τώρα στην εποχή της σκασμένης ελληνικής φούσκας, βλέπουμε τους δεύτερους να στρέφονται κυρίως εναντίον μισθωτών του Δημόσιου Τομέα που δεν ανήκουν στη «μεσαία τάξη» - και σίγουρα όχι σ' αυτούς που οι Αγγλοσάξωνες αποκαλούν upper middle class («ανώτερη μεσαία τάξη»), μισθωτή ή όχι - αλλά σε χαμηλότερα δεκατημόρια της κλίμακας κατανομής των εισοδημάτων (π.χ. δάσκαλοι-καθηγητές). Και πολύ λιγότερο να στρέφονται ενάντια στο βαθύ κράτος και στο μανδαρινάτο του.
Αυτό δεν είναι μόνον ταξικά ιδιοτελές. Σε τελευταία ανάλυση είναι μη ορθολογικό και δεν είναι καθόλου αξιοπρεπές. Ισχυρίζονται μεν ότι πρέπει να καταργηθούν «μη εύλογα προνόμια» των Δημοσίων Υπαλλήλων, αλλά τελικά εξαντλούν την οργή και την ορμή τους στους «συνήθεις Δημοσίους Υπαλλήλους». Στοχοθετούν στόχους που θεωρούν εύκολους, όπως «δασκαλάκους», καθηγητές Μέσης Εκπαίδευσης, ή και καμμιά …καθαρίστρια. Αλλά πρός Θεού - σκέφτονται μέσα τους - μην αγγίζουμε τίποτε δικαστικούς, τίποτε ανώτερα ή κεντρικά στελέχη υπουργείων, τίποτε υψηλόβαθμους ένστολους, τίποτε πανεπιστημιακούς της ανώτατης βαθμίδας· κρατούν λοιπόν μακριά τα χέρια από το βαθύ κράτος, μανδαρίνους και άλλους μισθωτούς του Δημόσιου Τομέα και της upper middle class.
Είναι ερώτημα άν αυτή η εκλεκτική μεταχείριση οφείλεται σε υπόγεια αλλά σιδερένια ταξική αλληλεγγύη των «μεσαιοταξιτών» μεταξύ τους (μισθωτών και μή), σε εκλεκτικές συγγένειες ιδεολογικού ή άλλου τύπου (π.χ. κοινός τρόπος ζωής), ή στις καθαρά υλικές συμβιωτικές σχέσεις της μή μισθωτής upper middle class με το μανδαρινάτο του βαθέος κράτους, ή σε αυτοκαταστροφικά συμπλέγματα που θυμίζουν το Σύνδρομο της Στοκχόλμης. Τα συμπλέγματα αυτά είναι διαδεδομένα σε μερικά μεσαία κοινωνικά στρώματα, στα οποία ανήκει και μεγάλο μέρος των πολιτικά πιο ενεργών πολιτών. Και εκτός των άλλων, η πολιτική συμπεριφορά τους στην κρίση αλλά γενικά στις τελευταίες δεκαετίες είναι μια ένδειξη εκείνης της βραχυπρόθεσμης καπατσοσύνης που γίνεται μακροπρόθεσμα αυτοκαταστροφική.
Είτε το ένα ισχύει, είτε το άλλο, είτε μείγμα τους (που είναι το πιο πιθανό), είτε πυροβολούν τα πόδια τους είτε πυροβολούν «αντιπάλους», σε κάθε περίπτωση τα συμπεράσματα δεν προοιωνίζουν τίποτε καλό. Αφενός, τα περί ισονομίας των πολιτών της εποχής της ανόδου της αστικής τάξης δεν χρησιμοποιούνται πια ούτε καν ως χωρίς αντίκρυσμα επιχειρηματολογία· αφετέρου, η αισιοδοξία τους για ανάκαμψη της χώρας είναι το ψέμα που λένε στον εαυτό τους και σε άλλους για να καθησυχάζουν τη δική τους συνείδηση.
Παλιά γνωστή ιστορία που συνεχίζεται. Ωστόσο το αποτελεσματικό εργαλείο για αντίκρουση είναι διαθέσιμο, παλιό παραδοσιακό και αυτό, άν και κάπως ξεχασμένο. Είναι η «εσωτερική» ή εμμενής κριτική (immanent critique, immanente Kritik από τα χρόνια του Χέγκελ)· δηλαδή η κριτική που φέρνει το φώς αυτή την αντίφαση μεταξύ αφενός βασικών αξιακών αρχών που αποδέχεται κανείς σιωπηρά ή τουλάχιστον δεν μπορεί να γίνει τόσο φανερά κυνικός ώστε να τις αποκηρύξει (ισονομία, δικαιοσύνη, ανάκαμψη, πρόοδος κτλ), και αφετέρου του τρόπου που τις κατανοεί και τις «εφαρμόζει» στις «λεπτομέρειες», δηλαδή στην μόνη πραγματική πραγματικότητα. Ως γνωστόν, στις λεπτομέρειες κρύβεται ο διάβολος.
Όμως, άν ξεφύγουμε λίγο από τα ενδοελληνικά, το πραγματικά νέο φαινόμενο σε όλη τη Δύση είναι άλλο: Ο «ταξικός εμφύλιος» μεταξύ παλιών και νέων μεσοαστικών κοινωνικών στρωμάτων, ο οποίος διεξάγεται κυρίως στο πολιτισμικό πεδίο.
Αυτό δεν είναι μόνον ταξικά ιδιοτελές. Σε τελευταία ανάλυση είναι μη ορθολογικό και δεν είναι καθόλου αξιοπρεπές. Ισχυρίζονται μεν ότι πρέπει να καταργηθούν «μη εύλογα προνόμια» των Δημοσίων Υπαλλήλων, αλλά τελικά εξαντλούν την οργή και την ορμή τους στους «συνήθεις Δημοσίους Υπαλλήλους». Στοχοθετούν στόχους που θεωρούν εύκολους, όπως «δασκαλάκους», καθηγητές Μέσης Εκπαίδευσης, ή και καμμιά …καθαρίστρια. Αλλά πρός Θεού - σκέφτονται μέσα τους - μην αγγίζουμε τίποτε δικαστικούς, τίποτε ανώτερα ή κεντρικά στελέχη υπουργείων, τίποτε υψηλόβαθμους ένστολους, τίποτε πανεπιστημιακούς της ανώτατης βαθμίδας· κρατούν λοιπόν μακριά τα χέρια από το βαθύ κράτος, μανδαρίνους και άλλους μισθωτούς του Δημόσιου Τομέα και της upper middle class.
Είναι ερώτημα άν αυτή η εκλεκτική μεταχείριση οφείλεται σε υπόγεια αλλά σιδερένια ταξική αλληλεγγύη των «μεσαιοταξιτών» μεταξύ τους (μισθωτών και μή), σε εκλεκτικές συγγένειες ιδεολογικού ή άλλου τύπου (π.χ. κοινός τρόπος ζωής), ή στις καθαρά υλικές συμβιωτικές σχέσεις της μή μισθωτής upper middle class με το μανδαρινάτο του βαθέος κράτους, ή σε αυτοκαταστροφικά συμπλέγματα που θυμίζουν το Σύνδρομο της Στοκχόλμης. Τα συμπλέγματα αυτά είναι διαδεδομένα σε μερικά μεσαία κοινωνικά στρώματα, στα οποία ανήκει και μεγάλο μέρος των πολιτικά πιο ενεργών πολιτών. Και εκτός των άλλων, η πολιτική συμπεριφορά τους στην κρίση αλλά γενικά στις τελευταίες δεκαετίες είναι μια ένδειξη εκείνης της βραχυπρόθεσμης καπατσοσύνης που γίνεται μακροπρόθεσμα αυτοκαταστροφική.
Είτε το ένα ισχύει, είτε το άλλο, είτε μείγμα τους (που είναι το πιο πιθανό), είτε πυροβολούν τα πόδια τους είτε πυροβολούν «αντιπάλους», σε κάθε περίπτωση τα συμπεράσματα δεν προοιωνίζουν τίποτε καλό. Αφενός, τα περί ισονομίας των πολιτών της εποχής της ανόδου της αστικής τάξης δεν χρησιμοποιούνται πια ούτε καν ως χωρίς αντίκρυσμα επιχειρηματολογία· αφετέρου, η αισιοδοξία τους για ανάκαμψη της χώρας είναι το ψέμα που λένε στον εαυτό τους και σε άλλους για να καθησυχάζουν τη δική τους συνείδηση.
Παλιά γνωστή ιστορία που συνεχίζεται. Ωστόσο το αποτελεσματικό εργαλείο για αντίκρουση είναι διαθέσιμο, παλιό παραδοσιακό και αυτό, άν και κάπως ξεχασμένο. Είναι η «εσωτερική» ή εμμενής κριτική (immanent critique, immanente Kritik από τα χρόνια του Χέγκελ)· δηλαδή η κριτική που φέρνει το φώς αυτή την αντίφαση μεταξύ αφενός βασικών αξιακών αρχών που αποδέχεται κανείς σιωπηρά ή τουλάχιστον δεν μπορεί να γίνει τόσο φανερά κυνικός ώστε να τις αποκηρύξει (ισονομία, δικαιοσύνη, ανάκαμψη, πρόοδος κτλ), και αφετέρου του τρόπου που τις κατανοεί και τις «εφαρμόζει» στις «λεπτομέρειες», δηλαδή στην μόνη πραγματική πραγματικότητα. Ως γνωστόν, στις λεπτομέρειες κρύβεται ο διάβολος.
Όμως, άν ξεφύγουμε λίγο από τα ενδοελληνικά, το πραγματικά νέο φαινόμενο σε όλη τη Δύση είναι άλλο: Ο «ταξικός εμφύλιος» μεταξύ παλιών και νέων μεσοαστικών κοινωνικών στρωμάτων, ο οποίος διεξάγεται κυρίως στο πολιτισμικό πεδίο.
Υπάρχουν ομάδες μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, λόγου χάρη υψηλόμισθα κομμάτια της δημοσιοϋπαλληλίας, από «ειδικά μισθολόγια» και «λειτουργούς» έως «ρετιρέ» των ΔΕΚΟ, οι οποίες, με βάση τη θέση τους στη στατιστική κλίμακα κατανομής των εισοδημάτων, στη διεθνώς αποδεκτή ορολογία της κοινωνικής επιστήμης κατατάσσονται σε δεκατημόρια της «ανώτερης μεσαίας τάξης» (upper middle class).
Υπάρχουν βέβαια και οι αντίστοιχοι συνταξιούχοι - και ειδικά αυτοί είναι συχνά πρόωροι.
Το ίδιο ισχύει και για (μικρο)επιχειρηματικές ομάδες, μικρές ή μεγαλύτερες, που συνδέονται κυρίως ή αποκλειστικά με το κράτος. Ή άλλες, που έχουν ευεργετηθεί με σταθερό ποσοστό κέρδους, δηλαδή έχουν εξαιρεθεί από τον ανταγωνισμό.
Το ίδιο ισχύει και για (μικρο)επιχειρηματικές ομάδες, μικρές ή μεγαλύτερες, που συνδέονται κυρίως ή αποκλειστικά με το κράτος. Ή άλλες, που έχουν ευεργετηθεί με σταθερό ποσοστό κέρδους, δηλαδή έχουν εξαιρεθεί από τον ανταγωνισμό.
Αντίθετα, άλλες μερίδες των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, μισθωτές ή όχι, αλλά με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο συνδεδεμενες με το βαθύ ελληνικό κράτος, είναι πάντα καλά προστατευμένες. Φροντίζει γι' αυτές ακόμη και εν μέσω κρίσης - και μάλιστα διακομματικά - η εκτελεστική και νομοθετική εξουσία. Και για τα δύσκολα, άν αυτά τα οχυρά πέσουν, υπάρχει και η δικαστική εξουσία, με τα μισθοδικεία της και με συνταγματικές ερμηνείες που παραβιάζουν τις αρχές των ίσων δικαιωμάτων και της αναλογικότητας στην κατανομή των βαρών.
(Ακόμη και από την εισφορά αλληλεγγύης απαλλάχθηκαν πρόσφατα τα αναδρομικά κάποιων προστατευμένων τμημάτων της upper middle class, μισθωτοί του βαθέος κράτους).
Πολλοί φιλελεύθεροι, όπως π.χ. ο κ. Στ. Μάνος, στην προσπάθειά τους να προπαγανδίσουν το «μικρό κράτος», κάνουν τυπικές συγχύσεις κοινωνιολογικών κατηγοριών και λογικών συνεπαγωγών, του τύπου «ο αστυνόμος είναι όργανο, το μπουζούκι είναι όργανο, άρα ο αστυνόμος και το μπουζούκι ανήκουν στο ίδιο σύνολο». Καλό όμως είναι να προσέχουν και οι υπόλοιποι, και ιδίως όσοι νομίζουν ότι έχουν την ικανότητα να χειρίζονται εργαλεία του ιστορικού υλισμού, πώς χρησιμοποιούν τους κοινωνιολογικούς όρους και τις λογικές κατηγορίες. Πίσω από την τρέχουσα χρήση των όρων «μεσαία τάξη» ή και «λαός», όπως γίνεται από φιλελεύθερους και λαϊκιστές, από δεξιούς και αριστεριστές, κρύβονται τερατώδη κατηγοριακά λάθη (category mistakes).
Καταρχάς οι μισθωτοί του Δημόσιου τομέα δεν είναι όλοι το ίδιο πράγμα. Π.χ. ο μανδαρίνος του βαθέος κράτους ή ο αρχιΔΕΚΟτζής των 2.500 μεικτών δεν είναι βέβαια «προλετάριοι» (ούτε και προ-λεφτάριοι), αλλά τυπικοί «μεσαιοταξίτες» και μάλιστα της upper middle class. Η αντικειμενική σχέση που έχουν με τον «δασκαλάκο» ή τον καθηγητή Μέσης Εκπαίδευσης είναι σαφώς σχέση ταξικής αντιπαλότητας.
Ούτε βέβαια οι συνταξιούχοι είναι όλοι το ίδιο πράγμα. Οι πιο παλαιοί των ευγενών ταμείων είναι υποδειγματικές περιπτώσεις «ευκατάστατων μεσαιοταξιτών» (και συνήθως κουβαλούν όλα τα ταξικά μίση που τρέφει αυτή η κατηγορία εναντίον των αδύναμων πολιτών), πράγμα που δεν ισχύει βέβαια για τους πολλούς συνταξιούχους του ΙΚΑ ή του ΟΕΕ - πρώην ΤΕΒΕ.
Το τελικό πολιτικό συμπέρασμα είναι ζοφερό, αλλά ακόμη χειρότερο είναι το γεγονός ότι αποκρύπτεται. Μας ξαναγυρίζει στην αρχή αυτών των μικρών κειμένων, στο όχι τόσο κρυφό κοινό μυστικό των «φιλελέδων» και των «αριστερών» ή και ακρο-«αριστερών» λαϊκιστών, που είναι ακριβώς αυτό: Στην προσπάθειά τους να υποστηρίξουν, και οι μεν και οι δε, μερίδες των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων (διαφορετικές και αντίπαλες μεταξύ τους, αλλά πάντως όχι αδύναμες οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά), προκαλούν πολιτική σύγχυση στο μυαλό των ανθρώπων. Και έτσι, ανεξαρτήτως του τί δηλώνουν, μετατρέπουν τους πραγματικά αδύναμους σε «κρέας» για τα πολιτικά «κανόνια» τους (άν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουμε μια φράση της παλαιάς Αριστεράς).
Καταρχάς οι μισθωτοί του Δημόσιου τομέα δεν είναι όλοι το ίδιο πράγμα. Π.χ. ο μανδαρίνος του βαθέος κράτους ή ο αρχιΔΕΚΟτζής των 2.500 μεικτών δεν είναι βέβαια «προλετάριοι» (ούτε και προ-λεφτάριοι), αλλά τυπικοί «μεσαιοταξίτες» και μάλιστα της upper middle class. Η αντικειμενική σχέση που έχουν με τον «δασκαλάκο» ή τον καθηγητή Μέσης Εκπαίδευσης είναι σαφώς σχέση ταξικής αντιπαλότητας.
Ούτε βέβαια οι συνταξιούχοι είναι όλοι το ίδιο πράγμα. Οι πιο παλαιοί των ευγενών ταμείων είναι υποδειγματικές περιπτώσεις «ευκατάστατων μεσαιοταξιτών» (και συνήθως κουβαλούν όλα τα ταξικά μίση που τρέφει αυτή η κατηγορία εναντίον των αδύναμων πολιτών), πράγμα που δεν ισχύει βέβαια για τους πολλούς συνταξιούχους του ΙΚΑ ή του ΟΕΕ - πρώην ΤΕΒΕ.
Το τελικό πολιτικό συμπέρασμα είναι ζοφερό, αλλά ακόμη χειρότερο είναι το γεγονός ότι αποκρύπτεται. Μας ξαναγυρίζει στην αρχή αυτών των μικρών κειμένων, στο όχι τόσο κρυφό κοινό μυστικό των «φιλελέδων» και των «αριστερών» ή και ακρο-«αριστερών» λαϊκιστών, που είναι ακριβώς αυτό: Στην προσπάθειά τους να υποστηρίξουν, και οι μεν και οι δε, μερίδες των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων (διαφορετικές και αντίπαλες μεταξύ τους, αλλά πάντως όχι αδύναμες οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά), προκαλούν πολιτική σύγχυση στο μυαλό των ανθρώπων. Και έτσι, ανεξαρτήτως του τί δηλώνουν, μετατρέπουν τους πραγματικά αδύναμους σε «κρέας» για τα πολιτικά «κανόνια» τους (άν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουμε μια φράση της παλαιάς Αριστεράς).
Georg Grosz: «Άτιτλο» |
Οι νέες και οι ερχόμενες γενεές αναλαμβάνουν - όχι με δική τους συναπόφαση - να πληρώσουν στο μέλλον τα χρέη των πατεράδων και παππούδων τους (οι πιο τυχεροί από τους οποίους έζησαν μερικές «καλές δεκαετίες», εκτός των άλλων και χάρις στα χρέη).
Ως αποζημίωση, στις νέες γενεές, ίσως και στις ερχόμενες, δίδεται ο υποκατώτατος μισθός. Και ο ανθ-υποκατώτατος: «Έξι πενηντάευρα» το μήνα - «και πολύ σου πάει» - για δουλειά οκτάωρο την ημέρα, δηλωμένη στην «Εργάνη» τετράωρο. Το άλλο τετράωρο «μαύρο». Χωρίς ένσημα.
Και χωρίς μισθό βέβαια, για όσους κάνουν πως δεν κατάλαβαν.
George Grosz: «The worker's holiday - Gott mit uns» (1919) |
Toξικά είναι:
- Το ψευδές δίλημμα, ή λαϊκισμός ή (νεο)φιλελευθερισμός
- Το εξίσου ψευδές δίλημμα, είτε περιχαράκωση στο εθνικό κράτος, είτε η εκδοχή της παγκοσμιοποίησης που βιώσαμε επί τριάντα χρόνια
- Η προπαγάνδα ότι η καλή ζωή είναι ασύμβατη με έναν οικολογικό-ορθολογικό αυτοπεριορισμό
- Ο νέος μεγάλος εμπορικός και γεωστρατηγικός ψυχρός πόλεμος ΗΠΑ - Κίνας
- Τοξικός είναι και ο ανανεωμένος γεωστρατηγικός ψυχρός πόλεμος ΗΠΑ - Ρωσίας, αλλά και η ανομολόγητη σύμπραξη Τραμπ-Πούτιν
- Τοξικά είναι τα ορυκτά καύσιμα.
- Τοξικές είναι οι διεθνείς συμμαχίες και κυνικές «γεωστρατηγικές καινοτομίες», φανερές ή κρυφές (π.χ. οι παράλληλες διαδρομές του Τραμπ και του Πούτιν, ή μάλλον των απανταχού Τραμπιστών και Πουτινιστών), οι οποίες έχουν ρίζες, εκτός των άλλων, και στο αμοιβαίο συμφέρον να συνεχισθεί η πρωτοκαθεδρία των ορυκτών καυσίμων στην τροφοδοσία με ενέργεια της παγκόσμιας παραγωγής και κατανάλωσης.
- Τοξικές είναι οι διεθνείς συμμαχίες και κυνικές «γεωστρατηγικές καινοτομίες», φανερές ή κρυφές (π.χ. οι παράλληλες διαδρομές του Τραμπ και του Πούτιν, ή μάλλον των απανταχού Τραμπιστών και Πουτινιστών), οι οποίες έχουν ρίζες, εκτός των άλλων, και στο αμοιβαίο συμφέρον να συνεχισθεί η πρωτοκαθεδρία των ορυκτών καυσίμων στην τροφοδοσία με ενέργεια της παγκόσμιας παραγωγής και κατανάλωσης.
- Τοξικό είναι το ψευδές δίλημμα, είτε αδέσποτη και αφορολόγητη ροή κεφαλαίων σε όλο τον πλανήτη, είτε εθνική περιχαράκωση και φτώχεια για τους πολλούς
- Τοξικό (και αποπροσανατολιστικό) είναι το να υποστηρίζεις «κλείσιμο των συνόρων» για την κυκλοφορία προσώπων και εμπορευμάτων, αλλά ελεύθερη και αφορολόγητη διασυνοριακή ροή κεφαλαίων σε όλο τον πλανήτη
- Τοξικό είναι το να απαιτείς «κλειστά σύνορα» για τους πρόσφυγες πολέμου, καταστροφών κτλ. Τοξική ιδέα είναι όμως και το να αρνείσαι ότι οι άνθρωποι έχουν ως βασική ανάγκη έναν δικό τους, οικείο τόπο και όχι «το οπουδήποτε» και «το όπου λάχει», χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα το «ανοιχτά σύνορα για όλους». Οι παλιοί που ήξεραν τα δύσκολα της ζωής, ήξεραν και τί είναι ξενητιά, νοσταλγία και πόνος.
- Τοξικό κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο είναι, το να αποσυντίθενται οι κοινωνικές τάξεις και να μετατρέπονται σε «μάζα» - ή και σε «όχλο». Τοξική πολιτική είναι, το να βλέπουν πολιτικά κόμματα (και πολιτικοί) τις κοινωνικές τάξεις και τους πολίτες ως «μάζα»: Σαν να είναι άμορφος, εύπλαστος χυλός ή μπάμιες καζανιού. Και για τα δύο τοξικά έχουν μιλήσει σοφοί στοχαστές - από την Χάννα Άρεντ έως τον Καρλ Μαρξ. Όταν η πολιτική λειτουργεί καταστροφικά ή παρερμηνεύει συσσωρευμένη σοφία του ανθρώπινου πολιτισμού, τότε τον λογαριασμό τον πληρώνουν κυρίως οι πιο αδύναμοι πολίτες.
- Τοξικό (και αποπροσανατολιστικό) είναι το να υποστηρίζεις «κλείσιμο των συνόρων» για την κυκλοφορία προσώπων και εμπορευμάτων, αλλά ελεύθερη και αφορολόγητη διασυνοριακή ροή κεφαλαίων σε όλο τον πλανήτη
- Τοξικό είναι το να απαιτείς «κλειστά σύνορα» για τους πρόσφυγες πολέμου, καταστροφών κτλ. Τοξική ιδέα είναι όμως και το να αρνείσαι ότι οι άνθρωποι έχουν ως βασική ανάγκη έναν δικό τους, οικείο τόπο και όχι «το οπουδήποτε» και «το όπου λάχει», χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα το «ανοιχτά σύνορα για όλους». Οι παλιοί που ήξεραν τα δύσκολα της ζωής, ήξεραν και τί είναι ξενητιά, νοσταλγία και πόνος.
- Τοξικό κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο είναι, το να αποσυντίθενται οι κοινωνικές τάξεις και να μετατρέπονται σε «μάζα» - ή και σε «όχλο». Τοξική πολιτική είναι, το να βλέπουν πολιτικά κόμματα (και πολιτικοί) τις κοινωνικές τάξεις και τους πολίτες ως «μάζα»: Σαν να είναι άμορφος, εύπλαστος χυλός ή μπάμιες καζανιού. Και για τα δύο τοξικά έχουν μιλήσει σοφοί στοχαστές - από την Χάννα Άρεντ έως τον Καρλ Μαρξ. Όταν η πολιτική λειτουργεί καταστροφικά ή παρερμηνεύει συσσωρευμένη σοφία του ανθρώπινου πολιτισμού, τότε τον λογαριασμό τον πληρώνουν κυρίως οι πιο αδύναμοι πολίτες.
- Τοξική ήταν και είναι η κυβερνητική συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, τώρα όσο και το 2015.
- Τοξικά είναι τα ελληνικά μισθοδικεία, «Συμβούλια Επικρατείας» κτλ και ο μέντοράς τους κ. Παυλόπουλος, ο ελέω ΣΥΡΙΖΑ Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας
- Τοξικό είναι να συνταξιοδοτείσαι στα 50, μετά να δουλεύεις «μαύρα» και στη συνέχεια να σου επιστρέφουν ως «αναδρομικά» αυτά που σου κρατήθηκαν ως μικρή συμβολή σου για την αντιμετώπιση της κρίσης
- Τοξικό είναι να συνταξιοδοτείσαι στα 50, μετά να δουλεύεις «μαύρα» και στη συνέχεια να σου επιστρέφουν ως «αναδρομικά» αυτά που σου κρατήθηκαν ως μικρή συμβολή σου για την αντιμετώπιση της κρίσης
- Το ίδιο τοξική είναι και μια ΕΕ που δεν μαθαίνει από την πραγματικότητα πώς να τονώσει το ένστικτο αυτοσυντήρησής της
- Τοξικές είναι οι θεραπευτικές μέθοδοι πολιτικών και τεχνοκρατών που χρησιμοποιούν «μίγμα αντιβιοτικού με ποντικοφάρμακο», υποτίθεται για να θεραπεύσουν οικονομικές και κοινωνικές ασθένειες.
- Το ίδιο τοξικός ήταν και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε (και αντιμετωπίζει) το ελληνικό πολιτικό σύστημα την εν λόγω τοξική «θεραπεία».
- Τοξικό ήταν το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων (PSI) του 2012, για λόγους που είχαν εξηγήσει, μεταξύ άλλων, ο τότε πρόεδρος της ΕΚΤ Τρισέ και το μέλος του Direktorium Μπίνι Σμάγκι.
- Το ίδιο τοξικός ήταν και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε (και αντιμετωπίζει) το ελληνικό πολιτικό σύστημα την εν λόγω τοξική «θεραπεία».
- Τοξικό ήταν το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων (PSI) του 2012, για λόγους που είχαν εξηγήσει, μεταξύ άλλων, ο τότε πρόεδρος της ΕΚΤ Τρισέ και το μέλος του Direktorium Μπίνι Σμάγκι.
- Το ΠΑΣΟΚ, έστω και με άλλο όνομα, εξακολουθεί δυστυχώς να είναι τοξικό και τώρα, όπως ήταν άλλοτε
- Ο παλιός «σοσιαλισμός για ηλίθιους» (= αντιαμερικανισμός) και οι νέες απομιμήσεις του (π.χ. αντιγερμανισμός - και διάφορες άλλες πιο διακριτικές) είναι εξίσου τοξικά ιδεολογήματα
Georg Grosz: «Έκλειψη Ηλίου» |
- Το όνομα «Μακεδονία», με το να το χρησιμοποιούν όπως το χρησιμοποιούν οι Έλληνες εθνικιστές και άλλοι πατριδέμποροι, αλλά το ίδιο και οι όμοιοί τους στην γείτονα, το ξεφτιλίζουν και αυτό και το κάνουν τοξική λέξη, και οι αποδώ και οι αποκεί. Είναι όμως παρήγορο, ότι αυτοί οι επιτήδειοι ρυπαίνουν μόνον τη λέξη· την όμορφη φύση και τον ιστορικό - κοινωνικό πλούτο αυτού του αναπόσπαστου γεωγραφικού και ιστορικού κομματιού της Ευρώπης, δεν μπορεί να τα λερώσει καμμιά εργαλειακή ιδεολογική κατασκευή πατριδέμπορων, ούτε η ευπιστία των κουφιοκέφαλων.
- Τοξικό κράτος καταδικασμένο σε αποτυχία, είναι εκείνο που άλλα κράτη του προσφέρουν λίστες πιθανών φοροφυγάδων του, αλλά η δικαστική του εξουσία χρησιμοποιεί φυτευτούς νόμους ή αμφιλεγόμενες συνταγματικές επιταγές περί παραγραφής για να σταματήσει κάθε έρευνα. Προς μεγάλη ανακούφιση των εκάστοτε κυβερνώντων και αντιπολιτευόμενων. Προς ανακούφιση και των ΜΜΕ - που παύουν να είναι σκανδαλοθηρικά μόνον όταν το σκάνδαλο δεν συμφέρει - και των «στηριγμάτων της κοινωνίας μας».
- Άκρως τοξικό είναι το πιο ψευδές δίλημμα της καθημερινής ζωής, αυτό που ζαλίζει τα μυαλά των πολλών: Είτε καταναλωτισμός και σπατάλη, είτε στέρηση και φτώχεια.
- Τοξικό είναι να πιστεύεις ότι είχαν εξίσου δίκιο ο Τζων Μέηναρντ Κέυνς και ο Φρίντριχ Χάγιεκ το 1929, ο Βλαντίμιρ Ίλιτς Λένιν και η Ρόζα Λούξεμπουργκ το 1918, ο Κώστας Μητσοτάκης και ο Αντώνης Σαμαράς το 1993.
- Τοξικό είναι να πιστεύεις ότι εκείνη τη νύχτα του Ιουνίου 2015, μετά το «δημοψήφισμα του βαρώνου Μυνχάουζεν», είχαν δίκιο και ο Αλέξης Τσίπρας και ο Γιάνης Βαρουφάκης, ή ένας από τους δυό.
- Τοξικό είναι να πιστεύεις ότι η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή 2004-2009 ήταν πιο φιλολαϊκή (χωρίς εισαγωγικά) από τις προηγούμενες κυβερνήσεις Κ. Σημίτη. Τοξικό είναι, επίσης, να κατηγορείς ως μάντη κακών τον Κ. Σημίτη, που επισείει τον κίνδυνο να ξανακυλήσει στη χαράδρα το ελληνικό κάρο· αλλά ταυτόχρονα να χαίρεσαι ή να σιωπάς για τις δικαστικές αποφάσεις που σπρώχνουν το κάρο πάλι στη χαράδρα, με την προστασία που παρέχουν στους καλύτερους πελάτες του κομματικού συστήματος: Τους προστατεύουν από το να σηκώσουν έστω και λίγο από το βάρος της φούσκας, μολονότι, αυτοί ειδικά, πολύ επωφελήθηκαν από τη φούσκα εκείνη πριν σκάσει. Βέβαια, υπάρχουν πάντα τα υποζύγια, ιδίως τα νεαρής ηλικίας, για να σηκώσουν τα βάρη, που οι δικαστές ξεφορτώνουν από τους άλλους. Όλο και θα βρεθούν «ισοδύναμα μέτρα». Ίσως λοιπόν ο Σημίτης αποδειχθεί στο τέλος υπερβολικά απαισιόδοξος.
- Εξίσου τοξικό όμως, είναι αυτό που λέει ο ίδιος ο Κώστας Σημίτης: Ότι ως πρωθυπουργός δεν ευθύνεται πολιτικά για τις πράξεις του υπουργού του και μεγάλου εσωκομματικού αντιπάλου του, αλλά ούτε και για το τί έκαναν οι άλλοι λαφυραγωγοί, εκείνοι που τον υποστήριζαν (με το αζημίωτο) μέσα στο κόμμα του ΠΑΣΟΚ.
- Ολόκληρη μηχανή παραγωγής πολλών τοξικών προϊόντων είναι το να αποσιωπούν δεξιοί, «αριστεροί» και άλλοι, το γεγονός ότι η «ισχυρή Ελλάδα» των δεκαετιών 1990-2000 ήταν μια οικονομική και κοινωνική φούσκα· η οποία, όπως θα έπρεπε να ήταν από τότε αναμενόμενο, έφθασε μετά το 2008 στον αναπότρεπτο τελικό προορισμό της κάθε φούσκας: Έσκασε μόλις την στρίμωξαν οι εξωτερικές και εσωτερικές συνθήκες.
Ο κατάλογος μπορεί να συνεχισθεί για πολύ. Τι μας απομένει λοιπόν; Ένα πράγμα κυρίως, που φαίνεται ανέφικτο, αλλά ολόκληρη η ιστορία δείχνει ότι δεν είναι: Στη νέα χρονιά 2019, αντί να καταναλώνουμε τοξικά πολιτικά δολώματα σε όμορφο περιτύλιγμα, να προσπαθούμε, όσο μπορούμε, να γίνουμε πολιτικά ζώα. Πολίτες, όχι ιδιώτες.
- Άκρως τοξικό είναι το πιο ψευδές δίλημμα της καθημερινής ζωής, αυτό που ζαλίζει τα μυαλά των πολλών: Είτε καταναλωτισμός και σπατάλη, είτε στέρηση και φτώχεια.
- Τοξικό είναι να πιστεύεις ότι είχαν εξίσου δίκιο ο Τζων Μέηναρντ Κέυνς και ο Φρίντριχ Χάγιεκ το 1929, ο Βλαντίμιρ Ίλιτς Λένιν και η Ρόζα Λούξεμπουργκ το 1918, ο Κώστας Μητσοτάκης και ο Αντώνης Σαμαράς το 1993.
- Τοξικό είναι να πιστεύεις ότι εκείνη τη νύχτα του Ιουνίου 2015, μετά το «δημοψήφισμα του βαρώνου Μυνχάουζεν», είχαν δίκιο και ο Αλέξης Τσίπρας και ο Γιάνης Βαρουφάκης, ή ένας από τους δυό.
Από έρευνα της διαΝΕΟσις, Νοέμβριος 2018 |
- Εξίσου τοξικό όμως, είναι αυτό που λέει ο ίδιος ο Κώστας Σημίτης: Ότι ως πρωθυπουργός δεν ευθύνεται πολιτικά για τις πράξεις του υπουργού του και μεγάλου εσωκομματικού αντιπάλου του, αλλά ούτε και για το τί έκαναν οι άλλοι λαφυραγωγοί, εκείνοι που τον υποστήριζαν (με το αζημίωτο) μέσα στο κόμμα του ΠΑΣΟΚ.
- Ολόκληρη μηχανή παραγωγής πολλών τοξικών προϊόντων είναι το να αποσιωπούν δεξιοί, «αριστεροί» και άλλοι, το γεγονός ότι η «ισχυρή Ελλάδα» των δεκαετιών 1990-2000 ήταν μια οικονομική και κοινωνική φούσκα· η οποία, όπως θα έπρεπε να ήταν από τότε αναμενόμενο, έφθασε μετά το 2008 στον αναπότρεπτο τελικό προορισμό της κάθε φούσκας: Έσκασε μόλις την στρίμωξαν οι εξωτερικές και εσωτερικές συνθήκες.
Γ. Ρ.
Ηλίας Νικολαίδης: Οι Επιπτώσεις της Κρίσης στα εισοδήματα των Ελλήνων - Μια Έρευνα της διαΝΕΟσις (διαΝΕΟσις, Νοέμβριος 2018)
Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν: Μην εμπιστεύεστε τη μεσαία τάξη! (Εφημερίδα των Συντακτών, 18.12.2018 - μια καλή συνοπτική ανάλυση, εξαίρεση στην εγχώρια δημοσιογραφία)
Το Α΄μέρος, με λέξεις και πράξεις που στοίχειωσαν το 2018
Γ. Β. Ριτζούλης: «Μαλθακότητα», «δικαιωματισμός»; Παρακμή της Δύσης; Ή «κοινωνία των πολιτών» χωρίς πολίτες;
Μαρκ Ζάξερ: Πολιτισμικός εμφύλιος πόλεμος των μεσαίων τάξεων, αυταπάτες των φιλελεύθερων, η διέξοδος: Στρατηγική κοινωνικών αγώνων για αναγνώριση και για αναδιανομή
Βίλχελμ Χαϊτμάγιερ: Ωμός (μεσο)αστισμός. Ο ταξικός αγώνας εκ των άνω
Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν: Μην εμπιστεύεστε τη μεσαία τάξη! (Εφημερίδα των Συντακτών, 18.12.2018 - μια καλή συνοπτική ανάλυση, εξαίρεση στην εγχώρια δημοσιογραφία)
Το Α΄μέρος, με λέξεις και πράξεις που στοίχειωσαν το 2018
Γ. Β. Ριτζούλης: «Μαλθακότητα», «δικαιωματισμός»; Παρακμή της Δύσης; Ή «κοινωνία των πολιτών» χωρίς πολίτες;
Μαρκ Ζάξερ: Πολιτισμικός εμφύλιος πόλεμος των μεσαίων τάξεων, αυταπάτες των φιλελεύθερων, η διέξοδος: Στρατηγική κοινωνικών αγώνων για αναγνώριση και για αναδιανομή
Βίλχελμ Χαϊτμάγιερ: Ωμός (μεσο)αστισμός. Ο ταξικός αγώνας εκ των άνω
Καταπληκτικό !
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή και δημιουργική χρονιά