του Κονσταντίν Βίσμαν
© Cicero - Constantin Wißmann: Lektionen von Hannah Arendt zu Trump - „Die Massen flüchten in die Fiktion“. Interview mit Hannah Arendt, 25.2.2017
Η Χάννα Άρεντ, την οποία συνήθως αποκαλούν φιλόσοφο, τόνιζε επίμονα πως όλη της η πνευματική δραστηριότητα είναι πολιτική επιστήμη, όχι φιλοσοφία. Και καθώς η ζωή της ήταν διαποτισμένη ώς το μεδούλι από τα πολιτικά γεγονότα της εποχής της και από τα φοβερά τους αποτελέσματα, η σκέψη της δύσκολα μπορούσε να κατοικεί ήρεμα σε μια «σχολή» - και στη σχόλη - των κλασικών ή και νεότερων φιλοσόφων.
Το 1933, ένα χρόνο μετά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία, η Άρεντ έγινε περιπλανώμενη πρόσφυγας: Στην Τσεχοσλοβακία, στην Ελβετία και στη Γαλλία, όπου, μετά την εισβολή των Ναζί και τη δημιουργία τού φιλοχιτλερικού «κράτους του Βισύ», δραπέτευσε από στρατόπεδο συγκέντρωσης. Κατάφερε να περάσει στην Ισπανία από το ίδιο μονοπάτι στο Portbou των παραλιακών Πυρηναίων, από το οποίο δεν έχει καταφέρει να ξεφύγει ένα χρόνο πριν ο φίλος της Βάλτερ Μπένγιαμιν. Κατέφυγε μέσω Λισαβώνας στις ΗΠΑ, όπου έζησε την υπόλοιπη ζωή της διδάσκοντας στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια τους, όπως της Καλιφόρνια στο Μπέρκλευ, στο Πρίνστον (ως η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια του) στο Northwestern, στο Σικάγο, στο Γέηλ και τελικά, μέχρι το θάνατό της το 1975, στη New School For Social Research της Ν. Υόρκης. Το 1951 δημοσίευσε το πιο σημαντικό - μαζί με την Ανθρώπινη Κατάσταση - βιβλίο της The Origins of Totalitarianism (ελλ. Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού, 3 τόμοι, Αντισημιτισμός, Ιμπεριαλισμός και Ολοκληρωτισμός, εκδ. Νησίδες).
Η Άρεντ πίστευε ότι βασική αιτία της παρακμής της δημοκρατίας και των κομμάτων - και τελικά της επικράτησης ολοκληρωτικών κινημάτων - είναι η εξατομίκευση της κοινωνίας, η διάλυση των κοινωνικών τάξεων σε ένα άμορφο σύνολο ατόμων χωρίς κοινά συμφέροντα, χωρίς κοινές αντιλήψεις και χωρίς κοινούς στόχους: Στις «μάζες». Πρόκειται για έννοια που είναι πάντα πολιτικά αμφιλεγόμενη (όσο ήταν π.χ. για τον Μαρξ πολύ πριν από την Άρεντ), και σηματοδοτεί κάτι επικίνδυνο, όπως έδειξε και ο Ελίας Κανέτι. Για την ιδέα της αυτή περί των «μαζών» με την κατεστραμμένη ταξική συνείδηση, η Άρεντ δέχθηκε πολλές επιδοκιμασίας αλλά και επικρίσεις, με πιο συγκροτημένη την κριτική από την πολιτική επιστήμονα Τζούντιθ Σκλαρ (Judith Shklar). Η Σκλαρ, Εβραία από τη Ρίγα της Λετονίας και πρόσφυγας στις ΗΠΑ όπως η Άρεντ (η οποία μεγάλωσε επίσης σε πόλη της Βαλτικής, στη γενέτειρα του Καντ Κένιξμπεργκ, σήμερα Καλίνινγκραντ, Ρωσία), άν και σε πολλά συμφωνούσε μαζί της, της καταλόγισε ένα είδος ελιτισμού που υποτιμά τον μέσο άνθρωπο. Η Σκλαρ λέει και το εξής: Μολονότι ενοχλείται όταν την αποκαλούν «φιλόσοφο», η Άρεντ κατά παράδοξο τρόπο είναι «ρομαντικά» προσκολλημένη στην εξιδανικευμένη μορφή δημοκρατίας των φιλοσόφων, της αρχαίας Αθήνας και της αρχαίας Ρώμης, που είναι αδύνατο να αναβιώσει στις πολύ σύνθετες και εξατομικευμένες νεοτερικές κοινωνίες.
Ωστόσο, το βιβλίο της Άρεντ από το 1951 για τον Ολοκληρωτισμό, που μιλούσε για τις αρχές του 20ού αιώνα και για τον Μεσοπόλεμο, μοιάζει πάλι σαν επίκαιρη, δυσοίωνη ανάλυση πολιτικών εξελίξεων που συμβαίνουν μπροστά μας τώρα: Της στροφής πολλών ψηψοφόρων σ' όλη της Δύση προς την λαϊκίστικη και εθνικιστική Δεξιά, της ανάδειξης ως προέδρου των ΗΠΑ του πιο μεγάλου δεξιού πλουτο-λαϊκιστή. Βλέπουμε πάλι, όπως παλιά, το παιχνίδι δημαγωγών και «μαζών» με την πλασματική αλήθεια, τη συνύπαρξη της ευπιστίας με τον κυνισμό, την καταφυγή πολλών ανθρώπων στους πλασματικούς κόσμους της προπαγάνδας επειδή ο πραγματικός κόσμος τους αποξενώνει. Και ως υπόβαθρο όλων αυτών, πάλι η εξατομίκευση: Η Αρεντιανή διάγνωση περί «διάλυσης της ταξικής δομής των κοινωνιών σε άμορφες μάζες».
Στην Ευρώπη των αρχών του 20ού αιώνα, τις τάξεις και τις κοινωνικές ταυτότητες με βάση την ταξική συνείδηση τις διέλυσε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η Οικονομική Κρίση του 1930. Τώρα τις διέλυσαν σε όλη τη Δύση οι βίαιες ανατροπές στον τρόπο εργασίας και ζωής, στην οικογένεια, στα ήθη και στην πλανητική κυκλοφορία του χρήματος, των εμπορευμάτων και της πληροφορίας· πάνω απ' όλα όμως, τις διέλυσε ο τρόπος που αντιμετώπισε όλα αυτά η πολιτική στην άδοξη τριακονταετία 1980-2010 και στο επακόλουθό της, στη νέα μεγάλη οικονομική κρίση μετά το 2008.
Στην Ευρώπη των αρχών του 20ού αιώνα, τις τάξεις και τις κοινωνικές ταυτότητες με βάση την ταξική συνείδηση τις διέλυσε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η Οικονομική Κρίση του 1930. Τώρα τις διέλυσαν σε όλη τη Δύση οι βίαιες ανατροπές στον τρόπο εργασίας και ζωής, στην οικογένεια, στα ήθη και στην πλανητική κυκλοφορία του χρήματος, των εμπορευμάτων και της πληροφορίας· πάνω απ' όλα όμως, τις διέλυσε ο τρόπος που αντιμετώπισε όλα αυτά η πολιτική στην άδοξη τριακονταετία 1980-2010 και στο επακόλουθό της, στη νέα μεγάλη οικονομική κρίση μετά το 2008.
Γ. Ρ.
Φυσικά, κι αυτή η συνέντευξη με την Άρεντ είναι πλασματική. Αλλά όλες οι απαντήσεις της είναι αυθεντικές και αναλλοίωτες φράσεις από το κείμενο του βιβλίου της The Origins of Totalitarianism, όπως τις επέλεξε ο Constantin Wißmann από τη γερμανική μετάφραση (Elemente und Ursprünge totalitärer Herrschaft, Antisemitismus, Imperialismus, Totalitarismus. Piper Verlag 1991). Εξαίρεση αποτελούν μόνον μεμονωμένες, ολιγόλεκτες αφαιρέσεις ή προσθήκες, για να βελτιωθεί η ροή του κειμένου.
Κυρία Άρεντ, όταν βλέπουμε τι κάνει ο Ντόναλντ Τραμπ, αναρωτιόμαστε πώς τα κατάφερε και έγινε πρόεδρος σε μια πολιτισμένη χώρα, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες. Χωρίς να θέλω να εξισώσω αυτούς τους δύο, στη Γερμανία γράφτηκαν αμέτρητα βιβλία σχετικά με το πώς ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία. Μερικά από αυτά, τα γράψατε εσείς. Εξηγείστε μας τι συμβαίνει τώρα!
Ολοκληρωτικά κινήματα μπορούν να προκύψουν παντού όπου υπάρχουν μάζες, όταν αυτές για διάφορους λόγους αποζητούν πολιτική οργάνωση. Τις μάζες δεν τις ενώνουν κοινά συμφέροντα και δεν έχουν κανενός είδους ταξική συνείδηση που θέτει προσδιορισμένους, οριοθετημένους και εφικτούς στόχους. Ο όρος «μάζες» μπορεί να χρησιμοποιείται εύστοχα τότε και μόνον τότε, όταν έχουμε να κάνουμε με ομάδες που, είτε επειδή είναι υπερβολικά πολυδιασπασμένες, είτε επειδή είναι αδιάφορες για τα κοινά, δεν μπορούν να αρθρωθούν σε κάποιας μορφής πολιτική οργάνωση με βάση τα κοινά τους συμφέροντα και τις κοινές εμπειρίες μέσα σ' έναν κόσμο που αντιμετωπίζουν από κοινού· δηλαδή δεν μπορούν να ενταχθούν ούτε σε κόμματα, ούτε σε ομάδες εκπροσώπησης συμφερόντων, ούτε σε φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης, ούτε σε συνδικάτα, ούτε σε επαγγελματικές ενώσεις. Είναι δυνατό να υπάρξουν σε κάθε χώρα και ανά πάσα στιγμή. Και μάλιστα, μπορεί συχνά να αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού ακόμη και πολύ πολιτισμένων χωρών· μόνον που στις συνήθεις εποχές και υπό κανονικές συνθήκες παραμένουν πολιτικά ανενεργές και ουδέτερες. Τους αρκεί να μην ψηφίζουν στις εκλογές και να μην εντάσσονται σε κόμματα.
Πράγματι, ο Τραμπ δρομολόγησε στις ΗΠΑ ένα κίνημα των λευκών μεσαίων τάξεων. Ούτε οι καθιερωμένοι υποψήφιοι του κόμματός του, του Ρεπουμπλικανικού, ούτε οι αντίπαλοί τους Δημοκρατικοί, μπόρεσαν να σταματήσουν αυτό το κίνημα. Γιατί δεν κατάφεραν τα καθιερωμένα κόμματα να ενσωματώσουν ή να απορροφήσουν το κίνημα αυτό;
Με όποιον τρόπο και να εξελίσσεται σε κάθε χρονική φάση η διαδικασία της αποξένωσης μεταξύ λαού και κυβέρνησης, είναι φανερό ότι από τα τέλη του 19ου αιώνα, το σύστημα των κοινοβουλευτικών κομμάτων κατανοείται μόνιμα από την κοινή γνώμη ως ένα σύστημα που παρακμάζει και θεωρείται από αυτήν ολοένα και περισσότερο ως ένας θεσμός δαπανηρός και στην πράξη περιττός. Το φαινόμενο αυτό, να έχει μεγάλες πιθανότητες πραγματικής δημοφιλίας κάθε πολιτική ομάδα που παρουσιάζεται ως εξωκοινοβουλευτική και προβάλλοντας το πρόγραμμά της ως κάτι πέραν κομματικών και ταξικών συμφερόντων, έχει ηλικία πάνω από εκατό ετών. Φυσικά, το ότι αυτές οι ομάδες υπηρετούν το κοινό καλό και μέλλει να αποδειχτούν πιό κατάλληλες για τη διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων σε σύγκριση με το σύστημα των κοινοβουλευτικών κομμάτων, ήταν μόνον μια ψευδαίσθηση. Στην πραγματικότητα όλες τους επιδίωξαν έναν και μόνο στόχο: Να βάλουν τα δικά τους ιδιαίτερα συμφέροντα στη θέση των πολλών αντικρουόμενων συμφερόντων της ταξικής κοινωνίας και να αλώσουν την εξουσία, δηλαδή τον κρατικό μηχανισμό, υπό τη μορφή της δικτατορίας ενός κόμματος.
Χαρακτηριστικό της ανόδου των ολοκληρωτικών κινημάτων στην Ευρώπη, τόσο των φασιστικών όσο και των κομμουνιστικών, ήταν το εξής: Στρατολόγησαν τα μέλη τους από τις μάζες εκείνων των πληθυσμιακών ομάδων, των φαινομενικά εντελώς αδιάφορων για την πολιτική, που είχαν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους από όλα τα άλλα κόμματα, επειδή τις θεωρούσαν είτε πολύ ηλίθιες είτε πολύ απαθείς. Η τεράστια επιτυχία των ολοκληρωτικών κινημάτων σήμανε το τέλος δύο αυταπατών, που τις πλήρωσαν πολύ ακριβά όλοι οι δημοκράτες. Η πρώτη αυταπάτη τους ήταν ότι όλοι οι κάτοικοι μιας χώρας είναι και πολίτες, οι οποίοι έχουν ενεργό ενδιαφέρον για τις δημόσιες υποθέσεις· και ότι κάθε άτομο, μολονότι δεν χρειάζεται αναγκαστικά να οργανώνεται σε ένα κόμμα, ωστόσο κάποιο από αυτά τα κόμματα θα συμπαθεί και θα αισθάνεται ότι τον αντιπροσωπεύει, ακόμη και στην περίπτωση που το άτομο αυτό ποτέ πάει να ψηφίσει. Τα κινήματα απέδειξαν ότι οι πολιτικά ουδέτερες και αδιάφορες μάζες μπορούν να αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού ακόμη και σε μια δημοκρατία· και, επομένως, ότι υπάρχουν κράτη που κυβερνώνται με δημοκρατικό τρόπο, τα οποία, άν και λειτουργούν υπό την έννοια της αρχής της πλειοψηφίας, ωστόσο, αυτή που κυβερνά είναι μόνον μια μειοψηφία. Ή ακόμη, αυτή που αντιπροσωπεύεται πολιτικά, είναι μόνον μια μειοψηφία του πληθυσμού.
Και η δεύτερη αυταπάτη;
Η δεύτερη αυταπάτη ήταν η εξής: Αυτές οι πολιτικά ουδέτερες και αδιάφορες μάζες είναι και χωρίς κανένα πολιτικό βάρος· και στην πραγματικότητα, παντού και όποτε υπάρχουν είναι ανενεργές και ουδέτερες, σχηματίζουν μόνον το υπόβαθρο της πολιτικής ζωής του έθνους. Ο βαθύς συγκλονισμός της όλης πολιτικής ζωής, που πυροδότησε τα ολοκληρωτικά κινήματα, δείχνει σαφώς ότι ένα δημοκρατικό πολίτευμα χρειάζεται τη σιωπηλή συναίνεση όλων των πολιτικά ανενεργών στοιχείων του πληθυσμού και εξαρτάται από αυτήν την άναρθρη και μη ελέγξιμη διάθεση των μαζών, όπως ακριβώς εξαρτάται από τους δομημένους και οργανωμένους θεσμούς.
Ωστόσο, τίθεται το εξής ερώτημα: Γιατί είναι οι άνθρωποι τόσο ευάλωτοι σ΄αυτά τα ψεύδη; Στο κάτω κάτω, δεν είναι και τόσο δύσκολο να ανακαλύψουμε άν κάποιος λέει την αλήθεια ή όχι. Συχνά αρκεί μόνον η κοινή λογική.
Προτού ανέλθουν στην εξουσία τα ολοκληρωτικά κινήματα, ποροβάλλουν και υπόσχονται έναν ψευδοκόσμο της συνέπειας, που ανταποκρίνεται στις ανάγκες της
ανθρώπινης ψυχής καλύτερα από την ίδια την πραγματικότητα· έναν κόσμο, μέσα στον οποίο
οι ξεριζωμένες μάζες, με την βοήθεια της ανθρώπινης φαντασίας, μπορούν επιτέλους να αισθάνονται οικεία, προστατευμένες από τις διαρκείς αναταραχές στις οποίες υποβάλλει συνεχώς η πραγματική ζωή τους ανθρώπους και διαψεύδει τις προσδοκίες τους.
Οι άνθρωποι αντιδρούν έτσι όχι επειδή είναι ηλίθιοι ή κακοί, αλλά επειδή όταν επικρατεί γενική κατάρρευση και χάος,
αυτή η φυγή στο πλασματικό φαίνεται τουλάχιστον να τους εξασφαλίζει ένα ελάχιστο αυτοσεβασμού και ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η
έμμονη τυφλότητα, που είναι χαρακτηριστικό της φυγής των μαζών από την πραγματικότητα σ' έναν πλασματικό κόσμο της συνέπειας και της συνοχής, αντιστοιχεί στο γεγονός ότι είναι ανέστιες και ξένες σε έναν κόσμο στον οποίο δεν
μπορούν πια να υπάρχουν, επειδή η αναρχία του τυχαίου και απρόβλεπτου, παίρνοντας τη
μορφή μεγάλων καταστροφών, έχει γίνει ο εξουσιαστής τους. Η
εξέγερση των μαζών ενάντια στην αίσθηση της πραγματικότητας της κοινής λογικής και ενάντια σ' αυτά που θεωρεί διαχρονικά η κοινή λογική εύλογα και εφικτά, είναι το αποτέλεσμα της εξατομίκευσης [των ανθρώπων που πέφτουν στην κατάσταση της μάζας]. Εξαιτίας της εξατομίκευσης, όχι μόνον έχασαν την θέση τους στην κοινωνία,
αλλά μαζί με αυτήν έχασαν το σύνολο των σχέσεών τους εντός της κοινότητας· αλλά μόνον μέσα στο πλαίσιο αυτών των χαμένων σχέσεων μπορεί να λειτουργήσει η κοινή λογική. Μόνον εκεί όπου η κοινή λογική έχει χάσει το νόημά της, μπορεί η ολοκληρωτική προπαγάνδα να της καταφέρνει καίρια χτυπήματα χωρίς ανταπόδοση και τιμωρία.
Θέλουν λοιπόν οι άνθρωποι να εξαπατώνται; Ή, για να θέσω αλλιώς το ερώτημα, γιατί εξέλεξαν ως πρόεδρο έναν πολιτικό που τους αποτυφλώνει κατάφωρα, όπως ο Ντόναλντ Τραμπ;
Η συνύπαρξη της ευπιστίας με τον κυνισμό, πριν γίνει συνηθισμένο χαρακτηριστικό των μαζών στον σύγχρονο κόσμο, ήταν ένα χαρακτηριστικό της νοοτροπίας του όχλου. Και
στις δύο περιπτώσεις, αυτή η ανάμιξη προέκυπτε όπου οι άνθρωποι, μέσα σε έναν
διαρκώς μεταβαλλόμενο και ολοένα πιο ακατανόητο κόσμο, πείθονταν ή συνήθιζαν να πιστεύουν τα πάντα και να μη πιστεύουν τίποτε, έχοντας την πεποίθηση ότι
τα πάντα είναι δυνατά και τίποτε δεν είναι αληθινό. Η συνύπαρξη της ευπιστίας και του κυνισμού ήταν κάτι από μόνο του πολύ αξιοσημείωτο, γιατί σήμαινε το τέλος εκείνης της ψευδαίσθησης, σύμφωνα με
την οποία η ευπιστία χαρακτηρίζει πρωτόγονα, «αγράμματα» άτομα, ενώ ο
κυνισμός είναι το αμάρτημα των αυτοκυρίαρχων και και εξευγενισμένων πνευμάτων. Σ' αυτήν
την προκατάληψη, η μαζική προπαγάνδα έβαλε τέλος, γιατί η εξαιρετική επιτυχία της προϋποθέτει ένα κοινό πάντα πρόθυμο να αποδέχεται με αφέλεια και ευπιστία τα πάντα, οσοδήποτε απίθανα και εξωπραγματικά· το οποίο μάλιστα δεν
αγανακτά ούτε κατ΄ ελάχιστο, ακόμη και όταν αποκαλύπτεται η απάτη, επειδή προφανώς θεωρεί ούτως ή άλλως κάθε ισχυρισμό ως ψεύδος.
Δεν παίζει λοιπόν κανέναν ρόλο το να λέγεται η αλήθεια;
Οι ολοκληρωτικοί ηγέτες έχουν στηρίξει ολόκληρη την προπαγάνδα τους σε μια υπόθεση ψυχολογικά ορθή: Οι ίδιοι άνθρωποι που μπορεί σήμερα να οδηγηθούν στο να αποδέχονται τα πιο απίστευτα παραμύθια, αύριο, αν τυχόν πεισθούν ότι τα παραμύθια αυτά δεν έχουν τίποτε αληθινό, μπορεί να οδηγηθούν στο να ισχυρίζονται κυνικά ότι είχαν από την αρχή καταλάβει τα ψέματα, αλλά είναι υπερήφανοι που έχουν ηγέτες, οι οποίοι έχουν αυτοπεποίθηση και ξέρουν καλά να σέρνουν από τη μύτη τους άλλους ανθρώπους.
Δεν παίζει λοιπόν κανέναν ρόλο το να λέγεται η αλήθεια;
Οι ολοκληρωτικοί ηγέτες έχουν στηρίξει ολόκληρη την προπαγάνδα τους σε μια υπόθεση ψυχολογικά ορθή: Οι ίδιοι άνθρωποι που μπορεί σήμερα να οδηγηθούν στο να αποδέχονται τα πιο απίστευτα παραμύθια, αύριο, αν τυχόν πεισθούν ότι τα παραμύθια αυτά δεν έχουν τίποτε αληθινό, μπορεί να οδηγηθούν στο να ισχυρίζονται κυνικά ότι είχαν από την αρχή καταλάβει τα ψέματα, αλλά είναι υπερήφανοι που έχουν ηγέτες, οι οποίοι έχουν αυτοπεποίθηση και ξέρουν καλά να σέρνουν από τη μύτη τους άλλους ανθρώπους.
Ο Constantin Wißmann είναι δημοσιογράφος στο περιοδικό Cicero. Γράφει επίσης στην εφημερίδα Die Zeit, στον Spiegel, στις εφημερίδες FAZ και taz, καθώς και σε άλλα περιοδικά και εφημερίδες. Σπούδασε ιστορία στο Λονδίνο και δημοσιογραφία στο Βερολίνο. Ο προσωπικός του ιστοχώρος.
Άρθρα του Constantin Wißmann στο Cicero Online
Άρθρα του Constantin Wißmann στην εφημερίδα Die Zeit
Στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση:
Χάννα Άρεντ (από το βιβλίο Vita Activa): Γέννηση, άνθρωπος, κόσμος
ΥΓ 30.12.2017 - à propos οι απόψεις του Στέλιου Ράμφου:
Το ερμηνευτικό σχήμα του Στέλιου Ράμφου (→ βλ. και εδώ ←) είναι ένα παρακλάδι της θεωρητικής υπόθεσης περί ελληνικής «ιδιαιτερότητας». Είναι βέβαια διευρυμένο, αφού με την επίκληση της Ανατολικής Ορθοδοξίας εντάσσει σ' αυτό και τα ορθόδοξα Σλαβικά έθνη, τους Ρώσους, Ουκρανούς, Βούλγαρους, Σέρβους και Σλαβομακεδόνες. Ίσως και τους Λατινογενείς γλωσσο-πολιτισμικά, αλλά ορθόδοξους θρησκευτικά Ρουμάνους.
Τα σχήματα αυτά πάσχουν ως προς την εμπειρική επαλήθευση. Σχεδόν όμοια χαρακτηριστικά κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής συμπεριφοράς συναντάμε από την ορθόδοξη Βουλγαρία μέχρι την Καθολική Ιταλία, τουλάχιστον τη νότια, αλλά μερικά τα βλέπουμε και στην Ιβηρική Χερσόνησο.
Τα μεγάλα και πιο «ολιστικά» παραδείγματα κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής συμπεριφοράς είναι κοινά σε όλη τη Δύση (στην «Abendland» - «Εσπερία» - που λέει και ο Γιόσκα Φίσερ, δηλαδή στη Δύση με την πολιτισμική-ιστορική έννοια της πολύ μακράς διάρκειας, σε αντιδιαστολή με την καθαρά πολιτική Δύση - «West» - που ίσως φτάνει σήμερα στο τέλος της). Και η Ελλάδα είναι «Εσπερία» όσο και η Γαλλία, αλλά όσο και η Ρωσία, μετά τον Μεγάλο Πέτρο.
Αυτά τα ολιστικά παραδείγματα είναι ιστορικά, όχι «ασάλευτα» - δηλαδή αλλάζουν κυρίως μέσα στον χρόνο, όχι στον χώρο. Π.χ. ο πολιτικός διανοητής - και πολιτικός - Ρήγας Βελεστινλής του 1800 και οι μορφές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού επί Οθωμανοκρατίας, π.χ. του Ηπειρωτικού Διαφωτισμού, όπως ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, ο Αθανάσιος Ψαλίδας και ο Νεόφυτος Δούκας, ή άλλοι, από τον Ευγένιο Βούλγαρη, τον Ιώσηπο Μοισιόδακα και τον Δημήτριο Καταρτζή μέχρι τον Θεόφιλο Καΐρη, ήταν διαποτισμένοι από τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, αλλά πόση σχέση έχει η σκέψη τους με των σημερινών Ελλήνων πολιτικών και των περισσότερων Ελλήνων πολιτικών διανοητών; Και παραμένει αναπάντητο το ιστορικό ερώτημα, για ποιούς ακριβώς λόγους, μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, ακυρώθηκε αυτός ο ασθενικός αλλά υπαρκτός προεπαναστατικός Νεοελληνικός Διαφωτισμός.
Αυτά που έγραψε η Χάννα Άρεντ στο βιβλίο της Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού το 1951 για κάποιες συνιστώσες αυτού το «ολιστικού» ιστορικού παραδείγματος κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής συμπεριφοράς στη Δύση του 20ού αιώνα - φανερά παρούσες και πάλι, σήμερα! - είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Η πραγματική διαφορά είναι, ότι το σχήμα της Άρεντ, αλλού έχει πυροδοτήσει εξίσου ενδιαφέρουσες συζητήσεις και αντιλογίες, σχεδόν άγνωστες στην καχεκτική ελληνική δημόσια σφαίρα, ακόμη και στον ακαδημαϊκό χώρο.
Αυτό που εκλαμβάνεται συχνά στην εγχώρια πολιτική και ακαδημαϊκή δημόσια σφαίρα (και όχι μόνον στην εγχώρια), γενικά και αόριστα, ως σχεδόν διαχρονική «αδυναμία μιας κοινωνίας» εν γένει, στην πραγματικότητα είναι ιστορική αδυναμία αυτής της πολιτικής και ακαδημαϊκής δημόσιας σφαίρας στην εποχή της προχωρημένης νεοτερικότητας. Και είναι άλλο πράγμα το να μιλάς, γενικά και αόριστα, για την «αδυναμία μιας κοινωνίας»· και εντελώς άλλο, το να μιλάς γι' αυτή την πραγματική ιστορικά διαμορφωμένη αδυναμία στην πολιτική και ακαδημαϊκή σφαίρα και στις κοινωνικές ομάδες που ενεργούν εντός της. Ή ακόμη, για τις πραγματικές διαδικασίες που αποσυνθέτουν μια ταξική κοινωνία σε εξατομικευμένες «μάζες», όπως έλεγε η Άρεντ.
Και αυτά τα τελευταία δεν είναι και τόσο «ιδιαίτερα» ελληνικά φαινόμενα.
Τα σχήματα αυτά πάσχουν ως προς την εμπειρική επαλήθευση. Σχεδόν όμοια χαρακτηριστικά κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής συμπεριφοράς συναντάμε από την ορθόδοξη Βουλγαρία μέχρι την Καθολική Ιταλία, τουλάχιστον τη νότια, αλλά μερικά τα βλέπουμε και στην Ιβηρική Χερσόνησο.
Τα μεγάλα και πιο «ολιστικά» παραδείγματα κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής συμπεριφοράς είναι κοινά σε όλη τη Δύση (στην «Abendland» - «Εσπερία» - που λέει και ο Γιόσκα Φίσερ, δηλαδή στη Δύση με την πολιτισμική-ιστορική έννοια της πολύ μακράς διάρκειας, σε αντιδιαστολή με την καθαρά πολιτική Δύση - «West» - που ίσως φτάνει σήμερα στο τέλος της). Και η Ελλάδα είναι «Εσπερία» όσο και η Γαλλία, αλλά όσο και η Ρωσία, μετά τον Μεγάλο Πέτρο.
Αυτά τα ολιστικά παραδείγματα είναι ιστορικά, όχι «ασάλευτα» - δηλαδή αλλάζουν κυρίως μέσα στον χρόνο, όχι στον χώρο. Π.χ. ο πολιτικός διανοητής - και πολιτικός - Ρήγας Βελεστινλής του 1800 και οι μορφές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού επί Οθωμανοκρατίας, π.χ. του Ηπειρωτικού Διαφωτισμού, όπως ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, ο Αθανάσιος Ψαλίδας και ο Νεόφυτος Δούκας, ή άλλοι, από τον Ευγένιο Βούλγαρη, τον Ιώσηπο Μοισιόδακα και τον Δημήτριο Καταρτζή μέχρι τον Θεόφιλο Καΐρη, ήταν διαποτισμένοι από τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, αλλά πόση σχέση έχει η σκέψη τους με των σημερινών Ελλήνων πολιτικών και των περισσότερων Ελλήνων πολιτικών διανοητών; Και παραμένει αναπάντητο το ιστορικό ερώτημα, για ποιούς ακριβώς λόγους, μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, ακυρώθηκε αυτός ο ασθενικός αλλά υπαρκτός προεπαναστατικός Νεοελληνικός Διαφωτισμός.
Αυτά που έγραψε η Χάννα Άρεντ στο βιβλίο της Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού το 1951 για κάποιες συνιστώσες αυτού το «ολιστικού» ιστορικού παραδείγματος κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής συμπεριφοράς στη Δύση του 20ού αιώνα - φανερά παρούσες και πάλι, σήμερα! - είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Η πραγματική διαφορά είναι, ότι το σχήμα της Άρεντ, αλλού έχει πυροδοτήσει εξίσου ενδιαφέρουσες συζητήσεις και αντιλογίες, σχεδόν άγνωστες στην καχεκτική ελληνική δημόσια σφαίρα, ακόμη και στον ακαδημαϊκό χώρο.
Αυτό που εκλαμβάνεται συχνά στην εγχώρια πολιτική και ακαδημαϊκή δημόσια σφαίρα (και όχι μόνον στην εγχώρια), γενικά και αόριστα, ως σχεδόν διαχρονική «αδυναμία μιας κοινωνίας» εν γένει, στην πραγματικότητα είναι ιστορική αδυναμία αυτής της πολιτικής και ακαδημαϊκής δημόσιας σφαίρας στην εποχή της προχωρημένης νεοτερικότητας. Και είναι άλλο πράγμα το να μιλάς, γενικά και αόριστα, για την «αδυναμία μιας κοινωνίας»· και εντελώς άλλο, το να μιλάς γι' αυτή την πραγματική ιστορικά διαμορφωμένη αδυναμία στην πολιτική και ακαδημαϊκή σφαίρα και στις κοινωνικές ομάδες που ενεργούν εντός της. Ή ακόμη, για τις πραγματικές διαδικασίες που αποσυνθέτουν μια ταξική κοινωνία σε εξατομικευμένες «μάζες», όπως έλεγε η Άρεντ.
Και αυτά τα τελευταία δεν είναι και τόσο «ιδιαίτερα» ελληνικά φαινόμενα.
Γ. Ρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου