Ένας συντηρητικός πολιτικός σχολιαστής, ο Κώστας Ιορδανίδης, τις τελευταίες ημέρες του 2017, έγραψε εύστοχα στην εφημερίδα Καθημερινή για το λεγόμενο μακεδονικό ζήτημα, μεταξύ άλλων τα εξής:
«[...] Φθάσαμε αισίως στα τέλη του 2017 και η ονομασία της ΠΓΔ της Μακεδονίας αναδεικνύεται σε μείζον ζήτημα πολιτικής αντιπαραθέσεως, πριν συνομολογηθεί καν συμφωνία [...] Παρέλκει ασφαλώς το ιστορικό της κρίσεως του “μακεδονικού ζητήματος” υπό τη νέα του μορφή – διότι περί αυτού και μόνον πρόκειται – και η άθλια διαχείρισή του, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, όταν διαμορφώθηκαν οι προϋποθέσεις μονίμου αδιεξόδου [...] το αδιέξοδο είναι πλήρες και ουδείς συναισθάνεται την ευθύνη. Οι πάντες αισθάνονται δικαιωμένοι, είτε επιδιώκουν μια λύση συμβιβαστική είτε την απορρίπτουν [...]».
Και καταλήγει αναφέροντας ως εξαίρεση την κίνηση (κατ' άλλους αμφιλεγόμενη) του Γεωργίου Ράλλη, ο οποίος, όταν στηνόταν σε γερά θεμέλια αυτό το αδιέξοδο, «αηδίασε» και «παραιτήθηκε από το βουλευτικό αξίωμα, στις 29 Μαρτίου 1993, αποδοκιμάζοντας τους χειρισμούς του πρωθυπουργού Μητσοτάκη και την αδιαλλαξία του ΠΑΣΟΚ».
Το άρθρο του Κ. Ιορδανίδη αναλύει εύστοχα και σύντομα το μέρος της άθλιας πολιτικής διαχείρισης που χρεώνεται στη «δική μας» πλευρά, σε τούτο το νοτιοβαλκανικό σήριαλ επαναμβανόμενων επεισοδίων τύπου Star Wars, με φαινομενικό επίκεντρο τους εκατέρωθεν «πατριωτισμούς»· στην πραγματικότητα η άθλια διαχείριση ήταν και είναι, κατά πρώτο λόγο, κλασικός επικοινωνιακός κομματικός πόλεμος, αγώνας για τα σύμβολα, με όπλα τα σύμβολα και με διεγερτικό τα σύμβολα, για να κατακτηθούν καρδιές και πνεύματα στα εσωτερικά ακροατήρια και εκλογικά σώματα των δύο χωρών. Και αυτά τα χρόνια τα είδαμε όλα: Δεν υπάρχουν πιά αθώοι θεατές. Το κατοπτρικό είδωλο της πρώτης, της «δικής μας» άθλιας διαχείρισης, το είδαμε μετά απέναντι από την Αθήνα, τσιμεντοσανίδες Aquapanel να λαμποκοπούν σαν αρχαία Πεντελικά μάρμαρα στα Σκόπια.
Πράγματι το αδιέξοδο είναι πλήρες. Αλλά το σκηνικό αυτό στήθηκε και συντηρείται, επειδή το πραγματικό ζήτημα που στοιχειώνει την πολιτική αντιπαράθεση εντός της χώρας μας δεν είναι το πώς θα ονομάζεται η πΓΔ της Μακεδονίας, αλλά το πώς θα χρησιμοποιήσει η Α ή η Β κομματική παράταξη ως εργαλείο το πρόβλημα του «ονόματος» για να προκαλέσει ζημιά στην αντίπαλό της. Και συνακόλουθα, να κερδίσει αυτή πόντους για τις επόμενες κάλπες.
Τα πρώτα που παραβλέφθηκαν ήταν, ως συνήθως, τα «τεχνικά» στοιχεία του ζητήματος
Τα πρώτα που παραβλέφθηκαν, όπως συνηθίζεται στην ελληνική πολιτική, ήταν τα εντελώς «τεχνικά» στοιχεία του ζητήματος. Λόγου χάρη, αυτά που προκύπτουν από τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) και τη διανομή της «γεωγραφικής Μακεδονίας» ή από τη διεθνή προϊστορία ανάλογων ζητημάτων «διανομής» που δημιουργεί μια οιονεί νομολογία ή δεδικασμένο στη Διεθνή Πολιτική και στο Διεθνές Δίκαιο: Π.χ. το μικρό ανεξάρτητο Λουξεμβούργο και η μεγαλύτερη Περιφέρεια του Λουξεμβούργου στο Βέλγιο, η ανεξάρτητη Μογγολία και η επαρχία Εσωτερική Μογγολία της Κίνας, η Πολιτεία της Καλιφόρνιας στις ΗΠΑ και η Κάτω Καλιφόρνια στο (κάποτε εμπόλεμο με τις ΗΠΑ) Μεξικό, αντίστροφα Νέο Μεξικό και Μεξικό, κλπ.Τα «δεδικασμένα» στη διεθνή πολιτική δεν ήταν καθόλου ευνοϊκά για την ελληνική θέση όπως διαμορφώθηκε το 1993 και αυτό κάνει να φαίνεται ακόμη πιο άθλια η άθλια διαχείριση. Φυσικά, όσοι ειδικοί διακρίνονται για περίσσεια ικανοτήτων και έλλειμμα ιδεοπληξίας είχαν επισημάνει έγκαιρα στους πολιτικά υπεύθυνους τα «τεχνικά» της υπόθεσης· το γεγονός ότι αυτά αγνοήθηκαν εντελώς, είναι μια ακόμη ένδειξη, ότι για τους πολιτικά υπεύθυνους το πάν ήταν τα συνήθη φαντασιόπληκτα και επικίνδυνα ιδεολογήματα (του τύπου «τα Σκόπια θα διαλυθούν ως κράτος»), κυρίως όμως το εμπόριο «πατριωτισμού» στην εσωτερική αγορά ιδεολογημάτων με στόχο την παραταξική επικοινωνιακή επιτυχία. Η διαμόρφωση κατάλληλων ελληνικών θέσεων και η επιτυχής στήριξή τους στη διεθνή διπλωματική αρένα, γι' αυτούς ήταν απλό πάρεργο.
Το ίδιο παιχνίδι που παίχτηκε ως τραγωδία στη δεκαετία του 1990 μεταξύ αφενός του ΠΑΣΟΚ (σύν των εκ της ΝΔ συμπαραταχθέντων, φανερά ή υπόγεια) και αφετέρου της λοιπής ΝΔ, πάει να ξαναπαιχτεί σήμερα ως φάρσα μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Είναι εντυπωσιακή η εμμονή των εκάστοτε αντιπολιτευομένων σε συνταγές που εγγυώνται αποτυχία στην ευρύτερη, εθνική κλίμακα, αλλά ποιος νοιάζεται γι' αυτήν; Η επιτυχία του κόμματος και η νομή του κράτους είναι το πάν, το ευρύτερο καλό δεν είναι τίποτε. Και με τις δημοσκοπικές του επιδόσεις να κατρακυλούν, τί πιο αναμενόμενο από το σκέφτεται σοβαρά να ποντάρει τα ρέστα του και ο μικρός κυβερνητικός συνεταίρος του ΣΥΡΙΖΑ, κατά τις συνήθειες όσων εμπιστεύονται την τύχη τους και πάνε τη μια φορά στο κόκκινο και την άλλη στο μαύρο της πολιτικής ρουλέτας· πόσο μάλλον όταν ελπίζει, εύλογα, ότι διατηρεί ακόμη κάποια πιστοποιητικά του παλαιότερου «εθνικόφρονος» βίου. Ποντάρει και ο κ. Μάρδας, μετά και η κ. Καϊλή - στο κάγγελο της ρουλέτας· και όμως, το ΠΑΣΟΚ που ξέραμε υπάρχει!
Αντί να αντιπαρατίθενται προτάσεις δημιουργικής πολιτικής, ρίχνονται πάλι ζάρια. Οι στρατηγοί των κομμάτων παίζουν με το διακύβευμα άν θα χαθεί η δεδηλωμένη και θα πέσει η κυβέρνηση ή άν οι σπόροι του «μακεδονικού» διασπαστικού σχιζομύκητα, που επιδείνωσαν την διαρκή μετά το 1981 φραξιονιστική πάλη χωρίς αρχές στη ελληνική Κεντροδεξιά και έσχισαν τον κορμό της το 1993, θα βλαστήσουν και πάλι.
Τα αντίρροπα ζεύγη του «πατριωτισμού» και τα καταφύγια της φαυλότητας
Αντί να αντιπαρατίθενται προτάσεις δημιουργικής πολιτικής, ρίχνονται πάλι ζάρια. Οι στρατηγοί των κομμάτων παίζουν με το διακύβευμα άν θα χαθεί η δεδηλωμένη και θα πέσει η κυβέρνηση ή άν οι σπόροι του «μακεδονικού» διασπαστικού σχιζομύκητα, που επιδείνωσαν την διαρκή μετά το 1981 φραξιονιστική πάλη χωρίς αρχές στη ελληνική Κεντροδεξιά και έσχισαν τον κορμό της το 1993, θα βλαστήσουν και πάλι.
Τα αντίρροπα ζεύγη του «πατριωτισμού» και τα καταφύγια της φαυλότητας
Το άλλο εντυπωσιακό, που ήταν και αυτό από την αρχή εντελώς αναμενόμενο για όσους μελετούν την ιστορία, κανείς δεν θέλει να το αγγίξει και να αντλήσει συμπεράσματα, ακριβώς επειδή είναι τόσο ειρωνικά καυστικό: Και στην γείτονα παίχτηκε και παίζεται το ίδιο ακριβώς διπολικό παιχνίδι εργαλειακής χρήσης του «ονόματος» μεταξύ του εκεί Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, σήμερα κυβερνητικού, και του πρώην κυβερνώντος συντηρητικού VMRO-DPMNE, συνδεδεμένου μέλους του σοβαρού Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, αλλά μπλεγμένου σήμερα με κοινοβουλευτικές προανακριτικές επιτροπές, με ειδικούς εισαγγελείς κατά της διαφθοράς και με δίκτυα δημοσιογράφων - κυνηγών σκανδάλων, αυτών που αποκάλυψαν τα «χαρτιά του Παραδείσου» και τα «χαρτιά του Παναμά».
Φυσικά, στις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες, την πολιτική (και την εξωτερική πολιτική) την μορφοποιούν - και πρέπει να την μορφοποιούν - τα κόμματα ως αντιπρόσωποι πολιτών με διακριτά διαφορετικές απόψεις, τα μεν κυβερνητικά ασκώντας εκτελεστική εξουσία με βάση τις κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, το πρόγραμμά τους και το Σύνταγμα, τα δε αντιπολιτευτικά ασκώντας κριτική και αντιπροτείνοντας. Την εξωτερική πολιτική δεν τη διαμορφώνει κάποια μυθική, συμπαγής «εθνική βούληση», γιατί στις δημοκρατίες σώμα πολιτών σημαίνει ποικιλομορφία αρθρωμένων γνωμών, όχι άμορφη «εθνική μάζα» σαν παραβρασμένες μπάμιες καζανιού· αντιπροσώπευση σημαίνει διάλογος, προτάσεις, αντιπροτάσεις, διαβούλευση, αντιπαραθέσεις. Μόνον άν ισχύουν οι προϋποθέσεις αυτές, είναι δημοκρατικά νόμιμη η διαμόρφωση πολιτικής βούλησης.
Αυτά είναι δεδομένα. Το ζήτημα είναι ποιάς ποιότητας εξωτερική πολιτική μορφοποιούν τα εκάστοτε κυβερνητικά και αντιπολιτευτικά κόμματα. Όμως, η ποιότητα, αφενός δεν είναι καθόλου άσχετη με το πόσο δημοκρατικά νόμιμη ήταν η διαδικασία διαβούλευσης και διαμόρφωσης της συγκεκριμένης πολιτικής· αφετέρου κρίνεται και αξιολογείται με διάφορα κριτήρια, και τελικά εκ του αποτελέσματος. Έτσι καταλήγει να αξιολογείται εκ των υστέρων και εκ του αποτελέσματος ως άθλια διαχείριση, δηλαδή εκτός από το γεγονός ότι η ουσιαστική της νομιμοποίηση μέσω δημοκρατικών διαδικασιών ήταν από την αρχή εντελώς μετέωρη (είναι θεσμός δημοκρατικής διαβούλευσης το συμβούλιο πολιτικών αρχηγών;), τελικά χάνει και την ελπίδα νομιμοποίησης εκ του αποτελέσματος. Και γίνεται παράδειγμα της διαφοράς μεταξύ πατριωτισμών και «πατριωτισμών». Και μάλιστα παράδειγμα δίδυμο. Από τη βόρεια γείτονα χώρα δεν μας έρχονται μόνον τουρίστες το καλοκαίρι, αλλά και τα νέα από τις δικές τους εσωτερικές πολιτικές διαμάχες, «πατριωτισμούς» και σκάνδαλα· ωστόσο, κατά πολύ ειρωνικό τρόπο, ακόμη και αυτά μας λένε κάτι ανακουφιστικό: Ευτυχώς, εμείς οι Έλληνες δεν αποτελούμε, όπως λένε μερικοί, «ειδική περίπτωση», ούτε έχουμε αποκλειστικότητα στις άθλιες διαχειρίσεις πολύπλοκων ζητημάτων.
© Organized Crime and Corruption Reporting Project (OCCRP) - Global Investigate Journalism Network |
Αυτά είναι δεδομένα. Το ζήτημα είναι ποιάς ποιότητας εξωτερική πολιτική μορφοποιούν τα εκάστοτε κυβερνητικά και αντιπολιτευτικά κόμματα. Όμως, η ποιότητα, αφενός δεν είναι καθόλου άσχετη με το πόσο δημοκρατικά νόμιμη ήταν η διαδικασία διαβούλευσης και διαμόρφωσης της συγκεκριμένης πολιτικής· αφετέρου κρίνεται και αξιολογείται με διάφορα κριτήρια, και τελικά εκ του αποτελέσματος. Έτσι καταλήγει να αξιολογείται εκ των υστέρων και εκ του αποτελέσματος ως άθλια διαχείριση, δηλαδή εκτός από το γεγονός ότι η ουσιαστική της νομιμοποίηση μέσω δημοκρατικών διαδικασιών ήταν από την αρχή εντελώς μετέωρη (είναι θεσμός δημοκρατικής διαβούλευσης το συμβούλιο πολιτικών αρχηγών;), τελικά χάνει και την ελπίδα νομιμοποίησης εκ του αποτελέσματος. Και γίνεται παράδειγμα της διαφοράς μεταξύ πατριωτισμών και «πατριωτισμών». Και μάλιστα παράδειγμα δίδυμο. Από τη βόρεια γείτονα χώρα δεν μας έρχονται μόνον τουρίστες το καλοκαίρι, αλλά και τα νέα από τις δικές τους εσωτερικές πολιτικές διαμάχες, «πατριωτισμούς» και σκάνδαλα· ωστόσο, κατά πολύ ειρωνικό τρόπο, ακόμη και αυτά μας λένε κάτι ανακουφιστικό: Ευτυχώς, εμείς οι Έλληνες δεν αποτελούμε, όπως λένε μερικοί, «ειδική περίπτωση», ούτε έχουμε αποκλειστικότητα στις άθλιες διαχειρίσεις πολύπλοκων ζητημάτων.
Οι «πατριωτισμοί» αυτού του είδους - τον ορισμό τους τον έδωσε ανεπανάληπτα ένας Βρετανός, ο Dr Samuel Johnson το 1791, «Patriotism is the last refuge of a scoundrel» - εμφανίζονται πάντοτε κατά αντίρροπα ζεύγη, όπως η δράση και η αντίδραση στην φυσική ή ο κυνισμός και η ευπιστία στην πολιτική.
Τί δεν καταλαβαίνουμε;
Τί δεν καταλαβαίνουμε;
Γ. Ρ.
Constantin Wißmann: H Χάννα Άρεντ μιλά για τον κυνισμό και την ευπιστία στην πολιτική. Μια φανταστική συνέντευξη για την απάτη και την αυταπάτη, με πραγματικά της λόγια
Γιώργος Β. Ριτζούλης: Μετάθεση της κρίσης από την οικονομία στην πολιτική;
Constantin Wißmann: H Χάννα Άρεντ μιλά για τον κυνισμό και την ευπιστία στην πολιτική. Μια φανταστική συνέντευξη για την απάτη και την αυταπάτη, με πραγματικά της λόγια
Γιώργος Β. Ριτζούλης: Μετάθεση της κρίσης από την οικονομία στην πολιτική;
Δεν βλέπω ομοιότητες με Λουξεμβούργο, Νέο Μεξικό, κλπ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο Λουξεμβούργο είναι συνέχεια του εκτενέστερου Δουκάτου. Το Νέο Μεξικό δεν είναι ανεξάρτητο κράτος.
Έχετε ιστορικό παράδειγμα ανεξάρτητου κράτους που έλαβε το όνομα περιοχής γειτονικού του κράτους; Π.χ. να ανεξαρτητοποιηθεί το Σλεσβιχ της Γερμανίας, και να ονομαστεί Δημοκρατία της Γιουτλάνδης, όπου Γιουτλάνδη είναι η χερσόνησος, κυρίο τμήμα της Δανίας, που ξεκινάει στο Σλεσβιχ.
Φαντάζεστε ότι θα δεχόταν η Δανία κάτι τέτοιο;
Οι ομοιότητες (ή αναλογίες) συνίστανται στο εξής:
ΔιαγραφήΤο παλιό Δουκάτο του Λουξεμβούργου, έχασε την ανεξαρτησία του το 1831 (Συνθήκη του Λονδίνου) και το μεγαλύτερο μέρος του προσαρτήθηκε στο Βέλγιο, του οποίου είναι μέχρι σήμερα περιφέρεια. Το υπόλοιπο αποδόθηκε στο Ολλανδικό Στέμμα. Αυτό το ολλανδικό προσάρτημα έγινε ανεξάρτητο κράτος (το σημερινό Μ. Δουκάτο) το έτος 1890. Το Βέλγιο δεν είχε αντίρρηση να πάρει η νέα χώρα το όνομα του παλιού, πολύ μεγαλύτερου σε έκταση Δουκάτου.
Ως προς το Νέο Μεξικό, ασφαλώς θα γνωρίζετε ότι τα επίσημα ομόσπονδα μέρη των Ομοσπονδιακών κρατών (όπως είναι οι Πολιτείες των ΗΠΑ) απολαμβάνουν πολλών προνομίων του Διεθνούς Δικαίου (π.χ. δικαιώματα αυτοπροσδιορισμού). Η δημιουργία Πολιτείας με όνομα Νέο Μεξικό σε μικρό τμήμα εδάφους του παλιού ενιαιου Μεξικού, σε καμμιά περίπτωση δεν ήταν αποκλειστικά διμερές θέμα μεταξύ ΗΠΑ και Μεξικού. Γι αυτό ακριβώς απαιτήθηκε και ελήφθη η συναίνεση της Γαλλίας, συμμάχου του Μεξικού στον πόλεμο Μεξικού-ΗΠΑ.
Το Σλέσβιχ κράτησε το όνομα του μεσαιωνικού ομώνυμου δουκάτου, το οποίο, μετά από πολλές περιπέτειες, πολεμικές και διπλωματικές, διχοτομήθηκε το 1920. Το βόρειο τμήμα προσαρτήθηκε στη Δανία, το Νότιο στη Γερμανία. Με την Συνθήκη του 1920 αποφασίστηκε ότι κάθε χώρα που κατείχε την περιοχή θα μπορούσε να της δώσει την ονομασία που η ίδια ήθελε. Οι Δανοί το βόρειο Σλέσβιχ το ονόμασαν Νότια Γιουτλάνδη, οι Γερμανοί ένωσαν το νότιο Σλέσβιχ με το Χόλσταϊν υπό την ονομασία Σλέσβιχ-Χόλσταϊν. Η δανο-γερμανική συνθήκη του 1920 δεν είναι καθόλου ευνοικό προηγούμενο για τις θέσεις που διαμόρφωσε η χώρα μας το 1993 για το λεγόμενο μακεδονικό ζήτημα.
Βέβαια, επειδή στην ελληνική πολιτική κρύβονται πολλοί διάβολοι, η πολιτική αυτή συνηθίζει να υποτιμά αυτές τις «τεχνικές λεπτομέρειες». Εξ ού και οι τόσες αποτυχίες.