© ft (Opinion Global politics) - Martin Wolf: The new world disorder and the fracturing of the west, 2.1.2018
Έχουμε
φτάσει στο τέλος μιας οικονομικής περιόδου, της
παγκοσμιοποίησης που καθοδηγείται από τη Δύση, και στο τέλος μιας γεωπολιτικής κατάστασης,
της «μονοπολικής στιγμής» [unipolar moment - όρος του Τσαρλς Κραουτχάμερ (Charles Krauthammer) και τίτλος άρθρου του στο περιοδικό Foreign Affairs, τεύχος του χειμώνα 1990-91] που επικράτησε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Αυτό ακριβώς υποστήριξα πριν από έναν χρόνο. Το
ερώτημα ήταν τότε, εάν ο κόσμος θα βιώσει μια αποσύνθεση της φιλελεύθερης τάξης
πραγμάτων που δημιουργήθηκε από τις ΗΠΑ μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο σε απο-παγκοσμιοποίηση και συγκρούσεις ή μια αναζωπύρωση της συνεργασίας. Με την παρέλευση ενός χρόνου προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, πρέπει να επιστρέψουμε και να θέσουμε πάλι αυτό το ερώτημα. Εν συντομία, η αποσύνθεση είναι τώρα ακόμη πιο πιθανή.
Τα γεγονότα έχουν επιβεβαιώσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της προεδρίας του κ. Tραμπ. Σε καθημερινή βάση, παραβιάζει τη συμπεριφορά και τις στάσεις που αναμένει ο κόσμος από έναν πρόεδρο των ΗΠΑ. Όμως, το γεγονός ότι χρησιμοποιεί το αξίωμά του για προσωπικό όφελος, η αδιαφορία του για το τί είναι αλήθεια και τί όχι, η επίθεση στα θεσμικά όργανα μιας δημοκρατίας που διέπεται από το νόμο, όλα αυτά είναι πράγματα που θα 'πρεπε να περίμενε κανείς. Μια φιλελεύθερη δημοκρατία επιβιώνει μόνον αν οι συμμετέχοντες στην πολιτική της ζωή αναγνωρίζουν τη νομιμότητα των άλλων συμμετεχόντων. Ένας ηγέτης που καλεί τους αξιωματούχους του να ασκήσουν διώξεις εναντίον των πρώην πολιτικών αντιπάλων του είναι επίδοξος δικτάτορας, όχι δημοκράτης.
Ο χαρακτήρας είναι ένα πράγμα· οι πράξεις είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Μέχρι στιγμής, ο κ. Tραμπ κυβερνά κυρίως ως παραδοσιακός Ρεπουμπλικανός «πλουτο-λαϊκιστής»· προσφέρει στην πλουτοκρατία πολιτικές ευνοϊκές για εκείνη και ρητορείες στην οργισμένη βάση του. Ωστόσο, απομένει ακόμη να φανούν πιο καθαρά, με πράξεις, τα χαρακτηριστικά της πολιτικής του, τόσο για ό,τι αφορά τη στάση του απέναντι στις σύμμαχες χώρες των ΗΠΑ (τις οποίες βλέπει συστηματικά ως πηγές χρήματος), όσο και για ό,τι αφορά τις στενά προστατευτικές-μερκαντιλιστικές απόψεις του περί παγκόσμιου εμπορίου.
Τα γεγονότα έχουν επιβεβαιώσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της προεδρίας του κ. Tραμπ. Σε καθημερινή βάση, παραβιάζει τη συμπεριφορά και τις στάσεις που αναμένει ο κόσμος από έναν πρόεδρο των ΗΠΑ. Όμως, το γεγονός ότι χρησιμοποιεί το αξίωμά του για προσωπικό όφελος, η αδιαφορία του για το τί είναι αλήθεια και τί όχι, η επίθεση στα θεσμικά όργανα μιας δημοκρατίας που διέπεται από το νόμο, όλα αυτά είναι πράγματα που θα 'πρεπε να περίμενε κανείς. Μια φιλελεύθερη δημοκρατία επιβιώνει μόνον αν οι συμμετέχοντες στην πολιτική της ζωή αναγνωρίζουν τη νομιμότητα των άλλων συμμετεχόντων. Ένας ηγέτης που καλεί τους αξιωματούχους του να ασκήσουν διώξεις εναντίον των πρώην πολιτικών αντιπάλων του είναι επίδοξος δικτάτορας, όχι δημοκράτης.
Ο χαρακτήρας είναι ένα πράγμα· οι πράξεις είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Μέχρι στιγμής, ο κ. Tραμπ κυβερνά κυρίως ως παραδοσιακός Ρεπουμπλικανός «πλουτο-λαϊκιστής»· προσφέρει στην πλουτοκρατία πολιτικές ευνοϊκές για εκείνη και ρητορείες στην οργισμένη βάση του. Ωστόσο, απομένει ακόμη να φανούν πιο καθαρά, με πράξεις, τα χαρακτηριστικά της πολιτικής του, τόσο για ό,τι αφορά τη στάση του απέναντι στις σύμμαχες χώρες των ΗΠΑ (τις οποίες βλέπει συστηματικά ως πηγές χρήματος), όσο και για ό,τι αφορά τις στενά προστατευτικές-μερκαντιλιστικές απόψεις του περί παγκόσμιου εμπορίου.
© FT montage/Getty |
Η
προεδρία του Τραμπ έχει αποδυναμώσει την υπόθεση της φιλελεύθερης
δημοκρατίας (την δημοκρατία που στηρίζεται σε ουδέτερο κράτος δικαίου).
Στις
πρώην κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ο τρόπος και το ύφος του πολιτεύεσθαι της
δημοψηφισματικής δικτατορίας (της ευφημιστικά αποκαλούμενης «μη φιλελεύθερη δημοκρατία»), με χαρακτηριστική περίπτωση τη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν, αποπλανεί τους θαυμαστές
και ενθαρρύνει τους μιμητές. Η νίκη στα σημεία του Tαγίπ Ρετζέπ Eρντογάν στο δημοψήφισμα για την προεδρική εξουσία, οδήγησε ακόμη περισσότερο την Τουρκία προς την ίδια κατεύθυνση.
Ωστόσο, το δημοψήφισμα του 2016 στο Ηνωμένο Βασίλειο και η Brexit, μέχρι στιγμής δεν έχει προσελκύσει μιμητές εντός της ΕΕ. Στη Γαλλία, ο Εμμανουέλ Μακρόν συγκράτησε τη λαϊκιστική και ξενοφοβική παλίρροια. Όμως οι εκλογές στη Γερμανία αποδυνάμωσαν την ικανότητα της χώρας να ανταποκριθεί στις προτάσεις του κ. Mακρόν, ενώ οι επερχόμενες εκλογές στην Ιταλία μπορεί να αποδειχθούν παράγοντες αποδιοργάνωσης όχι μόνον για την Ιταλία, αλλά για ολόκληρη την ζώνη του ευρώ.
Αναμφίβολα, η πιο σημαντική από όλες τις πολιτικές εξελίξεις του 2017 συνέβη στην Κίνα. Εδώ ο Πρόεδρος Σι Τσινπίνγκ (Xi Jinping) έχει εμφανώς στερεώσει την κυριαρχία του στο Κομμουνιστικό Κόμμα και έχει ενισχύσει την υπεροχή του κόμματος επί του κράτους και του κράτους επί του κινεζικού λαού. Έχει αναδειχθεί ως ο ισχυρότερος των ισχυρών του κόσμου - ο ηγέτης μιας ανερχόμενης υπερδύναμης.
Έτσι, το 2017 η αυταρχία ήταν σε άνοδο. Η «ύφεση της δημοκρατίας» συνεχίζεται.
Τι συνέβη, εν τω μεταξύ, στην παγκόσμια συνεργασία; Και εδώ διαπιστώσαμε σημαντικές εξελίξεις. Μία από αυτές ήταν η απόφαση του κ. Tραμπ να αποχωρήσουν οι ΗΠΑ από την Εταιρική Σχέση των χωρών του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership - TPP), στην οποία οι σύμμαχοι των ΗΠΑ, και κυρίως η Ιαπωνία, είχαν επενδύσει πάρα πολλά· επίσης, να επαναδιαπραγματευτούν οι ΗΠΑ τη Συμφωνία Ελευθέρων συναλλαγών της Βόρειας Αμερικής (NAFTA). Μια άλλη ήταν η απόφαση της κυβέρνησης των ΗΠΑ να αποσυρθεί από τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα.
Στην αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκε η ρητορική προσπάθεια του κ. Σι να αναλάβει αυτός τον ρόλο του πρωταγωνιστή της παγκοσμιοποίησης. Στον τελικό λογαριασμό, οι δυνάμεις κατά της συνεργασίας σημείωσαν πρόοδο πέρυσι, όπως και εκείνες κατά της δημοκρατίας. Αυτό δεν εκπλήττει, όταν η ισχυρότερη χώρα στον κόσμο έχει έναν Πρόεδρο που θεωρεί την συγκρουσιακή κατάσταση ως την κανονικότητα.
Ωστόσο, το δημοψήφισμα του 2016 στο Ηνωμένο Βασίλειο και η Brexit, μέχρι στιγμής δεν έχει προσελκύσει μιμητές εντός της ΕΕ. Στη Γαλλία, ο Εμμανουέλ Μακρόν συγκράτησε τη λαϊκιστική και ξενοφοβική παλίρροια. Όμως οι εκλογές στη Γερμανία αποδυνάμωσαν την ικανότητα της χώρας να ανταποκριθεί στις προτάσεις του κ. Mακρόν, ενώ οι επερχόμενες εκλογές στην Ιταλία μπορεί να αποδειχθούν παράγοντες αποδιοργάνωσης όχι μόνον για την Ιταλία, αλλά για ολόκληρη την ζώνη του ευρώ.
Αναμφίβολα, η πιο σημαντική από όλες τις πολιτικές εξελίξεις του 2017 συνέβη στην Κίνα. Εδώ ο Πρόεδρος Σι Τσινπίνγκ (Xi Jinping) έχει εμφανώς στερεώσει την κυριαρχία του στο Κομμουνιστικό Κόμμα και έχει ενισχύσει την υπεροχή του κόμματος επί του κράτους και του κράτους επί του κινεζικού λαού. Έχει αναδειχθεί ως ο ισχυρότερος των ισχυρών του κόσμου - ο ηγέτης μιας ανερχόμενης υπερδύναμης.
Έτσι, το 2017 η αυταρχία ήταν σε άνοδο. Η «ύφεση της δημοκρατίας» συνεχίζεται.
Τι συνέβη, εν τω μεταξύ, στην παγκόσμια συνεργασία; Και εδώ διαπιστώσαμε σημαντικές εξελίξεις. Μία από αυτές ήταν η απόφαση του κ. Tραμπ να αποχωρήσουν οι ΗΠΑ από την Εταιρική Σχέση των χωρών του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership - TPP), στην οποία οι σύμμαχοι των ΗΠΑ, και κυρίως η Ιαπωνία, είχαν επενδύσει πάρα πολλά· επίσης, να επαναδιαπραγματευτούν οι ΗΠΑ τη Συμφωνία Ελευθέρων συναλλαγών της Βόρειας Αμερικής (NAFTA). Μια άλλη ήταν η απόφαση της κυβέρνησης των ΗΠΑ να αποσυρθεί από τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα.
Στην αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκε η ρητορική προσπάθεια του κ. Σι να αναλάβει αυτός τον ρόλο του πρωταγωνιστή της παγκοσμιοποίησης. Στον τελικό λογαριασμό, οι δυνάμεις κατά της συνεργασίας σημείωσαν πρόοδο πέρυσι, όπως και εκείνες κατά της δημοκρατίας. Αυτό δεν εκπλήττει, όταν η ισχυρότερη χώρα στον κόσμο έχει έναν Πρόεδρο που θεωρεί την συγκρουσιακή κατάσταση ως την κανονικότητα.
Οι εξελίξεις αυτές πρέπει να αντιπαραβληθούν και να αξιολογηθούν έναντι των πιο μακροπρόθεσμων τάσεων. Το
πιο σημαντικό είναι, ότι η θέση των σημερινών χωρών υψηλού εισοδήματος,
αν και εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά ισχυρή, βρίσκεται σε σχετική
πτώση. Οι
στρατιωτικές δαπάνες της Κίνας αυξάνονται έντονα, σε σχέση με τις αντίστοιχες των ΗΠΑ,
αν και παραμένουν μόλις στο 2 % του ΑΕΠ της Κίνας [έχει μεγάλα περιθώρια άνετης διαχείρισης και αύξησης των δαπανών της αμυντικής της πολιτικής]. Σε τιμές
αγοράς, το
μερίδιο των χωρών υψηλού εισοδήματος στο παγκόσμιο ΑΕΠ μειώθηκε
κατά περίπου 20 % σε σύγκριση με τις αρχές του αιώνα (2000) και το μερίδιό τους στο παγκόσμιο εμπόριο αγαθών μειώθηκε
κατά 17 % (βλ. γραφήματα).
Ιδού μερικά συμπεράσματα.
Πρώτον, αυτές οι πολιτικές εξελίξεις κατακερμάτισαν τη Δύση ως ιδεολογικά συνεκτική οντότητα. Η στενή συνεργασία μεταξύ των χωρών με υψηλά εισοδήματα ήταν σε μεγάλο βαθμό ιδέα και δημιούργημα της βούλησης και της ισχύος των ΗΠΑ. Σήμερα, το κέντρο αυτής της ισχύος παραμερίζει τις αξίες και τον τρόπο αντίληψης των συμφερόντων που στήριζαν αυτήν την ιδέα. Αυτό αλλάζει σχεδόν τα πάντα.
Δεύτερον, τα σύγχρονα ιδεώδη περί δημοκρατίας στη Δύση και οι παγκόσμιες αγορές φιλελεύθερης κοπής έχουν χάσει σε κύρος και σε ελκυστικότητα, όχι μόνο στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά και στα ίδια τα έθνη με υψηλά εισοδήματα. Ενώ δεν έχει ακόμη επιβάλει την παρουσία του ένα εναλλακτικό οικονομικό σύστημα, ωστόσο έχει αυξηθεί η ελκτική δύναμη των ξενοφοβικών λαϊκιστών και των αυταρχικών πολιτικών (που συχνά συμπίπτουν).
Τρίτον, η διαχείριση της παγκόσμιας οικονομίας, των παγκόσμιων κοινών αγαθών (κυρίως του κλίματος) και των ζητημάτων ασφαλείας, απαιτεί συνεργασία μεταξύ των χωρών υψηλού εισοδήματος αφενός και των αναδυόμενων χωρών, κυρίως της Κίνας, αφετέρου. Οι παλιές ημέρες κυριαρχίας των κορυφαίων χωρών υψηλού εισοδήματος έχουν περάσει. Αλλά η διασφάλιση της συνεργασίας μεταξύ χωρών τόσο διαφορετικών, είναι εξαιρετικά δύσκολη.
Τέλος, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος σύγκρουσης μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, όπως υποστηρίζει ο Graham Allison του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ στο βιβλίο του Destined for War [με υπότιτλο που υπενθυμίζει τις αναλύσεις του Θουκυδίδη για υον Πελοποννησιακό Πόλεμο: Can America and China Escape Thucydides's Trap?]*. Οι αισιόδοξοι θα υποστηρίξουν (σωστά) ότι η οικονομική αλληλεξάρτηση και τα πυρηνικά όπλα κάνουν τον πόλεμο παράλογη επιλογή. Οι απαισιόδοξοι θα απαντήσουν ότι η ανθρωπότητα έχει τερατώδεις ικανότητες να γλιστρά βλακωδώς στην καταστροφή. Ίσως οι στρατηγοί που περιβάλλουν τον κ. Tραμπ να μη καταφέρουν να τον κρατήσουν υπό έλεγχο. Ίσως ακόμη και να υποστηρίξουν την ιδέα ενός καταστροφικού πολέμου με τη Βόρεια Κορέα.
Μολονότι το 2017 οι γεωπολιτικές πιέσεις εμφανίστηκαν πιο έντονες, είδαμε επίσης μια υγιή οικονομική άνοδο σε όλο τον κόσμο. Τι σχέση έχουν αυτά τα δύο μεταξύ τους; Αυτό το θέμα θα το πραγματευθούμε στο επόμενο άρθρο ← (από τους ft - αναδημοσίευση Irish Times, ελληνική μετάφρ.→Μετά την Κρίση).
Πρώτον, αυτές οι πολιτικές εξελίξεις κατακερμάτισαν τη Δύση ως ιδεολογικά συνεκτική οντότητα. Η στενή συνεργασία μεταξύ των χωρών με υψηλά εισοδήματα ήταν σε μεγάλο βαθμό ιδέα και δημιούργημα της βούλησης και της ισχύος των ΗΠΑ. Σήμερα, το κέντρο αυτής της ισχύος παραμερίζει τις αξίες και τον τρόπο αντίληψης των συμφερόντων που στήριζαν αυτήν την ιδέα. Αυτό αλλάζει σχεδόν τα πάντα.
Δεύτερον, τα σύγχρονα ιδεώδη περί δημοκρατίας στη Δύση και οι παγκόσμιες αγορές φιλελεύθερης κοπής έχουν χάσει σε κύρος και σε ελκυστικότητα, όχι μόνο στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά και στα ίδια τα έθνη με υψηλά εισοδήματα. Ενώ δεν έχει ακόμη επιβάλει την παρουσία του ένα εναλλακτικό οικονομικό σύστημα, ωστόσο έχει αυξηθεί η ελκτική δύναμη των ξενοφοβικών λαϊκιστών και των αυταρχικών πολιτικών (που συχνά συμπίπτουν).
Τρίτον, η διαχείριση της παγκόσμιας οικονομίας, των παγκόσμιων κοινών αγαθών (κυρίως του κλίματος) και των ζητημάτων ασφαλείας, απαιτεί συνεργασία μεταξύ των χωρών υψηλού εισοδήματος αφενός και των αναδυόμενων χωρών, κυρίως της Κίνας, αφετέρου. Οι παλιές ημέρες κυριαρχίας των κορυφαίων χωρών υψηλού εισοδήματος έχουν περάσει. Αλλά η διασφάλιση της συνεργασίας μεταξύ χωρών τόσο διαφορετικών, είναι εξαιρετικά δύσκολη.
Τέλος, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος σύγκρουσης μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, όπως υποστηρίζει ο Graham Allison του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ στο βιβλίο του Destined for War [με υπότιτλο που υπενθυμίζει τις αναλύσεις του Θουκυδίδη για υον Πελοποννησιακό Πόλεμο: Can America and China Escape Thucydides's Trap?]*. Οι αισιόδοξοι θα υποστηρίξουν (σωστά) ότι η οικονομική αλληλεξάρτηση και τα πυρηνικά όπλα κάνουν τον πόλεμο παράλογη επιλογή. Οι απαισιόδοξοι θα απαντήσουν ότι η ανθρωπότητα έχει τερατώδεις ικανότητες να γλιστρά βλακωδώς στην καταστροφή. Ίσως οι στρατηγοί που περιβάλλουν τον κ. Tραμπ να μη καταφέρουν να τον κρατήσουν υπό έλεγχο. Ίσως ακόμη και να υποστηρίξουν την ιδέα ενός καταστροφικού πολέμου με τη Βόρεια Κορέα.
Μολονότι το 2017 οι γεωπολιτικές πιέσεις εμφανίστηκαν πιο έντονες, είδαμε επίσης μια υγιή οικονομική άνοδο σε όλο τον κόσμο. Τι σχέση έχουν αυτά τα δύο μεταξύ τους; Αυτό το θέμα θα το πραγματευθούμε στο επόμενο άρθρο ← (από τους ft - αναδημοσίευση Irish Times, ελληνική μετάφρ.→Μετά την Κρίση).
O Martin Wolf (γεν. 1946) είναι Βρετανός δημοσιογράφος, επικεφαλής οικονομικός σχολιαστής των Finacial Times.
Σπούδασε στην Οξφόρδη, αλλά ουδέποτε έγινε πανεπιστημιακός. Εργάσθηκε ως οικονομολόγος στην Παγκόσμια Τράπεζα από το 1971. Την εγκατέλειψε το 1984 για να γίνει Διευθυντής σπουδών στο Trade Policy Research Centre (Λονδίνο). Στους Financial Times εργάζεται από το 1987. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 2000 υποστήριζε την παγκοσμιοποίηση και την «ελεύθερη αγορά».
Από το 2008 ο Wolf εγκατέλειψε τις θεωρίες που κατά την γνώμη του επιδεικνύουν υπερβολική εμπιστοσύνη στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Παραμένοντας πραγματιστής και αδέσμευτος, ο Wolf απομακρύνθηκε από τις ιδεολογίες της «ελεύθερης αγοράς» και επέστρεψε στις ιδέες του Κέϋνς, τις οποίες είχε διδαχθεί στη νεότητά του, ως σπουδαστής. Έγινε ένας από τους πιό επιδραστικούς υποστηρικτές της «Κεϋνσιανής Αναγέννησης» μετά το 2008. Χρησιμοποίησε την θέση του στους Financial Times για να συνηγορήσει υπέρ μιας ισχυρής δημοσιονομικής και νομισματικής αντίδρασης στην οικονομική κρίση. Σύμφωνα με την Julia Loffe (Call of the Wolf, The New Republic, 2009), ο Wolf είναι «αναμφισβήτητα η πιό αξιόπιστη αυθεντία» στα θέματα της κρίσης.
Ο Paul Krugman έγραψε ότι «ο Wolf ουδέποτε απέκτησε διδακτορικό τίτλο. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει είναι έντονη παρατηρητικότητα, πρακτικό πνεύμα και ανοιχτό μυαλό», ενώ ο οικονομολόγος Kenneth Rogoff έγραψε ότι ο Γουλφ «είναι πράγματι ο πιό σημαντικός οικονομικός δημοσιογράφος του κόσμου». Ο Wolf υποστηρίζει τον «φόρο επί της αξίας της γής» (land value tax). Το 2012, ο Martin Wolf έγραψε στους Financial Times ότι «τα δημόσια αγαθά είναι δομικοί λίθοι του πολιτισμού: Ασφάλιση/μέριμνα, γνώση/επιστήμη, διατηρήσιμο περιβάλλον, πίστη, Κράτος Δικαίου, οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα».
Μάρτιν Γουλφ στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση:
* Για το βιβλίο του Graham Allison Destined for War - Can America and China Escape Thucydides's Trap?:
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Γιώργος Β. Ριτζούλης: Μετάθεση της κρίσης από την οικονομία στην πολιτική; (Μετά την Κρίση)
Παναγιώτης Ιωακειμίδης: 1918-2018, Οι (δυσοίωνες) αναλογίες
Το
νέο έτος, 2018, σημειώνει την εκατοστή επέτειο του τέλους του «μεγάλου
πολέμου», του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. «Την ενδεκάτη ώρα, της
ενδεκάτης ημέρας, του ενδεκάτου μήνα», δηλαδή στις 11 η ώρα, στις 11
Νοεμβρίου του έτους 1918 υπογράφτηκε σ’ ένα βαγόνι τρένου στο Compiegne
της Γαλλίας η συνθηκολόγηση (armistice) με την οποία τερματίστηκε ο
τετραετής πόλεμος που ρήμαξε κυριολεκτικά την Ευρώπη. Η Ευρώπη
«υπνοβάτησε» στον πόλεμο (Ch. Clark, The Sleepwalkers, How Europe Went to War in 1914,
Penguin, 2012) μετά την τραγική δολοφονία του αρχιδούκα της Αυστρίας
Φραγκίσκου Φερδινάνδου και της συζύγου του Σοφίας φον Τσότεκ (την Κυριακή 28
Ιουνίου 1914) στο Σεράγεβο από τον εθνικιστή Γκαβρίλο Πρίντσιπ. Ο
πόλεμος αυτός υπήρξε
«η πρώτη μείζων καταστροφή του εικοστού αιώνα στην Ευρώπη από την οποία προέκυψαν όλες οι άλλες, μετέπειτα καταστροφές».Ο πόλεμος ενέπλεξε 65 εκατομμύρια στρατιωτικό προσωπικό, προκάλεσε είκοσι (20) εκατομμύρια συνολικά νεκρούς, είκοσι-ένα (21) εκατομμύρια τραυματισμένους και οδήγησε στη διάλυση τριών αυτοκρατοριών. Είχε συνέπειες για όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης, από τη Βρετανία, Ρωσία, μέχρι την Ελλάδα (διχασμός κ.λπ.).
Εκατό χρόνια μετά γνωρίζουμε βεβαίως ότι η δολοφονία στο Σεράγεβο
ήταν απλώς η αφορμή. Η βαθύτερη αιτία του πολέμου, ο πραγματικός λόγος
που οδήγησε σ’ αυτή τη μαζική Ευρωπαϊκή σύγκρουση και καταστροφή
βρίσκεται σ’ ένα κεντρικό, διαχρονικό σύνδρομο, ή καλύτερα σε μια
παγίδευση, στην παγίδευση που οδήγησε στον Πελοποννησιακό πόλεμο, στη
σύγκρουση Αθήνας και Σπάρτης (431-404 π.Χ.) και που κατέγραψε/ανέλυσε/αξιολόγησε με μοναδική, απαράμιλλη διεισδυτικότητα ο Θουκυδίδης, ως
«κτήμα εσαεί». Πρόκειται για την περίφημη «παγίδευση του Θουκυδίδη»
(Thucydides’s trap) που λέει ότι όταν μια ανερχόμενη δύναμη απειλεί μια
ήδη κυριαρχούσα δύναμη, τότε οδηγούμεθα (πιθανότατα) σε σύγκρουση,
καθώς η κυριαρχούσα δύναμη επιχειρεί μέσα από τη σύγκρουση να αποτρέψει
την άνοδο της νέας δύναμης. Στην περίπτωση του Πελοποννησιακού πολέμου, η
ανερχόμενη δύναμη ήταν η Αθήνα και, κατά κάποιο τρόπο, η κυριαρχούσα ήταν η
Σπάρτη, η οποία κατέφυγε στη σύγκρουση από το φόβο εκτοπισμού από τη
θέση της. Στην περίπτωση του πρώτου παγκοσμίου πολέμου η κυρίαρχη δύναμη
ήταν βεβαίως η Βρετανία και η ανερχόμενη η Γερμανία. Και η δομική
ανατροπή που απειλούσε να προκαλέσει στην κατανομή ισχύος, ισορροπίας κ.λ.π. οδήγησε τελικά στην αιματηρή, καταστροφική σύγκρουση για την
Ευρώπη.
Έχει το προηγούμενο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου θεωρούμενο μέσα από
το πρίσμα της «Θουκυδίδειας παγίδευσης» κάποια διδακτική χρησιμότητα
για το σήμερα; Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρτ Graham Allison
(διάσημος για τη μοναδική ανάλυση που έκανε της κρίσης πυραύλων της
Κούβας – 1962, στο περίφημο έργο του «Η Πεμπτουσία της Απόφασης – Η Κρίση των Πυραύλων στην Κούβα»)
έγραψε ίσως ένα από τα σημαντικότερα βιβλία της χρονιάς που κλείνει και
που προκάλεσε το ευρύτερο ενδιαφέρον μεταξύ άλλων και των προέδρων ΗΠΑ
και Κίνας, Ντόναλντ Τραμπ και Σι Τσινπίγκ (το σημαντικότερο, κατά τους
Financial Times). Τίτλος του βιβλίου Destined for War, Can America and China Escape Thucydides’s Trap? – Προορισμένοι για Πόλεμο, Μπορούν Αμερική και Κίνα να Αποφύγουν την
Παγίδευση του Θουκυδίδη; (Scribe, 2018). Η άποψη του Allison είναι ότι
σήμερα βρισκόμαστε σε μια ανάλογη παγίδευση – συγκυρία με αυτή του 1914,
που οδήγησε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Ειδικότερα, μια ανερχόμενη
δύναμη, η Κίνα (στη θέση της Γερμανίας) φαίνεται να απειλεί την
πρωτοκαθεδρία μιας κυριαρχούσας δύναμης, των ΗΠΑ (στη θέση της Βρετανίας). Και το εναγώνιο ερώτημα είναι, εάν μπορούν να αποφύγουν την «παγίδευση
του Θουκυδίδη», δηλαδή τη σύγκρουση. Ο Allison μελετά δεκα-έξι ακόμη
άλλες ανάλογες περιπτώσεις, από τον ανταγωνισμό Πορτογαλίας – Ισπανίας
στο τέλος του δέκατου-πέμπτου αιώνα μέχρι τον ανταγωνισμό Γαλλίας,
Ηνωμένου Βασιλείου και Γερμανίας στη δεκαετία τουν 1990 για επιρροή στην
Ευρώπη, για να διαπιστώσει στο εάν κατέληξαν σε πόλεμο επιβεβαιώνοντας
την «παγίδευση του Θουκυδίδη» ή όχι. Από τις δεκα-έξι αυτές περιπτώσεις
οι δώδεκα κατέληξαν όντως σε πόλεμο και οι τέσσερεις όχι. Δυσοίωνες
διαπιστώσεις. Αλλά ο Allison δεν καταλήγει παρά ταύτα στη μοιρολατρική
υπόθεση ότι ο «πόλεμος Αμερικής – Κίνας» είναι αναπόφευκτος. Πιθανός
ναί, αναποφευκτος (inevitable) όχι. Και σ’ ένα εκτεταμένο μέρος του
βιβλίου του εξηγεί το γιατί.
Είναι γεγονός ότι η προεκλογική ρητορική του Ντ. Τραμπ είχε
δημιουργήσει την εντύπωση ότι η σύγκρουση ήταν ίσως αναποφευκτη, όταν
κατηγορούσε την Κίνα ότι «εξοντώνει οικονομικά τις Ην. Πολιτείες».
Παράλληλα, μια άκρως συντηρητική πλευρά του Αμερικανικού κατεστημένου υποστηρίζει ότι καλύτερα να αποτρέψουμε τώρα την άνοδο της Κίνας σε
ισχυρή δύναμη που θα μας απειλήσει παρά αργότερα, «όταν θα είναι αργά»
(παγίδευση Θουκυδίδη). Εντούτοις, μετά την εκλογή του, ο Ντ. Τραμπ
μετρίασε σημαντικά τη ρητορική και θέσεις του απέναντι στην Κίνα, αν και
στη νέα στρατηγική ασφάλειας που ανακοίνωσε επανερχεται στην επιθετική
ρητορική. Ωστόσο ο ισχυρότερος λόγος για την αποφυγή της σύγκρουσης
βρίσκεται κάπου αλλού: Στο γεγονός ότι έχουμε δύο ασυσμμετρικές μεν
δυνάμεις, αλλά με πυρηνικά όπλα, κάτι που ούτε ο Θουκυδίδης ούτε οι
sleepwalkers/υπνοβάτες του 1914 αντιμετώπιζαν βεβαίως. Και μια πυρηνική
σύγκρουση μπορεί να σημαίνει ότι μάλλον δεν θα υπάρξει τελικά καμιά νικήτρια δύναμη για να επιβάλει την κυριαρχία της.
Όλα αυτά βέβαια στηρίζονται σε ορθολογικές εκτιμήσεις. Μια σύγκρουση
όμως, ένας πόλεμος, μπορεί να προκύψει από τις ανορθολογικές επιλογές
(π.χ. Β. Κορέας – τρομοκρατία) ή από τη γενίκευση περιφερειακών
συγκρούσεων (π.χ. Ιράν – Σ. Αραβία). Το 2018 βρίσκει τον κόσμο πολύ πιο
ασταθή και επικίνδυνο. Με την εξαίρεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία
παρά τα προβλήματα της παραμένει «ζώνη σταθερότητας, δημοκρατίας και
ευημερίας», στην οποία ευτυχώς ανήκουμε…
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Γιώργος Β. Ριτζούλης: Μετάθεση της κρίσης από την οικονομία στην πολιτική; (Μετά την Κρίση)
Ως προς την “μονοπολική στιγμή” μια ενδιαφέρουσα και κάπως διαφορετική άποψη έχει ο Immanuel Wallerstein (world systems theory), ο οποίος λέει ότι όντως βρισκόμαστε στο τέλος της μονοπολικής στιγμής, αλλά αυτό ξεκίνησε ακριβώς με το τέλος του ψυχρού πολέμου, διότι ο ψυχρός πόλεμος ήταν ακριβώς η μονοπολική στιγμή των ΗΠΑ, η παρακμή των οποίων άρχισε με την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, δηλαδή την στιγμή της υποτιθέμενης παντοδυναμίας τους. Κατά τα άλλα φυσικά προτιμούμε να ζούμε σε μια φιλελεύθερη ολιγαρχία αντί σε μια δικτατορική αυταρχική ολιγαρχία, αλλά πάντως πρόκειται περί ολιγαρχίας και όχι δημοκρατίας, κι αυτό λίγο πολύ όλοι το μισοξέρουν. Ο Μάρτιν Γουλφ, το θέτει (τουλάχιστον σε κάποια σημεία) κάπως μανιχαϊστικά/αντιδιαλεκτικά : οι δυνάμεις του φωτός και του σκότους.
ΑπάντησηΔιαγραφή