για την Κορώνεια ή λίμνη του Αγίου Βασιλείου
του Γιώργου Β. Ριτζούλη
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Χορτιάτης 570», φύλλο 156 - καλοκαίρι 2013
αναδημοσιεύεται από την ηλεκτρονική της έκδοση - ιστοσελίδα «Χορτιάτης 570» :
Ακόμη και τώρα, τον
κόσμο όπου έζησα σαν παιδί και μέσα του μεγάλωσα, δύσκολα μπορώ να τον
φαντασθώ χωρίς νερά. Στο Ασβεστοχώρι υπήρχαν βρύσες που έτρεχαν
ελεύθερες, όπως η Πόποβα, «η βρύση του παπά». Ήταν κοντά στην εκκλησία,
δυο βήματα από το σπίτι μου. Είχε το πιο καλό νερό στο χωριό, αυτό που
πίναμε. Δεν βρίσκεται μακριά η πηγή απ’ όπου ανάβλυζε. Υπήρχαν και πολλές
άλλες πηγές με πόσιμο νερό, τρεχούμενο, όχι μακριά από τα τελευταία
σπίτια. Μια ήταν σε μια ρεματιά κάτω από την Αγία Παρασκευή, ανάμεσα
στους κράταιγους με τα κόκκινα «κερασάκια», εκεί που στήναμε τον
Σεπτέμβριο ξόβεργες και παγίδες, για να πιάσουμε καρδερίνες, σκαθιά και
φανέτα.
Υπήρχε και το
μεγάλο ρέμα, τότε ανοιχτό, πριν σκεπαστεί και γίνει δρόμος. Διέσχιζε το
χωριό και το έκοβε στα δύο, στην πάνω και την κάτω γειτονιά. Δυό
σιδερένιες γέφυρες ένωναν τις γειτονιές. Αν και το ρέμα δεν ήταν εντελώς
καθαρό, ήταν πρώτης τάξεως τόπος για παιχνίδι. Παντού είχε δέντρα,
θάμνους και σκιερές κρυψώνες. Χανόμασταν μέσα σε ιτιές, πλατάνια,
σκλήθρα και στις κουφοξυλιές που άνθιζαν το Μάη. Γύρω πετούσαν αμέτρητες
πεταλούδες, οι μεγάλες ασπροκίτρινες τιγρέ με "ουρές στα φτερά", οι
μικρές γαλάζιες με τη μεταλλική λάμψη, και πολλές λιμπελλούλες, με κίτρινα ή γαλαζωπά φτερά. Είναι έντομα σαρκοφάγα,
αρπακτικά και εξυπηρετικά για τους ανθρώπους. Άρπαζαν τα ενοχλητικά
κουνούπια στον αέρα. Εμείς ρίχναμε στο νερό μικρές βάρκες, με κούφιο
κύτος σκαλισμένο στη χονδρή φλούδα πεύκου, και κάναμε ναυμαχίες με μικρές
πιρόγες από άχρηστα σανίδια, σε σημεία που το ρέμα ήταν πιο βαθύ.
Αλλά το «μεγάλο νερό»,
στην αρχή όνειρο που δεν μπορούσα ν’ αγγίξω, όραμα σε απόσταση και
απλησίαστο, γι’ αυτό αφάνταστα επιθυμητό, ήταν η λίμνη. Όταν μικρός πήγα
για πρώτη φορά νωρίς πρωί-πρωί στο δάσος, και πιο πέρα στο λιβάδι,
στα Κόκκινα Χώματα, είδα μπροστά μακριά και κάτω, χαμηλά, για πρώτη
φορά, τη λίμνη που τώρα πεθαίνει. Θυμάμαι τον γκριζογάλαζο οβάλ
καθρέφτη. Τέλεια καθρέφτιζε γρήγορα σύννεφα, που είχαν το χρώμα του
άσπρου του ματιού. Μέσα στον καθρέφτη έβλεπες ανάποδα μικρά άγνωστα
μακρινά χωριά, με τα καμπαναριά τους προς τα κάτω, έβλεπες κίτρινα
χωράφια, αντεστραμμένα δέντρα που φωσφόριζαν σαν χρυσοπράσινες σκιές
μέσα στο νερό, ακίνητα, εκεί που τα κάρφωσε ο ήλιος.
Λίγα χρόνια αργότερα,
στα έντεκα μου, η πρώτη λαθραία περιπλάνηση μακριά από το χωριό με
συνομήλικους συντρόφους, έφερε τα βήματά μας μέχρι την όχθη της.
Ξεκινήσαμε από το Κουρί και κατεβήκαμε από τα Κόκκινα Χώματα, από το
μονοπάτι που κατηφόριζε με ελιγμούς ανάμεσα σε πουρνάρια και σε
παλιούρια. Κάτω είδαμε τις σκούρες πισσωμένες βάρκες, είδαμε πελαργούς,
βουτηχτάρια και μαύρους κορμοράνους με το στριφτό λαιμό. Είδαμε τα
καφετιά δίχτυα, τις ψαροκασέλες με τα ασημοπράσινες λιστίκες και χοντρά
γριβάδια με φουσκωμένες κοιλιές, που έτρεμαν και δεν ήθελαν να πεθάνουν.
Σπάσαμε κοφτερά καλάμια και τα κάναμε ακόντια για να βυθομετρήσουμε τη
λίμνη από την όχθη, καθίσαμε κάτω από τεράστια κλαδιά πλάτανων, άσπρα
από τις κουτσουλιές. Μας έρχονταν από παντού οσμές ψαρίλας και σάπιων
φυκιών, άρωμα λεύκας και μανιταριών που φούσκωναν κάτω από τη βρεγμένη
γη. Δίπλα σ’ ένα λιβάδι υπήρχε μια μικρή ταβέρνα που πρόσφερε στους
πελάτες μόνον ψάρια της λίμνης, τηγανιτά γριβάδια. Όλη την ώρα άκουγες
από μέσα, από το γραμμόφωνο τις φωνές του Καζαντζίδη και της Μαρινέλλας.
Ξαφνικά, πέρασαν με πολύ θόρυβο ανάμεσα στα πλίθινα και τα πέτρινα
σπίτια δυο μαύρα βουβάλια, σέρνοντας ένα ξύλινο κάρο στολισμένο με πολλά
χρώματα, και χάθηκαν στην ομίχλη. Φοβηθήκαμε, πρώτη φορά βλέπαμε βουβάλια, και μάλιστα να σέρνουν κάρο. Ύστερα από αυτό δεν
τολμήσαμε να σκαρφαλώσουμε, όπως είχαμε πριν αποφασίσει, στον παλιό
σκοτεινό μισογκρεμισμένο πύργο, δίπλα στην όχθη της λίμνης, αυτόν που θα
αποκαλούσε πολλά χρόνια αργότερα ο γυιός μου «πύργο του μάγου Ρότμπαρτ», λές και ήταν εδώ η Λίμνη των Κύκνων του Τσαϊκόφσκι.
Κάποτε είδαμε τον ήλιο
να χαμηλώνει προς το δικό μας βουνό, στα δυτικά. Καταλάβαμε ότι το
ταξίδι τέλειωσε. Είχε έλθει η ώρα να περπατήσουμε τον δύσκολο ανήφορο της
επιστροφής, μέσα από τους αγκαθωτούς θάμνους, τα πουρνάρια και τα
παλιούρια, και μετά να σχολιάσουμε με περηφάνια τις γρατσουνιές και το αίμα
στις γυμνές γάμπες. Στο τέλος, φθάσαμε αργοπορημένοι στα σπίτια μας.
Ήταν σκοτάδι πια, είχε έλθει η ώρα να επιβάλουν οι γονείς τις
αναμενόμενες ποινές για την παράτολμη πράξη.
Αυτά έγιναν τότε, γύρω στο 1962 με 1965.
ΙΙ
Τώρα δεν μένει αρκετό
νερό για να κρατά γεμάτη τη λίμνη, όπως ήταν τότε, όπως ήταν πριν από
μας, και όπως ήταν πολύ πιο πριν από μας. Τότε, το γλυκό νερό της γης
κατάφερνε πάντοτε, κάνοντας τον κύκλο της διαδρομής του, να την
τροφοδοτεί. Και με το παραπάνω. Ξεχείλιζε και όσο περίσσευε, έρεε με ένα
ρυάκι προς την «αδελφή» της λίμνης, την Βόλβη, που είναι δίπλα λίγο πιο
χαμηλά και έχει πολύ πιο βαθιά νερά.
Τώρα, από το υδάτινο
στοιχείο πήραν τη δύναμη που κρατούσε αδιάσπαστο τον κύκλο του, και δεν
μπορεί. Ένα μεγάλο μέρος των νερών της γης το τραβούν με αντλίες από
πολύ μεγάλα βάθη, άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο, αδειάζοντας τα
αποθέματα των πιο παρθένων υπόγειων δεξαμενών. Αρκετό από το νερό
σπαταλιέται για εντελώς μάταιους σκοπούς. Πολύ πάει για πότισμα των
χωραφιών, γίνεται ψιλές σταγόνες και σκορπίζεται στον αέρα και στο καυτό
χώμα με πελώριες τεχνητές βροχές, έργα των μηχανών. Ύστερα, το πιο πολύ
από αυτό δεν μένει στη γη, αλλά εξατμίζεται. Αλλά ακόμη πιο κακό είναι,
ότι οι πραγματικές βροχές, οι βροχές των σύννεφων, λιγόστεψαν και εδώ
στον γύρω τόπο, καθώς όλο το σύστημα του καιρού και της ατμόσφαιρας στη
γη αρχίζει να γίνεται άτακτο, διαταραγμένο και ανισόρροπο. Το νερό, όταν
γίνεται ατμός και αόρατες μικρές σταγόνες και πάει ψηλά στα σύννεφα,
δεν επιστρέφει στη γη, σ' αυτήν εδώ τη γη, όπως επέστρεφε πάντοτε. Πάει
να γίνει βροχή που πέφτει σ’ άλλους τόπους.
Η λίμνη έχει μεγάλο έλλειμμα
νερού και μίκρυνε πολύ, τα καλοκαίρια χάνεται εντελώς. Εδώ και χρόνια
έχουν χαθεί όλα τα ψάρια της. Δεν υπάρχουν τα γριβάδια που - παράξενο
για παιδί - μου άρεζαν τόσο όταν ήμουν μικρός, μαγειρεμένα με κρεμμύδι,
τηγανητά ή σε υπέροχη ψαρόσουπα. Δεν υπάρχουν πιρκιά, πεταλούδες και
λιστίκες. Καμμιά νοικοκυρά τώρα δεν θα βάλει δυο μέρες μέσα στο κρασί,
στην μαρινάτα, αγριόπαπιες και βουτηχτάρια, να φύγει από το κόκκινο
κρέας τους η οσμή της ψαρίλας για να είναι έτοιμο για ψήσιμο.
Έφυγαν πολλά είδη από
τα λιμνοπούλια και ήρθαν στη θέση τους χιλιάδες κάργες και κοράκια,
πουλιά της σκόνης και του διψασμένου χώματος. Οι γεωργοί βρήκαν
ευκαιρία: Καίνε όλο και περισσότερους καλαμιώνες και προσπαθούν να
κάνουν πεδιάδα όλο τον πυθμένα. Ότι απέμεινε από το νερό μυρίζει
σαπισμένο βάλτο. Επιπλέουν εδώ κι εκεί πράσινα σγουρά φύκια σαν
μαρουλόφυλλα και ακούς γύρω βατράχους να κοάζουν. Στα παραλίμνια χωριά
παντού στριφογυρίζει στον αέρα μια γκρίζα λεπτή σκόνη, σαν βρώμικο
αλεύρι, μπαίνει από τις πιο στενές χαραμάδες μέσα στα σπίτια, σκεπάζει
έπιπλα ή ρούχα ανθρώπων και πνίγει τις αναπνοές.
Βουτηχτάρια |
Όμως δεξιά στο βάθος, όταν η ατμόσφαιρα είναι
καθαρή, βλέπεις μιαν άκρη από το νερό της ζωντανής, ολοζώντανης «αδελφής», της
Βόλβης.
→ Google Maps - Κορώνεια
Το γραπτό στην Αγγλική γλώσσα: Farewell to the Lake
→ Google Maps - Κορώνεια
Το γραπτό στην Αγγλική γλώσσα: Farewell to the Lake
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου