Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

Λαϊκισμός ελληνικού τύπου και οι ιδέες ΠΑΣΟΚ. Πόσο παγερά αδιάφορος να μένει κανείς;

Όσο πιο πικρή η απογοήτευση, τόσο πιο παράλογη η οργή λίγων, τόσο πιο πολλή η απόσυρση όλο και πιο πολλών μακριά από κάθε τι πολιτικό. Έτσι χάνει το περιεχόμενό της η δημοκρατία.
 

Ι.  Αμερικανικοί καλοήθεις λαϊκισμοί - Τζέφερσον και Μπολιβάρ
«Εμείς, ο Λαός,...».
Είναι οι πρώτες λέξεις στο Προοίμιο του Συντάγματος των ΗΠΑ. Αυτό το «We, the People» συμπύκνωσε σε δυο λέξεις τη συγκρότηση του πολιτικού υποκειμένου της Αμερικανικής Επανάστασης. Συνόψισε πώς η πολιτική μετέτρεψε για πρώτη φορά στη χώρα αυτή τα άτομα-ιδιώτες της αστικής κοινωνίας σε σώμα πολιτών (citizenry, citoyens, Bürgerschaft), που διαβουλεύεται, αποφασίζει και γίνεται συντακτικό υποκείμενο, δηλαδή δημιουργός (θα έλεγε κανείς εκ του μηδενός) της συντεταγμένης Πολιτείας. Στις νεωτερικές κοινωνίες ο λαός δεν είναι ένα απλό κοινωνιολογικό δεδομένο, αλλά σε σημαντικές ιστορικές στιγμές «κατασκευάζεται» πολιτικά, συγκροτείται ως πολιτική οντότητα. Και κληρονομεί τα χαρακτηριστικά της πολιτικής που τον «κατασκεύασε».
Και στις ΗΠΑ, με τις οποίες αρχίσαμε, όπως και αλλού, αυτή η πολιτική κατασκευή διαμορφώνει με το πέρασμα του χρόνου συνειδήσεις - πόσο αληθείς ή ψευδείς, είναι μεγάλη συζήτηση. Αυτά καταλήγουν συχνά και σε πολιτικούς μύθους, έχουν όμως τη δύναμη να διαπλάθουν ολόκληρες ιδεολογικές παραδόσεις, χρωματισμένες με το ένα ή με το άλλο χρώμα. Στις ΗΠΑ η παράδοση της πολιτικής αυτο-οργάνωσης νομικά ίσων πολιτών ως λαού - πηγής της εξουσίας, με κυριότερο εμπνευστή τον Τόμας Τζέφερσον, έχει την ιστορία της, η οποία όπως κάθε τι πολιτικό, είναι ιστορία αντιπαλοτήτων και αντιφάσεων.
Από την αρχή, με την ανεξαρτησία, η νομική ισότητα μέσα την κοινότητα των λευκών πολιτών αποδέχονταν την κοινωνική ανισότητα ως «φυσικό» αποτέλεσμα ατομικών χαρακτηριστικών και επιλογών και ήταν βέβαια φυλετική: Απέκλειε τους αυτόχθονες Αμερικανούς και τους μαύρους. Οι πρώτοι αποστερήθηκαν από τα δικαιώματα στη δική τους γη, οι δεύτεροι παρέμειναν υπό καθεστώς δουλείας. Βέβαια, μέχρι το 1920 απέκλειε και τις γυναίκες· μια ακόμη πιο θλιβερή ιστορία, στην οποία όμως η νέα δημοκρατία των ΗΠΑ δεν ήταν το μοναδικό θλιβερό μέλος ενός άθλιου όλου. 
  
Με δεδομένα αυτά, στη συνέχεια ο αμερικανικός λαϊκισμός ως ιδιαίτερο διάχυτο ρεύμα στηρίχτηκε σ΄ αυτή την εξισωτική πολιτική παράδοση και στις Τζεφερσονιανές πηγές της. Επηρεάζει τη μορφή και τη λειτουργία ακόμη και των δύο κατεστημένων κομμάτων, π.χ. στις προκριματικές εκλογές τους με διαδικασία τοπικών λαϊκών συνελεύσεων (Caucus). Διαχρονικά συγκρούεται σε άνισο αγώνα με την εγγενή τάση της κοινωνίας και πολιτικής, σε μέγιστο βαθμό ισχυρή στις ΗΠΑ, προς την ανισότητα και την επικυριαρχία από τις οικονομικές ελίτ και τις μεγάλες εταιρείες, είτε υπό την συντηρητική (και νεο-συντηρητική) εκδοχή, είτε υπό την φιλελεύθερη (με την αμερικανική σημασία της λέξης, που πλησιάζει αυτήν που αποκαλούμε στην Ευρώπη προοδευτική).
Όλοι οι λαϊκισμοί εκφράζουν ένα συλλογικό «εμείς», που το συναποτελούν όλοι αυτοί που είναι «κάτω» και στρέφεται εναντίον των «άλλων» που είναι «επάνω». Η ιστορικά επικρατούσα τάση του πηγαίου αμερικανικού λαϊκισμού, σε αντίθεση με τις κατασκευασμένες απομιμήσεις-εργαλεία των βαθέων lobby του πετρελαίου και της οπλικής βιομηχανίας τύπου Tea Party, έχει κληρονομήσει τα χαρακτηριστικά της πολιτικής των απαρχών του: γενικά είναι εξισωτική, αντι-ιεραρχική και αριστερόστροφη. Δεν είναι τυχαίο ότι τον σημαντικότερο θεωρητικό εκφραστή αυτού του αριστερού λαϊκισμού του τέλους του 20ού αιώνα στις ΗΠΑ, τον φρανκφουρτιανό από τη Νεμπράσκα Κρίστοφερ Λας, τον χρησιμοποίησε ως πολιτικό όπλο ακόμη και ένας, κατά τα άλλα, φιλελεύθερος Δημοκρατικός Πρόεδρος, ο Τζίμι Κάρτερ, στην (μάταιη) προσπάθεια του να αναχαιτίσει τους ανερχόμενους νεο-συντηρητικούς (και οικονομικά νεοφιλελεύθερους) που είχαν ήδη «καταλάβει» το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και προετοίμαζαν την περίοδο Ρέηγκαν.
Ο Μπέρνι Σάντερς, πολιτικός γενικά σοσιαλδημοκρατικής απόχρωσης (για τις ΗΠΑ είναι πολύ αριστερά), έχει κληρονομήσει στοιχεία και δυναμική από αυτή τη λαϊκιστική παράδοση. Αυτά εμφανίζονταν συχνά σε καιρούς κρίσης, ακόμη και σε πολιτικές πρωτοβουλίες κατεστημένων πολιτικών όπως ο όψιμος Ρόμπερτ Κέννεντυ (βλ. την περίφημη ομιλία του στο Πανεπιστήμιο του Κάνσας, 1968, που μας είχε θυμίσει ο Άγγελος Ελεφάντης). Το αντίρροπο μοντέλο, του εξίσου πηγαίου αλλά κακοήθους δεξιού λαϊκισμού τύπου Ντόναλντ Τραμπ, είναι κραυγαλέο, έχει κρουστικότητα αλλά τελικά φαίνεται προς το παρόν αδύναμο και χωρίς ηγεμονική ικανότητα γιατί δεν έχει κοινωνικό και ιστορικό βάθος. Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι σε μια προεδρική αναμέτρηση Σάντερς εναντίον Τράμπ, ο δεύτερος θα έχανε με πολύ μεγάλη διαφορά, μεγαλύτερη από τη διαφορά με την φιλελεύθερη Χίλαρυ Κλίντον.
ΙΙ. Μορφή του λαϊκισμού και πολιτικά περιεχόμενα. Ευρωπαϊκός λαϊκισμός, από τους Ναρόντνικους στη Λέγκα του Βορρά.
Οι ΗΠΑ είχαν τον Τζέφερσον, η Λατινική Αμερική είχε τους Μπολιβάρ της. Ο Νερούντα, άν και κομμουνιστής στην πολιτική, ως πολιτισμικός δημιουργός εξέφρασε κάτι πολύ διαφορετικό, τον Μπολιβαριανό λαϊκισμό. Αυτές είναι οι απώτερες πολιτικές πηγές του αμερικανικού, Βόρειου και Νότιου, λαϊκισμού και του προσέδωσαν ανάλογα χαρακτηριστικά. Ακόμη και αυτά, στο πέρασμα του χρόνου, διακυβεύονται ή γίνονται μείγματα με άλλα, συχνά αντίθετα.
Τελικά ο όρος λαϊκισμός, όταν εκφράζει πολιτική παράδοση, είναι νεωτερικό φαινόμενο όσο και ο φιλελευθερισμός και έχει ένα κοινό με εκείνον: από μόνος του δεν έχει εξ ορισμού «καλό» ή «κακό» περιεχόμενο, αποκτά καταρχήν τα χαρακτηριστικά της πολιτικής και του πολιτικού προσωπικού που τον γέννησαν, ωστόσο εξελίσσεται, μπορεί να αναμιγνύεται με ό,τι διαθέσιμο βρίσκει μπροστά του, ανάλογα με τον τόπο ή το χρόνο, και ως κατάληξη μπορεί να σημαίνει πολύ διαφορετικά πράγματα (βλ. και τους Cas Mudde, Cristobal Rovira-Kaltwasser). Πάντοτε όμως ο λαϊκισμός, σε αντίθεση με τον φιλελευθερισμό και άλλα πολιτικά ρεύματα, εκφράζει το «εμείς» όλων αυτών που είναι «κάτω», εναντίον των «άλλων» που είναι «επάνω». Αυτή είναι η γενική μορφή του λαϊκισμού, το πολιτικό του κέλυφος, το οποίο μπορεί να γεμίζει με πολύ διαφορετικά ή και αντίθετα περιεχόμενα. Στην ορολογία του Ερνέστο Λακλάου και της Σαντάλ Μουφ, αυτή η μορφή δημιουργεί σημαίνοντα, και μάλιστα «επιπλέοντα σημαίνοντα» (floating signifiers), τα οποία μπορούν όχι μόνον να μεταφέρουν εντελώς διαφορετικά ή ανύπαρκτα σημαινόμενα, αλλά και να κινούνται πέρα-δώθε, δεξιά και αριστερά,  όπως οι σημαδούρες στη θάλασσα.
Στην νεότερη ιστορία της ευρωπαϊκής ηπείρου δύσκολα βρίσκεις σημαινόμενα ή περιεχόμενα εξισωτικού λαϊκισμού ανάλογα με τα Τζεφερσονιανά ή Μπολιβαριανά της «επαναστατημένης Αμερικής». Οι λαϊκισμοί στην Ευρώπη του τέλους του 19ου αιώνα ήταν ιδεολογικά κατασκευάσματα διανοουμένων της μεσοαστικής τάξης των πόλεων, που φιλοδοξούσαν να γίνουν οδηγητές και πολιτική ελίτ σε αγροτικές κοινωνίες εκτοπίζοντας τους μονάρχες. Σημαντικοί ήταν οι Ναρόντνικοι στη Ρωσία, από τους οποίους, εκτός πολλών άλλων, ξεπήδησε και το αρχέτυπο του «αριστερού τρομοκράτη» του 20ού αιώνα, όμως αργότερα επέδρασαν στο κόμμα των Σοσιαλεπαναστατών καθώς και σε κάποιους από τους Ρώσους μαρξιστές, κυρίως στη δημιουργία του μετέπειτα μπολσεβικισμού. Η εξάπλωση αυτών των πυραμιδικών, «φυτευτών», και σε αντίθεση με τους Αμερικανικούς, σχεδόν πάντα εθνοτικών λαϊκισμών, σε πληθυσμούς των πόλεων αμέσως μετά το 1900 (fin de siecle), στις παραμονές του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, κυρίως όμως η ιδιοποίηση ή υφαρπαγή τέτοιων λαϊκισμών από τους φασισμούς στο Μεσοπόλεμο, στοίχειωσαν την ευρωπαϊκή πολιτική. Όμως μετά την καταστροφή του 2ο Παγκ. Πολέμου, κάποιες αναβιώσεις τους (π.χ. του Πουζάντ στη Γαλλία), ήταν μόνον ωχρά φαντάσματα ενός βυθισμένου παρελθόντος.
Η αναβίωση των ευρωπαϊκών λαϊκισμών είναι φαινόμενο των δύο τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα και ενισχύεται τώρα στις αρχές του 21ου. Τα πρότυπά τους (π.χ. Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, οι Ελεύθεροι στην Αυστρία, η ιταλική Λέγκα) δεν είναι της ισοτιμίας και συμπεριληπτικά, αλλά τονίζουν τον αποκλεισμό των «άλλων». Είναι πάντοτε εθνικοαπομονωτικά ή αποσχιστικά και κατασκευάζουν αυτόν τον αποκλειόμενο «άλλο» τους, τον αντίπαλο, κυρίως με τη μορφή του «ξένου». Η δεύτερη γενιά, από το UKIP στη Βρετανία μέχρι τους Ορμπανιστές στην Ουγγαρία και τους Πουτινιστές στη Ρωσία (με όλες τις «αυτοκρατορικές» ιδιομορφίες του ευρασιατικού γίγαντα), άν και πιο διαφοροποιημένη, αναπαράγει τη συνταγή της δεκαετίας του 1990.
Μοναδική μεγάλη εξαίρεση αυτής της τυπολογίας είναι ο αναδυόμενος αριστερόστροφος λαϊκισμός της Ισπανίας (του Podemos), αλλά εκεί λειτουργεί ο εγγενής Μπολιβαριανισμός, ως πολιτικό αντιδάνειο της μητρόπολης από τις παλιές αποικίες. Ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε ως αριστερό συσσωμάτωμα με κύρια δύναμη τον ΣΥΝασπισμό και από αυτή την άποψη ανήκει σε άλλη πολιτική τυπολογία και όχι στον λαϊκισμό. Η προσπάθεια να ενσωματώσει σημαντικό μέρος της πολιτικής κληρονομιάς του νέου ελληνικού λαϊκισμού, δηλαδή του ΠΑΣΟΚ, είναι άλλης τάξης θέμα και εμπίπτει στο φαινόμενο της αντίστροφης ενσωμάτωσης, που, και αυτό, έχει τη μακρά θλιβερή μεταπολιτευτική του ιστορία, όπως θα δούμε παρακάτω.
ΙΙΙ. Μακρυγιαννισμός, ο ελληνικός λαϊκισμός και το ΠΑΣΟΚ.
Στην Ελλάδα ο καταγωγικός πολιτικός και πολιτισμικός μύθος που έφτιαξε το εγχώριο θεμέλιο του λαϊκισμού συμβολίζεται με ένα «συνθηματικό» όνομα και λέγεται Μακρυγιαννισμός. Στη σκληρά ιεραρχική μετεπαναστατική κοινωνία, με τον πανίσχυρο κοτζαμπασισμό, την αντικρατική ταξική του συνειδητότητα και την εκτεταμένη αρπαγή ελεύθερης αγροτικής και αστικής γης, έγινε και παρέμεινε παντοδύναμος. Οι ιδέες αυτές «κατασκεύασαν», ως υποσύνολο του όλου, ένα είδος λαού και πολιτών που τους ταιριάζει και έφτασαν στην ωριμότητα τους στο γύρισμα μεταξύ 19ου και 20ού αιώνα. Πάντα έβλεπαν ως πραγματικό αντίπαλο «τους ακόμη πιο κάτω», τους πιο φτωχούς· αντίθετα, κατήγγειλαν μεν με σφοδρότητα «τους από πάνω», «το κατεστημένο», αλλά κυρίως για να διαπραγματευτούν από καλύτερες θέσεις τη διανομή της λείας, των λαφύρων. Στην εποχή μας αυτό πήρε την εξής μορφή: ο νέος λαϊκισμός της Μεταπολίτευσης έβλεπε με αδιαφορία ή ως αντίπαλο τον κόσμο των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα και των εργαζόμενων υπό επισφαλείς σχέσεις εργασίας. Φυσικά, το πιο πολύτιμο λάφυρο ήταν και είναι το κράτος.
Στον μεσοπόλεμο, η καταστροφή της Μεγάλης Ιδέας, το τραύμα της Μικράς Ασίας και η μεσολάβηση του διχασμού Βενιζελικών - Λαϊκών, διέχυσαν παντού τις λαϊκιστικές ιδέες ως είδος κυρίαρχης ιδεολογίας, χρήσιμης στους μεγαλοαστούς (κυρίως πρώην ετερόχθονες) ως όργανο ηγεμονίας σε καιρούς κρίσης. Οι ιδέες του ελληνικού λαϊκισμού δεν είχαν δικό τους κόμμα αλλά ήταν ισχυρές και στα δύο μεγάλα κόμματα.
Χαρακτηριστικό είναι, ότι το μεγαλύτερο μέρος της εμβληματικής «γενιάς του '30», που φιλοδόξησε και σε ένα βαθμό τα κατάφερε να συνδέσει τον ελληνικό πολιτισμό με τις ιδέες του κόσμου, τελικά, υπό την οδύνη του μικρασιατικού τραύματος, έδωσε γην και ύδωρ στον ιδεολογικό «εθνικο-αντιστασιακό» αλλά ιδιοτελή και εγωιστικό Μακρυγιαννισμό των μεσοστρωμάτων. Απόμεινε γραμμένη στον τοίχο σαν το Μανή-Θεκέλ-Φάρες του προφήτη Δανιήλ, ίσως υπερβολικά και μονόπλευρα αντιμακρυγιαννική, η εκ των έσω προειδοποίηση προς τους αστούς του Γιώργου Θεοτοκά (Αργώ, 1938), ότι «αυτά» θα καταστρέψουν τη χώρα:
Μα δεν κατάλαβες ακόμα την μπλόφα, την τερατώδη μπλόφα της νεοελληνικής ιστορίας; [...] Παίζουμε, μωρέ, παίζουμε το Κράτος, το έθνος, την πολιτισμένη κοινωνία, εμείς τα αντάξια παιδιά των ληστών και των κουρσάρων, εμείς οι έξυπνοι, οι σπουδαίοι, [...] για να τους βουτήξουμε κι’ άλλα λεφτά, λεφτά όσο μπορούμε περισσότερα λεφτά, κι’ ορίστε να τα λάβετε, αξιότιμοι κύριοι κερατάδες, ελάτε να πληρωθείτε από τα βράχια και τους αειμνήστους προγόνους και τους αρχαιολογικούς χώρους και τον αττικό ουρανό. Μα τώρα η Ευρώπη δεν πληρώνει πια, επειδή την πήρε ο διάβολος με τη σειρά της, τη γριά πόρνη. Για τούτο θα ψωφήσουμε της πείνας μες στα ερείπια του αρχαίου και του νεώτερου πολιτισμού και να με συμπαθάς. Η κωμωδία τελείωσε. 
Ο πόλεμος, η Αντίσταση, το ΕΑΜ, ο Εμφύλιος, η συνέχεια της ψυχροπολεμικής περιόδου μέχρι και τη δικτατορία, είναι πολιτικές συνθήκες που περιμένουν ακόμη την ιστορική κρίση. Πολλά μπορεί να πεί κανείς, αλλά πολύ δύσκολα χωρούν μέσα στο ερμηνευτικό σχήμα του λαϊκισμού (υπό την παραδεδομένη ελληνική του μορφή) και του αντιλαϊκισμού. Εκτός άν κανείς είναι πρόθυμος να εντάξει σε αντίστοιχα δυϊστικά σχήματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών και τους Γάλλους μακί, τους Ιταλούς παρτιζάνους, τους Γιουγκοσλάβους του Τίτο, ή στη συνέχεια, τα κομμουνιστικά, σοσιαλιστικά, ειρηνιστικά ή άλλα αριστερά κινήματα στην ψυχροπολεμική περίοδο των Δυτικών χωρών (ή, στην «άλλη»», στην υφαρπαγμένη Ευρώπη, τον λαό της Βουδαπέστης του 1956, λίγο πριν τους εξεγερμένους εργάτες στο Ανατολικό Βερολίνο, την Πράγα του 1968).
Για την αναβίωση του ελληνικού λαϊκισμού στη μεταπολίτευση, και μάλιστα υπό την ανέκαθεν επικρατούσα Μακρυγιαννική του εκδοχή, υπάρχουν επίσης ονόματα: ΠΑΣΟΚ και Ανδρέας Παπανδρέου. Η συμβολική «Τρεις του Σεπτέμβρη» δεν επελέγη τυχαία, πρόκειται για συνειδητή υπενθύμιση του καταγωγικού μύθου.
ΙV. Ηγεμόνευση του ΠΑΣΟΚ μέσω της υποταγής Κέντρου, Δεξιάς και Αριστεράς στον εθνικο-αντιστασιακό Μακρυγιαννισμό
Αυτή είναι η μεγάλη εικόνα. Τα υπόλοιπα είναι τώρα πια και αυτά ιστορία: Η ελληνική Δεξιά προσπάθησε (ανεπιτυχώς) να αντιμετωπίσει το ΠΑΣΟΚ ως αριστερό ή οιονεί αριστερό κόμμα, η Αριστερά κράτησε, ακόμη πιο ανεπιτυχώς, αμφίθυμη και ευμετάβλητη πολιτική στάση απέναντί του. Η εκτίμηση (και υπόρρητη πρόβλεψη δεινών) του Άγγελου Ελεφάντη, ότι «το ΠΑΣΟΚ από τη σκοπιά του σοσιαλισμού μας αφήνει παγερά αδιάφορους», η ολομέτωπη επίθεσή του εναντίον του ελληνικού, δηλαδή εναντίον του Μακρυγιαννικής κοπής ιδεολογικού «εθνικο-αντιστασιακού» και αρπακτικού λαϊκισμού των μεσοστρωμάτων, αλλά και η συνακόλουθη αντι-ΠΑΣΟΚική στάση διαρκείας μερικών σχεδόν ατομικών εξαιρέσεων εντός της κομματικής Αριστεράς, με πιο εξέχουσα περίπτωση τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη, έπεσε σε άγονο πολιτικό έδαφος. 
Οι βασικοί πολιτικοί της Αριστεράς και των δύο «ειδών», όπως οι αείμνηστοι Χαρίλαος Φλωράκης και Λεωνίδας Κύρκος, έβλεπαν δυστυχώς με μυθοποιητικό τρόπο την Εθνική Αντίσταση, τον Εμφύλιο και τα επακόλουθα ως τμήμα της αντιστασιακής ιδεολογίας της Μακρυγιαννικής παράδοσης παραβλέποντας τα εγωιστικά ιδιοτελή χαρακτηριστικά της ιδεολογίας αυτής. Το ίδιο ισχύει και για τους πολιτικούς της λεγόμενης γενιάς του Πολυτεχνείου ή και νεότερους, κατά τα άλλα ετεροχρονισμένους αλτουσερικούς, φίλους της αποδόμησης και του Ντεριντά, μεταμοντέρνους φιλοσημιτικούς, μετα-μαοΐζοντες εθνικολαϊκούς ή επικαλούμενους ό,τι άλλο ιδεολόγημα κυκλοφορούσε τότε. Γι' αυτό άλλωστε, τούτοι οι νεότεροι, με την ίδια ευκολία που γινόταν απολιτικοί κατήγοροι και εισαγγελείς εναντίον του ΠΑΣΟΚ, προσχωρούσαν μετά στις τάξεις του. Αλλά και οι κάπως παλαιότεροι γνωστοί πανεπιστημιακοί και διανοούμενοι της Ανανεωτικής Αριστεράς που αντιστάθηκαν στον πειρασμό, δεν είναι πολλοί. Ιδιαίτερα ο Λεωνίδας Κύρκος αναμφισβήτητα ανήκει, γενικά, στη «φωτεινή» μειοψηφική πλευρά των πολιτικών της εποχής του. Ωστόσο η γαλάζια και μετέπειτα η πράσινη ΕΑΔΕ - Εθνική Αντιδικτατορική Δημοκρατική Ενότητα, μετέτρεπαν τις ανανεωτικές δυνάμεις σε συμπαθή μεν ανίσχυρα δε παραπληρώματα και συνακόλουθα διευκόλυναν το καταστροφικό έργο της «σκοτεινής» δυνατής πλευράς του κομματικού συστήματος της μεταπολίτευσης.
Από την άλλη πλευρά, η ηγεμονία της Μακρυγιαννικής παράδοσης και στο χώρο της Δεξιάς ήταν ορατή ακόμη και σε πολιτικά τυφλούς στη δεκαετία του 1990 (π.χ. στη Βαλκανική αναστάτωση με τους «αριστερούς» και δεξιούς Έλληνες Μιλοσεβίκους). Επικράτησε χωρίς αντίλογο στην περίοδο δεξιάς διακυβέρνησης 2004-2009, η οποία μας υπενθύμισε με τρομακτικό τρόπο το αφήγημα της Αργώς.
http://62.103.28.111/infopubl/05.01.4960.0013/#16
Από μερικούς που επικρίνουν τώρα εκείνη την αντιλαϊκιστική πολεμική του Ελεφάντη, επισημαίνεται κάτι που αφορά την τότε πολιτική στρατηγική των κομμάτων: Μα ο Ελεφάντης, λένε, με τη φράση εκείνη, απαντούσε αρνητικά στον Νίκο Πουλαντζά, ο οποίος τον Φεβρουάριο του 1978, τρεις μήνες μετά το αποκαρδιωτικό εκλογικό ποσοστό 2,72 % της εκλογικής «Συμμαχίας» με πυρήνα το τότε ΚΚΕ εσωτερικού, έγραψε στα Νέα και υποστήριξε την «ενότητα των δυνάμεων της Αλλαγής». Δηλαδή τη στρατηγική συμπόρευση του ΚΚΕ εσωτερικού με το ΠΑΣΟΚ, με στόχο «την πλήρη αντιπαράθεση στην κυβέρνηση της ΝΔ»
Όμως η ουσία των θέσεων Ελεφάντη περί ΠΑΣΟΚ ήδη είχε διατυπωθεί ενωρίτερα, τον Οκτώβριο του 1977, με άρθρο του, μαζί με τον Μάκη Καβουριάρη, στον Πολίτη (ΠΑΣΟΚ - Λαϊκισμός ή Σοσιαλισμός, τεύχος 13, 10/1977). Εξ άλλου, ο Πουλαντζάς διατύπωσε εκείνη την πρότασή του έχοντας κυρίως το βλέμμα στη Γαλλία όπου ζούσε: έβλεπε μια συμμαχία του ΠΑΣΟΚ με το ΚΚΕ εσωτερικού ως το ελληνικό αντίστοιχο της Συμμαχίας της Αριστεράς με το Κοινό Πρόγραμμα στη Γαλλία. Η συμμαχία αυτή, τελικά, τον Μάιο του 1981, έφερε τον Φρανσουά Μιτεράν στην Προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας, μερικούς μήνες πριν τη νίκη του Ανδρέα Παπανδρέου στην Ελλάδα. Για πολλούς  ήταν ευνοϊκό προηγούμενο, έδειχνε το δρόμο και στην Ελλάδα. Να θυμηθούμε επίσης, ότι οι δημοτικές εκλογές στη Γαλλία, τον Μάρτιο του 1977, είχαν ήδη αποδείξει πόσο εφικτή ήταν η επικράτηση και στην κεντρική πολιτική της συνεργασίας των Γάλλων Κομμουνιστών και Σοσιαλιστών υπό την ηγεμονία των δεύτερων. Επίσης, στις βουλευτικές εκλογές που έγιναν στη Γαλλία τον Μάρτιο του 1978, λίγο μετά το άρθρο Πουλαντζά στα Νέα, η Συμμαχία  της Αριστεράς μόνον οριακά έχασε την πρώτη θέση και για πρώτη φορά μετά το 1936 το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας υποσκελίστηκε από τον συνεταίρο του, το Σοσιαλιστικό (έλαβε 20 % έναντι 22 % του ΣΚ). Ο Πουλαντζάς έβλεπε κυρίως μια ευρωπαϊκή τάση προς τα αριστερά και προσπαθούσε να ενσωματώσει σ΄ αυτή την ευρωπαϊκή πολιτική τάση και την εδώ λαϊκιστική ιδιομορφία.
Ως κατακλείδα, το πόσο συγκρίσιμο πολιτικά ή συναφές ήταν το ΠΑΣΟΚ και ο νεο-μακρυγιαννικός λαϊκισμός του με το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (ή με άλλα σοσιαλιστικά, σοσιαλδημοκρατικά και εργατικά κόμματα στην Ευρώπη), είναι μέρος της πολύ ευρείας συζήτησης, στην οποία εντάσσεται και η συγκεκριμένη διαφωνία Πουλαντζά και Ελεφάντη, όπως και πολλές άλλες διαφωνίες, παλιές και νέες.
V. Νικητές τότε, παγιδευμένοι κάτω απο τα ερείπια του αποτυχημένου έργου τους τώρα.
Τα ιστορικά και πολιτικά δρώμενα αξιολογούνται εκ των υστέρων, δηλαδή υπό οπτική γωνία διαφορετική από της εποχής τους. Το πώς αξιολογούμε τώρα όσους ηττήθηκαν εκείνες τις δεκαετίες από το ανερχόμενο και μετά παντοδύναμο ΠΑΣΟΚ, όπως κατεξοχήν ηττημένοι ήταν, καθένας στο διαφορετικό πόστο του, ο Α. Ελεφάντης και ο Μ. Παπαγιαννάκης, εξαρτάται από το πώς κρίνουμε τα τωρινά δρώμενα και κυρίως από το πώς αξιολογούμε ολόκληρη την προϊστορία των τωρινών. Το βέβαιο είναι, ότι οι νικητές εκείνων των δεκαετιών είναι τώρα πεσμένοι κατάχαμα στο πάτωμα, καταπλακωμένοι από τα ερείπια αυτού που έχτιζαν όλες αυτές τις δεκαετίες.
Αλλά πώς συνέβη; Από φυσικό φαινόμενο; Μήπως οι νικητές έχτιζαν πολιτικό σύστημα και κράτος μη διατηρήσιμο, ενώ γύρω διαμορφωνόταν μια κοινωνία όλο και πιο δύσμορφη, που βάραινε σαν πυραμίδα στις πλάτες των όλο και πιο επισφαλών μισθωτών του ιδιωτικού τομέα; Μήπως εκείνοι οι νικητές ήταν οικοδόμοι ενός οικοδομήματος επισφαλούς, που έμελλε να καταρρεύσει αυτό πρώτο (και μόνον αυτό τόσο άγαρμπα!) στην ταλαιπωρημένη Ευρώπη του Νότου, μόλις ο άνεμος στις «αγορές» γύρισε και από ανοδικός έγινε καθοδικός, βοηθούσης και της δουλικής στο χρηματοπιστωτικό σύστημα κυρίαρχης πολιτικής ελίτ της Ένωσης; 
Ή, αντίθετα, αδίκως κατέρρευσε, αφού στο πανωσήκωμα δεν υπήρξαν μαστροχαλαστές εκ των ένδον, οπότε τους ενόχους για την καταστροφή θα τους βρούμε μόνον εκτός της χώρας - συν βεβαίως αυτούς τους πέντε-δέκα που αόριστα αποκαλούμε με τον κακόηχο και δάνειο από τον αντίπαλο όρο διαπλοκή;
Πιο απλά, την καταστροφή την έφερε μόνον, ή κυρίως, το μνημόνιο του 2010, όπως επιμένουν ή υπονοούν όσοι υποστηρίζουν το δεύτερο; Ή μήπως η καταστροφή έτρωγε επί δεκαετίες σαν σαράκι τα δοκάρια και τις ξυλοδεσιές, ενώ βλέπαμε αμέριμνοι να πανωσηκώνεται ένα κράτος αποτυχημένο ως προς τη διαχείριση του χρόνου; Μήπως το 2009 απλά ακούστηκε το μεγάλο «κρακ» και στη συνέχεια, για να ακολουθήσουμε ένα άλλο σχήμα λόγου, του νομπελίστα οικονομολόγου Amartya Sen, το μνημόνιο ήταν ένα μείγμα αντιβιοτικού με ποντικοφάρμακο που δόθηκε στον βαρειά άρρωστο, όμως αυτός, πάντα αυτοκαταστροφικός, δεν έχει ούτε καν διάθεση να διαχωρίσει και να επιλέξει τα συστατικά του;
Όποιος αθωώνει του αίματος ή και εξιδανικεύει το κάποτε παντοδύναμο ΠΑΣΟΚ, ιδίως των θρυλούμενων φιλολαϊκών και αριστερών απαρχών του, είναι επόμενο να δυσκολεύεται τώρα να αποκηρύξει τον Μακρυγιαννικό λαϊκισμό των μεσοστρωμάτων. Αποδέχεται τη συνέχεια. Μη ξεχάσει όμως, εκτός από την πολιτειακή αρμονική συμπόρευση τώρα, να απονείμει επίσημα τα αρμόζοντα εύσημα και στην ακόμη πιο «φιλολαϊκή» κυβερνώσα ΝΔ της εποχής 2004-2009.  
Το συμπέρασμα των καθόλου παγερά αδιάφορων, τότε και τώρα: αφού κακώς και από κακοβουλία των άλλων κατέρρευσε ό,τι έφτιαξαν οι νικητές, καλώς ηττήθηκαν τότε οι ηττημένοι. 
Στο ίδιο έργο θεατές λοιπόν, ίδια συζήτηση; Δυστυχώς όχι. Ο νεο-μακρυγιαννικού τύπου λαϊκισμός του ΠΑΣΟΚ, ή γενικά των ριζοσπαστικοποιημένων μεσοαστικών τάξεων στη μεταπολίτευση, το 1981 ήταν ελληνική ιδιομορφία. Όμως σήμερα, ο λαϊκισμός αυτού του τύπου εντάσεται στον κανόνα των λαϊκισμών της όλης Ευρώπης,  όπως της βρετανικής και γαλλικής λαϊκίστικης Δεξιάς, των ανερχόμενων Γερμανών Εναλλακτικών ή των Πουτινιστών και των κλώνων τους τύπου Βίκτορ Ορμπάν, κανένας από τους οποίους δεν έχει την «καλοήθεια» μερικών λαϊκισμών της αμερικανικής ηπείρου. Όπως συμβαίνει π.χ. στη Γερμανία, στη Βρετανία ή στην Πολωνία, έτσι και στην Ελλάδα, δυνητικά μεγάλες μειοψηφίες εκλογέων, της τάξης του 20-30 %, είναι στο πεδίο επιρροής αυτού του κανόνα. Και το χειρότερο, οι μεσοαστικές τάξεις των αναπτυγμένων χωρών δεν είναι τώρα εξεγερμένες για την «αλλαγή» ή για «περισσότερη δημοκρατία» (Βίλλυ Μπραντ), αλλά υπό ζοφερούς μεταδημοκρατικούς οιωνούς (Χάμπερμας, Κράουτς) και φοβισμένες από πραγματικές και φαντασιακές απειλές: της Μακροχρόνιας Οικονομικής Στασιμότητας με όλο και μεγαλύτερη ανισότητα και άτακτη συσσώρευση πλούτου σε ελάχιστους, της μετατόπισης πλούτου και ισχύος από τη Δύση προς την Ανατολική Ασία, της κλιματικής αλλαγής, της Μεγάλης Μετανάστευσης των Λαών.
Φοβού τον φοβισμένο ή οργισμένο μεσο-μικροαστό, λέει μια παλιά πολιτική σοφία. Όμως αποτελεσματική λύση ή αριστερή πολιτική ή δημοκρατική πολιτική δεν είναι να τον απομονώσεις ή να τον περιθωριοποιήσεις. Σε καμμιά περίπτωση. Αλλά ούτε και να τρέφεις τον ριζοσπαστισμό του φόβου με αυταπάτες ή ψευδείς υποσχέσεις για επιστροφή σε χαμένους ιδιωτικούς παραδείσους, στα μικρά μερτικά από τη μεγάλη αρπαγή των κοινών, όπως τότε, στους καλούς (για τους άπληστους και τους πελάτες) καιρούς του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Εκτός των άλλων, αυτά σπέρνουν τώρα τον δηλητηριώδη σπόρο για πιό πικρές απογοητεύσεις και για περισσότερο φόβο, για περισσότερη οργή. Ή, στην καλύτερη περίπτωση, προπαγανδίζουν την απόσυρση των ανθρώπων μακριά από κάθε τι πολιτικό και αφήνουν έτσι τη δημοκρατία ένα άδειο κέλυφος.
Όσο πιο πικρή η απογοήτευση, τόσο πιο παράλογη η οργή λίγων, τόσο πιο πολλή η απόσυρση όλο και πιο πολλών. 
Οι πρώτες πολιτικές αρετές σε καιρούς σύγχυσης είναι να λες την αλήθεια και να έχεις σχέδιο, δηλαδή το ορθολογικό και ριζοσπαστικό του απαισιόδοξου στη σκέψη και αισιόδοξου στη θέληση. Αυτό ήταν και είναι το δέον του αναγκαίου ελληνικού αντιλαϊκισμού, που υπηρέτησε ο Ελεφάντης, ο Παπαγιαννάκης και λίγοι άλλοι, τότε στα μακρυνά 1978 και 1981. 
Σαν να ήταν χθες, ή μάλλον σήμερα, δυστυχώς.
Γιώργος Β. Ριτζούλης

Στον ιστότοπο Μετά την Κρίση:
   
Άγγελος Ελεφάντης, in memoriam: Λόγος για την ερχόμενη, την πραγματικά μεγάλη κρίση (από τον Πολίτη - για την ομιλία του Ρόμπερτ Κέννεντυ στο Πανεπιστήμιο του Κάνσας 1968)
   
Γερ. Μοσχονάς (Το Βήμα): Η προδοσία των ιδεών - Το ΠαΣοΚ έβαλε τη χώρα σε κοινωνική παγίδα
   
Λέανδρος Φίσερ (Jacobin): Από τον Ανδρέα Παπανδρέου στον Αλέξη Τσίπρα
   
Γ. Ρ.: Απέραντο ΠΑΣΟΚ, σαν βόμβα διασπoράς
   
Μιχάλης Παπαγιαννάκης, in memoriam (1941 - 26 Μαΐου 2009
   
Μετα-δημοκρατία, το φάντασμα του πολιτικού εκφυλισμού πλανιέται πάνω από την Ελλάδα και την Ευρώπη
  
Γιώργος Β. Ριτζούλης: Κρυμμένα μυστικά και αυταπάτες - στη ριζοσπαστική αριστερά και στους επίδοξους Έλληνες σοσιαλδημοκράτες


Cristobal Rovira-Kaltwasser : Οι λαϊκιστές δεν είναι ανόητοι
  

 
Claus Offe: Ακυβερνησία, θεσμική ανεπάρκεια, αποτυχημένα κράτη

 
 


Άγγελος Ελεφάντης, Μάκης Καβουριάρης: ΠΑΣΟΚ - Λαϊκισμός ή Σοσιαλισμός, Ο Πολίτης, τεύχος 13, 10/1977


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις 2013 - 2022

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται
Χρίστος Αλεξόπουλος: Κλιματική κρίση και κοινωνική συνοχή

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:
Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:<br>Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι
Πως η αγάπη επουλώνει τη φθορά του κόσμου

Danilo Kiš:

Danilo Kiš:
Συμβουλές σε νεαρούς συγγραφείς, και όχι μόνον

Predrag Matvejević:

Predrag Matvejević:
Ο Ρωσο-Κροάτης ανιχνευτής και λάτρης του Μεσογειακού κόσμου

Azra Nuhefendić

Azra Nuhefendić
Η δημοσιογράφος με τις πολλές διεθνείς διακρίσεις, γράφει για την οριακή, γειτονική Ευρώπη

Μάης του '36, Τάσος Τούσης

Μάης του '36, Τάσος Τούσης
Ο σκληρός Μεσοπόλεμος: η εποχή δοσμένη μέσα από τη ζωή ενός ανθρώπου - συμβόλου

Ετικέτες

«Γενιά του '30» «Μακεδονικό» 1968 1989 αειφορία Ανδρέας Παπανδρέου αντιπροσωπευτική δημοκρατία Αριστοτέλης Αρχιτεκτονική Αυστρομαρξισμός Βαλκανική Βαρουφάκης βιοποικιλότητα Βρετανία Γαλλία Γερμανία Γκράμσι Διακινδύνευση Έθνος και ΕΕ Εκπαίδευση Ελεφάντης Ενέργεια Επισφάλεια ηγεμονία ΗΠΑ Ήπειρος Θ. Αγγελόπουλος Θεοδωράκης Θεσσαλονίκη Θεωρία Συστημάτων Ιβάν Κράστεφ ιστορία Ιταλία Καντ Καρλ Σμιτ Καταναλωτισμός Κεντρική Ευρώπη Κέϋνς Κίνα Κλιματική αλλαγή Κοινοτισμός κοινωνική ανισότητα Κορνήλιος Καστοριάδης Κοσμάς Ψυχοπαίδης Κράτος Πρόνοιας Κώστας Καραμανλής Λιάκος Α. Λογοτεχνία Μάνεσης Μάξ Βέμπερ Μάρξ Μαρωνίτης Μέλισσες Μέσα «κοινωνικής» δικτύωσης Μέσα Ενημέρωσης Μεσόγειος Μεταπολίτευση Μιχ. Παπαγιαννάκης Μουσική Μπερλινγκουέρ Νεοφιλελευθερισμός Νίκος Πουλαντζάς Νίτσε Ο τόπος Οικολογία Ουκρανία Π. Κονδύλης Παγκοσμιοποίηση Παιδεία Πράσινοι Ρήγας Ρίτσος Ρωσία Σεφέρης Σημίτης Σολωμός Σοσιαλδημοκρατία Σχολή Φραγκφούρτης Ταρκόφσκι Τουρκία Τραμπ Τροβαδούροι Τσακαλώτος Τσίπρας Φιλελευθερισμός Φιλοσοφία Χαλκιδική Χέγκελ Χριστιανισμός Acemoglu/Robinson Adorno Albrecht von Lucke André Gorz Axel Honneth Azra Nuhefendić Balibar Brexit Carl Schmitt Chomsky Christopher Lasch Claus Offe Colin Crouch Elmar Altvater Ernst Bloch Ernst-W. Böckenförde Franklin Roosevelt Habermas Hannah Arendt Heidegger Jan-Werner Müller Jeremy Corbyn Laclau Le Corbusier Louis Althusser Marc Mazower Matvejević Michel Foucault Miroslav Krleža Mudde Otto Bauer PRAXIS International Ruskin Sandel Michael Strauss Leo Streeck T. S. Eliot Timothy Snyder Tolkien Ulrich Beck Wallerstein Walter Benjamin Wolfgang Münchau Zygmunt Bauman

Song for the Unification (Zbigniew Preisner -
Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube

Song for the Unification (Zbigniew Preisner - <br>Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube
Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων,
ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον...
Ἡ ἀγάπη ...πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει...
Νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα·
μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη (προς Κορινθ. Α΄ 13)

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»
«Είμαι βραχυπρόθεσμα απαισιόδοξος αλλά μακροπρόθεσμα αισιόδοξος»

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας
«Χριστούγεννα με τον Κοκκινολαίμη – Το Αηδόνι του Χειμώνα»

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι