του Τόμας Φρίκε
© Der Spiegel - Thomas Fricke: Aufstieg der Rechtspopulisten. Schaut auf die Banken, 15.04.2016
© Der Spiegel - Thomas Fricke: Aufstieg der Rechtspopulisten. Schaut auf die Banken, 15.04.2016
Οι λαϊκιστές της Δεξιάς βρίσκουν παντού ευνοϊκές συνθήκες και επωφελούνται. Ο λόγος είναι μόνον οι πρόσφυγες; Όχι. Ας στρέψουμε την προσοχή μας κάπου αλλού, στην πραγματική κρίση του αιώνα.
Η εισροή νέων προσφύγων στη Γερμανία έχει σχεδόν σταματήσει, οι διαδικασίες για να κατοχυρώσει κάποιος το δικαίωμα του ασύλου έχουν γίνει αυστηρότερες και οι προσπάθειες έχουν στραφεί τώρα στην ένταξη των προσφύγων στην γερμανική κοινωνία. Δεν υπάρχει πια λόγος να δυσανασχετεί κανείς για συρροή όλο και περισσότερων αλλοδαπών, να ζητά την αλλαγή της πολιτικής της Μέρκελ ή να βρίζει τα μέσα ενημέρωσης που ψεύδονται. Κανονικά, η Φράουκε Πέτρι, η πρόεδρος του κόμματος Εναλλακτική Λύση (AfD) έπρεπε να πάρει την άδειά της και να πάει να κάνει διακοπές παρέα με τον Ντόναλντ Τραμπ ή την Μαρίν Λε Πεν. Εκτός άν δεν είναι ο φόβος των προσφύγων αυτό που συνεχίζει να τροφοδοτεί με ψηφοφόρους το δεξιό λαϊκιστικό κόμμα της.
Από την άλλη πλευρά, οι Γάλλοι έχουν την Λε Πεν, άν και δεν έχουν υποδεχτεί ούτε καν ένα μικρό κλάσμα των προσφύγων που ήρθαν στη Γερμανία, ενώ οι Αμερικανοί έχουν τον Ντόναλντ Τραμπ παρόλο που δεν έχουν Μέρκελ.
Η ταυτόχρονη στροφή προς τα δεξιά σ' όλες αυτές τις χώρες, έχει μια
κοινή αιτία, η οποία συνίσταται σε κάτι άλλο, πολύ βαθύτερο: Παντού, με τον ένα ή
με τον άλλο τρόπο, οι άνθρωποι αισθάνονται τις επιπτώσεις της
χρηματοπιστωτικής κρίσης του αιώνα, που ξέσπασε το 2007 και τις ζημίες
της τις πληρώνουν σήμερα εκείνοι που δεν έχουν ιδέα για το τι
είναι hedge funds και τι είναι χρηματοοικονομικά παράγωγα. Όπως ανακάλυψε
πρόσφατα ο οικονομολόγος της Βόννης Moritz Schularick μαζί με δύο
συναδέλφους του και παρουσίασε την έρευνά τους σε μια εντυπωσιακή ιστορική μελέτη (PDF),
τα ακροδεξιά κόμματα πάντοτε ενισχύονται μετά από τέτοιες οικονομικές
καταστροφές. Αυτό ισχύει για τη Γερμανία αμέσως μετά το 1929, αλλά και για τις
τραπεζικές κρίσεις στις Σκανδιναβικές χώρες στη δεκαετία του 1990. Οι
εμπειρογνώμονες εξέτασαν περισσότερες από εκατό χρηματοπιστωτικές
κρίσεις μετά το 1870 σε 20 χώρες. Το αποτέλεσμα της έρευνας δείχνει ότι η εκλογική άνοδος των
ακροδεξιών κομμάτων τα πρώτα χρόνια μετά τις κρίσεις ανέρχεται κατά μέσο
όρο στο 30 %. Τα στοιχεία είναι χειροπιαστά: Στη Γαλλία, το ακροδεξιό Εθνικό
Μέτωπο ενισχύθηκε για πρώτη φορά κατά την κρίση του γαλλικού φράγκου
στη δεκαετία του 1980. Και η Εναλλακτική Λύση για τη Γερμανία (ΑfD) ιδρύθηκε
ως γνωστόν ταυτόχρονα με την κρίση στη ζώνη του ευρώ.
Η μελέτη αυτών των επιστημόνων έδειξε επίσης, ότι στις περιπτώσεις οικονομικών υφέσεων άλλου τύπου, που δεν συνοδεύονταν από καταστροφή του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δεν υπήρξε καμμιά στροφή προς τα δεξιά. Άρα η στροφή προς τα δεξιά πρέπει να έχει κάποια σχέση ειδικά με τις τράπεζες.
Ωστόσο, μπορεί κανείς να αντιτείνει, ότι η οργή των πολιτών στη Γερμανία δεν στρέφεται τόσο πολύ εναντίον του χρηματοπιστωτικού τομέα, αλλά στοχοποιεί κυρίως άλλα πράγματα. Σωστό, όμως τα δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή τα προβλήματα που σχετίζονται με τα παράγωγα δεν προσφέρονται για δημαγωγία και για χειραγώγηση των πολιτών. Όμως, όλα αυτά ως σύνολο, όσα αφήνει πίσω της η χρηματοπιστωτική κρίση, μπορούν να εξηγήσουν πολύ καλύτερα τη δυσαρέσκεια εναντίον των πολιτικών και των ελίτ, παρά η κρίση των προσφύγων.
Σύμφωνα
με έρευνες του ινστιτούτου δημοσκοπήσεων Forsa, μόνον το 25 % των πολιτών στη Γερμανία πιστεύει ότι
εκείνοι που επωφελήθηκαν περισσότερο από το κοινό νόμισμα ευρώ είναι οι «απλοί πολίτες». Αντίθετα, το 81 % πιστεύει ότι η κρίση της ευρωζώνης πλήττει περισσότερο αυτούς ακριβώς τους απλούς πολίτες. Ιδού η δυσαρέσκεια. Πόσο μάλλον, όταν ειδικά το δεύτερο μέρος της υπόθεσης, δηλαδή ότι η κρίση έπληξε κυρίως τους απλούς πολίτες, δεν είναι και τόσο λάθος.
Τον λογαριασμό τον πληρώνουν οι μικροαποταμιευτές
Η
τυπική πορεία των χρηματοπιστωτικών κρίσεων είναι η εξής: οι τράπεζες
καλώς ή κακώς διασώζονται, αν και έχουν συμβάλει τα μέγιστα στο να ξεσπάσει η κρίση. Διασώζονται
γιατί χωρίς τις τράπεζες δεν μπορεί να κινηθεί τίποτε και άν δεν διασωθούν, η ιστορική εμεπιρία δείχνει ότι απειλείται οικονομική κατάρρευση. Όμως η διάσωση είναι πολύ δαπανηρή για τα κράτη και συχνά οδηγεί σε
υψηλότερους φόρους ή σε μείωση των συντάξεων. Και μετά ο λαός λέει το «ευχαριστώ».
Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι πολιτικοί βρίσκονται λοιπόν μπροστά σε δύο εναλλακτικές λύσεις: είτε να κάνουν τον «πλούσιο θείο» και να αντιμετωπίσουν τον πανικό στις χρηματοπιστωτικές αγορές διασώζοντας τις τράπεζες με χρήματα των φορολογουμένων, είτε να μην το
κάνουν, αλλά να διακινδυνεύσουν έτσι ακόμη μεγαλύτερη κρίση με μαζική ανεργία, που θα τους στείλει στα σπίτια τους στις επόμενες εκλογές. Ειδικά σε τέτοιες κρίσεις, οι αντιδράσεις των πολιτικών δείχνουν εντελώς αναποτελεσματικές (άν και μερικοί πολιτικοί δεν χρειάζονται χρηματοπιστωτικές κρίσεις για να γίνουν αναποτελεσματικοί). Δεν είναι καθόλου παράδοξο που το κύρος του πολιτικού προσωπικού μειώνεται κατακόρυφα μετά από τέτοιες κρίσεις.
Αυτό που κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα, είναι το γεγονός ότι οι καταρρεύσεις συνήθως έρχονται μετά από εποχές ευφορίας, στις οποίες κάποιοι λίγοι βγάζουν πολλά χρήματα και στις οποίες επενδύονται περισσότερα σε κερδοσκοπικούς επενδυτικούς προορισμούς παρά σε νέες βιομηχανίες ή σε ασφαλείς θέσεις εργασίας. Λίγες φορές το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών ήταν τόσο μεγάλο όσο στην εποχή αμέσως πριν τις κρίσεις του 1929
και του 2008, άν και δεν άλλαξαν πολλά μεταξύ 2008 και 2016. Το
πιο πλούσιο 10 % κατέχει σχεδόν τα 2/3 των περιουσιακών στοιχείων, ενώ το 40 % των Γερμανών δεν έχει απολύτως τίποτε, και αυτό μετά
από τρεις δεκαετίες χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης. Αυτή τη δυσαρμονία ο λαός την αντιλαμβάνεται πολύ καλά.
Μετά, ακόμη και όσοι έχουν χάσει κάποιες συνέχειες του σήριαλ, διαπιστώνουν ότι δεν υπάρχουν πια τόκοι των καταθέσεων. Αυτή είναι μια από τις τυπικές επακόλουθες επιπτώσεις των μεγάλων κρίσεων, γιατί στις
κρίσεις χρέους δεν υπάρχει ζήτηση νέων δανείων και στην πραγματική
οικονομία γίνονται ελάχιστες επενδύσεις. Μηδενικά
επιτόκια δεν επιβάλλει μόνον ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, που τόσο βιαστικά δυσφημίστηκε στη Γερμανία, αλλά τα ίδια ισχύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Ιαπωνία και σε άλλες χώρες σε κρίση. Τον λογαριασμό τον πληρώνουν εκείνοι οι μικροαποταμιευτές, οι οποίοι δεν επωφελήθηκαν καθόλου από την προηγούμενη αλματώδη άνοδο.
Μεγάλη ευκαιρία για δημαγωγούς και για «ψεκασμένους»
Όλα
αυτά ευνοούν προφανώς πιο πολύ τους προπαγανδιστές απλοικών κοσμοθεωριών, παρά τους πολιτικούς που επικεντρώνονται στις μεταρρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα ή των δημοσιονομικών. Στην πραγματικότητα, μετά από τέτοιες κρίσεις, οι κατεστημένες οικονομικές σοφίες φαίνονται ξαφνικά εντελώς παράλογες, όπως π.χ. η θεωρία ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές λειτουργούν πάντα
αποτελεσματικά (efficient marcets hypothese), που την κήρυττε η πλειονότητα των οικονομολόγων σαν επίμονα επαναλαμβανόμενο ψαλμό βουδιστών καλογέρων. Στη δεκαετία του 1930, το κραχ οδήγησε σε μια μεγάλη θεωρητική επανεξέταση και στην απόρριψη του εντελώς αφελούς φιλελευθερισμού.
Είναι η ώρα της δημαγωγίας: Καταρρέει κάθε εμπιστοσύνη στην παλιά συντεχνία των ειδικών, αλλά δεν υπάρχει ακόμη μια νέα. Τότε προκύπτει πολύς ελεύθερος χώρος για δημαγωγούς ή ψεκασμένους, που καλύπτουν το κενό με παράλογες θεωρίες και δόγματα. Δεν φαίνεται καθόλου πιθανό ότι ο Ντόναλντ Τραμπ, λόγου χάρη, θα θελήσει να καταπολεμήσει την υπερσυγκέντρωση του πλούτου. Θα προτιμήσει να τα βάλει με τους Μεξικανούς και τους Μουσουλμάνους, και αυτό κάνει όντως.
Δεν ερμηνεύονται
τα πάντα με
την οικονομική κατάρρευση και με τα επακόλουθά της, όμως έτσι εξηγείται πολλή από τη δυσαρέσκεια που εκμεταλλεύονται σήμερα για λογαριασμό τους οι Τραμπ, Λε Πεν και Πέτρι: μηδενικά επιτόκια, πολιτικοί που δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τις καταστάσεις που αντιμετωπίζουν, τρελές οικονομικές ανισότητες ή οικονομολόγοι που έγιναν αναξιόπιστοι. Οι δημαγωγοί εκμεταλλεύονται τη δυσαρέσκεια, παρόλο που δεν έχουν να προσφέρουν λύσεις.
Με το να στηθούν φράχτες στη βαλκανική οδό ή να γίνει πιο αυστηρή η
νομοθεσία για το άσυλο, δεν αισθανθεί ξανά καλύτερα ο λαός, ούτε θα εκτιμήσει πάλι τους πολιτικούς. Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις για να αυξηθούν τα εισοδήματα των πολλών στη χώρα αυτή. Χρειάζεται να γίνουν πάλι οι τράπεζες φορείς παροχής υπηρεσιών ή
να επεκταθεί η πραγματική οικονομία τόσο, ώστε να φέρνει αυτή από μόνη της περισσότερα χρήματα
στους ανθρώπους. Τότε μόνον δεν θα είναι τόσο πολλοί άνθρωποι αγανακτισμένοι με όλα και με όλους. Αυτή όμως δεν είναι δουλειά για παραμυθάδες.
Ο Thomas Fricke (1965) αρθρογραφεί στον Spiegel. Από το 2007 διαχειρίζεται τον διαδικτυακό ιστότοπο WirtschaftsWunder (Το Οικονομικο Θαύμα). Εργάστηκε στην Süddeutschen Zeitung, στην European Climate Foundation, στους Financial Times Deutschland (με αντικείμενο θέματα μακροοικονομίας και οικονομικής πολιτικής), στο OFCE (Παρίσι) και στο Manager Magazin.
Σπουδές στο Aachen και στο Παρίσι (Institut d'Etudes Politiques de Paris και Université Paris I - Sorbonne). Γερμανο-Γαλλικό Βραβείο Δημοσιογράφων (Ιούνιος 1998), Βραβείο Οικονομικής Δημοσιογραφίας της Εταιρείας
Κέυνς (Φεβρουάριος 2013).
Βιβλίο: Wie viel Bank braucht der Mensch? (Μάρτιος 2013)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου