του Γιάν Βέρνερ Μύλλερ
© The New York Review of Books Daily - © Jan-Werner Müller: Behind the New German Right, 14.4.2016, αναδημοσίευση Tr@nsit online - Institute for Human Sciences in Vienna, 21.04.2016
Σε όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής της ιστορίας, η Γερμανία κατάφερνε με κάποιο τρόπο να αντισταθεί στους πειρασμούς του δεξιού λαϊκισμού. Τώρα πια αυτό δεν ισχύει. Στις 13 Μαρτίου 2016, η «Εναλλακτική πρόταση για τη Γερμανία» (AfD) - ένα κόμμα που έχει δηλώσει ότι ίσως είναι αναγκαίο να πυροβολούνται οι μετανάστες που προσπαθούν να μπούν παράνομα στη χώρα και ανακίνησε την ιδέα να απαγορευτούν στη Γερμανία τα μουσουλμανικά τεμένη - επέτυχε διψήφια νούμερα στα αποτελέσματα των εκλογών τριών γερμανικών ομόσπονδων χωρών. Στη μία, στη Σαξονία-Άνχαλτ, το κόμμα αυτό πήρε σχεδόν το ένα τέταρτο των ψήφων. Σύμφωνα με μερικούς παρατηρητές, η επιτυχία της AfD αποδεικνύει απλά την περαιτέρω «εξομάλυνση» της Γερμανίας: τώρα, και η χώρα αυτή γίνεται όμοια με τις άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία, οι οποίες έχουν από καιρό κόμματα που αντιτίθενται στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και καταγγέλουν το υπάρχον πολιτικό κατεστημένο ότι απέτυχε να εκπροσωπήσει τον λαό ως ώφειλε. Και γιατί θα έπρεπε η Γερμανία να αποτελεί εξαίρεση;
Οι Pegida και οι Εναλλακτικοί (AfD)
Ο εφησυχασμός αυτός είναι αδικαιολόγητος, για δύο τουλάχιστον λόγους: πρώτον, η AfD τροφοδοτήθηκε από ένα ριζοσπαστικό κίνημα διαμαρτυρίας, τους «Πατριώτες Ευρωπαίους Ενάντια στον εξισλαμισμό της Δύσης» ή Pegida, το οποίο δεν έχει ισοδύναμο πουθενά αλλού στην Ευρώπη. Στη συνέχεια το κόμμα AfD ενθάρρυνε με τη σειρά του αυτό το κίνημα. Το δεύτερο, που ίσως είναι ακόμη πιο σημαντικό, είναι το εξής: η προειδοποίηση της AfD ότι η Γερμανία κινδυνεύει με «αργή πολιτισμική εξαφάνιση», ως επακόλουθο, υποτίθεται, της προθυμίας της καγκελαρίου Μέρκελ να φιλοξενήσει πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες, βρήκε απήχηση σε μερικούς εξέχοντες διανοούμενους. Τις ιδέες που αποτελούν τα θεμέλια αυτού που ένας από τους ιδεολόγους της AfD αποκάλεσε «avant-garde συντηρητισμό», μπορεί πράγματι να τις βρεί κανείς στην πρόσφατη παραγωγή μερικών γνωστών Γερμανών συγγραφέων και φιλοσόφων. Μετά το τέλος της ναζιστικής εποχής, ποτέ ένα δεξιό κόμμα δεν απολάμβανε τόσο ευρείας πολιτισμικής στήριξης. Πώς συνέβη αυτό;
Ο εφησυχασμός αυτός είναι αδικαιολόγητος, για δύο τουλάχιστον λόγους: πρώτον, η AfD τροφοδοτήθηκε από ένα ριζοσπαστικό κίνημα διαμαρτυρίας, τους «Πατριώτες Ευρωπαίους Ενάντια στον εξισλαμισμό της Δύσης» ή Pegida, το οποίο δεν έχει ισοδύναμο πουθενά αλλού στην Ευρώπη. Στη συνέχεια το κόμμα AfD ενθάρρυνε με τη σειρά του αυτό το κίνημα. Το δεύτερο, που ίσως είναι ακόμη πιο σημαντικό, είναι το εξής: η προειδοποίηση της AfD ότι η Γερμανία κινδυνεύει με «αργή πολιτισμική εξαφάνιση», ως επακόλουθο, υποτίθεται, της προθυμίας της καγκελαρίου Μέρκελ να φιλοξενήσει πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες, βρήκε απήχηση σε μερικούς εξέχοντες διανοούμενους. Τις ιδέες που αποτελούν τα θεμέλια αυτού που ένας από τους ιδεολόγους της AfD αποκάλεσε «avant-garde συντηρητισμό», μπορεί πράγματι να τις βρεί κανείς στην πρόσφατη παραγωγή μερικών γνωστών Γερμανών συγγραφέων και φιλοσόφων. Μετά το τέλος της ναζιστικής εποχής, ποτέ ένα δεξιό κόμμα δεν απολάμβανε τόσο ευρείας πολιτισμικής στήριξης. Πώς συνέβη αυτό;
Η AfD ιδρύθηκε το 2013 από μια ομάδα απόλυτα σεβαστών, αλλά καθόλου χαρισματικών καθηγητών της οικονομικής επιστήμης. Το ίδιο το όνομά της, Εναλλακτική για τη Γερμανία, επιλέχθηκε για να αμφισβητήσει την αξίωση της Άνγκελα Μέρκελ ότι δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική λύση, παρά μόνον οι δικές της πολιτικές, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση της ζώνης του ευρώ. Αυτοί οι καθηγητές των οικονομικών αντιτίθενται στο ευρώ, με το επιχείρημα ότι το κοινό νόμισμα, κατά τη γνώμη τους, επιβαρύνει υπερβολικά τον Γερμανό φορολογούμενο και έσπειρε τη διχόνοια μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Ωστόσο δεν απαιτούσαν τη διάλυση της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τον ίδιο τρόπο που την απαιτούν οι δεξιοί λαϊκιστές αλλού στην Ευρώπη. Επίσης, τα καθιερωμένα κόμματα της Γερμανίας προσπάθησαν να τους αμαυρώσουν ως «αντι-ευρωπαίους», πράγμα που ενίσχυσε μεταξύ πολλών ψηφοφόρων την αίσθηση ότι για το πολιτικό κατεστημένο της χώρας, η συζήτηση γύρω από ορισμένες επιλογές πολιτικής είναι στην πράξη ταμπού. Όπως και άλλα νέα κόμματα, η AfD προσέλκυσε πολιτικούς τυχοδιώκτες κάθε είδους. Πρόσφερε όμως και μια πολιτική στέγη σε συντηρητικούς, οι οποίοι πίστευαν ότι πολλές από τις πολιτικές πρωτοβουλίες της Μέρκελ (το τέλος της πυρηνικής ενέργειας και της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, η νομιμοποίηση ενώσεων ατόμων του ίδιου φύλου και η αύξηση του κατώτατου μισθού), είχαν μετατοπίσει το κόμμα της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) υπερβολικά προς τα αριστερά. Δεδομένου ότι ήταν υπαρκτή μια ισχυρή και καθιερωμένη συντηρητική άποψη αντίθετη με πολλές από αυτές τις αποφάσεις, η AfD είχε τη δυνατότητα να καταλάβει χώρο στα δεξιά της CDU, χωρίς όμως να σπέρνει την υποψία ότι είναι αντιδημοκρατική ή ότι έχει δεσμούς με το ναζιστικό παρελθόν.
Το 2013 η AfD απέτυχε να μπεί στο γερμανικό κοινοβούλιο για λίγες χιλιάδες ψήφους, κατάφερε όμως να στείλει επτά βουλευτές στις Βρυξέλλες μετά τις εκλογές του 2014 για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου προσχώρησε σε μια συμμαχία των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων υπό την ηγεσία των Συντηρητικών της Βρετανίας. Με την επιτυχία έξω ήρθαν οι εσωτερικές έριδες. Νεαροί δεξιοί αμφισβήτησαν τους καθηγητές της AfD με πρωτοβουλίες όπως η «Πατριωτική Πλατφόρμα», η οποία έδινε την εντύπωση να είναι πιο κοντά στην εθνικιστική άκρα δεξιά, παρά σε μια αυθεντική συντηρητική CDU. Το καλοκαίρι του 2015 οι περισσότεροι από τους ιδρυτές της AfD αποχώρησαν από αυτό το κόμμα. Ο ένας από αυτούς εξέφρασε τη λύπη του που βοήθησε να δημιουργηθεί ένα «τέρας». Η AfD φαινόταν προορισμένη να ακολουθήσει την πορεία τόσων και τόσων κομμάτων διαμαρτυρίας: να καταρρεύσει από τις εσωτερικές διαμάχες, την έλλειψη επαγγελματισμού και την αποτυχία να γαλουχήσει επαρκές ικανό προσωπικό, το οποίο να φέρει σε πέρας την καθημερινή κοινοβουλευτική πολιτική, κάτι που είναι απαραίτητο άν ένα κόμμα δεν θέλει να λάμψει σαν πολιτικό πυροτέχνημα.
Διαδρομές και χαμαιλεοντικές ικανότητες του γερμανικού λαϊκισμού: Από τους Βρετανούς Tories στο UKIP και στον Πούτιν. Ακροδεξιοί με αντιχιτλερικές σημαίες
Διαδρομές και χαμαιλεοντικές ικανότητες του γερμανικού λαϊκισμού: Από τους Βρετανούς Tories στο UKIP και στον Πούτιν. Ακροδεξιοί με αντιχιτλερικές σημαίες
Και τότε, το κόμμα αυτό το διέσωσε η Άνγκελα Μέρκελ. Ή αυτό ισχυρίζονται οι νέοι, πολύ πιο ριζοσπαστικοί ηγέτες της AfD, από τη στιγμή που η καγκελάριος ανακοίνωσε την εξαιρετικά αμφιλεγόμενη πολιτική της του περασμένου καλοκαιριού για τους πρόσφυγες. Εκείνη την εποχή, η απόφασή της έγινε ευρέως αποδεκτή από τον λαό, αλλά στους μήνες που ακολούθησαν, η στήριξη της μειώθηκε απότομα, ενώ η AfD σημείωνε άνοδο. Πολλοί φοβούνται ότι το γερμανικό κράτος έχει χάσει τον έλεγχο της κατάστασης και κατηγορούν την Μέρκελ για την αποτυχία της να διαπραγματευτεί μια πραγματικά πανευρωπαϊκή προσέγγιση στην προσφυγική κρίση. Ο Αλεξάντερ Γκάουλαντ (Alexander Gauland), παλιός πρώην πολιτικός της CDU, τώρα ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους ηγέτες της AfD - με την εμφάνιση ενός παραδοσιακού Βρετανού Tory, ακόμη και με τουίντ σακάκια και με συχνές αναφορές στον Έντμουντ Μπερκ (Edmund Burke) - αποκάλεσε την προσφυγική κρίση «δώρο» για την AfD.
Άλλοι έχουν προχωρήσει περισσότερο, όπως δείχνουν οι δηλώσεις της Μπέατριξ φον Στορχ (Beatrix von Storch), μιας κόμησσας από την Κάτω Σαξονία που έχει εκλεγεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την AfD, αλλά πρόσφατα εντάχθηκε στην ευρωομάδα που περιλαμβάνει το βρετανικό UKIP και τους ακροδεξιούς Σουηδούς Δημοκράτες [εξαιτίας των δηλώσεων της - βλ. παρακάτω - την απέκλεισε η ευρωκοινοβουλευτική ομάδα υπό την ηγεσία των Βρετανών Συνντηρητικών στην οποία συμμετείχε κανονικά ως μέλος της AfD]. Υποστηρίζει τις ιδέες των ελεύθερων αγορών αλλά και του χριστιανικού φονταμενταλισμού, όμως έχει καταγραφεί δήλωσή της ότι οι συνοριοφύλακες θα πρέπει να χρησιμοποιούν πυροβόλα όπλα εναντίον των προσφύγων που προσπαθούν να διασχίσουν παράνομα τα σύνορα, ακόμη και άν ανάμεσα τους υπάρχουν γυναίκες και παιδιά. Μετά από πολλή κριτική, παραδέχθηκε ότι τα παιδιά μπορούν να εξαιρεθούν, όχι όμως οι γυναίκες.
Τέτοιες δηλώσεις έχουν ως στόχο να εκμεταλλευτούν την αίσθηση που έχει το κόμμα της AfD, ότι όλο και περισσότεροι ψηφοφόροι φοβούνται τους νεοφερμένους γιατί τους θεωρούν βαθιά απειλή για τον γερμανικό πολιτισμό. Η AfD θα παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο πολιτικό πρόγραμμα μετά από ένα συνέδριο στο τέλος του Απριλίου, αλλά οι πρώτες ενδείξεις είναι ότι θα δοθεί μεγάλη έμφαση στην πρόληψη αυτού που το κόμμα θεωρεί ως εξισλαμισμό της Γερμανίας. Ένα σχέδιο του προγράμματος περιλαμβάνει φράσεις όπως «Είμαστε και θέλουμε να παραμείνουμε Γερμανοί». Το πραγματικό νόημα αυτών των κοινοτοπιών συγκεκριμενοποιείται στη συνέχεια με την πρόταση να απαγορευτεί η ανέγερση μιναρέδων. Σ΄ αυτό το θέμα, ο προσανατολισμός της AfD και του πολύ πιο έντονα αντι-ισλαμικού κινήματος των Pegida, σαφώς αλληλοεπικαλύπτονται.
Οι Pegida ιδρύθηκαν από ακτιβιστές της Δεξιάς το φθινόπωρο του 2014, οι οποίοι κάλεσαν τους πολίτες να ενωθούν μαζί τους σ' αυτούς που ονομάζουν «βραδινούς περιπάτους» μέσα στην πόλη της Δρέσδης και σε άλλες πόλεις, για να αντιταχθούν στον «εξισλαμισμό». Ηγέτες του κινήματος έχουν επίσης υποστηρίξει τη βελτίωση των σχέσεων με τη Ρωσία (σε αφίσες έχουν γράψει «Πούτιν, βοηήθεια!»), μια πρόταση που επαναλαμβάνουν με έμφαση πολιτικοί της AfD, όπως ο Γκάουλαντ. Οι διαδηλωτές ιδιοποιήθηκαν και το διάσημο σύνθημα «Εμείς είμαστε ο λαός», το οποίο φώναζαν οι πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας το 1989 για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στο τότε καθεστώς του κρατικού σοσιαλισμού. Οι Pegida όχι μόνον τρέφονται από αόριστους και διάχυτους φόβους (δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου Μουσουλμάνοι στη Δρέσδη), αλλά αμφισβητούν και το δημοκρατικό σύστημα ως τέτοιο. Οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του λαού στα κοινοβούλια - στα γερμανικά Volksvertreter - καταγγέλλονται ως προδότες του λαού - στα γερμανικά Volksverräter. Τα μέλη των Pegida έχουν επικρίνει τις πολιτικές της Μέρκελ για τη διατήρηση ανοιχτών συνόρων ως παραβίαση του όρκου που έδωσε όταν ανέλαβε τη θητεία της ως καγκελάριος: να προστατεύει την ασφάλεια του γερμανικού λαού.
Οι υποστηρικτές αυτού του του κινήματος προπαγανδίζουν την «αντίσταση» ή τουλάχιστον την «πολιτική ανυπακοή», λόγου χάρη αποκλείοντας την πρόσβαση σε κέντρα προσφύγων. Οι διαδηλωτές μερικές φορές υψώνουν τη «σημαία Wirmer», αυτήν που προώριζε ως σύμβολο μιας μετα-ναζιστικής Γερμανίας το αντι-Χιτλερικό αντιστασιακό κίνημα περί τον Κλάους φον Στάουφενμπεργκ (Claus von Stauffenberg). Αυτό το σύμβολο, στην πραγματικότητα το έχουν ιδιοποιηθεί πολλές ακροδεξιές ομάδες στη Γερμανία, για να σηματοδοτήσουν ότι θεωρούν την σημερινή κατάσταση ως μη νόμιμη. Και το κάνουν, παρόλο που ο Josef Wirmer, ο σχεδιαστής της σημαίας, ήταν ένας Καθολικός δημοκράτης ο οποίος εκτελέστηκε από τους Ναζί [όπως και ο Στάουφενεμπεργκ και οι άλλοι αντιναζιστές συνωμότες, όταν επιχείρησαν ανεπιτυχώς να σκοτώσουν τον Χίτλερ με βόμβα]. Ο γιος του έχει δηλώσει ότι η οικογένεια Wirmer σκέφτεται να μηνύσει τους διαδηλωτές των Pegida για τη χρήση της σημαίας. Στις εκδηλώσεις των Pegida έχουν συμμετάσχει δεξιοί ηγέτες από το εξωτερικό, με πιο γνωστή περίπτωση τον Ολλανδό ακροδεξιό αντι-ισλαμιστή πολιτικό Γκέερτ Βίλντερς (Geert Wilders), ο οποίος αποκαλεί το Tweede Kammer, δηλαδή την Ολλανδική Βουλή των Αντιπροσώπων στη Χάγη, «ψευδοκοινοβούλιο».
Καθηγητές, φιλόσοφοι, συγγραφείς: Μια οργισμένη «συντηρητική avant-garde».
Στο σημείο αυτό εμφανίζονται στην ιστορία αυτή και μερικοί Γερμανοί διανοούμενοι. Οι δημοσιογράφοι και οι ακαδημαϊκοί δυσκολεύονταν να καταλάβουν γιατί προέκυψε η κίνηση των Pegida και γιατί προσελκύει
τόσους πολλούς ανθρώπους. Υποκαταστήματα του κινήματος Pegida υπάρχουν και σε άλλα μέρη της Ευρώπης, αλλά
μέχρι στιγμής, η υποστήριξη αλλού είναι μόνον οριακή. Εκείνοι που υποστηρίζουν ότι τροφοδοτείται από το «φόβο» και την «αγανάκτηση», στην καλύτερη περίπτωση απλώς περιγράφουν αυτό που συμβαίνει. Είναι όμως αξιοσημείωτο, ότι η «οργή» ως πολιτική στάση εξασφάλισε την φιλοσοφική ευλογία ενός από τους κορυφαίους διανοούμενους της AfD, του Μαρκ Γιόνγκεν (Marc Jongen),
ο οποίος είναι πρώην πανεπιστημιακός βοηθός του γνωστού στη Γερμανία φιλοσόφου Πέτερ Σλότερντικ (Peter Sloterdijk). Ο Γιόνγκεν δεν προειδοποιεί μόνον για κίνδυνο της «πολιτισμικής αυτο-εξόντωσης» της Γερμανίας, αλλά υποστηρίζει και το εξής: εξαιτίας των δεκαετιών Ψυχρού Πολέμου και της ομπρέλας
ασφαλείας που τους παρείχαν οι ΗΠΑ, οι Γερμανοί έχουν λησμονήσει τη σημασία του στρατού, της αστυνομίας, της
πολεμικής αρετής, και γενικότερα έχουν λησμονήσει αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν θυμός [ή θυμικόν ή θυμοειδές, βλ. τα τρία μέρη της ψυχής κατά τον Πλάτωνα: λογιστικόν, θυμικόν και επιθυμητικόν], το οποίο μπορεί να μεταφρστεί
ποικιλοτρόπως ως σθένος, θάρρος, ζωηρότητα, υπερηφάνεια, δίκαιη αγανάκτηση, αίσθηση του τι είναι «ίδιον» (δηλαδή ιδιαίτερο, δικό μας) ή και οργή, και αντίθετά του είναι ο έρως και ο λόγος. Η Γερμανία, σύμφωνα με τον Γιόνγκεν, είναι σήμερα «ελλειμματική» σε θυμό. Μόνον οι Ιάπωνες έχουν ακόμη λιγότερο θυμό, προφανώς επειδή βίωσαν τον μεταπολεμικό ειρηνισμό. Σύμφωνα
με τον Γιόνγκεν, η Ιαπωνία μπορεί να αντέξει μια τέτοια έλλειψη,
επειδή οι κάτοικοί της δεν βρίσκονται αντιμέτωποι με τις «ισχυρές φύσεις» των
μεταναστών. Συνακόλουθα, οι οργισμένοι διαδηλωτές κάνουν κάτι πάρα πολύ καλό: βοηθούν να αναζωπυρωθεί στη γερμανική κοινωνία ο σβησμένος θυμός.
Ο Γιόνγκεν, ο οποίος είναι τώρα ο αναπληρωτής πρόεδρος της AfD στη Βάδη-Βυρτεμβέργη, ήταν σχεδόν άγνωστος μέχρι αυτή την άνοιξη. Όχι όμως ο Σλότερντικ, ο οποίος είναι από τους πιο γνωστούς φιλοσόφους της Γερμανίας (και
αναμφισβήτητα ο πιο παραγωγικός), με έργο που είναι
γνωστό και στις ΗΠΑ. Ο Σλότερντικ ασχολείται συνήθως με αμφιλεγόμενα θέματα, όπως είναι η γενετική μηχανική, και
απολαμβάνει να προκαλεί τους διανοούμενους της Αριστεράς, οι οποίοι, κατά τον Σλότερντικ, δεν διαθέτουν
χιούμορ και «πνεύμα». Τα
βιβλία του, τα οποία «πουλούν» πολύ καλά, δεν διακρίνονται για την πολύ σαφή επιχειρηματολογία τους, αλλά κυρίως για φιλοσοφικές εικασίες και συχνά
ποιητικές περιγραφές που ανα-διατυπώνουν την πρόσφατη ιστορία ή και την
ιστορία της Δύσης ως όλου. Όπως στο βιβλίο Γενεαλογία της Ηθικής του Νίτσε (το οποίο αποτελεί πηγή διαρκούς έμπνευσης για
τον Σλότερντικ), αυτές οι ανα-διατυπώσεις υποτίθεται ότι «συγκλονίζουν» τους αναγνώστες, προκειμένου να τους οδηγήσουν μακριά από τις συμβατικές αντιλήψεις για το παρόν. Ωστόσο, στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του ο Σλότερντικ δεν κάνει πράξη την Νιτσεϊκή εικόνα
του φιλοσόφου ως «γιατρού του πολιτισμού», ο οποίος έχει την ικανότητα, ως επιστέγασμα, να προσφέρει στον ασθενή μια δυσάρεστη ή εντελώς συγκλονιστική
διάγνωση. Αντίθετα, ο Σλότερντικ συχνά απλά επιστρέφει στην κατεστημένη γερμανική σκέψη, σε ό,τι
έχει ήδη ειπωθεί, αλλά το κάνει να φαίνεται πολύ πιο βαθύ, με τις αφελείς μεταφορές και
αναλογίες του, με τους έξυπνους αναχρονισμούς και με έναν καταρράκτη από νεολογισμούς που χαρακτηρίζουν το εξαιρετικά επιτηδευμένο ύφος του.
Ο ίδιος ο Σλότερντικ έχει πάρει αποστάσεις από τον αυτο-ανακηρυγμένο «avant-garde συντηρητισμό» του Γιόνγκεν. Όμως η «ψυχο-πολιτική» σκοπιά που επιλέγει ο Γιόνγκεν, είναι ένα
από τα φιλοσοφικά «σήματα κατατεθέντα» του Σλότερντικ. Στο βιβλίο του Οργή και Χρόνος (2006), στο οποίο επίσης αντλεί από τον Νίτσε, ο Σλότερντικ υποστήριξε ότι ο θυμός έχει σε μεγάλο βαθμό λησμονηθεί ή παραμεληθεί στη Δύση, λόγω της κυριαρχίας του έρωτος [eros] στον καταναλωτικό καπιταλισμό, με αποτέλεσμα η ζήλια και η δυσαρέσκεια να κυριαρχούν στην εσωτερική ζωή των πολιτών. Επανέλαβε το επιχείρημα του Φράνσις Φουκουγιάμα (Francis Fukuyama) στο έργο του Το τέλος
της ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος (The End of History and the Last Man), ο οποίος ισχυρίστηκε ότι οι φιλελεύθερες
δημοκρατίες σε καιρούς ειρήνης γενικά αποτυγχάνουν να βρουν μια κατάλληλη θέση για την «θυμοτική
ενέργεια»· και ο Σλότερντικ έχει υποστηρίξει ρητά ότι στις συγκρούσεις με το
Ισλάμ, η Δύση πρέπει να ανακαλύψει και πάλι τον ρόλο του θυμού. Ακριβώς
όπως ο Γιόνγκεν, ο οποίος επικρίνει την ΕΕ ότι είναι «μετα-θυμοτική», ο Σλότερντικ επιθυμεί να παρεμβαίνει η Ευρώπη πιο δυναμικά στην
παγκόσμια σκηνή και φοβάται ότι η κρίση των προσφύγων θα
αποδυναμώσει την ήπειρό μας· προς μεγάλη χαρά των ΗΠΑ, λέει ο Σλότερντικ. «Να γιατί ο Ομπάμα εγκωμιάζει την Μέρκελ», δήλωσε ο Σλότερντικ σε μια συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στις αρχές του 2016.
Κρίση, «κατάσταση εξαίρεσης» (Καρλ Σμιτ). Εξωκοινοβουλευτική Δεξιά ως «αντίστροφο 1968»
Ο Σλότερντικ επικαλείται επίσης την έννοια της «κατάστασης εξαίρεσης», την οποία διατύπωσε ο δεξιός νομικός Καρλ Σμιτ (Carl Schmitt) στη δεκαετία του 1920. Σύμφωνα με τον Καρλ Σμιτ, ο κυρίαρχος, προκειμένου να σώσει την Πολιτεία σε μια κατάσταση κρίσης, μπορεί να αναστείλει το Σύνταγμα και να κηρύξει μια
κατάσταση εξαίρεσης. Πρόσθεσε ότι όποιος αποφασίζει άν υπάρχει πράγματι υπαρξιακή απειλή για ένα κράτος, αυτός παρουσιάζεται ως η υπέρτατη εξουσία. Σήμερα, ισχυρίζεται ο Σλότερντικ, δεν αποφασίζει για την κατάσταση εξαίρεσης το κράτος, δηλαδή ο ονομαστικά κυρίαρχος, αλλά ο
πρόσφυγας. Κατά τη άποψη του Σλότερντικ, ως αποτέλεσμα της πολιτικής της Μέρκελ να επιτραπεί η χωρίς περιορισμό
είσοδος των Σύρων, η Γερμανία έχει παραιτηθεί από τη
δική της κυριαρχία. Αυτή η «παραίτηση», όπως λέει, «συνεχίζεται μέρα και
νύχτα».Χωρίς αμφιβολία, οι ίδιοι οι πρόσφυγες αντιμετώπισαν μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης και χωρίς αμφιβολία, η άφιξή τους δημιούργησε μια κατ΄ εξαίρεση πρόκληση για τη Γερμανία· αλλά η παρατήρηση του Σλότερντικ είναι στην καλύτερη περίπτωση ένας αφορισμός που «φωτογραφίζει» κάτι στιγμιαίο, αντί να αναλύει την πραγματική κατάσταση: Η Μέρκελ και η κοινοβουλευτική της πλειοψηφία, στην πραγματικότητα διατηρούν την εξουσία να λαμβάνουν αποφάσεις και δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι το ισχυρότερο κράτος της Ευρώπης έχει γίνει άθυρμα στα χέρια επικίνδυνων αλλοδαπών. Αλλά ο Σλότερντικ κατηγορεί τους επικριτές του ότι είναι επιφανειακοί διανοούμενοι, που περικυκλώνουν ενοχλητικά τις δικές του ιδέες, λες και οι ιδέες του είναι «γυναίκες την παραμονή της Πρωτοχρονιάς». Το τελευταίο είναι μια κακόγουστη νύξη για τις επιθέσεις σε γυναίκες στην Κολωνία αυτόν το χειμώνα.
Ο Σλότερντικ δεν είναι η μόνη εξέχουσα προσωπικότητα του πολιτισμού που ενισχύει ηθελημένα την αίσθηση ότι οι Γερμανοί είναι αβοήθητα θύματα που δέχονται «εισβολή» και ίσως, τελικά, θα βρεθούν στην κατάσταση που αντιμετωπίζουν τα «είδη υπό εξαφάνιση». Ο συγγραφέας Μπότο Στράους (Botho Strauβ) δημοσίευσε πρόσφατα ένα δοκίμιο με τίτλο «Ο Τελευταίος Γερμανός», στο οποία δήλωσε ότι θα προτιμούσε να είναι μέρος ενός λαού που πεθαίνει, παρά ενός λαού, ο οποίος, για «οικονομικούς και δημογραφικούς λόγους κυρίως, αναμιγνύεται με ξένους λαούς και έτσι ανανεώνεται». Αισθάνεται ότι η εθνική κληρονομιά, «από τον Χέρντερ μέχρι τον Μούζιλ», έχει ήδη χαθεί, ωστόσο ελπίζει ότι οι μουσουλμάνοι μπορεί να δώσουν στους Γερμανούς ένα μάθημα για το τι σημαίνει να ακολουθείς σωστά μια παράδοση· γιατί οι μουσουλμάνοι ξέρουν πώς να ακολουθούν σωστά την κληρονομιά τους, ισχυρίζεται ο Στράους. Στην πραγματικότητα, ο Στράους, ο οποίος καλλιεργεί για τον εαυτό του την εικόνα του αποσυρμένου σε μια αγροτική περιοχή της Ανατολικής Γερμανίας, προχωρεί πάρα πολύ: εικάζει ότι μόνον αν ο γερμανικός λαός [Volk: αντίθετα με την ιστορία άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών κοινωνιών, στη γερμανική παράδοση και ιδίως από τον 20ό αιώνα ο όρος έχει προσλάβει και εθνικοφυλετικό νόημα, και όχι απλώς ενός συνόλου ανθρώπων που συμβιώνουν έχοντας κοινό πολιτισμό και κοινή ιστορική μοίρα] γίνει μια μειονότητα μέσα στην ίδια του τη χώρα, μόνον τότε θα μπορέσει να ξαναβρεί και να επιβεβαιώσει την ταυτότητά του.
H ρητορική αυτή είναι ένδειξη μιας δυνητικά βαθιάς αλλαγής στον γερμανικό πολιτικό πολιτισμό: τώρα μπορεί κανείς να είναι φανερά εθνικιστής χωρίς να συνδέεται με το ναζιστικό παρελθόν· ή χωρίς να χρειάζεται να πει τίποτε για αυτό το παρελθόν, και αυτό το τελευταίο είναι που έχει σημασία. Και μπορεί πια να επιχειρηματολογείται ότι η Γερμανία έχει ανάγκη να βιώσει ένα είδος αντίστροφου 1968: Τότε, ένας «μεγάλος» κυβερνητικός συνασπισμός των Σοσιαλδημοκρατών και των Χριστιανοδημοκρατών σηματοδοτούσε ότι δεν υπήρχε πραγματική εκπροσώπηση της Αριστεράς στο κοινοβούλιο (έτσι τουλάχιστον σκέφτονταν οι αριστεροί ακτιβιστές φοιτητές [και επιχειρηματολογούσαν υπέρ της «εξωκοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης», της περίφημης «APO»]). Τώρα, βλέπουμε έναν όλο και αυξανόμενο αριθμό γνωστών διανοουμένων να υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει τρόπος να αντιπολιτευθεί κανείς αποτελεσματικά στην Bundestag την πολιτική της Μέρκελ για τους πρόσφυγες. Το συμπέρασμά τους είναι ότι η Δεξιά θα πρέπει να δραστηριοποιηθεί ως «εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση». Αλλά είναι άλλο πράγμα να αντιτάσσεται κανείς σε συγκεκριμένες πολιτικές μιας κυβέρνησης· και είναι άλλο πράγμα να δηλώνει ρητά, όπως κάνει το κόμμα AfD στο σχέδιο προγράμματός του, ότι η πολιτική τάξη, που αποτελείται από όλα τα κόμματα, αυτο-εξυπηρετείται και έχει αιχμαλωτίσει το δημοκρατικό σύστημα ως σύνολο: αυτό είναι μια «μη νόμιμη κατάσταση», λέει η AfD, και πρέπει να την διορθώσει ο λαός [Volk].
Όπως και μερικοί τουλάχιστον από τους εκείνους τους ριζοσπάστες [της Αριστεράς] στα τέλη της δεκαετίας του 1960, η νέα δεξιά «πρωτοπορεία» (η «avant-garde» κατά τον Γιόνγκεν) θεωρεί την σημερινή στιγμή όχι μόνον ως στιγμή Αποκαλυψιακού κινδύνου, αλλά και ως στιγμή έξαρσης, χαράς και ευθυμίας. Ένα παράδειγμα είναι ο Γκετς Κούμπιτσεκ (Götz Kubitschek), εκδότης εξειδικευμένος στη δημοσίευση έργων συντηρητικών εθνικιστών ή και εντελώς αντιδραστικών συγγραφέων, όπως είναι ο Jean Raspail και ο Renaud Camus, οι οποίοι προειδοποιούν επίμονα για την «εισβολή» στην Ευρώπη ή για μια «μεγάλη αντικατάσταση του πληθυσμού της». Ο Κούμπιτσεκ λέει στους διαδηλωτές των Pegida το εξής: το να είναι οργισμένοι είναι χαρά, ηδονή. Είναι επίσης γνωστός για τη διοργάνωση συνεδρίων στο αρχοντικό του, στην ομόσπονδη χώρα της Σαξονίας-Άνχαλτ, συμπεριλαμβανομένου του συνεδρίου της «Πατριωτικής πλατφόρμας». Η αίτησή του να ενταχθεί στην AfD απορρίφθηκε από την παλιά ηγεσία του κόμματος [τους νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους], όταν η AfD διήνυε την πιο μετριοπαθή φάση της, ωστόσο έχει φιλοξενήσει τον πρόεδρο της AfD στη Θουριγγία Μπιέρν Χόκε (Björn Hocke). Ο Χόκε, καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, έδωσε το περασμένο φθινόπωρο μια διάλεξη για τις διαφορές στις «στρατηγικές αναπαραγωγής», αφενός τις «δεκτικές προς τη ζωή, του επεκτατικού [στο χώρο] Αφρικανικού τύπου» και αφετέρου του στατικού στην περιοχή του ευρωπαϊκού τύπου. Επικαλούμενος μισοκατανοημένα bits και κομμάτια από τις οικολογικές θεωρίες του Ε. O. Ουίλσον (Wilson), ο Χόκε χρησιμοποιεί φαινομενικά επιστημονικές αποδείξεις προκειμένου να κατηγορήσει τους Γερμανούς για την «παρακμή» τους.
Αυτές οι ιδέες συναντούν σημαντική αντίσταση. Ορισμένοι διανοούμενοι επικρίνουν τον Σλότερντικ ως φιλόσοφο της πολυθρόνας που πουλάει εθνοφυλετική (Volk-) ψυχολογία, χωρίς να γνωρίζει την πραγματική ζωή των προσφύγων, ούτε τις πολυσύνθετες πολιτικές επιταγές, τις σχετικές με αυτό το ζήτημα, τις οποίες η Μέρκελ επιχειρεί να περάσει με «ταχυδακτυλουργικό» τρόπο. Ο Σλότερντικ, με τη σειρά του, έχει πει ότι είναι απλά με την πλευρά του λαϊκισμού, τον οποίο αντιλαμβάνεται ως την «realpolitik της όλο και λιγότερο σιωπηλής πλειοψηφίας». Ο κοινωνιολόγος θεωρητικός Armin Nassehi έξυπνα επεσήμανε ότι αυτοί που εμφανίζονται ως avant-garde συντηρητικοί δεν προτείνουν κάτι περισσότερο από την αφελή κοινωνιολογικά άποψη, ότι η πιο πολλή εθνική ομοιογένεια θα λύσει όλα τα προβλήματα. Ο μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος Navid Kermani, με τις βραβευμένες ανταποκρίσεις του από την «διαδρομή των Βαλκανίων» υπενθύμισε στους Γερμανούς την πραγματική κατάσταση των προσφύγων. Ο Nassehi και ο Kermani είναι από τις πιο συνετές διανοούμενες φωνές στη σημερινή Γερμανία. Και οι δύο τυχαίνει να είναι μετανάστες δεύτερης γενιάς, των οποίων οι γονείς ήρθαν από το Ιράν στη Γερμανία στη δεκαετία του 1950.
Ωστόσο η AfD μπορεί και να αποτύχει να εδραιωθεί στο πολιτικό σύστημα. Οι εσωτερικές διαμάχες συνεχίζονται, αν μη τι άλλο κυρίως επειδή υπάρχουν βαθιές διαφωνίες για το αν το κόμμα θα πρέπει να επιδιώξει τη συμμετοχή σε κυβερνήσεις συνασπισμού ή να παραμείνει ως «θεμελιακή αντιπολίτευση» [άλλη μια ειρωνεία της ιστορίας: και το δίλημμα αυτό, θυμίζει τη διαμάχη μεταξύ «ρεαλιστών» και «φονταμενταλιστών» του γερμανικού κόμματος των Πρασίνων, στην ιδρυτική φάση του της δεκαετίας του 1980]. Δεν είναι σαφές άν η AfD μπορεί να αφυπνίσει με επιτυχία τον ηρωισμό της αντίστασης και ταυτόχρονα να προσφέρει πολιτική στέγη στους μετριοπαθείς αστούς [Bürger]. Καθώς ο αριθμός των προσφύγων που φτάνουν στη Γερμανία έχει μειωθεί εξ αιτίας του αποτελεσματικού κλεισίματος της «διαδρομής των Βαλκανίων», η πίεση στη Μέρκελ χαλαρώνει. Όμως, ούτε οι συντηρητικοί ούτε οι εθνικιστές είναι πιθανό να την συγχωρήσουν για τη στάση της κατά τη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης. Τα 3/4 των Γερμανών αναμένουν τώρα ότι η AfD θα καταφέρει να μπει στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο στις επόμενες εθνικές εκλογές του 2017. Ωστόσο, ακόμη και αν το κόμμα αυτό δεν καταφέρει να υπερβεί το απαιτούμενο όριο του 5 % που χρειάζεται για να εκλέξει ομοσπονδιακούς βουλευτές, τόσο το κόμμα, όσο και οι διανοούμενοι υποστηρικτές του, μέχρι τότε θα έχουν επιφέρει την πιο δραματική αλλαγή στον καθιερωμένο πολιτικό λόγο της Γερμανίας μετά την ενοποίησή της το 1990.
Ο Jan-Werner Müller είναι καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Princeton University, ΗΠΑ. Δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής στο IWM, Βιέννη. Εκτενές βιογραφικό (Princeton)
Πρόσφατο βιβλίο: Was ist Populismus? (Τι είναι λαϊκισμός, Suhrkamp, 2016), δοκίμιο από τα μαθήματα στο IWM (Lectures in Human Sciences).
Άλλα: Another Country: German Intellectuals, Unification and National Identity (Yale 2000), A Dangerous Mind: Carl Schmitt in Post-War European Thought (Yale 2003), Constitutional Patriotism (Princeton University Press, 2007)
Επιλεγμένη αρθρογραφία του Γ. Β. Μύλλερ (Αγγλικά)
Ένας ενδιαφέρων αντίλογος για την προσφυγική πολιτική του «καλοσωρίσματος» από την Μέρκελ (στο Νέο Πλανόδιον):
Ρύντιγκερ Σαφράνσκι: «Μη μας αφήνετε μονάχους με τους Γερμανούς»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου