της Εύα Κόντσετ - φωτογραφίες Μίχαϊ Στόικα
© Frankfurter Allgemeine Zeitung - Eva Konzett: Die letzten echten Bauern Europas, (Fotos: Mihai Stoica), 18.05.2018
Στην Τρανσυλβανία κρατάει ακόμη η παλιά αγροτική ζωή. Βρίσκεις εκεί σναπς πικρό σαν δηλητήριο, γλυκό βουβαλινό γάλα αλλά και άφθονο λιβάνι. Χάρις σ΄ αυτούς τους αγρότες υπάρχει φαγητό και ο οικείος τόπος για τα παιδιά, για τους εργάτες, ακόμη και για τους δικούς τους που ζουν και εργάζονται αλλού, μακριά. Και αυτοί οι άνθρωποι, καθόλου δεν θέλουν να ζήσουν αλλιώς.
Παίρνουν ανάσα και σταματάνε τη δουλειά μόνον όταν έρθει η γιορτή του Αγίου Νικολάου, στην αρχή του χειμώνα. Ένα πρωί Κυριακής, ο κύριος Κορνήλιος - το πλήρες όνομά του είναι Κορνέλ Λάσκου (Cornel Lascu) - κάθεται στα μπροστινά στασίδια της εκκλησίας, στη δεξιά σειρά, στη σειρά που προορίζεται για τους άνδρες. Τα στασίδια είναι ξύλινα με μια καμπυλωμένη πλάτη. Από την πολλή χρήση, το λακαριστό χρώμα στο κάθισμα έχει ξεφλουδίσει. Μπροστά, στο ιερό, ο παπάς προσεύχεται με δυνατή φωνή και το πολυπληθές εκκλησίασμα που βρίσκεται μέσα στο κεντρικό κλίτος της εκκλησία τον συνοδεύει με το «Κύριε ελέησον». Mέσα στον καπνό του θυμιάματος, μερικές από τις γυναίκες γονατίζουν· και ψηλά από τους τοίχους, οι χρυσοποίκιλτες εικόνες σιωπηλά υπενθυμίζουν στο εκκλησίασμα τα δέοντα.
Παίρνουν ανάσα και σταματάνε τη δουλειά μόνον όταν έρθει η γιορτή του Αγίου Νικολάου, στην αρχή του χειμώνα. Ένα πρωί Κυριακής, ο κύριος Κορνήλιος - το πλήρες όνομά του είναι Κορνέλ Λάσκου (Cornel Lascu) - κάθεται στα μπροστινά στασίδια της εκκλησίας, στη δεξιά σειρά, στη σειρά που προορίζεται για τους άνδρες. Τα στασίδια είναι ξύλινα με μια καμπυλωμένη πλάτη. Από την πολλή χρήση, το λακαριστό χρώμα στο κάθισμα έχει ξεφλουδίσει. Μπροστά, στο ιερό, ο παπάς προσεύχεται με δυνατή φωνή και το πολυπληθές εκκλησίασμα που βρίσκεται μέσα στο κεντρικό κλίτος της εκκλησία τον συνοδεύει με το «Κύριε ελέησον». Mέσα στον καπνό του θυμιάματος, μερικές από τις γυναίκες γονατίζουν· και ψηλά από τους τοίχους, οι χρυσοποίκιλτες εικόνες σιωπηλά υπενθυμίζουν στο εκκλησίασμα τα δέοντα.
Όμως ο αγρότης Κορνέλ Λάσκου, με το μάλλινο σκουφί παραμάσχαλα, παίρνει μια βαθιά ανάσα. Είναι στην εκκλησία εδώ και τρεις ώρες· η Ορθόδοξη λειτουργία θα διαρκέσει άλλη μια ώρα. Μετά, ο μεγαλόσωμος άντρας με τα γκρίζα μαλλιά θα φύγει από τον ναό. Θα κατηφορίσει από το λόφο, πάνω στον οποίο βρίσκεται η εκκλησία, θα περάσει τη γέφυρα, θα διασχίσει τον χωματόδρομο και θα φτάσει στο σπίτι. Όπως πάντα τον ίδιο δρόμο, γύρω στο ένα χιλιόμετρο. Στο δρόμο μέχρι το σπίτι δεν υπάρχουν φανάρια, ούτε λευκές διαγραμμίσεις στην άσφαλτο, ούτε πεζοδρόμια. Αντί για διεύθυνση με όνομα οδού και αριθμό, το σπίτι έχει μόνον έναν αριθμό: 239.
Η ορθόδοξη εκκλησία του Vurpăr και πίσω το χωριό (© Mihai Stoica, F.A.Z.) - κλίκ στις εικόνες για μεγέθυνση |
Το σπίτι είναι διώροφο, η πρόσοψη είναι παραδοσιακά στραμμένη προς το δρόμο, σ' αυτό το σπίτι έζησαν και οι παππούδες του. Εδώ μεγάλωσε ο κύριος Λάσκου· και μαζί με τη γυναίκα του, ανάθρεψαν μια κόρη και έναν γιο. Τα πρωινά της Κυριακής, τα ζώα στον αχυρώνα περιμένουν μπροστά από άδεια παχνιά. Αλλά τώρα που το εκκλησίασμα αναφωνεί το τελευταίο «Κύριε ελέησον», τώρα που τα κεφάλια των γονατισμένων γυναικών μοιάζουν να ακουμπούν στο πέτρινο πάτωμα της εκκλησίας, τώρα που ο καπνός από το θυμίαμα έχει μπουκώσει τους πιστούς, ο κύριος Λάσκου είναι σε ήρεμη περισυλλογή. Αυτές οι στιγμές του ανήκουν. Γι΄ αυτόν, τα διαλείμματα από την καθημερινή ζωή του γεωργού αρχίζουν με τις χρυσοποίκιλτες εικόνες των αγίων και τελειώνουν όταν ο παπάς με τα ασημοκεντημένα άμφια δίνει την κοινωνία. Μόνον μια φορά στη ζωή του πήγε για διακοπές, με τα παιδιά στο Νότο. «Για να δουν τη θάλασσα τα παιδιά». Αλλά αυτό συνέβη πριν από πολλά χρόνια.
Δεν είναι μόνον αυτός που πορεύεται έτσι στη ζωή. Η κοινότητα Vurpăr στην Τρανσυλβανία (Siebenbürgen στη γερμανική γλώσσα [Erdély στα ουγγρικά - στην Τρανσυλβανία ζουν μαζί με τους λατινόφωνους Ρουμάνους και δύο εθνοτικές μειονότητες, συν τους Ρομά]) της Κεντρικής Ρουμανίας, τριάντα χιλιόμετρα από την πόλη Sibiu (γερμ. Hermannstadt), έχει στα χαρτιά 2.500 κατοίκους. Αν βγάλουμε έξω από το μέτρημα εκείνους που για μερικούς μήνες κάθε χρόνο λείπουν στη Γερμανία, στην Αυστρία και στη Γαλλία, οι κάτοικοι είναι λιγότεροι. Πριν καταλήξει στο Vurpăr, ο δρόμος που έχει μόνον μια λωρίδα κυκλοφορίας διασχίζει τρεις λόφους, προσπερνά κοπάδια προβάτων που ψάχνουν για τους πρώτους τρυφερούς βλαστούς στο μουσταρδί χρώματος χειμωνιάτικο χορτάρι και φτάνει στη δίγλωσση πινακίδα με τα ονόματα του χωριού, δίπλα στο υποκατάστημα της Western Union: Βρισκόμαστε στο Vurpăr/Burgberg. Πριν από την επανάσταση [την ανατροπή του καθεστώτος Τσαουσέσκου το 1989] ζούσαν στο Vurpăr και Σάξονες της Τρανσυλβανίας. Θυμούνται ότι ήταν 900 οικογένειες. Τους προγόνους τους τους έφεραν εδώ στον 13ο αιώνα, για να υπερασπιστούν τον χριστιανικό κόσμο - την αυτοκρατορία των Αψβούργων - στην τότε συνοριακή ζώνη μεταξύ Δύσης και [Τουρκο-Οθωμανικής] Ανατολής. Αλλά στη δεκαετία του 1990 μετανάστευσαν ομαδικά στη Γερμανία, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Το μόνο που απόμεινε είναι η οχυρωμένη πυργοειδής εκκλησία τους, πάνω στον πιο ψηλό από τους τρεις λόφους. Εδώ και σχεδόν χίλια χρόνια ο πύργος της αγναντεύει από ψηλά το χωριό, τα χωράφια που είναι χωρισμένα σε λωρίδες και αρχίζουν εκεί όπου τελειώνουν οι λαχανόκηποι· αγναντεύει και τον κοινό τρόπο ζωής που ενώνει τους Σάξωνες, τους Ρουμάνους και τη μειονότητα των Ρομά στο χωριό: Τη γεωργία.
Στα λίγα τους στρέμματα, οι άνθρωποι αυτοί καλλιεργούσαν ανέκαθεν λαχανικά, ιδίως λάχανα, ντομάτες και παντζάρια· τις αγελάδες τις αρμέγουν με το χέρι. Τα πουλερικά είναι ελευθέρας βοσκής, περιφέρονται στα αγροκτήματα. Εκτιμάται ότι περίπου το ένα τρίτο των τροφίμων που καταναλώνονται στη χώρα της Ρουμανίας, παράγονται από μικρούς αγρότες σε οικογενειακές γεωργικές εκμεταλλεύσεις με μικρό εξοπλισμό και με πολλή προσωπική εργασία της οικογένειας και πωλούνται απευθείας από τους ίδιους. Η συγκομιδή της χώρας δεν καταλήγει στα ράφια των σούπερ μάρκετ, συσκευασμένη σε πλαστικό και με ετικέτα που δείχνι την τιμή, αλλά στις λαϊκές αγορές· εκεί βλέπεις τα προϊόντα τους να ορθώνονται ψηλούς σωρούς, ολόκληρα βουνά, και να τα διαφημίζουν οι ενθουσιώδεις φωνές των παραγωγών τους. Και τα βλέπεις στα χέρια των γυναικών, που στέκονται στις γωνιές και προσφέρουν για πώληση μια χούφτα καρότα κι ένα μάτσο μαϊντανό.
[Λαχανόκηποι και βουβάλια, τα «πολύτιμα και ευαίσθητα» του κ. Κορνέλ Λάσκου]
Δεν είναι μόνον αυτός που πορεύεται έτσι στη ζωή. Η κοινότητα Vurpăr στην Τρανσυλβανία (Siebenbürgen στη γερμανική γλώσσα [Erdély στα ουγγρικά - στην Τρανσυλβανία ζουν μαζί με τους λατινόφωνους Ρουμάνους και δύο εθνοτικές μειονότητες, συν τους Ρομά]) της Κεντρικής Ρουμανίας, τριάντα χιλιόμετρα από την πόλη Sibiu (γερμ. Hermannstadt), έχει στα χαρτιά 2.500 κατοίκους. Αν βγάλουμε έξω από το μέτρημα εκείνους που για μερικούς μήνες κάθε χρόνο λείπουν στη Γερμανία, στην Αυστρία και στη Γαλλία, οι κάτοικοι είναι λιγότεροι. Πριν καταλήξει στο Vurpăr, ο δρόμος που έχει μόνον μια λωρίδα κυκλοφορίας διασχίζει τρεις λόφους, προσπερνά κοπάδια προβάτων που ψάχνουν για τους πρώτους τρυφερούς βλαστούς στο μουσταρδί χρώματος χειμωνιάτικο χορτάρι και φτάνει στη δίγλωσση πινακίδα με τα ονόματα του χωριού, δίπλα στο υποκατάστημα της Western Union: Βρισκόμαστε στο Vurpăr/Burgberg. Πριν από την επανάσταση [την ανατροπή του καθεστώτος Τσαουσέσκου το 1989] ζούσαν στο Vurpăr και Σάξονες της Τρανσυλβανίας. Θυμούνται ότι ήταν 900 οικογένειες. Τους προγόνους τους τους έφεραν εδώ στον 13ο αιώνα, για να υπερασπιστούν τον χριστιανικό κόσμο - την αυτοκρατορία των Αψβούργων - στην τότε συνοριακή ζώνη μεταξύ Δύσης και [Τουρκο-Οθωμανικής] Ανατολής. Αλλά στη δεκαετία του 1990 μετανάστευσαν ομαδικά στη Γερμανία, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Το μόνο που απόμεινε είναι η οχυρωμένη πυργοειδής εκκλησία τους, πάνω στον πιο ψηλό από τους τρεις λόφους. Εδώ και σχεδόν χίλια χρόνια ο πύργος της αγναντεύει από ψηλά το χωριό, τα χωράφια που είναι χωρισμένα σε λωρίδες και αρχίζουν εκεί όπου τελειώνουν οι λαχανόκηποι· αγναντεύει και τον κοινό τρόπο ζωής που ενώνει τους Σάξωνες, τους Ρουμάνους και τη μειονότητα των Ρομά στο χωριό: Τη γεωργία.
Στα λίγα τους στρέμματα, οι άνθρωποι αυτοί καλλιεργούσαν ανέκαθεν λαχανικά, ιδίως λάχανα, ντομάτες και παντζάρια· τις αγελάδες τις αρμέγουν με το χέρι. Τα πουλερικά είναι ελευθέρας βοσκής, περιφέρονται στα αγροκτήματα. Εκτιμάται ότι περίπου το ένα τρίτο των τροφίμων που καταναλώνονται στη χώρα της Ρουμανίας, παράγονται από μικρούς αγρότες σε οικογενειακές γεωργικές εκμεταλλεύσεις με μικρό εξοπλισμό και με πολλή προσωπική εργασία της οικογένειας και πωλούνται απευθείας από τους ίδιους. Η συγκομιδή της χώρας δεν καταλήγει στα ράφια των σούπερ μάρκετ, συσκευασμένη σε πλαστικό και με ετικέτα που δείχνι την τιμή, αλλά στις λαϊκές αγορές· εκεί βλέπεις τα προϊόντα τους να ορθώνονται ψηλούς σωρούς, ολόκληρα βουνά, και να τα διαφημίζουν οι ενθουσιώδεις φωνές των παραγωγών τους. Και τα βλέπεις στα χέρια των γυναικών, που στέκονται στις γωνιές και προσφέρουν για πώληση μια χούφτα καρότα κι ένα μάτσο μαϊντανό.
Ο κ. Κορνέλ Λάσκου και τα «πολύτιμα του»: Νεροβούβαλοι: → Video: © Mihai Stoica, F.A.Z. |
Καμιά άλλη χώρα-μέλος της ΕΕ δεν έχει πιο πολλούς γεωργούς από τη Ρουμανία. Το ένα τρίτο ζει εδώ, στην Τρανσυλβανία, και πουθενά αλλού τα οικογενειακά αγροκτήματα δεν είναι τόσο μικρά. Από τα 3,5 εκατομμύρια γεωργών της Ρουμανίας, το 95 % καλλιεργεί λιγότερα από δέκα εκτάρια γης· και οι πιο πολλοί ανάμεσά τους λιγότερα από πέντε. Ένας γεωργός στη Γερμανία δεν θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα από οικονομική αποψη με δέκα εκτάρια. Όμως εδώ στο Vurpăr, όποιος καλλιεργεί 10 εκτάρια λογαριάζεται ήδη ως μεγαλοκαλλιεργητής.
Ο Κορνέλ Λάσκου δεν ανήκει σ΄ αυτούς. Αυτός ο 46χρονος έχει τέσσερις χοίρους, κάμποσα κοτόπουλα, λίγα εκτάρια χωράφια για να παράγει ζωοτροφές και η σύζυγός του, η Ντανιέλα, φροντίζει τον λαχανόκηπο πίσω από τον αχυρώνα. Όμως δίπλα στον αχυρώνα, πίσω από την ξύλινη πύλη, εκεί έχει βάλει ο Λάσκου τα «πολύτιμα του»· εκεί είναι τα τέσσερα «μικρά ευαίσθητά του», τα «ντελικάτα του», εκεί είναι αυτά που κάνουν το πρόσωπο αυτού του κατά τα άλλα επιφυλακτικού και σχεδόν ντροπαλού ανθρώπου, να λάμπει από υπερηφάνεια και χαρά. «Προσέξτε μόνον, γιατί τρομάζουν εύκολα», μας λέει, πριν σπρώξει προς τα κάτω τον ξύλινο μάνταλο και περάσει το κατώφλι για να μπει στον σκοτεινό χώρο ψιθυρίζοντας καθησυχαστικά «σσσ, σσσ». Μεγάλα μαύρα κεφάλια, δεμένα με σχοινιά, βγαίνουν μέσα από το σανό και στρέφουν έκπληκτα για να δουν τους απρόσμενους επισκέπτες. Είναι νεροβοούβαλοι με μαύρα μάτια και με μακρά κέρατα καμπυλωμένα προς τα πίσω σαν τα πειρατικά σπαθιά, με χοντρούς κορμούς και με τετράγωνες οπλές, κάθε ζώο με βάρος σχεδόν ενός τόννου.
Σήμερα, ελάχιστοι άλλοι γεωργοί εκτρέφουν αυτά τα ζώα. Το βουβάλι, όταν αισθάνεται ότι απειλείται, δίνει γερές κλωτσιές· και χρησιμοποιεί τα κέρατα του, εάν το κρίνει απαραίτητο. Όμως έχει μεγαλύτερη δύναμη από το άλογο για να σύρει το άροτρο και να οργώνει και τρώει πράγματα που τα περιφρονούν ακόμη και οι χοίροι - μίσχοι και κοτσάνια καλαμποκιού για παράδειγμα. Και επίσης το γάλα του περιέχει 8 % λίπος, δηλαδή διπλάσιο από το αγελαδινό γάλα. Για όλους αυτούς τους λόγους, εδώ και πάρα πολλούς αιώνες, πάντα έχουν βουβάλια στην περιοχή αυτή.
Ο κύριος Λάσκου έχει ένα τρακτέρ γέρικο, ικανό για δουλειά μόνον όσο του επιτρέπουν τα γηρατειά του Τα βουβάλια του τα έχει στον αχυρώνα, για να παίρνει το γάλα. Δέκα λίτρα γάλακτος δίνει το θηλυκό βουβάλι - η βουβάλα, η βουβαλοαγελάδα - το καλοκαίρι, όταν το φαγητό της είναι πλούσιο σε χυμούς. Πέντε λίτρα στην αρχή της άνοιξης. Από τον παππού του έμαθε ο Λάσκου πώς να συμπεριφέρεται στα ζώα αυτά. Δύο ζώα είχε κληρονομήσει από τον παππού. Δεν του πέρασε ποτέ από το μυαλό να τα αντικαταστήσει με αγελάδες. «Μεγάλωσα με τους βουβάλους», λέει, κουνώντας το κεφάλι του, καθώς μιλάει για τους γείτονες που παράτησαν τα βουβάλια - αλλά εκείνοι αράτησαν ακόμη και τον κήπο τους. Μπορείς, έτσι απλά, να αποκοπείς από τις δικές σου ρίζες; Αυτό δεν γίνεται, λέει.
Στην καθημερινότητά του, τα ζώα είναι και κάτι σαν ρολόγια. Πριν από τις έξι το πρωί, ο κύριος Κορνήλιος ψιλοκόβει τους μίσχους του καλαμποκιού, κόβει πατάτες ή γογγύλια, γεμίζει με καλαμπόκι τα παχνιά. Ταΐζει τις βουβάλες και τις αρμέγει, άν και ο ίδιος δεν έχει βάλει τίποτε στο στομάχι του ακόμη. Ο δεύτερος γύρος θα αρχίσει μετά το γεύμα. Εν τω μεταξύ, έχει καθαρίσει το χοιροστάσιο και τις ταΐστρες των χοίρων, έχει φροντίσει να παστεριωθεί το γάλα. Μετά, με τη σκούπα τη φτιαγμένη από κλαδιά σκουπόχορτου σκουπίζει τον αχυρώνα και μαζεύει τα υπόλοιπα άχυρου. Κάνει εργασίες στο χωράφι, επισκευάζει το σκουριασμένο τρακτέρ. Σπέρνει κάθε άνοιξη κι όταν έρθει η ώρα της, αρχίζει λίγη-λίγη τη συγκομιδή. Το φθινόπωρο θα θερίσει και τον σανό για ζωοτροφή· λίγο πριν από τα Χριστούγεννα θα σφάξει τη γουρούνα μέσα στο χιόνι. Δεν αναπαύεται όταν θέλει, αλλά μόνον όταν μπορεί
Ο Κορνέλ Λάσκου δεν ανήκει σ΄ αυτούς. Αυτός ο 46χρονος έχει τέσσερις χοίρους, κάμποσα κοτόπουλα, λίγα εκτάρια χωράφια για να παράγει ζωοτροφές και η σύζυγός του, η Ντανιέλα, φροντίζει τον λαχανόκηπο πίσω από τον αχυρώνα. Όμως δίπλα στον αχυρώνα, πίσω από την ξύλινη πύλη, εκεί έχει βάλει ο Λάσκου τα «πολύτιμα του»· εκεί είναι τα τέσσερα «μικρά ευαίσθητά του», τα «ντελικάτα του», εκεί είναι αυτά που κάνουν το πρόσωπο αυτού του κατά τα άλλα επιφυλακτικού και σχεδόν ντροπαλού ανθρώπου, να λάμπει από υπερηφάνεια και χαρά. «Προσέξτε μόνον, γιατί τρομάζουν εύκολα», μας λέει, πριν σπρώξει προς τα κάτω τον ξύλινο μάνταλο και περάσει το κατώφλι για να μπει στον σκοτεινό χώρο ψιθυρίζοντας καθησυχαστικά «σσσ, σσσ». Μεγάλα μαύρα κεφάλια, δεμένα με σχοινιά, βγαίνουν μέσα από το σανό και στρέφουν έκπληκτα για να δουν τους απρόσμενους επισκέπτες. Είναι νεροβοούβαλοι με μαύρα μάτια και με μακρά κέρατα καμπυλωμένα προς τα πίσω σαν τα πειρατικά σπαθιά, με χοντρούς κορμούς και με τετράγωνες οπλές, κάθε ζώο με βάρος σχεδόν ενός τόννου.
Σήμερα, ελάχιστοι άλλοι γεωργοί εκτρέφουν αυτά τα ζώα. Το βουβάλι, όταν αισθάνεται ότι απειλείται, δίνει γερές κλωτσιές· και χρησιμοποιεί τα κέρατα του, εάν το κρίνει απαραίτητο. Όμως έχει μεγαλύτερη δύναμη από το άλογο για να σύρει το άροτρο και να οργώνει και τρώει πράγματα που τα περιφρονούν ακόμη και οι χοίροι - μίσχοι και κοτσάνια καλαμποκιού για παράδειγμα. Και επίσης το γάλα του περιέχει 8 % λίπος, δηλαδή διπλάσιο από το αγελαδινό γάλα. Για όλους αυτούς τους λόγους, εδώ και πάρα πολλούς αιώνες, πάντα έχουν βουβάλια στην περιοχή αυτή.
Ο κύριος Λάσκου έχει ένα τρακτέρ γέρικο, ικανό για δουλειά μόνον όσο του επιτρέπουν τα γηρατειά του Τα βουβάλια του τα έχει στον αχυρώνα, για να παίρνει το γάλα. Δέκα λίτρα γάλακτος δίνει το θηλυκό βουβάλι - η βουβάλα, η βουβαλοαγελάδα - το καλοκαίρι, όταν το φαγητό της είναι πλούσιο σε χυμούς. Πέντε λίτρα στην αρχή της άνοιξης. Από τον παππού του έμαθε ο Λάσκου πώς να συμπεριφέρεται στα ζώα αυτά. Δύο ζώα είχε κληρονομήσει από τον παππού. Δεν του πέρασε ποτέ από το μυαλό να τα αντικαταστήσει με αγελάδες. «Μεγάλωσα με τους βουβάλους», λέει, κουνώντας το κεφάλι του, καθώς μιλάει για τους γείτονες που παράτησαν τα βουβάλια - αλλά εκείνοι αράτησαν ακόμη και τον κήπο τους. Μπορείς, έτσι απλά, να αποκοπείς από τις δικές σου ρίζες; Αυτό δεν γίνεται, λέει.
Στην καθημερινότητά του, τα ζώα είναι και κάτι σαν ρολόγια. Πριν από τις έξι το πρωί, ο κύριος Κορνήλιος ψιλοκόβει τους μίσχους του καλαμποκιού, κόβει πατάτες ή γογγύλια, γεμίζει με καλαμπόκι τα παχνιά. Ταΐζει τις βουβάλες και τις αρμέγει, άν και ο ίδιος δεν έχει βάλει τίποτε στο στομάχι του ακόμη. Ο δεύτερος γύρος θα αρχίσει μετά το γεύμα. Εν τω μεταξύ, έχει καθαρίσει το χοιροστάσιο και τις ταΐστρες των χοίρων, έχει φροντίσει να παστεριωθεί το γάλα. Μετά, με τη σκούπα τη φτιαγμένη από κλαδιά σκουπόχορτου σκουπίζει τον αχυρώνα και μαζεύει τα υπόλοιπα άχυρου. Κάνει εργασίες στο χωράφι, επισκευάζει το σκουριασμένο τρακτέρ. Σπέρνει κάθε άνοιξη κι όταν έρθει η ώρα της, αρχίζει λίγη-λίγη τη συγκομιδή. Το φθινόπωρο θα θερίσει και τον σανό για ζωοτροφή· λίγο πριν από τα Χριστούγεννα θα σφάξει τη γουρούνα μέσα στο χιόνι. Δεν αναπαύεται όταν θέλει, αλλά μόνον όταν μπορεί
O κύριος Κορνήλιος με το παλιό του τρακτέρ (© Mihai Stoica, F.A.Z.) |
[Ο Κορνέλ, ο Γιόχαν και ο Βιορέλ: Αυτοί που μένουν. Κι αυτοί που έφυγαν - όπως ο αδελφός του κυρίου Κορνέλ, οι Ρομά και οι πιο πολλοί Σάξωνες]
Αυτό το απόγευμα του Μαρτίου πρέπει να κουβαλήσει μέσα στο σπίτι και ξύλα για τη θέρμανση. Πώς καταφέρνει και τα κάνει όλα αυτά ένας άνθρωπος μονάχος; Ο κύριος Λάσκου χαϊδεύει με αγάπη μια από τις βουβάλες του στο κόκαλο της ράχης της. «Αυτό που κάνεις πρέπει να σου αρέσει». Αυτά τα λόγια, λες και βγαίνουν από αυτά τα μικρά κιτς-ημερολόγια τοίχου, που μόλις περνά η ημέρα ξεφυλλίζεις το φύλλο της και διαβάζεις από πίσω μικρές φράσεις. Αλλά εδώ, στο Vurpăr, στο σπίτι No 239, αυτή η φράση είναι ταυτόχρονα άγκυρα που σε κρατάει ριζωμένο και μηχανή που σε κινεί. Το βουβαλινό γάλα δίνει στην οικογένεια καθημερινή τροφή και μετρητά για να αγοράζει απορρυπαντικά, σχολικά είδη, ρούχα και φάρμακα. Κάποιοι από την γειτονική πόλη του Σίμπιου αγοράζουν καθημερινά το γάλα τους από την οικογένεια Λάσκου. Προτιμούν γάλα βουβαλινό. Όμως για να τα βγάλει πέρα, ο κύριος Λάσκου κάνει και δεύτερη δουλειά: Δύο ημέρες την εβδομάδα εργάζεται ως επιβλέπων σε ένα μουσείο στην πόλη. Και όταν τα χρήματα τελειώνουν, η οικογένεια πωλεί έναν από τους χοίρους.
Πριν από μερικά χρόνια, ο αδελφός του κ. Κορνέλ Λάσκου μετανάστευσε στην Αυστρία, ζει εκεί, στην πόλη Κλόστερνόιμπουργκ (Klosterneuburg) - τώρα ασχολείται με εμπόριο ανταλλακτικών αυτοκινήτων. Αλλά ο κύριος Κορνήλιος δεν τον ακολούθησε. Έμεινε εδώ. Γιατί να μείνει κανείς εδώ;
Πάντως, δεν είναι ο μόνος που έμεινε στο Vurpăr. Ο Βιορέλ Κόκος (Viorel Cocos), για παράδειγμα, ο καλλιεργητής ντοματιάς, με δικούς του σπόρους που βγάζουν σαρκώδεις ντομάτες μέχρι και βάρους ενός κιλού η καθεμιά. Είναι περιζήτητες στο χωριό και πουλιούνται αμέσως, όπως οι μπύρες και τα κουλούρια μπρέτσελ στα λαϊκά πανηγύρια. Αγόρασε το σπίτι ενός Σάξονα, ο οποίος το 1999 μετανάστευσε στη Γερμανία· τώρα, ο κύριος Βιορέλ ζει σ' αυτό το Σαξωνικό σπίτι και περιμένει τη γυναίκα του, η οποία εργάζεται εποχικά στη Γερμανία. Έμεινε στο Vurpăr και ο Γιόχαν Σόνταγκ (Johann Sonntag), ο οποίος πριν από πολλά χρόνια πήρε την απόφαση να μείνει στη Ρουμανία και να μην μεταναστεύσει στη Γερμανία· τώρα, μετά το θάνατο της γυναίκας του, στον κύριο Γιόχαν έχει απομείνει μόνον ένα πανέμορφο άλογο και η μητρική του γλώσσα, η γερμανική, που τώρα πια, ελάχιστοι τη μιλούν εδώ στο χωριό. Αυτοί οι τρεις και όλοι οι άλλοι που ζουν εδώ, τα βγάζουν πέρα με τα λίγα ζώα που τρέφουν, με λίγα χρήματα, με μικρές σοδειές και με μεγάλη προσπάθεια. Και όχι μόνον εδώ: Σχεδόν οι μισές ρουμανικές οικογένειες μικροκαλλιεργητών και μικροκτηνοτρόφων, τα προϊόντα της δικής τους παραγωγής ή τα καταναλώνουν οι ίδιες ή τα πουλούν απευθείας στους τελικούς καταναλωτές και όχι σε εμπόρους.
Παλεύοντας με το άχυρο και με τον σανό (© Mihai Stoica, F.A.Z.) |
Ωστόσο κάποιοι, και προπαντός νεότεροι δεν συνεχίζουν πια. Ο αριθμός των αγροτών στη Ρουμανία πέφτει· και αυτό που βάζει τέλος στην γεωργοκτηνοτροφική απασχόληση των ανθρώπων δεν είναι πάντοτε ο θάνατος. Συχνά, αυτό που παροτρύνει τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα αγροκτήματα είναι οι προοπτικές και ευκαιρίες εξεύρεσης πιο εύκολων τρόπων για να κερδίζουν τα προς το ζην. Ιδίως όταν δεν καταφέρνουν να βρουν σε τούτο το μέρος, έναν κάποιο τρόπο για να τα βγάλουν πέρα στη ζωή ως γεωργοκτηνοτρόφοι, όπως βρήκε π.χ. ο κύριος Λάσκου. Και υπάρχουν ελκυστικές εναλλακτικές λύσεις, τουλάχιστον εδώ στην Τρανσυλβανία, για να παρατήσεις τη γεωργοκτηνοτροφία χωρίς να χρειαστεί να φύγεις από τη χώρα. Υπάρχουν πολλές βιομηχανικές εταιρείες στην περιοχή του Sibiu/Hermannstadt και οι ξένοι επενδυτές στους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας και της βιομηχανίας ηλεκτρονικών, όπως η Bosch και ο όμιλος Marquardt, αλλά και τα ελαστικά Continental, αναζητούν επειγόντως εργατικό προσωπικό. Καθημερινά τα λεωφορεία των εταιρειών πηγαινοέρχονται και στα πιο απόμερα χωριά και μεταφέρουν τους εργάτες. Η ανεργία στην περιοχή είναι μικρότερη από 2,5 %. Άνθρωποι όπως ο κ. Λάσκου και ο κ. Κόκος αδιαφορούν για τα λεωφορεία αυτά. Ίσως επειδή η καρδιά τους είναι πιο δυνατή από το κεφάλι τους.
Η κυρία Νόρα επί το έργον: Ψήσιμο λουκουμάδων (© Mihai Stoica, F.A.Z.) |
«Απλά, έτσι είμαστε εμείς· αλλιώς δεν μπορούμε να ζήσουμε», λέει η κυρία Νόρα, που την φωνάζουν όλοι με το χαϊδευτικό Νόριτσα. Και οι άλλες γυναίκες συμφωνούν. Έχουν συγκεντρωθεί στην κουζίνα της κυρίας Νόρας τέσσερις - πέντε γυναίκες για να ψήσουν μαζί λουκουμάδες. Πριν από ένα χρόνο πέθανε η παπαδιά και θα γίνει το μνημόσυνό της. Δεν γίνεται να πάνε οι γυναίκες με άδεια χέρια. Ήδη από το μεσημέρι έχουν μαζευτεί γύρω από το στρογγυλό ξύλινο τραπέζι στον χαμηλοτάβανο χώρο της κουζίνας, που μόλις ξεπερνά το ύψος όρθιου ανθρώπου. Στη γωνιά με το εικονοστάσι του σπιτιού βλέπουμε ένα κυνηγετικό τρόπαιο: Ελαφοκέρατα. Δίπλα στα ελαφοκέρατα κρέμονται στον τοίχο οι εικόνες των αγίων που προστατεύουν το σπίτι και το αγρόκτημα. Ποιός άλλος υπάρχει, άλλωστε, για να τα προστατεύει;
Πάντως όχι το κράτος. «Γρήγορα, φέρτε την πετσέτα», φωνάζει η κυρία Νόριτσα, καθώς «ψαρεύει» από το καυτό λάδι, μέσα στην εμαγιέ κατσαρόλα, τον πρώτο φουσκωτό λουκουμά. Αυτό το απόγευμα πρέπει να φτιάξουν 150 κομμάτια λουκουμάδες, για να μην αισθανονται ντροπή στο μνημόσυνο. Είμαστε στο τέλος του χειμώνα, κι έτσι οι γυναίκες μπορούν να έχουν την «πολυτέλεια» τούτης εδώ της έξτρα ασχολίας. Έχουν ακόμη λίγο χρόνο μέχρι να αρχίσει η σπορά και η φροντίδα, για να γίνουν στους κήπους τους τα κρεμμύδια, το σπανάκι, τα σκόρδα, το μαρούλι, τα ρεπανάκια, τα κολοκυθάκια και οι κίτρινες κολοκύθες, ο μαϊντανός. Το πώς καλλιεργούνται τα λαχανικά, το πώς εκτρέφονται τα ζώα, με άλλα λόγια τον δικό τους τρόπο ζωής, όλα αυτά δεν τα διδάχτηκαν σε κανένα σχολείο. Τα έμαθαν από τους παππούδες, τις γιαγιάδες και τους γονείς τους. Τους τα δίδαξε η πορεία της ζωής, η οποία είναι πιο αργή εδώ, αλλά δεν σταματάει.
Η κυρία Νόριτσα, εξήντα χρονών, καλλιεργεί μέχρι και γκότζι-μπέρρυ (goji berries) φερμένα από την Κίνα και πληρώνει όλους τους λογαριασμούς της online. Αλλά πρέπει να βγαίνει έξω από το σπίτι για να κουβαλάει νέα κούτσουρα για τη σόμπα. Όταν ανοίγει την πόρτα, ακούγονται απέξω οι φραγκόκοτες που φωνάζουν. Οι φραγκόκοτες κυνηγούν τους αρουραίους καλύτερα από γάτες, λέει μία από τις γυναίκες. «Καλύτερα και από τουφέκια».
Τέτοιους κανόνες ακολουθεί η ζωή στο Vurpăr: Φραγκόκοτες εναντίον αρουραίων. Μπύρα και αλάτι εναντίον των γυμνοσάλιαγκων. Οι γυναίκες φτιάχνουν λίπασμα από κουτσουλιές κότας: Τρία μέρη νερού, ένα μέρος κουτσουλιές. Εικοσιμία ημέρες αναμονής για να χωνέψει το λίπασμα. Ο μεγάλος πέτρινος φούρνος ανάμεσα στην είσοδο του σπιτιού και στον αχυρώνα έχει τρεις εστίες: Η μεσαία για το ψήσιμο του ψωμιού, η αριστερή για την κατσαρόλα και η δεξιά για το καζάνι απόσταξης οινοπνεύματος, σναπς. Αποστάζουν σναπς από καρπούς της δικής τους σοδιάς και είναι πολύ δυνατό. Καίει το λαιμό σαν διάβολος όταν το πίνεις. Στις γυναίκες επιτρέπεται να πίνουν μόνον ένα ποτήρι, γιατί εάν πίνουν περσσότερο τα παιδιά θα γεννηθούν τυφλά, λένε στην Τρανσυλβανία.
Τέτοιους κανόνες ακολουθεί η ζωή στο Vurpăr: Φραγκόκοτες εναντίον αρουραίων. Μπύρα και αλάτι εναντίον των γυμνοσάλιαγκων. Οι γυναίκες φτιάχνουν λίπασμα από κουτσουλιές κότας: Τρία μέρη νερού, ένα μέρος κουτσουλιές. Εικοσιμία ημέρες αναμονής για να χωνέψει το λίπασμα. Ο μεγάλος πέτρινος φούρνος ανάμεσα στην είσοδο του σπιτιού και στον αχυρώνα έχει τρεις εστίες: Η μεσαία για το ψήσιμο του ψωμιού, η αριστερή για την κατσαρόλα και η δεξιά για το καζάνι απόσταξης οινοπνεύματος, σναπς. Αποστάζουν σναπς από καρπούς της δικής τους σοδιάς και είναι πολύ δυνατό. Καίει το λαιμό σαν διάβολος όταν το πίνεις. Στις γυναίκες επιτρέπεται να πίνουν μόνον ένα ποτήρι, γιατί εάν πίνουν περσσότερο τα παιδιά θα γεννηθούν τυφλά, λένε στην Τρανσυλβανία.
Το «γραφείο τηλεδιάσκεψης - βωμός» της κυρίας Νόριτσα (© Mihai Stoica, F.A.Z.) |
Τα παιδιά, τα παιδιά· πάνω απ' όλα τα παιδιά: Προπαντός όταν οι νεότεροι αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την αγροτική ζωή και να αφήσουν πίσω τους το Vurpăr, για να πάνε στην πόλη. Όσοι είναι τυχεροί, έχουν τα βλαστάρια τους κοντά και τα βλέπουν τακτικά, στη γειτονική πόλη του Σιμπίου/Χέρμανσταντ ή και στο Βουκουρέστι· οι λοιποί έχουν το Wifi και το Skype. Η κυρία Νόριτσα έστησε στο σπίτι ένα δικό της ιδιαίτερο γραφείο για να «τηλεδιασκέπτεται» με τους δύο γιους της· αυτό το γραφείο, με τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες των παιδιών της, αλλά με τα εγγόνια σε πρόσφατες φωτογραφίες υψηλής ανάλυσης, μοιάζει με έναν μικρό βωμό. Ο μεγαλύτερος γιος της είναι γιατρός στη Σεβίλλη, στην καυτή Ανδαλουσία, ο μικρότερος κάνει διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο του Ρέικιαβικ, στην αρκτική Ισλανδία. Ο υπολογιστής τους συνδέει όλους: Τη μητέρα με τα παιδιά και τα παιδιά με το σπίτι - που μπορεί μεν να προσφέρει λίγα, αλλά είναι πάντα ο δικός τους τόπος, ο οικείος. Ο μεγάλος γιος εγκατέστησε μέχρι και κάμερα στην αυλή, για να μπορεί πότε-πότε να βλέπει εξ αποστάσεως, από την Ισπανία στην άλλη άκρη της Ευρώπης, πώς έρχεται το ιπποκίνητο κάρο για να φέρει τον σανό στον αχυρώνα. Και για να βλέπει πώς αρπάζει στο στόμα της τα τρυφερά χόρτα που φυτρώνουν στην αυλή η καστανή φοράδα - αυτή που φοράει στις οπλές της σιδερένια πέταλα ένα δάχτυλο χοντρά για να μη γλυστράει στους λασπώδεις δρόμους, κι έχει κόκκινα χαϊμαλιά στο χαλινάρι της, για να μη την πιάνει το κακό μάτι, που λέει ο λαός.
Και πότε-πότε, όταν οι γιοί δεν έρχονται στον τόπο τους, πάει ο τόπος τους σ΄ εκείνους. Η κυρία Νόριτσα στέλνει τακτικά τρόφιμα πρός τη Δύση. Τα φέρνει στον διεθνή σταθμό λεωφορείων του Σιμπίου. Πληρώνει με χαρονομίσματα τους οδηγούς λεωφορείων που κάνουν δρομολόγια μεγάλων αποστάσεων, για να παίρνουν μαζί τους στα μακρινά ταξίδια λαχανικά τουρσί μέσα σε ασφαλή πλαστικά δοχεία. Και όταν πρέπει, στέλνει και άλλα πράγματα: Ένα μικρό αρνί το Πάσχα, ένα τεμαχισμένο χοιρίδιο τα Χριστούγεννα. Σε βαθειά κατάψυξη. Τέτοιες αποστολές κρέατος διασχίζουν την Ευρώπη απ΄ άκρη σ' άκρη. Και όχι μόνον αυτές που στέλνει η κυρία Νόριτσα.
[Η μοίρα των μικροαγροτών, των μόνων πραγματικών αγροτών, στη Ρουμανία και όχι μόνον]
Λίγο μετά την πολιτική αλλαγή [την ανατροπή του καθεστώτος Τσαουσέσκου το 1989], η ρουμανική γεωργία παρήγαγε πάνω από το ένα πέμπτο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Ρουμανίας. Σήμερα παράγει μόλις το 4 %. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι όλη η οικονομία έχει μεταλλαχθεί και τώρα κυριαρχούν οι τριτογενείς δραστηριότητες - των υπηρεσιών. Όμως παίζει ρόλο και η κατάσταση της ρουμανικής γεωργίας. Παντού, μέχρι και στις πολύ μικρές πόλεις, υπάρχουν πολλά σούπερ μάρκετ με προϊόντα που εισάγονται από τη Δυτική Ευρώπη· είναι φθηνότερα και προπαντός άφθονα. Το 2016, η ρουμανική κυβέρνηση προσπάθησε με νόμο να υποχρεώσει τα σούπερ μάρκετ να διαθέτουν προϊόντα ρουμανικής παραγωγής. Σύμφωνα με αυτόν τον νόμο, τουλάχιστον 51 % των τροφίμων στα ράφια των καταστημάτων έπρεπει να προέρχονται από τη Ρουμανία. Ο νόμος σκόνταψε στην νομοθεσία της ΕΕ - οι Βρυξέλλες τον είδαν ως κατάργηση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς στο χώρο της ΕΕ. Και κυρίως, σκόνταψε στην πραγματικότητα: Η ρουμανική γεωργία δεν μπορούσε να αντικαταστήσει τα εισαγόμενα εμπορεύματα με προϊόντα δικής της παραγωγής [γιατί αφενός δεν επαρκούν σε ποσότητα και αφετέρου είναι ακριβότερα].
Στη λαϊκή αγορά (© Mihai Stoica, F.A.Z.) |
Ανάμεσα στις χώρες-μέλη της ΕΕ, η Ρουμανία έχει την έκτη σε μέγεθος έκταση που χρησιμοποιείται για γεωργική παραγωγή - και με μέσο όρο αξίας γης 2.000 ευρώ ανά εκτάριο, ένα από τα χαμηλότερα κόστη γεωργικής γης. Έχει τη μεγαλύτερη παραγωγή ηλιόσπορου σε όλη την ΕΕ και είναι πρώτη χώρα της ΕΕ στην εξαγωγή αραβοσίτου. Εκατομμύρια αρσενικά αρνιά εξάγονται προς τον ισλαμικό κόσμο. Αλλά άν εξαιρέσουμε μερικούς μεγάλους επενδυτές αγροτικών εκμεταλλεύσεων, οι συνθήκες και τρόποι εργασίας των Ρουμάνων γεωργών υστερούν σε παραγωγικότητα. Ο καθένας καλλιεργεί τα αγροτεμάχιά του μόνος του, για λογαριασμό του και μόνον. Είναι ενάντιοι στις συνεργασίες, ενάντιοι στους συνεταιρισμούς. Οι άνθρωποι αντιδρούν σ΄ αυτά, ανεξάρτητα από το άν είναι λογικό από οικονομική άποψη. Οι αναμνήσεις της αναγκαστικής κολεκτιβοποίησης στην περίοδο του κομμουνισμού είναι πολύ οδυνηρές για τον γεωργό, ακόμα κι αν δεν τους έχει βιώσει ο ίδιος.
Τα μοσχαράκια ως φορτίο (© Mihai Stoica, F.A.Z.) |
Όμως, πρακτικές αγροτικής παραγωγής που βασίζονται πολύ στην εργασία των ανθρώπων και είναι ελάχιστα ή καθόλου μηχανοποιημένες και αυτοματοποιημένες, καθώς και ο παρωχημένος μηχανικός εξοπλισμός και η μικρή χρήση φυτοφαρμάκων, προστατεύουν μεν τη φύση και το περιβάλλον, αλλά από οικονομική άποψη δεν είναι ανταγωνιστικές. Και όλα αυτά που συντηρούν τον ιδιαίτερο πολιτισμό του χωριού και προσφέρουν ένα δίχτυ ασφαλείας σε ανθρώπους με χαμηλές συντάξεις και με πενιχρές απολαβές κοινωνικής πρόνοιας, ελάχιστα λαμβάνονται υπόψη στην κρατούσα οικονομική λογική. Ελάχιστα συνυπολογίζονται ως «αξίες». Και σε κάθε περίπτωση, τα κονδύλια της ΕΕ είναι λιγοστά. Η γεωργική πολιτική της ΕΕ επιχορηγεί την γη ανάλογα με το μέγεθος της έκτασης ως επί το πλείστον, αλλά στη Ρουμανία ελάχιστοι έχουν πολλά στρέμματα. Αποτέλεσμα: Οι επιδοτήσεις είναι πενιχρές για τα πολλά νοικοκυριά. Από τις άμεσες Κοινοτικές μεταβιβάσεις, τον πιο σημαντικό πυλώνα αγροτικών επιδοτήσεων, περίπου το 90 % των Ρουμάνων δικαιούχων αντλεί λιγότερα από 1.250 ευρώ ετησίως ανά νοικοκυριό. Παρ΄ όλα αυτά, δεν υπάρχει καμιά άλλη χώρα της ΕΕ στην οποία εξακολουθεί να εργάζεται στη γεωργία τόσο μεγάλο ποσοστό ανθρώπων: Στη Ρουμανία είναι ένας στους τέσσερις.
Όμως στο χωριό Vurpăr υπάρχει έλλλειψη εργατικού δυναμικού. Στην περίμετρο του χωριού, όπου τα βατά μονοπάτια μπλέκονται με τα πρώτα χωράφια, το καλαμπόκι θα βλαστήσει σύντομα από το έδαφος και στις αρχές του καλοκαιριού η μηδική θα βγάλει τα μοβ άνθη της. Αυτό που ο επισκέπτης τουρίστας περιμένει να το δει ως ειδυλλιακό τοπίο της Τρανσυλβανίας, κρύβει σκληρή δουλειά για τους ντόπιους. Με αυτές τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις, άν και είναι ταπεινού μεγέθους, δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνες τους οι οικογένειες. Χρειάζονται και άλλα φτηνά χέρια, στον αγρό, στον αχυρώνα και στη βοσκή. Χρειάζονται μεροκαματιάρηδες, που θα δουλεύουν στη θέση των μηχανών που δεν υπάρχουν, που θα οδηγούν τα κοπάδια βοοειδών στα κοινόχρηστα λιβάδια, χρειάζονται βοσκούς που θα βόσκουν τα πρόβατα στο βουνό.
Όμως στο χωριό Vurpăr υπάρχει έλλλειψη εργατικού δυναμικού. Στην περίμετρο του χωριού, όπου τα βατά μονοπάτια μπλέκονται με τα πρώτα χωράφια, το καλαμπόκι θα βλαστήσει σύντομα από το έδαφος και στις αρχές του καλοκαιριού η μηδική θα βγάλει τα μοβ άνθη της. Αυτό που ο επισκέπτης τουρίστας περιμένει να το δει ως ειδυλλιακό τοπίο της Τρανσυλβανίας, κρύβει σκληρή δουλειά για τους ντόπιους. Με αυτές τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις, άν και είναι ταπεινού μεγέθους, δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνες τους οι οικογένειες. Χρειάζονται και άλλα φτηνά χέρια, στον αγρό, στον αχυρώνα και στη βοσκή. Χρειάζονται μεροκαματιάρηδες, που θα δουλεύουν στη θέση των μηχανών που δεν υπάρχουν, που θα οδηγούν τα κοπάδια βοοειδών στα κοινόχρηστα λιβάδια, χρειάζονται βοσκούς που θα βόσκουν τα πρόβατα στο βουνό.
Ανέκαθεν, όσο μπορεί να πάει πίσω η μνήμη των ανθρώπων, αυτές τις δουλειές τις έκαναν εδώ στο χωριό οι Ρομά, οι Τσιγγάνοι. Όπως ακριβώς ο κύριος Λάσκου έμαθε τη γεωργία από τους παππούδες του, έτσι και τα παιδιά των Ρομά μάθαιναν από τους δικούς του γεροντότερους να «υπηρετούν» τους άλλους συντοπίτες τους, Λατίνους Ρουμάνους και γερμανόγλωσσους Σάξονες. Όμως, από τότε που η ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων εντός της ΕΕ έλκει τους ανθρώπους στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Αυστρία, από τότε που μπορείς να κερδίζεις στη Δύση με λιγότερο ιδρώτα και βάσανα διακόσια ή τριακόσια ευρώ, αυτοί που εγκατέλειψαν πιο πολύ και πιο γρήγορα από όλους τον τόπο τους, το Vurpăr, είναι εκείνοι που φεύγοντας, είχαν να χάσουν λιγότερα από τους άλλους. Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο, από τότε που έφυγαν οι Ρομά, η δουλειά των αγροτών δεν έχει πια σταματημό.
Βοσκότοποι και στάνες στην Τρανσυλβανία (© Mihai Stoica, F.A.Z.) |
Τα χέρια μπορούν να ξεκουραστούν μόνον όταν είναι μέσα στο Κυριακάτικο κοστούμι. Στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, πάνω στο λόφο, ο παπάς στέκεται μπροστά στο εκκλησίασμα και κλείνει τη λειτουργία της Κυριακής με το κήρυγμα. Οι γεροντότεροι ξυπνούν από τις ονειροπολήσεις τους. Στο πίσω μέρος των «γυναικείων» στασιδιών, η κυρία Νόριτσα ισιώνει πάνω στους ώμους της το κομψό μαύρο σάλι της. Ο Κορνέλ Λάσκου τεντώνει την πλάτη του και στέκεται κι αυτός στητός. Ένα αέρινο ψυχρό καπάκι σκεπάζει το εκκλησίασμα, ατμός που βγαίνει από χοντρά παλτά, ανακατεμένος με καπνό από θυμίαμα. Τον δρόμο προς τον Θεό τον επιλέγεις εθελοντικά, με δική σου βούληση, τονίζει ο παπάς. Και τον δρόμο προς τη ζωή του αγρότη; Κι αυτόν εθελοντικά τον επιλέγεις; Θα ήταν ωραίο, λέει ο κύριος Λάσκου, εάν μπορούσε να μεταβιβάσει και στα παιδιά του τον δεσμό με τα ζώα και με τη γη, όπως τον μεταβίβασαν οι δικοί του γονείς στον ίδιο. Θα ήταν ωραίο αν μπορούσε να τους δείξει τί είναι αυτό που χαρίζει στον άνθρωπο ρίζες που τον κρατούν δεμένο με τη δική του γη. Η κόρη έχει φιλοδοξίες, σπουδάζει γεωπονία στο Σιμπίου/Χέρμανσταντ· τί τύχη! Ο γιος είναι ακόμη δεκαπέντε χρονών, αλλά ενδιαφέρεται για τη θρησκεία και για σπουδές θεολογίας. Ποιος ξέρει; Ο κύριος Λάσκου έχει μάθει ότι ο κάθε άνθρωπος λίγο μπορεί να επηρεάσει την πορεία της ζωής του· λίγος λόγος του πέφτει για να συναποφασίσει προς τα πού θα πάει. Τα πράγματα έρχονται όπως έρχονται, όπως η ανάγκη προστάζει να έλθουν. Εάν ρωτήσετε τον κύριο Λάσκου ποιά είναι τα όνειρά του, δεν βρίσκει σωστή απάντηση. Όταν τον ρώτησα, τι θα άλλαζε στη ζωή του, άν μπορούσε, είπε: «Τίποτα». Στην πραγματικότητα, αυτό δεν το σκέφτηκε ποτέ.
Η Eva Konzett γεννήθηκε το 1984 στο Feldkirch της Αυστρίας. Σπουδές ρωμανικής φιλολογίας και συγκριτικής λογοτεχνίας στα πανεπιστήμια της Βιέννης και του Κλουζ-Ναποκα (Cluj-Napoca) στη Ρουμανία. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στο Βουκουρέστι και στη Βιέννη με επίκεντρο θεματολογίας την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Δημοσιογραφεί στην Αγγλική, τη Ρουμανική την Γερμανική και την Γαλλική. Βραβεία: Online Journalistenpreis του Instituts der Regionen Europas (2015), Βραβείο Georg-von-Holtzbrinck-Preis για την οικονομική δημοσιογραφία (2015), Βραβείο Μέσων Ενημέρωσης από την Τράπεζα LGT (Αυστρία, 2016)
O Mihai Stoica από την Κωνστάντζα της Ρουμανίας εργάζεται στην καλλιτεχνική και δημοσιογραφική φωτογραφία και ως παραγωγός ντοκυμανταίρ (The Dry Valley, πορτρέτο ενός ρουμανικού τσιγγάνικου χωριού). Διετέλεσε βοηθός του φημισμένου Ρουμάνου φωτογράφου Emanuel Tânjală και το 2009 έλαβε το βραβείο του διεθνούς φωτογραφικού διαγωνισμού του περιοδικού National Geographic International. Σπουδές κοινωνικής και πολιτισμικής ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Λουβαίν του Βελγίου.
Susanne Scharnowski: «Ο δικός μας τόπος» και το κοσμοπολίτικο «Οπουδήποτε». Η αίσθηση της απώλειας και αποξένωσης
Claudia Ciobanu: Rosia Montana, oρυχεία χρυσού στη Ρουμανία
Ο κ. Κορνέλ Λάσκου και τα «πολύτιμα του»: Νεροβούβαλοι: Video: © Mihai Stoica, F.A.Z.
Ρουμανία 1988, λίγο πριν την πτώση του καθεστώτος Τσαουσέσκου: Μια επίθεση της «προόδου» κατά του «οπισθοδρομικού» κόσμου του χωριού.
Σκηνές από το ίδιο έργο - στον αλήστου μνήμης «σοσιαλισμό»
[...] Η μεγάλη αγροτική εκμετάλλευση του δυτικού κόσμου προωθεί ψυχρά, αργά και μεθοδικά την καταστροφή της μικρής οικιακής και οικογενειακής παραγωγής. Δεν έχουμε καταλήξει πώς ν’ αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα και η γυναίκα της ουγγρικής μειονότητας που ζει στην Τρανσυλβανία (Siebenburgen), φορά στο κεφάλι της μαντήλα, καλλιεργεί στον κήπο της τομάτες και ασχολείται με το κέντημα, δεν μας συγκινεί καθόλου. Την αναγκάζουν τώρα να ζήσει σε μια πολυώροφη πολυκατοικία και προφανώς θα καταλήξει να γίνει εργάτρια ενός αγρο-βιομηχανικού συγκροτήματος.
Σίγουρα δεν πιστεύουμε, ακόμη κι εμείς, ότι κατά κάποιο τρόπο ο εξαναγκασμός αυτός είναι βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, αν και με λανθασμένα μέσα; Είναι άραγε το δυάρι (χωρίς μπάνιο και ζεστό νερό) και το υπαλληλικό ωράριο εργασίας η αρχή της μελλοντικής ελευθερίας; Είναι η βίαιη απόσπαση από τη γη και η συγκέντρωση στα αστικά κέντρα (η οποία σ' όλο τον κόσμο συνδέεται με πείνα και με εξαθλίωση), μια κατάσταση που τελικά την αποδεχόμαστε, επειδή πιστεύουμε ότι η πολεοδομική αναρχία των slums και τα θλιβερά «σοσιαλιστικά» προάστεια προσφέρουν περισσότερες προοπτικές για το μέλλον από το «καθυστερημένο» χωριό; [...]
Σκηνές από το ίδιο έργο - στον αλήστου μνήμης «σοσιαλισμό»
[...] Η μεγάλη αγροτική εκμετάλλευση του δυτικού κόσμου προωθεί ψυχρά, αργά και μεθοδικά την καταστροφή της μικρής οικιακής και οικογενειακής παραγωγής. Δεν έχουμε καταλήξει πώς ν’ αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα και η γυναίκα της ουγγρικής μειονότητας που ζει στην Τρανσυλβανία (Siebenburgen), φορά στο κεφάλι της μαντήλα, καλλιεργεί στον κήπο της τομάτες και ασχολείται με το κέντημα, δεν μας συγκινεί καθόλου. Την αναγκάζουν τώρα να ζήσει σε μια πολυώροφη πολυκατοικία και προφανώς θα καταλήξει να γίνει εργάτρια ενός αγρο-βιομηχανικού συγκροτήματος.
Σίγουρα δεν πιστεύουμε, ακόμη κι εμείς, ότι κατά κάποιο τρόπο ο εξαναγκασμός αυτός είναι βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, αν και με λανθασμένα μέσα; Είναι άραγε το δυάρι (χωρίς μπάνιο και ζεστό νερό) και το υπαλληλικό ωράριο εργασίας η αρχή της μελλοντικής ελευθερίας; Είναι η βίαιη απόσπαση από τη γη και η συγκέντρωση στα αστικά κέντρα (η οποία σ' όλο τον κόσμο συνδέεται με πείνα και με εξαθλίωση), μια κατάσταση που τελικά την αποδεχόμαστε, επειδή πιστεύουμε ότι η πολεοδομική αναρχία των slums και τα θλιβερά «σοσιαλιστικά» προάστεια προσφέρουν περισσότερες προοπτικές για το μέλλον από το «καθυστερημένο» χωριό; [...]
Gisela Αnna Erler: «Fortschritt, Frauen und Europa. Oder, wie halten wir es mit der rumanischen Barbarei»? («Η πρόοδος, οι γυναίκες και η Ευρώπη. Ποια η γνώμη μας για τη βαρβαρότητα στη Ρουμανία»;) Περιοδικό Kommune, τεύχος 8/1988, Φραγκφούρτη, Αύγουστος 1988
Την εποχή εκείνη, με την απόπειρα του τότε ρουμανικού καθεστώτος για βίαιη μεταστέγαση των αγροτών και άλλων επαρχιωτών στις πόλεις και δημιουργία «αγρο-βιομηχανικών συγκροτημάτων», η Erler απευθυνόταν σ' αυτούς που συνήθως αποκαλούνται προοδευτική κοινή γνώμη, αλλά και πιο ειδικά προς το φεμινιστικό κίνημα. Απεθυνόταν σε όλους εκείνους που θεωρούσαν - και θεωρούν - την παραδοσιακή δομή της αγροτικής κοινωνίας συνώνυμη με το συντηρητισμό και την καταπίεση των γυναικών, ενώ βλέπουν τον εκσυγχρονισμό που φέρνει η βιομηχανική κοινωνία ως ένα αποφασιστικό βήμα προς την χειραφέτηση, ειδικά των γυναικών, αλλά και την κοινωνική χειραφέτηση ανεξαρτήτως φύλου.
Αυτός ο τρόπος σκέψης ασκούσε ανέκαθεν μεγάλη επιρροή σε σοσιαλιστές, σε κομμουνιστές αλλά επίσης σε φιλελεύθερους και συντηρητικούς αστούς. Η ζωή της πόλης, το εργοστάσιο, η μεγάλη επιχείρηση, η πολυκατοικία ή το αστικό προάστειο, θεωρούνται ακόμη και σήμερα πρόοδος σε σχέση με το χωριό, την μικρή αγροτική εκμετάλλευση, τη ζωή του μικροεπαγγελματία - και όχι μόνον στη Ρουμανία βέβαια. Η αντίσταση των προβιομηχανικών κοινωνιών στην επέλαση του βιομηχανικού και μεταβιομηχανικού κόσμου θεωρήθηκε - και σε μεγάλο βαθμό θεωρείται ακόμη - εκδήλωση συντηρητισμού, αν όχι οπισθοδρομικότητας. Μια κοινωνία που θα αποτελείται αποκλειστικά και μόνον από εργατοϋπαλλήλους μισθωτούς με εξαρτημένη εργασία, συν μία νομενκλατούρα διευθυντικών στελεχών και γραφειοκρατών του ιδιωτικού ή του κρατικού κεφαλαίου, συν το τυχερό 1 % των «παρόντων» ή «απόντων» ιδιοκτητών του (absentee owners), συν ελάχιστους γεωργούς - «επιχειρηματίες» που κατέχουν ή νοικιάζουν και καλλιεργούν μεγάλες εκτάσεις, όπου δεν έχει ήδη γίνει η μόνη πραγματικότητα, δεν είναι ακόμη και σήμερα, το όνειρο των πολλών για το μέλλον της κοινωνίας, ασχέτως αν δηλώνουν φιλελεύθεροι ή μαρξιστές;
Από τη μία πλευρά, το σχέδιο των αγρο-βιομηχανικών συγκροτημάτων στη «σοσιαλιστική» Ρουμανία ήταν συνέχεια του σταλινισμού της δεκαετίας του 1930, με την βίαιη κολεκτιβοποίηση, την υποταγή της γεωργίας στη μεγάλη κρατική-εμπορευματική παραγωγή και την υφαρπαγή πόρων από την πρωτογενή οικονομία της αυτοτροφοδοσίας και του μικρεμπορίου, προκειμένου να ενισχυθεί ο δευτερογενής τομέας της παραγωγής. Υπήρξαν όμως και οι νεότερες, ακόμη πιο ριζικές και καταστροφικές για τους ανθρώπους, ασιατικές εκδοχές αυτής της «σοσιαλιστικής κοινωνικής μηχανικής», μαοϊκού ή καμποτζιανού τύπου.
Από την άλλη πλευρά, η απόπειρα να απομακρυνθούν ή να διευθετηθούν με βίαιο τρόπο «κατάλοιπα της Ιστορίας», όπως οι μειονότητες ουγγρικής και γερμανικής εθνοτικής καταγωγής στη Ρουμανία, φιλοδοξούσε να συνεχίσει τη μακρά ιστορία διοικητικών μετακινήσεων πληθυσμών ή και ολόκληρων «προβληματικών» εθνοτήτων μέσα στη Σοβιετική Ένωση (Τάταροι, Γερμανοί του Βόλγα, Τσετσένοι και πολλοί άλλοι). Τα νομιμοποιητικά επιχειρήματα και οι ιδεολογικές υποστηρίξεις δεν έλειπαν. Μερικές προέρχονταν από τον ίδιο τον Κάρολο Μαρξ και από τον Φρειδερίκο Ένγκελς, οι οποίοι συνεχίζοντας το εγελιανό μοτίβο της διάκρισης μεταξύ ιστορικών και μη ιστορικών εθνών, ανέπτυξαν μια αποσπασματική σειρά ιδεών για το θέμα του έθνους, που αποδείχθηκε εντελώς λανθασμένη: Υπέθεσαν ότι υπάρχουν από τη μία πλευρά έθνη και λαοί που έχουν όλο το μέλλον μπροστά τους, σε αντίθεση με μια ολόκληρη σειρά «λαών - καταλοίπων του παρελθόντος» ή και «εθνών - απορριμμάτων της ιστορίας», κυρίως στην Κεντρική, Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη, που δεν είναι βιώσιμα και προορίζονται να ενσωματωθούν στα λεγόμενα ιστορικά έθνη, χωρίς ν’ αφήσουν ίχνη πίσω τους [Βλ. Αντώνης Λιάκος, Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, Πόλις, 2005, Michael Loevy, Το εθνικό ζήτημα, Στάχυ, 1993, και βέβαια το μνημειώδες έργο του Αυστρομαρξιστή Otto Bauer, Die Nationalitätenfrage und die Sozialdemokratie (Το Ζήτημα των Εθνοτήτων και η Σοσιαλδημοκρατία), 1907].
Μαζί με την πτώση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης το 1989 ήλθε και το τέλος του δικτάτορα στο Βουκουρέστι. Έτσι αυτή η ριζική, προγραμματισμένη αλλαγή στην Τρανσυλβανία δεν προχώρησε.
Ίσως όμως, εκεί όπως και αλλού, τα πράγματα βαδίζουν σταθερά προς την ίδια κατεύθυνση, με τρόπο πιο αργό και αδιόρατο, χωρίς τον ωμό καταναγκασμό της εξουσίας και με ελεύθερο τον καθένα, άν θέλει, να διατυπώνει - συνήθως χωρίς αποτέλεσμα - την αντίθεσή του. Ίσως πρέπει να επιστρέψει κανείς στα λεγόμενα της Gisela Anna Erler, ν’ αναλογισθεί μήπως ακόμη και πίσω από την ακραία καταπιεστική ιδιομορφία του δικτάτορα ή τις ακραίες εκδηλώσεις ενός συστήματος εξουσίας που ανήκει πια στην δικαιοδοσία των ιστορικών, κρύβεται η ευρύτερη, η πλανητικών διαστάσεων και διαρκώς ενεργή δυναμική των πραγμάτων και η λογική που νομιμοποιεί τη ριζική επέμβαση του οικονομικού και του διοικητικού-γραφειοκρατικού συστήματος εν γένει στον βιοτικό κόσμο των ανθρώπων και στη φύση.
Μήπως η ψευδής συνείδηση του «προοδευτικού», όπως εύστοχα την περιγράφει η Erler, είναι κι αυτή μια εύστοχη ερμηνεία για τη βραδυπορία μας να κατανοήσουμε τα αδιέξοδα που φέρνει αυτός ο αποικισμός φύσης και βιοτικού κόσμου από την αγορά και την κρατική ή την παγκόσμια πολιτική μέσω του χρήματος και της εξουσίας; Μήπως, και για τον λόγο αυτό, η δυσφορία που γεννιέται από τα αδιέξοδα, αντί να γίνεται κίνητρο για αναστοχασμό και αξιολόγηση της εμπειρίας με λογικά και ηθικά κριτήρια, τροφοδοτεί συνήθως τη μοιρολατρεία ή ανορθολογικές αντιδράσεις φυγής από την πραγματικότητα, όπως συμβαίνει τώρα με την αυτοκαταστροφική παράδοση του πολίτη στους δεξιούς λαϊκιστές δημαγωγούς;
Αυτός ο τρόπος σκέψης ασκούσε ανέκαθεν μεγάλη επιρροή σε σοσιαλιστές, σε κομμουνιστές αλλά επίσης σε φιλελεύθερους και συντηρητικούς αστούς. Η ζωή της πόλης, το εργοστάσιο, η μεγάλη επιχείρηση, η πολυκατοικία ή το αστικό προάστειο, θεωρούνται ακόμη και σήμερα πρόοδος σε σχέση με το χωριό, την μικρή αγροτική εκμετάλλευση, τη ζωή του μικροεπαγγελματία - και όχι μόνον στη Ρουμανία βέβαια. Η αντίσταση των προβιομηχανικών κοινωνιών στην επέλαση του βιομηχανικού και μεταβιομηχανικού κόσμου θεωρήθηκε - και σε μεγάλο βαθμό θεωρείται ακόμη - εκδήλωση συντηρητισμού, αν όχι οπισθοδρομικότητας. Μια κοινωνία που θα αποτελείται αποκλειστικά και μόνον από εργατοϋπαλλήλους μισθωτούς με εξαρτημένη εργασία, συν μία νομενκλατούρα διευθυντικών στελεχών και γραφειοκρατών του ιδιωτικού ή του κρατικού κεφαλαίου, συν το τυχερό 1 % των «παρόντων» ή «απόντων» ιδιοκτητών του (absentee owners), συν ελάχιστους γεωργούς - «επιχειρηματίες» που κατέχουν ή νοικιάζουν και καλλιεργούν μεγάλες εκτάσεις, όπου δεν έχει ήδη γίνει η μόνη πραγματικότητα, δεν είναι ακόμη και σήμερα, το όνειρο των πολλών για το μέλλον της κοινωνίας, ασχέτως αν δηλώνουν φιλελεύθεροι ή μαρξιστές;
Από τη μία πλευρά, το σχέδιο των αγρο-βιομηχανικών συγκροτημάτων στη «σοσιαλιστική» Ρουμανία ήταν συνέχεια του σταλινισμού της δεκαετίας του 1930, με την βίαιη κολεκτιβοποίηση, την υποταγή της γεωργίας στη μεγάλη κρατική-εμπορευματική παραγωγή και την υφαρπαγή πόρων από την πρωτογενή οικονομία της αυτοτροφοδοσίας και του μικρεμπορίου, προκειμένου να ενισχυθεί ο δευτερογενής τομέας της παραγωγής. Υπήρξαν όμως και οι νεότερες, ακόμη πιο ριζικές και καταστροφικές για τους ανθρώπους, ασιατικές εκδοχές αυτής της «σοσιαλιστικής κοινωνικής μηχανικής», μαοϊκού ή καμποτζιανού τύπου.
Από την άλλη πλευρά, η απόπειρα να απομακρυνθούν ή να διευθετηθούν με βίαιο τρόπο «κατάλοιπα της Ιστορίας», όπως οι μειονότητες ουγγρικής και γερμανικής εθνοτικής καταγωγής στη Ρουμανία, φιλοδοξούσε να συνεχίσει τη μακρά ιστορία διοικητικών μετακινήσεων πληθυσμών ή και ολόκληρων «προβληματικών» εθνοτήτων μέσα στη Σοβιετική Ένωση (Τάταροι, Γερμανοί του Βόλγα, Τσετσένοι και πολλοί άλλοι). Τα νομιμοποιητικά επιχειρήματα και οι ιδεολογικές υποστηρίξεις δεν έλειπαν. Μερικές προέρχονταν από τον ίδιο τον Κάρολο Μαρξ και από τον Φρειδερίκο Ένγκελς, οι οποίοι συνεχίζοντας το εγελιανό μοτίβο της διάκρισης μεταξύ ιστορικών και μη ιστορικών εθνών, ανέπτυξαν μια αποσπασματική σειρά ιδεών για το θέμα του έθνους, που αποδείχθηκε εντελώς λανθασμένη: Υπέθεσαν ότι υπάρχουν από τη μία πλευρά έθνη και λαοί που έχουν όλο το μέλλον μπροστά τους, σε αντίθεση με μια ολόκληρη σειρά «λαών - καταλοίπων του παρελθόντος» ή και «εθνών - απορριμμάτων της ιστορίας», κυρίως στην Κεντρική, Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη, που δεν είναι βιώσιμα και προορίζονται να ενσωματωθούν στα λεγόμενα ιστορικά έθνη, χωρίς ν’ αφήσουν ίχνη πίσω τους [Βλ. Αντώνης Λιάκος, Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, Πόλις, 2005, Michael Loevy, Το εθνικό ζήτημα, Στάχυ, 1993, και βέβαια το μνημειώδες έργο του Αυστρομαρξιστή Otto Bauer, Die Nationalitätenfrage und die Sozialdemokratie (Το Ζήτημα των Εθνοτήτων και η Σοσιαλδημοκρατία), 1907].
Μαζί με την πτώση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης το 1989 ήλθε και το τέλος του δικτάτορα στο Βουκουρέστι. Έτσι αυτή η ριζική, προγραμματισμένη αλλαγή στην Τρανσυλβανία δεν προχώρησε.
Ίσως όμως, εκεί όπως και αλλού, τα πράγματα βαδίζουν σταθερά προς την ίδια κατεύθυνση, με τρόπο πιο αργό και αδιόρατο, χωρίς τον ωμό καταναγκασμό της εξουσίας και με ελεύθερο τον καθένα, άν θέλει, να διατυπώνει - συνήθως χωρίς αποτέλεσμα - την αντίθεσή του. Ίσως πρέπει να επιστρέψει κανείς στα λεγόμενα της Gisela Anna Erler, ν’ αναλογισθεί μήπως ακόμη και πίσω από την ακραία καταπιεστική ιδιομορφία του δικτάτορα ή τις ακραίες εκδηλώσεις ενός συστήματος εξουσίας που ανήκει πια στην δικαιοδοσία των ιστορικών, κρύβεται η ευρύτερη, η πλανητικών διαστάσεων και διαρκώς ενεργή δυναμική των πραγμάτων και η λογική που νομιμοποιεί τη ριζική επέμβαση του οικονομικού και του διοικητικού-γραφειοκρατικού συστήματος εν γένει στον βιοτικό κόσμο των ανθρώπων και στη φύση.
Μήπως η ψευδής συνείδηση του «προοδευτικού», όπως εύστοχα την περιγράφει η Erler, είναι κι αυτή μια εύστοχη ερμηνεία για τη βραδυπορία μας να κατανοήσουμε τα αδιέξοδα που φέρνει αυτός ο αποικισμός φύσης και βιοτικού κόσμου από την αγορά και την κρατική ή την παγκόσμια πολιτική μέσω του χρήματος και της εξουσίας; Μήπως, και για τον λόγο αυτό, η δυσφορία που γεννιέται από τα αδιέξοδα, αντί να γίνεται κίνητρο για αναστοχασμό και αξιολόγηση της εμπειρίας με λογικά και ηθικά κριτήρια, τροφοδοτεί συνήθως τη μοιρολατρεία ή ανορθολογικές αντιδράσεις φυγής από την πραγματικότητα, όπως συμβαίνει τώρα με την αυτοκαταστροφική παράδοση του πολίτη στους δεξιούς λαϊκιστές δημαγωγούς;
(βλ. και Γιώργος Β. Ριτζούλης, «Λάθη της ιστορίας και “ανωμαλίες της γης”», στην Ευώνυμο Οικολογική Βιβλιοθήκη, καθώς και στο περιοδικό Νέα Οικολογία, τ. 48, Οκτώβριος 1988)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου