Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

Ίνγκαρ Ζόλτυ: Οικείος τόπος, αλληλεγγύη, μετανάστευση, καπιταλισμός

© Blätter für deutsche und internationale Politik (τεύχ. 8/2018) - Ingar Solty: Solidarität und Heimat - Wer vom Kapitalismus reden will, sollte von Migration und Heimatverlust nicht schweigen (βλ. και academia.edu)

Πρόσφατα, εμφανίστηκε στη δημοσιότητα μια κοινή διακήρυξη των οργανώσεων kritnet και Medico International μαζί με το Ινστιτούτο Solidarische Moderne με τον χαρακτηριστικά λιτό τίτλο: «Αλληλεγγύη αντί για “έναν δικό μας οικείο τόπο”» («Solidarität statt Heimat» - https://solidaritaet-statt-heimat.kritnet.org). Μαζί με άλλα που προβληματικά που περιέχει αυτή η διακήρυξη, ήδη από τον τίτλο της φαίνεται ότι παραγνωρίζει ή υποεκτιμά το πιο καθοριστικό: Όποιος μιλά σήμερα για την μετανάστευση, πρέπει να μιλήσει και για τον καπιταλισμό - αλλά και για το τί σημαίνει να χάνεις ή να έχεις έναν «δικό σου, οικείο τόπο» (Heimat). 
Κατ' αρχήν, ο καπιταλισμός, η μετανάστευση και η απώλεια του οικείου τόπου είναι έννοιες αδιαχώριστες. Διότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού από την ίδια τη φύση της παράγει μεταναστευτικές κινήσεις. Προϋπόθεση για τον καπιταλισμό είναι να υπάρχει μια τάξη ανθρώπων που δεν κατέχουν τίποτε άλλο εκτός από τον εαυτό τους και είναι αναγκασμένοι να πωλούν την εργασιακή τους δύναμη ως εμπόρευμα, άρα και να εγκαταλείπουν τον δικό τους τόπο σε περίπτωση που οι ανάγκες το επιβάλλουν. 
Στην ιστορία, ο καπιταλισμός εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία ως γεωργικός καπιταλισμός, με τις απαλλοτριώσεις ή εξαγορές της γεωργικής γης των χωρικών από τους μεγάλους γαιοκτήμονες [clearing of estates, γερμανικά Bauernlegen]: Οι μικρογεωργοί και οι χωρικοί που καλλιεργούσαν μικρές εκτάσεις γης και έτσι συντηρούσαν τις οικογένειές τους, ξαφνικά μετατράπηκαν σε εργάτες γης χωρίς δική τους ατομική ιδοκτησία. Η διαδικασία με την οποία δημιουργήθηκε αυτή η κοινωνική τάξη ανθρώπων χωρίς ατομική ιδιοκτησία ήταν εξαιρετικά βίαιη. Ανάμεσα στα άλλα, σ΄ αυτήν περιλαμβανόταν και περιφράξεις των κοινοτικών γαιών [Common land, γερμ. Allmende], οι οποίες, μέχρι τότε, εξασφάλιζαν σε πολλούς ανθρώπους την πρόσβαση στην γεωργική γη ως μέσο παραγωγής [βλ. και το ποίημα του Oliver Goldsmith για την Ιρλανδία της εποχής εκείνης «The Deserted Village» (1770), καθώς και αυτοβιογραφικά ποιήματα του μεγάλου Άγγλου ρομαντικού ποιητή William Wordsworth ή ποιήματά του από τη συλλογή Lyrical Ballads]. Ταυτόχρονα, ο γεωργικός καπιταλισμός έθεσε τα θεμέλια για την καπιταλιστική εκβιομηχάνιση και την μεγέθυνση των πόλεων, πράγμα που σημαίνει όμως ότι αναπόφευκτη συνέπεια ήταν η εσωτερική μετανάστευση. 
Oliver Goldsmith The Deserted Village 
(1770)


Εκτός αυτού, η «απογείωση» του καπιταλισμού παράγει πάντοτε και «πλεονάζοντες πληθυσμούς», «επικίνδυνες κοινωνικές τάξεις». Στην πρώιμη εποχή του καπιταλισμού, αυτούς τους ανθρώπους τους μάντρωναν και τους ξυλοκοπούσαν στα αγγλικά πτωχοκομεία-«ιδρύματα εργασίας» (Workhauses) ή τους έστελναν πέρα από τον Ατλαντικό, στον Νέο Κόσμο ως άμισθους οικιακούς υπηρέτες, δεσμευμένους σε ένα είδος δουλείας λόγω χρεών. Με την αποικιοκρατία, οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες ξεφορτώθηκαν τους πλεονάζοντες πληθυσμούς τους στέλνοντάς τους ως αποίκους στην αμερικανική ήπειρο, στη σωφρονιστική αποικία  Αυστραλία ή στην Αφρική. 
Και στη Γερμανία, όταν μετά την ίδρυσή της ως κράτους στη δεκαετία του 1870 άρχισαν να παγκοσμιοποιούνται οι αγορές γεωργικών προιόντων και στη «Μεγάλη Ύφεση» της εποχής 1873-1895 έπεσε η τιμή του σιταριού, επιχειρήθηκε μια μεταρρύθμιση μεικτού τύπου, με αστικά και συντηρητικά χαρακτηριστικά,  προκειμένου  να δοθούν απαντήσεις στο κοινωνικό ζήτημα: Κοινωνική μεταρρύθμιση εκ των άνω αντί επανάστασης εκ των κάτω. Την μετανάστευση στον «Νέο Κόσμο» την αντιμετώπιζαν ως πρόβλημα προς αποφυγήν, γιατί πίστευαν ότι οι αγρότες που ζούσαν ανατολικά του ποταμού Έλβα θα ήταν χρήσιμοι ως στρατιώτες στους μελλοντικούς πολέμους κατά της Ρωσίας.  Στα μέσα της δεκαετίας του 1890, στον «Σύλλογο για την Κοινωνική Πολιτική» [«Verein für Socialpolitik» - ιδρύθηκε στο Άιζεναχ το 1872 προκειμένου να δοθούν απαντήσεις στο «κοινωνικό ζήτημα» ακολουθώντας έναν «τρίτο δρόμο» ανάμεσα στον σοσιαλισμό και στις φιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές laissez-faire - ανάμεσα στα μετέπειτα μέλη οι κοινωνιολόγοι Max Weber and Werner Sombart - διαλύθηκε από τους Ναζιστές] είχε τεθεί ως θέμα συζήτησης η δημιουργία «αποικιών για ανέργους»  [ως νέων τόπων μετεγκατάστασής τους, εντός ή εκτός της χώρας]. Όμως, επειδή η κοινωνική και πολιτική βάση των κοινωνικο-συντηρητικών όλων των γερμανικών χωρών ήταν η αριστοκρατική τάξη των μεγαλογαιοκτημόνων, μια αγροτική μεταρρύθμιση με απαλλοτρίωση των μεγάλων κτημάτων φεουδαρχικού τύπου και αναδιανομή των εγχώριων γεωργικών γαιών ήταν πολιτικά ανέφικτη - ή μπορούσε να γίνει μόνον με επανάσταση εκ των κάτω. Γι αυτόν τον λόγο, η κοινωνική μεταρρύθμιση μεταλλάχθηκε γρήγορα σε κοινωνικό ιμπεριαλισμό: Οι «αποικίες για ανέργους» έπρεπε τώρα να αποκτηθούν με κατάκτηση εδαφών εκτός της χώρας, και έτσι οι γερμανικές ελίτ μπήκαν στον πειρασμό να επιχειρήσουν να απαλλαγούν από το δικό τους πλεονάζον προλεταριάτο στέλνοντάς το προς την Ανατολική Ευρώπη· σκέφτηκαν να στείλουν τον «λαό-έθνος που δεν είχε χώρο» («Volk ohne Raum») σε μια «εξόρμηση προς τα ανατολικά» («Drang nach Osten»). 
[Η φράση «λαός-έθνος χωρίς χώρο» - «Volk ohne Raum» - ήταν συνθηματική έκφραση της εποχής της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και του Ναζισμού, με την οποία οι εθνικιστές προπαγάνδιζαν ότι για την φτώχεια έφταιγε ο υπερπληθυσμός της Γερμανίας και το γεγονός ότι μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο εκτός Ευρώπης πλανήτης είχε μοιρασθεί άδικα ανάμεσα στις νικήτριες αποικιοκρατικές Μεγάλες Δυνάμεις αφήνοντας πολύ λίγο χώρο στους ηττημένους Γερμανούς. Η «λύση» που προπαγάνδιζαν ήταν η «εξόρμηση προς τα ανατολικά» («Drang nach Osten»), για να κατακτήσει το «έθνος χωρίς χώρο» νέα εδάφη, τα αποκαλούμενα και «ζωτικό χώρο» (Lebensraum), ιδιαίτερα τα εδάφη της αραιοκατοικημένης Ρωσίας - του «χώρου χωρίς λαό» («Raum ohne Volk»)]
William Wordsworth: The Ruined Cottage
Παγκοσμιοποίηση και απώλεια του οικείου τόπου
Το μεγάλο δίλημμα της εποχής μας είναι το εξής: Με την νεοφιλελεύθερη στροφή - δηλαδή το εγχείρημα διαμόρφωσης της παγκοσμιοποίησης με τέτοιο τρόπο ώστε να ενδυναμωθεί και πάλι η ταξική εξουσία του κεφαλαίου, μετά τον περιορισμό της και την συμπίεση των κερδών του κεφαλαίου από το κράτος πρόνοιας και την Κεϋνσιανή πολιτική της πλήρους απασχόλησης - ο καπιταλισμός διείσδυσε και εξαπλώθηκε πλήρως στον Νότο του πλανήτη. Με το σοκ που προκάλεσε η απόφαση του Πωλ Βόλκερ [Paul Volcker, προέδρου της αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας fed επί προεδρίας Κάρτερ και Ρέηγκαν] το 1979, δηλαδή να αυξήσει απότομα το βασικό επιτόκιο στις ΗΠΑ [από 11 % αυξήθηκε περίπου στο 20 % μέσα σε 2 χρόνια], χτύπησε για το σκοπό αυτό με έναν σμπάρο δυό τρυγόνια: Στο εσωτερικό, αυτή η απόφαση νομισματικής πολιτικής προκάλεσε εκτεταμένη ανεργία, περιόρισε σε αντίστοιχο βαθμό την ισχύ των οργανωμένων συνδικάτων και έσπασε την ραχοκοκαλιά του αμερικανικού εργατικού κινήματος. Οι αριθμοί - ρεκόρ των απεργιών της δεκαετίας του 1970 κατέρρευσαν απότομα και οι μισθοί των μισθωτών χωρίς πτυχίο κολεγίου από τότε πέφτουν διαρκώς, σαν σε πηγάδι δίχως πάτο. Στο εξωτερικό, το σοκ του Βόλκερ προκάλεσε μια κρίση χρέους στον Νότο του πλανήτη, την οποία χρησιμοποίησαν οι ανεπτυγμένες χώρες της καπιταλιστικής Δύσης για να εξαναγκάσουν σε ανοίγματα των αγορών προς όφελος των δικών τους πολυεθνικών εταιρειών, και πρωτίστως των εταιρειών γεωργικών προϊόντων. 
Όμως, τα προγράμματα διαρθρωτικών οικονομικών προσαρμογών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας (δομημένα προς το συμφέρον  της κερδοφορίας των δυτικών εταιρειών), είχαν ως αποτέλεσμα την μετατροπή εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων σε προλετάριους. Το 1980 ο πληθυσμός της εργατικής τάξης στο σύνολο του πλανήτη ήταν 1,9 δισεκατομμύρια άνθρωποι (επί συνολικού πληθυσμού της Γης 4,4 δισεκατομμυρίων). Το 2017 ο πληθυσμός της εργατικής τάξης έφθασε τα 3,5 δισεκατομμύρια άτομα (επί συνολικού πληθυσμού της Γης 7,4 δισεκατομμυρίων). Δηλαδή μέσα σε 37 χρόνια, ο παγκόσμιος πληθυσμός της εργατικής τάξης σχεδόν διπλασιάστηκε. Επίπτωση αυτής της εκτεταμένης προλεταριοποίησης ήταν οι μεταναστεύσεις: Αγροτική έξοδος, εσωτερικές μεταναστευτικές κινήσεις εντός των επιμέρους χωρών και περιοχών, τεράστιες μετακινήσεις πληθυσμών προς τα μεγάλα αστικά κέντρα. Ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Mike Davis μιλάει για τον «πλανήτη των εξαθλιωμένων φτωχοσυνοικιών (slums)». Ενώ στη δεκαετία του 1980 μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου εξακολουθούσαν ακόμη να είναι οι μητροπόλεις του αναπτυγμένου Πρώτου Κόσμου, η Νέα Υόρκη, το Τόκιο, το Λονδίνο, τώρα έχουμε τις μεγα-πόλεις του υπό ανάπτυξη Τρίτου Κόσμου, όπως είναι το Δελχί στην Ινδία, η Ντάκα στο Μπαγκλαντές, το Λάγος στη Νιγηρία, το Καράτσι στο Πακιστάν και η Κινσάσα στο Κονγκό· όλες έχουν πάνω από 10 εκατομμύρια ανθρώπους. 
Το μεγάλο δράμα της εποχής μας είναι το εξής: Αυτό το πλεόνασμα νέων «επικίνδυνων τάξεων», εκείνοι που προκάλεσαν την εξάπλωση του καπιταλισμού στον πλανητικό Νότο, δεν μπορούν να το «εκτονώσουν και  να το διοχετεύσουν» με μετοικήσεις και αποικισμούς, εξαιτίας της πολιτικής σταθερού καθεστώτος των συνόρων. Συχνά λέγεται τώρα, ότι ο κύριος λόγος για τη μετανάστευση είναι η φτώχεια. Αυτό είναι λάθος και σωστό ταυτόχρονα. Είναι λάθος, επειδή ο πόλεμος είναι ο κύριος λόγος προσφυγιάς. Από το σύνολο των 68,5 εκατομμυρίων ανθρώπων που θεωρούνται τώρα βίαια εκτοπισμένοι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο σύμφωνα με τον Οργανισμό για τους Πρόσφυγες UNHCR του ΟΗΕ, το 57 % προέρχονται από εμπόλεμες ζώνες: Συρία (6,3 εκατομμύρια), Αφγανιστάν (2,6 εκατομμύρια) και Νότιο Σουδάν (2,4 εκατομμύρια). Ωστόσο είναι σωστό, διότι το πρόβλημα της περίσσειας μισθωτών εργατών στο εσωτερικό των κρατών του Νότου οδηγεί σε συγκρούσεις για την αναδιανομή, οι οπόιες διεξάγονται με βίαιο τρόπο, γρήγορα μετατρέπονται σε συγκρούσεις εθνοτικές και θρησκευτικές και καταλήγουν σε μια κυριολεκτικά αιματηρή διαδικασία διάλυσης κρατών. Και στις περιπτώσεις που εξελίσσονται σε «πολέμους δι' αντιπροσώπων» με εμπλοκή Δυτικών και περιφερειακών δυνάμεων, όπως συμβαίνει στη Συρία [όπου εμπλέκονται άμεσα η Ρωσία και οι ΗΠΑ από τις αναπτυγμένες χώρες, αλλά επίσης η Τουρκία, οι γειτονικές περιφερειακές δυνάμεις Ιράν και Ισραήλ κτλ], τότε συχνά η αιματοχυσία συνεχίζεται για χρόνια ή ακόμη και για δεκαετίες. 
Σ' αυτό επιπροστίθεται η γενική τάση των πραγμάτων: Στη μεγάλη εικόνα του, το κεφαλαιοκρατικό σύστημα εξελίσσεται άνισα, ασύμμετρα, ιδίως όταν η εξέλιξή του επαφίεται μόνον στους μηχανισμούς της καπιταλιστικής αγοράς, όπως συμβαίνει στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού μετά το 1980. Όταν η εξέλιξη των κοινωνιών έχει ως αποκλειστική κινητήρια δύναμη και οδηγό την αγορά, δεν οδηγείται σε ισορροπίες, όπως υποθέτει η ανιστορική νεοκλασική ορθοδοξία που διδάσκεται σήμερα στις πανεπιστημιακές σχολές οικονομίας και διοίκησης  επιχειρήσεων, αλλά σε κατάφωρες ανισορροπίες και σε έντονες περιφερειακές και κοινωνικές αποκλίσεις. Μερικά παραδείγματα από την πρόσφατη ιστορία είναι τα εξής: Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση, που επέλεξε μια νεοφιλελεύθερη τροχιά ολοκλήρωσής της, και η αποβιομηχάνιση της Νότιας Ευρώπης· η επανένωση των δύο Γερμανιών με ταυτόχρονη νομισματική ένωση τους και η αποβιομηχάνιση των εδαφών της πρώην Ανατολικής Γερμανίας· τέλος η εξέλιξη του παγκόσμιου καπιταλισμού στην περίοδο 1980-2018, η οποία δεν οδηγεί σε έναν εκσυγχρονισμό του πλανητικού Νότου, αλλά σε όλο και πιο έντονες ανισότητες, όχι μόνον μεταξύ Βορρά και Νότου, αλλά και σε αύξηση των ανισοτήτων τόσο εντός του Βορρά όσο και εντός του Νότου. 
Αυτή η ανομοιογενής εξέλιξη οδηγεί σε νέες, επιπρόσθετες μεταναστευτικές κινήσεις· αναπτύσσονται παράγοντες ώθησης που διώχνουν τους ανθρώπους  και παράγοντες ελκυσμού που τους προσελκύουν. Και παραφράζοντας την περίφημη ρήση του Μαξ Χορκχάιμερ (Max Horkheimer), ισχύει το εξής: «Όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό, πρέπει να σιωπά και για το μεταναστευτικό ζήτημα» Ισχύει όμως και το αντίστροφο: Όποιος θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό, πρέπει να μιλήσει και για το μεταναστευτικό ζήτημα. 
Ο συγγραφέας Navid Kermani εκφωνεί πανηγυρικό λόγο στην Bundestag, 2014
Όλοι είμαστε μετανάστες και μετανάστριες
Αυτό ισχύει και για την χώρα μας, διότι και η γερμανική κοινωνία έχει κατά πλειοψηφίαν μεταναστευτικό υπόβαθρο. Ο Γερμανο-Ιρανός συγγραφέας Ναβίντ Κερμανί (Navid Kermani) το έχει επισημάνει στη συγκινητική ομιλία του στην Ομοσπονδιακή Βουλή της Γερμανίας, στις 23 Μαΐου 2014, στον εορτασμό των «65 Χρόνων Θεμελιώδους Νόμου» [η Γερμανική Ομοσπονδία έχει Θεμελιώδη Νόμο (Grundgesetz), οι επιμέρους Ομόσπονδες Χώρες έχουν Συντάγματα (Verfassungen)]:
«Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Ομοσπονδιακή Γερμανία μετανάστευσαν πολλά εκατομμύρια άνθρωποι. Άν προσμετρήσουμε και τους εθνοτικά γερμανικούς πληθυσμούς που ήρθαν στη Γερμανία, είτε ως εκτοπισμένοι (Vertriebene) μετά τον πόλεμο, είτε ως μετανάστες με τη θέλησή τους (Aussiedler), είναι περισσότεροι από το ήμισυ του πληθυσμού».
Ο δικός μου παππούς από την πλευρά του πατέρα μου ήταν εργάτης γης από την Ανατολική Πρωσία [σήμερα ανήκει στη Ρωσία, με σπουδαιότερη πόλη το Καλίνινγκραντ - πρώην Königsberg, η γενέτειρα του Ιμμάνουελ Καντ] ενώ η γιαγιά μου δούλευε ως υπηρέτρια και ήταν επίσης από την Ανατολική Πρωσία. Ο παππούς και η γιαγιά μου από την πλευρά της μητέρας μου ήρθαν μετά τον πόλεμο από το Ντάντσιχ [Danzig, σήμερα Γκτανσκ (Gdańsk), η γνωστή πόλη της Πολωνίας] και εγκαταστάθηκαν  πρώτα στη Βαυαρία και μετά στη Βόννη. Εγώ ο ίδιος έζησα για αρκετά χρόνια στο Τορόντο, την πιο πολυπολιτισμική πόλη στον κόσμο: Περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους της πόλης αυτής έχουν γεννηθεί έξω από τον Καναδά και εκεί ζουν άνθρωποι από 230 διαφορετικές ιθαγένειες ή εθνοτικές καταγωγές. Στη συνέχεια επέστρεψα στη Γερμανία και εγκαταστάθηκα στο Βερολίνο. Το συμπέρασμα είναι ότι πρέπει να βλέπουμε τα πράγματα υπό μια οπτική γωνία ιστορικά διευρυμένη. Το να βλέπουμε το θέμα στενά, δηλαδή μόνον την μετανάστευση ανθρώπων που προέρχονται από χώρες με μουσουλμανική πλειοψηφία αποτελεί και αυτό μέρος του προβλήματος (δηλαδή του ρατσισμού). 
Γερμανία,  Πολωνία, Ανατολική Πρωσία, Λιθουανία, Λετονία, ΕΣΣΔ 1926
Ωστόσο, η μετανάστευση θέτει πάντοτε, εκτός των άλλων, και το θέμα «του οικείου τόπου» (Heimat)· είτε της αναγκαστικής απώλειας του οικείου τόπου, είτε της εθελούσιας εγκατάλειψης του οικείου τόπου. Όποιος μεταναστεύει χάνει τον τόπο του και φεύγει, είτε με τη θέλησή του, είτε εξ ανάγκης. Ο πόλεμος είναι η χειρότερη μορφή απώλειας του οικείου τόπου: Σε κάνει ξένο μέσα στη δική σου χώρα. Ωστόσο, συχνά, το να μη σε βλέπουν άλλοι ως άνθρωπο που ανήκει στον δικό τους και δικό σου τόπο, είναι αρκετό για να υποχρεωθείς να φύγεις. Το να μην αποδέχονται άλλοι ότι ανήκεις στον κοινό τόπο, τον δικό τους και δικό σου, οδηγεί στο να αισθάνεσαι υποκειμενικά χωρίς δικό σου τόπο, και αυτό σε ωθεί να μεταναστεύσεις πραγματικά.  
 
Το δικαίωμα να φύγεις και το δικαίωμα να μείνεις

Έτσι, οι άνθρωποι χάνουν τον δικό τους οικείο τόπο και αναγκάζονται να φύγουν. Αλλά να πάνε πού; Εκεί, όπου υπάρχουν προοπτικές γι' αυτούς. Εν πρώτοις είναι σημαντικό να τονιστεί ότι σήμερα δεν έρχονται μόνον άνθρωποι στη Γερμανία, αλλά και φεύγουν, κυρίως εξαιτίας επισφαλών εργασιακών σχέσεων στα επιστημονικά επαγγέλματα. Και δεύτερον, έρχονται άνθρωποι στη Γερμανία επειδή κι εμείς φροντίζουμε να εξαναγκασθούν να φύγουν από τον δικό τους τόπο. 
«Κατά τη γνώμη μου, το πιο σημαντικό είναι να λέμε τί ευθύνες έχουμε εμείς, ως Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ως Ευρώπη και ως λευκοί, για την κατάσταση που επικρατεί στον κόσμο», λέει ο [συγγραφέας] Ίνγκο Σούλτσε (Ingo Schulze) σε μια συζήτηση με τον Ραούλ Τσέλικ (Raul Zelik) στο νέο περιοδικό «Ada». «Οι περισσότεροι πρόσφυγες - ώ, τι έκπληξη! - προέρχονται από το Αφγανιστάν, το Ιράκ και την Συρία. Είναι μάλλον προφανές ότι κάποια σχέση έχει η Δύση με την κατάσταση που επικρατεί σ' αυτές τις χώρες. Ωστόσο, πέρα ​​από αυτό, πρέπει να κυττάμε λίγο και προς τα πίσω, στην ιστορία της αποικιοκρατίας, αλλά και να βλέπουμε τις μετα-αποικιοκρατικές και νεο-αποικιοκρατικές σχέσεις στο παγκόσμιο εμπόριο. Στην συζήτηση εδώ στη Γερμανία όλα αυτά απουσιάζουν σχεδόν εντελώς. Το να ισχυριζόμαστε μόνον ότι είμαστε ανοιχτοί στον έξω κόσμο, σίγουρα δεν αρκεί». 
Με λίγα λόγια, αυτοί που μεταναστεύουν αναγκάζονται να φύγουν. Ή θέλουν να φύγουν. Ωστόσο, πάντοτε η μετανάστευση δεν θέτει μόνον το ζήτημα «από πού έρχομαι», αλλά και «πού πάω». Συνακόλουθα, θέτει και το ζήτημα του πώς να βρεί κανείς πάλι «έναν οικείο τόπο», πώς να αντιμετωπίσει και να υπερβεί «την στέρηση ενός οικείου τόπου», «την κατάσταση του ανέστιου» («Heimatlosigkeit»), την οποία κάποτε περιέγραψε ο συγγραφέας και επιζήσας του Ολοκαυτώματος Ζαν Αμερύ (Jean Amery) ως αιτία «της αταξίας, της σύγχυσης και της απογοήτευσης». Και πραγματικά, το να αναγκάζεσαι να φύγεις και να πας κάπου αλλού, αλλά να μην είσαι ευπρόσδεκτος εκεί, οδηγεί στο θυμό - και μερικές φορές στη βία, στα προάστια των Βρυξελλών και του Παρισιού ή έξω από αυτά, ή ακόμη και σε περιπτώσεις ανθρώπων που αιτούνται άσυλο και απορρίπτονται ή ταπεινώνονται. Και μπορούμε να πούμε το εξής: Όσο λιγότερο ευπρόσδεκτος είναι κανείς για είσοδο ή για μόνιμη παραμονή, τόσο μεγαλύτερη είναι η επιθυμία του για επιστροφή στην (ρομαντικά ωραιοποιημένη από την φαντασία) παλιά εστία, πράγμα όχι σπάνιο ακόμη και στην δεύτερη ή στην τρίτη γενιά των μεταναστών, αφού προηγηθεί και μια επιθυμία επιστροφής στην «καλή παλιά εποχή» ιδεολογικής φύσης. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο Όσκαρ Νεγκτ (Oskar Negt) συσχέτισε την αναβίωση της συζήτησης για τον οικείο τόπο (Heimatdiskurse) με τον νεοφιλελευθερισμό και με την «έξωση των ανθρώπων από το οικείο πλαίσιο της διαβίωσής τους».
Πώς εννοεί τον οικείο τόπο (Heimat) ο πρόεδρος των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών Ζεεχόφερ; Ως επιστροφή στο παρελθόν, ως μέσο ταυτοτικής ομογενοποίησης
Για όσους σκέφτονται έτσι, ο «οικείος τόπος» είναι έννοια στατική, όχι μεταβαλλόμενη. Αυτή η οπισθοδρομική αντίληψη για τον «τόπο μας», που του προσδίδει ουσία με βάση την ιδιαίτερη ταυτότητα και τον κάνει μέσο ομογενοποίησης, είναι, εκτός των άλλων, και το είδος του «οικείου τόπου» που έχουν στο μυαλό τους ο Χορστ Ζέεχόφερ (Horst Seehofer) με το «Υπουργείο του Τόπου μας» [ταυτόχρονα με τον σχηματισμό της νέας τρικομματικής κυβέρνησης Μέρκελ τον Μάρτιο 2018 και τον ορισμό του Χορστ Ζέεχόφερ στη θέση του Ομοσπονδιακού Υπουργού Εσωτερικών, οι αρμοδιότητες του Υπουργείου διευρύνθηκαν, ιδίως στο πεδίο της στέγασης, και η νέα του ονομασία είναι «Ομοσπονδιακό Υπουργείο των Εσωτερικών, για τη Στέγαση και για τον Τόπο μας» - «Bundesministerium des Innern, für Bau und Heimat»] και ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας Μάρκους Ζέντερ (Markus Söder) με τον νόμο που πέρασε στο βαυαρικό κοινοβούλιο για υποχρεωτική ανάρτηση του συμβόλου του σταυρού σε όλα τα δημόσια κτίρια, αλλά το Αυστριακό Κόμμα της Ελευθερίας (FPÖ), που αυτοαποκαλείται «Κόμμα του Τόπου μας». Οι ισλαμιστές και οι εμμονικοί της χριστιανικής γερμανικής ταυτότητας είναι λοιπόν δομικά πανομοιότυποι. Και αυτή η οπισθοδρομική και καταπιεστική αντίληψη για τον «τόπο μας» έχει πίσω της μια ατυχή παράδοση: Είναι ακριβώς η αντίληψη της «Ένωσης Προστασίας του Τόπου μας» («Bund Heimatschutz») μετά την ίδρυση της το 1904 [στη συνέχεια η Ένωση αυτή ανέπτυξε ορισμένες σχέσεις με τους Ναζιστές, οι οποίοι την χρησιμοποίησαν], είναι η αντίληψη που προπαγάνδιζαν οι Εθνικοσοσιαλιστές με την ιδεολογία τους της «λαϊκότητας» (Volkstumsideologie), και, μετά τον πόλεμο, οργανώσεις των Γερμανών που εκτοπίστηκαν από τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (Vertriebenenverbände) και απέβλεπαν σε μια εκ νέου αναθεώρηση των συνόρων. 
Markus Söder, πρωθυπουργός της Βαυαρίας -  και η αντίδραση του Winfried Kretschmann, πρωθυπουργού της γειτονικής Βάδης-Βυρτεμβέργης: «Σαν σκηνή από ταινία με δράκουλες και εξορκιστές»
Όμως ο «οικείος τόπος» αυτού του είδους, τόπος στατικός, πλασμένος από την φαντασία, αντιφάσκει με την πραγματικότητα που δημιουργεί η δυναμική της εξέλιξης του καπιταλισμού· γι' αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα θα έπρεπε να μιλά όποιος μιλάει για τον «οικείο μας τόπο». Επίσης έρχεται σε αντίφαση με τις χειροπιαστές εμπειρίες της ζωής. Μια αγγλική παροιμία λέει: «Μπορείς να βγάλεις το αγόρι έξω από το Γιορκσάιρ, αλλά δεν μπορείς να βγάλεις το Γιορκσάιρ έξω από το αγόρι» («You can take the boy out of Yorkshire, but you can’t take Yorkshire out of the boy»). Ωστόσο: Όποιος παροικεί στο Βερολίνο, τη Νέα Υόρκη ή το Παρίσι, ξέρει ότι πολλοί άνθρωποι φεύγουν από την επαρχία και δεν υποφέρουν από νοσταλγία,  όταν και μόνον όταν ο νέος «τόπος τους» μπορέσει πραγματικά να είναι και να γίνει «δικός τους, οικείος τόπος». Το συμπέρασμα είναι, ότι οι παράγοντες ώθησης μπορούν να διώξουν ένα άτομο από εκεί όπου ζούσε. Όμως οι παράγοντες ώθησης δεν αρκούν· καθοριστικό ρόλο παίζει η σχέση τους με τους παράγοντες έλξης. Ακόμη και στους εργαζόμενους στην πρώιμη περίοδο του καπιταλισμού, παρά τις πολλές ώρες της εργάσιμης ημέρας και την πολύ βαρειά σωματική εργασία, παρά τις συνθήκες στέγασης σε ανήλια διαμερίσματα του ενός δωματίου που ήταν και κουζίνα με θέα στον φωταγωγό, στα οποία συχνά συνωστίζονταν δέκα ή και περισσότερα άτομα για να κοιμηθούν σε «βάρδιες» που εναλλάσσονταν στα κρεβάτια, η ζωή σε μια μεγάλη πόλη όπως το Βερολίνο προσέφερε μια ελκυστική νέα διάσταση της ελευθερίας: Ήταν ζωή χωρίς την πατερναλιστική κηδεμονία από τους φεουδάρχες και τον κλήρο, που επικρατούσε τότε στα χωριά ανατολικά του ποταμού Έλβα, και ήταν ζωή με τις συγκινήσεις και τους ενθουσιασμούς της μοντέρνας πόλης. 
Πάντοτε λοιπόν, ο οικείος τόπος είναι ζήτημα οπτικής γωνίας. Ο Σοπενχάουερ (Schopenhauer) λέει το εξής για την αυτοκτονία: Έρχεται όταν η ελπίδα για το καλύτερο είναι πιο αδύνατη από τη δύναμη του πόνου που προκαλεί το παρόν. Κατ' αναλογίαν, θα μπορούσε κανείς να γράψει το εξής: Εάν ο τόπος σου παρέχει καλύτερες συνθήκες (ζωής) και συνθήκες για να ριζώσεις - και για πολλούς αυτά είναι καθαρά υλικά πράγματα, δηλαδή ειρήνη και βελτίωση από βιοποριστική άποψη - τότε «δικός σου τόπος» (Ηeimat) είναι ένα μέρος όπου είσαι καλοδεχούμενος (ein Ankommendürfen), ένα μέρος όπου εγκαθίστασαι και δένεσαι μαζί του (ein Sesshaftwerden). 
Έτσι, αλλά και επειδή ο «οικείος τόπος» δεν μπορεί ποτέ να είναι κάτι στατικό, είναι μια πολιτικά αμφιλεγόμενη έννοια. Και κάτι άλλο: Ο «οικείος τόπος» δεν νοείται παρά μόνον ως δραστήρια δημιουργία, ως η ενεργή, συλλογική, αλληλέγγυα οικείωση του τόπου όπου ζει κανείς κοινωνικοποιημένος. Όμως η έννοια του «οικείου τόπου» (Ηeimat) περιέχει και μιαν αμφισημία που δεν υπάρχει στην έννοια της πατρίδας (Vaterland). Γι' αυτόν τον λόγο, ήδη στους αδελφούς Γκριμ (Brüder Grimm) και στην εποχή τους, η έννοια του «οικείου τόπου» ερχόταν σε αντιπαράθεση με την έννοια της πατρίδας και σήμαινε όχι μόνον «το κομμάτι γης όπου γεννιέται κάποιος», αλλά και το κομμάτι γης στο οποίο «κατοικεί μόνιμα». Στην πραγματικότητα, για μια τέτοια αντίληψη περί «οικείου τόπου», ρεαλιστική, δυναμική και αποσκοπούσα στη συλλογική αλληλεγγύη, υπάρχουν στη γερμανική ιστορία και γραμματεία πολλά άκρως προοδευτικά, δημοκρατικά σημεία αναφοράς. Τα βρίσκουμε, λόγου χάρη, στον [δημοκρατικό δημοσιογράφο και συγγραφέα της εποχής της Βαϊμάρης] Κουρτ Τουχόλσκι (Kurt Tucholsky), στον [καταδιωγμένο από τους Ναζί ποιητή] Βάλτερ Μέρινγκ (Walter Mehring), στον Μπέρτολτ Μπρεχτ (Bertolt Brecht), στον φιλόσοφο ​​Έρνστ Μπλοχ (Ernst Bloch), ή ακόμη και στον [μεταπολεμικό ποιητή και τραγουδοποιό] Φραντς Γιόζεφ Ντέγκενχαρντ (Franz Josef Degenhardt). 
Η προβληματική περί μετανάστευσης και «οικείου τόπου» συνεπάγεται και κάτι άλλο: Όποιος δεν θέλει να φύγει, πρέπει και να έχει τη δυνατότητα να  μείνει. Ο αγώνας για παραμονή είναι αγώνας πολιτικός. Γιατί στην καπιταλιστική κοινωνία, όποιος που δεν έχει άλλη ιδιοκτησία και εξαρτάται αποκλειστικά και μόνον από τη μισθωτή του εργασία, αυτός είναι αναγκαστικά ανέστιος (heimatlos). Συχνά παραπέμπουν στον Καρλ Μαρξ και στον Φρίντριχ Ένγκελς για την περίφημη φράση τους από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο: «Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα (Vaterland)». Σπάνια όμως παρατίθεται η επόμενη φράση τους, η οποία, εκτός από την πολιτική - κανονιστική ανάγνωση του γραπτού τους, μας υποχρεώνει και σε μια κοινωνιολογική-περιγραφική ανάγνωση: «Δεν μπορείς να τους πάρεις αυτό που δεν έχουν» («Man kann ihnen nicht nehmen, was sie nicht haben»). Διότι στην ιστορία των ιδεών «ο οικείος τόπος» (Heimat) είναι συνδεδεμένος και με την ιδιοκτησία. Μόνον η ιδιοκτησία, η ιδιοκτησία μέσων παραγωγής που εξασφαλίζουν την επιβίωση, δημιουργεί ρίζες σε έναν τόπο. 
Γι αυτό τον λόγο, μια δυναμική αντίληψη του οικείου τόπου ως έννοιας του «γίγνεσθαι» και της οικείωσης, είναι εγγενώς ανθεκτική στη σημερινή πολιτική τάξη πραγμάτων και βρίσκεται σε αντίθεση με αυτήν. Διότι η καπιταλιστική αγορά και τα νεοφιλελεύθερα οικονομικά δόγματα αντιμετωπίζουν όλους τους ανθρώπους και το φυσικό περιβάλλον ως εμπορεύματα που εντάσσονται και προσαρμόζονται στην ανομοιογενή εξέλιξη του καπιταλισμού.
«Ο εργάτης του 2000» τραγουδούσε το 1977 ο ποιητής και τραγουδοποιός (Liedermacher) Φραντς Γιόζεφ Ντέγκενχαρντ (Franz Josef Degenhardt), «θα ζει πάλι νομαδικά· για μια καλή δουλειά θα ταξιδεύει μίλια». Ήταν μια πρώιμη διάγνωση αυτού που συμβαίνει τώρα. Όμως, ο άνθρωπος και το περιβάλλον είναι μεν εμπορεύματα, ωστόσο, όπως λέει ο Καρλ Πολάνυι (Karl Polanyi), είναι εμπορεύματα πλασματικά, μόνον κατά συνθήκην και όχι κατ΄ ουσίαν. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να μετατραπεί σε κατ΄ ουσίαν εμπόρευμα επειδή αισθάνεται και ζει μέσα στην κοινωνία· επειδή τον συνδέουν με τη ζωή οι φίλοι του, οι αγαπημένοι του άνθρωποι, οι άρρωστοι γονείς του, τα παιδιά του. Το περιβάλλον δεν μπορεί να μετατραπεί σε κατ΄ ουσίαν εμπόρευμα επειδή είναι πεπερασμένο.  
Κι άν μεν ο άνθρωπος ταξιδεύει μίλια για μια καλή δουλειά, και το κάνει με τη θέλησή του, ποιός έχει το δικαίωμα να τον εμποδίσει; Αλλά εάν, αντίθετα, το κάνει παρά την θέλησή του, εξαναγκασμένος από αίτια οικονομικά, τότε τι λέμε; 
Το δικαίωμα τού να μπορείς να μεταναστεύεις είναι εξίσου σημαντικό με το δικαίωμα τού να μπορείς να μένεις σε ένα μέρος μόνιμα και να το κάνεις τόπο δικό σου, τόπο οικείο (Heimat). Ή μήπως, αντίθετα, μπορεί να πεί κανείς ότι είναι λογικό και αποδεκτό να φεύγουν οι άνθρωποι από τον Νότο του πλανήτη, όπως φεύγουν κι εδώ από τις περιοχές της ενδοχώρας που ερημώνουν, από εκεί που δεν πάει πια ούτε λεωφορείο, από εκεί που δεν βρίσκεις πια γιατρό, από εκεί που δεν έχουν πια ούτε μια λέσχη νεολαίας, από εκεί που - όπως παντού στην «Δύση» - δυναμώνει η πιο ακραία Δεξιά, ακριβώς επειδή καλύπτει το κενό που απέμεινε;  
Μπορούμε να πούμε πώς είναι πολιτισμικό ιδεώδες το να φεύγουν οι νέοι άνθρωποι εξαιτίας της έλλειψης προοπτικών στην επαρχία και να συρρέουν στις πόλεις, για να ανταγωνίζονται εκεί με άλλους ανθρώπους που ζουν σε επισφαλείς καταστάσεις, για όλο και πιο ακριβές κατοικίες και για όλο και λιγότερες θέσεις μόνιμης απασχόλησης; Αποτελεί ιδεώδες το να εξαναγκάζονται σε διαρκή ευελιξία, να ζουν πάντα μια «ζωή στην αναβολή» (Γκέρσομ Σόλεμ - Gerschom Scholem), αναβάλλοντας ακόμη και το να πράττουν πολιτικά, το να συμπεριφέρονται ως πολίτες («αυτό θα το κάνω όταν θα εγκατασταθώ μόνιμα σε ένα μέρος»); Όσοι προσελκύονται από τις μεγάλες πόλεις, με τις ελευθερίες τους, με την ελεύθερη νοοτροπία τους και τις ατέλειωτες συγκινήσεις τους, αυτοί άς πάνε να μείνουν εκεί. Αλλά δεν πρέπει και οι υπόλοιποι - όσοι δεν το θέλουν αυτό, αλλά θέλουν να μείνουν στην επαρχία - να έχουν το δικαίωμα να συγκροτούν μια εθελοντική ομάδα πυροπροστασίας, μια ένωση για τα έθιμα, την μουσική και τους χορούς του τόπου τους (Heimatverein)  ή ακόμα και τον σκοπευτικό τους όμιλο; 
Για τους αντιδραστικούς και για την επικρατούσα οπτική γωνία «εκ των άνω», το ανέστιο αυτών που στερούνται ιδιοκτησίας ήταν πάντοτε ένα ζήτημα ήθους, νοοτροπίας. Όμως για την οπτική γωνία «εκ των κάτω», ο οικείος τόπος μπορεί να είναι κραυγή μάχης που να εκφράζει βούληση για τη δημιουργία ενός «Νέου Δικού μας Τόπου» («Neue Heimat»), όπως συνέβαινε στο σοσιαλιστικό μεταρρυθμιστικό κίνημα· τη βούληση να αλλάξει τον κόσμο γύρω μας, να τον εξοικειώνει πραγματικά και, μέσω της κοινωνικοποίησης και της συλλογικής ιδιοκτησίας, να βάλει ένα τέλος στο ανέστιο των πολλών.   
Ο Έρνστ Μπλοχ (Ernst Bloch) στο πιο σημαντικό έργο του «Η Αρχή της Ελπίδας» (Das Prinzip Hoffnung) γράφει: «Η ανθρωπότητα ως παγκόσμια κοινωνία σε σύμπραξη αρμονική με τη φύση, είναι η μετατροπή του κόσμου σε οικείο τόπο (Heimat)». Και δεν ταιριάζει η έννοια του δικού μας οικείου τόπου με την απαξίωση των οικείων τόπων άλλων ανθρώπων. Ισχύουν οι στίχοι που έγραψε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ το 1945 στον «Ύμνο των Παιδιών», πάνω στη μουσική του παλιού εθνικού ύμνου της Γερμανίας, αλλά διορθώνοντας το νόημά του
«Και [ακριβώς] επειδή κάνουμε καλύτερη αυτή τη χώρα / Την αγαπάμε και την προστατεύουμε / Και για μας, είναι η πιο αγαπητή / Όπως γι' άλλους οι δικές τους»
Το δικαίωμα να μη φύγεις και να μείνεις  στο Λάγος της Νιγηρίας – αλλά και στο Pasewalk, στο Pirmasens ή το Plettenberg της Γερμανίας…
Έτσι, ο αγώνας για μια προοδευτική αντίληψη για «τον δικό μας τόπο», ως έννοιας του γίγνεσθαι και της οικείωσης, καθώς και το δικαίωμα του να μένεις, εμπεριέχουν τεράστιο δυναμικό, χρήσιμο για μια κοινωνική και δημοκρατική πολιτική στα σημερινά πολιτικά πλαίσια, στα οποία οι παγκόσμιες μεταναστευτικές κινήσεις τροφοδοτούν την άνοδο ενός δεξιού αυταρχικού εθνικισμού. Γιατί το δικαίωμα να μπορούν να εξασφαλίζουν τα προς το ζην μέσω της γεωργίας ή μέσω άλλων μή επισφαλών τρόπων απασχόλησης στον πλανητικό Νότο, είναι δομικά παράλληλο με το δικαίωμα να ασχολούνται με την αμπελουργία και να εκλέγουν Βασίλισσα του Κρασιού (Weinkönigin)* στις γερμανικές επαρχίες που παράγουν σταφύλια. Και τα δύο δικαιώματα τρέφονται από τον ίδιο πόθο, να έχουμε έναν τόπο οικείο, έναν τόπο που είναι «το σπίτι μας»· και τα δύο είναι θεμελιωδώς ασύμβατα με την εξέλιξη της κοινωνίας που ωθείται και καθοδηγείται από την αγορά. Προϋποθέτουν την ρήξη με μια πολιτική που αφήνει τις δυνάμεις της αγοράς να ορίζουν κατ΄ αποκλειστικότητα αυτές τη μορφή του περιβάλλοντός μας και παραπέμπουν σε ενεργές διαρθρωτικές και βιομηχανικές πολιτικές του δημόσιου τομέα· και σε τελευταία ανάλυση μας λένε ότι υπάρχει ανάγκη για πολιτική ενεργού δημοκρατικού σχεδιασμού της εξέλιξης της κοινωνίας στην οποία ζούμε, ώστε ο «δικός μας τόπος» να γίνεται πραγματικότητα, ως οικείωση, γίγνεσθαι και πράττειν. 
Εκτός των άλλων, το αίτημα για το «δικαίωμα να μπορείς να μένεις κάπου μόνιμα», είναι πολύ πιθανόν να οδηγήσει στη γέννηση ενός νέου πολιτικού ζώου: Δεμένου με «τον δικό του οικείο τόπο» στην ενδοχώρα της Δύσης· έτσι θα γίνεται συμμέτοχος ενός αντι-νεοφιλελεύθερου εγχειρήματος και θα συνδέει τον αγώνα ενάντια στις αιτίες της διασυνορικής μετανάστευσης, δηλαδή της φυγής από τις χώρες του «εξωτερικού», με τον αγώνα ενάντια στις αιτίες της «εσωτερικής» μετανάστευσης, της φυγής ανθρώπων από επαρχιακές περιοχές της δικής του χώρας προς τα αστικά της κέντρα. Και οι δύο είναι μεταναστευτικές κινήσεις για τις οποίες είναι άσκοπο να συζητάμε, άν δεν μιλήσουμε και για την αιτία της φυγής, τον καπιταλισμό. 
 
* Στην οινοπαραγωγό περιοχή του Ρήνου-Μοζέλλα και γενικά στις 13 περιοχές της Γερμανίας που παράγουν κρασί με γεωγραφικές ή ποικιλιακές ονομασίες ανωτέρας ποιότητας, οι αμπελουργοί και οινοποιοί «στέφουν» κάθε χρόνο στις γιορτές του τρύγου «Βασίλισσες του Κρασιού» για την περιοχή τους. Από τις 13 τοπικές «Βασίλισσες», εκλέγεται κάθε Οκτώβριο στην Neustadt an der Weinstraße, πόλη της κατεξοχήν οινοπαραγωγού Ρηνανίας-Παλατινάτου, η «Γερμανίδα Βασίλισσα του Κρασιού», η οποία εκπροσωπεί διεθνώς την οινοπαραγωγή της χώρας της. Οι υποψήφιες «Βασίλισσες» πρέπει να είναι κόρες αμπελουργών και πρέπει να αποδείξουν με μια δημόσια ομιλία τις (θεωρητικές-οινολογικές, αλλά κυρίως πρακτικές) γνώσεις τους για την αμπελουργία και οινοποιία, τις ικανότητες να προωθούν στην κατανάλωση τα προϊόντα κρασί και σταφύλια, αλλά και τις ικανότητές τους στο χορό (συνήθως βαλς) και σε ξένες γλώσσες. Οι κριτές λαμβάνουν φυσικά υπόψη και την ομορφιά των υποψηφίων· προσόν θεωρείται και μια σωματική διάπλαση που να είναι συμβατή με την (όχι εύκολη) δουλειά του αμπελουργού. Οι υποψήφιες στη διαδικασία κρίσης φορούσαν παραδοσιακές φορεσιές (dirndl), έθιμο που έχει εν τω μεταξύ ατονήσει.
Τις τελευταίες δεκαετίες, το στέμμα της «Βασίλισσας του Κρασιού» βοήθησε αρκετές από αυτές στην επαγγελματική σταδιοδρομία τους ως στελέχη στους τομείς της οινοποιίας και της γαστρονομίας ή και στην δημιουργία σχετικών επιχειρήσεων, αλλά και στη μεταπήδηση στην πολιτική, όπως π.χ. την σημερινή Ομοσπονδιακή Υπουργό Διατροφής και Γεωργίας Julia Klöckner, η οποία είχε στεφθεί «Γερμανίδα Βασίλισσα του Κρασιού» για την περίοδο 1995/1996.
Ο Ingar Solty (1979) σπούδασε κοινωνιολογία και πολιτικές επιστήμες στο Toronto (Οντάριο, Καναδάς) και εργάστηκε ως διδάσκων και ερευνητής στο εκεί Πανεπιστήμιο York, το μεγαλύτερο σε φοιτητικό δυναμικό του Καναδά. Ερευνητικά πεδία: Διεθνής Πολιτική Οικονομία, Πολιτική Κοινωνιολογία. Πολιτική Αισθητική. Σήμερα ασχολείται επίσης με την πολιτική δημοσιογραφία, εκτός των άλλων ως συντάκτης στο περιοδικό Das Argument, είναι συνεργάτης του Ινστιτούτου για την Κριτική Θεωρία (Βερολίνο) και από το 2016 του Ινστιτούτου Κοινωνικής Ανάλυσης του Ιδρύματος Rosa Luxemburg.

Γερμανία: Πολιτικός αναβρασμός και ζύμωση. O «Μεγάλος Συνασπισμός» CDU-CSU-SPD ως πολιτικό απολίθωμα
Η αγγλόφωνη ποίηση του τέλους του 18ου αιώνα και των αρχών του 19ου, για τον πρώιμο καπιταλισμό και τις επιπτώσεις του στον βιόκοσμο της ενδοχώρας:
 
Oliver Goldsmith The Deserted Village (1770)
 
Sweet smiling village, loveliest of the lawn,
Thy sports are fled, and all thy charms withdrawn;
Amidst thy bowers the tyrant's hand is seen,
And Desolation saddens all thy green:
One only master grasps the whole domain,
And half a tillage stints thy smiling plain.
No more thy glassy brook reflects the day,
But, choked with sedges, works its weedy way;
Along thy glades, a solitary guest,
The hollow-sounding bittern guards its nest;
Amidst thy desert walks the lapwing flies,
And tires their echoes with unvaried cries:
Sunk are thy bowers in shapeless ruin all,
And the long grass o'ertops the mouldering wall
And, trembling, shrinking from the spoiler's hand,
Far, far away thy children leave the land.

Ill fares the land, to hastening ills a prey, 

Where wealth accumulates, and men decay.
Princes and lords may flourish, or may fade;
A breath can make them, as a breath has made:
But a bold peasantry, their country's pride,
When once destroy'd, can never be supplied.

  
(Oliver Goldsmith,  The Deserted Village, 1770
 
Φρειδερίκος Σίλλερ και Ουίλλιαμ Ουέρντσγουερθ: Η ιστορία ως καταστροφή και η ποιητική της επανόρθωσης (στον ιστοχώρο Γκρίζες θεωρίες, Έγχρωμη ζωή)
 
Jamison Kantor: What Reading Wordsworth Teaches Us About Poverty (Brooklyn Quarterly)
  
Shuting Sun: Wordsworth against the Capitalist Ideology of Labor in “The Last of the Flock” and “Simon Lee”
Ρουμανία 1988, λίγο πριν την πτώση του καθεστώτος Τσαουσέσκου: Μια επίθεση της «προόδου» κατά του «οπισθοδρομικού» κόσμου του χωριού. 
Σκηνές από το ίδιο έργο - στον αλήστου μνήμης «σοσιαλισμό»

[...] Η μεγάλη αγροτική εκμετάλλευση του δυτικού κόσμου προωθεί ψυχρά, αργά και μεθοδικά την καταστροφή της μικρής οικιακής και οικογενειακής παραγωγής. Δεν έχουμε καταλήξει πώς ν’ αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα και η γυναίκα της ουγγρικής μειονότητας που ζει στην Τρανσυλβανία (Siebenburgen), φορά στο κεφάλι της μαντήλα, καλλιεργεί στον κήπο της τομάτες και ασχολείται με το κέντημα, δεν μας συγκινεί καθόλου. Την αναγκάζουν τώρα να ζήσει σε μια πολυώροφη πολυκατοικία και προφανώς θα καταλήξει να γίνει εργάτρια ενός αγρο-βιομηχανικού συγκροτήματος.
Σίγουρα  δεν πιστεύουμε, ακόμη κι εμείς, ότι κατά κάποιο τρόπο ο εξαναγκασμός αυτός είναι βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, αν και με λανθασμένα μέσα; Είναι άραγε το δυάρι (χωρίς μπάνιο και ζεστό νερό) και το υπαλληλικό ωράριο εργασίας η αρχή της μελλοντικής ελευθερίας; Είναι η βίαιη απόσπαση από τη γη και η συγκέντρωση στα αστικά κέντρα (η οποία σ' όλο τον κόσμο συνδέεται με πείνα και με εξαθλίωση), μια κατάσταση που τελικά την αποδεχόμαστε, επειδή πιστεύουμε ότι η πολεοδομική αναρχία των slums και τα θλιβερά «σοσιαλιστικά» προάστεια προσφέρουν περισσότερες προοπτικές για το μέλλον από το «καθυστερημένο» χωριό; [...]
 
Gisela Αnna Erler: «Fortschritt, Frauen und Europa. Oder, wie halten wir es mit der rumanischen Barbarei»? («Η πρόοδος, οι γυναίκες και η Ευρώπη. Ποια η γνώμη μας για τη βαρβαρότητα στη Ρουμανία»;) Περιοδικό Kommune, τεύχος 8/1988, Φραγκφούρτη, Αύγουστος 1988

Την εποχή εκείνη, με την απόπειρα του τότε ρουμανικού καθεστώτος για βίαιη μεταστέγαση των αγροτών και άλλων επαρχιωτών στις πόλεις και δημιουργία «αγρο-βιομηχανικών συγκροτημάτων», η Erler απευθυνόταν σ' αυτούς που συνήθως αποκαλούνται προοδευτική κοινή γνώμη, αλλά και πιο ειδικά προς το φεμινιστικό κίνημα. Απεθυνόταν σε όλους εκείνους που θεωρούσαν - και θεωρούν - την παραδοσιακή δομή της αγροτικής κοινωνίας συνώνυμη με το συντηρητισμό και την καταπίεση των γυναικών, ενώ βλέπουν τον εκσυγχρονισμό που φέρνει η βιομηχανική κοινωνία ως ένα αποφασιστικό βήμα προς την χειραφέτηση, ειδικά των γυναικών, αλλά και την κοινωνική χειραφέτηση ανεξαρτήτως φύλου.
Αυτός ο τρόπος σκέψης ασκούσε ανέκαθεν μεγάλη επιρροή σε σοσιαλιστές, σε κομμουνιστές αλλά επίσης σε φιλελεύθερους και συντηρητικούς αστούς. Η ζωή της πόλης, το εργοστάσιο, η μεγάλη επιχείρηση, η πολυκατοικία ή το αστικό προάστειο, θεωρούνται ακόμη και σήμερα πρόοδος σε σχέση με το χωριό, την μικρή αγροτική εκμετάλλευση, τη ζωή του μικροεπαγγελματία - και όχι μόνον στη Ρουμανία βέβαια. Η αντίσταση των προβιομηχανικών κοινωνιών στην επέλαση του βιομηχανικού και μεταβιομηχανικού κόσμου θεωρήθηκε - και σε μεγάλο βαθμό θεωρείται ακόμη - εκδήλωση συντηρητισμού, αν όχι οπισθοδρομικότητας. Μια κοινωνία που θα αποτελείται αποκλειστικά και μόνον από εργατοϋπαλλήλους μισθωτούς με εξαρτημένη εργασία, συν μία νομενκλατούρα διευθυντικών στελεχών και γραφειοκρατών του ιδιωτικού ή του κρατικού κεφαλαίου, συν το τυχερό 1 % των «παρόντων» ή «απόντων» ιδιοκτητών του (absentee owners), συν ελάχιστους γεωργούς - «επιχειρηματίες» που κατέχουν ή νοικιάζουν και καλλιεργούν μεγάλες εκτάσεις, όπου δεν έχει ήδη γίνει η μόνη πραγματικότητα, δεν είναι ακόμη και σήμερα, το όνειρο των πολλών για το μέλλον της κοινωνίας, ασχέτως αν δηλώνουν φιλελεύθεροι ή μαρξιστές;
Από τη μία πλευρά, το σχέδιο των αγρο-βιομηχανικών συγκροτημάτων στη «σοσιαλιστική» Ρουμανία ήταν συνέχεια του σταλινισμού της δεκαετίας του 1930, με την βίαιη κολεκτιβοποίηση, την υποταγή της γεωργίας στη μεγάλη κρατική-εμπορευματική παραγωγή και την υφαρπαγή πόρων από την πρωτογενή οικονομία της αυτοτροφοδοσίας και του μικρεμπορίου, προκειμένου να ενισχυθεί ο δευτερογενής τομέας της παραγωγής. Υπήρξαν όμως και οι νεότερες, ακόμη πιο ριζικές και καταστροφικές για τους ανθρώπους, ασιατικές εκδοχές αυτής της «σοσιαλιστικής κοινωνικής μηχανικής», μαοϊκού ή καμποτζιανού τύπου.
Από την άλλη πλευρά, η απόπειρα να απομακρυνθούν ή να διευθετηθούν με βίαιο τρόπο «κατάλοιπα της Ιστορίας», όπως οι μειονότητες ουγγρικής και γερμανικής εθνοτικής καταγωγής στη Ρουμανία, φιλοδοξούσε να συνεχίσει τη μακρά ιστορία διοικητικών μετακινήσεων πληθυσμών ή και ολόκληρων «προβληματικών» εθνοτήτων μέσα στη Σοβιετική Ένωση (Τάταροι, Γερμανοί του Βόλγα, Τσετσένοι και πολλοί άλλοι). Τα νομιμοποιητικά επιχειρήματα και οι ιδεολογικές υποστηρίξεις δεν έλειπαν. Μερικές προέρχονταν από τον ίδιο τον Κάρολο Μαρξ και από τον Φρειδερίκο Ένγκελς, οι οποίοι συνεχίζοντας το εγελιανό μοτίβο της διάκρισης μεταξύ ιστορικών και μη ιστορικών εθνών, ανέπτυξαν μια αποσπασματική σειρά ιδεών για το θέμα του έθνους, που αποδείχθηκε εντελώς λανθασμένη: Υπέθεσαν ότι υπάρχουν από τη μία πλευρά έθνη και λαοί που έχουν όλο το μέλλον μπροστά τους, σε αντίθεση με μια ολόκληρη σειρά «λαών - καταλοίπων του παρελθόντος» ή και «εθνών - απορριμμάτων της ιστορίας», κυρίως στην Κεντρική, Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη, που δεν είναι βιώσιμα και προορίζονται να ενσωματωθούν στα λεγόμενα ιστορικά έθνη, χωρίς ν’ αφήσουν ίχνη πίσω τους [Βλ. Αντώνης Λιάκος, Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, Πόλις, 2005, Michael Loevy, Το εθνικό ζήτημα, Στάχυ, 1993, και βέβαια το μνημειώδες έργο του Αυστρομαρξιστή Otto Bauer, Die Nationalitätenfrage und die Sozialdemokratie (Το Ζήτημα των Εθνοτήτων και η Σοσιαλδημοκρατία), 1907].
Μαζί με την πτώση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης το 1989 ήλθε και το τέλος του δικτάτορα στο Βουκουρέστι. Έτσι αυτή η ριζική, προγραμματισμένη αλλαγή στην Τρανσυλβανία δεν προχώρησε.
Ίσως όμως, εκεί όπως και αλλού, τα πράγματα βαδίζουν σταθερά προς την ίδια κατεύθυνση, με τρόπο πιο αργό και αδιόρατο, χωρίς τον ωμό καταναγκασμό της εξουσίας και με ελεύθερο τον καθένα, άν θέλει, να διατυπώνει - συνήθως χωρίς αποτέλεσμα - την αντίθεσή του. Ίσως πρέπει να επιστρέψει κανείς στα λεγόμενα της Gisela Anna Erler, ν’ αναλογισθεί μήπως ακόμη και πίσω από την ακραία καταπιεστική ιδιομορφία του δικτάτορα ή τις ακραίες εκδηλώσεις ενός συστήματος εξουσίας που ανήκει πια στην δικαιοδοσία των ιστορικών, κρύβεται η ευρύτερη, η πλανητικών διαστάσεων και διαρκώς ενεργή δυναμική των πραγμάτων και η λογική που νομιμοποιεί τη ριζική επέμβαση του οικονομικού και του διοικητικού-γραφειοκρατικού συστήματος εν γένει στον βιοτικό κόσμο των ανθρώπων και στη φύση.
Μήπως η ψευδής συνείδηση του «προοδευτικού», όπως εύστοχα την περιγράφει η Erler, είναι κι αυτή μια εύστοχη ερμηνεία για τη βραδυπορία μας να κατανοήσουμε τα αδιέξοδα που φέρνει αυτός ο αποικισμός φύσης και βιοτικού κόσμου από την αγορά και την κρατική ή την παγκόσμια πολιτική μέσω του χρήματος και της εξουσίας; Μήπως, και για τον λόγο αυτό, η δυσφορία που γεννιέται από τα αδιέξοδα, αντί να γίνεται κίνητρο για αναστοχασμό και αξιολόγηση της εμπειρίας με λογικά και ηθικά κριτήρια, τροφοδοτεί συνήθως τη μοιρολατρεία ή ανορθολογικές αντιδράσεις φυγής από την πραγματικότητα, όπως συμβαίνει τώρα με την αυτοκαταστροφική παράδοση του πολίτη στους δεξιούς λαϊκιστές δημαγωγούς; 
  
(βλ. και Γιώργος Β. Ριτζούλης, «Λάθη της ιστορίας και “ανωμαλίες της γης”», στην Ευώνυμο Οικολογική Βιβλιοθήκη, καθώς και στο περιοδικό Νέα Οικολογία, τ. 48, Οκτώβριος 1988)
https://aftercrisisblog.blogspot.com/2019/08/blog-post_11.html
Eva Konzett, Fotos Mihai Stoica: Στην Τρανσυλβανία, με τους τελευταίους αληθινούς αγρότες στην Ευρώπη (ελληνική μετάφραση στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση - το πρωτότυπο In Siebenbürgen leben die letzten echten Bauern Europas - «Οι τελευταίοι αληθινοί αγρότες της Ευρώπης ζουν στην Τρανσυλβανία», Frankfurter Allgemeine Zeitung, 18.5.2018)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις 2013 - 2022

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται
Χρίστος Αλεξόπουλος: Κλιματική κρίση και κοινωνική συνοχή

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:
Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:<br>Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι
Πως η αγάπη επουλώνει τη φθορά του κόσμου

Danilo Kiš:

Danilo Kiš:
Συμβουλές σε νεαρούς συγγραφείς, και όχι μόνον

Predrag Matvejević:

Predrag Matvejević:
Ο Ρωσο-Κροάτης ανιχνευτής και λάτρης του Μεσογειακού κόσμου

Azra Nuhefendić

Azra Nuhefendić
Η δημοσιογράφος με τις πολλές διεθνείς διακρίσεις, γράφει για την οριακή, γειτονική Ευρώπη

Μάης του '36, Τάσος Τούσης

Μάης του '36, Τάσος Τούσης
Ο σκληρός Μεσοπόλεμος: η εποχή δοσμένη μέσα από τη ζωή ενός ανθρώπου - συμβόλου

Ετικέτες

«Γενιά του '30» «Μακεδονικό» 1968 1989 αειφορία Ανδρέας Παπανδρέου αντιπροσωπευτική δημοκρατία Αριστοτέλης Αρχιτεκτονική Αυστρομαρξισμός Βαλκανική Βαρουφάκης βιοποικιλότητα Βρετανία Γαλλία Γερμανία Γκράμσι Διακινδύνευση Έθνος και ΕΕ Εκπαίδευση Ελεφάντης Ενέργεια Επισφάλεια ηγεμονία ΗΠΑ Ήπειρος Θ. Αγγελόπουλος Θεοδωράκης Θεσσαλονίκη Θεωρία Συστημάτων Ιβάν Κράστεφ ιστορία Ιταλία Καντ Καρλ Σμιτ Καταναλωτισμός Κεντρική Ευρώπη Κέϋνς Κίνα Κλιματική αλλαγή Κοινοτισμός κοινωνική ανισότητα Κορνήλιος Καστοριάδης Κοσμάς Ψυχοπαίδης Κράτος Πρόνοιας Κώστας Καραμανλής Λιάκος Α. Λογοτεχνία Μάνεσης Μάξ Βέμπερ Μάρξ Μαρωνίτης Μέλισσες Μέσα «κοινωνικής» δικτύωσης Μέσα Ενημέρωσης Μεσόγειος Μεταπολίτευση Μιχ. Παπαγιαννάκης Μουσική Μπερλινγκουέρ Νεοφιλελευθερισμός Νίκος Πουλαντζάς Νίτσε Ο τόπος Οικολογία Ουκρανία Π. Κονδύλης Παγκοσμιοποίηση Παιδεία Πράσινοι Ρήγας Ρίτσος Ρωσία Σεφέρης Σημίτης Σολωμός Σοσιαλδημοκρατία Σχολή Φραγκφούρτης Ταρκόφσκι Τουρκία Τραμπ Τροβαδούροι Τσακαλώτος Τσίπρας Φιλελευθερισμός Φιλοσοφία Χαλκιδική Χέγκελ Χριστιανισμός Acemoglu/Robinson Adorno Albrecht von Lucke André Gorz Axel Honneth Azra Nuhefendić Balibar Brexit Carl Schmitt Chomsky Christopher Lasch Claus Offe Colin Crouch Elmar Altvater Ernst Bloch Ernst-W. Böckenförde Franklin Roosevelt Habermas Hannah Arendt Heidegger Jan-Werner Müller Jeremy Corbyn Laclau Le Corbusier Louis Althusser Marc Mazower Matvejević Michel Foucault Miroslav Krleža Mudde Otto Bauer PRAXIS International Ruskin Sandel Michael Strauss Leo Streeck T. S. Eliot Timothy Snyder Tolkien Ulrich Beck Wallerstein Walter Benjamin Wolfgang Münchau Zygmunt Bauman

Song for the Unification (Zbigniew Preisner -
Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube

Song for the Unification (Zbigniew Preisner - <br>Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube
Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων,
ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον...
Ἡ ἀγάπη ...πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει...
Νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα·
μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη (προς Κορινθ. Α΄ 13)

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»
«Είμαι βραχυπρόθεσμα απαισιόδοξος αλλά μακροπρόθεσμα αισιόδοξος»

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας
«Χριστούγεννα με τον Κοκκινολαίμη – Το Αηδόνι του Χειμώνα»

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι