© Blätter für deutsche und internationale Politik (τ. 12/2018)- Jürgen Habermas: Wo bleibt die proeuropäische Linke?, Δεκ. 2018
Το κείμενο αυτό είναι η ομιλία του Jürgen Habermas στη διάσκεψη «Νέες Προοπτικές για την Ευρώπη»
(«Neue Perspektiven für Europa»), που διοργάνωσε το Κολλέγιο Επιστημών
του Ανθρώπου του Πανεπιστημίου Γκαίτε της Φρανκφούρτης στην πόλη Μπαντ
Χόμπουργκ, την 21η Σεπτεμβρίου 2018. Μια
περίληψη της ομιλίας αυτής μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον καθηγητή
Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Θεόδωρο
Γεωργίου και είχε δημοσιευτεί στην Εφημερίδα των Συντακτών υπό τον τίτλο «Διάγνωση της πολιτικής κατάστασης στην Ευρώπη σήμερα» (29.10.2018).
Ως προς τα προαπαιτούμενα για μια βιώσιμη ενωμένη Ευρώπη, οι θεωρητικά φιλοευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις είναι στην πράξη «εσωτερικά διχασμένες», λέει ο Χάμπερμας. Διχασμένη είναι και η ευρύτερη ευρωπαϊκή Αριστερά, με την εξαίρεση των Πρασίνων. Ειδικότερα «οι Σοσιαλδημοκράτες δεν έχουν πια το θάρρος να βάλουν ως στόχο και να κάνουν πρόγραμμά τους την εξημέρωση του καπιταλισμού σε εκείνο ακριβώς το επίπεδο, στο οποίο οι απορυθμισμένες αγορές λειτουργούν εκτός ελέγχου», δηλαδή το διακρατικό, το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο.
Ως προς τα προαπαιτούμενα για μια βιώσιμη ενωμένη Ευρώπη, οι θεωρητικά φιλοευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις είναι στην πράξη «εσωτερικά διχασμένες», λέει ο Χάμπερμας. Διχασμένη είναι και η ευρύτερη ευρωπαϊκή Αριστερά, με την εξαίρεση των Πρασίνων. Ειδικότερα «οι Σοσιαλδημοκράτες δεν έχουν πια το θάρρος να βάλουν ως στόχο και να κάνουν πρόγραμμά τους την εξημέρωση του καπιταλισμού σε εκείνο ακριβώς το επίπεδο, στο οποίο οι απορυθμισμένες αγορές λειτουργούν εκτός ελέγχου», δηλαδή το διακρατικό, το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο.
Το θέμα για το οποίο προσκλήθηκα να μιλήσω είναι οι «Νέες προοπτικές για την Ευρώπη». Αλλά δεν έχω να πώ νέα και η κατάσταση αποσύνθεσης, στην οποία βρίσκεται σήμερα, στην εποχή του Τραμπ, ακόμη και ο πυρήνας της Ευρώπης, με κάνει να έχω για πρώτη φορά σοβαρές αμφιβολίες για το βάσιμο των παλιών προοπτικών, που μέχρι τώρα, διαρκώς και αταλάντευτα, επαναλάμβανα ότι ανοίγονται μπροστά μας.
Είναι σίγουρα σωστό ότι η κοινή γνώμη έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί τους κινδύνους που απορρέουν από μια σημαντική αλλαγή στην παγκόσμια κατάσταση. Επίσης, οι κίνδυνοι αυτοί αλλάζουν τον τρόπο που βλέπουμε την Ευρώπη και στρέφουν την προσοχή, ακόμη και του του ευρύτερου κοινού, προς το παγκόσμιο πλαίσιο, μέσα στο οποίο οι χώρες της Ευρώπης αισθανόταν μέχρι στιγμής ότι είναι ενσωματωμένες, χωρίς το θέμα αυτό να τους προβληματίζει ιδιαίτερα. Στις δημόσιες σφαίρες των επιμέρους εθνικών κρατών της Ευρώπης, οι νέες προκλήσεις θεωρούνται τώρα ως προκλήσεις ενός είδους που επηρεάζει όλα τα εθνικά κράτη μας με τον ίδιο τρόπο και συνακόλουθα είναι καλύτερο να τις αντιμετωπίσουμε από κοινού. Αυτό ενισχύει την ασαφή επιθυμία για μια Ευρώπη ικανή να ασκεί πολιτική.
Είναι σίγουρα σωστό ότι η κοινή γνώμη έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί τους κινδύνους που απορρέουν από μια σημαντική αλλαγή στην παγκόσμια κατάσταση. Επίσης, οι κίνδυνοι αυτοί αλλάζουν τον τρόπο που βλέπουμε την Ευρώπη και στρέφουν την προσοχή, ακόμη και του του ευρύτερου κοινού, προς το παγκόσμιο πλαίσιο, μέσα στο οποίο οι χώρες της Ευρώπης αισθανόταν μέχρι στιγμής ότι είναι ενσωματωμένες, χωρίς το θέμα αυτό να τους προβληματίζει ιδιαίτερα. Στις δημόσιες σφαίρες των επιμέρους εθνικών κρατών της Ευρώπης, οι νέες προκλήσεις θεωρούνται τώρα ως προκλήσεις ενός είδους που επηρεάζει όλα τα εθνικά κράτη μας με τον ίδιο τρόπο και συνακόλουθα είναι καλύτερο να τις αντιμετωπίσουμε από κοινού. Αυτό ενισχύει την ασαφή επιθυμία για μια Ευρώπη ικανή να ασκεί πολιτική.
Έτσι, σήμερα επικαλούνται πιο έντονα από πριν, προπαντός οι φιλελεύθερες πολιτικές ελίτ, την πρόοδο της ευρωπαϊκής συνεργασίας, και ειδικά σε τρία σημεία. Με τη φράση-κλειδί «ευρωπαϊκή κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική», απαιτούν την ενίσχυση της ικανότητας για να γίνει η Ευρώπη αυτεξούσια στον στρατιωτικό τομέα, πράγμα που θα της επιτρέψει να «ξεφύγει από τη σκιά των ΗΠΑ». Ζητούν επίσης την ισχυρή προστασία των ευρωπαϊκών εξωτερικών συνόρων, αλλά και τη δημιουργία αμφιλεγόμενων κέντρων υποδοχής προσφύγων και μεταναστών στη Βόρεια Αφρική· τέλος, με τη φράση-κλειδί «ελεύθερο εμπόριο», επιδιώκουν στις διαπραγματεύσεις με τη Βρετανία για την Brexit μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για το εξωτερικό εμπόριο, καθώς και την υπεράσπιση του υπάρχοντος παγκόσμιου εμπορικού καθεστώτος στις διαπραγματεύσεις με τον Ντόναλντ Τραμπ. Απομένει να δούμε εάν αυτές οι διαπραγματεύσεις, τις οποίες χειρίζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα έχουν επιτυχή έκβαση· και σε περίπτωση αποτυχίας, απομένει να δούμε εάν η κοινή στάση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων θα καταρρεύσει ή όχι.
Αυτή είναι η μία πλευρά, η ενθαρρυντική. Από την άλλη πλευρά, ο εγωισμός των επιμέρους εθνικών κρατών εξακολουθεί επίμονα, εάν δεν έχει ενισχυθεί ακόμη περισσότερο, εξαιτίας του εσφαλμένου τρόπου με τον οποίο λαμβάνεται υπόψη και αντιμετωπίζεται η «Διεθνής» του διογκούμενου δεξιού λαϊκισμού.
Στην διστακτική εξέλιξη των διαπραγματεύσεων για την ευρωπαϊκή κοινή αμυντική πολιτική και για μια κοινή πολιτική ασύλου, που αποτυγχάνει ξανά και ξανά στο ζήτημα της διανομής, παρατηρούμε ότι οι κυβερνήσεις, αντιδρώντας με σχεδόν αυτόματα αντανακλαστικά, δίνουν προτεραιότητα στα βραχυπρόθεσμα εθνικά τους συμφέροντα. Και όσο πιο πολύ εκτίθεται μια κυβέρνηση στο εσωτερικό της χώρας της στην έλξη του δεξιού λαϊκισμού - στην έλξη μάλλον, παρά στην πίεση - τόσο περισσότερο πράττει με αυτόν τον τρόπο. Σε ορισμένες χώρες δεν υπάρχει τώρα πια ούτε καν η ένταση και αντιφατικότητα μεταξύ κενών περιεχομένου φιλοευρωπαϊκών ομολογιών αφενός, και κοντόφθαλμης, μη συνεργάσιμης δράσης αφετέρου. Στην Ουγγαρία, στην Πολωνία και στην Τσεχική Δημοκρατία, τώρα και στην Ιταλία, πιθανώς σύντομα και στην Αυστρία, αυτή η ένταση και αντιφατικότητα έχει διαλυθεί, έπαυσε να υπάρχει, προς όφελος ενός ανοιχτά αντιευρωπαϊκού εθνικισμού.
Αυτό εγείρει δύο ερωτήματα: Ποιές αιτίες επέτρεψαν να γίνει τόσο οξεία η αντίφαση ανάμεσα σ' αυτές τις παραμένουσες φιλοευρωπαϊκές ρητορικές μεγαλοστομίες αφενός και στην έμπρακτη παρεμπόδιση των απαραίτητων βημάτων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αφετέρου, στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας; Και γιατί η ευρωπαϊκή νομισματική κοινότητα μπορεί ακόμη να κρατιέται ενωμένη, μολονότι σε όλες τις χώρες η αντίσταση των δεξιών λαϊκιστών «κατά των Βρυξελλών» ενισχύεται, και στην Ιταλία, χώρα στην καρδιά της Ευρώπης, δηλαδή σε ένα από τα έξι ιδρυτικά κράτη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, έχει οδηγήσει έως και σε μια κυβερνητική συμμαχία με αντιευρωπαϊκό πρόγραμμα, αποτελούμενη από δεξιούς και αριστερούς λαϊκιστές;
Αντικρουόμενες ερμηνείες της κρίσης στις δημόσιες σφαίρες των επιμέρους εθνικών κρατών
Το σύνθετο θέμα της μετανάστευσης και του ασύλου, το οποίο από τον Σεπτέμβριο του 2015 κυριαρχεί στα μέσα ενημέρωσης στη Γερμανία και μονοπωλεί την προσοχή του κοινού με τρόπο αποκλειστικό, μάς υποβάλλει μια πρώτη, γρήγορη απάντηση στο ερώτημα, ποιά είναι η καθοριστική αιτία των ολοένα και πιο ευρωσκεπτικιστικών αμυντικών αντανακλαστικών. Στη Γερμανία, αυτό τυγχάνει να συμβαίνει υπό τις συνθήκες ενός εθνικού κράτους επανενωμένου με τρόπο ασύμμετρο. Αλλά εάν βάλουμε στο οπτικό μας πεδίο την Ευρώπη ως όλον, και ειδικότερα τη ζώνη του ευρώ, η αυξανόμενη μετανάστευση δεν μπορεί να θεωρηθεί ο κύριος λόγος που εξηγεί τη διόγκωση του δεξιού λαϊκισμού. Διότι σε άλλες χώρες, η µεταστροφή των απόψεων έχει συμβεί πολύ ενωρίτερα, και μάλιστα εξελίχτηκε στον απόηχο της αμφιλεγόμενης πολιτικής με την οποία αντιμετωπίστηκε η χρηματοπιστωτική κρίση μετά το 2008, αλλά και η επακόλουθη κρίση του δημόσιου χρέους μετά το 2010, την οποία πυροδότησε η χρηματοπιστωτική κρίση.
Ως γνωστόν, ακόμη και στην ίδια τη Γερμανία, το κόμμα της Εναλλακτικής (AfD) ιδρύθηκε από μια ομάδα αποτελούμενη από οικονομολόγους και ηγετικά στελέχη επιχειρήσεων περί τον καθηγητή οικονομικής επιστήμης Μπερντ Λούκε (Bernd Lücke), δηλαδή από ανθρώπους που φοβούνταν την εμπλοκή της ισχυρής στο εξαγωγικό εμπόριο και ευημερούσας Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο δίχτυ των δεσμών μιας «ένωσης χρέους» («Schuldenunion») και πήραν την πρωτοβουλία να ξεκινήσουν μιαν ευρείας κλίμακας δραστική πολεμική εναντίον του κινδύνου να κοινοτικοποιηθεί το δημόσιο χρέος των επιμέρους χωρών-μελών της ΕΕ. Πρόσφατα, η δέκατη επέτειος από την κατάρρευση της Lehman Brothers, μας υπενθύμισε τη διαμάχη για τα αίτια της κρίσης - ήταν κατά κύριο λόγο αποτυχία της αγοράς ή αποτυχία του κράτους ; - και την διαμάχη για την πολιτική της εξαναγκαστικής εσωτερικής υποτίμησης. Αυτή η διαμάχη, η οποία λαμβάνει χώρα και στην ακαδημαϊκή σφαίρα, σε άλλες χώρες της ευρωζώνης διεξάγεται με τρόπο που επιδρά ευρέως στη δημόσια σφαίρα [εννοεί π.χ. τη Γαλλία, με τις θέσεις του Πικετί κτλ], ενώ αντίθετα, εδώ στη Γερμανία εξακολουθεί να υποβαθμίζεται από την κυβέρνηση και από τον Τύπο.
Οι επικριτικές φωνές που επικρατούν διεθνώς στο πλαίσιο της οικονομικής ειδικότητας - δηλαδή η σημερινή επικρατούσα τάση στις αγγλοσαξονικές χώρες ενάντια στις πολιτικές της λιτότητας που προωθούν ο Σόιμπλε και η Μέρκελ - πολύ λίγο λαμβάνονται υπόψη και εκτιμώνται στα οικονομικά τμήματα των συντακτικών επιτροπών των κορυφαίων μέσων ενημέρωσης· εξίσου παραβλέπονται στα πολιτικά τους τμήματα, οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές βλάβες που προκάλεσε αυτή η πολιτική σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, αλλά σε καμμιά περίπτωση αποκλειστικά και μόνον σ΄ αυτές. Σε ορισμένες ευρωπαϊκές περιφέρειες, το ποσοστό ανεργίας εξακολουθεί να είναι κοντά στο 20 %, με την ανεργία των νέων σε σχεδόν διπλάσιο επίπεδο. Όποιος σήμερα εδώ στη Γερμανία ανησυχεί για τη σταθερότητα της δημοκρατίας, πρέπει να μή ξεχνά και αυτές τις μοιραίες συνέπειες στις χώρες που εντάχθηκαν στα λεγόμενα «προγράμματα».
Το γεγονός ότι στο ημιτελές οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ένα πρόγραμμα εξυγίανσης, που παρενέβαινε τόσο βαθειά μέσα στον κοινωνικό ιστό του ενός ή του άλλου εθνικού κράτους, δεν είχε ούτε καν επαρκή δημοκρατική νομιμοποίηση (και σε κάθε περίπτωση δεν εναρμονίζεται με τα συνήθη δημοκρατικά μας πρότυπα), αποτελεί σκάνδαλο. Και αυτό το αγκάθι μένει ακόμη και σήμερα καρφωμένο μέσα στη σάρκα και στη συνείδηση των ευρωπαϊκών λαών.
Δεδομένου ότι οι δημόσιες σφαίρες των επιμέρους εθνικών κρατών - μελών εξακολουθούν να είναι σε μεγάλο βαθμό αμοιβαία απομονωμένες και δεν είναι ακόμη ανοιχτές η μία στην άλλη, στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας έχουν επικρατήσει στις διάφορες χώρες της ευρωζώνης αφηγήματα για την κρίση που συγκρούονται μεταξύ τους. Μέχρι σήμερα, αυτά τα αντιτιθέμενα αφηγήματα δηλητηριάζουν το κλίμα στη ζώνη του ευρώ, επειδή καθένα από αυτά εστιάζει την προσοχή στις μοιραίες συνέπειες αποκλειστικά και μόνον για το δικό του εθνικό κράτος. Έτσι παρεμποδίζουν την αμοιβαιότητα, δηλαδή το να μπορεί να βλέπει κάθε εθνική δημόσια σφαίρα και υπό την οπτική γωνία των άλλων, πράγμα που είναι εντελώς απαραίτητο γαι να υπάρχει αμοιβαία κατανόηση. Παρομοίως, λείπει η αίσθηση για τους κινδύνους που διατρέχουμε όλοι από κοινού, και προπαντός για τις δυνατότητες που μπορεί να ανοίξει μια δημιουργική πολιτική, η οποία όμως θα καταστεί εφικτή μόνον εάν δρούμε από κοινού. Σε τούτη τη χώρα, αυτό το είδος αυτοαναφορικότητας και εγωκεντρισμού αντικατοπτρίζεται στην επιλεκτική αντίληψη για τους λόγους που προκαλούν την έλλειψη συνεργασίας στην Ευρώπη. Απορώ και εξίσταμαι με το θράσος της γερμανικής κυβέρνησης που πιστεύει ότι μπορεί να κερδίσει [εντός της ΕΕ] χώρες-εταίρους για κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές σε θέματα που έχουν σημασία για εμάς τους Γερμανούς, όπως είναι το προσφυγικό ή η κοινή πολιτική για την άμυνα, τις εξωτερικές σχέσεις και το εμπόριο, ενώ την ίδια στιγμή περιχαρακώνεται στο βασικό ζήτημα της πολιτικής ενίσχυσης της ζώνης του ευρώ.
Η υπόσχεση που αθετήθηκε: Η κοινωνική σύγκλιση
Εντός της ΕΕ, τα μέλη της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης είναι τόσο στενά αλληλοεξαρτημένα, ώστε η ευρωζώνη έχει αποκρυσταλλωθεί ως ο πυρήνας που λειτουργεί ως ο φυσικός βηματοδότης στη διαδικασία της ενοποίησης. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η ζώνη του ευρώ, καθήκον της οποίας είναι τώρα να δράσει αποτελεσματικά, υποφέρει από ένα πρόβλημα που απειλεί να αποβεί καταστρεπτικό για το όλο ευρωπαϊκό εγχείρημα: Απωθούμε, ιδιαίτερα εμείς στην οικονομικά ανθούσα Γερμανία, το πολύ απλό γεγονός ότι το ευρώ υιοθετήθηκε ως νόμισμα συνάδοντας με την προσδοκία και την πολιτική υπόσχεση μιας εναρμόνισης των συνθηκών διαβίωσης σε όλα τα κράτη-μέλη, αλλά η πραγματικότητα εξελίχτηκε αντίθετα από αυτή την πρόβλεψη και προοπτική. Απωθούμε και αρνούμαστε να λάβουμε σοβαρά υπόψη τον πραγματικό λόγο για την έλλειψη προθυμίας για συνεργασία, η αναγκαιότητα της οποίας είναι σήμερα περισσότερο σαφής και πιεστική από κάθε άλλη φορά - δηλαδή το γεγονός ότι καμιά νομισματική ένωση δεν μπορεί να αντέξει μια διαρκή απόκλιση μεταξύ των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών, συνακόλουθα και των συνθηκών διαβίωσης, στα διαφορετικά κράτη-μέλη της.
Πέρα από το γεγονός ότι σήμερα, στην πορεία του επιταχυνόμενου καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού, πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη, εκτός των άλλων, την αναστάτωση και ανησυχία για βαθιές κοινωνικές αλλαγές, δεν θεωρώ τα αντι-ευρωπαϊκά αισθήματα και πάθη που υποδαυλίζονται από αριστερά και δεξιά λαϊκιστικά κινήματα, ως φαινόμενα που απορρέουν από τον εθνικισμό. Αυτά τα αισθήματα, εκτός από το γεγονός ότι εμφανίστηκαν πολύ πριν την λαϊκίστικη υποδαύλιση των ξενοφοβικών αντιδράσεων, συγκροτούν τον μοναδικό άξονα που συνδέει - στην Ιταλία, για παράδειγμα - αριστερούς και δεξιούς πολίτες, οι οποίοι, κατά τα άλλα, έχουν διιστάμενες απόψεις για το φασιστικό παρελθόν. Άρα, τα αντιευρωπαϊκά αισθήματα δεν είναι «άνθη» που μπορούν να καλλιεργηθούν και να αναπτυχθούν αποκλειστικά και μόνον μέσα στο θερμοκήπιο των δεξιών λαϊκιστών. Αντιθέτως, και ανεξάρτητα από το ζήτημα της μετανάστευσης, μπορούν να ριζώσουν στην ρεαλιστική αντίληψη ότι η νομισματική ένωση δεν είναι πια μια κατάσταση αμοιβαία επωφελής (win-win) για όλα τα μέλη της. Ο Νότος αντιπαρατίθεται στον Βορρά της Ευρώπης και αντιστρόφως: Ενώ οι «χαμένοι» αισθάνονται ότι τυγχάνουν άδικης αντιμετώπισης, οι «κερδισμένοι» αμύνονται για να αποκρούσουν τις επίφοβες απαιτήσεις της άλλης πλευράς.
Όπως έχει αποδειχθεί, το άκαμπτο σύστημα κανόνων που έχει επιβληθεί στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης, χωρίς να δημιουργηθούν ως αντιστάθμισμα αρμοδιότητες και περιθώρια ελιγμών για μια κοινή ευέλικτη δράση, είναι μια ρύθμιση προς όφελος των οικονομικά ισχυρότερων μελών. Συνακόλουθα, το ερώτημα που κατά τη γνώμη μου βλέπω να τίθεται και να διχάζει στην πραγματικότητα τις πολιτικές απόψεις, δεν συνίσταται σε ένα απλό υπέρ ή κατά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης γενικώς. Κάτω από αυτή την ετικέτα που πολώνει πολύ γενικά και αόριστα στο στρατόπεδο του «υπέρ» και στο στρατοπεδο του «κατά», παραμένει λανθάνον και ανομολόγητο εντός του στρατοπέδου των υποτιθέμενων φίλων της Ευρώπης ένα πιο διαφοροποιημένο, περίπλοκο και ευαίσθητο ερώτημα: Συγκεκριμένα, τίθεται το ερώτημα εάν αυτή η Νομισματική Κοινότητα που λειτουργεί τώρα υπό μη βέλτιστες συνθήκες, πρέπει μακροπρόθεσμα απλά και μόνον να οχυρωθεί κατά του κινδύνου της περαιτέρω κερδοσκοπίας αποκτώντας αντοχές «παντός καιρού», ή πρέπει να έχουμε τη θέληση να τηρήσουμε την αθετημένη υπόσχεση του κοινού νομίσματος για μια συγκλίνουσα οικονομική εξέλιξη στη ζώνη του ευρώ και να αναβαθμίσουμε το οικοδόμημα της νομισματικής ένωσης σε μια λειτουργική πολιτική Ευρω-Ένωση, ικανή για αποτελεσματική δράση.
Στις μεταρρυθμιστικές προτάσεις για την ΕΕ του Εμμανουέλ Mακρόν λαμβάνονται υπόψη και οι δύο αυτοί στόχοι: Αρχικά προτείνονται βήματα για να διασφαλισθεί το ευρώ, με τις γνωστές προτάσεις για τραπεζική ένωση, για αντίστοιχους κανονισμούς περί αφερεγγυότητας, για από κοινού σε ευρωπαϊκό επίπεδο εγγύηση των αποταμιευτικών τραπεζικών καταθέσεων καθώς και για ένα δημοκρατικά ελεγχόμενο Νομισματικό Ταμείο σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ως γνωστόν, μολονότι ρητορικά εγκρίνει, η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση εδώ και καιρό παρεμποδίζει πιο ενεργητικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση - και εξακολουθεί να αντιστέκεται μέχρι σήμερα. Πέρα από αυτά, ο Μακρόν προτείνει επίσης να γίνει πράξη ένας κοινός προϋπολογισμός της ζώνης του ευρώ και - με τον όρο-κλειδί «Ευρωπαίος υπουργός Οικονομικών» - προτείνει να δημιουργηθούν δημοκρατικά ελεγχόμενες αρμοδιότητες και εξουσίες λήψης αποφάσεων σε επίπεδο ευρωζώνης. Γιατί ο μόνος τρόπος για να αποκτήσει η Ένωση πολιτική λειτουργικότητα με ικανότητα για δράση και να ανανώσει τη στήριξη από τους πολίτες της, είναι η σύσταση σε ευρωπαϊκό επίπεδο αρμοδιοτήτων και δημοσιονομικών μέσων ικανών για να υλοποιεί δημοκρατικά νομιμοποιημένα προγράμματα που θα καταπολεμούν την περαιτέρω οικονομική και κοινωνική απόκλιση μεταξύ των κρατών-μελών.
Οι προσεχείς ευρωπαϊκές εκλογές με κόμματα εσωτερικά διχασμένα
Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν έχει ακόμη λάβει μορφή ανοιχτά πολιτική αυτή η κρίσιμη εναλλακτική επιλογή, δηλαδή μεταξύ αφενός του στόχου της σταθεροποίησης του νομίσματος και αφετέρου, ενός στόχου που είναι ευρύτερος και υπερβαίνει ουσιαστικά τον προηγούμενο, διότι συνίσταται σε μια πολιτική μείωσης των οικονομικών ανισορροπιών. Δεν υπάρχει καμιά φιλοευρωπαϊκή Αριστερά που να μάχεται για την αναβάθμιση της Ευρω-Ένωσης ώστε να μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικά σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα να μη χάνει από το οπτικό της πεδίο τους ευρύτερους στόχους, δηλαδή μια καταπολέμηση της φοροδιαφυγής που θα πηγαίνει πέρα από τις σκέτες διακηρύξεις του Σόιμπλε, έναν φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και μια ουσιωδώς αυστηρότερη ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Μόνο τότε θα διέφεραν οι Σοσιαλδημοκράτες από τους φθαρμένους φιλελεύθερους στόχους ενός ασαφούς, άμορφου «κέντρου». Ο λόγος για την παρακμή των Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων είναι το γεγονός ότι στερούνται πολιτικού προφίλ. Κανεις δεν ξέρει πια σε τι χρησιμεύουν. Γιατί οι Σοσιαλδημοκράτες δεν έχουν πια το θάρρος και την τόλμη να βάλουν ως στόχο και να κάνουν πρόγραμμά τους την εξημέρωση του καπιταλισμού σε εκείνο ακριβώς το επίπεδο, στο οποίο οι απορυθμισμένες αγορές λειτουργούν εκτός ελέγχου.
Όσον αφορά το θέμα που συζητάμε, δεν με απασχολεί το ποιά θα είναι η τύχη αυτής της συγκεκριμένης πολιτικής οικογένειας· ωστόσο, όταν εμείς εδώ συζητάμε γι' αυτήν, θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι ιστορικά η τύχη της δημοκρατίας στη Γερμανία συνδέεται στενότερα με την τύχη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) παρά με οποιουδήποτε άλλου πολιτικού κόμματος. Γενικότερα, με απασχολεί ένα φαινόμενο που χρήζει εξήγησης: Το γεγονός ότι τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα στην Ευρώπη δεν καταφέρνουν να σχηματίσουν πολιτικές πλατφόρμες στις οποίες να αντικατοπτρίζονται επαρκώς διαφοροποιημένες μεταξύ τους, οι σημαντικές θέσεις και εναλλακτικές προτάσεις για τις αποφάσεις που αφορούν το μέλλον της Ευρώπης. Από την άποψη αυτή, οι προσεχείς ευρωπαϊκές εκλογές προσφέρουν ένα σχεδόν πειραματικό πεδίο για τον σχεδιασμό τους.
Από τη μία πλευρά, ο Εμμανουέλ Μακρόν, το κίνημα του οποίου δεν έχει ακόμη εκπροσώπους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προσπαθεί να διασπάσει τις υπάρχουσες πολιτικές οικογένειες για να σχηματίσει μια νέα παράταξη με σαφώς αναγνωρίσιμο φιλοευρωπαϊκό χαρακτήρα. Αντίθετα με αυτό το εγχείρημα, όλες οι ομάδες που εκπροσωπούνται σήμερα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με μόνη εξαίρεση την αντι-ευρωπαϊκή Δεξιά, είναι εσωτερικά διχασμένες· αυτό φαίνεται ήδη από τις ποικίλες ασαφώς «φιλοευρωπαϊκές» στάσεις των κομμάτων-μελών καθεμιάς από αυτές τις ομάδες, που συχνά έχουν ως μόνο στόχο την διατήρηση του status quo στην ΕΕ. Βέβαια, η εσωτερική ισορροπία δεν είναι σε όλες τις πολιτικές ομάδες τόσο έντονα επισφαλής όπως συμβαίνει να είναι στο συντηρητικό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ), το οποίο εμμένει μέχρι σήμερα στην αποδοχή του Ουγγρικού κόμματος του Orbán ως μέλους του. Η νοοτροπία και η πολιτική συμπεριφορά του μέλους του Βαυαρικού CSU Μάνφρεντ Βέμπερ (Manfred Weber), ο οποίος διεκδικεί και την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είναι χαρακτηριστικές για την θολή, εντελώς ασαφή θέση αυτής της ευρωομάδας. Αλλά και στην φιλελεύθερη, στην σοσιαλιστική και ιδιαίτερα στην αριστερή ευρωκοινοβουλευτική ομάδα, υπάρχει επίσης εσωτερικός διχασμός ως προς το θέμα αυτό. Εάν ψάχνουμε για μια, μετριοπαθή έστω, προσήλωση στην Ευρώπη, ίσως οι Πράσινοι είναι τώρα η ευρωκοινοβουλευτική ομάδα στην οποία ομοφωνούν περισσότερο. Είναι εμφανές ότι το ευρωπαϊκό εγχείρημα έχει απωλέσει το σαφές του περίγραμμα ακόμη και στο Ευρωκοινοβούλιο, δηλαδή ακόμη και εκεί όπου τα κοινωνικά συμφέροντα πρέπει ακριβώς να συζητώνται συγκεντρωτικά, υπερβαίνοντας τα εθνικά σύνορα. Δεν είναι πια καθόλου σαφές εάν αυτό το Κοινοβούλιο δεν αποτελείται ήδη κατά πλειοψηφία από παραλήπτες βουλευτικών αποζημιώσεων που θέτουν υπό αμφισβήτηση την βιοποριστική τους βάση - δηλαδή την Ευρωπαϊκή Ένωση, μέρος της οποίας είναι και αυτό το Κοινοβούλιο.
Η υπόσχεση που αθετήθηκε: Η κοινωνική σύγκλιση
Εντός της ΕΕ, τα μέλη της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης είναι τόσο στενά αλληλοεξαρτημένα, ώστε η ευρωζώνη έχει αποκρυσταλλωθεί ως ο πυρήνας που λειτουργεί ως ο φυσικός βηματοδότης στη διαδικασία της ενοποίησης. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η ζώνη του ευρώ, καθήκον της οποίας είναι τώρα να δράσει αποτελεσματικά, υποφέρει από ένα πρόβλημα που απειλεί να αποβεί καταστρεπτικό για το όλο ευρωπαϊκό εγχείρημα: Απωθούμε, ιδιαίτερα εμείς στην οικονομικά ανθούσα Γερμανία, το πολύ απλό γεγονός ότι το ευρώ υιοθετήθηκε ως νόμισμα συνάδοντας με την προσδοκία και την πολιτική υπόσχεση μιας εναρμόνισης των συνθηκών διαβίωσης σε όλα τα κράτη-μέλη, αλλά η πραγματικότητα εξελίχτηκε αντίθετα από αυτή την πρόβλεψη και προοπτική. Απωθούμε και αρνούμαστε να λάβουμε σοβαρά υπόψη τον πραγματικό λόγο για την έλλειψη προθυμίας για συνεργασία, η αναγκαιότητα της οποίας είναι σήμερα περισσότερο σαφής και πιεστική από κάθε άλλη φορά - δηλαδή το γεγονός ότι καμιά νομισματική ένωση δεν μπορεί να αντέξει μια διαρκή απόκλιση μεταξύ των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών, συνακόλουθα και των συνθηκών διαβίωσης, στα διαφορετικά κράτη-μέλη της.
Πέρα από το γεγονός ότι σήμερα, στην πορεία του επιταχυνόμενου καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού, πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη, εκτός των άλλων, την αναστάτωση και ανησυχία για βαθιές κοινωνικές αλλαγές, δεν θεωρώ τα αντι-ευρωπαϊκά αισθήματα και πάθη που υποδαυλίζονται από αριστερά και δεξιά λαϊκιστικά κινήματα, ως φαινόμενα που απορρέουν από τον εθνικισμό. Αυτά τα αισθήματα, εκτός από το γεγονός ότι εμφανίστηκαν πολύ πριν την λαϊκίστικη υποδαύλιση των ξενοφοβικών αντιδράσεων, συγκροτούν τον μοναδικό άξονα που συνδέει - στην Ιταλία, για παράδειγμα - αριστερούς και δεξιούς πολίτες, οι οποίοι, κατά τα άλλα, έχουν διιστάμενες απόψεις για το φασιστικό παρελθόν. Άρα, τα αντιευρωπαϊκά αισθήματα δεν είναι «άνθη» που μπορούν να καλλιεργηθούν και να αναπτυχθούν αποκλειστικά και μόνον μέσα στο θερμοκήπιο των δεξιών λαϊκιστών. Αντιθέτως, και ανεξάρτητα από το ζήτημα της μετανάστευσης, μπορούν να ριζώσουν στην ρεαλιστική αντίληψη ότι η νομισματική ένωση δεν είναι πια μια κατάσταση αμοιβαία επωφελής (win-win) για όλα τα μέλη της. Ο Νότος αντιπαρατίθεται στον Βορρά της Ευρώπης και αντιστρόφως: Ενώ οι «χαμένοι» αισθάνονται ότι τυγχάνουν άδικης αντιμετώπισης, οι «κερδισμένοι» αμύνονται για να αποκρούσουν τις επίφοβες απαιτήσεις της άλλης πλευράς.
Όπως έχει αποδειχθεί, το άκαμπτο σύστημα κανόνων που έχει επιβληθεί στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης, χωρίς να δημιουργηθούν ως αντιστάθμισμα αρμοδιότητες και περιθώρια ελιγμών για μια κοινή ευέλικτη δράση, είναι μια ρύθμιση προς όφελος των οικονομικά ισχυρότερων μελών. Συνακόλουθα, το ερώτημα που κατά τη γνώμη μου βλέπω να τίθεται και να διχάζει στην πραγματικότητα τις πολιτικές απόψεις, δεν συνίσταται σε ένα απλό υπέρ ή κατά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης γενικώς. Κάτω από αυτή την ετικέτα που πολώνει πολύ γενικά και αόριστα στο στρατόπεδο του «υπέρ» και στο στρατοπεδο του «κατά», παραμένει λανθάνον και ανομολόγητο εντός του στρατοπέδου των υποτιθέμενων φίλων της Ευρώπης ένα πιο διαφοροποιημένο, περίπλοκο και ευαίσθητο ερώτημα: Συγκεκριμένα, τίθεται το ερώτημα εάν αυτή η Νομισματική Κοινότητα που λειτουργεί τώρα υπό μη βέλτιστες συνθήκες, πρέπει μακροπρόθεσμα απλά και μόνον να οχυρωθεί κατά του κινδύνου της περαιτέρω κερδοσκοπίας αποκτώντας αντοχές «παντός καιρού», ή πρέπει να έχουμε τη θέληση να τηρήσουμε την αθετημένη υπόσχεση του κοινού νομίσματος για μια συγκλίνουσα οικονομική εξέλιξη στη ζώνη του ευρώ και να αναβαθμίσουμε το οικοδόμημα της νομισματικής ένωσης σε μια λειτουργική πολιτική Ευρω-Ένωση, ικανή για αποτελεσματική δράση.
Στις μεταρρυθμιστικές προτάσεις για την ΕΕ του Εμμανουέλ Mακρόν λαμβάνονται υπόψη και οι δύο αυτοί στόχοι: Αρχικά προτείνονται βήματα για να διασφαλισθεί το ευρώ, με τις γνωστές προτάσεις για τραπεζική ένωση, για αντίστοιχους κανονισμούς περί αφερεγγυότητας, για από κοινού σε ευρωπαϊκό επίπεδο εγγύηση των αποταμιευτικών τραπεζικών καταθέσεων καθώς και για ένα δημοκρατικά ελεγχόμενο Νομισματικό Ταμείο σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ως γνωστόν, μολονότι ρητορικά εγκρίνει, η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση εδώ και καιρό παρεμποδίζει πιο ενεργητικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση - και εξακολουθεί να αντιστέκεται μέχρι σήμερα. Πέρα από αυτά, ο Μακρόν προτείνει επίσης να γίνει πράξη ένας κοινός προϋπολογισμός της ζώνης του ευρώ και - με τον όρο-κλειδί «Ευρωπαίος υπουργός Οικονομικών» - προτείνει να δημιουργηθούν δημοκρατικά ελεγχόμενες αρμοδιότητες και εξουσίες λήψης αποφάσεων σε επίπεδο ευρωζώνης. Γιατί ο μόνος τρόπος για να αποκτήσει η Ένωση πολιτική λειτουργικότητα με ικανότητα για δράση και να ανανώσει τη στήριξη από τους πολίτες της, είναι η σύσταση σε ευρωπαϊκό επίπεδο αρμοδιοτήτων και δημοσιονομικών μέσων ικανών για να υλοποιεί δημοκρατικά νομιμοποιημένα προγράμματα που θα καταπολεμούν την περαιτέρω οικονομική και κοινωνική απόκλιση μεταξύ των κρατών-μελών.
Οι προσεχείς ευρωπαϊκές εκλογές με κόμματα εσωτερικά διχασμένα
Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν έχει ακόμη λάβει μορφή ανοιχτά πολιτική αυτή η κρίσιμη εναλλακτική επιλογή, δηλαδή μεταξύ αφενός του στόχου της σταθεροποίησης του νομίσματος και αφετέρου, ενός στόχου που είναι ευρύτερος και υπερβαίνει ουσιαστικά τον προηγούμενο, διότι συνίσταται σε μια πολιτική μείωσης των οικονομικών ανισορροπιών. Δεν υπάρχει καμιά φιλοευρωπαϊκή Αριστερά που να μάχεται για την αναβάθμιση της Ευρω-Ένωσης ώστε να μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικά σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα να μη χάνει από το οπτικό της πεδίο τους ευρύτερους στόχους, δηλαδή μια καταπολέμηση της φοροδιαφυγής που θα πηγαίνει πέρα από τις σκέτες διακηρύξεις του Σόιμπλε, έναν φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και μια ουσιωδώς αυστηρότερη ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Μόνο τότε θα διέφεραν οι Σοσιαλδημοκράτες από τους φθαρμένους φιλελεύθερους στόχους ενός ασαφούς, άμορφου «κέντρου». Ο λόγος για την παρακμή των Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων είναι το γεγονός ότι στερούνται πολιτικού προφίλ. Κανεις δεν ξέρει πια σε τι χρησιμεύουν. Γιατί οι Σοσιαλδημοκράτες δεν έχουν πια το θάρρος και την τόλμη να βάλουν ως στόχο και να κάνουν πρόγραμμά τους την εξημέρωση του καπιταλισμού σε εκείνο ακριβώς το επίπεδο, στο οποίο οι απορυθμισμένες αγορές λειτουργούν εκτός ελέγχου.
Όσον αφορά το θέμα που συζητάμε, δεν με απασχολεί το ποιά θα είναι η τύχη αυτής της συγκεκριμένης πολιτικής οικογένειας· ωστόσο, όταν εμείς εδώ συζητάμε γι' αυτήν, θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι ιστορικά η τύχη της δημοκρατίας στη Γερμανία συνδέεται στενότερα με την τύχη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) παρά με οποιουδήποτε άλλου πολιτικού κόμματος. Γενικότερα, με απασχολεί ένα φαινόμενο που χρήζει εξήγησης: Το γεγονός ότι τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα στην Ευρώπη δεν καταφέρνουν να σχηματίσουν πολιτικές πλατφόρμες στις οποίες να αντικατοπτρίζονται επαρκώς διαφοροποιημένες μεταξύ τους, οι σημαντικές θέσεις και εναλλακτικές προτάσεις για τις αποφάσεις που αφορούν το μέλλον της Ευρώπης. Από την άποψη αυτή, οι προσεχείς ευρωπαϊκές εκλογές προσφέρουν ένα σχεδόν πειραματικό πεδίο για τον σχεδιασμό τους.
Από τη μία πλευρά, ο Εμμανουέλ Μακρόν, το κίνημα του οποίου δεν έχει ακόμη εκπροσώπους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προσπαθεί να διασπάσει τις υπάρχουσες πολιτικές οικογένειες για να σχηματίσει μια νέα παράταξη με σαφώς αναγνωρίσιμο φιλοευρωπαϊκό χαρακτήρα. Αντίθετα με αυτό το εγχείρημα, όλες οι ομάδες που εκπροσωπούνται σήμερα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με μόνη εξαίρεση την αντι-ευρωπαϊκή Δεξιά, είναι εσωτερικά διχασμένες· αυτό φαίνεται ήδη από τις ποικίλες ασαφώς «φιλοευρωπαϊκές» στάσεις των κομμάτων-μελών καθεμιάς από αυτές τις ομάδες, που συχνά έχουν ως μόνο στόχο την διατήρηση του status quo στην ΕΕ. Βέβαια, η εσωτερική ισορροπία δεν είναι σε όλες τις πολιτικές ομάδες τόσο έντονα επισφαλής όπως συμβαίνει να είναι στο συντηρητικό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ), το οποίο εμμένει μέχρι σήμερα στην αποδοχή του Ουγγρικού κόμματος του Orbán ως μέλους του. Η νοοτροπία και η πολιτική συμπεριφορά του μέλους του Βαυαρικού CSU Μάνφρεντ Βέμπερ (Manfred Weber), ο οποίος διεκδικεί και την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είναι χαρακτηριστικές για την θολή, εντελώς ασαφή θέση αυτής της ευρωομάδας. Αλλά και στην φιλελεύθερη, στην σοσιαλιστική και ιδιαίτερα στην αριστερή ευρωκοινοβουλευτική ομάδα, υπάρχει επίσης εσωτερικός διχασμός ως προς το θέμα αυτό. Εάν ψάχνουμε για μια, μετριοπαθή έστω, προσήλωση στην Ευρώπη, ίσως οι Πράσινοι είναι τώρα η ευρωκοινοβουλευτική ομάδα στην οποία ομοφωνούν περισσότερο. Είναι εμφανές ότι το ευρωπαϊκό εγχείρημα έχει απωλέσει το σαφές του περίγραμμα ακόμη και στο Ευρωκοινοβούλιο, δηλαδή ακόμη και εκεί όπου τα κοινωνικά συμφέροντα πρέπει ακριβώς να συζητώνται συγκεντρωτικά, υπερβαίνοντας τα εθνικά σύνορα. Δεν είναι πια καθόλου σαφές εάν αυτό το Κοινοβούλιο δεν αποτελείται ήδη κατά πλειοψηφία από παραλήπτες βουλευτικών αποζημιώσεων που θέτουν υπό αμφισβήτηση την βιοποριστική τους βάση - δηλαδή την Ευρωπαϊκή Ένωση, μέρος της οποίας είναι και αυτό το Κοινοβούλιο.
Η τελευταία ευκαιρία που χάθηκε;
Αν, καταλήγοντας, με ρωτήσετε όχι ως πολίτη αλλά ως ακαδημαϊκό παρατηρητή, ζητώντας την συνολική εκτίμηση μου, οφείλω να ομολογήσω ότι αυτή τη στιγμή δεν βλέπω καθόλου ενθαρρυντικές τάσεις. Βέβαια, το τί είναι συμφέρον από οικονομική άποψη είναι πολύ σαφές και, παρά την Brexit, αυτό εξακολουθεί να είναι τόσο ισχυρό ώστε μια αποσύνθεση της Ευρωζώνης είναι απίθανη. Και αυτό με οδηγεί στο δεύτερο ερώτημά μου, που είναι το εξής: Γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί να αντέχει, τί την κρατά ενωμένη;
Ακόμη και εκείνοι που συνηγορούν υπέρ ενός Βόρειου Ευρώ (Nordeuro), δέχονται ότι οι κίνδυνοι που θα προέκυπταν από έναν τέτοιο διαχωρισμό των βόρειων από τις νότιες χώρες της ευρωζώνης θα ήταν μη υπολογίσιμοι και μη προβλέψιμοι. Όσο για τη συμπληρωματική περίπτωση της εξόδου μιας χώρας του Νότου από τη ζώνη του ευρώ, ας προσέξουμε μόνον πώς δοκιμάζεται αυτό στην πράξη στην περίπτωση της σημερινής ιταλικής κυβέρνησης, η οποία παρά τις πομπώδεις εξαγγελίες αναγκάζεται να εγκαταλείψει την άκαμπτη στάση, γιατί μια από τις προφανείς συνέπειες της αποχώρησης θα ήταν αβάσταχτα χρέη.
Από την άλλη πλευρά, και με δεδομένη την εκ μέρους μου περιγραφή του θλιβερού status quo, η ανωτέρω εκτίμηση [ότι η ΕΕ αντέχει, για τους λόγους που κατονομάζει ο Γ. Χ.] δεν είναι πολύ παρήγορη. Διότι ισχύει το εξής: Εάν ισχύει όντως η σχέση που εικάζω, δηλαδή εάν η οικονομική απόκλιση των χωρών-μελών της Νομισματικής Κοινότητας συνδέεται όντως με την άνοδο του δεξιού λαϊκισμού, τότε έχουμε πιαστεί σε μια παγίδα που αναγκαστικά θα βλάψει ακόμη περισσότερο τις αναγκαίες κοινωνικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις για μια ζωντανή και σταθερή δημοκρατία.
Φυσικά, αυτό το αρνητικό σενάριο δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνον σενάριο, και ασφαλώς δεν είναι πρόγνωση. Αλλά ήδη η εμπειρία και η κοινή λογική μας λέει ότι η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης κινείται σε μια καμπύλη που έχει πάρει κλίση προς τα κάτω. Το σημείο μη επιστροφής θα μπορέσουμε να το αναγνωρίσουμε μόνον όταν θα είναι πολύ αργά. Μπορούμε μόνον να ελπίζουμε ότι η χονδροειδής και ούτε καν αιτιολογημένη δημοσίως αρνητική στάση της γερμανικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης απέναντι στις προτάσεις του Μακρόν για μεταρρυθμίσεις στη ζώνη του ευρώ και στην ΕΕ, δεν ήταν η τελευταία ευκαιρία που χάθηκε.
Αν, καταλήγοντας, με ρωτήσετε όχι ως πολίτη αλλά ως ακαδημαϊκό παρατηρητή, ζητώντας την συνολική εκτίμηση μου, οφείλω να ομολογήσω ότι αυτή τη στιγμή δεν βλέπω καθόλου ενθαρρυντικές τάσεις. Βέβαια, το τί είναι συμφέρον από οικονομική άποψη είναι πολύ σαφές και, παρά την Brexit, αυτό εξακολουθεί να είναι τόσο ισχυρό ώστε μια αποσύνθεση της Ευρωζώνης είναι απίθανη. Και αυτό με οδηγεί στο δεύτερο ερώτημά μου, που είναι το εξής: Γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί να αντέχει, τί την κρατά ενωμένη;
Ακόμη και εκείνοι που συνηγορούν υπέρ ενός Βόρειου Ευρώ (Nordeuro), δέχονται ότι οι κίνδυνοι που θα προέκυπταν από έναν τέτοιο διαχωρισμό των βόρειων από τις νότιες χώρες της ευρωζώνης θα ήταν μη υπολογίσιμοι και μη προβλέψιμοι. Όσο για τη συμπληρωματική περίπτωση της εξόδου μιας χώρας του Νότου από τη ζώνη του ευρώ, ας προσέξουμε μόνον πώς δοκιμάζεται αυτό στην πράξη στην περίπτωση της σημερινής ιταλικής κυβέρνησης, η οποία παρά τις πομπώδεις εξαγγελίες αναγκάζεται να εγκαταλείψει την άκαμπτη στάση, γιατί μια από τις προφανείς συνέπειες της αποχώρησης θα ήταν αβάσταχτα χρέη.
Από την άλλη πλευρά, και με δεδομένη την εκ μέρους μου περιγραφή του θλιβερού status quo, η ανωτέρω εκτίμηση [ότι η ΕΕ αντέχει, για τους λόγους που κατονομάζει ο Γ. Χ.] δεν είναι πολύ παρήγορη. Διότι ισχύει το εξής: Εάν ισχύει όντως η σχέση που εικάζω, δηλαδή εάν η οικονομική απόκλιση των χωρών-μελών της Νομισματικής Κοινότητας συνδέεται όντως με την άνοδο του δεξιού λαϊκισμού, τότε έχουμε πιαστεί σε μια παγίδα που αναγκαστικά θα βλάψει ακόμη περισσότερο τις αναγκαίες κοινωνικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις για μια ζωντανή και σταθερή δημοκρατία.
Φυσικά, αυτό το αρνητικό σενάριο δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνον σενάριο, και ασφαλώς δεν είναι πρόγνωση. Αλλά ήδη η εμπειρία και η κοινή λογική μας λέει ότι η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης κινείται σε μια καμπύλη που έχει πάρει κλίση προς τα κάτω. Το σημείο μη επιστροφής θα μπορέσουμε να το αναγνωρίσουμε μόνον όταν θα είναι πολύ αργά. Μπορούμε μόνον να ελπίζουμε ότι η χονδροειδής και ούτε καν αιτιολογημένη δημοσίως αρνητική στάση της γερμανικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης απέναντι στις προτάσεις του Μακρόν για μεταρρυθμίσεις στη ζώνη του ευρώ και στην ΕΕ, δεν ήταν η τελευταία ευκαιρία που χάθηκε.
O Jürgen Habermas γεννήθηκε το 1929 στο Ντύσσελντορφ της Β. Ρηνανίας. Σπούδασε ιστορία και φιλοσοφία, ψυχολογία, γερμανική φιλολογία και οικονομική επιστήμη στα πανεπιστήμια του Γκέτινγκεν, της Ζυρίχης και Βόννης. Η εξέλιξη των ιδεών του ως εφήβου ξεκίνησε με τη μελέτη του πρώιμου έργου του Γκέοργκ Λούκατς. Από το 1953 αρθρογραφεί στον Τύπο, με αρχή μια πολεμική εναντίον των φιλοσοφικών και πολιτικών θέσεων του Μάρτιν Χάιντεγκερ. Το 1956 προσκλήθηκε από τον Τέοντορ Αντόρνο και έγινε βοηθός του στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών του πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης. Ωστόσο ο συνιδρυτής της «Σχολής της Φρανκφούρτης» Μαξ Χορκχάιμερ (στην πανεπιστημιακή έδρα του οποίου έμελλε να τον διαδεχθεί ο Χάμπερμας το 1964), τον θεωρούσε τότε ως υπερβολικά προσκολλημένο στις ιδέες του νεαρού Μαρξ, γι' αυτό η διδακτορική του εργασία (η πρωτοποριακή μελέτη που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά ως Αλλαγή δομής της δημοσιότητας - Έρευνες πάνω σε μια κατηγορία της αστικής κοινωνίας, εκδ. Νήσος, 1997) ολοκληρώθηκε στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ υπό την επίβλεψη του καθηγητή της νομικής και της πολιτικής επιστήμης Βόλφγκανγκ Άμπεντροτ.
Στη μακρά πορεία του ως δασκάλου, συγγραφέα ενός εκτεταμένου και πολυσχιδούς έργου «κριτικής ανακατασκευής» που αγκαλιάζει την κοινωνιολογία, την πολιτική επιστήμη, την φιλοσοφία, την παιδαγωγική και την ψυχολογία, πρέπει να προστεθεί η διαρκής και εντονώτατη δημόσια παρέμβασή του, ως πολίτη και ως επιστήμονα, στον αγώνα των ιδεών και στα πολιτικά δρώμενα, μολονότι «ως άτομο είχε πάντα στραμμένη την πλάτη του στην εξουσία», όπως λέει ο ίδιος.
Ακόμη και οι πιο ακραίοι αντίπαλοί του στις μάχες των ιδεών και της πολιτικής, αποδέχονται ότι «το διανοητικό του μέγεθος είναι πολύ διαφορετικό από εκείνων που ιππεύουν στο πνεύμα της εποχής και τους ακούμε ή τους βλέπουμε σε όλα τα κανάλια» (Harald Seubert, «Diskurs und Macht – 80 Jahre Habermas», στο Sezession τ. 29, Απρίλιος 2009 - περιοδικό που εκδίδει το Institut für Staatspolitik και εκφράζει την «ταυτοτική Δεξιά»).
Ακόμη και οι πιο ακραίοι αντίπαλοί του στις μάχες των ιδεών και της πολιτικής, αποδέχονται ότι «το διανοητικό του μέγεθος είναι πολύ διαφορετικό από εκείνων που ιππεύουν στο πνεύμα της εποχής και τους ακούμε ή τους βλέπουμε σε όλα τα κανάλια» (Harald Seubert, «Diskurs und Macht – 80 Jahre Habermas», στο Sezession τ. 29, Απρίλιος 2009 - περιοδικό που εκδίδει το Institut für Staatspolitik και εκφράζει την «ταυτοτική Δεξιά»).
Μερικοί σταθμοί της πορείας του είναι: Η διδασκαλία στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης και της Φρανκφούρτης, η θητεία του ως συνδιευθυντή του Ινστιτούτου Max Planck στο Στάρνμπεργκ της Βαυαρίας, η έντονα κριτική συμπόρευσή του με τα κινήματα των σπουδαστών, οι επιστημονικές και πολιτικές διαμάχες με τους θετικιστές και με τους ιστορικούς «αναθεωρητές» (περί ναζιστικού παρελθόντος). Επίσης ο συγκρουσιακός αλλά και δημιουργικός διάλογος με άλλα ρεύματα της σύγχρονης σκέψης (π.χ. θεωρία των συστημάτων, λειτουργιστική κοινωνιολογία, ερμηνευτική, η προσανατολισμένη προς την γλώσσα αγγλοσαξωνική αναλυτική φιλοσοφία), η χρήση στη μελέτη της κοινωνίας της φροϋδικής ψυχανάλυσης και της δομικής-γενετικής θεωρίας του Jean Piaget για τη μάθηση και την παιδαγωγική, τέλος ο διάλογός του για το ρόλο της θρησκείας με τον (ομότιμο σήμερα) Πάπα Βενέδικτο. Έτσι εξελίχθηκαν περαιτέρω οι θέσεις του για την πορεία των κοινωνιών και για τη νεοτερικότητα, ως «διαδικασιών που δεν τις κινεί ένα υποκείμενο της ιστορίας» ωστόσο ωθούνται και συνδιαμορφώνονται από τις διυποκειμενικές αλληλεπιδράσεις. Με τη διαρκή, ψυχωμένη υποστήριξη ενός βιώσιμου, κοινωνικά δίκαιου κοινού μέλλοντος των εθνών της Ευρώπης, ο Γ. Χάμπερμας ανήκει - μαζί π.χ. με τον Ν. Τσόμσκυ και τον Ε. Μπαλιμπάρ - σε εκείνους τους λίγους και ξεχωριστούς «παλαιών αρχών» δασκάλους που εναρμονίζουν τη θεωρία του σοφού με την πράξη του αριστοτελικού «πολιτικού ζώου».
Από το πλούσιο και κριτικά πολυσυζητημένο συγγραφικό του έργο, άς αναφερθούν ενδεικτικά και τα μη μεταφρασμένα (ή μη μεταφρασμένα πλήρως) στα ελληνικά Theorie und Praxis (1963), Technik und Wissenschaft als “Ideologie” (Η τεχνική και η Επιστήμη ως “Ιδεολογία”, 1968), Legitimationsprobleme im Spätkapitalismus (Προβλήματα Νομιμοποίησης στον Όψιμο Καπιταλισμό, 1973), Zur Rekonstruktion des Historischen Materialismus (Συμβολή στην Ανακατασκευή του Ιστορικού Υλισμού, 1976), η δίτομη Theorie des kommunikativen Handelns (Θεωρία της Επικοινωνιακής Δράσης, 1981) και το πρόσφατο Im Sog der Technokratie (Ο Πειρασμός της Τεχνοκρατίας 2013).
Από το πλούσιο και κριτικά πολυσυζητημένο συγγραφικό του έργο, άς αναφερθούν ενδεικτικά και τα μη μεταφρασμένα (ή μη μεταφρασμένα πλήρως) στα ελληνικά Theorie und Praxis (1963), Technik und Wissenschaft als “Ideologie” (Η τεχνική και η Επιστήμη ως “Ιδεολογία”, 1968), Legitimationsprobleme im Spätkapitalismus (Προβλήματα Νομιμοποίησης στον Όψιμο Καπιταλισμό, 1973), Zur Rekonstruktion des Historischen Materialismus (Συμβολή στην Ανακατασκευή του Ιστορικού Υλισμού, 1976), η δίτομη Theorie des kommunikativen Handelns (Θεωρία της Επικοινωνιακής Δράσης, 1981) και το πρόσφατο Im Sog der Technokratie (Ο Πειρασμός της Τεχνοκρατίας 2013).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου