Το δημοψήφισμα του 2015 ήταν απόφαση εν θερμώ ζαλισμένων μυαλών. Έθεσε λάθος ερώτημα σε λάθος χρόνο. Ήταν στιγμιαία εκτόνωση πολιτικού ανορθολογισμού που την κυοφόρησε μια εσφαλμένη πολιτική διαρκείας· ωστόσο, άν το δούμε υπό ιστορική οπτική γωνία, δημιούργησε σωστό αποτέλεσμα.
Γράφαμε λίγο πριν το δημοψήφισμα, τον Ιούνιο του 2015 (Οι υπνοβάτες και ο βαρώνος Μινχάουζεν - πολιτικό λάθος και σωστό δημοψήφισμα, 28.6.2015):
Ο κ. Τσίπρας «γνώριζε [...] πως με αυτή την κυβερνητική σύνθεση [του πρώτου εξαμήνου του 2015] δημιουργικές πολιτικές και διακυβέρνηση για επακεκκίνηση και για κοινωνική συνοχή είναι ανέφικτες. Και οι εταίροι; Οι εκπρόσωποί τους, δηλαδή η κυβερνώσα σήμερα πολιτική ελίτ της ΕΕ, στους 5 μήνες της εικονικής διαπραγμάτευσης, συνέχισαν αυτό που γίνεται διαρκώς από το 2010. Συνέχισαν να περπατούν στην κρίση σαν υπνοβάτες, συντηρώντας το βαθύ δημοκρατικό έλλειμμα, χειριζόμενοι την Ευρώπη ως “ένα εγχείρημα των ελίτ αποκομμένο από τους πολίτες της” (Χάμπερμας). Πολιτικοί αυτοϋποβαθμισμένοι σε ταμίες, σε αναλυτές δημοσκοπήσεων και σε νομικούς συμβούλους τραπεζών, αυτό μπορούν να κάνουν, τίποτε περισσότερο.Έτσι, σε μια μακρά διαπραγμάτευση - οπερέττα, είδαμε από τη μια πλευρά το κακό πολιτικό μείγμα, την πολιτική απειρία και ανεπάρκεια των νεοφώτιστων της Αθήνας, με αιθεροβάμονες φαντασιώσεις, κακές ανδρεοπαπανδρεϊκές μιμήσεις (αλλά χωρίς έλεγχο του όλου κόμματος από τον αρχηγό) και αδυναμία να εκτιμηθεί η συγκεκριμένη κατάσταση, ενώ από την άλλη είδαμε τους “πολιτικούς-ζόμπι” στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο. Το πιο ουσιαστικό αποτέλεσμα της οπερέττας ήταν η ακόμη μεγαλύτερη διάλυση της πραγματικής οικονομίας στην Ελλάδα και η πτώση της αξιοπιστίας της Ένωσης στο βαθύτερο σημείο της: Όλος ο πλανήτης σήμερα αναρωτιέται άν και πότε θα συμβεί Grexit και Brexit» [και δεν ήταν έκπληξη που το δεύτερο συνέβη πράγματι, έναν χρόνο αργότερα, ούτε εκπλήττει το πολιτικό χάος που επικρατεί τώρα στη Βρετανία, με τον πρωτεργάτη της απόσχισης Μπ. Τζόνσον να δηλώνει ότι «το όνειρο της Brexit πεθαίνει, το Ηνωμένο Βασίλειο θα καταλήξει αποικία και δουλοπάροικος της Ευρωπαϊκής Ένωσης»].[...] «Αυτό το συνονθύλευμα στις Βρυξέλλες πολιτικών χωρίς όραμα, και τελικά χωρίς πολιτική, και μαθητευόμενων μάγων στην Αθήνα, θεωρεί το δράμα της φτώχειας και της ανεργίας με τις χαμένες γενιές στην “ιδιόμορφη” Ελλάδα, και την αποτυχία (μέχρι τώρα) της ευρωπαϊκής παραγωγικής οικονομίας να επωφεληθεί ουσιαστικά από την προσφορά χρήματος της ΕΚΤ, τόσο ασήμαντα πράγματα, όσο και την κοινή ιστορική μοίρα των ευρωπαϊκών εθνών. Η αποτυχία σε όλα αυτά τους φαίνεται παράπλευρη απώλεια. Αυτό που υπολογίζουν οι μεν είναι η ευρωστία της χρηματοπιστωτικής, εικονικής οικονομίας και των ολιγομελών κοινωνικών στρωμάτων που επωφελούνται από αυτήν. Αυτό που υπολογίζουν οι δε, είναι να διατηρηθεί το αποτυχημένο μετεμφυλιακό (και κυρίως το μεταπολιτευτικό) κοινωνικό συμβόλαιο στην Ελλάδα, του πελατειακού κράτους και των εξασφαλισμένων πελατών του.Το δημοψήφισμα ήρθε πολύ αργά. Έπρεπε να είχε αποφασιστεί και να γίνει έγκαιρα, Φεβρουάριο ή Μάρτιο 2015, και να είχε καθαρό ερώτημα προς τους Έλληνες πολίτες: Ποιά Ελλάδα θέλουμε; Να συνεχίσουμε [...] την επίπονη κοινή πορεία με την κοινή ευρωπαϊκή συντροφιά, αλλάζοντας όμως ως κοινωνία και κράτος τον “κακό εαυτό μας”, απορρίπτοντας επιτέλους τις κληρονομιές του μακροχρόνιου Οθωμανισμού και φροντίζοντας για κοινωνική συνοχή αντί για εγωϊσμό και για λάϊφ-στάϊλ; Ή ν' ανοίξουμε πανιά για άγνωστες θάλασσες, μοναχικοί, αδιόρθωτοι και πτωχαλαζονικοί; Ωστόσο ακόμη και τώρα, ακόμη και έτσι που προέκυψε, με τον κ. Τσίπρα την ανάγκη φιλοτιμίαν ποιούμενον, η απόφασή του είναι στην πράξη σωστή, ανεξάρτητα από τα κίνητρα. Μετά τις 5 Ιουλίου η Ελλάδα δεν θα είναι ίδια με πριν. Ούτε η λοιπή Ένωση. Η κίνηση αυτή, άν και μοιάζει με ζαριά ζαλισμένων απο τους καπνούς τζογαδόρων, έρχεται σαν μια εξαγνιστική νεροποντή: ταράζει όλο τον βάλτο, ελληνικό και ευρωπαϊκό, τον πλημμυρίζει και τον ξεχειλίζει, μετατρέπει τα στάσιμα νερά του σε κινούμενα.
Όσοι πολίτες έχουμε βιώσει και γνωρίζουμε τον τόπο μας και πού ανήκει ο τόπος μας, όσοι ξέρουμε τη θέση μας μέσα στη σκληρότατη ελληνική κοινωνία του όψιμου καπιταλισμού και την διαδρομή μας, θα επιλέξουμε να συνεχίσουμε “με δάκρυα και ιδρώτα” την επίπονη κοινή πορεία. Μαζί με τους εργαζόμενους της λοιπής Ευρώπης, από κρίση σε κρίση, άν έτσι το θέλει η ιστορία. Είμαστε πολλοί. Και δεν είμαστε αυτόχειρες.
Ο κ. Τσίπρας μοιάζει εκ πρώτης όψεως με τον βαρώνο Μινχάουζεν που κόλλησε στο βάλτο και για να μη πνιγεί πιάστηκε από τα μαλλιά του [...]. Το αποτέλεσμα δεν θα είναι αυτό που μας αφηγείται: ο ίδιος δεν θα σηκωθεί λίγο ψηλότερα. Ομως ο βάλτος κινείται, κι έτσι ο πρωθυπουργός προσφέρει υπηρεσία και γράφει ιστορία, γιατί αυτή η “απρόβλεπτη” πολιτική επίπτωση είναι που μετράει στην πράξη».
Όλα αυτά είναι πια ιστορία, αρμοδιότητα των ιστορικών. Το ιστορικό ερώτημα εξακολουθεί να υπάρχει: Ήταν μοιραίο και αναπότρεπτο να περάσουμε ως «ιδιόμορφη» χώρα - διαφορετικά από τις άλλες παθούσες, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρο, Ισπανία - κάτω από αυτές τις μυλόπετρες; Παίρνει όμως και μια δεύτερη, νέα μορφή, και η απάντηση δεν είναι της αρμοδιότητας των ιστορικών, αλλά των πολιτών: Είναι μοιραίο και αναπότρεπτο, που το ελληνικό πολιτικό προσωπικό - ιδίως το αυτοαποκαλούμενο «ευρωπαϊστικό» και «μεταρρυθμιστικό», αλλά και μεγάλο μέρος των οικονομικών και ακαδημαϊκών ελίτ - «τίποτα δεν διδάχτηκαν από την κρίση, απολύτως τίποτα;»
Ποιό ήταν όμως το πραγματικό στρατηγικό λάθος - αλλά κυρίως πολιτική ανευθυνότητα διαρκείας - σημαντικού μέρους του πολιτικού προσωπικού της ελληνικής Αριστεράς; Ήταν τα πεπραγμένα του στα χρόνια των
άνω - κάτω «πλατειών» (2010-2012). Ήταν η αταξική και τοξική πολιτική επιλογή, που έκανε τον ΣΥΡΙΖΑ ουρά του μικροκομματικού «αντιμνημονιακού» Σαμαρά (ο οποίος, το μόνο που πραγματικά ήθελε, ήταν να ανατρέψει τον Γ. Παπανδρέου για να ξανα-κάνει την ΝΔ ΠΑΣΟΚ στη θέση του ΠΑΣΟΚ). Έπαιξε αυτόν τον ρόλο τού προκαταβολικά ηττημένου, μοναχικά σε εθνικό επίπεδο και ως η «ιδιόμορφη περίπτωση Ελλάδα», ενώ έπρεπε πάση θυσία να συγκροτήσει συμμαχίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο και
Αυτό μπορεί να συνέβη είτε εξαιτίας «ψευδαισθήσεων» που διαψεύσθηκαν, είτε εξαιτίας κυνικού πολιτικού υπολογισμού που επαληθεύτηκε δυόμισυ χρόνια μετά και επιβραβεύτηκε με την νίκη και την άνοδο στην εξουσία. Όμως, είτε ισχύει το ένα είτε το άλλο κίνητρο, οι ατυχείς παράπλευρες επιπτώσεις της θολής στρατηγικής επιλογής είναι συγκεκριμενες και είναι αυτές που βιώνουμε τώρα: Είναι ο εκφασισμός και άλλων μερίδων πολιτών, που δεν είχαν προηγουμένως σχέση με την παραδοσιακή ακροδεξιά. Και κυρίως, είναι η εξάπλωση σε πολύ μεγαλύτερες ομάδες λαού, αδιαφορίας ή και απέχθειας για την πολιτική, για τη ζωντανή δημοκρατία και για τις αρετές του πολίτη.
«[...] να κάνει έναν Κεϋνσιανό διαχωρισμό των συστατικών του “φαρμάκου„ της Μέρκελ - που περιέχει ένα τοξικό μείγμα αντιβιοτικών και ποντικοφάρμακου - και να απορρίψει με σταθερότητα όλα τα νεοφιλελεύθερα συστατικά του. Αλλά ταυτόχρονα, έπρεπε να δείξει αξιόπιστα την πρόθεσή της να κάνει πράξη τον καθυστερούμενο, ληξιπρόθεσμο εκσυγχρονισμό του κράτους και της οικονομίας, να εξισορροπήσει την κατανομή των βαρών της κρίσης μέσα στην κοινωνία, να καταπολεμήσει τη διαφθορά και της φοροδιαφυγή, και ούτω καθ΄ εξής» (Jürgen Habermas: Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί να δράσουν πολιτικά - Μια νέα αρχή για την οικονομία και για τον ελληνικό λαό, 22.6.2015).Το πιο ασυγχώρητο λάθος ήταν η ανοχή από «αριστερά», η παράλληλη συνύπαρξη ή και υποστήριξη σε φασιστοειδή φαινόμενα τύπου Σώρρα και Σία, στις κρεμάλες και το ακκομπανιαμέντο στα απολιτικά υβρεολόγια του οργισμένου μεσο-μικρο-αστικού όχλου. Ήταν η «αριστερή» τροφή που δόθηκε στον ευρωπαιοφάγο «αντικαπιταλισμό για ηλίθιους».
Αυτό μπορεί να συνέβη είτε εξαιτίας «ψευδαισθήσεων» που διαψεύσθηκαν, είτε εξαιτίας κυνικού πολιτικού υπολογισμού που επαληθεύτηκε δυόμισυ χρόνια μετά και επιβραβεύτηκε με την νίκη και την άνοδο στην εξουσία. Όμως, είτε ισχύει το ένα είτε το άλλο κίνητρο, οι ατυχείς παράπλευρες επιπτώσεις της θολής στρατηγικής επιλογής είναι συγκεκριμενες και είναι αυτές που βιώνουμε τώρα: Είναι ο εκφασισμός και άλλων μερίδων πολιτών, που δεν είχαν προηγουμένως σχέση με την παραδοσιακή ακροδεξιά. Και κυρίως, είναι η εξάπλωση σε πολύ μεγαλύτερες ομάδες λαού, αδιαφορίας ή και απέχθειας για την πολιτική, για τη ζωντανή δημοκρατία και για τις αρετές του πολίτη.
Εκκρεμεί,
λοιπόν, εκτός των άλλων, η αυστηρή, ακριβοδίκαιη αυτοκριτική του
πολιτικού προσωπικού της Αριστεράς - όπως εξίσου και όλου του υπόλοιπου. Για να συνετίζονται, να γίνονται πιο ταπεινόφρονες οι πολιτικοί και για να αποκτούν πολιτική παιδεία οι πολίτες.
Καθώς εισερχόμαστε στη μετα-μνημονιακή περίοδο, η πολιτικά ανεύθυνη και ανήθικη στάση των τωρινών αντιπολιτευόμενων σε άλλα σημαντικά ζητήματα (λόγου χάρη στο λεγόμενο Μακεδονικό), το εμπόριο απόλυτου αρνητισμού, απελπισίας και οργής, με επίμονη διασπορά ζοφερής ψυχολογίας για να σπάσουν εντελώς την ηθική ραχοκοκαλιά των πολιτών, η υπόθαλψη του ταξικού μίσους ορισμένων μεσοαστικών στρωμάτων εναντίον των φτωχών και του κράτους πρόνοιας, δυστυχώς επιβεβαιώνει ότι «τίποτα δεν διδάχτηκαν από την κρίση, απολύτως τίποτα». Η λέξη-κλειδί που εξηγεί πολλά είναι πολιτικαντισμός. Το λεγόμενο πολιτικό κόστος και πίσω του το απέθαντο σύστημα κομματικής πατρωνείας.
Και έχουν απόλυτο δίκιο όσοι αρθρογράφοι διαπιστώνουν ότι σε συγκεκριμένα ζητήματα, όπως συνέβη στη δεκαετία του 1990 με το «Μακεδονικό», δυστυχώς συμμετείχε ή συναίνεσε στη γένεση του ακραίου εθνικισμού «κατά
μέγα μέρος και η Αριστερά». Με πολλούς τρόπους - παρά τις μαχητικές
εξαιρέσεις ανθρώπων τύπου Μ. Παπαγιαννάκη, Άγγ. Ελεφάντη και λίγων άλλων.
Ούτε σ' αυτό
δεν βλέπουμε ουσιαστική αυτοκριτική του πολιτικού προσωπικού της Αριστεράς. Αλλά τουλάχιστον, τούτοι επανορθώνουν τώρα εν μέρει με πολιτικές πράξεις για τη ζημία που προκάλεσαν άλλοτε και αυτοί μαζί με τους άλλους.
Γιώργος Β. Ριτζούλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου