του Σεμπάστιαν Ντούλιεν και της Ούλρικε Γκερό
© IP Journal -DGAP: Sebastian Dullien - Ulrike Guérot:The Long Shadow of Ordoliberalism
The Long Shadow of Ordoliberalism (ECFR - αναδημοσίευση) 27.7.2012
Στις προσπάθειες να διασωθεί η ευρωζώνη, η Γερμανία συχνά θεωρείται από τους εξωτερικούς παρατηρητές ως η χώρα που κάνει λάθη. Εμποδίζει εποικοδομητικές λύσεις και επιμένει διαρκώς στην σκληρή λιτότητα. Ωστόσο, αυτό που σπάνια γίνεται κατανοητό στο εξωτερικό, είναι ότι η γερμανική στάση είναι κάτι παραπάνω από την αποφυγή μιας δικής της δημοσιονομικής επιβάρυνσης.
Υποστηρίζεται συχνά ότι η γερμανική προσέγγιση της κρίσης, ιδίως η έμφαση στη σταθερότητα των τιμών, βασίζεται ή στο στενά ορισμένο συμφέρον της ως πλεονασματικής χώρας ή στην ιστορική εμπειρία του υπερπληθωρισμού της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Αυτοί οι δύο παράγοντες παίζουν πράγματι κάποιο ρόλο, ωστόσο δεν είναι επαρκείς για να εξηγήσουν αυτό που συζητιέται στη Γερμανία. Ο κίνδυνος της υποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων μέσω του πληθωρισμού δεν αναφέρεται σχεδόν ποτέ στο δημόσιο διάλογο και είναι λιγότερο σημαντικός για τη χάραξη πολιτικής στη Γερμανία από τις πιθανές ζημίες που θα συμβούν εάν οι ξένοι οφειλέτες της Γερμανίας χρεοκοπήσουν. Δεύτερον, χώρες όπως η Αυστρία και η Ελλάδα έχουν επίσης βιώσει υπερπληθωρισμούς, αλλά δεν συμμερίζονται ούτε το φόβο της Γερμανίας από τον πληθωρισμό ούτε την αντίστασή της όταν η ΕΚΤ παρεμβαίνει στις αγορές κρατικών ομολόγων.
Μια σημαντική, αλλά σπάνια συζητούμενη αιτία για την επιμονή της Γερμανίας στη σταθερότητα των τιμών είναι η επιρροή που ασκεί στη γερμανική οικονομική σκέψη ο ορντο-φιλελευθερισμός (ordoliberalism), μια θεωρία που αναπτύχθηκε ως αντίδραση τόσο στις συνέπειες του ανεξέλεγκτου φιλελευθερισμού στις αρχές του 20ού αιώνα, όσο και στον μετέπειτα δημοσιονομικό και νομισματικό παρεμβατισμό των εθνικοσοσιαλιστών. Το κεντρικό δόγμα του ορντο-φιλελευθερισμού είναι ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να ρυθμίζουν τις αγορές με τέτοιο τρόπο, ώστε τα αποτελέσματα της λειτουργίας των αγορών να προσεγγίζουν το θεωρητικό αποτέλεσμα που θα παρήγαγε μια αγορά στην οποία επικρατεί τέλειος ανταγωνισμός. Ο πληθωρισμός θεωρείται στρέβλωση των πολύτιμων μηνυμάτων που δίνονται μέσω των τιμών, άρα δημιουργός υψηλού οικονομικού κόστους.
Από τον προσωπικό ιστότοπο της Ulrike Guérot |
Ο ορντο-φιλελευθερισμός διαφέρει από τις άλλες σχολές του φιλελευθερισμού στο ότι δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην πρόληψη των καρτέλ και των μονοπωλίων. Ωστόσο διατηρεί μια σειρά από πεποιθήσεις που είναι κεντρικής σημασίας και σε άλλες παραλλαγές οικονομικού φιλελευθερισμού. Για παράδειγμα, ασπάζεται και αυτός τη νεοφιλελεύθερη αντίθεση στις ενεργές νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές. Στο πολιτικό επίπεδο, η έννοια του ορντο-φιλελευθερισμού είναι στενά συνδεδεμένη με την πρώτη φάση της γερμανικής κοινωνικής οικονομίας της αγοράς (1948-1966): Η νομοθεσία που θεσπίσθηκε εκείνη την εποχή περιλαμβάνει πολλές βασικές δοξασίες του ορντο-φιλελευθερισμού.
Η «νεοκλασική» επικρατούσα οικονομική άποψη στη Γερμανία
Σήμερα υπάρχουν πολύ λίγοι ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι που εργάζονται αποκλειστικά μέσα στην ορντο-φιλελεύθερη παράδοση. Ωστόσο, οι πιο σημαντικοί οικονομολόγοι στα σημερινά πανεπιστήμια και στη δημόσια διοίκηση έχουν επηρεαστεί από ορντο-φιλελεύθερες ιδέες κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής τους. Σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Γερμανία έχει πολύ λίγους οικονομολόγους με επιρροή Κεϋνσιανή και οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι της θεωρούν τους εαυτούς τους φιλελεύθερους. Οι ιδέες τους καταλήγουν μέσα στα υπουργεία και στην Κεντρική Ομοσπονδιακή Τράπεζα Bundesbank, που προσλαμβάνουν κυρίως προσωπικό από γερμανικά πανεπιστήμια.
Στην πραγματικότητα, η «γερμανική συναίνεση» είναι κοντά σ' αυτό που είναι γνωστό διεθνώς ως «Νεοκλασικά Οικονομικά» - δηλαδή το σύγχρονο ρεύμα της μακροοικονομίας που βασίζεται στα νεοκλασικά μικροοικονομικά, με ισχυρή επιρροή των προσδοκιών ότι οι αγορές λειτουργούν ορθολογικά. Οικονομολόγοι αυτού του παραδείγματος πιστεύουν ότι οι αγορές λειτουργούν πάντα ομαλά, δηλαδή ότι οι χρηματοοικονομικές αγορές λαμβάνουν πάντα υπόψη τους τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων με τρόπο που αντανακλά σωστά όλες τις σχετικές πληροφορίες. Πρεσβεύουν επίσης, ότι οι εθνικές οικονομίες έχουν την ικανότητα να προσαρμόζονται γρήγορα στις κρίσεις. Εάν οι τιμές και οι μισθοί μερικές φορές δεν αντιδρούν γρήγορα, υποστηρίζουν ότι αυτό οφείλεται σε θεσμικά εμπόδια, όπως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις ή οι νομοθετικά κατοχυρωμένοι κατώτατοι μισθοί. Η λύση που προτείνουν είναι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που κάνουν πιο ευέλικτες τις αγορές. Τα δημοσιονομικά προβλήματα τα θεωρούν κυρίως αποτέλεσμα ανεύθυνων συμπεριφορών των φορέων χάραξης πολιτικής. Αυτή η αντίληψη των οικονομικών μηχανισμών οδηγεί σε συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις.
Δημοσιονομική εξυγίανση και διασώσεις
Η επικρατούσα γερμανική αντίληψη στην οικονομική επιστήμη πιστεύει στην γρήγορη και αποφασιστική δημοσιονομική εξυγίανση που πρέπει να επιτευχθεί μέσω της μείωσης των δημοσίων δαπανών και σε μικρότερο βαθμό με την αύξηση των φόρων. Μειώνοντας σημαντικά το έλλειμμα μεταβάλλει ευνοϊκά τη δυναμική του χρέους. Ως αποτέλεσμα, ο κίνδυνος της μελλοντικής χρεοκοπίας μειώνεται. Ταυτόχρονα, λιγότερο νέο χρέους και λιγότερες κρατικές δαπάνες σήμερα σημαίνουν λιγότερη φορολογία στο μέλλον. Όλα αυτά αυξάνουν την εμπιστοσύνη του ιδιωτικού τομέα, η οποία μπορεί με τη σειρά της να οδηγήσει σε αύξηση των επενδύσεων. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, τα σκληρά μέτρα λιτότητας δεν οδηγούν απαραίτητα σε μια βαθιά ύφεση, αλλά μάλλον βελτιώνουν τις προοπτικές για την ανάπτυξη. Κατά συνέπεια, η αποτυχία στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων θεωρείται αποτυχία της πολιτικής τάξης να φέρει σε πέρας ή να περάσει τις απαραίτητες περικοπές ή αυξήσεις φόρων και ως εκ τούτου θεωρείται ισοδύναμη με έλλειψη πολιτικής βούλησης. Επειδή ο υπερβολικός δανεισμός του Δημοσίου θεωρείται ως η αιτία της κρίσης, οι διασώσεις θεωρούνται ως πραγματικές απειλές. Τα πακέτα διάσωσης είναι στην καλύτερη περίπτωση ένα αναγκαίο κακό.
Αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ και εξουσιοδότηση του Μηχανισμού Διάσωσης ESM να λειτουργεί ως Τράπεζα
Βλέπουν επίσης επικριτικά την εμπλοκή της ΕΚΤ ως εργαλείου για την καταπολέμηση της κρίσης, είτε συζητιέται η αγορά ομολόγων εκ μέρους της ΕΚΤ, είτε η παροχή πρόσβασης του Μηχανισμού Διάσωσης ESM στο μηχανισμό της Κεντρικής Τράπεζας που αναχρηματοδοτεί τις εμπορικές τράπεζες. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, φοβούνται ότι η δράση της ΕΚΤ θα μειώσει το κόστος χρηματοδότησης για τις κυβερνήσεις και ως εκ τούτου θα δώσει κίνητρα σ΄ αυτές να δανείζονται περισσότερο, αντί να προχωρήσουν στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Επιπλέον, η γερμανική επικρατούσα άποψη βλέπει τον κίνδυνο ότι στο τέλος, η εμπλοκή της Κεντρικής Τράπεζας σε οποιαδήποτε προσπάθεια διάσωσης, μπορεί να οδηγήσει σε επέκταση της νομισματικής βάσης και τελικά σε υψηλότερο πληθωρισμό.
Συντονισμός της οικονομικής πολιτικής στην ζώνη του ευρώ
Αν και πολλοί εκτός της Γερμανίας πιστεύουν στον συντονισμό της οικονομικής πολιτικής σε όλη την ευρωζώνη (δημοσιονομικές πολιτικές, αυξήσεις μισθών, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και φορολογία), οι Γερμανοί ήταν πιο επιφυλακτικοί. Για παράδειγμα, όταν το 2008 η Γερμανία μείωσε τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και αύξησε τον ΦΠΑ, Γάλλοι εμπειρογνώμονες το θεώρησαν ως μια πολιτική που «ζητιανεύει από τον γείτονα». Οι γερμανικές εξαγωγές έγιναν φθηνότερες λόγω του χαμηλότερου κόστους των μισθών και οι εισαγωγές μειώθηκαν, καθώς ο αυξημένος ΦΠΑ μείωσε το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και συνεπώς τη συνολική κατανάλωση. Στη Γερμανία ωστόσο, λίγοι πίστευαν ότι η κίνηση αυτή θα έχει επιπτώσεις στην υπόλοιπη ευρωζώνη. Αντ' αυτού, θεωρήθηκε ως ένα μέτρο το οποίο θα βελτιώσει τις συνθήκες προσφοράς και κατά συνέπεια θα τονώσει την ανάπτυξη. Αυτή τη γερμανική άποψη, θα πρέπει να τη δούμε μέσα στο πλαίσιο της νεοκλασικής οικονομικής σκέψης, η οποία παραβλέπει ότι η βελτίωση των συνθηκών από πλευράς προσφοράς σε μια χώρα επηρεάζει τις συνθήκες της ζήτησης σε άλλους. Η μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης στη Γερμανία βελτίωσε τις συνθήκες στην πλευρά της προσφοράς στη χώρα αυτή, πράγμα που οδηγεί σε μεγαλύτερη παραγωγή και απασχόληση. Η μείωση της συνολικής ζήτησης στη Γερμανία δεν θεωρήθηκε ως απειλή για σοβαρό πρόβλημα. Ως αποτέλεσμα, η γερμανική ελίτ παρέβλεψε τις επιπτώσεις στο υπόλοιπο της ζώνης του ευρώ.
Ανισορροπίες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στις χώρες της ευρωζώνης
Ένα ζήτημα που συνδέεται στενά με το παραπάνω, αφορά τις ανισορροπίες στη ζώνη του ευρώ. Από το 1999, τα ελλείμματα και τα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στις χώρες της ευρωζώνης έχουν αυξηθεί σε επίπεδα ρεκόρ. Ελλάδα, Πορτογαλία και Ισπανία έχουν σημειώσει ελλείμματα της τάξης του 10 % του ΑΕΠ ή και περισσότερο, ενώ η Γερμανία έχει επιτύχει κατά καιρούς πλεονάσματα άνω του 7 %. Οι ανισορροπίες αυτές θεωρούνται πλέον από πολλούς εκτός Γερμανίας ως μείζονες παράγοντες που συνέβαλαν στην κρίση της ευρωζώνης.
Η ισχυρή συνολική ζήτηση σε μια χώρα αυξάνει τις εισαγωγές και ως εκ τούτου οδηγεί σε επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Ωστόσο, η γερμανική επικρατούσα άποψη θεωρεί τις ανισορροπίες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στην ευρωζώνη, ως συνέπεια της απώλειας σε ανταγωνιστικότητα και της υπερβολικής κατανάλωσης στις ελλειμματικές χώρες αφενός και των χαμηλών επενδύσεων στην ίδια τη Γερμανία αφετέρου. Κατά συνέπεια, οι Γερμανοί νεοκλασικοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι η λύση είναι συγκράτηση των μισθών ή και σκληρές περικοπές μισθών στις ελλειμματικές χώρες. Στα μάτια τους, μια τέτοια πολιτική θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα των τιμών στις ελλειμματικές χώρες σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι εξαγωγές θα αυξηθούν και οι εισαγωγές θα μειωθούν. Από την άλλη πλευρά, υποθέτουν ότι μια μεγαλύτερη αύξηση των μισθών στη Γερμανία, απλά θα έβαζε εμπόδια στη γερμανική ανταγωνιστικότητα και θα μείωνε τις επενδύσεις στη Γερμανία.
Η «Νεο-Κεϋνσιανή» εναλλακτική λύση
Φυσικά και στη Γερμανία, υπάρχουν ετερόδοξες φωνές. Η προσέγγιση αυτών των οικονομολόγων, οι οποίοι θα μπορούσαν να ονομαστούν «Νεο-Κεϋνσιανοί», προσφέρει μιαν εναλλακτική λύση στις προσεγγίσεις της Νεοκλασικής επικρατούσας άποψης. Βλέπουν ως συμμάχους τους εξέχοντες Αμερικανούς και Βρετανούς οικονομολόγους, όπως ο Πολ Κρούγκμαν και ο Μάρτιν Γουλφ, σφοδροί επικριτές της επίσημης γερμανικής θέσης.
Ειδικότερα, οι Νεο-Κεϋνσιανοί οικονομολόγοι έχουν διαφορετική άποψη σχετικά με το πόσο ευέλικτη είναι μια οικονομία και πόσο γρήγορα προσαρμόζονται οι τιμές και οι μισθοί. Τονίζουν μια σειρά από βασικούς οικονομικούς λόγους, για τους οποίους, ακόμη και μετά από εκτενείς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι μισθοί και οι τιμές προσαρμόζονται με πολύ αργούς ρυθμούς. Για παράδειγμα, ανεξάρτητα από το περιβάλλον της νομοθεσίας, μια εταιρεία δεν θέλει να κόψει τους ονομαστικούς μισθούς των εργαζομένων της, διότι αυτό θα υπονόμευε το ηθικό τους και την παραγωγικότητά τους. Μια αλλαγή τιμών δημιουργεί επίσης ορισμένα κόστη, όπως εκτύπωση νέων καταλόγων ή μενού. Ωστόσο, άν οι τιμές και οι μισθοί καθηλωθούν, η έλλειψη συνολικής ζήτησης αυξάνει την ανεργία. Αν η υψηλή ανεργία επιμένει, μπορεί να γίνει διαρθρωτική και να παρεμποδίσει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης μιας χώρας.
Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η ανάπτυξη της συνολικής ζήτησης στη ζώνη του ευρώ όπως και σε οποιαδήποτε χώρα, είναι βασικός παράγοντας. Η παραγωγή θα αυξηθεί αν η συνολική ζήτηση αυξάνεται αρκετά γρήγορα. Έτσι, η πλευρά της ζήτησης της οικονομίας καθορίζει την ανάπτυξη και την απασχόληση σε μεγάλο βαθμό. Κατά την άποψη αυτή, τα μέτρα λιτότητας επιβραδύνουν την οικονομική ανάπτυξη, μειώνουν τα φορολογικά έσοδα και αυξάνουν τις αναγκαστικές μεταβιβάσεις δημόσιων πόρων. Αν επιβληθούν εσφαλμένα μέτρα λιτότητας, μια τέτοια λιτότητα μπορεί πραγματικά να καταστρέψει τη βιωσιμότητα του χρέους. Οι οικονομολόγοι που ακολουθούν αυτό τον τρόπο σκέψης, υποστηρίζουν ότι είναι ενδεχόμενο οι χρηματοπιστωτικές αγορές να ζητήσουν υπερβολικό κόστος και επιτόκια δανεισμού, πράγμα που οδηγεί πιθανώς σε χρεοκοπίες κρατών. Σε τέτοιες καταστάσεις, η χρήση της κεντρικής τράπεζας ως μέρους ενός μηχανισμού διάσωσης θεωρείται ως ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την επίλυση των προβλημάτων. Όσον αφορά την προσαρμογή των ανισορροπιών του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, οι Νεο-Κεϋνσιανοί οικονομολόγοι διαφωνούν με την επικρατούσα γερμανική θέση ότι το μόνο που απαιτείται, είναι να προχωρήσουν οι ελλειμματικές χώρες σε περικοπές μισθών για να προσαρμοστούν. Μια τέτοια πολιτική περικοπής των ονομαστικών μισθών ή παρατεταμένης στασιμότητάς τους, θεωρείται ότι δημιουργούν άλλα προβλήματα στις ελλειμματικές χώρες, καθώς συμπιέζουν την εγχώρια ζήτηση και έχουν ως αποτέλεσμα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στον τραπεζικό τομέα. Ως εκ τούτου, αυτοί οι οικονομολόγοι απαιτούν μια πιο συμμετρική προσέγγιση στις ανισορροπίες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών: οι πλεονασματικές χώρες πρέπει να λαμβάνουν μέτρα για τη στήριξη της εγχώριας ζήτησης, η οποία μπορεί να αυξήσει τις εξαγωγές των ελλειμματικών χωρών.
Τα γερμανικά πολιτικά κόμματα και η κρίση στη ζώνη του ευρώ
Παρόλο που τα προγράμματα των πολιτικών κομμάτων μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις είναι επηρεασμένα από μια και μόνον σχολή οικονομικής σκέψης, στην πολιτική των πιο παραδοσιακών γερμανικών κομμάτων φαίνεται καθαρά η σκιά του ορντο-φιλελευθερισμού.
Η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) και το βαυαρικό αδελφό κόμμα της CSU, βλέπουν σαφώς τον εαυτό τους μέσα στην παράδοση της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» που αναπτύχθηκε μέσα στα πλαίσια του CDU από τον υπουργό Οικονομικών Λούντβιχ Έρχαρντ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην κρίση της ευρωζώνης βλέπουν την έλλειψη δημοσιονομικής πειθαρχίας ως την κύρια αιτία της κρίσης του δημόσιου χρέους και, ως εκ τούτου καλούν σε λιτότητα και ζητούν τη δημοσιονομική εποπτεία, σε μια προσπάθεια να αυξηθεί η παραγωγικότητα και η ανάπτυξη στην Ευρώπη. Το κόμμα CDU τάχθηκε εναντίον της αμοιβαιοποίησης του χρέους και των ευρωομολόγων, επικαλούμενο τη φιλοσοφία της «μη διάσωσης» (“no
bailout”) της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Θεωρούσε ότι οποιαδήποτε «κοινότητα του χρέους» θα μειώσει την πολιτική πίεση για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και θα αυξήσει τον ηθικό κίνδυνο εντός της ΕΕ. Το CDU ήταν αντίθετο με το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ, θεωρώντας ότι αυτό ισοδυναμεί με «εκτύπωση χρήματος». Τάσσεται υπέρ μιας ανεξάρτητης ΕΚΤ και αντιτίθεται σε κάθε νομισματοποίηση του δημόσιου χρέους.
Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι το CDU μπορεί να είναι πρόθυμο να κάνει κάποιες παραχωρήσεις στην προσέγγισή του για την κρίση, αν και όταν οι υπάρξουν οι θεσμικές προϋποθέσεις στην ΕΕ για να κινηθεί τελικά προς την κοινή έκδοση χρεογράφων. Φήμες αναφέρουν ότι το κόμμα θα δεχτεί τελικά τα ευρωομόλογα όταν υπάρξουν φορολογικές εγγυήσεις από άλλες χώρες της ευρωζώνης και φανούν τα σημάδια της επιτυχούς διαρθρωτικής μεταρρύθμισης στην Ιταλία, την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Ωστόσο, μαζί με ιδεολογικά εμπόδια, υπάρχουν στη Γερμανία και νομικά εμπόδια για την αμοιβαιοποίηση του ευρωπαϊκού χρέους. Στην πραγματικότητα, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η Γερμανία θα πρέπει να δημιουργήσει ένα εντελώς νέο σύνταγμα για να επιτρέπεται αυτό.
Το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP) είναι ένα κλασικό ευρωπαϊκό φιλελεύθερο κόμμα και έχει ακόμη πιο ισχυρές ρίζες στην ορντο-φιλελεύθερη σκέψη. Ως εταίρος του [προηγούμενου, 2009-2013 - σήμερα είναι εξωκοινοβουλευτικό κόμμα] συνασπισμού στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της κρίσης του ευρώ, το FDP, ανάμεσα στα 5 κύρια πολιτικά κόμματα στη Γερμανία, ήταν πιο κοντά στην επικρατούσα νεοκλασική οικονομική σκέψη. Το FDP υπερασπίστηκε την ιδέα ότι χρεωμένες χώρες που δυσκολεύονται να έχουν πρόσβαση σε χρηματοπιστωτικές αγορές, βρίσκονται σε αυτή τη θέση λόγω της δικής τους αποτυχίας της πολιτικής.
Υποστηρίζει σκληρά μέτρα λιτότητας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Για πολύ καιρό ήταν υπέρ των υψηλών τιμωρητικών επιτοκίων στα δάνεια διάσωσης, ώστε να διατηρηθεί η πίεση προς τις κυβερνήσεις χωρών σε κρίση για μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και για να δεσμευτούν στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Απαιτεί αυτόματες κυρώσεις για τις παραβιάσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και αυστηρότερο έλεγχο των εθνικών προϋπολογισμών για τις παραβιάσεις των ορίων του χρέους και του ελλείμματος της ΕΕ. Οι πολιτικοί του έχουν επίσης προειδοποιήσει για πιθανούς πληθωριστικούς κινδύνους από τις αγορές ομολόγων της ΕΚΤ.
Κατά την δεκαετία του 1960, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) ενσωμάτωσε πολλά Κεϋνσιανά στοιχεία στον τρόπο σκέψης του και στη χάραξη της πολιτικής του. Ο Καρλ Σίλλερ, υπουργός Οικονομικών στην περίοδο 1966-1972, έφερε τις Κεϋνσιανές ιδέες στη δημόσια συζήτηση. Ωστόσο, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, το SPD απομακρύνθηκε από τον Κεϋνσιανισμό. Υπό τον Γκέρχαρντ Σρέντερ, το κόμμα πέρασε μια σειρά νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες περιλάμβαναν περικοπές στη φορολογία εταιρικών κερδών και στη φορολογία των εισοδημάτων καθώς και μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στο κράτος κοινωνικής πρόνοιας (περικοπές στα επιδόματα ανεργίας με τη νομοθεσία «Hartz IV»).
Αφότου εγκατέλειψε τον κυβερνητικό συνασπισμό με τους Χριστιανοδημοκράτες, μετά τις γενικές εκλογές του 2009, το SPD έχει μετακινηθεί και πάλι ελαφρά προς τα αριστερά. Οι Σοσιαλδημοκράτες προσπαθούν να συνδυάσουν την πίστη στη δημοσιονομική υπευθυνότητα με την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Υποστηρίζουν σαφώς την παροχή πακέτων διάσωσης στις χρεωμένες χώρες, αλλά επίσης επιμένουν στη λιτότητα ως προϋπόθεση για τη στήριξη. Ασυνήθιστο για ευρωπαϊκό κεντροαριστερό κόμμα, το SPD έχει ταχθεί υπέρ ενός αυστηρότερου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Συμφώνησε με την πρώην κυβέρνηση CDU και FDP για την ανάγκη συνταγματικά κατοχυρωμένων ορίων ή «φρένων» χρέους, με στόχο τον περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης και υπερψήφισε το δημοσιονομικό σύμφωνο. Σε αντίθεση με τα κόμματα CDU/CSU και FDP, το SPD έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι είναι αναγκαία η ενίσχυση του συντονισμού της οικονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ότι ο συντονισμός αυτός θα πρέπει να περιλαμβάνει τη ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών και θέματα φορολόγησης. Επιπλέον, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για το δημοσιονομικό σύμφωνο, το SPD τάχθηκε με το μέρος των Γάλλων σοσιαλιστών, απαιτώντας ένα σύμφωνο ανάπτυξης. Κορυφαίοι Σοσιαλδημοκράτες έχουν επίσης ταχθεί υπέρ των ευρωομολόγων, αλλά τα επίσημα κείμενα του κόμματος τονίζουν ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνον στα πλαίσια μιας συμφωνίας-πακέτου που θα περιλαμβάνει αυστηρότερους κανόνες για δημοσιονομική λιτότητα και στις άλλες χώρες όπως στη Γερμανία. Το SPD είναι επίσης αντίθετο με τις αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ απευθείας από τα κράτη-μέλη.
Αφότου εγκατέλειψε τον κυβερνητικό συνασπισμό με τους Χριστιανοδημοκράτες, μετά τις γενικές εκλογές του 2009, το SPD έχει μετακινηθεί και πάλι ελαφρά προς τα αριστερά. Οι Σοσιαλδημοκράτες προσπαθούν να συνδυάσουν την πίστη στη δημοσιονομική υπευθυνότητα με την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Υποστηρίζουν σαφώς την παροχή πακέτων διάσωσης στις χρεωμένες χώρες, αλλά επίσης επιμένουν στη λιτότητα ως προϋπόθεση για τη στήριξη. Ασυνήθιστο για ευρωπαϊκό κεντροαριστερό κόμμα, το SPD έχει ταχθεί υπέρ ενός αυστηρότερου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Συμφώνησε με την πρώην κυβέρνηση CDU και FDP για την ανάγκη συνταγματικά κατοχυρωμένων ορίων ή «φρένων» χρέους, με στόχο τον περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης και υπερψήφισε το δημοσιονομικό σύμφωνο. Σε αντίθεση με τα κόμματα CDU/CSU και FDP, το SPD έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι είναι αναγκαία η ενίσχυση του συντονισμού της οικονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ότι ο συντονισμός αυτός θα πρέπει να περιλαμβάνει τη ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών και θέματα φορολόγησης. Επιπλέον, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για το δημοσιονομικό σύμφωνο, το SPD τάχθηκε με το μέρος των Γάλλων σοσιαλιστών, απαιτώντας ένα σύμφωνο ανάπτυξης. Κορυφαίοι Σοσιαλδημοκράτες έχουν επίσης ταχθεί υπέρ των ευρωομολόγων, αλλά τα επίσημα κείμενα του κόμματος τονίζουν ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνον στα πλαίσια μιας συμφωνίας-πακέτου που θα περιλαμβάνει αυστηρότερους κανόνες για δημοσιονομική λιτότητα και στις άλλες χώρες όπως στη Γερμανία. Το SPD είναι επίσης αντίθετο με τις αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ απευθείας από τα κράτη-μέλη.
Οι Πράσινοι εδώ και πολύ καιρό υποστηρίζουν την καλύτερη εποπτεία και ρύθμιση της χρηματοπιστωτικής αγοράς, έναν φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, την κατάργηση των μπόνους των στελεχών που παρέχουν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και την ημι-εθνικοποίηση των τραπεζών και των άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Αυτό το υπόβαθρο διαμορφώνει την άποψη των Πρασίνων για την κρίση στη ζώνη του ευρώ. Ένα σημαντικό μέρος του κόμματος συμφωνεί με τη δημοσιονομική λιτότητα, αν και για εντελώς διαφορετικούς λόγους από ό,τι οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι. Υποστηρίζουν ότι σε μια πραγματική οικονομία χωρίς οικονομική μεγέθυνση (μερικοί Πράσινοι υποστηρίζουν την οικονομία με μηδενική οικονομική μεγέθυνση), το δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο και ως εκ τούτου οι δημόσιοι προϋπολογισμοί θα πρέπει να είναι ισοσκελισμένοι. Οι Πράσινοι ποτέ δεν πίστευαν ότι η λιτότητα είναι αρκετή από μόνη της και δεν βλέπουν τους μηχανισμούς δημοσιονομικής εποπτείας ως τη μόνη λύση για την κρίση. Ωστόσο, στο τέλος ψήφισαν υπέρ του Δημοσιονομικού Συμφώνου στη γερμανική βουλή. Οι Πράσινοι υποστηρίζουν επίσης από πολύ νωρίς την έκδοση ευρωομολόγων. Σε αντίθεση με την επικρατούσα άποψη των νεοκλασικών Γερμανών οικονομολόγων, οι Πράσινοι δέχονται ότι η ανισορροπία που προκαλείται από τα γερμανικά εμπορικά πλεονάσματα επηρεάζει το οικονομικό ισοζύγιο της ευρωζώνης και απαιτούν «συμμετρική» και όχι «ασύμμετρη» προσαρμογή των ισοζυγίων εξωτερικών πληρωμών εντός της ευρωζώνης.
Το αντι-καπιταλιστικό Κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) ιδρύθηκε το 2007. Αν και δεν είναι εναντίον της ΕΕ ή του ευρώ, καταψήφισε τη Συνθήκη της Λισαβόνας και έχει ως στόχο να αναδιοργανώσει ριζικά την ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική για να γίνει πραγματικότητα η ρύθμιση της αγοράς, ο έλεγχος των χρηματοπιστωτικών αγορών, η φορολογική εναρμόνιση, ένας φόρος επί των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, ο έλεγχος της κερδοσκοπίας και των ροών κεφαλαίου και η βελτίωση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, η προσέγγιση του Κόμματος της Αριστεράς στην κρίση της ευρωζώνης είναι πολύ διαφορετική από εκείνη της γερμανικής επικρατούσας νεοκλασικής άποψης. Επέκρινε την ανικανότητα της ΕΕ ως όλου να ελέγξει τις χρηματοοικονομικές αγορές. Σε αντίθεση με τη γερμανική επικρατούσα άποψη υποστηρίζει ότι η κρίση της ζώνης του ευρώ είναι μια δομική κρίση που άπτεται των χρηματοπιστωτικών αγορών αλλά και μια κρίση του νεοφιλελευθερισμού. Το Κόμμα της Αριστεράς είναι επίσης υπέρ των ευρωομολόγων. Από τα 5 βασικά γερμανικά κόμματα, το Κόμμα της Αριστεράς είναι το πιο έντονα Νεο-Κεϋνσιανό. Όμως, αν και ορισμένα από τα αριστερά επιχειρήματά του είναι υγιή, στερείται αξιοπιστίας στο γερμανικό κομματικό σύστημα λόγω της πρώην σύνδεσής του με το SED (το κυβερνών κόμμα της πρώην Ανατολικής Γερμανίας), αλλά και επειδή δεν είναι ακόμα αποδεκτό ως σοβαρό κόμμα-εταίρος σε κυβερνητικούς συνασπισμούς και ως εκ τούτου είναι σε μεγάλο βαθμό αποκλεισμένο από την επικρατούσα πολιτική στη Γερμανία.
Η επισκόπηση αυτή των κομματικών θέσεων δείχνει ότι ορισμένα στοιχεία της γερμανικής προσέγγισης για την κρίση στη ζώνη του ευρώ είναι απίθανο να αλλάξουν, ακόμη και αν αλλάξουν οι κομματικές πλειοψηφίες. Την επικρατούσα νεοκλασική πίστη στην ανάγκη για αυστηρότερους δημοσιονομικούς κανόνες, την συμμερίζονται και οι Σοσιαλδημοκράτες. Έχει επίσης ισχυρή υποστήριξη και μέσα στο κόμμα των Πρασίνων. Το ίδιο ισχύει και για το ζήτημα των ανισορροπιών του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Υπάρχει ευρεία συναίνεση, ότι το βάρος της προσαρμογής θα πρέπει να βαρύνει τις ελλειμματικές χώρες. Αν και μερικοί Σοσιαλδημοκράτες θα ήθελαν να εφαρμόσουν στοιχεία επεκτατικής πολιτικής στα μισθολογικά και στα δημοσιονομικά, που θα μπορούσαν να μειώσουν το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας, αυτό δεν είναι επίσημη θέση του κόμματος. Ένα σημαντικό τμήμα του SPD εξακολουθεί να πιστεύει ότι «η Γερμανία δεν μπορεί να τιμωρηθεί για τις εξαγωγικές επιτυχίες της». Μια αλλαγή στην κυβέρνηση δεν θα επηρέαζε υπερβολικά τη γερμανική θέση στο θέμα αυτό. Η πιο καθοριστική διαφορά μεταξύ της κυβέρνησης και του SPD για την κρίση της ευρωζώνης, είναι η διαφορετική εστίαση στην ανάπτυξη. Ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες προβάλλουν το επιχείρημα ότι οι πολιτικές που ενισχύουν την ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένης της δημοσιονομικής τόνωσης είναι σημαντικά για την επίλυση της κρίσης, οι Χριστιανοδημοκράτες έχουν τη θέση ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι καλές, αλλά δεν πρέπει να δαπανηθούν επιπλέον χρήματα για προγράμματα ανάπτυξης.
Η επισκόπηση αυτή των κομματικών θέσεων δείχνει ότι ορισμένα στοιχεία της γερμανικής προσέγγισης για την κρίση στη ζώνη του ευρώ είναι απίθανο να αλλάξουν, ακόμη και αν αλλάξουν οι κομματικές πλειοψηφίες. Την επικρατούσα νεοκλασική πίστη στην ανάγκη για αυστηρότερους δημοσιονομικούς κανόνες, την συμμερίζονται και οι Σοσιαλδημοκράτες. Έχει επίσης ισχυρή υποστήριξη και μέσα στο κόμμα των Πρασίνων. Το ίδιο ισχύει και για το ζήτημα των ανισορροπιών του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Υπάρχει ευρεία συναίνεση, ότι το βάρος της προσαρμογής θα πρέπει να βαρύνει τις ελλειμματικές χώρες. Αν και μερικοί Σοσιαλδημοκράτες θα ήθελαν να εφαρμόσουν στοιχεία επεκτατικής πολιτικής στα μισθολογικά και στα δημοσιονομικά, που θα μπορούσαν να μειώσουν το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας, αυτό δεν είναι επίσημη θέση του κόμματος. Ένα σημαντικό τμήμα του SPD εξακολουθεί να πιστεύει ότι «η Γερμανία δεν μπορεί να τιμωρηθεί για τις εξαγωγικές επιτυχίες της». Μια αλλαγή στην κυβέρνηση δεν θα επηρέαζε υπερβολικά τη γερμανική θέση στο θέμα αυτό. Η πιο καθοριστική διαφορά μεταξύ της κυβέρνησης και του SPD για την κρίση της ευρωζώνης, είναι η διαφορετική εστίαση στην ανάπτυξη. Ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες προβάλλουν το επιχείρημα ότι οι πολιτικές που ενισχύουν την ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένης της δημοσιονομικής τόνωσης είναι σημαντικά για την επίλυση της κρίσης, οι Χριστιανοδημοκράτες έχουν τη θέση ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι καλές, αλλά δεν πρέπει να δαπανηθούν επιπλέον χρήματα για προγράμματα ανάπτυξης.
Στις διαπραγματεύσεις με τη Γερμανία, οι ευρωπαίοι εταίροι της πρέπει να εστιάζουν σε θέματα όπου μπορεί να αναμένεται κάποια μετακίνηση στη γερμανική θέση, αντί να αναμένουν μια αλλαγή σε ζητήματα στα οποία υπάρχει κομματική συναίνεση στη Γερμανία. Για παράδειγμα, αντί να επιτίθεται εναντίον της υπερβολικής λιτότητας και να ζητούν επαναδιαπραγμάτευση της νέας δημοσιονομικής συνθήκης, μια πιο ελπιδοφόρα στρατηγική θα ήταν να απαιτήσουν πανευρωπαϊκά προγράμματα ανάπτυξης και επενδύσεων, με μετατόπιση προς το ευρωπαϊκό επίπεδο των δαπανών και της δύναμης των δημόσιων οικονομικών πόρων που δημιουργεί η φορολογία. Μια προσέγγιση θα ήταν να απαιτήσουν διοχέτευση των αχρησιμοποίητων κονδυλίων της ΕΕ σε επενδυτικά προγράμματα προς όφελος της προβληματικής περιφέρειας της ευρωζώνης, ώστε να δοθεί βραχυπρόθεσμη τόνωση και να οικοδομηθεί μια πιο μόνιμη θεσμική δομή αργότερα. Ομοίως, αντί να αντιτίθεται στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, το να ζητήσουν περισσότερο χρόνο για την επίτευξη τους θα μπορούσε να εξασφαλίσει πιο εύκολα τη συναίνεση του Βερολίνου.
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο IP Journal και είναι σύνοψη εκτενέστερου κειμένου (ECFR policy brief) - "The long shadow of ordoliberalism: Germany's approach to the euro crisis" (pdf)
Σχετικό: Ordoliberalism and Ostpolitik
O Sebastian Dullien είναι καθηγητής Διεθνούς Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Εφαρμοσμένων Επιστημών Βερολίνου (HTW). Τομείς έρευνας η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, μακροοικονομία, ρύθμιση χρηματοπιστωτικών αγορών. Συνεργάτης του European Council on Foreign Relations (ECFR). Eργάστηκε ως δημοσιογράφος για την εφημερίδα Financial Times Deutschland. Συνεργάτης των περιοδικών Capital και Spiegel Online. Συγγραφέας του βιβλίου Decent Capitalism (με τους Hansjörg Herr &ι Christian Kellermann, 2011)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου