1. Παιχνίδι κυριαρχίας
του Νίκου Μουζέλη
© Το Βήμα, Παιχνίδι κυριαρχίας 15/2/2015
αναδημοσίευση "Μεταρρύθμιση"
Το πιο κομβικό πρόβλημα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στη σημερινή συγκυρία
είναι ο χειρισμός των εξελισσόμενων διαπραγματεύσεων μεταξύ της
ελληνικής κυβέρνησης και των εταίρων μας. Η γενική εντύπωση του κόσμου
είναι πως τελικά οι δύο πλευρές θα τα βρουν. Τα εμπόδια όμως για μια
λύση κοινής αποδοχής είναι μεγάλα. Αυτό σημαίνει πως η πιθανότητα μιας
grexit δεν είναι τόσο απίθανη όσο πολλοί πιστεύουν. Οι Βρυξέλλες
επιμένουν στη συνέχιση του Μνημονίου μέχρι το τέλος της αξιολόγησης. Η
ελληνική πλευρά από την άλλη μεριά ζητάει μια «γέφυρα» υπό τη μορφή ενός
δανειακού προγράμματος που δεν θα συνδέεται ούτε με νέα μέτρα λιτότητας
ούτε με έλεγχο από την τρόικα. Αν υποχωρήσει η κυρία Μέρκελ, αυτό θα
οδηγήσει στην παραπέρα κινητοποίηση των πολιτικών δυνάμεων στην ευρωζώνη
που επιθυμούν ή και απαιτούν το τέλος της λιτότητας - λιτότητα στην
οποία η γερμανίδα καγκελάριος επιμένει. Αν υποχωρήσει ο Αλέξης Τσίπρας,
αυτό θα θεωρηθεί μια θεαματική «κωλοτούμπα» που θέτει υπό αμφισβήτηση
τις κεντρικές προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. Από αυτή την
άποψη, η βασική διαφορά μεταξύ των δύο πλευρών είναι λιγότερο οικονομική
ή γραφειοκρατική (σεβασμός των κοινών κανόνων) και περισσότερο
πολιτική. Είναι θέμα κυριαρχίας.
Η Γερμανίδα καγκελάριος θέλει «να βάλει
στη θέση τους» αυτούς που αρχίζουν να αμφισβητούν όχι μόνο τη
νεοφιλελεύθερη στρατηγική της λιτότητας, αλλά και τη γερμανική ηγεμονία
στο πλαίσιο της ευρωζώνης. Οσο για τον έλληνα πρωθυπουργό, μια υποχώρηση
θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα μέσα στο κόμμα, αφού η «λαφαζανική
κομματική αντιπολίτευση» θα θεωρούσε κάθε υποχώρηση προδοσία. Βέβαια
υποχωρήσεις έχει ήδη κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτές όμως δεν είναι για τη στιγμή
πολύ ορατές ή άμεσες. Υποχώρηση όμως στο πλαίσιο των τωρινών
διαπραγματεύσεων είναι κεντρικής σημασίας, αφού θα καθορίσει αν η Ελλάδα
θα μείνει ή θα φύγει από την ευρωζώνη. Είναι επίσης κεντρικής σημασίας
γιατί αν ο Αλέξης Τσίπρας υποχωρήσει το κόμμα και ο ίδιος θα χάσουν την
πρωτοφανή σημερινή δημοτικότητά τους. Θα χάσουν το συμβολικό τους
κεφάλαιο.Με άλλα λόγια, και οι δύο πλευρές έχουν εμπλακεί σε ένα παιχνίδι που φαίνεται να είναι μηδενικού αθροίσματος, δηλαδή ό,τι κερδίζει ο ένας χάνει ο άλλος. Τα παραπάνω δεν σημαίνουν πως μια κοινά αποδεκτή συμφωνία είναι αδύνατη. Είναι όμως εξαιρετικά δύσκολη, αφού θα πρέπει να ικανοποιεί αντιτιθέμενα συμφέροντα. Πάντως θέλω να τονίσω εδώ πως θα είναι κρίμα αν δεν βρεθεί τρόπος να επωφεληθούμε από την κίνηση του Ντράγκι που είναι ένα πρώτο βήμα για την άμβλυνση της μερκελικής λιτότητας.
Δεν θα ασχοληθώ με το πρόβλημα του τι θα συμβεί αν βρεθούμε εκτός ευρωζώνης. Απλά θα παρατηρήσω πως στην περίπτωση μιας grexit η Ελλάδα, η οποία έχει παίξει σημαντικό ρόλο ως καταλύτης σημαντικών εξελίξεων στην ευρωζώνη, μπορεί να βρεθεί εκτός της ευρωζώνης πριν αυτές οι εξελίξεις οδηγήσουν στο πέρασμα από τη λιτότητα στην ανάπτυξη, από τον ανταγωνισμό στην αλληλεγγύη.
Από την άλλη μεριά, αν επιτευχθεί συμφωνία, οι δυσκολίες μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα δεν πρόκειται να αμβλυνθούν. Ας πάρουμε σαν παράδειγμα τον στόχο της μείωσης της ανεργίας. Αυτός ο στόχος είναι βέβαια κοινός σε όλα τα μέλη της ευρωζώνης. Είναι όμως πολύ πιο δύσκολος να επιτευχθεί στη χώρα μας. Μιας χώρας όπου, πέρα από τον τουρισμό, το παρωχημένο οικονομικό μοντέλο της δεν μπορεί να δημιουργήσει πολλές θέσεις εργασίας. Οσο για ξένες επενδύσεις, στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης η πρωτοφανής κινητικότητα του κεφαλαίου τού δίνει τη δυνατότητα να κατευθύνεται σε χώρες όπου η εργασία είναι πολύ φτηνή και τα εργασιακά δικαιώματα ανύπαρκτα.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιοριστικό πλαίσιο, οι δομικές αδυναμίες της Ελλάδας θα μπορέσουν να ξεπεραστούν μόνο όταν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις μέσα στη χώρα (όπως ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, η πάταξη της διαφθοράς, η μείωση των ανισοτήτων, η δύναμη της ολιγαρχίας κ.τ.λ.) συνδυαστούν με αναγκαίες αλλαγές στο επίπεδο της ευρωζώνης. Οπως έχει συχνά ειπωθεί, η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης ήταν από την αρχή βασισμένη στη λανθασμένη ιδέα πως είναι δυνατόν να έχεις περισσότερο ανταγωνιστικές οικονομίες (ο Βορράς) και λιγότερο ανταγωνιστικές (ο Νότος) χωρίς σοβαρούς αναδιανεμητικούς μηχανισμούς που πάνε πολύ πιο πέρα από τη «βοήθεια» τύπου ΕΣΠΑ. Η ανισορροπία μεταξύ των συνεχώς διογκούμενων γερμανικών πλεονασμάτων και των συνεχώς αυξανόμενων ελλειμμάτων του Νότου απαιτεί μια ουσιαστική βοήθεια τύπου Μάρσαλ. Οσο η τωρινή πολιτική λιτότητας συνεχίζεται και όσο η συστηματική μεταφορά πόρων από τον Νότο στον Βορρά δεν αντιστρέφεται, σύντομα οι γερμανικές ελίτ θα αναγκαστούν να αντιμετωπίσουν το εξής δίλημμα:
* ή μια ριζική αλλαγή της δομής της ευρωζώνης, καθώς και μια αλλαγή της νεοφιλελεύθερης, καταστροφικής πολιτικής της λιτότητας,
* ή τη διάλυση της ευρωζώνης.
Αν συμβεί το πρώτο, οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα θα έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας και η χώρα για πρώτη φορά θα αποκτήσει εντός της ευρωζώνης ουσιαστική αυτονομία. Αν συμβεί το δεύτερο, η αυτονομία μας, αντίθετα με αυτό που πολλοί πιστεύουν, θα αμβλυνθεί, αφού θα είμαστε στο έλεος της δικτατορίας των παγκόσμιων αγορών - μια δικτατορία που είναι πιο επώδυνη από αυτήν της κυρίας Μέρκελ. Γιατί μια οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά ενωμένη Ευρώπη θα μπορεί να αντισταθεί πιο αποτελεσματικά στον παγκόσμιο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό-καζίνο.
Τα εμπόδια της ομαλής ευρωπαϊκής πορείας της χώρας δεν είναι μόνο αυτά που η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει στις τωρινές διαπραγματεύσεις. Αν τελικά αποφύγουμε την grexit, η Ελλάδα εντός της ευρωζώνης θα έχει να αντιμετωπίσει εξίσου δύσκολα προβλήματα προσαρμογής μεσο- και μακροπρόθεσμα. Θα μπορέσει να τα χειριστεί πιο αποτελεσματικά αν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις γίνουν στο πλαίσιο μιας ευρωζώνης όπου η λογική της ανάπτυξης και της αλληλεγγύης υπερισχύει.
Τέλος, κλείνω με την ευχή όλα τα ελληνικά δημοκρατικά κόμματα να στηρίξουν στη δύσκολη αυτή στιγμή την κυβέρνηση χωρίς «ναι μεν αλλά», χωρίς αστερίσκους. Είναι τέτοια η κατάσταση που χωρίς καμία αμφιβολία η κομματική λογική πρέπει να μπει σε παρένθεση.
2.Μπορεί ν' αναγεννηθεί η σοσιαλδημοκρατία;
του Νίκου Μουζέλη
© Το Βήμα, Μπορεί να αναγεννηθεί η σοσιαλδημοκρατία; 23/11/2014
αναδημοσίευση "Μεταρρύθμιση"
Η σοσιαλδημοκρατία έκανε την
εμφάνισή της στον 19ο αιώνα σαν μια κίνηση που αρχικά είχε και
επαναστατικές / μαρξιστικές και εξελικτικές / ρεφορμιστικές τάσεις. Η
πόλωση μεταξύ των δύο προσανατολισμών πήρε την πιο χαρακτηριστική μορφή
της στη διαμάχη μεταξύ της λενινιστικής επαναστατικής στρατηγικής (ως
προς τον τρόπο υπέρβασης του καπιταλισμού) και αυτής του Μπερνστάιν. Η
επαναστατική προσέγγιση πρέσβευε πως η εξελικτική προοπτική θα οδηγούσε
στην «αστικοποίηση» της εργατικής τάξης και άρα στη μακρόχρονη επιβίωση
του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο Μπερνστάιν, από την άλλη μεριά,
πίστευε πως η σταδιακή καλυτέρευση της θέσης των εργατών μέσω
δημοκρατικών διαδικασιών είναι η βασική προϋπόθεση για την υπέρβαση του
καπιταλισμού και το πέρασμα στον δημοκρατικό σοσιαλισμό, δηλαδή σε μια
μετακαπιταλιστική κατάσταση όπου ο έλεγχος των μέσων παραγωγής θα
βασιζόταν κυρίως σε συνεταιριστικές αξίες και κανόνες.
Τελικά η
στρατηγική του Μπερνστάιν επικράτησε και αυτό οδήγησε στα τριάντα «χρυσά
χρόνια» της σοσιαλδημοκρατίας (1945-1975). Σε αυτή την περίοδο, πολλά
σοσιαλδημοκρατικά βορειοδυτικά ευρωπαϊκά κόμματα κατέκτησαν την εξουσία
και κατόρθωσαν να «εξανθρωπίσουν» σε κάποιον βαθμό τον καπιταλισμό.
Κατόρθωσαν να προωθήσουν τη διάχυση δικαιωμάτων προς τη λαϊκή βάση.
Δικαιώματα στον αστικό χώρο (κράτος δικαίου), στον πολιτικό (καθολική
ψήφος για άνδρες) και στον κοινωνικό (κράτος πρόνοιας). Πρόκειται για
ένα κατόρθωμα που δεν είχε ποτέ άλλοτε επιτευχθεί στη σύγχρονη
εποχή.
Προς το τέλος της δεκαετίας του ʼ70 όμως παρατηρούμε μια
εκτεταμένη/βαθιά σοσιαλδημοκρατική κρίση, η οποία είχε δύο βασικά αίτια.
Πρώτον, λόγω των νέων τεχνολογιών της μεταφορντικής περιόδου η
βιομηχανική εργατική τάξη, που ήταν η κύρια βάση των σοσιαλδημοκρατικών
κομμάτων, συρρικνώθηκε. Δεύτερον, η άνοδος της νεοφιλελεύθερης
παγκοσμιοποίησης και η μείωση της αυτονομίας του κράτους-έθνους άλλαξαν
την ισορροπία δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Το κράτος δεν ήταν
πια ικανό να ελέγξει τις κινήσεις του κεφαλαίου εντός των εθνικών
συνόρων. Λόγω αυτού τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μετατράπηκαν σε
«catch-all parties», δηλαδή σε κόμματα που για να επιβιώσουν εκλογικά
αναγκάστηκαν να απευθυνθούν σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό, χάνοντας έτσι
τον φιλεργατικό χαρακτήρα τους. Σε έναν σημαντικό βαθμό υποχρεώθηκαν να
αποδεχθούν νεοφιλελεύθερες θέσεις και πρακτικές. Η υλοποίηση αυτών των
θέσεων οδήγησε, ως γνωστόν, σε τεράστιες ανισότητες, στη σχετική
αποδυνάμωση του κράτους πρόνοιας και στην περιθωριοποίηση ενός μεγάλου
μέρους του πληθυσμού.
Πολλοί, κυρίως στον χώρο της Αριστεράς,
ταυτίζουν αποκλειστικά τη σοσιαλδημοκρατία με τη χρυσή εποχή της. Κατʼ
αυτούς η «αληθινή» σοσιαλδημοκρατία είναι φαινόμενο της πρώιμης
μεταπολεμικής περιόδου. Σήμερα έχει εξαφανιστεί ανεπιστρεπτί. Από την
άλλη μεριά όμως υπάρχουν αυτοί που ορίζουν το φαινόμενο ευρύτερα: σε ένα
εξελικτικό, ρεφορμιστικό κίνημα που μπορεί να αναζωογονηθεί, που μπορεί
να ξεπεράσει τη σημερινή κρίση του δημιουργώντας νέες στρατηγικές
βασισμένες στα νέα δεδομένα και που θα στοχεύουν σε μια δεύτερη «χρυσή
εποχή», σε έναν δεύτερο εξανθρωπισμό του καπιταλισμού.
Παρʼ όλο
που το κράτος-έθνος δεν έχει σήμερα συρρικνωθεί, όπως ήδη ειπώθηκε, έχει
χάσει ένα σημαντικό μέρος της αυτονομίας του. Ως εκ τούτου, είναι
γεγονός πως μια προοδευτική σοσιαλδημοκρατία δεν είναι πια εφικτή «σε
μία μόνο χώρα» - κυρίως στον ευρωπαϊκό Νότο. Μπορεί μόνο να επιτευχθεί
σε ένα ευρύτερο μεταεθνικό πλαίσιο όπως αυτό της ΟΝΕ. Ενα πλαίσιο ικανό
να αποκτήσει μια σχετική αυτονομία σε σχέση με το παγκόσμιο σύστημα.
Αυτό βέβαια προϋποθέτει μια ριζικά διαφορετική ευρωζώνη. Προϋποθέτει τη
ριζική αλλαγή της ετοιμόρροπης αρχιτεκτονικής της. Προϋποθέτει το
πέρασμα από μια νεοφιλελεύθερη, γερμανοκρατούμενη Ευρώπη σε μια πιο
ενοποιημένη σοσιαλδημοκρατική κοινότητα χωρών που να βασίζεται όχι μόνο
στον ανταγωνισμό αλλά και στην αλληλεγγύη. Σημαίνει, πιο συγκεκριμένα,
τη δημιουργία αναδιανεμητικών μηχανισμών που θα μειώνουν τις ανισότητες
μεταξύ πιο αναπτυγμένων και λιγότερο αναπτυγμένων/ανταγωνιστικών
οικονομιών. Είναι δυνατόν να δημιουργηθεί μια τέτοια Ευρώπη; Νομίζω πως
είναι δύσκολο, αλλά όχι αδύνατο.
Οι γερμανικές ελίτ αντιλαμβάνονται πια πως, λόγω της ανάπτυξης των «αναδυόμενων οικονομιών», η τυχόν διάλυση της ΟΝΕ θα καταστήσει τη χώρα τους έναν τρίτης κατηγορίας παίκτη στην παγκόσμια οικονομία. Αυτό η κυρία Μέρκελ θέλει να το αποφύγει, χωρίς να αλλάξει όμως τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της. Δεν νομίζω πως αυτό είναι εφικτό. Η Γερμανία θα πρέπει να διαλέξει: ή τον σοσιαλδημοκρατικό μετασχηματισμό της ευρωζώνης ή τη διάλυσή της.
Οι γερμανικές ελίτ αντιλαμβάνονται πια πως, λόγω της ανάπτυξης των «αναδυόμενων οικονομιών», η τυχόν διάλυση της ΟΝΕ θα καταστήσει τη χώρα τους έναν τρίτης κατηγορίας παίκτη στην παγκόσμια οικονομία. Αυτό η κυρία Μέρκελ θέλει να το αποφύγει, χωρίς να αλλάξει όμως τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της. Δεν νομίζω πως αυτό είναι εφικτό. Η Γερμανία θα πρέπει να διαλέξει: ή τον σοσιαλδημοκρατικό μετασχηματισμό της ευρωζώνης ή τη διάλυσή της.
Η παγκόσμια διάσταση
Μετά
την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού η παγκόσμια οικονομία
αποτελείται από τρεις διαφορετικούς τύπους καπιταλισμού: τον
νεοφιλελεύθερο τύπο, όπου κυριαρχούν οι ΗΠΑ, τον αυταρχικό καπιταλισμό,
όπου κύριος παγκόσμιος παίκτης είναι η Κίνα, και τον πιο αδύναμο
ημι-σοσιαλδημοκρατικό/«σοσιαλφιλελεύθερο» ευρωπαϊκό καπιταλισμό της
ευρωζώνης. Από αυτή τη σκοπιά, η πιθανή σοσιαλδημοκρατικοποίηση της
Ευρώπης μπορεί να οδηγήσει ξανά σε ευνοϊκές συνθήκες για την αναβίωση
προοδευτικών σοσιαλδημοκρατικών στρατηγικών.
Τέλος, όπως πολλές
φορές στο παρελθόν έτσι και σήμερα, στους κόλπους της Αριστεράς,
πολλαπλασιάζονται οι προβλέψεις για την επερχόμενη κατάρρευση του
καπιταλισμού. Νομίζω πως αυτή η πρόβλεψη θα διαψευστεί για μία ακόμη
φορά. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής σίγουρα δεν είναι αιώνιος. Αλλά
έχει ακόμη πολλά χρόνια ζωής. Αν όχι για κανέναν άλλο λόγο, γιατί οι
δυνάμεις που προσπαθούν να τον ανατρέψουν (αριστερά συνδικάτα και
κόμματα, μαζικές κινητοποιήσεις τύπου Γένοβας και Αγανακτισμένων, νέα
κοινωνικά κινήματα, παγκόσμιες μη κυβερνητικές οργανώσεις κτλ.) είναι
εξαιρετικά καχεκτικές - και σε εθνικό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Υπάρχει
βέβαια η θεωρία πως λόγω των συνεχιζόμενων και εντεινόμενων παγκόσμιων
κρίσεων, ακόμα και χωρίς σοβαρές λαϊκές πιέσεις, οι συστημικές
αντινομίες της παγκόσμιας οικονομίας θα οδηγήσουν στην κατάρρευση του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτού του είδους οι αναλύσεις που
ξαναπροβάλλουν στον αριστερό χώρο (βλ. π.χ. Streeck, 2014) δεν λαμβάνουν
υπόψη τους πως οι δυνάμεις που θα διαμορφώσουν τον κόσμο στις δεκαετίες
που έρχονται είναι η Κίνα και οι ΗΠΑ, που είναι καπιταλιστικές, χωρίς
να είναι παθητικά όργανα των πολυεθνικών. Αυτοί οι δύο πιο σοβαροί
παίκτες στην παγκόσμια οικονομία και γεωπολιτική αρένα έχουν τουλάχιστον
ένα κοινό συμφέρον: την πιο αποτελεσματική διαχείριση των
καπιταλιστικών κρίσεων, κρίσεων που αναμφίβολα θα συνεχιστούν αλλά
μπορούν σε έναν μεγάλο βαθμό να ελεγχθούν.
Αν ισχύουν τα
παραπάνω, οι προοδευτικές δυνάμεις (δηλαδή οι δυνάμεις που μάχονται για
την παραπέρα διάχυση δικαιωμάτων προς τα λαϊκά στρώματα) έχουν την εξής
επιλογή: ή να ακολουθήσουν στρατηγικές ανατροπής του καπιταλισμού ή να
ακολουθήσουν μια νέα προοδευτική, ρεφορμιστική στρατηγική εντός των
ορίων που επιβάλλει το καπιταλιστικό πλαίσιο. Η πρώτη, επειδή είναι
ουτοπική, όπως στο παρελθόν, θα αποτύχει. Η δεύτερη μπορεί να οδηγήσει
σε μιαν αναβίωση της σοσιαλδημοκρατίας και σε έναν πιο ανθρώπινο κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου