Από το τέλος της δεκαετίας του 1970 και μετά, παντού στον τότε ανεπτυγμένο κόσμο της Βορείου Αμερικής και της Ευρώπης, ο νεοφιλελευθερισμός προωθήθηκε με ενεργό συμμετοχή του κράτους και της πολιτικής - παρόμοια όπως εναργέστατα περιγράφηκε από τον Karl Polanyi (Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός») η «σχεδιασμένη» προέλαση («planned lessaiz-faire») ανεξέλεγκτων μορφών καπιταλισμού που συνέβη σε προηγούμενες εποχές. Ωστόσο ο νεοφιλελευθερισμός δεν εμφανίστηκε σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη με την ίδια μορφή. Ούτε εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα αργότερα από τις άλλες χώρες της Ευρώπης ή σε «αραιωμένη» και «ήπια» μορφή, όπως ισχυρίζονται πολλοί εντός της εγχώριας Αριστεράς, ακόμη και της ακραίας. Το αντίθετο. Ήταν και εδώ - όπως και στη λοιπή Ευρώπη (πλην Σκανδιναβικών χωρών) - παρών από τα πρώτα ιδρυτικά του χρόνια των αρχών της δεκαετίας του 1980.
Η διαφορά είναι ότι στην Ελλάδα (όπως λίγο-πολύ σε όλο τον Μεσογειακό ευρωπαϊκό Νότο), ο
νεοφιλελευθερισμός είχε από την αρχή χαρακτηριστικά ιδιαίτερα, «παραδοξότητες» σε σύγκριση με την κυρίαρχη «αγγλοσαξωνική» του εκδοχή: Σκληρά πελατειακό κράτος, κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, εξαρχής στεγανή διαίρεση των εργαζομένων σε απροστάτευτους και
προστατευμένους και τέλος, μια ακραία (για τα ευρωπαϊκά μέτρα) στρέβλωση του ούτως ή άλλως υποσχηματισμένου κράτους πρόνοιας, που ακόμη και αυτό το υποτυπώδες,
υφαρπάχτηκε από ομάδες σχετικά προνομιούχων μεσοστρωμάτων.
Το ελληνικό «παράδοξο»: ΠΑΣΟΚικός λαϊκισμός, «μικρομεσαίοι» ως αναβαθμισμένοι σύμμαχοι του κεφαλαίου, διάσπαση της αγοράς εργασίας, φιλοκυκλική οικονομική διαχείριση
Πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά τα κληρονόμησε από το τυπικό μετεμφυλιακό κράτος της κομματικής και κυρίως οικογενειοκρατικής-παρεοκρατικής και τοπικιστικής πελατείας. Ωστόσο τα παγίωσε και διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής τους, πράγμα που κάνει ξεχωριστή την περίοδο μετά το 1980. Χαρακτηριστική ήταν η τροφοδοσία των «νέων τζακιών», χωρίς να σβήσουν όσα μεγάλα παλιά τζάκια και καμινάδες προσαρμόστηκαν έγκαιρα στο νέο κλίμα, κυρίως όμως ο συνεχώς βαθύτερος διαχωρισμός των προστατευμένων μισθωτών, και ιδίως των πιο ευνοημένων μερίδων τους, από τους απροστάτευτους συνήθεις εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα. Η διαίρεση βάθυνε τόσο ως προς το ύψος των μισθών, όσο και ως προς το καθεστώς εργασιακής ασφάλειας, με τη διαρκή απορρύθμιση στην πράξη της ευρύτερης ιδιωτικής αγοράς εργασίας. Στη διαίρεση αυτή βοήθησε πολύ ο ενσωματωμένος στο κράτος συντεχνιακός-εργοδοτικός (του εργοδότη-κράτους, κυρίως) συνδικαλισμός της προστατευμένης «εργασιακής αριστοκρατίας». Ο ελληνικός συνδικαλισμός μετά το 1980 εκπροσωπούσε μόνον τα συμφέροντα των απασχολούμενων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, κυρίως στις τράπεζες, ΔΕΚΟ και σε 2-3 άλλους «δυναμικούς» τομείς υπηρεσιών.
Φαινομενικά, το να κατατάσσει κανείς στο ευρύτερο φαινόμενο του νεοφιλελευθερισμού την ελληνική «ιδιορρυθμία» των τριών δεκαετιών μετά το 1980, μοιάζει εξαιρετικά παράδοξη σκέψη, ίσως και λογική αντίφαση. Αλλά μόνον φαινομενικά. Η αναλυτική εξέταση πολλών από τα επιμέρους φαινόμενα που συγκροτούσαν την ελληνική «ιδιορρυθμία» της εποχής εκείνης της προσφέρει εύλογες βάσεις αξιοπιστίας. Λόγου χάρη, στην Ελλάδα της εποχής μετά το 1980 παρατηρούμε και ένα άλλο καθολικό διακριτικό γνώρισμα των απανταχού νεοφιλελευθερισμών: Την σκληρά φιλο-κυκλική μακροοικονομική διαχείριση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η οποία σε εποχές έντονης ανόδου του ονομαστικού ΑΕΠ δημιουργεί τερατώδεις φούσκες περιουσιακών στοιχείων (κλασική περίπτωση, οι ΗΠΑ της δεκαετίας του 2000). Μάλιστα, για το θέμα αυτό, ο «παλαιοφιλελεύθερος» Κέϋνς - όχι όμως πάντα και οι νεο-κεϋνσιανοί - έχει πει εξαιρετικά ενδιαφέροντα πράγματα. Ως προς το φιλο-κυκλικό χαρακτηριστικό (όπως και ως προς τη διάσπαση της αγοράς εργασίας), η μακροοικονομική διαχείριση του Ανδρέα Παπανδρέου μετά το 1981 δεν ήταν λιγότερο νεοφιλελεύθερη από του Κ. Σημίτη μετά το 2001, ούτε από τη μεγάλη πελατειακή τρόμπα του Καραμανλή ΙΙ, ο οποία ακόμη και το 2007-2008 παραγέμιζε ανεπανόρθωτα με κοπανιστό αέρα την ελληνική φούσκα.
Πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά τα κληρονόμησε από το τυπικό μετεμφυλιακό κράτος της κομματικής και κυρίως οικογενειοκρατικής-παρεοκρατικής και τοπικιστικής πελατείας. Ωστόσο τα παγίωσε και διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής τους, πράγμα που κάνει ξεχωριστή την περίοδο μετά το 1980. Χαρακτηριστική ήταν η τροφοδοσία των «νέων τζακιών», χωρίς να σβήσουν όσα μεγάλα παλιά τζάκια και καμινάδες προσαρμόστηκαν έγκαιρα στο νέο κλίμα, κυρίως όμως ο συνεχώς βαθύτερος διαχωρισμός των προστατευμένων μισθωτών, και ιδίως των πιο ευνοημένων μερίδων τους, από τους απροστάτευτους συνήθεις εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα. Η διαίρεση βάθυνε τόσο ως προς το ύψος των μισθών, όσο και ως προς το καθεστώς εργασιακής ασφάλειας, με τη διαρκή απορρύθμιση στην πράξη της ευρύτερης ιδιωτικής αγοράς εργασίας. Στη διαίρεση αυτή βοήθησε πολύ ο ενσωματωμένος στο κράτος συντεχνιακός-εργοδοτικός (του εργοδότη-κράτους, κυρίως) συνδικαλισμός της προστατευμένης «εργασιακής αριστοκρατίας». Ο ελληνικός συνδικαλισμός μετά το 1980 εκπροσωπούσε μόνον τα συμφέροντα των απασχολούμενων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, κυρίως στις τράπεζες, ΔΕΚΟ και σε 2-3 άλλους «δυναμικούς» τομείς υπηρεσιών.
Φαινομενικά, το να κατατάσσει κανείς στο ευρύτερο φαινόμενο του νεοφιλελευθερισμού την ελληνική «ιδιορρυθμία» των τριών δεκαετιών μετά το 1980, μοιάζει εξαιρετικά παράδοξη σκέψη, ίσως και λογική αντίφαση. Αλλά μόνον φαινομενικά. Η αναλυτική εξέταση πολλών από τα επιμέρους φαινόμενα που συγκροτούσαν την ελληνική «ιδιορρυθμία» της εποχής εκείνης της προσφέρει εύλογες βάσεις αξιοπιστίας. Λόγου χάρη, στην Ελλάδα της εποχής μετά το 1980 παρατηρούμε και ένα άλλο καθολικό διακριτικό γνώρισμα των απανταχού νεοφιλελευθερισμών: Την σκληρά φιλο-κυκλική μακροοικονομική διαχείριση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η οποία σε εποχές έντονης ανόδου του ονομαστικού ΑΕΠ δημιουργεί τερατώδεις φούσκες περιουσιακών στοιχείων (κλασική περίπτωση, οι ΗΠΑ της δεκαετίας του 2000). Μάλιστα, για το θέμα αυτό, ο «παλαιοφιλελεύθερος» Κέϋνς - όχι όμως πάντα και οι νεο-κεϋνσιανοί - έχει πει εξαιρετικά ενδιαφέροντα πράγματα. Ως προς το φιλο-κυκλικό χαρακτηριστικό (όπως και ως προς τη διάσπαση της αγοράς εργασίας), η μακροοικονομική διαχείριση του Ανδρέα Παπανδρέου μετά το 1981 δεν ήταν λιγότερο νεοφιλελεύθερη από του Κ. Σημίτη μετά το 2001, ούτε από τη μεγάλη πελατειακή τρόμπα του Καραμανλή ΙΙ, ο οποία ακόμη και το 2007-2008 παραγέμιζε ανεπανόρθωτα με κοπανιστό αέρα την ελληνική φούσκα.
Το ΠΑΣΟΚ, από τη φύση του και λόγω των κοινωνικών δυνάμεων που επικρατούσαν μέσα του από την ίδρυσή του, σε καμμιά από τις φάσεις της ζωής του δεν ήταν Σοσιαλιστικό ή Σοσιαλδημοκρατικό, δηλαδή αριστερό κόμμα. Και ποτέ δεν μπόρεσε ούτε μπορούσε να γίνει, ούτε στην περίοδο Σημίτη ούτε στις διάφορες περιόδους Α. Παπανδρέου. Πουθενά στον κόσμο δεν γεννήθηκε Σοσιαλδημοκρατία με την κλασική της μορφή, παρά μόνον σε στενή σύνδεση με την συνδικαλιστικά οργανωμένη μισθωτή εργασία, ιδίως την βιομηχανική εργατική τάξη. Και διατηρήθηκε σε ακμάζουσα μορφή μόνον όσο υπήρχε αυτός ο δεσμός - που τώρα φαίνεται να χάνεται. Γι αυτό άλλωστε, όπως αποδείχτηκε μετά, είχαν δίκιο όσοι - λίγοι τότε - αμέσως πριν και αμέσως μετά το 1981, «από τη σκοπιά του σοσιαλισμού ατένιζαν το ΠΑΣΟΚ με παγερή αδιαφορία».
Το λυκόφως της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας - Η εξάντληση των ιστορικο-πολιτικών αποθεμάτων της
Άλλωστε, όταν ανέβαινε στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ, η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία είχε ήδη εξαντλήσει τα ιστορικά πολιτικά της αποθέματα και βάδιζε ήδη προς τους αδιέξοδους πειρασμούς του «τριτοδρομικού» Μπλερισμού και προς τον εναγκαλισμό της με τις πρόσκαιρα ανερχόμενες μεσαίες τάξεις και τα μη βιώσιμα καταναλωτικά τους πρότυπα.
Αντίθετα με τους νεοφιλελεύθερους, που προγυμνάστηκαν από τους ακαδημαϊκούς τους μέντορες (κυρίως από τον Φρίντριχ Χάγιεκ και τη Σχολή του Σικάγου), η Σοσιαλδημοκρατία δεν μπόρεσε να έχει έγκαιρα πολιτικό πρόγραμμα για μια διατηρήσιμη, κοινωνικά συνεκτική ή στοιχειωδώς αποδεκτή από τους πολλούς διαχείριση της παγκοσμιοποίησης και παρασύρθηκε στο επικλινές έδαφος των οικονομικών εξελίξεων: Από τις «αγορές τις ενσωματωμένες στα κράτη» (state embedded markets) αφέθηκε χωρίς αντίσταση στα «κράτη τα ενσωματωμένα στην παγκόσμια αγορά» (market embedded states).
Η «εποχή του νεοφιλελευθερισμού», η ταξική συμμαχία της - «Τrente Ιnglorieuses» (1980-2008)
Ο νεοφιλελευθερισμός στη Δύση δεν είναι μόνον ιδιωτικοποιήσεις. Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι μεν εμβληματικό και εύκολα παρατηρήσιμο χαρακτηριστικό του και αναπόφευκτο τελικό αποτέλεσμα κάθε νεοφιλελεύθερης πολιτικής· ωστόσο η εξαρχής εφαρμογή τους ως του «απόλυτου» πολιτικού εργαλείου κρούσης ίσως δεν είναι καθολικό διακριτικό γνώρισμα του νεοφιλελευθερισμού εν γένει, αλλά μόνον της επικρατούσας, της «ισχυρής» μορφής του, αυτής που πήρε στις αγγλοσαξωνικές χώρες. Οι μεγάλες μορφικές διαφορές δεν αναιρούν σημαντικές ομοιότητες περιεχομένων όλων «των νεοφιλελευθερισμών» ως προς άλλα βασικά γνωρίσματα:
Και στην Ελλάδα, γνωρίσαμε για 2-3 δεκαετίες τόσο την παροδική, μη διατηρήσιμη στήριξη της πολιτικής διαχείρισης σε (και προς) ανερχόμενα μεσοαστικά στρώματα, ελευθεροεπαγγελματικά αλλά και «αριστοκρατίες μισθωτών», όσο και την έμμονη φιλο-κυκλική πολιτική άτακτης συσσώρευσης και πολιτικά υποβοηθούμενης διόγκωσης ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων, κινητών και ακίνητων, δηλαδή τις τυπικές νεοφιλελεύθερες φούσκες. Με μόνη διαφορά, ότι εδώ στο Νότο, όλα αυτά επιχορηγήθηκαν με δημόσιο δανεισμό, με τερατώδη υπο-φορολόγηση των μή μισθωτών μεγαλομεσαίων στρωμάτων και με την αντίστροφα αναδιανεμητική υπερτροφοδότηση των «ευγενών» μισθωτών συνιστωσών των μεσαίων τάξεων μέσω ειδικών μισθολογίων και συνταξιοδοτικών καθεστώτων. Δηλαδή, και στις δύο περιπτώσεις, με ληστεία εις βάρος του μη εξασφαλισμένου τομέα των συνήθων εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα.
Εκτόξευση του πραγματικού κόστος της παραγωγής, αποβιομηχάνιση υπό την καθοδήγηση του κράτους
Το κλασικό κοινό χαρακτηριστικό του, μετά το 1980, «ώριμου» πελατειακού κράτους στο μεσογειακό Νότο με τον «ισχυρό», αγγλοσαξωνικής κοπής, νεοφιλελευθερισμό, είναι ο σχεδιασμός της οικονομικής πολιτικής: Η παθητική ή και ενεργητική συνδρομή του κράτους (σε συντονισμό με τη φυγή κεφαλαίων λόγω παγκοσμιοποίησης) στην καταστολή της βιομηχανίας και στροφή των κεφαλαίων στον τριτογενή τομέα, κυρίως στις χρηματοοκονομικές δραστηριότητες. Αυτό έγινε, πάνω απ' όλα, με τη διαρκή αύξηση του μη εργασιακού, «παράπλευρου» κόστους (πανάκριβη εγχώρια ενέργεια και μεταφορικά, φουσκωμένο κόστος γης και ακινήτων, νομικές υπηρεσίες, άμεσα χρηματικά και «χρονο-χρηματικά» προστιθέμενα κόστη λόγω γραφειοκρατίας, αργού δικαστικού μηχανισμού, διαφθοράς κτλ), με συνακόλουθη συνεισφορά στη ραγδαία πτώση της ανταγωνιστικότητας. Το μεταπολιτευτικό κράτος, υπό ΠΑΣΟΚική ή Νεοδημοκρατική πολιτική ηγεσία, παρακολουθούσε αδιάφορα τα παράπλευρα κόστη να εκτοξεύονται· συχνά τα εκτόξευε το ίδιο με τις πολιτικές του και με στοχευμένες νομοθετικές παρεμβάσεις. Προς όφελος, βέβαια, όσων κοινωνικών στρωμάτων επωφελήθηκαν από αυτή τη διόγκωση της φούσκας.
Παθητική κρατική συνδρομή στην αποβιομηχάνιση είναι και η απόλυτη απουσία τομεακής πολιτικής με κίνητρα για τη βιομηχανική επιχειρηματική δραστηριότητα μετά το 1980. Στην ίδια περίοδο, η εισροή Κοινοτικών πόρων για ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, για ευρύτερες διαρθρωτικές πολιτικές - ιδίως στις μειονεκτούσες περιφέρειες - κτλ, εκτός από τα δυσθεώρητα μη εργασιακά κόστη, συναντούσε όλο και πιο δυσανάλογα θεσμικά (νομικά, γραφειοκρατικά) και «κοινωνικά» εμπόδια, προκειμένου να καταλήξει σε ίδρυση βιομηχανικών επιχειρήσεων. Αντίθετα, τα νομικά, γραφειοκρατικά και «κοινωνικά» εμπόδια για να ιδρυθεί μια επιχείρηση τουριστική, χρηματοοικονομική (ιδίως αυτή η τελευταία κατηγορία...) ή άλλη του τριτογενούς τομέα, είναι απείρως χαμηλότερα. Αυτό ήταν η ενεργητική συνδρομή του κράτους στην καταστολή της βιομηχανίας. Δογματικές - ανορθολογικές πολιτικές της ΕΕ, π.χ. «η απαγόρευση της κρατικής επιδότησης» βιομηχανικών τομέων, βοήθησαν την αποδιάρθρωση και ίσως αποδειχτεί ότι μακροπρόθεσμα «πυροβόλησαν τα πόδια» της Κοινότητας· όμως στην πραγματικότητα, την αποβιομηχάνιση και τη στροφή στον τριτογενη τομέα την προώθησαν κυρίως οι «αυτόβουλες» και ριζικές μετατοπίσεις του ιδιωτικού κεφαλαίου εντός όλων σχεδόν των εθνικών κρατών, στην Ελλάδα τα μέγιστα, με την ενθουσιώδη συνδρομή του ελληνικού κράτους.
Ανάστροφη αναδιανομή: Η πρωταρχική επιδίωξη κάθε είδους νεοφιλελεύθερης πολιτικής Είναι γεγονός ότι στην Ελλάδα, γενικά στον ευρωπαϊκό Νότο, αλλά σε μεγάλο βαθμό επίσης σε χώρες όπως η Γαλλία και Γερμανία, εφαρμόστηκε μια «ασθενής» μορφή νεοφιλελεύθερης πολιτικής (ένας νεοφιλελευθερισμός χωρίς ιδιωτικοποιήσεις ως πρώτο πιάτο), αντί της «ισχυρής», αρχετυπικής μορφής νεοφιλελευθερισμού των μεγάλων αγγλοσαξωνικών χωρών.
Το λυκόφως της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας - Η εξάντληση των ιστορικο-πολιτικών αποθεμάτων της
Άλλωστε, όταν ανέβαινε στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ, η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία είχε ήδη εξαντλήσει τα ιστορικά πολιτικά της αποθέματα και βάδιζε ήδη προς τους αδιέξοδους πειρασμούς του «τριτοδρομικού» Μπλερισμού και προς τον εναγκαλισμό της με τις πρόσκαιρα ανερχόμενες μεσαίες τάξεις και τα μη βιώσιμα καταναλωτικά τους πρότυπα.
Αντίθετα με τους νεοφιλελεύθερους, που προγυμνάστηκαν από τους ακαδημαϊκούς τους μέντορες (κυρίως από τον Φρίντριχ Χάγιεκ και τη Σχολή του Σικάγου), η Σοσιαλδημοκρατία δεν μπόρεσε να έχει έγκαιρα πολιτικό πρόγραμμα για μια διατηρήσιμη, κοινωνικά συνεκτική ή στοιχειωδώς αποδεκτή από τους πολλούς διαχείριση της παγκοσμιοποίησης και παρασύρθηκε στο επικλινές έδαφος των οικονομικών εξελίξεων: Από τις «αγορές τις ενσωματωμένες στα κράτη» (state embedded markets) αφέθηκε χωρίς αντίσταση στα «κράτη τα ενσωματωμένα στην παγκόσμια αγορά» (market embedded states).
Διάγραμμα του Paul Krugman, μέσω: Christian Nadeau: Un graphique particulièrement clair sur les effets du néolibéralisme sur nos revenus - ιστοχώρος La socioéconomie, pour mettre un peu de social dans l'économie |
Ο νεοφιλελευθερισμός στη Δύση δεν είναι μόνον ιδιωτικοποιήσεις. Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι μεν εμβληματικό και εύκολα παρατηρήσιμο χαρακτηριστικό του και αναπόφευκτο τελικό αποτέλεσμα κάθε νεοφιλελεύθερης πολιτικής· ωστόσο η εξαρχής εφαρμογή τους ως του «απόλυτου» πολιτικού εργαλείου κρούσης ίσως δεν είναι καθολικό διακριτικό γνώρισμα του νεοφιλελευθερισμού εν γένει, αλλά μόνον της επικρατούσας, της «ισχυρής» μορφής του, αυτής που πήρε στις αγγλοσαξωνικές χώρες. Οι μεγάλες μορφικές διαφορές δεν αναιρούν σημαντικές ομοιότητες περιεχομένων όλων «των νεοφιλελευθερισμών» ως προς άλλα βασικά γνωρίσματα:
- τις φιλο-κυκλικές μακροοικονομικές πολιτικές,
- την σκληρή διάσπαση της αγοράς εργασίας σε εξασφαλισμένο και σε επισφαλές τμήμα,
- την μεγαλομεσαία κοινωνική συμμαχία με την (αντεστραμμένη) αναδιανεμητική της λειτουργία,
- την ενεργή πρώθηση από το κράτος της αποβιομηχάνισης και της στροφής των κεφαλαίων προς τον τριτογενή τομέα (υπηρεσίες κάθε είδους και κυρίως χρηματοοικονομικές).
Και στην Ελλάδα, γνωρίσαμε για 2-3 δεκαετίες τόσο την παροδική, μη διατηρήσιμη στήριξη της πολιτικής διαχείρισης σε (και προς) ανερχόμενα μεσοαστικά στρώματα, ελευθεροεπαγγελματικά αλλά και «αριστοκρατίες μισθωτών», όσο και την έμμονη φιλο-κυκλική πολιτική άτακτης συσσώρευσης και πολιτικά υποβοηθούμενης διόγκωσης ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων, κινητών και ακίνητων, δηλαδή τις τυπικές νεοφιλελεύθερες φούσκες. Με μόνη διαφορά, ότι εδώ στο Νότο, όλα αυτά επιχορηγήθηκαν με δημόσιο δανεισμό, με τερατώδη υπο-φορολόγηση των μή μισθωτών μεγαλομεσαίων στρωμάτων και με την αντίστροφα αναδιανεμητική υπερτροφοδότηση των «ευγενών» μισθωτών συνιστωσών των μεσαίων τάξεων μέσω ειδικών μισθολογίων και συνταξιοδοτικών καθεστώτων. Δηλαδή, και στις δύο περιπτώσεις, με ληστεία εις βάρος του μη εξασφαλισμένου τομέα των συνήθων εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα.
Photo: Από το περιοδικό Ο Πολίτης, τχ. 13 (10/1977) |
Το κλασικό κοινό χαρακτηριστικό του, μετά το 1980, «ώριμου» πελατειακού κράτους στο μεσογειακό Νότο με τον «ισχυρό», αγγλοσαξωνικής κοπής, νεοφιλελευθερισμό, είναι ο σχεδιασμός της οικονομικής πολιτικής: Η παθητική ή και ενεργητική συνδρομή του κράτους (σε συντονισμό με τη φυγή κεφαλαίων λόγω παγκοσμιοποίησης) στην καταστολή της βιομηχανίας και στροφή των κεφαλαίων στον τριτογενή τομέα, κυρίως στις χρηματοοκονομικές δραστηριότητες. Αυτό έγινε, πάνω απ' όλα, με τη διαρκή αύξηση του μη εργασιακού, «παράπλευρου» κόστους (πανάκριβη εγχώρια ενέργεια και μεταφορικά, φουσκωμένο κόστος γης και ακινήτων, νομικές υπηρεσίες, άμεσα χρηματικά και «χρονο-χρηματικά» προστιθέμενα κόστη λόγω γραφειοκρατίας, αργού δικαστικού μηχανισμού, διαφθοράς κτλ), με συνακόλουθη συνεισφορά στη ραγδαία πτώση της ανταγωνιστικότητας. Το μεταπολιτευτικό κράτος, υπό ΠΑΣΟΚική ή Νεοδημοκρατική πολιτική ηγεσία, παρακολουθούσε αδιάφορα τα παράπλευρα κόστη να εκτοξεύονται· συχνά τα εκτόξευε το ίδιο με τις πολιτικές του και με στοχευμένες νομοθετικές παρεμβάσεις. Προς όφελος, βέβαια, όσων κοινωνικών στρωμάτων επωφελήθηκαν από αυτή τη διόγκωση της φούσκας.
Παθητική κρατική συνδρομή στην αποβιομηχάνιση είναι και η απόλυτη απουσία τομεακής πολιτικής με κίνητρα για τη βιομηχανική επιχειρηματική δραστηριότητα μετά το 1980. Στην ίδια περίοδο, η εισροή Κοινοτικών πόρων για ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, για ευρύτερες διαρθρωτικές πολιτικές - ιδίως στις μειονεκτούσες περιφέρειες - κτλ, εκτός από τα δυσθεώρητα μη εργασιακά κόστη, συναντούσε όλο και πιο δυσανάλογα θεσμικά (νομικά, γραφειοκρατικά) και «κοινωνικά» εμπόδια, προκειμένου να καταλήξει σε ίδρυση βιομηχανικών επιχειρήσεων. Αντίθετα, τα νομικά, γραφειοκρατικά και «κοινωνικά» εμπόδια για να ιδρυθεί μια επιχείρηση τουριστική, χρηματοοικονομική (ιδίως αυτή η τελευταία κατηγορία...) ή άλλη του τριτογενούς τομέα, είναι απείρως χαμηλότερα. Αυτό ήταν η ενεργητική συνδρομή του κράτους στην καταστολή της βιομηχανίας. Δογματικές - ανορθολογικές πολιτικές της ΕΕ, π.χ. «η απαγόρευση της κρατικής επιδότησης» βιομηχανικών τομέων, βοήθησαν την αποδιάρθρωση και ίσως αποδειχτεί ότι μακροπρόθεσμα «πυροβόλησαν τα πόδια» της Κοινότητας· όμως στην πραγματικότητα, την αποβιομηχάνιση και τη στροφή στον τριτογενη τομέα την προώθησαν κυρίως οι «αυτόβουλες» και ριζικές μετατοπίσεις του ιδιωτικού κεφαλαίου εντός όλων σχεδόν των εθνικών κρατών, στην Ελλάδα τα μέγιστα, με την ενθουσιώδη συνδρομή του ελληνικού κράτους.
Εξέλιξη δεικτών κοινωνικής ανισότητας στην Ελλάδα (στοιχεία του ΟΟΣΑ) - βλ, επίσης εδώ και εδώ) |
Παρόλα αυτά, αντίθετα με τα ιδεολογήματα που διακινούν οι «εκπρόσωποι Τύπου» των εγχώριων μεταπολιτευτικών ελίτ, δεξιών και αριστερών, οι «αριθμοί» (εξέλιξη δεικτών κοινωνικής ανισότητας, κατανομής περιουσιακών στοιχείων κτλ) δείχνουν ότι τόσο
το αρχικό ΠΑΣΟΚ 1981-1984 όσο και η ΝΔ της περιόδου 2004-2009, η οποία «τερμάτισε το γκάζι», διακρίθηκαν στην αναδιανομή από κάτω προς τα πάνω, εφαρμόζοντας όλες τις άλλες πολιτικές και τη γενική κατεύθυνση των αλλαγών στις κοινωνικές ισορροπίες που βλέπαμε παντού στη Δύση. Αυτή είναι άλλωστε η raison d' être όλων των νεοφιλελευθερισμών.
Γιώργος Β. Ριτζούλης
Tony Judt: Στην εποχή της νέας ανασφάλειας να υπερασπισθούμε μαχόμενοι την κοινωνική δημοκρατία
Guy Standing: Εργασιακή επισφάλεια και «πρεκαριάτο»
Marc Mazower: Οι νέοι και η «γενιά του 1968» - Οι baby boomers κατέστρεψαν το μέλλον των παιδιών τους
Guy Standing: Εργασιακή επισφάλεια και «πρεκαριάτο»
Marc Mazower: Οι νέοι και η «γενιά του 1968» - Οι baby boomers κατέστρεψαν το μέλλον των παιδιών τους
Γεράσιμος Μοσχονάς: Παγιδευμένες διαδρομές
Συμφέροντα της ιδιωτικής σφαίρας και το «καθεστωτικό μπλοκ» της μεσαίας τάξης εμποδίζουν κάθε μεταρρύθμιση
Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο ή παλιά πολιτική;
Κρυμένα μυστικά και αυταπάτες στη ριζοσπαστική αριστερά και στους επίδοξους Έλληνες Σοσιαλδημοκράτες
Χωρίς περιττά σχόλια, κοινωνική δικαιοσύνη στην Ελλάδα
Συμφέροντα της ιδιωτικής σφαίρας και το «καθεστωτικό μπλοκ» της μεσαίας τάξης εμποδίζουν κάθε μεταρρύθμιση
Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο ή παλιά πολιτική;
Κρυμένα μυστικά και αυταπάτες στη ριζοσπαστική αριστερά και στους επίδοξους Έλληνες Σοσιαλδημοκράτες
Χωρίς περιττά σχόλια, κοινωνική δικαιοσύνη στην Ελλάδα
Στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση:
Λαϊκισμός ελληνικού τύπου και οι ιδέες ΠΑΣΟΚ. Πόσο παγερά αδιάφορος να μένει κανείς;
Κώστας Καρακώτιας: Η χαμένη τιμή της εργασίας και η αντιπάθεια της εκβιομηχάνισης
Κώστας Καρακώτιας: Η χαμένη τιμή της εργασίας και η αντιπάθεια της εκβιομηχάνισης
Άγγελος Ελεφάντης, Μάκης Καβουριάρης: ΠΑΣΟΚ - Λαϊκισμός ή Σοσιαλισμός, περιοδικό Ο Πολίτης, τεύχος 13, 10/1977
Όλη η σειρά των τευχών με όλα τα περιεχόμενα ψηφιοποιημένη στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας - ΑΣΚΙ (καθώς επίσης τα περιοδικά Επιθεώρηση Τέχνης, Η Συνέχεια και η Κριτική του Μανόλη Αναγνωστάκη)
Αυτο ειναι το αρθρο που πρεπει να το γραψουν 50 εως εκατο φορες ως τιμωρια :-) ολοι οι δηθεν μαρξιστες που υποστηριζουν οτι "ο νεοφιλελευθερισμός ...εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα αργότερα από τις άλλες χώρες της Ευρώπης ή σε «αραιωμένη» και «ήπια» μορφή, (δηλ.)πολλοί εντός της εγχώριας Αριστεράς, ακόμη και της ακραίας.", διοτι ως καλοπληρωμενοι συνδικαλιστες, εργατοπατερες του Δημοσιου, σχεδον ποτε δεν ενοιωσαν τις εργασιακες σχεσεις και την ανασφαλεια του ΙΤ
ΑπάντησηΔιαγραφή