των Ράινερ Φορστ και Μπερντ Ούλριχ
© Die Zeit, No 20/2016 - Rainer Forst und Bernd Ulrich : Gerechtigkeit: Kann die Linke noch kämpfen? Barbarei oder Solidarität: Die globale Armut ist vor unserer Haustür angekommen. Doch die Linken finden weltweit keine Antwort darauf, 4.5.2016
© Die Zeit, No 20/2016 - Rainer Forst und Bernd Ulrich : Gerechtigkeit: Kann die Linke noch kämpfen? Barbarei oder Solidarität: Die globale Armut ist vor unserer Haustür angekommen. Doch die Linken finden weltweit keine Antwort darauf, 4.5.2016
Πρόλογος: Το «Αλλά» της ζωής μας
Συνήθως θολά, πότε-πότε και έντονα, συνειδητοποιούμε διαρκώς ότι την αφήγηση περί προόδου της δικαιοσύνης στις δημοκρατικές κοινωνίες της Δύσης πρέπει να την ακούμε με πολλή επιφύλαξη. Όχι μόνον επειδή, παρ' όλα τα επιτεύγματα, οι κοινωνίες αυτές διασχίζονται πάντοτε από μεγάλες κοινωνικές ανισότητες (που γίνονται όλο και πιο έντονες)· αλλά και επειδή έχει σχηματιστεί μια μορφή παγκόσμιου απαρτχάιντ: Η ασφαλής και ελεύθερη ζωή σε ορισμένες περιοχές του κόσμου συνυπάρχει με πολύμορφες απειλές, αβεβαιότητες και απόλυτη φτώχεια σε άλλες περιοχές· και αυτά τα δύο είναι αλληλοεξαρτημένα. Αυτό είναι το μεγάλο «Αλλά» της ζωής μας.
Ωστόσο αυτό το «Αλλά», αυτό το σκοτεινό Στίγμα της ιστορίας της Δύσης, έχει τώρα τεθεί σε κίνηση. Από το πίσω μέρος του μυαλού μας εισβάλλει για τα καλά στη συνείδηση, από ηθικός πονοκέφαλος γίνεται πιεστικό πολιτικό ζήτημα. Από εδώ και στο εξής, ο κόσμος θα είναι διαφορετικός από αυτόν που μας ήταν οικείος, αλλά με τη συνείδησή μας ναρκωμένη ή ένοχη· διότι τώρα πρέπει να ασχοληθούμε αναπόφευκτα και εντελώς πρακτικά με το μεγάλο, με το παγκόσμιο ζήτημα της δικαιοσύνης. Δεν μπορούμε πια να υπεκφεύγουμε με προσχηματικές ερμηνείες από το απωθημένο «Αλλά» και κάθε πολιτική που θα το επιχειρήσει, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Το ίδιο και οι πολιτικές που θα δώσουν λανθασμένες απαντήσεις.
1.Παράδοξο αν όχι τραγικό είναι το γεγονός, ότι ακριβώς εκείνοι που προβάλλουν ιδιαίτερα τη δικαιοσύνη ως αρχή τους, αντιμετωπίζουν τις πιο μεγάλες δυσκολίες εν όψει της εισβολής του μεγάλου ζητήματος της παγκόσμιας δικαιοσύνης στον εθνικό μας μικρόκοσμο. Εννοούμε την Αριστερά. Δεν κατανόησε τα σημεία των καιρών και παραμένει σε κατάσταση ενός εθνικού παραλυτικού σοκ, διότι αδυνατεί να απαντήσει στη σημερινή παγκόσμια κατάσταση με ένα νέο, ρεαλιστικό αλλά ταυτόχρονα επιθετικά προοδευτικό λόγο, ο οποίος θα ανοίξει επιτέλους τον δρόμο προς τον υπερ/δια-κρατικό προσανατολισμό της πολιτικής. Μόνον μια τέτοια συζήτηση μπορεί να προστατεύσει τα Σοσιαλδημοκρατικά και Σοσιαλιστικά κόμματα, καθώς και τα Πράσινα (δεδομένου ότι βλέπουν ως αλληλοεξαρτώμενες την οικολογική βιωσιμότητα και τη δικαιοσύνη), από την προσφυγή σε ψευδείς και απατηλές εθνικιστικές ιδεολογίες ως απάντηση στην παγκοσμιοποίηση και από την αναγκαστική αποδοχή παιχνιδιών μηδενικού αθροίσματος μεταξύ «εκείνων» (δηλαδή, κατά περίπτωση, των προσφύγων, των Ελλήνων κτλ) και «ημών» (όμως ποιούς ακριβώς εννοεί αυτό το «εμείς»;).
Από την έκθεση της Ιρανής εικαστικού © Καταγιούν Καραμί, Welcome To Mojdeh / Resurrection |
Από την έκθεση της Ιρανής εικαστικού © Νέντα Ρεζαβιπούρ, Ο Δρόμος του Μεταξιού |
Οι εξελίξεις αυτές οδηγούν σε διάσπαση της συντηρητικής πολιτικής και σε εκκωφαντική αφωνία της Αριστεράς. Στη φιλελεύθερη-συντηρητική πλευρά, η εθνικοποίηση των προβλημάτων και η παγκοσμιοποίηση των οικονομικών δομών δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση και καλοσωρίζονται, γιατί έτσι οι εθνικές οικονομίες επιφορτίζονται με τις «εργασίες εκκαθάρισης και αποκατάστασης των ζημιών», αυτών που αφήνει πίσω της η υπερεθνική - διακρατική οικονομία, καθώς προσπορίζεται και διανέμει τα κέρδη της σύμφωνα με τους δικούς της κανόνες.
Η άλλη συντηρητική πολιτική, η προσανατολισμένη περισσότερο προς το δικό της εθνικό κράτος, εφ' όσον δεν τίθεται σε κίνδυνο το δικό της σπίτι συμβαδίζει χέρι με χέρι με όλα αυτά· όμως στους καιρούς του «ρεύματος» εξαθλιωμένων προσφύγων που προέρχονται από «ξένους» πολιτισμούς, η ανοχή της σταματά και πιέζει για να κλείσουν τα σύνορα για να μη επιβαρυνθεί υπερβολικά η «ικανότητα ενσωμάτωσης» του πληθυσμού και των θεσμικών οργάνων της κοινωνίας. Στη φωτιά της μάχης, αυτό εκφράζεται μερικές φορές και με πιο άμεσα ρατσιστικό τρόπο. Στην κατάσταση που επικρατεί σήμερα ανάμεσα στα συντηρητικό κυβερνητικό κόμμα της Γερμανίας CDU και στο «αδελφό» CSU της Βαυαρίας, μπορεί κανείς να μελετήσει την διάσπαση των δύο συντηρητικών κατευθύνσεων, της φιλελεύθερης-παγκόσμιας και της εθνικο-κοινωνικής.
Και ενώ συμβαίνουν αυτά, τι κάνει η Αριστερά; Με δεδομένη αυτή την προβληματική κατάσταση, δεν θα έπρεπε να κάνει αισθητή την παρουσία της με μια ολοκληρωμένη ανάλυση των αιτίων και των αλληλοεξαρτήσεων, προκειμένου να προτείνει λύσεις αντιμετώπισης δομικές, με διεθνή προσανατολισμό, με σύμπραξη των Σοσιαλδημοκρατικών, Σοσιαλιστικών και Πράσινων κομμάτων και κινημάτων χειραφέτησης; Ναι, θα έπρεπε. Αλλά γιατί δεν βλέπουμε σχεδόν τίποτε τέτοιο στην πολιτική συζήτηση; Για δύο λόγους: επειδή η Αριστερά έχει ξεχάσει τη γλώσσα της δικαιοσύνης και επειδή είναι εγκλωβισμένη στην παγίδα του εθνικού κράτους.
© Νέντα Ρεζαβιπούρ, Oscillations |
Οι ανοιχτοί λογαριασμοί μεταξύ του «Πρώτου» και του «Τρίτου» Κόσμου
3.
3.
Προφανώς έχουμε φτάσει σ' ένα στάδιο, στο οποίο πρέπει να δοθεί απάντηση στο ερώτημα για την παγκόσμια δικαιοσύνη μεταξύ αυτών που αποκαλούσαμε κάποτε «Πρώτο» και «Τρίτο» Κόσμο και σήμερα αποκαλούμε (επίσης ανακριβώς) «Δύση» και «Παγκόσμιο Νότο». Αλλά πρώτα-πρώτα είναι απαραίτητο να γραφτεί σε σαφή, καθαρή γλώσσα κάτι σαν ακριβής «λογαριασμός», δηλαδή μια αποτύπωση των σημερινών προνομιακά άνισων σχέσεων και εξαρτήσεων μεταξύ αυτών των χωρών ή ομάδων χωρών. Οι λόγοι που καθιστούν ληξιπρόθεσμο έναν τέτοιο «λογαριασμό» είναι πολλοί και ποικίλοι. Βλέποντας το πρόβλημα από την ιδιαίτερη ευρωπαϊκή οπτική γωνία, αυτοί οι λόγοι συνίστανται σήμερα προπαντός στο γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι στις αραβικές χώρες δεν είναι πια πρόθυμοι να αποτελούν μέρος της αθλιότητας των κρατών τους, της μισαλλοδοξίας, της κακής διακυβέρνησης κ.λ.π. και έπαυσαν να αποδέχονται όλα αυτά.
Τα κράτη αυτά, για πολύ καιρό, χρησίμευαν ως μέρος ενός παγκόσμιου «καταμερισμού εργασίας» στον εφοδιασμό με πρώτες ύλες, με αντάλλαγμα αποδοχή της διατήρησης στην εξουσία απολυταρχικών καθστώτων (και αποδοχή των μέσων που αυτά χρησιμοποιούσαν). Αυτό το «φτάνει πια!» εκφράστηκε ή εκφράζεται με τις εξεγέρσεις, με τη φυγή αλλά και με την τρομοκρατία, που είναι μια παθολογική και βάρβαρη μορφή διαμαρτυρίας και προσπάθειας απόκτησης δύναμης. Οι αιτίες αυτών των τάσεων είναι ποικίλες, όμως το αποτέλεσμα είναι να μην μπορεί πια η ευρωπαϊκή πολιτική να αντιμετωπίζει αυτούς τους ανθρώπους ως αντικείμενα, αλλά να είναι αναγκασμένη να λογοδοτεί πολιτικά ενώπιόν τους.
Εκτός από αυτούς, υπάρχουν και όσοι φεύγουν από χώρες που δεν προσφέρουν πια καμμιά προοπτική ζωής, τους οποίους εύκολα κατατάσσουμε στην γενική κατηγορία «οικονομικοί πρόσφυγες», λες και είναι οι άνθρωποι με τις βαλίτσες γεμάτες μαύρα χρήματα στα χέρια τους, στο δρόμο για την Ελβετία (ή για τον Παναμά). Έτσι παραβλέπουμε σε πόσο μεγάλο βαθμό η φτώχεια αυτών των ανθρώπων αποτελεί μέρος των παγκόσμιων σχέσεων· οι σχέσεις αυτές, σε άλλες χώρες προσαυξάνουν τον πλούτο εκείνων που επιβάλλουν προστατευτικούς δασμούς για να εμποδίσουν τις φτωχές χώρες να εξάγουν τα γεωργικά προϊόντα τους, ενώ ταυτόχρονα οι ίδιοι μεταφέρουν την παραγωγή στις φτωχές χώρες για να επωφεληθούν από τα ελάχιστα κόστη ή αρπάζουν τις πρώτες ύλες τους, ακόμη και το νερό ή βασικά είδη διατροφής.
Η ΕΕ και οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει τώρα να δώσουν απάντηση σε ένα υπαρξιακό ερώτημα: πώς να αντιμετωπίσουν αυτόν τον νέο αφυπνισμένο γείτονα, αυτή την επιβεβλημένη συνύπαρξη εντός της ανθρωπότητας. Σε κάθε περίπτωση, το Status quo ante [η προτέρα κατάσταση] δεν υπάρχει πια. Επίσης, το επιχείρημα ότι έχουν βελτιωθεί οι συνθήκες διαβίωσης σε χώρες όπως η Ινδία, η Κίνα ή η Βραζιλία, στην πραγματικότητα δεν βοηθάει πολύ, δεδομένου ότι η βελτίωση αυτή δεν μπορεί να μεταβιβασθεί, να διαχυθεί και προς τις πιό φτωχές χώρες, των οποίων η διαπραγματευτική δύναμη στις διεθνείς αγορές δεν είναι αντίστοιχη με αυτών των χωρών BRICS. Επιπλέον, η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, άν και είναι σημαντική, δεν σημαίνει και ότι έχουν ξεπεραστεί οι διαρθρωτικές ανισότητες.
Ωστόσο, και σε άλλες χώρες εκτός Ευρώπης, όπως λόγου χάρη στις ΗΠΑ (οι οποίες συνέβαλαν πολύ στην αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής και στην μετακίνηση των πληθυσμών της, χωρίς να επηρεασθούν άμεσα από τις συνέπειες), διαφαίνεται ότι ο παγκόσμιος λογαριασμός της δικαιοσύνης έγινε ληξιπρόθεσμος. Και εδώ εκδηλώνεται με επιθετικό τρόπο το δεύτερο συντηρητικό αντανακλαστικό. Δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλοιώς η εκπληκτική και σοκαριστική επιτυχία ρατσιστικών πολιτικών εγχειρημάτων. Ο Ντόναλντ Τραμπ υπόσχεται με μεγάλη αυτοπεποίθηση στους οπαδούς του ότι θα επιστρέψει απλήρωτο αυτόν τον λογαριασμό στα χέρια εκείνων των «παρακατιανών», εννοώντας τους Μεξικανούς, του μουσουλμάνους και πολλούς άλλους. Φυσικά, άν μπορέσει να το κάνει, το τίμημα θα είναι η τεράστια βαρβαρότητα και η αυτο-αποξένωση της χώρας του από τις αρχές του ανθρωπισμού, πράγμα που δείχνει όμως με αρνητικό τρόπο, πόσο επείγον είναι το ζήτημα και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
4.
Ταυτόχρονα, το ληξιπρόθεσμο του λογαριασμού μεταξύ του Πρώτου και του Τρίτου Κόσμου επιδεινώνει και τα εσωτερικά ζητήματα δικαιοσύνης εντός της Δύσης· όμως εδώ δημιουργούνται τόσο πολλές ψευδείς συσχετίσεις, ώστε μόνον άν ανοίξει μια προοπτική σαφώς προσανατολισμένη στη δικαιοσύνη, μόνον τότε μπορεί να ξεμπερδευτεί αυτό το κουβάρι. Και ενώ στις ΗΠΑ τίθεται κυρίως το ζήτημα των πλούσιων και φτωχών ανθρώπων εντός της χώρας, στην Ευρώπη, εκτός από αυτό, τίθεται και το ζήτημα «φτωχές και πλούσιες χώρες» εντός της ΕΕ.
Αυτή τη στιγμή, η πολιτική στις ΗΠΑ δεν προσφέρει μόνον μια ρατσιστική λύση, αλλά και μια σοσιαλιστική, και μάλιστα σε μια πολύ κλασική μορφή. Ο Μπέρνι Σάντερς (Bernie Sanders) έχει επιτυχία ίσως επειδή είναι ηλικιωμένος και όχι παρόλο που είναι ηλικιωμένος· έχει κάτι εκτός της εποχής μας, κάτι «μη σύγχρονο», το οποίο αφενός επιδρά αναζωογονητικά, αφετέρου όμως δεν αφήνει να φανεί καμία προοπτική υπερ/δια-κρατικής δράσης. Τον φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών που προτείνει, τον προορίζει ως βοήθημα για τη χρηματοδότηση των διδάκτρων στα κολέγια.
Στην Ευρώπη η κατάσταση είναι φυσικά πιο περίπλοκη. Πρώτον, υπάρχει η πολιτική πρόταση που έχει παρόμοια μορφή με την αμερικανική και είναι προσωποποιημένη στον αρχηγό του βρετανικού Εργατικού Κόμματος Τζέρεμι Κόρμπιν (Jeremy Corbyn). Ωστόσο στα θετικά του Κόρμπιν πρέπει να πιστωθεί το γεγονός ότι έχει ταχθεί με τους υποστηρικτές της παραμονής στην ΕΕ και έχει δεσμεύσει το Εργατικό Κόμμα σε μια εκστρατεία υπέρ της Ένωσης, θέτοντας ως στόχο μια «κοινωνική Ευρώπη». Δεύτερον, έχει σχηματιστεί στις Νότιες χώρες ένας Σοσιαλισμός νέος, νέος και ως προς τις ηλικίες και τα βιογραφικά των ηγετών του, που τον βλέπουμε στην Πορτογαλία και στην Ισπανία, ενώ ήδη κυβερνά στην Ελλάδα και στην Ιταλία. Όλα αυτά αφήνουν να διαφανεί κάτι φρέσκο που είναι αξιοσημείωτο. Τέλος, τρίτον, έχουμε τις κουρασμένες Σοσιαλδημοκρατίες, που δεν έχουν πολλά να αντιτάξουν στην παρακμή τους, ιδιαίτερα οι Γάλλοι Σοσιαλιστές (PS) και οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες (SPD). Γιατί συμβαίνει αυτό;
Αριστερός εθνικισμός και Κεϋνσιανισμός του εθνικού κράτους
Η πρόσκρουση των «κολασμένων αυτής της γης» (κατά την έκφραση του Φραντς Φανόν [Frantz Fanon]) πάνω στις δημοκρατικές κοινωνίες της Δύσης, θέτει την Αριστερά μπροστά σε μια τεράστια πρόκληση. Εδώ φαίνεται να συναντιώνται και να συγκρούονται δύο αντιλήψεις περί δικαιοσύνης που ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους και οι οποίες δεν μπορούν εύκολα να συμπέσουν πολιτικά και ιδεολογικά. Όμως αυτό είναι το μεγαλύτερο καθήκον της Σοσιαλδημοκρατίας στον 21ο αιώνα. Μέχρι στιγμής, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας και το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γαλλίας βρίσκονται, στην καλύτερη περίπτωση, σε κατάσταση κατάπληξης· εν όψει της προσφυγικής κρίσης η ισχύς και η επιρροή τους φθίνουν, παρόλο που πρόκειται στην πραγματικότητα για μια κρίση δικαιοσύνης.
Η Αριστερά στην Ευρώπη αντιδρά σ' αυτό το σοκ με πολλών ειδών τρόπους. Πρώτον, βρίσκεται μπροστά στον πειρασμό ή τη σύγχυση του εθνικισμού, δηλαδή να επιχειρήσει να απορρίψει τη νέα πρόκληση, κατά το δυνατόν με τρόπο μη ρατσιστικό, κυρίως υπό την απειλή να χάσει στις εθνικές εκλογές όσους ψηφοφόρους φοβούνται τον ανταγωνισμό των χαμηλών μισθών από τους μετανάστες. Στο μείγμα υπεισέρχονται εκτός των άλλων και αυταρχικές τάσεις, καθώς και μια συμπάθεια προς τη Ρωσία, που αρδεύεται από πολλές πηγές. Αυτό το είδος αριστερής αντίδρασης οδηγεί κατευθείαν σε ανορθόδοξες συμπράξεις με ακροδεξιές ή με δεξιές εθνικιστικές δυνάμεις [Querfront] και στην αυτοκαταστροφή της Αριστεράς. Επιπλέον, έτσι η Αριστερά αποφεύγει ή αποτυγχάνει να αναλύσει εις βάθος τις προκλήσεις και να δώσει μιαν ανθρώπινη και δίκαιη απάντηση στην κρίση, λες και νομιμοποιείται ως αντιμετώπιση των αστέγων το να κλειδαμπαρώνουμε το σπίτι μας. Υπάρχουν άραγε ακόμη ωθήσεις και κίνητρα για διεθνή αλληλεγγύη που πηγάζουν από το καθήκον της δικαιοσύνης;
Περισσότερο ενδιαφέρων, πιο ουσιαστικός και πιο αντιφατικός είναι ο Κεϋνσιανισμός του κράτους πρόνοιας ως απάντηση περιορισμένη στα όρια του εθνικού κράτους, στον οποίο συμπεριλαμβάνεται και η ιδέα ότι υπάρχουν αρκετά χρήματα, αρκεί να τα εκτυπώσεις. Με αυτό τον τρόπο, ορισμένοι θέλουν να αποφύγουν το ζήτημα της αύξησης των φόρων (και του πολιτικού σχεδιασμού για δίκαιη κατανομή τους). Αυτή η προσέγγιση οδηγεί σε εκούσια ή ακούσια σύμπραξη χωρίς αρχές με την Wall Street και με το City του Λονδίνου, επειδή αυτοί τροφοδοτούν το μεγάλο παιχνίδι με τα χρέη, με τα χρηματοπιστωτικά και με τα νομίσματα. Ταυτόχρονα, και αυτό το είδος πολιτικής εμπεριέχει μια τάση για στεγανοποίηση, κλειστά σύνορα και εθνικισμό, γιατί την παγκόσμια ρύθμιση, τον πολιτικό σχεδιασμό των οικονομικών διαδικασιών προς όφελος των πιο αδύναμων, στην πράξη τα κατανοεί αποκλειστικά και μόνον ως ρύθμιση και σχεδιασμό στο επίπεδο του εθνικού κράτους.
Αριστερός εθνικισμός και Κεϋνσιανισμός του εθνικού κράτους, αλλά και οι μαιανδρικοί ελιγμοί του Γκαμπριελισμού [υπαινιγμός για τον πρόεδρο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας Sigmar Gabriel], ο οποίος προσπαθεί να αποφορτίσει όλες τις αντιφάσεις της Αριστεράς με το να τις ενσωματώνει μέσα του, είναι εκδηλώσεις μιας Αριστεράς που δεν έχει πια εμπιστοσύνη στον εαυτό της· που διστάζει να μιλήσει καθαρά για τα πραγματικά προβλήματα και να αναζητήσει πολιτικές λύσεις.
Απλά, της φαίνεται πάρα πολύ μεγάλο για τις δυνάμεις της αυτό το καθήκον, στα πλαίσια του οποίου είναι αναγκαίος ένας αληθινός προβληματισμός που συνδυάζει την εθνική και την παγκόσμια δικαιοσύνη και δεν στρέφει τη μία εναντίον της άλλης. Εδώ εκδηλώνεται ένα σοβαρό δομικό πρόβλημα των σημερινών Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Μέσα στα πλαίσια του εθνικού κράτους, είχαν να επιλέξουν μεταξύ δύο εναλλακτικών δρόμων. Ο πρώτος συνίσταται στην αλλαγή των δομών του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής και κατανομής σε κεντρικά τους σημεία, με τέτοιο τρόπο, ώστε η εργατική τάξη κατά πρώτο λόγο, αλλά επίσης όλο και περισσότερες άλλες ομάδες, να συμμετέχουν πιο πολύ στην παραγόμενη ευημερία και να συναποφασίζουν για τη διαχείρισή της. Ο δεύτερος είναι πιο μετριοπαθής, δεδομένου ότι αναφέρεται λιγότερο σε δομικές αλλαγές και περισσότερο σε αποζημιώσεις για τις χειρότερες αρνητικές συνέπειες του συστήματος, ιδίως για τους κινδύνους της ανεργίας, της ασθένειας και της φτώχειας των ηλικιωμένων.
Τελικά επικράτησε ο «τρίτος δρόμος» του Μπλερ (Tony Blair) και του Σρέντερ (Gerhard Schröder), σύμφωνα με τον οποίο αποτελεσματική κοινωνική πολιτική είναι κατά κύριο λόγο πολιτική της αγοράς εργασίας· δηλαδή «το να χάσουν τα περιττά κιλά και να γίνουν κατάλληλοι» για την αγορά εργασίας οι αποκλεισμένοι από αυτήν, με τις κατάλληλες πολιτικές «υποχρεωτικών απαιτούμενων και παρεχόμενων κινήτρων». Από την άποψη αυτή, οι πολιτικές που τέθηκαν σε ισχύ υπό τον Σρέντερ, αφαίρεσαν για το ορατό μέλλον από την γερμανική Σοσιαλδημοκρατία την προοπτική να γίνει και πάλι το ισχυρότερο κόμμα. Επίσης, ένα αναποφάσιστο μείγμα και των τριών πολιτικών δρόμων έχει παραλύσει το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ούτε καν στην κρίση της ζώνης του ευρώ κατάφεραν αυτά τα δύο κόμματα να διατυπώσουν μιαν ευρωπαϊκή εναλλακτική λύση που να μορφοποιεί ολοκληρωμένα σε υπερ/δια-κρατικό επίπεδο τον πρώτο από τους τρεις αυτούς δρόμους.
Τάσεις φυγής, εθνικισμός και πολιτική κόπωση
5.
Είναι φανερό ότι η Αριστερά στην Ευρώπη δεν έχει την τόλμη να αναγνωρίσει ως ίσους τους πιο κολασμένους από τους κολασμένους αυτής της γης, και όταν αυτοί καταφεύγουν από ανάγκη στην προσφυγιά, είτε να τους δέχεται στην Ευρώπη, είτε να τους βοηθά στις χώρες καταγωγής τους με δύναμη και αποφασιστικότητα που μέχρι τώρα δεν είδαμε· όμως για να κάνει το δεύτερο, πρέπει να βρεί χρήματα εκεί όπου υπάρχουν, δηλαδή στους κερδοσκόπους των παγκόσμιων αγορών. Έτσι καταφεύγει στις αυταπάτες περί το εθνικό κράτος.
Αυτή η αίσθηση αδυναμίας και ματαιότητας επηρεάζει σε πολλούς τόπους και τον στοχασμό των αριστερών διανοούμενων. Κυκλοφορεί πολύ συχνά υπό την μορφή δημοφιλών και έξυπνων αποδομήσεων της ίδιας της κανονιστικής θέσης τους, φθάνοντας μέχρι και το σημείο να μην αφήνει τίποτε όρθιο από αυτήν, παρά μόνον ως ίχνος αισθητικής φύσης την πολύ μεγάλη αβεβαιότητα που αισθάνονται. Αυτή είναι μια αμήχανη αντίδραση στην υποτιθέμενη έλλειψη δυνατότητας για διακρατική πολιτική δράση. Θα έπρεπε ωστόσο να αξιοποιήσουν ως ευκαιρία τα πολλά κινήματα που υπερβαίνουν τα εθνικά και πολιτιστικά σύνορα και δεν θέλουν να αποδεχτούν την υπάρχουσα κατάσταση, προκειμένου να σκεφτούν νέες μορφές πολιτικής, ρεαλιστικές και ουτοπικές συγχρόνως, οι οποίες δεν θα ταλαντεύονται, ούτε ως προς την διαπίστωση και ανάλυση του προβλήματος, ούτε κανονιστικά.
Δεν είναι λοιπόν επιτρεπτό, αυτή η κοσμοϊστορική κατάσταση, η οποία απαιτεί μια ολοκληρωμένη ανάλυση της δομικής έλλειψης δικαιοσύνης και μιαν αντίστοιχη διακρατική προοπτική, να αντιμετωπίζεται από την Αριστερά απλά με τάσεις φυγής από το πρόβλημα, με τον εθνικισμό και με εκδηλώσεις πολιτικής κόπωσης, τη στιγμή ακριβώς που οι δύο πλευρές των συντηρητικών, τολμώ να πώ ότι παίζουν μεταξύ τους στα ζάρια το μέλλον της Ευρώπης, όπως διαφαίνεται στη Γαλλία, στη Γερμανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε άλλες χώρες. Σ΄ αυτό το παιχνίδι, άλλοτε έχει το πάνω χέρι η φιλελεύθερη-συντηρητική πλευρά η οποία υποστηρίζει την παγκόσμια αγορά, άλλοτε επικρατεί η εθνικο-συντηρητική πλευρά με τις ξενοφοβικές της υπερβολές. Τα αριστερά κόμματα είναι διηρημένα, παραπαίουν από δώ και από κεί, αλλά δεν βρίσκουν τρόπο να κόψουν τον γόρδιο δεσμό της στενά εθνικής πολιτικής και να ανοίξουν τον δρόμο για μια πολιτική πέραν του εθνικού κράτους. Κάθε κόμμα βλέπει μόνον την οικονομία του εθνικού κράτους του και τους ψηφοφόρους του, χάνοντας έτσι από το οπτικό πεδίο του τις σχέσεις και αλληλοεξαρτήσεις. Ίσως όμως στενεύει το οπτικό πεδίο και εξαιτίας του κατανοητού δισταγμού των αριστερών κομμάτων μπροστά στην παλιά καλή πάλη των τάξεων. Το ερώτημα είναι: μπορούν να υπάρξουν διεθνείς λύσεις χωρίς σύγκρουση με «εκείνους εκεί ψηλά», δηλαδή με τους διεθνείς κερδοσκόπους που επωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση, η οποία όμως σήμερα φέρνει τους πιο φτωχούς των φτωχών κυριολεκτικά μπροστά στην πόρτα της δεύτερης σε πλούτο κοινωνικής ομάδας;
6. Τα κράτη αυτά, για πολύ καιρό, χρησίμευαν ως μέρος ενός παγκόσμιου «καταμερισμού εργασίας» στον εφοδιασμό με πρώτες ύλες, με αντάλλαγμα αποδοχή της διατήρησης στην εξουσία απολυταρχικών καθστώτων (και αποδοχή των μέσων που αυτά χρησιμοποιούσαν). Αυτό το «φτάνει πια!» εκφράστηκε ή εκφράζεται με τις εξεγέρσεις, με τη φυγή αλλά και με την τρομοκρατία, που είναι μια παθολογική και βάρβαρη μορφή διαμαρτυρίας και προσπάθειας απόκτησης δύναμης. Οι αιτίες αυτών των τάσεων είναι ποικίλες, όμως το αποτέλεσμα είναι να μην μπορεί πια η ευρωπαϊκή πολιτική να αντιμετωπίζει αυτούς τους ανθρώπους ως αντικείμενα, αλλά να είναι αναγκασμένη να λογοδοτεί πολιτικά ενώπιόν τους.
Εκτός από αυτούς, υπάρχουν και όσοι φεύγουν από χώρες που δεν προσφέρουν πια καμμιά προοπτική ζωής, τους οποίους εύκολα κατατάσσουμε στην γενική κατηγορία «οικονομικοί πρόσφυγες», λες και είναι οι άνθρωποι με τις βαλίτσες γεμάτες μαύρα χρήματα στα χέρια τους, στο δρόμο για την Ελβετία (ή για τον Παναμά). Έτσι παραβλέπουμε σε πόσο μεγάλο βαθμό η φτώχεια αυτών των ανθρώπων αποτελεί μέρος των παγκόσμιων σχέσεων· οι σχέσεις αυτές, σε άλλες χώρες προσαυξάνουν τον πλούτο εκείνων που επιβάλλουν προστατευτικούς δασμούς για να εμποδίσουν τις φτωχές χώρες να εξάγουν τα γεωργικά προϊόντα τους, ενώ ταυτόχρονα οι ίδιοι μεταφέρουν την παραγωγή στις φτωχές χώρες για να επωφεληθούν από τα ελάχιστα κόστη ή αρπάζουν τις πρώτες ύλες τους, ακόμη και το νερό ή βασικά είδη διατροφής.
Η ΕΕ και οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει τώρα να δώσουν απάντηση σε ένα υπαρξιακό ερώτημα: πώς να αντιμετωπίσουν αυτόν τον νέο αφυπνισμένο γείτονα, αυτή την επιβεβλημένη συνύπαρξη εντός της ανθρωπότητας. Σε κάθε περίπτωση, το Status quo ante [η προτέρα κατάσταση] δεν υπάρχει πια. Επίσης, το επιχείρημα ότι έχουν βελτιωθεί οι συνθήκες διαβίωσης σε χώρες όπως η Ινδία, η Κίνα ή η Βραζιλία, στην πραγματικότητα δεν βοηθάει πολύ, δεδομένου ότι η βελτίωση αυτή δεν μπορεί να μεταβιβασθεί, να διαχυθεί και προς τις πιό φτωχές χώρες, των οποίων η διαπραγματευτική δύναμη στις διεθνείς αγορές δεν είναι αντίστοιχη με αυτών των χωρών BRICS. Επιπλέον, η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, άν και είναι σημαντική, δεν σημαίνει και ότι έχουν ξεπεραστεί οι διαρθρωτικές ανισότητες.
Ωστόσο, και σε άλλες χώρες εκτός Ευρώπης, όπως λόγου χάρη στις ΗΠΑ (οι οποίες συνέβαλαν πολύ στην αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής και στην μετακίνηση των πληθυσμών της, χωρίς να επηρεασθούν άμεσα από τις συνέπειες), διαφαίνεται ότι ο παγκόσμιος λογαριασμός της δικαιοσύνης έγινε ληξιπρόθεσμος. Και εδώ εκδηλώνεται με επιθετικό τρόπο το δεύτερο συντηρητικό αντανακλαστικό. Δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλοιώς η εκπληκτική και σοκαριστική επιτυχία ρατσιστικών πολιτικών εγχειρημάτων. Ο Ντόναλντ Τραμπ υπόσχεται με μεγάλη αυτοπεποίθηση στους οπαδούς του ότι θα επιστρέψει απλήρωτο αυτόν τον λογαριασμό στα χέρια εκείνων των «παρακατιανών», εννοώντας τους Μεξικανούς, του μουσουλμάνους και πολλούς άλλους. Φυσικά, άν μπορέσει να το κάνει, το τίμημα θα είναι η τεράστια βαρβαρότητα και η αυτο-αποξένωση της χώρας του από τις αρχές του ανθρωπισμού, πράγμα που δείχνει όμως με αρνητικό τρόπο, πόσο επείγον είναι το ζήτημα και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
© Νέντα Ρεζαβιπούρ, από τον Δρόμο του Μεταξιού |
Ταυτόχρονα, το ληξιπρόθεσμο του λογαριασμού μεταξύ του Πρώτου και του Τρίτου Κόσμου επιδεινώνει και τα εσωτερικά ζητήματα δικαιοσύνης εντός της Δύσης· όμως εδώ δημιουργούνται τόσο πολλές ψευδείς συσχετίσεις, ώστε μόνον άν ανοίξει μια προοπτική σαφώς προσανατολισμένη στη δικαιοσύνη, μόνον τότε μπορεί να ξεμπερδευτεί αυτό το κουβάρι. Και ενώ στις ΗΠΑ τίθεται κυρίως το ζήτημα των πλούσιων και φτωχών ανθρώπων εντός της χώρας, στην Ευρώπη, εκτός από αυτό, τίθεται και το ζήτημα «φτωχές και πλούσιες χώρες» εντός της ΕΕ.
Αυτή τη στιγμή, η πολιτική στις ΗΠΑ δεν προσφέρει μόνον μια ρατσιστική λύση, αλλά και μια σοσιαλιστική, και μάλιστα σε μια πολύ κλασική μορφή. Ο Μπέρνι Σάντερς (Bernie Sanders) έχει επιτυχία ίσως επειδή είναι ηλικιωμένος και όχι παρόλο που είναι ηλικιωμένος· έχει κάτι εκτός της εποχής μας, κάτι «μη σύγχρονο», το οποίο αφενός επιδρά αναζωογονητικά, αφετέρου όμως δεν αφήνει να φανεί καμία προοπτική υπερ/δια-κρατικής δράσης. Τον φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών που προτείνει, τον προορίζει ως βοήθημα για τη χρηματοδότηση των διδάκτρων στα κολέγια.
Στην Ευρώπη η κατάσταση είναι φυσικά πιο περίπλοκη. Πρώτον, υπάρχει η πολιτική πρόταση που έχει παρόμοια μορφή με την αμερικανική και είναι προσωποποιημένη στον αρχηγό του βρετανικού Εργατικού Κόμματος Τζέρεμι Κόρμπιν (Jeremy Corbyn). Ωστόσο στα θετικά του Κόρμπιν πρέπει να πιστωθεί το γεγονός ότι έχει ταχθεί με τους υποστηρικτές της παραμονής στην ΕΕ και έχει δεσμεύσει το Εργατικό Κόμμα σε μια εκστρατεία υπέρ της Ένωσης, θέτοντας ως στόχο μια «κοινωνική Ευρώπη». Δεύτερον, έχει σχηματιστεί στις Νότιες χώρες ένας Σοσιαλισμός νέος, νέος και ως προς τις ηλικίες και τα βιογραφικά των ηγετών του, που τον βλέπουμε στην Πορτογαλία και στην Ισπανία, ενώ ήδη κυβερνά στην Ελλάδα και στην Ιταλία. Όλα αυτά αφήνουν να διαφανεί κάτι φρέσκο που είναι αξιοσημείωτο. Τέλος, τρίτον, έχουμε τις κουρασμένες Σοσιαλδημοκρατίες, που δεν έχουν πολλά να αντιτάξουν στην παρακμή τους, ιδιαίτερα οι Γάλλοι Σοσιαλιστές (PS) και οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες (SPD). Γιατί συμβαίνει αυτό;
© Καταγιούν Καραμί - © Νέντα Ρεζαβιπούρ, The House of Sleep |
Η πρόσκρουση των «κολασμένων αυτής της γης» (κατά την έκφραση του Φραντς Φανόν [Frantz Fanon]) πάνω στις δημοκρατικές κοινωνίες της Δύσης, θέτει την Αριστερά μπροστά σε μια τεράστια πρόκληση. Εδώ φαίνεται να συναντιώνται και να συγκρούονται δύο αντιλήψεις περί δικαιοσύνης που ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους και οι οποίες δεν μπορούν εύκολα να συμπέσουν πολιτικά και ιδεολογικά. Όμως αυτό είναι το μεγαλύτερο καθήκον της Σοσιαλδημοκρατίας στον 21ο αιώνα. Μέχρι στιγμής, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας και το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γαλλίας βρίσκονται, στην καλύτερη περίπτωση, σε κατάσταση κατάπληξης· εν όψει της προσφυγικής κρίσης η ισχύς και η επιρροή τους φθίνουν, παρόλο που πρόκειται στην πραγματικότητα για μια κρίση δικαιοσύνης.
Η Αριστερά στην Ευρώπη αντιδρά σ' αυτό το σοκ με πολλών ειδών τρόπους. Πρώτον, βρίσκεται μπροστά στον πειρασμό ή τη σύγχυση του εθνικισμού, δηλαδή να επιχειρήσει να απορρίψει τη νέα πρόκληση, κατά το δυνατόν με τρόπο μη ρατσιστικό, κυρίως υπό την απειλή να χάσει στις εθνικές εκλογές όσους ψηφοφόρους φοβούνται τον ανταγωνισμό των χαμηλών μισθών από τους μετανάστες. Στο μείγμα υπεισέρχονται εκτός των άλλων και αυταρχικές τάσεις, καθώς και μια συμπάθεια προς τη Ρωσία, που αρδεύεται από πολλές πηγές. Αυτό το είδος αριστερής αντίδρασης οδηγεί κατευθείαν σε ανορθόδοξες συμπράξεις με ακροδεξιές ή με δεξιές εθνικιστικές δυνάμεις [Querfront] και στην αυτοκαταστροφή της Αριστεράς. Επιπλέον, έτσι η Αριστερά αποφεύγει ή αποτυγχάνει να αναλύσει εις βάθος τις προκλήσεις και να δώσει μιαν ανθρώπινη και δίκαιη απάντηση στην κρίση, λες και νομιμοποιείται ως αντιμετώπιση των αστέγων το να κλειδαμπαρώνουμε το σπίτι μας. Υπάρχουν άραγε ακόμη ωθήσεις και κίνητρα για διεθνή αλληλεγγύη που πηγάζουν από το καθήκον της δικαιοσύνης;
Περισσότερο ενδιαφέρων, πιο ουσιαστικός και πιο αντιφατικός είναι ο Κεϋνσιανισμός του κράτους πρόνοιας ως απάντηση περιορισμένη στα όρια του εθνικού κράτους, στον οποίο συμπεριλαμβάνεται και η ιδέα ότι υπάρχουν αρκετά χρήματα, αρκεί να τα εκτυπώσεις. Με αυτό τον τρόπο, ορισμένοι θέλουν να αποφύγουν το ζήτημα της αύξησης των φόρων (και του πολιτικού σχεδιασμού για δίκαιη κατανομή τους). Αυτή η προσέγγιση οδηγεί σε εκούσια ή ακούσια σύμπραξη χωρίς αρχές με την Wall Street και με το City του Λονδίνου, επειδή αυτοί τροφοδοτούν το μεγάλο παιχνίδι με τα χρέη, με τα χρηματοπιστωτικά και με τα νομίσματα. Ταυτόχρονα, και αυτό το είδος πολιτικής εμπεριέχει μια τάση για στεγανοποίηση, κλειστά σύνορα και εθνικισμό, γιατί την παγκόσμια ρύθμιση, τον πολιτικό σχεδιασμό των οικονομικών διαδικασιών προς όφελος των πιο αδύναμων, στην πράξη τα κατανοεί αποκλειστικά και μόνον ως ρύθμιση και σχεδιασμό στο επίπεδο του εθνικού κράτους.
Αριστερός εθνικισμός και Κεϋνσιανισμός του εθνικού κράτους, αλλά και οι μαιανδρικοί ελιγμοί του Γκαμπριελισμού [υπαινιγμός για τον πρόεδρο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας Sigmar Gabriel], ο οποίος προσπαθεί να αποφορτίσει όλες τις αντιφάσεις της Αριστεράς με το να τις ενσωματώνει μέσα του, είναι εκδηλώσεις μιας Αριστεράς που δεν έχει πια εμπιστοσύνη στον εαυτό της· που διστάζει να μιλήσει καθαρά για τα πραγματικά προβλήματα και να αναζητήσει πολιτικές λύσεις.
Απλά, της φαίνεται πάρα πολύ μεγάλο για τις δυνάμεις της αυτό το καθήκον, στα πλαίσια του οποίου είναι αναγκαίος ένας αληθινός προβληματισμός που συνδυάζει την εθνική και την παγκόσμια δικαιοσύνη και δεν στρέφει τη μία εναντίον της άλλης. Εδώ εκδηλώνεται ένα σοβαρό δομικό πρόβλημα των σημερινών Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Μέσα στα πλαίσια του εθνικού κράτους, είχαν να επιλέξουν μεταξύ δύο εναλλακτικών δρόμων. Ο πρώτος συνίσταται στην αλλαγή των δομών του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής και κατανομής σε κεντρικά τους σημεία, με τέτοιο τρόπο, ώστε η εργατική τάξη κατά πρώτο λόγο, αλλά επίσης όλο και περισσότερες άλλες ομάδες, να συμμετέχουν πιο πολύ στην παραγόμενη ευημερία και να συναποφασίζουν για τη διαχείρισή της. Ο δεύτερος είναι πιο μετριοπαθής, δεδομένου ότι αναφέρεται λιγότερο σε δομικές αλλαγές και περισσότερο σε αποζημιώσεις για τις χειρότερες αρνητικές συνέπειες του συστήματος, ιδίως για τους κινδύνους της ανεργίας, της ασθένειας και της φτώχειας των ηλικιωμένων.
Τελικά επικράτησε ο «τρίτος δρόμος» του Μπλερ (Tony Blair) και του Σρέντερ (Gerhard Schröder), σύμφωνα με τον οποίο αποτελεσματική κοινωνική πολιτική είναι κατά κύριο λόγο πολιτική της αγοράς εργασίας· δηλαδή «το να χάσουν τα περιττά κιλά και να γίνουν κατάλληλοι» για την αγορά εργασίας οι αποκλεισμένοι από αυτήν, με τις κατάλληλες πολιτικές «υποχρεωτικών απαιτούμενων και παρεχόμενων κινήτρων». Από την άποψη αυτή, οι πολιτικές που τέθηκαν σε ισχύ υπό τον Σρέντερ, αφαίρεσαν για το ορατό μέλλον από την γερμανική Σοσιαλδημοκρατία την προοπτική να γίνει και πάλι το ισχυρότερο κόμμα. Επίσης, ένα αναποφάσιστο μείγμα και των τριών πολιτικών δρόμων έχει παραλύσει το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ούτε καν στην κρίση της ζώνης του ευρώ κατάφεραν αυτά τα δύο κόμματα να διατυπώσουν μιαν ευρωπαϊκή εναλλακτική λύση που να μορφοποιεί ολοκληρωμένα σε υπερ/δια-κρατικό επίπεδο τον πρώτο από τους τρεις αυτούς δρόμους.
© Νέντα Ρεζαβιπούρ, Lion under the Rainbow (video wall) |
5.
Είναι φανερό ότι η Αριστερά στην Ευρώπη δεν έχει την τόλμη να αναγνωρίσει ως ίσους τους πιο κολασμένους από τους κολασμένους αυτής της γης, και όταν αυτοί καταφεύγουν από ανάγκη στην προσφυγιά, είτε να τους δέχεται στην Ευρώπη, είτε να τους βοηθά στις χώρες καταγωγής τους με δύναμη και αποφασιστικότητα που μέχρι τώρα δεν είδαμε· όμως για να κάνει το δεύτερο, πρέπει να βρεί χρήματα εκεί όπου υπάρχουν, δηλαδή στους κερδοσκόπους των παγκόσμιων αγορών. Έτσι καταφεύγει στις αυταπάτες περί το εθνικό κράτος.
Αυτή η αίσθηση αδυναμίας και ματαιότητας επηρεάζει σε πολλούς τόπους και τον στοχασμό των αριστερών διανοούμενων. Κυκλοφορεί πολύ συχνά υπό την μορφή δημοφιλών και έξυπνων αποδομήσεων της ίδιας της κανονιστικής θέσης τους, φθάνοντας μέχρι και το σημείο να μην αφήνει τίποτε όρθιο από αυτήν, παρά μόνον ως ίχνος αισθητικής φύσης την πολύ μεγάλη αβεβαιότητα που αισθάνονται. Αυτή είναι μια αμήχανη αντίδραση στην υποτιθέμενη έλλειψη δυνατότητας για διακρατική πολιτική δράση. Θα έπρεπε ωστόσο να αξιοποιήσουν ως ευκαιρία τα πολλά κινήματα που υπερβαίνουν τα εθνικά και πολιτιστικά σύνορα και δεν θέλουν να αποδεχτούν την υπάρχουσα κατάσταση, προκειμένου να σκεφτούν νέες μορφές πολιτικής, ρεαλιστικές και ουτοπικές συγχρόνως, οι οποίες δεν θα ταλαντεύονται, ούτε ως προς την διαπίστωση και ανάλυση του προβλήματος, ούτε κανονιστικά.
Δεν είναι λοιπόν επιτρεπτό, αυτή η κοσμοϊστορική κατάσταση, η οποία απαιτεί μια ολοκληρωμένη ανάλυση της δομικής έλλειψης δικαιοσύνης και μιαν αντίστοιχη διακρατική προοπτική, να αντιμετωπίζεται από την Αριστερά απλά με τάσεις φυγής από το πρόβλημα, με τον εθνικισμό και με εκδηλώσεις πολιτικής κόπωσης, τη στιγμή ακριβώς που οι δύο πλευρές των συντηρητικών, τολμώ να πώ ότι παίζουν μεταξύ τους στα ζάρια το μέλλον της Ευρώπης, όπως διαφαίνεται στη Γαλλία, στη Γερμανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε άλλες χώρες. Σ΄ αυτό το παιχνίδι, άλλοτε έχει το πάνω χέρι η φιλελεύθερη-συντηρητική πλευρά η οποία υποστηρίζει την παγκόσμια αγορά, άλλοτε επικρατεί η εθνικο-συντηρητική πλευρά με τις ξενοφοβικές της υπερβολές. Τα αριστερά κόμματα είναι διηρημένα, παραπαίουν από δώ και από κεί, αλλά δεν βρίσκουν τρόπο να κόψουν τον γόρδιο δεσμό της στενά εθνικής πολιτικής και να ανοίξουν τον δρόμο για μια πολιτική πέραν του εθνικού κράτους. Κάθε κόμμα βλέπει μόνον την οικονομία του εθνικού κράτους του και τους ψηφοφόρους του, χάνοντας έτσι από το οπτικό πεδίο του τις σχέσεις και αλληλοεξαρτήσεις. Ίσως όμως στενεύει το οπτικό πεδίο και εξαιτίας του κατανοητού δισταγμού των αριστερών κομμάτων μπροστά στην παλιά καλή πάλη των τάξεων. Το ερώτημα είναι: μπορούν να υπάρξουν διεθνείς λύσεις χωρίς σύγκρουση με «εκείνους εκεί ψηλά», δηλαδή με τους διεθνείς κερδοσκόπους που επωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση, η οποία όμως σήμερα φέρνει τους πιο φτωχούς των φτωχών κυριολεκτικά μπροστά στην πόρτα της δεύτερης σε πλούτο κοινωνικής ομάδας;
© Καταγιούν Καραμί, Resurrections |
Το γεγονός ότι ο λογαριασμός μεταξύ της Δύσης και του πλανητικού Νότου έγινε τώρα ληξιπρόθεσμος, απαιτεί έναν νέο τρόπο σκέψης, που να υπερβαίνει κατά πολύ τις μέχρι τώρα στοχευμένες πολιτικές ένταξης του Νότου· κατά κάποιο τρόπο, τώρα χρειάζεται η κατάργηση του διαχωρισμού «στους μέσα και τους έξω». Μέχρι πρόσφατα, η διεθνής πολιτική ήταν το πεδίο στο οποίο επικρατούσε ο φυσικός νόμος του ισχυρότερου, ή, στην καλύτερη περίπτωση, μόνον υποτυπωδώς μπορούσε να εξημερωθεί· συνεπώς, ήταν πεδίο όπου μπορούσαν να εκδηλώνονται οι πιο μεγάλες αδικίες χωρίς αυτό να θεωρείται σκάνδαλο. Σ΄ αυτό συντελούσε και το εξής: ο λόγος για το ζήτημα της μή-δικαιοσύνης δεν είχε καταφέρει να εξασφαλίσει και αυτός μια θέση στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής, δίπλα στη ρητορική περί ειρήνης. Η επιχειρηματολογία για το θέμα αυτό εξαντλούνταν στο εσωτερικό των μεμονωμένων κρατών. Έτσι υπήρχε μια ασταθής ασυμμετρία, στα πλαίσια της οποίας η Δύση μπορούσε να εισάγει και να εξάγει, δηλαδή να παγκοσμιοποιεί, σύμφωνα με τις δικές της προτιμήσεις, ενώ οι πολίτες του Νότου, ως παραγωγοί και ως καταναλωτές, αδυνατούσαν να παρέμβουν και να επηρεάσουν με τρόπο διαρκή και διατηρήσιμο τους όρους αυτής της παγκοσμιοποίησης. Τώρα όλο αυτό επανεισάγεται στη Δύση αντίστροφα, και όχι μόνον ως εισαγωγή αυτών των ίδιων των πολιτών του Νότου (πρόσφυγες), αλλά και με το γεγονός ότι ο πλανητικός Νότος εγείρει την απαίτηση να συναποφασίζει στο επίπεδο των G20 ή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Αλλά ακόμη οι φωνές αυτές μόλις που ακούγονται. Και ποιοί άλλοι, αν όχι προοδευτικά κόμματα, θα δώσουν δύναμη στις φωνές αυτές για να γίνουν ακουστές; Ποιοί, αν όχι αυτά, μπορούν να δημιουργήσουν μια υπερκρατική - διεθνική δημοκρατική δημόσια σφαίρα, που να υπερβαίνει την αυτοαναφορικότητα και τον εγωισμό της σκέψης που εξανλείται στο εθνικό κράτος;
Όταν κλείνουμε τα αυτιά μας στις διεκδικήσεις των αδικημένων, αυτό κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την οικουμενικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για τον ανθρωπισμό, για τον σοσιαλισμό ή για τον Χριστιανισμό της Δύσης, τον οποίο επικαλούμαστε ευχαρίστως όταν το θέμα είναι να τεθούν όρια στην ενσωμάτωση μεταναστών. Το σύστημα, χάρις στο οποίο εμείς παραμένουμε σε απόσταση ασφαλείας από αυτή τη βαθιά παγκόσμια αδικία, βαίνει προς κατάρρευση. Οι πρόσφυγες αναγκάζουν πολλούς από μας τους Ευρωπαίους να σκεφτούν πώς θα προασπίσουν στα σύνορα της χώρας τους τα προνόμιά τους, όμως έτσι αποκαλύπτεται και ο βάρβαρος χαρακτήρας αυτών των προνομίων. Η «καλή ζωή» εις βάρος άλλων ή με αδιαφορία για τους άλλους, δεν μπορεί πια να συνεχίζεται με καθαρή τη συνείδηση.
«Realpolitik» και ανθρωπισμός
7.
Η λογική που κρύβει από τα μάτια μας σε βαθμό μεγάλο την παγκόσμια αδικία, έχει διπλή μορφή: από τη μια πλευρά είναι η λεγόμενη realpolitik και από την άλλη το αντεστραμμένο της είδωλο, η ιδέα της ανθρωπιστικής πολιτικής. Η πρώτη ουσιαστικά λέει ότι τα «ανθρωπιστικά ζητήματα» (ανθρώπινα δικαιώματα, φτώχεια) πρέπει να τίθενται σε δεύτερη μοίρα και να παραχωρούν την πρώτη θέση σε μια «λογική» πολιτική που προωθεί τα συμφέροντά μας. Από τη στιγμή που «παίζουν» στην πολιτική σκηνή αυτές οι δύο κατηγορίες, είναι ήδη σαφές ότι αυτός ο «ρεαλισμός» είναι μοιραίο να επικρατήσει. Ο ανθρωπισμός ως αξία δεν προκαλεί τον «ρεαλισμό», αλλά τον διεγείρει.
Όμως η δεύτερη λογική παγίδα ορίζει εννοιολογικά την δίκαιη πολιτική ως «ανθρωπιστική» πολιτική. Έτσι, αν και παίρνει «καλό βαθμό» ως ηθικά μεγαλόκαρδη, η δίκαιη πολιτική γίνεται κάτι που δεν είναι υποχρεωτικό καθήκον ούτως ή άλλως, αλλά έχει απλά την έννοια του αξιέπαινου και γίνεται πράξη μόνον άν οι καιροί και οι πόροι το επιτρέπουν. Όμως η εκπλήρωση των καθηκόντων της δικαιοσύνης, δηλαδή η προστασία όσων καταδιώκονται άδικα, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ο τερματισμός των σχέσεων καταπίεσης και εκμετάλλευσης, δεν είναι πράξη γενναιοδωρίας ή ελεημοσύνης, αλλά καθήκον. Τελεία. Το γεγονός ότι αυτό το καθήκον, εκτός των άλλων, μπορεί να επιβάλλεται και για λόγους ευφυίας ή σοφίας, είναι μια άλλη ιστορία, που αφορά τον ρεαλισμό.
Αυτές οι δύο λογικές παγίδες, της «realpolitik» και της ανθρωπιστικής πολιτικής, πρέπει να αποφευχθούν. Έτσι, από τη μια πλευρά, η θέση που υποστηρίζει έμμεσα στο ζήτημα των προσφύγων η Γερμανίδα καγκελάριος, δηλαδή ότι ο πραγματικός ρεαλισμός και ο ανθρωπισμός συμπίπτουν, είναι βαθιά προκλητική. Ο λόγος είναι σαφής: Η καγκελάριος λέει ότι η αντιανθρωπιστική «realpolitik» είναι παράλογη, ότι οι σκληροί που θέλουν αντιμεταναστευτική πολιτική ονειρεύονται ξύπνιοι. Από την άλλη πλευρά όμως, πρέπει να προχωρήσουμε ακόμη πιο πέρα από μια τέτοια ανθρωπιστική - ρεαλιστική στάση: Ο ρεαλισμός που χρειαζόμαστε δεν είναι μόνον εκείνος που απλά αναγνωρίζει την απειλή για την παγκόσμια τάξη. Θα πρέπει, εκτός από το να σέβεται το υφιστάμενο δικαιϊκό πλαίσιο και τα δικαιώματα του ανθρώπου, να προχωρήσει χωρίς δισταγμούς και ταλαντεύσεις σε μιαν απογραφή όλων εκείνων των πολλών τρόπων, με τους οποίους ο δικός μας, ο δυτικός τρόπος ζωής, αποβαίνει εις βάρος άλλων που ζουν μαζί μας σε μια οικονομία παγκόσμια· μέσα σ' αυτή την οικονομία, εμείς επωφελούμαστε πάντα περισσότερο από εκείνους, ενώ εκείνοι επωφελούνται μόνον τόσο, όσο εμείς τους επιτρέπουμε. Και αυτός είναι μέρος ενός πραγματικού ρεαλισμού· και για ειπωθούν αυτά, χρειάζονται προοδευτικά κόμματα, συνδεδεμένα με κινήματα κριτικής. Χρειάζεται επίσης να αποφεύγεται η Δυτική υπεροψία του παντογνώστη, καθώς και να μην υποκαθίσταται η αναγκαία παγκόσμια πολιτική διαρθρωτικών αλλαγών με σποραδικές παρεμβάσεις «αναπτυξιακής βοήθειας».
Μόνον πραγματικά προοδευτικά κόμματα θα έχουν την ικανότητα και τη θέληση να διαμορφώσουν μια τέτοια ολοκληρωμένη παγκόσμια πολιτική· και μάλιστα πρέπει να την διαμορφώσουν με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη επιβαρυνθούν και υποφέρουν από αυτήν εκείνα τα κοινωνικά στρώματα των δυτικών χωρών, που ούτως ή άλλως δεν ανήκουν σ΄ αυτούς που επωφελήθηκαν από την παγκοσμιοποίηση. Υπάρχουν ήδη έτοιμες προτάσεις, όπως λόγου χάρη για έναν παγκόσμιο φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, για να κλείσουν τα παραθυράκια και οι κρυψώνες της φοροδιαφυγής ή για μια παγκόσμια φορολόγηση της κερδοφορίας των κεφαλαίων. Πρέπει επιτέλους να ληφθούν σοβαρά υπόψη και να μετατραπούν σε υπερκρατικό-διεθνικό πολιτικό πρόγραμμα, ώστε τουλάχιστον να προκύψει η δυνατότητα για διαρθρωτικά ταμεία μείωσης της φτώχειας. Όμως πρέπει να προστεθεί στο πρόγραμμα και μια πολιτική συνιστώσα: Στις διεθνείς διαπραγματεύσεις οι πιο φτωχές χώρες δεν πρέπει να εξαναγκάζονται στο ρόλο του ικέτη, αλλά να συμμετέχουν ως ισότιμοι εταίροι.
Αυτή είναι η ώρα ενός ρεαλισμού ειδικού τύπου και ο λόγος είναι ο εξής: σήμερα οι εισροές ανθρώπων και οι διαμαρτυρίες που έρχονται από τον πλανητικό Νότο θέτουν τη Δύση ενώπιον του διλήμματος μεταξύ αλληλεγγύης ή βαρβαρότητας· συνεπώς, η πολιτική με δικαιοσύνη δεν μπορεί πια να επαφίεται μόνον στην καλή προαίρεση και γι' αυτό η πολιτική με δικαιοσύνη μπορεί πραγματικά να λειτουργήσει ως realpolitik.
Όταν κλείνουμε τα αυτιά μας στις διεκδικήσεις των αδικημένων, αυτό κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την οικουμενικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για τον ανθρωπισμό, για τον σοσιαλισμό ή για τον Χριστιανισμό της Δύσης, τον οποίο επικαλούμαστε ευχαρίστως όταν το θέμα είναι να τεθούν όρια στην ενσωμάτωση μεταναστών. Το σύστημα, χάρις στο οποίο εμείς παραμένουμε σε απόσταση ασφαλείας από αυτή τη βαθιά παγκόσμια αδικία, βαίνει προς κατάρρευση. Οι πρόσφυγες αναγκάζουν πολλούς από μας τους Ευρωπαίους να σκεφτούν πώς θα προασπίσουν στα σύνορα της χώρας τους τα προνόμιά τους, όμως έτσι αποκαλύπτεται και ο βάρβαρος χαρακτήρας αυτών των προνομίων. Η «καλή ζωή» εις βάρος άλλων ή με αδιαφορία για τους άλλους, δεν μπορεί πια να συνεχίζεται με καθαρή τη συνείδηση.
© Νέντα Ρεζαβιπούρ, Oscillations (εγκατάσταση) |
7.
Η λογική που κρύβει από τα μάτια μας σε βαθμό μεγάλο την παγκόσμια αδικία, έχει διπλή μορφή: από τη μια πλευρά είναι η λεγόμενη realpolitik και από την άλλη το αντεστραμμένο της είδωλο, η ιδέα της ανθρωπιστικής πολιτικής. Η πρώτη ουσιαστικά λέει ότι τα «ανθρωπιστικά ζητήματα» (ανθρώπινα δικαιώματα, φτώχεια) πρέπει να τίθενται σε δεύτερη μοίρα και να παραχωρούν την πρώτη θέση σε μια «λογική» πολιτική που προωθεί τα συμφέροντά μας. Από τη στιγμή που «παίζουν» στην πολιτική σκηνή αυτές οι δύο κατηγορίες, είναι ήδη σαφές ότι αυτός ο «ρεαλισμός» είναι μοιραίο να επικρατήσει. Ο ανθρωπισμός ως αξία δεν προκαλεί τον «ρεαλισμό», αλλά τον διεγείρει.
Όμως η δεύτερη λογική παγίδα ορίζει εννοιολογικά την δίκαιη πολιτική ως «ανθρωπιστική» πολιτική. Έτσι, αν και παίρνει «καλό βαθμό» ως ηθικά μεγαλόκαρδη, η δίκαιη πολιτική γίνεται κάτι που δεν είναι υποχρεωτικό καθήκον ούτως ή άλλως, αλλά έχει απλά την έννοια του αξιέπαινου και γίνεται πράξη μόνον άν οι καιροί και οι πόροι το επιτρέπουν. Όμως η εκπλήρωση των καθηκόντων της δικαιοσύνης, δηλαδή η προστασία όσων καταδιώκονται άδικα, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ο τερματισμός των σχέσεων καταπίεσης και εκμετάλλευσης, δεν είναι πράξη γενναιοδωρίας ή ελεημοσύνης, αλλά καθήκον. Τελεία. Το γεγονός ότι αυτό το καθήκον, εκτός των άλλων, μπορεί να επιβάλλεται και για λόγους ευφυίας ή σοφίας, είναι μια άλλη ιστορία, που αφορά τον ρεαλισμό.
Αυτές οι δύο λογικές παγίδες, της «realpolitik» και της ανθρωπιστικής πολιτικής, πρέπει να αποφευχθούν. Έτσι, από τη μια πλευρά, η θέση που υποστηρίζει έμμεσα στο ζήτημα των προσφύγων η Γερμανίδα καγκελάριος, δηλαδή ότι ο πραγματικός ρεαλισμός και ο ανθρωπισμός συμπίπτουν, είναι βαθιά προκλητική. Ο λόγος είναι σαφής: Η καγκελάριος λέει ότι η αντιανθρωπιστική «realpolitik» είναι παράλογη, ότι οι σκληροί που θέλουν αντιμεταναστευτική πολιτική ονειρεύονται ξύπνιοι. Από την άλλη πλευρά όμως, πρέπει να προχωρήσουμε ακόμη πιο πέρα από μια τέτοια ανθρωπιστική - ρεαλιστική στάση: Ο ρεαλισμός που χρειαζόμαστε δεν είναι μόνον εκείνος που απλά αναγνωρίζει την απειλή για την παγκόσμια τάξη. Θα πρέπει, εκτός από το να σέβεται το υφιστάμενο δικαιϊκό πλαίσιο και τα δικαιώματα του ανθρώπου, να προχωρήσει χωρίς δισταγμούς και ταλαντεύσεις σε μιαν απογραφή όλων εκείνων των πολλών τρόπων, με τους οποίους ο δικός μας, ο δυτικός τρόπος ζωής, αποβαίνει εις βάρος άλλων που ζουν μαζί μας σε μια οικονομία παγκόσμια· μέσα σ' αυτή την οικονομία, εμείς επωφελούμαστε πάντα περισσότερο από εκείνους, ενώ εκείνοι επωφελούνται μόνον τόσο, όσο εμείς τους επιτρέπουμε. Και αυτός είναι μέρος ενός πραγματικού ρεαλισμού· και για ειπωθούν αυτά, χρειάζονται προοδευτικά κόμματα, συνδεδεμένα με κινήματα κριτικής. Χρειάζεται επίσης να αποφεύγεται η Δυτική υπεροψία του παντογνώστη, καθώς και να μην υποκαθίσταται η αναγκαία παγκόσμια πολιτική διαρθρωτικών αλλαγών με σποραδικές παρεμβάσεις «αναπτυξιακής βοήθειας».
Μόνον πραγματικά προοδευτικά κόμματα θα έχουν την ικανότητα και τη θέληση να διαμορφώσουν μια τέτοια ολοκληρωμένη παγκόσμια πολιτική· και μάλιστα πρέπει να την διαμορφώσουν με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη επιβαρυνθούν και υποφέρουν από αυτήν εκείνα τα κοινωνικά στρώματα των δυτικών χωρών, που ούτως ή άλλως δεν ανήκουν σ΄ αυτούς που επωφελήθηκαν από την παγκοσμιοποίηση. Υπάρχουν ήδη έτοιμες προτάσεις, όπως λόγου χάρη για έναν παγκόσμιο φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, για να κλείσουν τα παραθυράκια και οι κρυψώνες της φοροδιαφυγής ή για μια παγκόσμια φορολόγηση της κερδοφορίας των κεφαλαίων. Πρέπει επιτέλους να ληφθούν σοβαρά υπόψη και να μετατραπούν σε υπερκρατικό-διεθνικό πολιτικό πρόγραμμα, ώστε τουλάχιστον να προκύψει η δυνατότητα για διαρθρωτικά ταμεία μείωσης της φτώχειας. Όμως πρέπει να προστεθεί στο πρόγραμμα και μια πολιτική συνιστώσα: Στις διεθνείς διαπραγματεύσεις οι πιο φτωχές χώρες δεν πρέπει να εξαναγκάζονται στο ρόλο του ικέτη, αλλά να συμμετέχουν ως ισότιμοι εταίροι.
Αυτή είναι η ώρα ενός ρεαλισμού ειδικού τύπου και ο λόγος είναι ο εξής: σήμερα οι εισροές ανθρώπων και οι διαμαρτυρίες που έρχονται από τον πλανητικό Νότο θέτουν τη Δύση ενώπιον του διλήμματος μεταξύ αλληλεγγύης ή βαρβαρότητας· συνεπώς, η πολιτική με δικαιοσύνη δεν μπορεί πια να επαφίεται μόνον στην καλή προαίρεση και γι' αυτό η πολιτική με δικαιοσύνη μπορεί πραγματικά να λειτουργήσει ως realpolitik.
Ο Rainer Forst (1964), καθηγητής της πολιτικής θεωρίας και φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Γκαίτε (Φρανκφούρτη), σπούδασε πολιτικές επιστήμες, φιλοσοφία και αμερικανική φιλολογία στη Φρανκφούρτη, Νέα Υόρκη και Χάρβαρντ της Μασαχουσέτης. Υπήρξε μαθητής και συνεργάτης του Jürgen Habermas. Δίδαξε επίσης στο Otto-Suhr-Institut (Βερολίνο) και στην New School for Social Research (Νέα Υόρκη). Επιμελήθηκε τις σειρές βιβλίων „Theorie und Gesellschaft“ και „Normative Orders“ (Campus Verlag).
Βιβλία: Kontexte der Gerechtigkeit. Politische Philosophie jenseits von Liberalismus und Kommunitarismus (1994 - σύμφωνα με τον Jürgen Habermas ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία του επιστημονικού αντικειμένου του μετά το 1950), Toleranz im Konflikt. Geschichte, Gehalt und Gegenwart eines umstrittenen Begriffs (2003), Das Recht auf Rechtfertigung. Elemente einer konstruktivistischen Theorie der Gerechtigkeit. (2007), Kritik der Rechtfertigungsverhältnisse (2010), Normativität und Macht. Zur Analyse sozialer Rechtfertigungsordnungen (2015).
Στον ιστότοπο Μετά την Κρίση:
Bernd Ulrich: Θα μείνει η Ελλάδα στη ζώνη του ευρώ; Θα είναι το πιο μεγάλο πολιτικό έργο τέχνης του αιώνα (11 Ιουλίου 2015)
Ο Bernd Ulrich σπούδασε πολιτικές επιστήμες, φιλοσοφία, γερμανική φιλολογία και κοινωνιολογία στο πανεπιστήμιο του Essen. Διετέλεσε διευθυντής του προεδρείου της κοινοβουλευτικής ομάδας των Πρασίνων. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες Frankfurter Rundschau, taz, FAZ, Wochenpost και στο Tagesspiegel. Από το 2003 αναπληρωτής αρχισυντάκτης της Zeit, από το 2007 διευθυντής του τομέα πολιτικής.
Αρθρογραφία του Bernd Ulrich στην Zeit
Στον ιστότοπο Μετά την Κρίση:
Bernd Ulrich: Θα μείνει η Ελλάδα στη ζώνη του ευρώ; Θα είναι το πιο μεγάλο πολιτικό έργο τέχνης του αιώνα (11 Ιουλίου 2015)
Το άρθρο του Bernd Ulrich, «Ευρω-ευφορικοί»: οι πιο επικίνδυνοι φίλοι μας, ελληνική μετάφραση στην tvx, γραμμένο το 2012, έθετε το θέμα των διαδικασιών, των τρόπων και των ρυθμών της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Αξίζει όμως να διαβαστεί και υπό ένα άλλο πρίσμα, δεδομένου ότι στην πραγματικότητα, εν όψει του προσφυγικού αλλά και του δημοψηφίσματος για την ΕΕ στο Ηνωμένο Βασίλειο, τίθεται και το εξής ερώτημα: Μπορεί να υπάρξει μια άλλη παγκόσμια πολιτική των μεγάλων χωρών της Δύσης, με δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, άν δεν προωθηθεί αποφασιστικά η ενοποίηση της Ευρώπης με αυτά ακριβώς τα πρόσημα και στο εσωτερικό της, δηλαδή της κοινωνικής και διακρατικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης; Και τι θα συμβεί σε πλανητικό επίπεδο, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, άν, αντίθετα, η ΕΕ αποσυντεθεί σε μεμονωμένα εθνικά κράτη, «επιστρέφοντας», κατά κάποιο τρόπο, στο προπολεμικό διαρθρωτικό μοντέλο της Ευρώπης των εθνικών κρατών που δρουν διεθνώς αποκλειστικά και μόνον για λογαριασμό τους και μόνον για τα συμφέροντά τους;
Αξίζει όμως να διαβαστεί και υπό ένα άλλο πρίσμα, δεδομένου ότι στην πραγματικότητα, εν όψει του προσφυγικού αλλά και του δημοψηφίσματος για την ΕΕ στο Ηνωμένο Βασίλειο, τίθεται και το εξής ερώτημα: Μπορεί να υπάρξει μια άλλη παγκόσμια πολιτική των μεγάλων χωρών της Δύσης, με δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, άν δεν προωθηθεί αποφασιστικά η ενοποίηση της Ευρώπης με αυτά ακριβώς τα πρόσημα και στο εσωτερικό της, δηλαδή της κοινωνικής και διακρατικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης; Και τι θα συμβεί σε πλανητικό επίπεδο, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, άν, αντίθετα, η ΕΕ αποσυντεθεί σε μεμονωμένα εθνικά κράτη, «επιστρέφοντας», κατά κάποιο τρόπο, στο προπολεμικό διαρθρωτικό μοντέλο της Ευρώπης των εθνικών κρατών που δρουν διεθνώς αποκλειστικά και μόνον για λογαριασμό τους και μόνον για τα συμφέροντά τους;
Γ. Ρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου