του Χέλμουτ Ντούμπιελ
© Die Zeit - Helmut Dubiel : Die Stunde der Verführer - Populismus ist Teil der Massendemokratie - und ihr Problem, 5.9.2002
© Die Zeit - Helmut Dubiel : Die Stunde der Verführer - Populismus ist Teil der Massendemokratie - und ihr Problem, 5.9.2002
Σύμφωνα με τον θρύλο, η μεσαιωνική πόλη του Χάμελν υπέφερε από στρατιές αρουραίων. Ως από μηχανής θεός, την γλύτωσε ένας πλανόδιος γητευτής: συγκέντρωσε τα ενοχλητικά ζώα παίζοντας τη μαγική φλογέρα του και τα οδήγησε μακριά από την πόλη. Όμως στο τέλος έκλεψε και όλα τα παιδιά του Χάμελν. Το άρθρο γράφτηκε το 2002 αλλά είναι απολύτως επίκαιρο. Ο Χέλμουτ Ντούμπιελ, σημαντικός κοινιωνιολόγος της Κριτικής Θεωρίας, επισημαίνει ότι οι λαϊκιστές πολιτικοί της εποχής μας κάνουν «αντεστραμμένη ψυχανάλυση» και υπόσχονται στον λαό λύτρωση από τις μεγάλες πληγές που βασανίζουν τα αδύναμα και τα μεσαία στρώματα στις σύγχρονες κοινωνίες. Στο τέλος όμως του κλέβουν το πιο πολύτιμο: την ελπίδα για ένα καλύτερο, πραγματοποιήσιμο και βιώσιμο μέλλον.
Η επιδημία του λαϊκισμού που έχει προσβάλλει την Δυτική Ευρώπη δεν είναι κάτι νέο, ούτε είναι πολιτική «εφεύρεση» της γηραιάς ηπείρου. Ο όρος «λαϊκισμός» κατάγεται από μια έννοια της κοινωνικής ιστορίας. Χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να περιγράψει αγροτικά κινήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Ρωσία και στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, τα οποία εμφανίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα ως αντίδραση στον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό του γεωργικού τομέα. Παρόμοια κινήματα σχηματίστηκαν μερικές δεκαετίες αργότερα στις μεγάλες πόλεις της Λατινικής Αμερικής, ως επακόλουθο της εισροής εσωτερικών μεταναστών από αγροτικές περιοχές. Αυτοί οι φτωχοί ή και εξαθλιωμένοι πληθυσμοί αποτέλεσαν το δυναμικό που στήριξε του λεγόμενους λαϊκιστές δικτάτορες, όπως ο Βάργκας στη Βραζιλία και ο Περόν στην Αργεντινή, στον αγώνα τους εναντίον της κατεστημένης ολιγαρχίας. Από τότε, η λέξη «λαϊκιστικό» δεν σημαίνει μόνον έναν τύπο κοινωνικού κινήματος, αλλά και μια τεχνική της κυριαρχίας, την οποία χρησιμοποιεί μια ελίτ για να ανέλθει στην εξουσία με τη βοήθεια του «λαού».
Η κοινωνιολογική χρήση της έννοιας κληρονόμησε τα ιστορικά της χαρακτηριστικά από τους αμερικανούς λαϊκιστές. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, η ύπαρξη πολλών μικρών αγροτών στη Βόρεια Αμερική εξαρτήθηκε όλο και πιό άμεσα από το νεοκατασκευασμένο σύστημα σιδηροδρόμων και από το ταχέως αναπτυσσόμενο τραπεζικό σύστημα. Οι αγρότες αυτοί, ως κοινωνική ομάδα, έγιναν ο «στόχος» αυτού του νέου πολιτικού προτύπου, των λαϊκιστών. Το περιεχόμενο των διεκδικήσεών τους ήταν σε τελευταία ανάλυση σοσιαλδημοκρατικό, όμως δεν ήταν αυτό ο λόγος για την «πολύχρωμη» και ασταθή σημασία που πήρε ο όρος αυτός. Η αιτία γι' αυτό ήταν μάλλον το ύφος με το οποίο οι πολιτικοί αυτοί προσπαθούσαν να κινητοποιήσουν την πολιτική «πελατεία» τους. Ο πολιτικός τους λόγος διήγειρε των αγρότες και καλλιεργούσε την δυσπιστία τους ενάντια στους πολιτικούς καριέρας, στους δικηγόρους, στους τραπεζίτες και μεγαλοεπιχειρηματίες. Όλοι αυτοί τους φαίνονταν ως προσωπικές ενσαρκώσεις εκείνων των αφηρημένων οικονομικών δυνάμεων, οι οποίες κινούσαν τον οδοστρωτήρα που τους ισοπέδωνε.
Σήμερα ο όρος «λαϊκίστικο» στην πολιτική επικοινωνία έχει απαξιωτικό νόημα, τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη. Κανείς Γερμανός πολιτικός, ούτε ο πιο δημαγωγός, δεν θα έλεγε για τον εαυτό του: «Είμαι λαϊκιστής». Η ετυμολογία του [διεθνούς] όρου populism προέρχεται από τη λατινική λέξη populus, η οποία είναι μετάφραση της αρχαιοελληνικής λέξης δήμος [= λαός], δηλαδή της λέξης-ρίζας από την οποία προέρχεται ο όρος δημοκρατία. Αυτή η ελληνική εκδοχή της λέξης «λαός» σηματοδοτεί κάτι καλό. Όμως στη λατινική εκδοχή της αντιπροσωπεύει σήμερα μια παθολογική κατάσταση της πολιτικής επικοινωνίας και μπορεί να χρησιμοποιείται με πολύσημο τρόπο, όπως θα φανεί στη συνέχεια.
Άν και η απαξιωτική λέξη λαϊκισμός χρησιμοποιήθηκε αρχικά προπαντός από την Δεξιά εναντίον της Αριστεράς (καταγγέλοντας τους «αριστερούς λαϊκιστές»), τώρα ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως από την Αριστερά στην κριτική της εναντίον της Δεξιάς(καταγγέλοντας τους «δεξιούς λαϊκιστές»).
Λαϊκιστές είναι πάντα οι άλλοι
Η συντηρητική πολιτισμική κριτική χρησιμοποίησε το σύνθημα «λαϊκισμός της Αριστεράς» κατά πρώτο λόγο για να δυσφημίσει τα οικολογικά και φεμινιστικά κινήματα, καθώς και τα ριζοσπαστικά δημοκρατικά κινήματα, μέρος των οποίων ανασυντάσσεται σήμερα υπό την μορφή του κινήματος εναντίον της παγκοσμιοποίησης [το άρθρο γράφτηκε στην αρχή της δεκαετάς του 2000]. Οι αγώνες τους για τη διάσωση του περιβάλλοντος, για την ισότητα των φύλων και σήμερα για μια πιο δίκαιη παγκόσμια οικονομική τάξη πραγμάτων, παρουσιάστηκαν από τους επικριτές τους ως ανορθολογικές, δονκιχωτικές μάχες εναντίον ανεμόμυλων, ως προσπάθεια για να σταματήσει ένας εκσυγχρονισμός που είναι αδύνατο να σταματήσει, ακριβώς όπως ήταν άλλοτε οι αγώνες των Αμερικανών αγροτών εναντίον των σιδηροδρόμων. Πίσω από αυτές τις επικρίσεις βρίσκεται μια τεχνοκρατική κοσμοθεωρία, σύμφωνα με την οποία υπάρχει μόνον ένας δρόμος για την εξέλιξη των σύγχρονων κοινωνιών: ο δρόμος που υποδεικνύουν οι βουβές πιέσεις της παγκόσμιας οικονομίας, η επιστημονική και τεχνολογική εξέλιξη και οι κρατικές γραφειοκρατίες. Η συντηρητική πρωθυπουργός της Βρετανίας Θάτσερ, η οποία από πολλές πλευρές ήταν η πραγματική μητέρα του λαϊκισμού της δεξιάς, διατύπωσε αυτή την κοσμοθεωρία με μια απλή αλλά εντυπωσιακή φράση: There Is No Alternative - δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση. Ακόμη και σήμερα αναφέρονται ειρωνικά τα αρχικά της φράσης: «Η αρχή του TINA».
Τι είναι λοιπόν αριστερο-λαϊκισμός, τί είναι δεξιο-λαϊκισμός; Έχουν τίποτε το κοινό αυτοί οι δύο όροι, εκτός από την ρίζα της δεύτερης λέξης; Σε κάθε περίπτωση, οι κοινωνικές ομάδες που υποτίθεται ότι είναι δεκτικές στη λαϊκιστική πολιτική, είναι εντελώς διαφορετικές. Σύμφωνα με τους Σοσιαλδημοκράτες, κλασικά στρώματα δυνάμει επιρρεπή στον «δεξιο-λαϊκισμό» είναι τα μεσαία στρώματα που απειλούνται με κοινωνική παρακμή, οι ανειδίκευτοι εργάτες και οι μικροί αυτοαπασχολούμενοι. Σύμφωνα με τους συντηρητικούς φίλους της νεωτερικότητας, ομάδες δυνάμει επιρρεπείς στον «αριστερο-λαϊκισμό» είναι αυτοί που συμμετέχουν στις Πασχαλινές πορείες ειρήνης, οι δημόσιοι λειτουργοί που ασχολούνται με την ισότητα των γυναικών, οι σύμβουλοι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που εκλέγονται με το κόμμα των Πρασίνων, οι δάσκαλοι, καθηγητές και κοινωνικοί λειτουργοί που είναι οργανωμένοι στο κίνημα Attac εναντίον της παγκοσμιοποίησης και τα λοιπά. Ωστόσο και οι δύο τρόποι χρήσης του όρου, τόσο από αριστερά, όσο και από δεξιά, έχουν και κάτι κοινό ως κρυφό τους υπόβαθρο. Συμμερίζονται και οι δύο μια ορθολογιστική προκατάληψη για ό,τι αφορά τη διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων μέσα στον πληθυσμό. Υποθέτουν ότι αυτά που παρακινούν τους ανθρώπους να αποφασίζουν έτσι ή αλλοιώς όταν βρίσκονται σε καταστάσεις στις οποίες λαμβάνονται πολιτικές αποφάσεις, στηρίζονται πάντα στη λογική και όχι στις «κλίσεις» και προτιμήσεις τους, στα συναισθήματά τους, στα όνειρά τους.
Όμως τα δύο στρατόπεδα βλέπουν με διαφορετικό τρόπο τι είναι «ορθολογικό», δηλαδή λογικό από πολιτική άποψη. Η Αριστερά και οι Σοσιαλδημοκράτες είχαν πάντα ως αρχική αφετηρία την προσδοκία ότι οι εργαζόμενοι είναι σε θέση να ενεργούν σύμφωνα με τα κοινωνικά τους συμφέροντα. Αυτό ήταν μια αληθινά επίμονη εικασία και προκατάληψη, εξ αιτίας της οποίας ακόμη και σήμερα η Αριστερά δυσκολεύεται να καταλάβει γιατί οι εργαζόμενοι τόσο συχνά ενεργούσαν και ενεργούν με άλλο τρόπο και όχι με αυτόν που επιτάσσουν τα αντινειμενικά τους συμφέροντα. Με τη σειρά τους, οι τεχνοκρατιστές συντηρητικοί θεωρούν ως «ορθολογικό», δηλαδή ως φυσιολογικό και μέσα στα πλαίσια της λογικής, το να αποδέχονται οι πολίτες χωρίς να γκρινιάζουν τους καταναγκασμούς της προόδου που ορίζουν ως «αναπόφευκτους» οι ειδήμονες. Στην κοσμοαντίληψή τους, η ελευθερία επιλογής των πολιτών εξαντλείται στη βουβή αποδοχή των αναγκαιοτήτων της παγκόσμιας οικονομίας και της τεχνολογίας. Αυτό είναι πράγματι «λογικό» μόνον στην περίπτωση που έχει επιβληθεί ως κυρίαρχο παράδειγμα η αρχή του TINA.
Βέβαια, ακόμη και η απλή εμπειρία της ζωής μας διδάσκει ότι στη διαδικασία σχηματισμού πολιτικής βούλησης συμμετέχουν επίσης οι προσδοκίες για μια ευτυχέστερη ζωή, η απαίτηση για δικαιοσύνη και η προσδοκία της κοινωνικής αναγνώρισης. Δεν μπορεί κανείς να παραβλέπει ή αποκρύπτει αυτά τα σημαντικά για την πολιτική συναισθήματα. Παίζουν αποφασιστικό ρόλο, έστω και αν δύσκολα γίνονται απτά και κατανοητά, γιατί συνήθως εκφράζονται με αφορμή ένα αρνητικό γεγονός· δηλαδή όταν διαδίδεται η αίσθηση ότι παρεμποδίζεται η προοπτική μιας ευτυχέστερης ζωής, ότι προσβάλλεται η κοινωνική αξιοπρέπεια και τραυματίζεται το αίσθημα της δικαιοσύνης. Σε καιρούς εποπτεύσιμων και διαχειρίσιμων κοινωνικών αλλαγών, δηλαδή σε περιόδους πολιτικής σταθερότητας και με την κοινωνία να έχει καλή πολιτισμική συνοχή, αυτές οι δυνητικές καταστάσεις συγκινησιακής διέγερσης παραμένουν ως επί το πλείστον αόρατες, ενσωματωμένες σε παραδεδομένα κοινωνικά πρότυπα. Ασφαλώς συμβαίνουν πάντοτε μεμονωμένα περιστατικά που βιώνονται ως περιφρόνηση ή προσβολή. Όμως αυτές οι μεμονωμένες εμπειρίες γίνονται πολιτικά σημαντικές μόνον όταν η συσσώρευσή τους ξεπεράσει ένα όριο, πέρα από το οποίο εκλαμβάνονται ότι επηρεάζουν δραστικά την κοινή μοίρα.
Για τέτοιες καταστάσεις, ο Λώρενς Γκούντγουιν (Lawrence Goodwyn), ο συγγραφέας ενός από τα πιο διάσημα βιβλία για την κοινωνική ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, έχει δημιουργήσει τον όρο «λαϊκιστική στιγμή» (ο οποίος υπάρχει και στον τίτλο του βιβλίου του). Με αυτόν θέλει να επισημάνει μια συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση, στην οποία μια ξαφνική κοινωνική αλλαγή, ένας εκσυγχρονισμός που υπαγορεύεται από ανώνυμα συμφέροντα, καταστρέφει έναν συλλογικό τρόπο ζωής. Ως ιστορικό παράδειγμα ο Γκούντγουιν χρησιμοποιεί την μοίρα των αμερικανών μικροκαλλιεργητών, που παγιδεύτηκαν στην «άλωση» της ενδοχώρας της Βόρειας Αμερικής από τον σιδηρόδρομο και από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Όλο και περισσότεροι ιστορικοί και μελετητές της κοινωνικής εξέλιξης στις ΗΠΑ εφιστούν την προσοχή στην ιδιόμορφη παραλληλία μεταξύ αυτής της διαδικασίας, που συνέβη πριν από έναν αιώνα και κάτι, και των επιπτώσεων της παγκοσμιοποίησης που παρασύρουν σήμερα ολόκληρες περιοχές του κόσμου.
Οι «λαϊκιστικές στιγμές» χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι τραυματίζονται οι συγκινησιακοί δεσμοί εντός των πληθυσμιακών ομάδων που θίγονται, όταν αφαιρείται απότομα το έδαφος πάνω στο οποίο στηρίζεται ο κληρονομημένος τρόπος ζωής τους. Σε τέτοιες στιγμές της κοινωνικής ιστορίας συμβαίνει το εξής: οι συλλογικές προσδοκίες μιας ευτυχέστερης ζωή και οι μέχρι στιγμής απλά και μόνον μεμονωμένοι φόβοι απώλειας του status «υπερχειλίζουν» έξω από τα κοινά και συνήθη πολιτισμικά πρότυπα και μεταπηδούν σε κατάσταση ασταθών, ευμετάβλητων ισχυρών κινήτρων συγκινησιακής φύσης. Αυτή είναι η ώρα του του γητευτή με τον μαγικό αυλό.
Τα λαϊκιστικά κόμματα, είτε από τα δεξιά είτε από τα αριστερά, ανταγωνίζονται με τα καθιερωμένα μεγάλα κόμματα για να αποκτήσουν στενή επαφή με τον λαό. Το γεγονός ότι εδώ και κάμποσο καιρό η σχέση μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και του λαού δεν είναι καλή, το φωνάζουν ακόμη και οι γάτες πάνω στα κεραμίδια. Ήδη στην δεκαετία κατά την οποία το μοντέλο της φιλελεύθερης δημοκρατίας επιβλήθηκε παγκοσμίως χωρίς ανταγωνιστές, φάνηκε να εξασθενεί η ελκτική του δύναμη για πολλούς πολίτες. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι η δυσπιστία των ψηφοφόρων ξεσπά κατά πρώτο λόγο εναντίον εκείνων των θεσμών, στους οποίους έχει ανατεθεί από τα Συντάγματα το καθήκον να μεταβιβάζουν τη βούληση του λαού στην κρατική εκτελεστική εξουσία, δηλαδή εναντίον των κομμάτων.
Σε αντίθεση με τα χρόνια του Μεσοπολέμου, σήμερα δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση ποιοτικά η στάση των πολιτών απέναντι στη δημοκρατία. Ακριβώς επειδή πολλοί πολίτες στις πραγματικά υπάρχουσες δημοκρατίες έχουν αναπτύξει υψηλότερες απαιτήσεις έναντι των φορέων και των προσώπων που τους εκπροσωπούν, είναι περισσότερο κριτικοί προς αυτούς σε σύγκριση με το παρελθόν. Εκείνοι που έχουν επιλέξει την πολιτική ως επάγγελμα, εξακολουθούν να πιστεύουν ότι μπορούν να φέρουν σε πέρας επιτυχώς δύσκολα καθήκοντα. Επίσης, όλοι όσοι είναι γνώστες αυτής της δουλειάς γνωρίζουν ότι τα περιθώρια για δημιουργική πολιτική έχουν περιοριστεί. Οι πιέσεις του παγκόσμιου οικονομικού ανταγωνισμού, οι απoφαστικής ισχύος επιταγές των υπερ/διακρατικών θεσμικών οργάνων, η διαπλοκή των εταιρικών ομάδων συμφερόντων και οι σκληρές σχέσεις πλειοψηφιών και μειοψηφιών έχουν μειώσει δραστικά τις δυνατότητες των υπεύθυνων οργάνων σε εθνικό επίπεδο να ελίσσονται αποτελεσματικά. Εξάλλου, μέχρι τώρα, καμμιά γενιά πολιτικών δεν έχει κληθεί να αντιμετωπίσει τέτοια πολύπλοκα και νέου είδους προβλήματα. Και ποιός έχει ακόμη καλή εποπτεία των νομικών προϋποθέσεων που εγγυώνται τον αυτοπροσδιορισμό «επαρκώς ενημερωμένων» πολιτών; Ποιος έχει τη συνταγή για μια πολιτική που εγγυάται ταυτόχρονα την ειρήνη και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Ποιος έχει τον «μαθηματικό τύπο», που θα μπορούσε να κάνει τον παγκόσμιο καπιταλισμό συμβατό με την κοινωνία και με τη δημοκρατία; Πως μπορεί να συμβιβαστεί το αίτημα για παγκόσμια δικαιοσύνη με το ενδιαφέρον που επιδεικνύουν πολλοί πολίτες να κλείσουν τα ευρωπαϊκά σύνορα στους φτωχούς μετανάστες;
Τα δύσκολα καθήκοντα αφθονούν. Τόσο δύσκολα δεν ήταν ίσως ποτέ μέχρι τώρα. Παρ' όλα αυτά, και ίσως γι΄ αυτόν ακριβώς το λόγο, η πολιτική μετατρέπεται φανερά σε ένα είδος υποκατάστατου της πολιτικής, με τη συνενοχή των Μέσων Ενημέρωσης. Γίνεται μια απλή προσομοίωση πληθωρικής και ισχυρής δράσης, η οποία είναι αποτελεσματική μόνον στο να τραβά την προσοχή στα Μέσα Ενημέρωσης. Η «λαϊκίστικη στιγμή» είναι στην σημερινή πολιτική και πρόκειται να μείνει για πολύ καιρό. Συνακολουθα, οι γητευτές με την μαγική φλογέρα γίνονται ενδημικό πρόβλημα της δημοκρατίας. Τα συμπτώματα είναι εμφανή και σημαντικά.
Άν και η απαξιωτική λέξη λαϊκισμός χρησιμοποιήθηκε αρχικά προπαντός από την Δεξιά εναντίον της Αριστεράς (καταγγέλοντας τους «αριστερούς λαϊκιστές»), τώρα ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως από την Αριστερά στην κριτική της εναντίον της Δεξιάς(καταγγέλοντας τους «δεξιούς λαϊκιστές»).
Λαϊκιστές είναι πάντα οι άλλοι
Η συντηρητική πολιτισμική κριτική χρησιμοποίησε το σύνθημα «λαϊκισμός της Αριστεράς» κατά πρώτο λόγο για να δυσφημίσει τα οικολογικά και φεμινιστικά κινήματα, καθώς και τα ριζοσπαστικά δημοκρατικά κινήματα, μέρος των οποίων ανασυντάσσεται σήμερα υπό την μορφή του κινήματος εναντίον της παγκοσμιοποίησης [το άρθρο γράφτηκε στην αρχή της δεκαετάς του 2000]. Οι αγώνες τους για τη διάσωση του περιβάλλοντος, για την ισότητα των φύλων και σήμερα για μια πιο δίκαιη παγκόσμια οικονομική τάξη πραγμάτων, παρουσιάστηκαν από τους επικριτές τους ως ανορθολογικές, δονκιχωτικές μάχες εναντίον ανεμόμυλων, ως προσπάθεια για να σταματήσει ένας εκσυγχρονισμός που είναι αδύνατο να σταματήσει, ακριβώς όπως ήταν άλλοτε οι αγώνες των Αμερικανών αγροτών εναντίον των σιδηροδρόμων. Πίσω από αυτές τις επικρίσεις βρίσκεται μια τεχνοκρατική κοσμοθεωρία, σύμφωνα με την οποία υπάρχει μόνον ένας δρόμος για την εξέλιξη των σύγχρονων κοινωνιών: ο δρόμος που υποδεικνύουν οι βουβές πιέσεις της παγκόσμιας οικονομίας, η επιστημονική και τεχνολογική εξέλιξη και οι κρατικές γραφειοκρατίες. Η συντηρητική πρωθυπουργός της Βρετανίας Θάτσερ, η οποία από πολλές πλευρές ήταν η πραγματική μητέρα του λαϊκισμού της δεξιάς, διατύπωσε αυτή την κοσμοθεωρία με μια απλή αλλά εντυπωσιακή φράση: There Is No Alternative - δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση. Ακόμη και σήμερα αναφέρονται ειρωνικά τα αρχικά της φράσης: «Η αρχή του TINA».
Τι είναι λοιπόν αριστερο-λαϊκισμός, τί είναι δεξιο-λαϊκισμός; Έχουν τίποτε το κοινό αυτοί οι δύο όροι, εκτός από την ρίζα της δεύτερης λέξης; Σε κάθε περίπτωση, οι κοινωνικές ομάδες που υποτίθεται ότι είναι δεκτικές στη λαϊκιστική πολιτική, είναι εντελώς διαφορετικές. Σύμφωνα με τους Σοσιαλδημοκράτες, κλασικά στρώματα δυνάμει επιρρεπή στον «δεξιο-λαϊκισμό» είναι τα μεσαία στρώματα που απειλούνται με κοινωνική παρακμή, οι ανειδίκευτοι εργάτες και οι μικροί αυτοαπασχολούμενοι. Σύμφωνα με τους συντηρητικούς φίλους της νεωτερικότητας, ομάδες δυνάμει επιρρεπείς στον «αριστερο-λαϊκισμό» είναι αυτοί που συμμετέχουν στις Πασχαλινές πορείες ειρήνης, οι δημόσιοι λειτουργοί που ασχολούνται με την ισότητα των γυναικών, οι σύμβουλοι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που εκλέγονται με το κόμμα των Πρασίνων, οι δάσκαλοι, καθηγητές και κοινωνικοί λειτουργοί που είναι οργανωμένοι στο κίνημα Attac εναντίον της παγκοσμιοποίησης και τα λοιπά. Ωστόσο και οι δύο τρόποι χρήσης του όρου, τόσο από αριστερά, όσο και από δεξιά, έχουν και κάτι κοινό ως κρυφό τους υπόβαθρο. Συμμερίζονται και οι δύο μια ορθολογιστική προκατάληψη για ό,τι αφορά τη διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων μέσα στον πληθυσμό. Υποθέτουν ότι αυτά που παρακινούν τους ανθρώπους να αποφασίζουν έτσι ή αλλοιώς όταν βρίσκονται σε καταστάσεις στις οποίες λαμβάνονται πολιτικές αποφάσεις, στηρίζονται πάντα στη λογική και όχι στις «κλίσεις» και προτιμήσεις τους, στα συναισθήματά τους, στα όνειρά τους.
Όμως τα δύο στρατόπεδα βλέπουν με διαφορετικό τρόπο τι είναι «ορθολογικό», δηλαδή λογικό από πολιτική άποψη. Η Αριστερά και οι Σοσιαλδημοκράτες είχαν πάντα ως αρχική αφετηρία την προσδοκία ότι οι εργαζόμενοι είναι σε θέση να ενεργούν σύμφωνα με τα κοινωνικά τους συμφέροντα. Αυτό ήταν μια αληθινά επίμονη εικασία και προκατάληψη, εξ αιτίας της οποίας ακόμη και σήμερα η Αριστερά δυσκολεύεται να καταλάβει γιατί οι εργαζόμενοι τόσο συχνά ενεργούσαν και ενεργούν με άλλο τρόπο και όχι με αυτόν που επιτάσσουν τα αντινειμενικά τους συμφέροντα. Με τη σειρά τους, οι τεχνοκρατιστές συντηρητικοί θεωρούν ως «ορθολογικό», δηλαδή ως φυσιολογικό και μέσα στα πλαίσια της λογικής, το να αποδέχονται οι πολίτες χωρίς να γκρινιάζουν τους καταναγκασμούς της προόδου που ορίζουν ως «αναπόφευκτους» οι ειδήμονες. Στην κοσμοαντίληψή τους, η ελευθερία επιλογής των πολιτών εξαντλείται στη βουβή αποδοχή των αναγκαιοτήτων της παγκόσμιας οικονομίας και της τεχνολογίας. Αυτό είναι πράγματι «λογικό» μόνον στην περίπτωση που έχει επιβληθεί ως κυρίαρχο παράδειγμα η αρχή του TINA.
Βέβαια, ακόμη και η απλή εμπειρία της ζωής μας διδάσκει ότι στη διαδικασία σχηματισμού πολιτικής βούλησης συμμετέχουν επίσης οι προσδοκίες για μια ευτυχέστερη ζωή, η απαίτηση για δικαιοσύνη και η προσδοκία της κοινωνικής αναγνώρισης. Δεν μπορεί κανείς να παραβλέπει ή αποκρύπτει αυτά τα σημαντικά για την πολιτική συναισθήματα. Παίζουν αποφασιστικό ρόλο, έστω και αν δύσκολα γίνονται απτά και κατανοητά, γιατί συνήθως εκφράζονται με αφορμή ένα αρνητικό γεγονός· δηλαδή όταν διαδίδεται η αίσθηση ότι παρεμποδίζεται η προοπτική μιας ευτυχέστερης ζωής, ότι προσβάλλεται η κοινωνική αξιοπρέπεια και τραυματίζεται το αίσθημα της δικαιοσύνης. Σε καιρούς εποπτεύσιμων και διαχειρίσιμων κοινωνικών αλλαγών, δηλαδή σε περιόδους πολιτικής σταθερότητας και με την κοινωνία να έχει καλή πολιτισμική συνοχή, αυτές οι δυνητικές καταστάσεις συγκινησιακής διέγερσης παραμένουν ως επί το πλείστον αόρατες, ενσωματωμένες σε παραδεδομένα κοινωνικά πρότυπα. Ασφαλώς συμβαίνουν πάντοτε μεμονωμένα περιστατικά που βιώνονται ως περιφρόνηση ή προσβολή. Όμως αυτές οι μεμονωμένες εμπειρίες γίνονται πολιτικά σημαντικές μόνον όταν η συσσώρευσή τους ξεπεράσει ένα όριο, πέρα από το οποίο εκλαμβάνονται ότι επηρεάζουν δραστικά την κοινή μοίρα.
Για τέτοιες καταστάσεις, ο Λώρενς Γκούντγουιν (Lawrence Goodwyn), ο συγγραφέας ενός από τα πιο διάσημα βιβλία για την κοινωνική ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, έχει δημιουργήσει τον όρο «λαϊκιστική στιγμή» (ο οποίος υπάρχει και στον τίτλο του βιβλίου του). Με αυτόν θέλει να επισημάνει μια συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση, στην οποία μια ξαφνική κοινωνική αλλαγή, ένας εκσυγχρονισμός που υπαγορεύεται από ανώνυμα συμφέροντα, καταστρέφει έναν συλλογικό τρόπο ζωής. Ως ιστορικό παράδειγμα ο Γκούντγουιν χρησιμοποιεί την μοίρα των αμερικανών μικροκαλλιεργητών, που παγιδεύτηκαν στην «άλωση» της ενδοχώρας της Βόρειας Αμερικής από τον σιδηρόδρομο και από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Όλο και περισσότεροι ιστορικοί και μελετητές της κοινωνικής εξέλιξης στις ΗΠΑ εφιστούν την προσοχή στην ιδιόμορφη παραλληλία μεταξύ αυτής της διαδικασίας, που συνέβη πριν από έναν αιώνα και κάτι, και των επιπτώσεων της παγκοσμιοποίησης που παρασύρουν σήμερα ολόκληρες περιοχές του κόσμου.
Οι «λαϊκιστικές στιγμές» χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι τραυματίζονται οι συγκινησιακοί δεσμοί εντός των πληθυσμιακών ομάδων που θίγονται, όταν αφαιρείται απότομα το έδαφος πάνω στο οποίο στηρίζεται ο κληρονομημένος τρόπος ζωής τους. Σε τέτοιες στιγμές της κοινωνικής ιστορίας συμβαίνει το εξής: οι συλλογικές προσδοκίες μιας ευτυχέστερης ζωή και οι μέχρι στιγμής απλά και μόνον μεμονωμένοι φόβοι απώλειας του status «υπερχειλίζουν» έξω από τα κοινά και συνήθη πολιτισμικά πρότυπα και μεταπηδούν σε κατάσταση ασταθών, ευμετάβλητων ισχυρών κινήτρων συγκινησιακής φύσης. Αυτή είναι η ώρα του του γητευτή με τον μαγικό αυλό.
Τα λαϊκιστικά κόμματα, είτε από τα δεξιά είτε από τα αριστερά, ανταγωνίζονται με τα καθιερωμένα μεγάλα κόμματα για να αποκτήσουν στενή επαφή με τον λαό. Το γεγονός ότι εδώ και κάμποσο καιρό η σχέση μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και του λαού δεν είναι καλή, το φωνάζουν ακόμη και οι γάτες πάνω στα κεραμίδια. Ήδη στην δεκαετία κατά την οποία το μοντέλο της φιλελεύθερης δημοκρατίας επιβλήθηκε παγκοσμίως χωρίς ανταγωνιστές, φάνηκε να εξασθενεί η ελκτική του δύναμη για πολλούς πολίτες. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι η δυσπιστία των ψηφοφόρων ξεσπά κατά πρώτο λόγο εναντίον εκείνων των θεσμών, στους οποίους έχει ανατεθεί από τα Συντάγματα το καθήκον να μεταβιβάζουν τη βούληση του λαού στην κρατική εκτελεστική εξουσία, δηλαδή εναντίον των κομμάτων.
Σε αντίθεση με τα χρόνια του Μεσοπολέμου, σήμερα δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση ποιοτικά η στάση των πολιτών απέναντι στη δημοκρατία. Ακριβώς επειδή πολλοί πολίτες στις πραγματικά υπάρχουσες δημοκρατίες έχουν αναπτύξει υψηλότερες απαιτήσεις έναντι των φορέων και των προσώπων που τους εκπροσωπούν, είναι περισσότερο κριτικοί προς αυτούς σε σύγκριση με το παρελθόν. Εκείνοι που έχουν επιλέξει την πολιτική ως επάγγελμα, εξακολουθούν να πιστεύουν ότι μπορούν να φέρουν σε πέρας επιτυχώς δύσκολα καθήκοντα. Επίσης, όλοι όσοι είναι γνώστες αυτής της δουλειάς γνωρίζουν ότι τα περιθώρια για δημιουργική πολιτική έχουν περιοριστεί. Οι πιέσεις του παγκόσμιου οικονομικού ανταγωνισμού, οι απoφαστικής ισχύος επιταγές των υπερ/διακρατικών θεσμικών οργάνων, η διαπλοκή των εταιρικών ομάδων συμφερόντων και οι σκληρές σχέσεις πλειοψηφιών και μειοψηφιών έχουν μειώσει δραστικά τις δυνατότητες των υπεύθυνων οργάνων σε εθνικό επίπεδο να ελίσσονται αποτελεσματικά. Εξάλλου, μέχρι τώρα, καμμιά γενιά πολιτικών δεν έχει κληθεί να αντιμετωπίσει τέτοια πολύπλοκα και νέου είδους προβλήματα. Και ποιός έχει ακόμη καλή εποπτεία των νομικών προϋποθέσεων που εγγυώνται τον αυτοπροσδιορισμό «επαρκώς ενημερωμένων» πολιτών; Ποιος έχει τη συνταγή για μια πολιτική που εγγυάται ταυτόχρονα την ειρήνη και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Ποιος έχει τον «μαθηματικό τύπο», που θα μπορούσε να κάνει τον παγκόσμιο καπιταλισμό συμβατό με την κοινωνία και με τη δημοκρατία; Πως μπορεί να συμβιβαστεί το αίτημα για παγκόσμια δικαιοσύνη με το ενδιαφέρον που επιδεικνύουν πολλοί πολίτες να κλείσουν τα ευρωπαϊκά σύνορα στους φτωχούς μετανάστες;
Τα δύσκολα καθήκοντα αφθονούν. Τόσο δύσκολα δεν ήταν ίσως ποτέ μέχρι τώρα. Παρ' όλα αυτά, και ίσως γι΄ αυτόν ακριβώς το λόγο, η πολιτική μετατρέπεται φανερά σε ένα είδος υποκατάστατου της πολιτικής, με τη συνενοχή των Μέσων Ενημέρωσης. Γίνεται μια απλή προσομοίωση πληθωρικής και ισχυρής δράσης, η οποία είναι αποτελεσματική μόνον στο να τραβά την προσοχή στα Μέσα Ενημέρωσης. Η «λαϊκίστικη στιγμή» είναι στην σημερινή πολιτική και πρόκειται να μείνει για πολύ καιρό. Συνακολουθα, οι γητευτές με την μαγική φλογέρα γίνονται ενδημικό πρόβλημα της δημοκρατίας. Τα συμπτώματα είναι εμφανή και σημαντικά.
Παλιά ταμπού, λάθος θεραπείες
Αυτοί οι γητευτές με τον μαγικό αυλό παίρνουν τους απλούς ανθρώπους από εκεί όπου βρίσκονται και τους αφήνουν πάλι εκεί. Ο κοινωνιολόγος της λογοτεχνίας Λέο Λέβενταλ (Leo Löwenthal) περιέγραψε κάποτε την ρητορική τεχνική τους με την ιδιοφυή διατύπωση «αντεστραμμένη ψυχανάλυση». Ένας καλός ψυχαναλυτής φροντίζει να κάνει τον ίδιο τον εαυτό του περιττό, με το να διδάσκει τους ασθενείς του πώς να απελευθερώνονται από τις νευρωτικές εμπλοκές και τις φοβίες και έτσι να αποκτούν αυτονομία. Ο λαϊκιστής κάνει το αντίθετο. Αυτός ενισχύει τους φόβους στο ασυνείδητο και τους νευρωτικούς καταναγκασμούς του κοινού του για να κάνει το κοινό να εξαρτηθεί από αυτόν. Διότι η ανωριμότητα των πελατών είναι το κεφάλαιό του.
Σ΄ αυτή την κατάσταση, το μέγιστο σφάλμα θα ήταν να περιοριστεί η δημόσια συζήτηση, με την δήθεν καλή πρόθεση να μην προσφέρεται έτοιμη η σκηνή στους αυλητές, για να επιδεικνύουν την τέχνη τους και να γητεύτουν το κοινό. Ο πειρασμός να βασιστεί κανείς σ' αυτή την δήθεν αντιμετώπιση και εικονική θεραπεία είναι μεγάλος, γνωστός ως προσφυγή σε παλιά ταμπού, σε παραδοσιακές απαγορεύσεις της συζήτησης, στην ορθότητα της ορθοδοξίας. Όμως αυτό είναι το μισοσκόταδο που αγαπούν οι γητευτές με τον αυλό. Αντίθετα, το ηλιακό φως ενός μαχητικού πολιτικού πολιτισμού τους διώχνει πολύ πιο αποτελεσματικά από οποιαδήποτε λογοκρισία, οποιαδήποτε απαγόρευση και οποιαδήποτε προσπάθεια αφορισμού.
Αυτοί οι γητευτές με τον μαγικό αυλό παίρνουν τους απλούς ανθρώπους από εκεί όπου βρίσκονται και τους αφήνουν πάλι εκεί. Ο κοινωνιολόγος της λογοτεχνίας Λέο Λέβενταλ (Leo Löwenthal) περιέγραψε κάποτε την ρητορική τεχνική τους με την ιδιοφυή διατύπωση «αντεστραμμένη ψυχανάλυση». Ένας καλός ψυχαναλυτής φροντίζει να κάνει τον ίδιο τον εαυτό του περιττό, με το να διδάσκει τους ασθενείς του πώς να απελευθερώνονται από τις νευρωτικές εμπλοκές και τις φοβίες και έτσι να αποκτούν αυτονομία. Ο λαϊκιστής κάνει το αντίθετο. Αυτός ενισχύει τους φόβους στο ασυνείδητο και τους νευρωτικούς καταναγκασμούς του κοινού του για να κάνει το κοινό να εξαρτηθεί από αυτόν. Διότι η ανωριμότητα των πελατών είναι το κεφάλαιό του.
Σ΄ αυτή την κατάσταση, το μέγιστο σφάλμα θα ήταν να περιοριστεί η δημόσια συζήτηση, με την δήθεν καλή πρόθεση να μην προσφέρεται έτοιμη η σκηνή στους αυλητές, για να επιδεικνύουν την τέχνη τους και να γητεύτουν το κοινό. Ο πειρασμός να βασιστεί κανείς σ' αυτή την δήθεν αντιμετώπιση και εικονική θεραπεία είναι μεγάλος, γνωστός ως προσφυγή σε παλιά ταμπού, σε παραδοσιακές απαγορεύσεις της συζήτησης, στην ορθότητα της ορθοδοξίας. Όμως αυτό είναι το μισοσκόταδο που αγαπούν οι γητευτές με τον αυλό. Αντίθετα, το ηλιακό φως ενός μαχητικού πολιτικού πολιτισμού τους διώχνει πολύ πιο αποτελεσματικά από οποιαδήποτε λογοκρισία, οποιαδήποτε απαγόρευση και οποιαδήποτε προσπάθεια αφορισμού.
Στη δημοκρατία η πολιτική δημόσια σφαίρα είναι κάτι ευαίσθητο. Οι ασθένειές της μπορούν να θεραπευτούν μόνον με ομοιοπαθητικά φάρμακα, δηλαδή με περισσότερη επικοινωνία. Δεν πρέπει να παραδοθούμε στην ψευδαίσθηση ότι μπορεί να υπάρξει δημοκρατία χωρίς λαϊκιστικές στιγμές. Το σημαντικό είναι, οι δημοκράτες να στέκονται στο ύψος των περιστάσεων.
Ο Helmut Dubiel (1946 - 3 Νοεμβρίου 2015) σπούδασε κοινωνιολογία στα πανεπιστήμια του Μπίλεφελντ και του Μπόχουμ (Γερμανία). Στη διδακτορική του εργασία ασχολήθηκε με τον Τέοντορ Αντόρνο και τον σημαντικό συντηρητικό κοινωνιολόγο Άρνολντ Γκέλεν (Arnold Gehlen). Στη συνέχεια δίδαξε στο Ινστιτούτο Κοινωνιολογίας του Μονάχου και στο Πανεπιστήμιο του Μπίλεφελντ. Μετά το 1981 έγινε συνεργάτης του Γιούργκεν Χάμπερμας στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών Max-Planck και στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών της Φρανκφούρτης, «επίσημη έδρα» της Κριτικής Θεωρίας, όπου χρημάτισε Διεθυντής στην περίοδο 1989-1997. Στη συνέχεια χρημάτισε καθηγητής στα πανεπιστήμια του Γκίσσεν και της Νέας Υόρκης.
Ο Ντούμπιελ μετά το 1993 υπέφερε από την νόσο του Πάρκινσον. Στο βιβλίο του Tief im Hirn (2006) περιέγραψε την εμπειρία της νόσου.
Σημαντικά βιβλία του: Identität und Institution: Studien über moderne Sozialphilosophen (1973), Wissenschaftsorganisation und politische Erfahrung: Studien zur frühen Kritischen Theorie (1978, διατριβή επί υφηγεσία), Theory and Politics (MIT Press 1986), Populismus und Aufklärung (επιμ., 1986), Kritische Theorie der Gesellschaft. Eine einführende Rekonstruktion von den Anfängen im Horkheimer-Kreis bis Habermas (1988), Die Demokratische Frage (1990), Wirtschaft, Recht und Staat im Nationalsozialismus. Analysen des Instituts für Sozialforschung 1939–1942 (επιμ., μαζί με τον Max Horkheimer, 1992), Ungewissheit und Politik (1994), Niemand ist frei von der Geschichte: Die nationalsozialistische Herrschaft in den Debatten des Deutschen Bundestages (1999).
Helmut Dubiel:
Στις αρχές του 21ου αιώνα ακόμη και πολλοί από όσους δεν διαβάζουν φιλοσοφικά βιβλία υποψιάζονται ότι πρέπει να βλέπουν με πολλή δυσπιστία την ευτυχία που υπόσχεται ένας νεωτερικός πολιτισμός περιορισμένος στην απλή τεχνική πρόοδο και οικονομική ανάπτυξη. Ούτε η τεχνολογία της πληροφορικής, η βιοτεχνολογία και η νανοτεχνολογία μπορούν να διώξουν τον φόβο του θανάτου και να αποζημιώσουν τους ανθρώπους για την απώλεια του νοήματος της ζωής [...] Συχνά, στα πολλά χρόνια της ασθένειάς μου και μην έχοντας ελπίδα, φοβάμαι ότι έχω χάσει την ικανότητα να αισθάνομαι ευτυχής. Η σύγχρονη ιατρική δεν μπορεί να μας βοηθήσει στην αναζήτηση της χαμένης ευτυχίας (2006).Ο πολιτικός πολιτισμός των δυτικών κοινωνιών ορίζεται από τη μη αναστρέψιμη διάλυση εκείνων των παραδόσεων που εγγυώνταν την ηθική συνοχή τους κατά κάποιο τρόπο «πίσω από τις πλάτες των πολιτών». Τα συστήματα που ορίζουν τη λογική στις κοινωνίες μας χαρακτηρίζονται από τόσο δραματική στροφή προς τον πλουραλισμό, την ιδιωτικότητα και την εκκοσμίκευση, ώστε είναι πια εντελώς ανεπαρκή ή ακατάλληλα για να παίζουν με οποιονδήποτε τρόπο τον ρόλο πολιτισμικής βάσης μιας πολιτικής τάξης πραγμάτων. Συνακόλουθα, η μοίρα της σύγχρονης κοινωνίας των πολιτών εξαρτάται από την ιδιαίτερη ικανότητά της να δημιουργεί αυτή η ίδια τις ηθικές και θεσμικές προϋποθέσεις για την συνοχή της. Όταν μιλάμε για δημοκρατική κοινωνία των πολιτών, εναποθέτουμε την ελπίδα σε μορφές κοινωνικής συνοχής, οι προϋποθέσεις της οποίας δημιουργούνται από τους ίδιους τους ανθρώπους (1995).
Σκέψεις για την ασθένεια:
Das Leben gleicht sich dem einer Pflanze an. Es ist stumm, ohne Transzendenz und Autonomie. Eigentlich ist es nur noch eine Schwundform des Lebens (Η ζωή μοιάζει με τη ζωή ενός φυτού. Είναι βουβή και χωρίς νόημα, χωρίς υπερβατικότητα και αυτονομία. Στην πραγματικότητα απομένει μόνον μια υποβαθμισμένη μορφή ζωής) - Dr. Stefan Lüddemann για το βιβλίο του Dubiel Tief im Hirn
Ich kam mir vor wie ein Versuchskaninchen – ein Cyborg wider Willen (Ο εαυτός μου μού φαίνεται σαν πειραματόζωο - ένα Σάιμποργκ παρά τη θέλησή μου) - Helmut Dubiel, συζήτηση με τον S. Kutter
Στον ιστότοπο Μετά την Κρίση:
Γιάν-Βέρνερ Μύλλερ: Αντιπροσωπευτική δημοκρατία στην μεταπολεμική Ευρώπη και ο λαϊκισμός ως «σκιά» της
Κας Μούντε, Ερνέστο Λακλάου (δύο άρθρα): Λαϊκισμός, το φάντασμα της Βαϊμάρης, η Λατινική Αμερική και το μέλλον της Ευρώπης
Ινίγκο Ερρεχόν: Ερνέστο Λακλάου, θεωρητικός της ηγεμονίας
Κριστομπάλ Ροβίρα-Καλτβάσσερ: Οι λαϊκιστικές δυνάμεις δεν είναι ανόητες - θέτουν εύλογα ερωτήματα για την σημερινή κατάσταση της δημοκρατίας
Προς ένα πολιτικό σύστημα τριών «κομμάτων», στις αγγλόφωνες και όχι μόνον χώρες;
Ινίγκο Ερρεχόν: Ερνέστο Λακλάου, θεωρητικός της ηγεμονίας
Κριστομπάλ Ροβίρα-Καλτβάσσερ: Οι λαϊκιστικές δυνάμεις δεν είναι ανόητες - θέτουν εύλογα ερωτήματα για την σημερινή κατάσταση της δημοκρατίας
Προς ένα πολιτικό σύστημα τριών «κομμάτων», στις αγγλόφωνες και όχι μόνον χώρες;
Τόμας Φρίκε: Η άνοδος του δεξιού λαϊκισμού και οι τράπεζες
Ιβάν Κράστεφ: Οι ελίτ καταστρέφουν την Ευρωπαϊκή Ένωση
Ιβάν Κράστεφ: Οι ελίτ καταστρέφουν την Ευρωπαϊκή Ένωση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου