του Χάουκε Μπρούνκχορστ
H ελληνική κυβέρνηση από τον Ιανουάριο του 2015 μέχρι το καλοκαίρι του 2015 «έπασχε από ολοκληρωτική έλλειψη πολιτικού επαγγελματισμού και ικανότητας στα οικονομικά ζητήματα [...] και το μόνο που έκανε ήταν να μιλά δημοσίως σε λάθος μέρη για τα λάθος πράγματα», λέει ο Χάουκε Μπρούνκχορστ. Ωστόσο, με την επιμονή της ότι «τα οικονομικά ζητήματα δεν είναι τεχνικά αλλά πολιτικά, άρα πρέπει να αποφασίζονται με δημοκρατικό τρόπο», υπενθύμισε στην Ευρώπη ότι «δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική συνοχή στις σύγχρονες κοινωνίες χωρίς (ταξικούς) αγώνες, αμφισβήτηση, κρίσεις και συγκρούσεις». Άν και «όλα τα άλλα τα έκανε με λάθος τρόπο», αυτό «έδειξε τα όρια της διακυβερνητικής τεχνοκρατίας»· και σε συνδυασμό με την υπόδειξη του Μάριο Ντράγκι, ότι «χρειαζόμαστε πραγματική ευρωπαϊκή κυβέρνηση δημοκρατικά νομιμοποιημένη, άμεσα και σε ευρωπαϊκό επίπεδο», είναι καλές αφετηρίες για μια ευρωπαϊκή δημοκρατία.
Αν για μας ιδιαίτερα, τους πολίτες της Ελλάδας, αυτό που βαραίνει (με εντελώς υλικό τρόπο) είναι εκείνη η πολιτική ανεπάρκεια και όλος ο προηγούμενος «αντιμνημονιακός» πολιτικαντισμός που την έκανε πολύ πιο βαρειά, αυτό που μετράει για τη δημοκρατία και για την κοινωνία στο ευρωπαϊκό «ευρύτερο όλον» είναι η ελπίδα για μια εκ νέου πολιτικοποίηση της δημόσιας σφαίρας. Έτσι, το ιδιαίτερο της ελληνικής οπτικής γωνίας, πρέπει να τo συμψηφίζουμε και συνδυάζουμε με το σημαντικό για το «ευρύτερο όλον μας»: Οι Έλληνες δημοκρατικοί ευρωπαϊστές (και ποιοί είναι αυτοί;), άν θέλουν να συμβάλουν στη στήριξη και χειραφέτηση του αδύναμου πολίτη και στην κοινωνική συνοχή, πρέπει να δούν επιτέλους το ελληνικό πολιτικό πρόβλημα και από αυτή την συγκεκριμένη ευρωπαϊκή οπτική γωνία, της δημοκρατικής νομιμοποίησης και του πολιτικού αγώνα. Δηλαδή πρέπει να αποφεύγουν και τη Σκύλλα της τεχνοκρατίας και τη Χάρυβδη του λαϊκισμού. Αυτός ο τρόπος σκέψης, δυστυχώς, είναι «είδος εν ανεπαρκεία» στην ελληνική δημόσια σφαίρα και στο όλο πολιτικό προσωπικό της χώρας μας.
Γ. Ρ.
Τα δύο τελευταία, συμπερασματικά κεφάλαια εισήγησης πού παρουσιάστηκε στην 23η Ετήσια Συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης για την Κριτική Θεωρία, των Τμημάτων Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Γέηλ, 1-3 Οκτωβρίου 2015
Yale University-Departments of Political Science & History: 23rd Annual Critical Theory Roundtable
Ολόκληρο το κείμενο (αγγλικά - pdf) υπάρχει στον ιστότοπο του Επιστημονικού Κέντρου για την Κοινωνική Έρευνα στο Βερολίνο (Wissenschaftszentrum Berlin für Sozialforschung - WZB)
1. Οι αντιφάσεις της δημόσιας σφαίρας
Άν λάβουμε υπόψη τον διπλό μετασχηματισμό της δημόσιας σφαίρας [τόσο στο πεδίο του δημοσίου δικαίου, ειδικότερα των θεσμών στην ΕΕ και στα κράτη-μέλη της, όσο και στο πεδίο της κοινής γνώμης - ο Μπρούνκχορστ αναλύει αυτούς τους μετασχηματισμούς σε προηγούμενα υποκεφάλαια της παρούσας εισήγησης], κάποιες εντυπωσιακές δημόσιες εκδηλώσεις που διαπιστώνει η εμπειρική έρευνα και τις οποίες θα συνοψίσουμε παρακάτω, είναι εύκολο να ερμηνευθούν.
Yale University-Departments of Political Science & History: 23rd Annual Critical Theory Roundtable
Ολόκληρο το κείμενο (αγγλικά - pdf) υπάρχει στον ιστότοπο του Επιστημονικού Κέντρου για την Κοινωνική Έρευνα στο Βερολίνο (Wissenschaftszentrum Berlin für Sozialforschung - WZB)
1. Οι αντιφάσεις της δημόσιας σφαίρας
Άν λάβουμε υπόψη τον διπλό μετασχηματισμό της δημόσιας σφαίρας [τόσο στο πεδίο του δημοσίου δικαίου, ειδικότερα των θεσμών στην ΕΕ και στα κράτη-μέλη της, όσο και στο πεδίο της κοινής γνώμης - ο Μπρούνκχορστ αναλύει αυτούς τους μετασχηματισμούς σε προηγούμενα υποκεφάλαια της παρούσας εισήγησης], κάποιες εντυπωσιακές δημόσιες εκδηλώσεις που διαπιστώνει η εμπειρική έρευνα και τις οποίες θα συνοψίσουμε παρακάτω, είναι εύκολο να ερμηνευθούν.
Από τη μία πλευρά, συρρικνώνεται συνεχώς η εμπιστοσύνη στους ευρωπαϊκούς και εθνικούς πολιτικούς θεσμούς τα τελευταία 30 χρόνια, πράγμα που δείχνουν οι δημοσκοπήσεις των «ευρω-βαρόμετρων» και όχι μόνον· αυτά τα 30 χρόνια είναι οι δεκαετίες νεοφιλελεύθερων «μεταρρυθμίσεων», οι οποίες συνοδεύονται σε όλο τον κόσμο από επιθετικές εκστρατείες εναντίον του κράτους και εναντίον των κρατικών αντιπροσώπων και αξιωματούχων. Η παρουσία αυτού του θέματος στα Μέσα Ενημέρωσης είναι υψηλή και προκαλεί έντονες συζητήσεις επικριτικές προς το κράτος - συνήθως με αδιέξοδους αυτο-οικτιρμούς. Αυτό προβάλλεται διαρκώς από την τηλεόραση, τις εφημερίδες και άλλες Μέσα.1 Η συνήθης θεραπεία, όπως την παρουσιάζουν τα ηγεμονικά Μέσα Ενημέρωσης είναι πάντα η ίδια: λιγότερο κράτος (λες και η συνεχώς αυξανόμενη γραφειοκρατία είναι αποκλειστικά και μόνον πρόβλημα των δημόσιων οργανισμών), περισσότερες αγορές, χαμηλότερη φορολόγηση των κερδών και των περιουσιακών στοιχείων και χαμηλότεροι μισθοί, ειδικά στον εναπομένοντα δημόσιο τομέα (π.χ. εργαζόμενοι στους σιδηροδρόμους, εκπαιδευτικοί, κοινωνικές υπηρεσίες).
Από την άλλη πλευρά, σε μια διακρατική συγκριτική μελέτη, οι Gerhards και Lengfeld ανακάλυψαν το εξής: μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, και ως ταυτόχρονο συμπλήρωμα της μείωσης της εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς, τα αισθήματα της από κοινού δέσμευσης, της πολιτικής και κοινωνικής αλληλεγγύης και του διακρατικού-υπερεθνικού πολιτισμικού συνανήκειν μεταξύ των Ευρωπαίων αυξήθηκαν σε εκπληκτικό βαθμό. Για να αναφέρω μόνον ένα σημαντικό παράδειγμα: Οι πολίτες του ηγεμονεύοντος ευρωπαϊκού κράτους, της Γερμανίας, όχι μόνον υποστηρίζουν γενικά (συμβαδίζοντας με μια μεγάλη πλειοψηφία όλων των άλλων Ευρωπαίων) την πανευρωπαϊκή αμοιβαία βοήθεια και στήριξη, την ισότητα των ευκαιριών ζωής, και ένα ευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας, αλλά επιπλέον, περισσότερο από το 58% του πληθυσμού της Γερμανίας είναι υπέρ της ιδέας ενός πανευρωπαϊκού ελάχιστου μισθού, ακόμη και αν οι ίδιοι χάσουν μέρος του εισοδήματός τους. 2
Για ποιό λόγο; Αυτή η ερώτηση παραμένει ανοικτή προς απάντηση, όμως ένας τουλάχιστον λόγος φαίνεται λίγο-πολύ προφανής και αξίζει να ερευνηθεί βαθύτερα. Η παγκόσμια οικονομική κρίση, με την προσθήκη στη συνέχεια της ευρω-ελληνικής κρίσης, προκάλεσε μια θερμή, συγκρουσιακή πανευρωπαϊκή συζήτηση: Προκάλεσε την «σύγκρουση των ρητόρων, τη σύγκρουση των δημοσιογράφων», αλλά και «τις συζητήσεις στα κοινοβούλια», πολύ περισσότερο «τις συζητήσεις στα σαλόνια και στα μπιστρό» και, last but not least, τον «χορό» εκείνων «εκεί κάτω».3 Η λανθάνουσα αντίφαση μεταξύ του δημοκρατικού κύκλου της νομιμοποίησης και του τεχνοκρατικού συστήματος του «δυαδικού κράτους» [της ΕΕ] έγινε πρόδηλη.
[Ο Μπρούνκχορστ στο κεφ. 4 του δοκιμίου γράφει για «δύο παράλληλα συστήματα πολιτικής εξουσίας» εντός της ΄Ένωσης, αντιφατικά και μη συμβατά από κανονιστική σκοπιά: δηλ. αφενός τη δημοκρατική διαδικασία νομοθέτησης και νομιμοποίησης από τη βάση προς τα επάνω, με κέντρο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε «αμοιβαίο έλεγχο και ισορροπίες» με την Επιτροπή, το Συμβούλιο των Υπουργών και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, και αφετέρου έναν «ανεπίσημο, άτυπο νομοθέτη της ΕΕ, και ιδιαίτερα της ευρωζώνης, ...ένα τεχνοκρατικό σύστημα κυβέρνησης από την κορυφή προς τα κάτω με φεντεραλισμό της εκτελεστικής εξουσίας», που επηρεάζει σε βάθος την νομοθετική εξουσία στην ΕΕ και έχει ως «κέντρο το δημοσιονομικό καθεστώς της Ένωσης». Αυτό το δεύτερο, λέει, αποτελείται από τα στενά συνεργαζόμενα όργανα ΕΚΤ, Eurogroup των Υπουργών Οικονομικών και Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε μάλλον άτυπη σχέση με την Επιτροπή, ενώ το Eurogroup και το Συμβούλιο σε μεγάλο βαθμό διαφεύγουν της δικαιοδοσίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου].
Από την άλλη πλευρά, σε μια διακρατική συγκριτική μελέτη, οι Gerhards και Lengfeld ανακάλυψαν το εξής: μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, και ως ταυτόχρονο συμπλήρωμα της μείωσης της εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς, τα αισθήματα της από κοινού δέσμευσης, της πολιτικής και κοινωνικής αλληλεγγύης και του διακρατικού-υπερεθνικού πολιτισμικού συνανήκειν μεταξύ των Ευρωπαίων αυξήθηκαν σε εκπληκτικό βαθμό. Για να αναφέρω μόνον ένα σημαντικό παράδειγμα: Οι πολίτες του ηγεμονεύοντος ευρωπαϊκού κράτους, της Γερμανίας, όχι μόνον υποστηρίζουν γενικά (συμβαδίζοντας με μια μεγάλη πλειοψηφία όλων των άλλων Ευρωπαίων) την πανευρωπαϊκή αμοιβαία βοήθεια και στήριξη, την ισότητα των ευκαιριών ζωής, και ένα ευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας, αλλά επιπλέον, περισσότερο από το 58% του πληθυσμού της Γερμανίας είναι υπέρ της ιδέας ενός πανευρωπαϊκού ελάχιστου μισθού, ακόμη και αν οι ίδιοι χάσουν μέρος του εισοδήματός τους. 2
Για ποιό λόγο; Αυτή η ερώτηση παραμένει ανοικτή προς απάντηση, όμως ένας τουλάχιστον λόγος φαίνεται λίγο-πολύ προφανής και αξίζει να ερευνηθεί βαθύτερα. Η παγκόσμια οικονομική κρίση, με την προσθήκη στη συνέχεια της ευρω-ελληνικής κρίσης, προκάλεσε μια θερμή, συγκρουσιακή πανευρωπαϊκή συζήτηση: Προκάλεσε την «σύγκρουση των ρητόρων, τη σύγκρουση των δημοσιογράφων», αλλά και «τις συζητήσεις στα κοινοβούλια», πολύ περισσότερο «τις συζητήσεις στα σαλόνια και στα μπιστρό» και, last but not least, τον «χορό» εκείνων «εκεί κάτω».3 Η λανθάνουσα αντίφαση μεταξύ του δημοκρατικού κύκλου της νομιμοποίησης και του τεχνοκρατικού συστήματος του «δυαδικού κράτους» [της ΕΕ] έγινε πρόδηλη.
[Ο Μπρούνκχορστ στο κεφ. 4 του δοκιμίου γράφει για «δύο παράλληλα συστήματα πολιτικής εξουσίας» εντός της ΄Ένωσης, αντιφατικά και μη συμβατά από κανονιστική σκοπιά: δηλ. αφενός τη δημοκρατική διαδικασία νομοθέτησης και νομιμοποίησης από τη βάση προς τα επάνω, με κέντρο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε «αμοιβαίο έλεγχο και ισορροπίες» με την Επιτροπή, το Συμβούλιο των Υπουργών και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, και αφετέρου έναν «ανεπίσημο, άτυπο νομοθέτη της ΕΕ, και ιδιαίτερα της ευρωζώνης, ...ένα τεχνοκρατικό σύστημα κυβέρνησης από την κορυφή προς τα κάτω με φεντεραλισμό της εκτελεστικής εξουσίας», που επηρεάζει σε βάθος την νομοθετική εξουσία στην ΕΕ και έχει ως «κέντρο το δημοσιονομικό καθεστώς της Ένωσης». Αυτό το δεύτερο, λέει, αποτελείται από τα στενά συνεργαζόμενα όργανα ΕΚΤ, Eurogroup των Υπουργών Οικονομικών και Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε μάλλον άτυπη σχέση με την Επιτροπή, ενώ το Eurogroup και το Συμβούλιο σε μεγάλο βαθμό διαφεύγουν της δικαιοδοσίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου].
Ωστόσο, η διπλή μεταμόρφωση της δημόσιας σφαίρας, άν και τίθεται υπό αμφισβήτηση, εξακολουθεί να λειτουργεί παντού ως ισχυρό όπλο καταστολής της δημόσιας συζήτησης και φίμωσης της «σύγκρουσης των ρητόρων», «των δημοσιογράφων» και των «ομίλων συζήτησης». Σε αντίθετη με τη μεταχείριση που επιφυλάσσεται στα ευρήματα που πιστοποιούν τη συρρίκνωση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς, τα ευρήματα των Gerhards και Lengfeld (και άλλες παρόμοιες παρατηρήσεις) έχουν απολύτως αποσιωπηθεί και όχι μόνον από τα Μέσα Ενημέρωσης· ακόμη και εντός της μικρής κοινότητας των κοινωνικών επιστημών, σχεδόν κανείς δεν τα γνωρίζει (παρόλο που οι ερευνητές αυτοί είναι πολύ φημισμένοι).
Για ποιό λόγο η μείωση της εμπιστοσύνης μνημονεύεται σε τόση έκταση, ιδίως στα Μέσα μαζικής ενημέρωσης, ενώ αντίθετα, η αύξηση της αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτών δεν αναφέρεται, ή ακόμη και αποσιωπάται; Η υπόθεση που κάνω (η οποία χρειάζεται περαιτέρω έρευνα) είναι η ακόλουθη:
Όπως γνωρίζουμε, η δημόσια σφαίρα των πολιτικών θεσμών και του δημοσίου δικαίου είναι ανοιχτή μόνον για προβλήματα διαχειρίσιμα, τα οποία φαίνονται να είναι επιλύσιμα από ειδήμονες και με μονόδρομες από την κορυφή προς τα κάτω [top-down] τεχνοκρατικές βελτιώσεις της αποτελεσματικότητας, καθώς και τα συνήθη μέσα της νομιμοποίησης εξόδου [ή νομιμοποίησης εκ του αποτελέσματος - output-legitimization]. Αυτή είναι η σιωπηρά αποδεκτή κοινή οπτική γωνία των Ενωμένων Εκτελεστικών Οργάνων της Ευρώπης και της συντριπτικής πλειοψηφίας των Μέσων Ενημέρωσης της ηπείρου μας. Όμως, ταυτόχρονα, η δημόσια σφαίρα (των θεσμών και των μέσων ενημέρωσης) είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου κλειστή σε οποιαδήποτε πολιτική (και μακροοικονομική) εναλλακτική λύση.
Και είναι ακόμη πιο κλειστή σε κάθε διαρκή, σοβαρή, μαχητική και με πάθος συζήτηση για εναλλακτικές λύσεις που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν και να θέσουν σε κίνδυνο τις ηγεμονεύουσες πολιτικές των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», τα μέτρα λιτότητας και την «ήρεμη βελτίωση» (Μαρξ) της εθνικής ανταγωνιστικότητας.
[Όπως γράφει ο Μπρούνκχορστ στο κεφ. 8 του δοκιμίου, «η δημόσια παρουσία των Ενωμένων Εκτελεστικών Οργάνων της ΕΕ δεν συνίσταται σε συζήτηση, ...αντιπαράθεση και υποστήριξη πολιτικών εναλλακτικών λύσεων, ...αλλά σε διαφήμιση, σε δηλώσεις εκπροσώπων χωρίς αντίλογο, σε διακηρύξεις συναίνεσης και σε ανακοινώσεις αποφάσεων. Ο όλος θεσμικός σχεδιασμός της ΕΕ είναι προγραμματισμένος για την αποφυγή κάθε δημόσιας αντιπαράθεσης, για την παράκαμψη της κοινής γνώμης και του Δημοσίου Δικαίου». Εκατοντάδες επιτροπές, γράφει, ιδίως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, «άν και συχνά είναι τυπικά πιο ανοιχτές και προσβάσιμες για το κοινό σε σύγκριση με ανάλογες επιτροπές των εθνικών κοινοβουλίων, υπάρχουν σε έναν σκιώδη κόσμο... και στην πραγματικότητα το κοινό ποτέ δεν πληροφορείται για το έργο τους. Οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν ούτε καν την ύπαρξή τους».
«Ίδιοι λόγοι (μετάβαση από αγορές ενσωματωμένες στα κράτη σε κράτη ενσωματωμένα στις αγορές, φεντεραλισμός της εκτελεστικής εξουσίας στην ΕΕ και συντακτική εξουσία της οικονομίας)», συνεχίζει στο Κεφ. 9 ο Μπρούνκχορστ, αλλάζουν δομικά την δημόσια σφαίρα στο πεδίο της κοινής γνώμης: «Η έντυπη και τηλεοπτική δημοσιογραφία υψηλού επιπέδου έχει περιθωριοποιηθεί εντελώς. Την εξοντώνει παντού η πίεση των ηλεκτρονικών Μέσων, της παγκόσμιας αγοράς πληροφόρησης και των μεγάλων επιχειρηματικών ομάδων Μέσων Ενημέρωσης. Η δημοσιογραφία υψηλού επιπέδου επέστρεψε καινοτομική, διανοητικά ενισχυμένη και διαδραστική στο διαδίκτυο... Όμως αυτό είναι ακόμη πολύ κατακερματισμένο, η συμβολή του στη διαμόρφωση πολιτικής βούλησης είναι απρόβλεπτη, λίγο πολύ έρμαια της τύχης, αποικιοποιημένη από το κεφάλαιο και τις μυστικές υπηρεσίες. Η Κίνα είναι μόνον η κορυφή του παγόβουνου». Και συμπεραίνει: «Ενώ τα Μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι διαρθρωτικά συζευγμένα με το πολιτικό-οικονομικό σύστημα και εγγυούνται τη στενή συναλλαγή και ισότιμη συνεργασία με τις πολιτικά και οικονομικά κυρίαρχες τάξεις, είναι κλειστά απέναντι στο σύστημα δημοκρατικής νομιμοποίησης από την βάση προς τα επάνω, αποκλείουν ως επιχειρήματα τις φωνές από τη βάση προς τα επάνω και τις επιτρέπουν μόνον ως λευκό θόρυβο, που μπορεί να διαστρεβλωθεί τεχνικά και να χρησιμοποιηθεί»].
Ευρώπη, Αφρική, Μικρά Ασία, κατά τον Ηρόδοτο |
Ακόμη και τα ισχυρότερα αισθήματα αλληλεγγύης των πολιτών μπορούν να γίνουν δημόσια και πολιτικά μόνον μέσα σε μια διαδικασία (στην προκειμένη περίπτωση) διακρατικής διαμόρφωσης πολιτικών αποφάσεων από τη βάση προς τα πάνω μέσω διαβούλευσης και (τελικά κοινοβουλευτικής) νομοθέτησης. Για να το κατανοήσουμε αυτό, πρέπει να διακρίνουμε την οπτική γωνία του εξατομικευμένου παρατηρητή (που διαχωρίζει σε μεμονωμένα άτομα) από την διυποκειμενική οπτική γωνία του συμμετέχοντος στα πολιτικά δρώμενα. Στο βαθμό που η διαδικασία από την βάση προς τα πάνω [bottom-up] εντός του δημοκρατικού κύκλου της νομιμοποίησης αφυδατώνεται, η αποσιώπηση θα στέφεται με επιτυχία, επειδή δεν μπορεί να σπάσει ο φαύλος κύκλος της σιωπής, ο οποίος συνίσταται στο εξής παράδοξο φαινόμενο: ξέρω και σκέφτομαι πως η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη είναι πολύ καλό πράγμα, αλλά την ίδια στιγμή νομίζω ότι ο γείτονάς μου δεν σκέφτεται με τον ίδιο τρόπο. Ο θρύλος της ευρωπαϊκής ταυτότητας, για να γίνει πραγματικότητα, πρέπει «να τυπωθεί στο χαρτί της εφημερίδας», να δημοσιευτεί.4 Διαφορετικά, συνεχίζει να είναι ένα αντικείμενο παρατήρησης έξω από την οπτική γωνία του συμμετέχοντος (δηλαδή πέρα από τον ορίζοντα του βιόκοσμού του), η οποία είναι η οπτική γωνία που «μετρά» στην πολιτική εν γένει (σε αντίθεση με τις μεμονωμένες πολιτικές).
Το πρόβλημα του φαύλου κύκλου της σιωπής είχε ήδη συζητηθεί σε ερευνητικές εργασίες της δεκαετίας του 1970 και έχει ασκήσει επιρροή τις διεθνείς έρευνες που επακολούθησαν. Ένα απλό αλλά πειστικό μοντέλο αυτής της παθολογίας της επικοινωνίας μπορούμε να βρούμε στις μελέτες του Ρόναλντ Ντ. Λαίνγκ (Ronald D. Laing), τις σχετικές με το πως γίνονται αντιληπτές από διαφορετικά «συμβαλλόμενα μέρη» οι απόψεις και προσδοκίες και πως χαρακτηρίζονται αμοιβαία από αυτά.5 Η μονόπλευρη δημόσια πρόσληψη των διαφορετικών μελετών (Ευρωβαρόμετρο έναντι της μελέτης Gerhards/Lengfeld) ταιριάζει επακριβώς με τη διάκριση μεταξύ της ιδιωτικής έκφρασης της κοινής γνώμης σε μια εξατομικευμένη έρευνα (από την οπτική γωνία του παρατηρητή) αφενός, και της δημόσιας έκφρασής της μέσα στο «βαρέλι της πολιτικής ζύμωσης» [με τα πάθη του και τις απλοποιήσεις του], στις εκδηλώσεις του δρόμου και στα Μέσα Ενημέρωσης (από την οπτική γωνία του συμμετέχοντος) αφετέρου. Όταν οι άνθρωποι αρχίζουν να συζητούν δημόσια και «εκείνοι εκεί κάτω» αρχίσουν να «χορεύουν», τότε τα πάντα μπορούν να αλλάξουν. Ωστόσο, για να ξεκινήσει ο χορός, οι άνθρωποι θα πρέπει πρώτα να σκεφτούν ότι η δημόσια συζήτηση έχει νόημα. Θα πρέπει να ακούσουν «το βιολί να παίζει».6
2. Εκ νέου πολιτικοποίηση της δημόσιας σφαίρας;
Ποιός όμως θα μπορέσει να αποκαλύψει τις αντιφάσεις της ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας, που είναι ακόμη λανθάνουσες και εξατομικευμένες; Ποιος θα δημοσιοποιήσει το κρυμμένο μυστικό των προσδοκιών για μια ευρωπαϊκή διακρατική αλληλεγγύη; «Ποιος θα ενεργοποιήσει αυτή τη ζώνη των συγκρούσεων» και θα την κάνει «να τείνει προς την εκ νέου πολιτικοποίηση της αφυδατωμένης δημόσιας σφαίρας»; Αυτό το ερώτημα έθεσε στον εαυτό του ο Χάμπερμας, στο τέλος της δεκαετίας του 1960, όταν αντιμετώπιζε ένα παρόμοιο είδος σύγκρουσης στις Δυτικές δημοκρατίες του όψιμου καπιταλισμού: μεταξύ μιας διαχειριστικής τεχνοκρατίας που αποσιωπά ή κατασιγάζει και του απωθημένου πολιτικού λόγου των δημοκρατικών ανθρώπων.7
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, γρήγορα έγινε φανερό ότι οι τεχνοκρατικές πολιτικές (αντί της δημοκρατικής πολιτικής) έχουν όρια. Φτάνουν στα όριά τους όταν η αφυδατωμένη δημόσια σφαίρα κατακλύζεται από πολιτικές (και αντι-πολιτικές) «λεκτικές πράξεις» [χρήσεις του λόγου με επιτελεστική λειτουργία]. Το αργότερο με την ευρω-ελληνική κρίση, φαίνεται να φθάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση σ΄ αυτό το όριο. Συνακόλουθα, παρόλη τη συγκέντρωση της εκτελεστικής εξουσίας της και παρά το εξελιγμένο σύστημα φίλτρων της διπλά μετασχηματισμένης δημόσιας σφαίρας, η αδυναμία του ευρωπαϊκού συστήματος διακρατικής τεχνοκρατικής διακυβέρνησης γίνεται τώρα πρόδηλη.8
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, γρήγορα έγινε φανερό ότι οι τεχνοκρατικές πολιτικές (αντί της δημοκρατικής πολιτικής) έχουν όρια. Φτάνουν στα όριά τους όταν η αφυδατωμένη δημόσια σφαίρα κατακλύζεται από πολιτικές (και αντι-πολιτικές) «λεκτικές πράξεις» [χρήσεις του λόγου με επιτελεστική λειτουργία]. Το αργότερο με την ευρω-ελληνική κρίση, φαίνεται να φθάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση σ΄ αυτό το όριο. Συνακόλουθα, παρόλη τη συγκέντρωση της εκτελεστικής εξουσίας της και παρά το εξελιγμένο σύστημα φίλτρων της διπλά μετασχηματισμένης δημόσιας σφαίρας, η αδυναμία του ευρωπαϊκού συστήματος διακρατικής τεχνοκρατικής διακυβέρνησης γίνεται τώρα πρόδηλη.8
[Όπως γράφει ο Μπρούνκχορστ στο κεφ. 7 του δοκιμίου, «σχεδόν παντού στον κόσμο, όπου υπάρχουν (σχετικά) ελεύθερες δημοκρατικές εκλογές με ίσα δικαιώματα και νομοθετικά σώματα, ...η συμμετοχή στις κοινοβουλευτικές εκλογές μειώνονταν διαρκώς... Ωστόσο, η μείωση της εκλογικής συμμετοχής αφορά πολύ λιγότερο το άνω μέρος της πυραμίδας των κοινωνικών τάξεων. Κυρίως αφορά εκείνους εκεί κάτω, στη βάση της πυραμίδας».
«Η κοινωνική τάξη έχει και πάλι σημασία, πιο πολύ από όσο είχε στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και στα πρώτα χρόνια του 21ου. Η ολιγάριθμη ανώτερη τάξη (π.χ. το πιο πλούσιο 25 % μιας πόλης), συμμετέχει στις εκλογές σε ποσοστά 90 ή και 100 % και ψηφίζει το κόμμα που υποστηρίζει νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας..., ενώ αντίθετα, η συμμετοχη των πολύ πιο πολυάριθμων φτωχότερων τάξεων συρρικνώνονταν προς το 30 ή και το 20 %». Σε όλο τον κόσμο, γράφει, αυξήθηκε δραματικά η κοινωνική ανισότητα αλλά ταυτόχρονα μειώθηκε (λιγότερο δραματικά) η απόλυτη φτώχεια. «Όμως, αυτό που έχει σημασία για τις καταστροφικές πολιτικές επιπτώσεις είναι η κοινωνική ανισότητα και όχι η μείωση της απόλυτης φτώχειας. Η κοινωνική ανισότητα δημιουργεί πολιτική ανισότητα».
Αυτό, γράφει, δημιούργησε μια παγίδα δειλίας (όρος του Π. Κρούγκμαν) στα συστήματα των κομμάτων και στις εκλογικές εκστρατείες: «Τα μεγάλα κόμματα της πολιτικής Αριστεράς έχασαν πολλούς σταθερούς ψηφοφόρους τους, ενώ τα μεγάλα κόμματα της πολιτικής Δεξιάς διατηρούσαν τους πιο πολλούς δικούς τους. Συνεπώς, εφόσον όλα τα κόμματα θέλουν να διατηρηθούν στην εξουσία, τα μέν δεξιά (π.χ. CDU στη Γερμανία, οι Ρεπουμπλικανοί τις ΗΠΑ, οι Βρετανοί Συντηρητικοί) δεν χρειαζόταν να αλλάξουν, τα δε αριστερά (SPD, Εργατικό Κόμμα, Σοσιαλιστές του Νότου της ΕΕ, Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ), πιέζονταν να αλλάξουν...». Να μετακινηθούν προς τα δεξιά, να μοιάζουν με τους αντιπάλους τους.
Αυτή η στροφή πρός το Κέντρο, όπως αποκλήθηκε κατ΄ ευφημισμόν, με τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» (χωρίς περιεχόμενο λεκτικό δάνειο, κλεμμένο από παλιά αριστερά προγράμματα), δεν αύξησαν μόνον τις ανισότητες σε εθνικό επίπεδο, αλλά και το χάσμα Βορρά -Νότου σε διεθνές επίπεδο, καθώς και εντός της ΕΕ (PIΙGS). «Οι μισθοί στις νότιες χώρες-μέλη της ΕΕ αυξήθηκαν υπερβολικά γρήγορα. Στο Βορρά, ιδίως στη Γερμανία, οι μισθοί μειώθηκαν υπερβολικά. Η Γερμανία και ο Βορράς βγήκαν κερδισμένοι από τον εξαγωγικό ανταγωνισμό με τις άλλες ευρωπαικές χώρες. Ο Νότος βγήκε χαμένος». Το αποτέλεσμα ήταν φαύλος κύκλος: «Να μην σταματά η αύξηση της κοινωνικής ανισότητας, να χάνουν ακόμη περισσότερους ψηφοφόρους τα πρώην αριστερά κόμματα, να πηγαίνουν όλο και πιο δεξιά από εκλογές σε εκλογές και το πολιτικό σύστημα να μένει χωρίς εναλλακτικές λύσεις».Που οδεύουν όλα αυτά, σύμφωνα με τον Μπρούνκχορστ; «Το αποτέλεσμα της πολιτικής ανισότητας είναι απώλεια ισχύος των κοινοβουλίων, των πολιτών και των συνδικάτων, ενώ τα εκτελεστικά όργανα και οι ελίτ, πολιτικές και οικονομικές, κερδίζουν ισχύ. Όσο πιο δραματικές είναι οι αλλαγές, τόσο πιο γρήγορα μένουν χωρίς εναλλακτικές λύσεις όλοι (και όσοι έχουν μεγάλη, και όσοι έχουν μικρή δύναμη).
Το πεδίο των εναλλακτικών λύσεων συρρικνώνται στο έπακρο, και αυτός ή αυτή που έχει τη μεγαλύτερη ηγετική ευθύνη θα έχει χάσει όλη του/της την ισχύ, ακριβώς όταν θα βρίσκεται στο απόγειο της δύναμης. Είναι ο τελικός προορισμός της Άνγκελα Μέρκελ».]
Το σύστημα «από την κορυφή προς τα κάτω» [top-down] της χειραγωγημένης διαμόρφωσης βουλήσεων - αυτή είναι η βασική παραδοχή αυτού του άρθρου - εισέρχεται σε κρίση, όταν ενεργοποιείται μια σοβαρή συζήτηση η οποία δεν μπορεί να κατασιγασθεί από τις τεχνοκρατικές πολιτικές τις συνδυασμένες με τα Μέσα Ενημέρωσης. Στην περίπτωσή μας, η συζήτηση και αμφισβήτηση προκαλείται από μια οικονομική κρίση που πλήττει ένα διαρθρωτικά συζευγμένο σύνολο νομικών, πολιτικών και οικονομικών συστημάτων (= υψηλό επίπεδο λειτουργικής συστημικής ολοκλήρωσης), τα οποία όμως είναι ασθενώς, χονδροειδώς και άτεχνα κοινωνικά ενσωματωμένα μέσω των διαδικασιών της δημοκρατικής νομιμοποίησης (ο δημοκρατικός κύκλος). Σ' αυτή την περίπτωση, ο δημοκρατικός κύκλος, ο οποίος ήδη υπάρχει, αλλά «μόνον» ως δομή αποικιοποιημένη και διεστραμμένη, μπορεί να επαν-ενεργοποιηθεί και να χρησιμοποιηθεί για υγιή και αποτελεσματική κριτική και για δημοκρατικό (ταξικό) αγώνα εναντίον της υπάρχουσας πολιτικής και οικονομικής τάξης πραγμάτων.9 «Το να λες άφοβα την αλήθεια», η «παρρησία» [dire la vérité] του Μισέλ Φουκώ (Michel Foucault) ως άμεση έκφραση ισχύος, μπορεί τότε να αποσπασθεί από την εγγενή της δομή της εξουσίας, να αποκτήσει γενικό χαρακτήρα και να στραφεί εναντίον των χειριστών της πολιτικής, οικονομικής και μιντιακής εξουσίας.
Οι παραμορφωμένες και διεστραμμένες διαδικασίες της δημοκρατικής νομιμοποίησης μπορούν να επαν-ενεργοποιηθούν με πολλούς τρόπους:
Οι παραμορφωμένες και διεστραμμένες διαδικασίες της δημοκρατικής νομιμοποίησης μπορούν να επαν-ενεργοποιηθούν με πολλούς τρόπους:
* Μπορούν να «αντεπιτεθούν» (Friedrich Müller), για παράδειγμα, απλά και μόνον «ενισχύοντας τους κανόνες του δικαίου».10 Αποφάσεις δικαστηρίων, όπως για μία σειρά υποθέσεων που εκδικάστηκαν ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και αφορούν το δικαίωμα των ευρωπαίων πολιτών να κυκλοφορούν, είναι καλά παραδείγματα βημάτων δημοκρατικής ένταξης [«κύκλο της δημοκρατικής νομιμοποίησης μέσω της νομιμότητας», της εφαρμογής του δικαίου, την αποκαλεί ο Μπρούνκχορστ, στο Κεφ. 1 του δοκιμίου, παραπέμποντας στον Χάμπερμας]. Στις περιπτώσεις αυτές επρόκειτο για εργαζόμενους, φοιτητές, αστέγους, ακόμη και για πόρνες· η «υπόθεση Hirsi» που εκδικάστηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ECHR) είναι ένα παράδειγμα που αφορά την ένταξη στο πλαίσιο της δημοκρατίας ατόμων που αναζητούν άσυλο από την άλλη πλευρά της Μεσογείου.11
* Η «προσπάθεια στις αρχές της δεκαετίας του 2000 για τη δημιουργία ενός συντάγματος της ΕΕ», στην αρχή διατηρήθηκε υπό τον απόλυτο έλεγχο του τεχνοκρατικού συστήματος, αλλά κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για το γαλλικό δημοψήφισμα του 2005, βρέθηκε αιφνιδιαστικά εκτός ελέγχου και μετετράπη σε θέμα δημοκρατικής διαβούλευσης και λήψης αποφάσεων με φορά από τη βάση προς τα επάνω [bottom-up].12 Ωστόσο, αμέσως μετά τη δημοσίευση του (αρνητικού) αποτελέσματος της ψηφοφορίας στα πρωτοσέλιδα όλων των ευρωπαϊκών εφημερίδων, η δημόσια συζήτηση κατασιγάστηκε επιτυχώς με τη ρητή, δημόσια ανακοινωθείσα συμφωνία των Ενωμένων Εκτελεστικών Οργάνων της ΕΕ να παύσουν πλέον να συζητούν δημοσίως για το θέμα αυτό με «τα παιδιά τους», τους πολίτες της Ευρώπης και να περιμένουμε όλοι μαζί ένα-δυό χρόνια, μέχρι να υπογραφεί η ίδια Συνθήκη στη Λισαβόνα, χωρίς όμως τη λέξη που αρχίζει από Σ [Σύνταγμα], και χωρίς γαλλικό δημοψήφισμα.
* Η κατασίγαση της δημόσιας συζήτησης αμφισβητήθηκε για δεύτερη φορά μετά τις τελευταίες ευρωπαϊκές εκλογές του Μαΐου του 2014, όταν η Άνγκελα Μέρκελ πήγε στη συνέντευξη Τύπου και είπε ότι ποτέ δεν είχε ακούσει για έναν άνθρωπο που ονομάζεται Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ [ως υποψήφιο Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις εκλογές αυτές], αλλά το μόνο που ξέρει είναι ότι pacta sunt servanda. Παρ' όλα αυτά, αυτή τη φορά η κατασίγαση και αποσιώπηση δεν λειτούργησε: οι παρόντες δημοσιογράφοι αμέσως εξαγριώθηκαν και ο Γιούνκερ εξελέγη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως Πρόεδρος της Επιτροπής. Αυτό έκανε πιο δύσκολο το να κρατηθεί το Κοινοβούλιο υπό τεχνοκρατικό έλεγχο.
* Σε μια καθοριστική στιγμή, την 9η Ιουνίου του 2015, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απέτυχε να γίνει μια ευρύτερα αναγνωρίσιμη αντιπολίτευση στο επικρατούν τεχνοκρατικό σύστημα (στην περίπτωση της συζήτησης για τη διατλαντική εμπορική συμφωνία ΤΤΙΡ, βλέπε παραπάνω Κεφ. 10), με διαφορά μόνο δύο ψήφων. Τώρα είναι θέμα χρόνου το πότε δεν θα μπορεί να είναι πια αποτελεσματική η τεχνοκρατική αναβολή μέσω της χρήσης του προεδρικού προνομίου του σώματος.
* Ακολούθησαν αμέσως οι επόμενες περιπτώσεις και κατά πάσα πιθανότητα θα ακολουθήσουν και άλλες, σε όλο και μικρότερα χρονικά διαστήματα. Οι εκλογές στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 2015 έφεραν στην εξουσία μια αριστερή κυβέρνηση, η οποία έπασχε από πλήρη έλλειψη πολιτικού επαγγελματισμού και ικανότητας στα οικονομικά ζητήματα (πράγμα που το διέκριναν αμέσως τα ευρωπαϊκά εκτελεστικά όργανα, σε συμφωνία με τα Μέσα Ενημέρωσης), και το μόνο που έκανε ήταν να μιλά δημοσίως σε λάθος μέρη για τα λάθος πράγματα. Και αυτό ήταν πάρα πολύ.
Οι Έλληνες βρήκαν μόνον την ευκαιρία να θέσουν δημοσίως και στο κέντρο των διαρθρωτικά συζευγμένων συστημάτων της πολιτικής, της οικονομίας και των Μέσων Ενημέρωσης, το ερώτημα περί δημοκρατικών εναλλακτικών λύσεων. Μίλησαν πριν κλείσουν οι πόρτες για τα μέτρα λιτότητας και για τους αποπληθωριστικούς κινδύνους που εγκυμονούν. Εξέφρασαν τη γνώμη ότι υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις απλά και μόνο με την άρνηση του επίσημου διπλωματικού ενδυματολογικού κώδικα. Από τη μια μέρα στην άλλη, η διαβουλευτική δημοκρατία επέστρεψε μέσα στην στρεβλή δομή της διαδικαστικής κυριαρχίας, καθώς ο Έλληνας πρωθυπουργός, ο υπουργός του επί των οικονομικών και άλλοι εκπρόσωποι εμφανίστηκαν στα ευρωπαϊκά βήματα δημόσιου λόγου, επαναλαμβάνοντας διαρκώς ότι η θεραπεία ήταν λανθασμένη, ότι υπάρχουν μακροοικονομικές εναλλακτικές λύσεις, ότι θα πρέπει αυτές να συζητηθούν, ότι τα οικονομικά ζητήματα δεν είναι τεχνικά αλλά πολιτικά ζητήματα και άρα πρέπει να αποφασίζονται με δημοκρατικό τρόπο. Η δημοκρατία προέχει σε όλα τα επίπεδα (στο διακρατικό, στο διεθνές, στο εθνικό και στο περιφερειακό), αν θέλουμε να λύσουμε τα τεράστια προβλήματα της Ευρώπης μέσα σε μια εξαιρετικά περίπλοκη παγκόσμια κοινωνία.13 Δεν υπάρχει τεχνοκρατική εναλλακτική λύση, ιδίως όταν τίθενται ζητήματα που αφορούν τα χρήματα, τα ιδιωτικά περιουσιακά στοιχεία, την κατανομή του πλούτου και την παραγωγή του (η οποία λαμβάνει χώρα με συμμετοχικές δομές). Αυτά είναι ζητήματα πολιτικής και αλήθειας.
Οι Έλληνες προκάλεσαν σημαντικές αναταράξεις στο τεχνοκρατικό σύστημα, ακριβώς επειδή επέμεναν σαν πεισματάρικα παιδιά ότι τα εκλογικά αποτελέσματα είναι η έκφραση της βούλησης του λαού και συνεπώς θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη παντού σε μια δημοκρατική ένωση κρατών και λαών. Αυτό ήταν κάτι νέο στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο. Οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο έδωσαν την τυπικά σωστή απάντηση ότι υπάρχουν στην Ευρώπη και άλλες δημοκρατικά εκφρασμένες απόψεις, εκτός από εκείνες του ελληνικού λαού. Ωστόσο, η απάντηση αυτή εκφράστηκε τόσο συνεσταλμένα και με εμφανείς τις ενοχές, ώστε αμέσως αποκάλυψε το εξής: ούτε καν οι ίδιοι οι εκπρόσωποι στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες δεν πίστευαν πως τα Ενωμένα Εκτελεστικά Όργανα της Ευρωζώνης αντιπροσωπεύουν τη δημοκρατική βούληση των ολοένα και στενότερα ενωμένων λαών της Ευρώπης.
Απλά και μόνον λέγοντας «όχι», οι Έλληνες έσκισαν το υφιστάμενο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα που εναποθέτει τα πάντα στα Ενωμένα Εκτελεστικά Όργανα και απαγορεύει οποιαδήποτε ανταγωνιστική και διαβουλευτική διαμόρφωση βούλησης, που υπερβαίνει την αιώνια ρήτρα της εθνικής ανταγωνιστικότητας. Ο Σόιμπλε κήρυξε «το τέλος της συζήτησης» με διοικητικό τρόπο. Όπως και το 2005 η πολιτική τάξη συμφώνησε, αλλά αυτή τη φορά η συμφωνία διήρκεσε μόνον μια-δυο ώρες. Οι επικεφαλής των δυνάμεων που ηγεμονεύουν, δηλαδή της Γερμανίας, της ΕΚΤ, του ΔΝΤ, της Γαλλίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συναντήθηκαν αργότερα στο Βερολίνο, κάνοντας μια τελευταία προσφορά μέσα στη νύχτα και το επόμενο πρωί οι εφημερίδες δημοσίευσαν αυτή την επόμενη προσφορά.
Οι Έλληνες προκάλεσαν σημαντικές αναταράξεις στο τεχνοκρατικό σύστημα, ακριβώς επειδή επέμεναν σαν πεισματάρικα παιδιά ότι τα εκλογικά αποτελέσματα είναι η έκφραση της βούλησης του λαού και συνεπώς θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη παντού σε μια δημοκρατική ένωση κρατών και λαών. Αυτό ήταν κάτι νέο στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο. Οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο έδωσαν την τυπικά σωστή απάντηση ότι υπάρχουν στην Ευρώπη και άλλες δημοκρατικά εκφρασμένες απόψεις, εκτός από εκείνες του ελληνικού λαού. Ωστόσο, η απάντηση αυτή εκφράστηκε τόσο συνεσταλμένα και με εμφανείς τις ενοχές, ώστε αμέσως αποκάλυψε το εξής: ούτε καν οι ίδιοι οι εκπρόσωποι στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες δεν πίστευαν πως τα Ενωμένα Εκτελεστικά Όργανα της Ευρωζώνης αντιπροσωπεύουν τη δημοκρατική βούληση των ολοένα και στενότερα ενωμένων λαών της Ευρώπης.
Απλά και μόνον λέγοντας «όχι», οι Έλληνες έσκισαν το υφιστάμενο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα που εναποθέτει τα πάντα στα Ενωμένα Εκτελεστικά Όργανα και απαγορεύει οποιαδήποτε ανταγωνιστική και διαβουλευτική διαμόρφωση βούλησης, που υπερβαίνει την αιώνια ρήτρα της εθνικής ανταγωνιστικότητας. Ο Σόιμπλε κήρυξε «το τέλος της συζήτησης» με διοικητικό τρόπο. Όπως και το 2005 η πολιτική τάξη συμφώνησε, αλλά αυτή τη φορά η συμφωνία διήρκεσε μόνον μια-δυο ώρες. Οι επικεφαλής των δυνάμεων που ηγεμονεύουν, δηλαδή της Γερμανίας, της ΕΚΤ, του ΔΝΤ, της Γαλλίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συναντήθηκαν αργότερα στο Βερολίνο, κάνοντας μια τελευταία προσφορά μέσα στη νύχτα και το επόμενο πρωί οι εφημερίδες δημοσίευσαν αυτή την επόμενη προσφορά.
[Στο Κεφ. 4 του δοκιμίου, ο Μπρούνχορστ αναφέρει ως παράδειγμα «ad hoc συνάντησης εκτάκτου ανάγκης των επικεφαλής των Ενωμένων Εκτελεστικών Οργάνων», την συνάντηση εκτάκτου ανάγκης της 2ας Ιουνίου στο Βερολίνο της Γερμανίδας καγκελαρίου, του Γάλλου προέδρου, του προέδρου της ΕΚΤ, του προέδρου της Ευρωπαικής Επιτροπής και της διευθύντριας του ΔΝΤ, με αποτέλεσμα την τελευταία προσφορά προς την Ελλάδα. Τέτοια έκτακτα σώματα, γράφει, «συμπληρώνουν τα διακρατικά ειδικά καθεστώτα που καθιερώνονται ad hoc, όπως είναι η Τρόικα - που ονομάζεται τώρα “Brussel Group”, “θεσμοί” -, το καθεστώς συνοριακού ελέγχου Σένγκεν και πολλά άλλα]
Η συζήτηση συνεχίζεται, για το καλό της δημοκρατίας, και αυτό είναι καλό ως το πρώτο βήμα για την επίλυση των προβλημάτων του κοινού νομίσματος της Ευρώπης, των χρηματοπιστωτικών προβλημάτων, των οικονομικών προβλημάτων και των κοινωνικών προβλημάτων. Αυτό το πρώτο βήμα συνίσταται στην αντίληψη ότι τα προβλήματα αυτά δεν είναι τεχνικά αλλά πολιτικά. Οι Έλληνες, έστω και αν έκαναν όλα τα άλλα με λάθος τρόπο, υπενθύμισαν στην Ευρώπη ότι δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική συνοχή στις σύγχρονες κοινωνίες χωρίς (ταξικούς) αγώνες, χωρίς σοβαρή αμφισβήτηση, χωρίς κρίσεις και συγκρούσεις. Συνεπώς, η σύγκρουση περί την Ελλάδα που θα μπορούσε να καταστρέψει την Ευρώπη, έδειξε τα όρια της διακυβερνητικής τεχνοκρατίας. Συνακόλουθα, αυτό είναι η αφετηρία της ευρωπαϊκής δημοκρατίας.
Κατά ειρωνικό τρόπο, στη διάρκεια της ευρω-ελληνικής κρίσης, αυτός που υποστήριξε ότι χρειαζόμαστε μια πραγματική ευρωπαϊκή κυβέρνηση, ήταν μόνον ο Μάριο Ντράγκι (Mario Draghi), ο άνθρωπος που μας ήρθε από την Goldman Sachs· και όπως πρόσθεσε, προσφέροντας με τα λόγια αυτά μια σημαντική υπηρεσία, αυτή η ευρωπαϊκή κυβέρνηση θα πρέπει να είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένη, άμεσα και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. 14 Σωστά. Είναι ό,τι χρειάζεται [Whatever it takes - όπως συνηθίζει να λέει ο Ντράγκι].
Η συζήτηση συνεχίζεται, για το καλό της δημοκρατίας, και αυτό είναι καλό ως το πρώτο βήμα για την επίλυση των προβλημάτων του κοινού νομίσματος της Ευρώπης, των χρηματοπιστωτικών προβλημάτων, των οικονομικών προβλημάτων και των κοινωνικών προβλημάτων. Αυτό το πρώτο βήμα συνίσταται στην αντίληψη ότι τα προβλήματα αυτά δεν είναι τεχνικά αλλά πολιτικά. Οι Έλληνες, έστω και αν έκαναν όλα τα άλλα με λάθος τρόπο, υπενθύμισαν στην Ευρώπη ότι δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική συνοχή στις σύγχρονες κοινωνίες χωρίς (ταξικούς) αγώνες, χωρίς σοβαρή αμφισβήτηση, χωρίς κρίσεις και συγκρούσεις. Συνεπώς, η σύγκρουση περί την Ελλάδα που θα μπορούσε να καταστρέψει την Ευρώπη, έδειξε τα όρια της διακυβερνητικής τεχνοκρατίας. Συνακόλουθα, αυτό είναι η αφετηρία της ευρωπαϊκής δημοκρατίας.
Κατά ειρωνικό τρόπο, στη διάρκεια της ευρω-ελληνικής κρίσης, αυτός που υποστήριξε ότι χρειαζόμαστε μια πραγματική ευρωπαϊκή κυβέρνηση, ήταν μόνον ο Μάριο Ντράγκι (Mario Draghi), ο άνθρωπος που μας ήρθε από την Goldman Sachs· και όπως πρόσθεσε, προσφέροντας με τα λόγια αυτά μια σημαντική υπηρεσία, αυτή η ευρωπαϊκή κυβέρνηση θα πρέπει να είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένη, άμεσα και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. 14 Σωστά. Είναι ό,τι χρειάζεται [Whatever it takes - όπως συνηθίζει να λέει ο Ντράγκι].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Συνοπτικά: Gary S. Schaal, „Vom Vertrauensverlust in die Vertrauenskrise“, Berliner Republik 4/2008, http://www.b-republik.de/archiv/vom-vertrauensverlust-in-die-vertrauenskrise - (3.5.2015).
1 Συνοπτικά: Gary S. Schaal, „Vom Vertrauensverlust in die Vertrauenskrise“, Berliner Republik 4/2008, http://www.b-republik.de/archiv/vom-vertrauensverlust-in-die-vertrauenskrise - (3.5.2015).
Βλ, επίσης: Serge Embacher „Einstellungen zur Demokratie“, στο: Demokratie in Deutschland 2011 – Ein Report der Friedrich-Ebert-Stiftung (3.5.2015)
Europäische Kommission, Standard-Eurobarometer 80 – Herbst 2013: Die öffentliche Meinung in der Europäischen Union (4.5.2015) - http://ec.europa.eu/public_opinion/archives/eb/eb80/eb80_first_de.pdf
2 Gerhards, Jürgen / Holger Lengfeld (2013): European Integration, Equality Rights and People’s Beliefs: Evidence from Germany. European Sociological Review 29, σ. 19-31
Gerhards, Jürgen, Lengfeld, Holger: Wir, ein europäisches Volk? Sozialintegration Europas und die Idee der Gleichheit aller europäischen Bürger, Wiesbaden, Springer VS, 2013.
3 Karl Marx, The Eighteenth Brumaire of Louis Bonaparte, 1852, Κεφ. IV
https://www.marxists.org/archive/marx/works/1852/18th-brumaire/ch04.htm (07-03-2015).
[ελληνική μετάφραση: Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη]
[ελληνική μετάφραση: Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη]
4 «Εάν ο θρύλος γίνει πραγματικότητα, εκτυπώστε τον θρύλο»· είναι η περίφημη φράση του εκδότη της εφημερίδας Schinbone Star, στο τέλος του αριστουργήματος του σκηνοθέτη John Ford «The Man who shot Liberty Valence».
5 Βλ. Kurt Neuwith/Edward Frederick/Charles Mayo, The Spiral of silence and Fear of Isolation, στο: Journal of Communication τόμ. 57, 2007, σ. 450-468. Dietram A. Schäufele/ James Shanahan/Eujung Lee, Real Talk – Manipulating the Dependent Variable in Spiral of Silence Research, στο: Communication Research τόμ. 28, Ιούνιος 2001, σ. 304-324. Για πιο λεπτομερή θεωρητική ανάλυση βλ. Ronald D. Laing/H. Phillipson/A.R. Lee, Interpersonal Perception, Tavistock, London, 1966.
7 Jürgen Habermas, Technology and Science as ‘Ideology’, 1968 [ελληνικά: Τεχνική και επιστήμη ως ιδεολογία, στο βιβλίο Κείμενα γνωσιοθεωρίας και κοινωνικής κριτικής, Πλέθρον 1990]
8 Βλ. Brunkhorst, Collective Bonapartism: Democracy in the European Crisis, in: Reset Doc – The web magazine for all tribes of the world, pp. 1-28, www.resetdoc.org/story/00000022418 (last access 24.08.2014). [Ελληνική μετάφραση: Brunkhorst, H,, Συλλογικός Βοναπαρτισμός - Η Δημοκρατία στην ευρωπαϊκή κρίση, στο συλλογικό έργο Δημοκρατία ή Καπιταλισμός - Η Ευρώπη σε κρίση, τόμ. Α', Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2014].
Επίσης: Brunkhorst, Unbezähmbare Öffentlichkeit. Europa zwischen transnationaler Klassenherrschaft und egalitärer Konstitutionalisierung, στο περιοδικό Leviathan 1/2007, σ. 12-29.
8 Βλ. Brunkhorst, Collective Bonapartism: Democracy in the European Crisis, in: Reset Doc – The web magazine for all tribes of the world, pp. 1-28, www.resetdoc.org/story/00000022418 (last access 24.08.2014). [Ελληνική μετάφραση: Brunkhorst, H,, Συλλογικός Βοναπαρτισμός - Η Δημοκρατία στην ευρωπαϊκή κρίση, στο συλλογικό έργο Δημοκρατία ή Καπιταλισμός - Η Ευρώπη σε κρίση, τόμ. Α', Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2014].
Επίσης: Brunkhorst, Unbezähmbare Öffentlichkeit. Europa zwischen transnationaler Klassenherrschaft und egalitärer Konstitutionalisierung, στο περιοδικό Leviathan 1/2007, σ. 12-29.
9 Για τη διάκριση μεταξύ κοινωνικής και συστημικής ολοκλήρωσης βλ. Habermas, Theory of Communicative Action, τόμ. II, Cambridge, Polity Press, 1984.
10 White, Emergency Europe, σ. 313.
11 Εν συντομία στο: Brunkhorst, Critical Theory of Legal Revolutions, σ. 454-457 (με βιβλιογραφία).
12 Βλ. Brunkhorst, Unbezähmbare Öffentlichkeit, White, Emergency Europe, σ. 313.
13 Για την εσωτερική σχέση της επίλυσης προβλημάτων (ζητήματα αλήθειας) και της δημοκρατίας βλ.: Flügel-Martinsen/ Gaus/ Hitzel-Casagnes/ Martinsen, Deliberative Kritik - Kritik Der Deliberation.
14 Βλ. Markus Zydra, «Draghi’s Mission – Notenbanker sollen sich eigentlich aus der Politik raushalten». Ωστόσο, ο πρόεδρος της ΕΚΤ απαιτεί: «Τα κράτη-μέλη της ΕΕ πρέπει να παραχωρήσουν κυριαρχικά δικαιώματα - σε αντίθετη περίπτωση το ευρώ θα καταρρεύσει», στην FAZ-Wirtschaft, Nο. 63, 17.4.2015, σ. 15.
Ο Hauke Brunkhorst (1945) σπούδασε παιδαγωγική, κοινωνιολογία, φιλολογία και φιλοσοφία στο Κίελο, στο Φράιμπουργκ και στη Φρανκφούρτη.
Διδάσκει κοινωνιολογία και παιδαγωγική στο Πανεπιστήμιο του Φλένσμπουργκ και διευθύνει τον Ινστιτούτο Κοινωνιολογίας και το International Institute of Management του ίδιου πανεπιστημίου.
Μεταξύ άλλων, δίδαξε και έκανε ερευνητικό έργο στα πανεπιστήμια της Φρανκφούρτης, Βερολίνου, Βιέννης, Άαρχους (Δανία), στη Σκωτία και στο Maison des Sciences de l’Homme (Παρίσι).
Διδάσκει κοινωνιολογία και παιδαγωγική στο Πανεπιστήμιο του Φλένσμπουργκ και διευθύνει τον Ινστιτούτο Κοινωνιολογίας και το International Institute of Management του ίδιου πανεπιστημίου.
Μεταξύ άλλων, δίδαξε και έκανε ερευνητικό έργο στα πανεπιστήμια της Φρανκφούρτης, Βερολίνου, Βιέννης, Άαρχους (Δανία), στη Σκωτία και στο Maison des Sciences de l’Homme (Παρίσι).
Ασχολείται ιδιαίτερα με ζητήματα πολιτικής θεωρίας και πράξης και με το νομικό-συνταγματικό τους πλαίσιο, εντός της παράδοσης της Κριτικής Θεωρίας της Σχολής της Φρανκφούρτης.
Σημαντικά βιβλία του: Praxisbezug und Theoriebildung (1978), Der Intellektuelle im Land der Mandarine (1987), Theodor W. Adorno - Dialektik der Moderne (1990), Der entzauberte Intellektuelle. Über die neue Beliebigkeit des Denkens (1990), Hannah Arendt (1999), Einführung in die Geschichte politischer Ideen (2000), Solidarity. From civic friendship to a global legal community (2005), Habermas (2006), Critical theory, legal theory, and the evolution of contemporary society (2012), Legitimationskrisen: Verfassungsprobleme der Weltgesellschaft (2012), Das doppelte Gesicht Europas. Zwischen Kapitalismus und Demokratie (2014).
Global Constitutionalism and Critical Theory. Διεθνές workshop που έγινε στο Wissenschaftszentrum Berlin für Sozialforschung - WZB, 11.12.2015 με τη συμμετοχή των Rainer Forst, Seyla Benhabib, Hauke Brunkhorst, Ayelet Shachar, Alexander Somek, Cristina Lafont, Antje Wiener, Richard Bellamy, Christopher McCrudden, Christoph Möllers. Μαζί με τη συζήτηση στο Πανεπιστήμιο του Yale και μια αντίστοιχη το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, ήταν η τρίτη της σειράς με γενικό θέμα Justification Beyond the State, που συνδιοργάνωσαν ο Mattias Kumm (Βερολίνο), ο Rainer Forst (Φρανκφούρτη) και η Seyla
Benhabib (Γέηλ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου