του Γιάν-Βέρνερ Μύλλερ
© Blätter für deutsche und internationale Politik - Jan-Werner Müller: Schatten der Repräsentation: Der Aufstieg des Populismus, «Blätter» 4/2016
© Blätter für deutsche und internationale Politik - Jan-Werner Müller: Schatten der Repräsentation: Der Aufstieg des Populismus, «Blätter» 4/2016
Ο λαϊκισμός είναι σε άνοδο και τα αίτια προκαλούν έντονες συζητήσεις. Άν δώσουμε πίστη σε ορισμένα μοντέλα της πολιτικής επιστήμης, στις κοινωνίες υπάρχει σταθερή ζήτηση λαϊκισμού. Για παράδειγμα, ισχυρίζονται ότι στην Ευρώπη, ένα ποσοστό 10 - 15 % των ψήφων είναι σε κάθε περίπτωση εξασφαλισμένο για τους λαϊκιστές. Μήπως λοιπόν πρέπει να το συνηθίσουμε και να συμβιβαστούμε με την Μαρίν Λε Πεν, με τον Βίκτορ Ορμπάν, με τον Ντόναλντ Τραμπ και με τους Εναλλακτικούς της Γερμανίας;
Σύμφωνα με αυτούς τους αναλυτές, άν τα μετριοπαθή εθνικιστικά ή συντηρητικά κόμματα δεν είχαν εγκαταλείψει τη θέση τους εναντίον της πολυ-πολιτισμικής κοινωνίας, τότε δεν θα είχαν αφήσει χώρο διαθέσιμο για τους λαϊκιστές. Όμως, από τη στιγμή που την εγκατέλειψαν (όπως έκαναν, λόγου χάρη, οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και πιο έντονα με την τωρινή πολιτική της Άνγκελα Μέρκελ για το προσφυγικό ζήτημα), άνοιξαν ξαφνικά ελεύθερο χώρο που τον καταλαμβάνουν οι λαϊκιστές ανταγωνιστές τους.[1]
© Gildaro Antezana: Κοκκορομαχία |
Άλλοι παρατηρητές βλέπουν μάλλον ως αίτιο μιαν ειδικού τύπου «κρίση της πολιτικής αντιπροσώπευσης», την οποία βιώνει προπαντός η Ευρώπη μετά τη δεκαετία του 1970. Επιμένουν ότι τα μεγάλα «λαϊκά» [πολυσυλλεκτικά] πολιτικά κόμματα είναι καταδικασμένα να παρακμάσουν. Εξαφανίζεται έτσι ένας θεσμός που υποβοηθούσε πάρα πολύ την ενσωμάτωση των διαφόρων κοινωνικών ομάδων στη Δυτική Ευρώπη μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε αντίθεση με το παλιό [γερμανικό] Κόμμα του Κέντρου, κόμμα ιδεολογικού τύπου με καθαρά Ρωμαιοκαθολική κοσμοαντίληψη, η Χριστιανοδημοκρατία συσπείρωνε στους κόλπους της Καθολικούς και Προτεστάντες (στο τέλος ακόμη και αθεϊστές, οι οποίοι μεταβαπτίσθηκαν φιλόξενα σε υποστηρικτές μιας «ανθρωπιστικής κοσμοθεωρίας»).
Τα λεγόμενα [στη Γερμανία και αλλού] λαϊκά κόμματα, παρά τον χαρακτηρισμό «λαϊκά», δεν ήταν καθόλου λαϊκιστικά. Βεβαίως ήθελαν να προσεγγίζουν όσο πιο πολλά κοινωνικά στρώματα ή ομάδες ψηφοφόρων μπορούσαν και να μεσολαβούν μεταξύ των διαφορετικών ταυτοτήτων και συμφερόντων τους, αλλά δεν είχαν καμία ηθική αξίωση για αποκλειστική αντιπροσώπευσή τους. Αυτό ισχύει, τουλάχιστον, από τότε που η Χριστιανοδημοκρατία δεν προσπαθεί πια να στιγματίζει τους Σοσιαλδημοκράτες με το επιχείρημα ότι προετοιμάζουν δήθεν το δρόμο για την κομμουνιστική δικτατορία, όπως έκανε στην πρώιμη φάση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Βέβαια, τόνιζαν τις διαφορές με το «άλλο» μεγάλο κόμμα ή και τις δραματοποιούσαν. Όμως πάντοτε ακουγόταν και η συνοδευτική σκέψη ότι σε κράτη με πολλές εσωτερικές συγκρούσεις συμφερόντων και ιδεολογικές αντιθέσεις, πρέπει να υπάρχει χώρος για περισσότερα από ένα μεγάλα «λαϊκά» κόμματα. Ακραίο παράδειγμα αυτής της λογικής ήταν η Αυστρία, όπου, υπό το φως της εμπειρίας του εμφυλίου πολέμου που συνέβη εκεί στον Μεσοπόλεμο, όλοι οι παράγοντες αναγνώρισαν ότι στη Δημοκρατία των Άλπεων υπήρχαν στην πραγματικότητα δύο τουλάχιστον νόμιμοι «λαοί», οι Μαύροι [Συντηρητικοί, συχνά ήταν και οπαδοί της «γερμανικής» εθνοτικής-γλωσσικής ταυτότητας] και οι Κόκκινοι [Σοσιαλδημοκράτες και σταθεροί υποστηρικτές της ξεχωριστής αυστριακής εθνικής ταυτότητας], που πρέπει με κάποιο τρόπο να συνυπάρχουν.
© Graciela Rodo-Boulanger: Au filde jeau |
Το γεγονός ότι τα μεγάλα κόμματα χάνουν τώρα όλο και μεγαλύτερα ποσοστά ψήφων, δεν είναι ασφαλές σημάδι κρίσης αντιπροσώπευσης ως τέτοιας. Αντιθέτως: Στις σταθερές φιλελεύθερες δημοκρατίες, μια διαφοροποίηση των κομματικών συστημάτων, τέτοια ώστε τα περισσότερα, σε ιδανική περίπτωση ακόμη και όλα τα κόμματα αλληλοαναγνωρίζονται ως νόμιμα, ή και να μπορούν ορισμένα από αυτά να συνάπτουν συμμαχίες, σημαίνει αύξηση της πολυφωνίας. Και μάλιστα, αυτό έχει κανονιστικό νόημα με ουσιαστικό περιεχόμενο, διότι τα συμφέροντα και ταυτότητες μπορούν έτσι να αντιπροσωπεύονται με πιο διαφοροποιημένο και πλούσιο τρόπο. Από την άποψη αυτή, η άνοδος των λεγόμενων προγραμματικών κομμάτων [κόμματα με προσδιορισμένο προγραμματικό περιεχόμενο, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι Πράσινοι] δεν είναι αυτομάτως κακό πράγμα, ούτε προειδοποιητικό σημάδι ότι το Βερολίνο θα μπορούσε να γίνει Βαϊμάρη. Δεν πρέπει να θρηνούμε πάρα πολύ για την απώλεια των catch-all [πολυσυλλεκτικών] κομμάτων, δηλαδή των «οικουμενικών» κομμάτων που κυνηγούσαν ψήφους σε όλο το πολιτικό φάσμα, ή των μαζικών κομμάτων που ήθελαν όσο γίνεται περισσότερα μέλη, και μάλιστα δεσμευμένα με κοινή κοσμοαντίληψη. [2] Ωστόσο, τα μαζικά κόμματα έδιναν την ευκαιρία σε πολλούς πολίτες να συνδέονται με το δημοκρατικό σύστημα. Αλλά με ποιο κόστος;
Οι διαδεδομένες κοινωνιολογικές θέσεις περί αυξανόμενης «εξατομίκευσης» και περί επικράτησης των «μετα-υλιστικών αξιών», ίσως μας φαίνονται πολύ γενικόλογες ή και κανονιστικά προβληματικές· ωστόσο μπορεί κανείς να εύχεται ή να ελπίζει στα σοβαρά την επιστροφή στη δεκαετία του 1950, με τις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες δεμένες με εσωτερικούς δεσμούς συνοχής, με τα πολιτικά κόμματα να συγκροτούν ολόκληρες παράλληλες κοσμοαντιλήψεις και με τον οικογενειάρχη ή τον παπά της ενορίας να αποφασίζει, σε περίπτωση αμφιβολίας, ποιός πρέπει να ψηφιστεί στις εκλογές και ποιός όχι;
Φυσικά, η διάγνωση περί κρίσης αντιπροσώπευσης δεν περιορίζεται στην παρακμή των «λαϊκών» και των μαζικών κομμάτων. Ο Peter Mair και πολλοί άλλοι πολιτικοί επιστήμονες έχουν επισημάνει ότι ο αριθμός των μελών σχεδόν όλων των κομμάτων έχει μειωθεί δραματικά, ότι η εκλογική συμπεριφορά είναι όλο και πιο ασταθής και ευμετάβλητη, ότι ορισμένες κοινωνικές ομάδες, ιδίως οι νεότεροι και οι κοινωνικο-οικονομικά ευάλωτοι, αποφεύγουν όλο και συχνότερα την κάλπη. [3] Τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, λέγεται συχνά, συμμετέχουν στην πολιτική όλο και λιγότερο και τα συμφέροντά τους αντιπροσωπεύονται όλο και λιγότερο: Είναι φαύλος κύκλος. Με τη σειρά τους, τα κόμματα απομονώνονται από την κοινωνία όλο και περισσότερο, μετατρέπονται σε «κόμματα καρτέλ» και γίονονται ένα αδιαχώριστο κράμα με το κράτος. Η εμπιστοσύνη στα κόμματα βρίσκεται σε μόνιμη πτώση, αν και η εμπιστοσύνη σε άλλα θεσμικά όργανα του κράτους ή και στους θεσμούς γενικά δεν διακρίνεται για πολύ πιο υψηλές επιδόσεις· οι άνθρωποι θα ήθελαν, άν μπορούσαν, να απαλλαγούν από όλες τις χαρτακτηριστικές μορφές πολιτικής αυθεντίας. Είναι ένα κλίμα που εκφράζεται με συνθήματα όπως «Que se vayan todos!» Ή «Qu' ils s' en aillent tous!» («Να ξεκουμπιστούν όλοι τους!»). Είναι όμως κάτι που εκφράστηκε και στις «V-ημέρες» που οργάνωσε με επιτυχία στην Ιταλία ο Μπέπε Γκρίλλο (Beppe Grillo - το «V» σημαίνει vaffanculo). Η «διαμαρτυρία» σύμφωνα με τον «Guardian» είναι τώρα πια μια ιδαίτερη κατηγορία ειδήσεων [όπως «αθλητικά», «διεθνή», «επιστημονικά νέα», «πολιτισμός» κτλ]. [4]
Οι διαδεδομένες κοινωνιολογικές θέσεις περί αυξανόμενης «εξατομίκευσης» και περί επικράτησης των «μετα-υλιστικών αξιών», ίσως μας φαίνονται πολύ γενικόλογες ή και κανονιστικά προβληματικές· ωστόσο μπορεί κανείς να εύχεται ή να ελπίζει στα σοβαρά την επιστροφή στη δεκαετία του 1950, με τις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες δεμένες με εσωτερικούς δεσμούς συνοχής, με τα πολιτικά κόμματα να συγκροτούν ολόκληρες παράλληλες κοσμοαντιλήψεις και με τον οικογενειάρχη ή τον παπά της ενορίας να αποφασίζει, σε περίπτωση αμφιβολίας, ποιός πρέπει να ψηφιστεί στις εκλογές και ποιός όχι;
Φυσικά, η διάγνωση περί κρίσης αντιπροσώπευσης δεν περιορίζεται στην παρακμή των «λαϊκών» και των μαζικών κομμάτων. Ο Peter Mair και πολλοί άλλοι πολιτικοί επιστήμονες έχουν επισημάνει ότι ο αριθμός των μελών σχεδόν όλων των κομμάτων έχει μειωθεί δραματικά, ότι η εκλογική συμπεριφορά είναι όλο και πιο ασταθής και ευμετάβλητη, ότι ορισμένες κοινωνικές ομάδες, ιδίως οι νεότεροι και οι κοινωνικο-οικονομικά ευάλωτοι, αποφεύγουν όλο και συχνότερα την κάλπη. [3] Τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, λέγεται συχνά, συμμετέχουν στην πολιτική όλο και λιγότερο και τα συμφέροντά τους αντιπροσωπεύονται όλο και λιγότερο: Είναι φαύλος κύκλος. Με τη σειρά τους, τα κόμματα απομονώνονται από την κοινωνία όλο και περισσότερο, μετατρέπονται σε «κόμματα καρτέλ» και γίονονται ένα αδιαχώριστο κράμα με το κράτος. Η εμπιστοσύνη στα κόμματα βρίσκεται σε μόνιμη πτώση, αν και η εμπιστοσύνη σε άλλα θεσμικά όργανα του κράτους ή και στους θεσμούς γενικά δεν διακρίνεται για πολύ πιο υψηλές επιδόσεις· οι άνθρωποι θα ήθελαν, άν μπορούσαν, να απαλλαγούν από όλες τις χαρτακτηριστικές μορφές πολιτικής αυθεντίας. Είναι ένα κλίμα που εκφράζεται με συνθήματα όπως «Que se vayan todos!» Ή «Qu' ils s' en aillent tous!» («Να ξεκουμπιστούν όλοι τους!»). Είναι όμως κάτι που εκφράστηκε και στις «V-ημέρες» που οργάνωσε με επιτυχία στην Ιταλία ο Μπέπε Γκρίλλο (Beppe Grillo - το «V» σημαίνει vaffanculo). Η «διαμαρτυρία» σύμφωνα με τον «Guardian» είναι τώρα πια μια ιδαίτερη κατηγορία ειδήσεων [όπως «αθλητικά», «διεθνή», «επιστημονικά νέα», «πολιτισμός» κτλ]. [4]
© Graciela Rodo-Boulanger: La Espera |
Ωστόσο, σύμφωνα με τον Mair, μπορεί σύντομα να γίνουν όλα πολύ χειρότερα. Τα σημάδια ότι τα κόμματα επιβάλουν πραγματικά τα προγράμματά τους στην κυβέρνηση, συνεχώς εξασθενούν. Ιδού πως το παρουσιάζει ο Mair ανάγλυφα, με τις συνηχήσεις στο αγγλικό λεξιλόγιο: τα κόμματα γίνονται όλο και πιο υπεύθυνα (responsible), αλλά δεν μπορούν πια να ανταποκρίνονται (non responsive). Προσπαθώντας να επιδείξουν υπευθυνότητα, έχουν προσαρμοστεί σε καταναγκαστικούς περιορισμούς, αλλά δεν είναι πια πραγματικά ευαίσθητα και δεκτικά στις επιθυμίες των ψηφοφόρων. Αυτό συχνά συνοδεύεται από την εκτίμηση, ότι ακόμη και στα πολιτικά τους ιδεώδη, τα κόμματα γίνονται όλο και περισσότερο όμοια μεταξύ τους: η ηθική της ευθύνης υπαγορεύει ακόμη και τις κατά γράμμα διατυπώσεις των πολιτικών προγραμμάτων τους και όχι μόνον τη συμπεριφορά των κομμάτων στην πράξη. Έτσι, κατά την άποψη αυτή, η άνοδος των κομμάτων διαμαρτυρίας είναι απλό λογικό επακόλουθο, πράγμα που δεν σημαίνει βέβαια ότι κάθε κόμμα διαμαρτυρίας πρέπει αναγκαστικά να είναι και λαϊκίστικο κόμμα.
Εντυπωσιάζει βέβαια το γεγονός, ότι αυτά ακριβώς τα κόμματα διαμαρτυρίας δεν παίρνουν πια στα σοβαρά την ιδέα ενός πλουραλιστικού κομματικού συστήματος ή ακόμη και το γελοιοποιούν. Για παράδειγμα, το σατιρικό «Best Party» στην Ισλανδία, το οποίο, προσωρινά τουλάχιστον, μπορούσε να κερδίσει τη δημαρχία στην ίδια την πρωτεύουσα Ρέικιαβικ, σηματοδοτεί, ακόμη και με το όνομά του, ότι θεωρεί ως παραλογισμό τον πολιτικό ανταγωνισμό των ιδεών και των συμφερόντων. Παρόμοια αντι-πολιτική κατεύθυνση σηματοδοτεί ένα κύμα νεοσύστατων κομμάτων με ηγέτες που υπόσχονται να κυβερνήσουν το κράτος σαν να είναι επιχείρηση: Παραδείγματα είναι η «Ομάδα Στρόναχ» (“Team Stronach„) στην Αυστρία (ιδρύθηκε από έναν Καναδο-αυστριακό επιχειρηματία, ο οποίος κυβερνούσε το κόμμα του εξίσου δημοκρατικά όσο και ο Μπερλουσκόνι το κόμμα Forza Italia) ή το ΑΝΟ 2011 («Δράση των Δυσαρεστημένων Πολιτών») του Τσέχου επιχειρηματία Andrej Babis (ο Babis είναι ο δεύτερος πλουσιότερος πολίτης της χώρας του και είναι σήμερα Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Οικονομικών της Τσεχικής Δημοκρατίας).
Εντυπωσιάζει βέβαια το γεγονός, ότι αυτά ακριβώς τα κόμματα διαμαρτυρίας δεν παίρνουν πια στα σοβαρά την ιδέα ενός πλουραλιστικού κομματικού συστήματος ή ακόμη και το γελοιοποιούν. Για παράδειγμα, το σατιρικό «Best Party» στην Ισλανδία, το οποίο, προσωρινά τουλάχιστον, μπορούσε να κερδίσει τη δημαρχία στην ίδια την πρωτεύουσα Ρέικιαβικ, σηματοδοτεί, ακόμη και με το όνομά του, ότι θεωρεί ως παραλογισμό τον πολιτικό ανταγωνισμό των ιδεών και των συμφερόντων. Παρόμοια αντι-πολιτική κατεύθυνση σηματοδοτεί ένα κύμα νεοσύστατων κομμάτων με ηγέτες που υπόσχονται να κυβερνήσουν το κράτος σαν να είναι επιχείρηση: Παραδείγματα είναι η «Ομάδα Στρόναχ» (“Team Stronach„) στην Αυστρία (ιδρύθηκε από έναν Καναδο-αυστριακό επιχειρηματία, ο οποίος κυβερνούσε το κόμμα του εξίσου δημοκρατικά όσο και ο Μπερλουσκόνι το κόμμα Forza Italia) ή το ΑΝΟ 2011 («Δράση των Δυσαρεστημένων Πολιτών») του Τσέχου επιχειρηματία Andrej Babis (ο Babis είναι ο δεύτερος πλουσιότερος πολίτης της χώρας του και είναι σήμερα Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Οικονομικών της Τσεχικής Δημοκρατίας).
Σε αυτά πρέπει να προστεθούν μια σειρά από κινήματα και προσωπικότητες που προτιμούν να λειτουργούν έξω από τα καθιερωμένα πολιτικά κανάλια και αρένες: τους Αγανακτισμένους στην Ισπανία, τον Beppe Grillo (πριν αποφασίσει να συμμετάσχει στις βουλευτικές εκλογές) και βέβαια τους Pegida στη Γερμανία· αυτό δεν σημαίνει βέβαια, ότι τέτοια φαινόμενα έχουν κάτι κοινό στην κανονιστική τους πλευρά, ούτε αρκεί για να τα χαρακτηρίσει ως προβληματικά το γεγονός και μόνον ότι ρητά αυτοκατανοούνται ως εξωκοινοβουλευτικά. Ωστόσο αυτά ενισχύουν την εντύπωση ότι η εποχή της αντιπροσωπευτικής πολιτικής, όπως την γνωρίσαμε από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, έφθασε στο τέλος της και ενδεχομένως οδεύουμε προς μια μετα-αντιπροσωπευτική πολιτική.
© Eusebio Choque: Έργο |
Τι καταλαβαίνουμε από μια τέτοια διάγνωση; Όπως συμβαίνει και με πολλές άλλες χρήσεις της έννοιας «μετα-» («post»), η βασική ιδέα ακούγεται τόσο πιο πειστική, όσο λιγότερα γνωρίζει κανείς για την ιστορία. Όπως υπογράμμισε, λόγου χάρη, ο κοινωνιολόγος Βόλφγκανγκ Μέρκελ (Wolfgang Merkel), η ιδέα περί Χρυσής Εποχής της Δημοκρατίας στη Δυτική Ευρώπη είναι λίγο ή πολύ συνειδητή ιστορική διαστρέβλωση (για να μην αναφέρουμε καθόλου την Ανατολική Ευρώπη) [5] Η θέση ότι στο παρελθόν οι πολίτες συμμετείχαν περισσότερο, η ιδέα ότι η πολιτική διέθετε πολύ περισσότερα περιθώρια ελιγμών, η εικασία ότι στο παρελθόν τα κόμματα έκαναν αυτοστιγμεί πράξη τις σαφώς αναγνωρίσιμες επιθυμίες των ψηφοφόρων, αμέσως μόλις αναλάμβαναν την ευθύνη της διακυβέρνησης, όλα αυτά είναι εξαιρετικά αμφίβολα, άν λάβουμε υπόψη τα εμπειρικά δεδομένα. Ωστόσο, διαβάζουμε συνεχώς φράσεις, όπως αυτή:
«Αν παρατηρήσουμε από τη σημερινή σκοπιά προς τα πίσω, τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, είναι όλο και πιο σαφές ότι επρόκειτο μια κατ' εξαίρεσιν ιστορική περίοδο: ήταν μια Χρυσή Εποχή όχι μόνο της ειρήνης και της ευημερίας, αλλά και της δημοκρατίας. Ως μαζική δημοκρατία είχε πάρει μια μορφή, στην οποία οι κανονιστικές αρχές της κυριαρχίας, της ισότητας και της συμμετοχής γινόταν πράξη με βέλτιστο τρόπο». [6]
Είναι αλήθεια; Οι δυτικοευρωπαϊκές ελίτ που οικοδόμησαν μετά το 1945 τις φιλελεύθερες δημοκρατίες, δεν εναπέθεσαν τις ελπίδες τους ειδικά στη μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών. [7] Αντίθετα, στις χώρες στις οποίες οι φασίστες είχαν έρθει στην εξουσία ή κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής είχαν υποστηριχθεί από τον πληθυσμό, το ιδεώδες της λαϊκής κυριαρχίας αντιμετωπίζονταν με πολύ μεγάλο σκεπτικισμό. Κάτι περισσότερο: υπήρχε φόβος, ακόμη και από τις πιθανές επιπτώσεις μιας κοινοβουλευτικής κυριαρχίας. Αυτό δεν ήταν, άλλωστε, ένα από τα διδάγματα της ιστορίας;
Το Ράιχσταγκ, το γερμανικό κοινοβούλιο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, έκανε τον Χίτλερ καγκελάριο· έτσι θεωρήθηκε εκ των υστέρων. Η γαλλική Εθνοσυνέλευση παραχώρησε όλη την εξουσία στον στρατάρχη Πεταίν, τον συνεργάτη της χιτλερικής Γερμανίας, το 1940. Αυτά δεν σημαίνουν ότι τα «μαθήματα» που πήραμε τότε από την ιστορία ήταν πραγματικά σωστά· ήταν απλά και μόνον ο τρόπος που κατανόησαν την ιστορία οι τότε σύγχρονοι. Για παράδειγμα, το εκμυστηρεύτηκε αυτό στο ημερολόγιό του ο μετέπειτα Γερμανός καγκελάριος Κόνραντ Αντενάουερ (Konrad Adenauer), όταν η πολιτική δυσπιστία του για τους Γερμανούς αναζωπυρώθηκε για μια φορά ακόμη. [8]
Στο πλαίσιο αυτό μπορεί επίσης να εξηγηθεί για ποιό λόγο, θεσμικά όργανα των οποίων οι κορυφές δεν εκλέγονται άμεσα από τους πολίτες (το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας είναι το καλύτερο παράδειγμα στο θέμα αυτό), είχαν μετά το 1945 μια θριαμβευτική πορεία. Στις εύθραυστες δημοκρατίες της μεταπολεμικής περιόδου, τα ανώτατα δικαστήρια είχαν ως καθήκον, κατά κύριο λόγο, να προστατεύουν τις μειοψηφίες από τις τυραννικές πλειοψηφίες. Ειδικότερα, στη Γερμανία και την Ιταλία, είχαν επίσης την υποχρέωση να αποτρέπουν την υπονόμευση της δημοκρατίας από αντι-δημοκρατικά κόμματα που θα έρχονταν από την νόμιμη οδό στην εξουσία. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να δούμε και τις δύο μοναδικές μέχρι τώρα απαγορεύσεις κομμάτων στην Ομοσπονδιακή Γερμανία: του Σοσιαλιστικού Κόμματος του Ράιχ (Sozialistische Reichspartei - SRP) το 1952 και του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (KPD) το 1956. Εν ολίγοις, επρόκειτο για την αμυνόμενη δημοκρατία (wehrhafte Demokratie) ή, στην περίπτωση της Ιταλίας, για την προστατευόμενη δημοκρατία (democrazia protetta) [9]. Το συνταγματικό πλαίσιο της πολιτικής μετά το 1945 είναι αδιανόητο χωρίς τον έντονο αντι-ολοκληρωτισμό των ελίτ. Οι παρατηρητές έχουν μιλήσει δικαίως και για μια συνταγματική πολιτική εκείνης της εποχής χαρακτηρισμένη από την κατηγορική επιταγή «Ποτέ ξανά ολοκληρωτισμός!» [10]
Το Ράιχσταγκ, το γερμανικό κοινοβούλιο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, έκανε τον Χίτλερ καγκελάριο· έτσι θεωρήθηκε εκ των υστέρων. Η γαλλική Εθνοσυνέλευση παραχώρησε όλη την εξουσία στον στρατάρχη Πεταίν, τον συνεργάτη της χιτλερικής Γερμανίας, το 1940. Αυτά δεν σημαίνουν ότι τα «μαθήματα» που πήραμε τότε από την ιστορία ήταν πραγματικά σωστά· ήταν απλά και μόνον ο τρόπος που κατανόησαν την ιστορία οι τότε σύγχρονοι. Για παράδειγμα, το εκμυστηρεύτηκε αυτό στο ημερολόγιό του ο μετέπειτα Γερμανός καγκελάριος Κόνραντ Αντενάουερ (Konrad Adenauer), όταν η πολιτική δυσπιστία του για τους Γερμανούς αναζωπυρώθηκε για μια φορά ακόμη. [8]
Στο πλαίσιο αυτό μπορεί επίσης να εξηγηθεί για ποιό λόγο, θεσμικά όργανα των οποίων οι κορυφές δεν εκλέγονται άμεσα από τους πολίτες (το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας είναι το καλύτερο παράδειγμα στο θέμα αυτό), είχαν μετά το 1945 μια θριαμβευτική πορεία. Στις εύθραυστες δημοκρατίες της μεταπολεμικής περιόδου, τα ανώτατα δικαστήρια είχαν ως καθήκον, κατά κύριο λόγο, να προστατεύουν τις μειοψηφίες από τις τυραννικές πλειοψηφίες. Ειδικότερα, στη Γερμανία και την Ιταλία, είχαν επίσης την υποχρέωση να αποτρέπουν την υπονόμευση της δημοκρατίας από αντι-δημοκρατικά κόμματα που θα έρχονταν από την νόμιμη οδό στην εξουσία. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να δούμε και τις δύο μοναδικές μέχρι τώρα απαγορεύσεις κομμάτων στην Ομοσπονδιακή Γερμανία: του Σοσιαλιστικού Κόμματος του Ράιχ (Sozialistische Reichspartei - SRP) το 1952 και του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (KPD) το 1956. Εν ολίγοις, επρόκειτο για την αμυνόμενη δημοκρατία (wehrhafte Demokratie) ή, στην περίπτωση της Ιταλίας, για την προστατευόμενη δημοκρατία (democrazia protetta) [9]. Το συνταγματικό πλαίσιο της πολιτικής μετά το 1945 είναι αδιανόητο χωρίς τον έντονο αντι-ολοκληρωτισμό των ελίτ. Οι παρατηρητές έχουν μιλήσει δικαίως και για μια συνταγματική πολιτική εκείνης της εποχής χαρακτηρισμένη από την κατηγορική επιταγή «Ποτέ ξανά ολοκληρωτισμός!» [10]
Σε αντίθεση με τους στερεότυπους ισχυρισμούς περί κυρίαρχων δημοκρατικών εθνικών κρατών από τη μία πλευρά και γραφειοκρατίας των Βρυξελλών πέραν κάθε δημοκρατικού ελέγχου από την άλλη, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν ήταν ποτέ σε αντίθεση με τον παραπάνω τρόπο κατανόησης της δημοκρατίας. Αντίθετα, η Ευρώπη ήταν ένα είδος δι/υπερεθνικής επιστέγασης της αντι-ολοκληρωτικής μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής των ευρωπαϊκών κρατών: Και η Ευρώπη, υπό την μορφή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στο Λουξεμβούργο και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο, προέβλεπε, για παράδειγμα, την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και περιόριζε ακόμη περισσότερο τα περιθώρια ελιγμών των επιμέρους εθνών. Και εδώ ίσχυε το εξής: Το ιδεώδες της λαϊκής κυριαρχίας θα πρέπει να γίνεται αμυδρό, να λειτουργεί με όσο το δυνατόν χαμηλότερη ένταση.
© Carlos Alonso: Η έξωση του Αδάμ και της Εύας (1969) |
Όπως είναι γνωστό, αυτή η σχετικά περιοριστική αντίληψη περί δημοκρατίας δέχθηκε πιέσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και του 1970: Η λεγόμενη γενιά του '68 και κυρίως τα Νέα Κοινωνικά Κινήματα, επιδίωξαν να επιβάλλουν όχι μόνον ορισμένους στόχους με συγκεκριμένο περιεχόμενο, αλλά ήθελαν και μια διαφορετική, πιο ανοιχτή, λιγότερο κρατιστική πολιτική. Σε αυτό το πλαίσιο, τα κινήματα αυτά μπορούν κάλλιστα να ερμηνευθούν και ως μια πειστική απάντηση στην βαθιά «κρίση αντιπροσώπευσης», η οποία εκείνη την εποχή ήταν ιδιαίτερα αισθητή: Η εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση ήταν αναγκαία, διότι τα κόμματα που αντιπροσώπευαν τον λαό στα κοινοβούλια δεν πρόσφεραν αναγνωρίσιμες εναλλακτικές λύσεις. Η διαμαρτυρία, η οποία ασκούσε σημαντική επίδραση στη δημόσια σφαίρα, ήταν χρήσιμη, γιατί οι πατριαρχικές ηγετικές μορφές, γέροντες όπως ο Κουρτ Γκέοργκ Κίζινγκερ (Kurt Georg Kiesinger) και ο Σαρλ Ντε Γκωλ (Charles de Gaulle), δεν ήθελαν να συνειδητοποιήσουν ότι είχε περάσει ο καιρός τους ως προστατών των εύθραυστων δημοκρατιών. Το ίδιο ίσχυε και για τους επικεφαλής των οικογενειών, που δεν ήταν πρόθυμοι να αναγνωρίσουν ότι ο Paterfamilias δεν μπορούσε πια να εκπροσωπεί τα «συμφέροντα ολόκληρης της οικογένειας», κατά τα συνήθη μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα. Όλα τα είδη των σχέσεων εξουσίας και αντιπροσώπευσης έπρεπε να αναπροσαρμοστούν και προπαντός να λάβουν νέες εξουσιοδοτήσεις.
Επομένως, η δυτικοευρωπαϊκή μεταπολεμική τάξη πραγμάτων ήταν κατά κάποιο τρόπο πάντοτε εκτεθειμένη στην εκ πρώτης όψεως «λαϊκίστικη» μομφή, ότι ο λαός στην πραγματικότητα μένει έξω από το «παιχνίδι». Ο ιστορικός θα πρέπει να το παραδεχτεί. Ναι, ακριβώς, αλλά αυτό ήταν προμελετημένο, εσκεμμένο. Οι ελίτ αντιμετώπιζαν τον «λαό» με μια δόση δυσπιστίας και καλλιεργούσαν ένα αντι-ολοκληρωτικό, ή, αν θέλετε, ένα αντι-λαϊκιστικό ήθος. Και γι' αυτό ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι στη Γερμανία μέχρι και σήμερα δεν έχει γίνει σε εθνικό επίπεδο ούτε ένα δημοψήφισμα. Και επίσης, ότι η Marine Le Pen, για την περίπτωση επιτυχίας της στις προεδρικές εκλογές, έχει θέσει ως στόχο να περιορίσει τις αρμοδιότητες του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Γι' αυτό και μερικοί λαϊκιστές αρέσκονται να αγγίζουν αυτή την πληγή. Ο Βίκτωρ Ορμπάν (Viktor Orban) περιγράφει τις μεταπολεμικές ελίτ ως εξής:
«Δεν φοβόταν πια καθόλου τον κομμουνισμό ή τον φασισμό, αλλά τις μάζες, και ιδιαίτερα τις πολιτικά ενεργές μάζες. Επειδή ο φασισμός είχε ανέλθει με δημοκρατικό τρόπο στην εξουσία, οι σημερινές δυτικοευρωπαϊκές ελίτ πιστεύουν ότι πρέπει να είναι προσεκτικές με τον λαό, επειδή οι αποφάσεις του λαού μπορούν να προκαλέσουν μεγάλα προβλήματα. Έτσι, η δημοκρατία αποτελεί μεν κάτι σημαντικό για αυτές τις ελίτ, αλλά ακόμα καλύτερο είναι, να μην ασκείται από τον λαό η εξουσία».[11]
Ωστόσο ο Ορμπάν παραβλέπει ότι η αυτο-κατανόηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών έχει αλλάξει σημαντικά. Τα πολιτικά συστήματα στην Ευρώπη έχουν αποδειχτεί αρκετά ευπροσάρμοστα. Δημιουργήθηκαν νέα πολιτικά κόμματα, όπως των Πρασίνων. Οι ιεραρχίες και τα πατριαρχικά πολιτισμικά πλαίσια που προσδιόριζαν τι είναι σεβαστό και τι όχι έχουν αλλάξει ριζικά ή διαλύθηκαν. Ο κοινωνιολόγος Νίκλας Λούμαν (Niklas Luhmann) το έχει επισημάνει με αμίμητα λακωνικό τρόπο: «Και ξαφνικά, μπορεί κανείς να τρέχει πάνω στο γκαζόν» [“und plötzlich konnte man über den Rasen laufen„].
© Carlos Alonso, έργα |
Επομένως, με δεδομένο αυτό το ιστορικό υπόβαθρο, όταν εξετάζει κανείς την κρίση στην Ευρώπη και τις επικρίσεις εναντίον των «Βρυξελλών», δεν είναι πειστικό να μιλά κατηγορηματικά για άνευ προηγουμένου κρίση αντιπροσώπευσης. Μπορούμε όμως, για τον λόγο αυτό, να κρύψουμε κάτω από το χαλί χωρίς πολλή σκέψη την διαδεδομένη διάγνωση της κρίσης και την συνακόλουθη δυσφορία, που την προκαλεί η υποψία ότι ζούμε σε ένα καθεστώς που έχει μόνον «δημοκρατική πρόσοψη» (όπως γράφει, λόγου χάρη, ο Wolfgang Streeck);
Σε καμμιά περίπτωση. Ωστόσο, η διάγνωση πρέπει να βασίζεται σε μια πιο εκλεπτυσμένη ανάλυση της τρέχουσας πολιτικής κατάστασης στην Ευρώπη. Η απόπειρα να ενσωματωθεί η δημοσιονομική πειθαρχία σε ένα ευρωπαϊκό Σύνταγμα, σε πρώτη ματιά φαίνεται σαν μια εξέλιξη των βασικών αρχών της «οριοθετημένης λαϊκής κυριαρχίας» της μεταπολεμικής περιόδου. Τα «φρένα [ή όρια] χρέους» στα συντάγματα όλων των χωρών της ευρωζώνης, η επιτήρηση των εθνικών προϋπολογισμών από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «τα δικαιώματα παρέμβασης» του επιτρόπου για τις νομισματικές υποθέσεις, όλα αυτά μπορεί κανείς ασφαλώς να τα επικρίνει με καλά επιχειρήματα, αλλά δεν φαίνεται καθόλου να συνιστούν πλήρη ρήξη με την μεταπολεμική δημοκρατία και την βασική αρχή της, της αυτο-επιβληθείσας πειθαρχίας. Με άλλα λόγια, αντί να διαπιστώνουμε ότι με τη λήψη μέτρων για τη διάσωση της ζώνης του ευρώ επέρχεται ο θάνατος της δημοκρατίας, όπως λογου χάρη ο Χανς Μάγκνους Έντσενσμπέργκερ (Hans Magnus Enzensberger), πρέπει να αναγνωρίσουμε νηφάλια ότι οι Ευρωπαίοι ζούν εδώ και πολύ καιρό μέσα σε ένα σιδερένιο κλουβί [η περίφημη έκφραση του Max Weber] περιορισμένης δημοκρατίας.
Plus ça change, plus c’est la même chose? [Όσο πιο πολύ αλλάζουν τα πράγματα, τόσο πιό ίδια μένουν;] Όχι, δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Γιατί οι μέχρι σήμερα περιορισμοί της λαϊκής κυριαρχίας, οι νομιμοποιημένοι στα μάτια των πολιτών, μπορούσαν να στηριχτούν με το επιχείρημα ότι υπηρετούσαν σε τελευταία ανάλυση την προστασία της ίδιας της δημοκρατίας.
Για το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, λόγου χάρη, είναι μάλλον αδύνατο να ειπωθεί κάτι ανάλογο, εκτός άν κανείς υπεκφύγει, επικαλούμενος τον ισχυρισμό ότι η μείωση του δημόσιου χρέους έχει ως μοναδικό στόχο να διασφαλίσει τα δημοκρατικά περιθώρια για τις μελλοντικές γενιές.
Επιπλέον, ακόμη και ο διαχωρισμός των εξουσιών και τα θεμελιώδη δικαιώματα έχουν μεν λεπτομέρειες πολιτικά αμφιλεγόμενες, ωστόσο μπορούν να νομιμοποιούνται για λόγους αρχής (π.χ. η ελευθερία του λόγου είναι συγκροτητικό θεμέλιο της δημοκρατίας [και άρα δεν εξαρτάται από πλειοψηφίες και μειοψηφίες]), σε αντίθεση με κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με τις οποίες το συνολικό χρέος μιας χώρας δεν πρέπει να υπερβαίνει το 60 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της (ΑΕΠ). Μια προδιαγραφή, όπως αυτή, είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενη, δεν καλύπτεται από καμμιά ιστορική εμπειρία και όπως θα έλεγαν οι κριτικοί, είναι μια αυθαίρετη χάραξη ορίου. Και εκτός από αυτά, είναι μια συνταγή για ύφεση της οικονομίας, φτιαγμένη αποκλειστικά και μόνον για τον «Γερμανό ασθενή». Τώρα υποχρεώνονται και οι άλλοι σε «εσωτερική υποτίμηση», σε μια οικονομική πολιτική προσανατολισμένη στην πλευρά της προσφοράς [κατά τα νεοκλασικά πρότυπα και σε αντίθεση με την έμφαση στη ζήτηση της Κεϋνσιανής Σχολής] και σε εξαγωγικά πλεονάσματα. Είναι μια απόφαση πολιτικής κατεύθυνσης με συνέπειες μεγάλης έκτασης, η οποία λήφθηκε υπό την πίεση των δανειστών κατά τη διάρκεια της κρίσης στη ζώνη του ευρώ. Ας μη μιλήσουμε καθόλου για το γεγονός, ότι μπορεί κανείς πάντα να βρεί τρόπους για να χειρίζεται και να παρακάμπτει τους κανόνες αυτούς, με τη βοήθεια καλοπληρωμένων καλλιτεχνών της αριθμητικής.
Αντί λοιπόν να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι ούτως ή άλλως είναι εδώ και καιρό εξοικειωμένοι με μια περιορισμένη δημοκρατία και με την υπερεθνική «εποπτεία», πρέπει τώρα να την περιορίσουν λίγο ακόμη, θα πρέπει αντίθετα να θυμηθούμε μία από τις ιδέες του 1968: Οι αγορές είναι και αυτές θεσμικοί φορείς που παράγουν εξουσία. Και αυτή η εξουσία δεν μπορεί απλά να καταργηθεί, αλλά θα πρέπει πάντα να επανα-εξουσιοδοτείται (πράγμα που σημαίνει: να ρυθμίζεται).
© Carlos Alonso: Στην Κόλαση (2005) |
Η σημερινή δυσφορία έχει τις ρίζες της στις εμπειρίες της απώλειας του ελέγχου και της έκθεσης σε κοινωνικούς κινδύνους (οι οποίες γενικά δεν διαφέρουν και πάρα πολύ από εμπειρίες υπό καθεστώς φεουδαρχίας, λόγου χάρη η πίεση στα μέλη των οικογενειών ή οι εμπειρίες των σπουδαστών σε πανεπιστημιακά συστήματα φεουδαρχικού τύπου). Το γεγονός ότι οι λύσεις που δόθηκαν για την κρίση του ευρώ παρουσιάζονταν μονίμως ως η μοναδική εναλλακτική λύση, αποδεικνύεται τώρα ως επιλογή με μοιραίες συνέπειες. Ως προς το θέμα αυτό, οι παρατηρητές μιλούν για «πολιτικές χωρίς πολιτική» (“policy without politics„), δηλαδή για λήψη τεχνοκρατικών μέτρων χωρίς ουσιαστική συζήτηση και χωρίς αντιπαράθεση απόψεων). Στις πολιτικές αυτές, οι λαϊκιστές απαντούν τώρα με ένα είδος πολιτικής της ταυτότητας, αλλά χωρίς πολιτικές ιδέες (σύμφωνα με την πολιτική επιστήμονα Vivien Schmidt). Πράγμα που σημαίνει, ότι η αντίθεση μεταξύ τεχνοκρατίας και λαϊκισμού (για να διατυπώσουμε πολύ συνοπτικά τα συμβαίνοντα), είναι στην πραγματικότητα πολύ λιγότερο έντονη από ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως [12]. Σε τελευταία ανάλυση, οι τεχνοκράτες υποστηρίζουν ότι υπάρχει μόνον ένας ορθολογικός πολιτικός χειρισμός (policy), ενώ οι λαϊκιστές ισχυρίζονται ότι υπάρχει μόνον μία πραγματική βούληση του λαού. Με άλλα λόγια: Τόσο η τεχνοκρατία όσο και ο λαϊκισμός κινούνται με μια αντι-πλουραλιστική εσωτερική λογική. Και οι δύο δεν χρειάζονται συζητήσεις και κοινοβούλια στα οποία γίνεται διάλογος και εξετάζονται διάφορες επιλογές, και όπου ενδεχομένως λαμβάνονται αποφάσεις μη προβλέψιμες ή που προκαλούν έκπληξη. Και οι δύο δεν τα χρειάζονται αυτά, γιατί κατά τη γνώμη τους η σωστή απάντηση είναι ούτως ή άλλως δεδομένη. Εδώ λοιπόν πραγματικά συναντώνται δύο άκρα, και μάλιστα συναντώνται σε μια κοινή αντι-πολιτική στάση.
Αυτό είναι το στοιχείο που συνδέει τις σημερινές διαγνώσεις περί κρίσης της δημοκρατίας με τις εμπειρίες των προηγούμενων γενεών. Το ζήτημα που τίθεται δεν είναι να αναμορφωθούν ριζικά οι πολιτικοί θεσμοί, αλλά να τεθεί υπό έλεγχο η αθέμιτη εξουσία. Και άν δεν υπάρχει πίεση από τα κάτω, αυτό είναι μάλλον αδύνατο. Αλλά πώς και με ποια μορφή; Υπάρχει άραγε χώρος για έναν θεμιτό λαϊκισμό, για έναν λαϊκισμό από αριστερά;
Η Βελγίδα πολιτική επιστήμονας Σαντάλ Μουφ (Chantal Mouffe) υποστηρίζει ότι τον λαϊκισμό τον παρήγαγε μόνον η νεοφιλελεύθερη συναίνεση. Η συναίνεση αυτή, αντί να αποδέχεται ότι πολιτική σημαίνει πάντα σύγκρουση, υπέβαλε στους πολίτες την ιδέα ότι στην πραγματικότητα υπάρχει μόνον μια ορθολογική πολιτική αντιμετώπιση [policy] ή ένα σαφώς προσδιορισμένο σημείο συναίνεσης, το οποίο, ως ψηφοφόροι, θα πρέπει απλά και μόνον να το επικυρώνουν. Ως υπεύθυνοι γι' αυτήν την εξέλιξη λογίζονται οι (σχεδόν ξεχασμένοι πια) υποστηρικτές του «Τρίτου Δρόμου», δηλαδή σοσιαλδημοκρατικά κόμματα τα οποία στο τέλος συνθηκολόγησαν και υποτάχθηκαν στη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία, αλλά επίσης φιλόσοφοι, όπως ο Τζων Ρωλς (John Rawls) ή ο Γιούργκεν Χάμπερμας (Jürgen Habermas), οι οποίοι, σύμφωνα με την Μουφ, ερμήνευσαν την πολιτική ως μηχανή που παράγει συναίνεση και με αυτό τον τρόπο την παρεξήγησαν εντελώς. Όπως υποστηρίζει η Μουφ, κάπως επιπόλαια στο σημείο αυτό, η επιλογή μεταξύ της κεντρο-δεξιάς και της κεντρο-αριστεράς είναι σαν την επιλογή μεταξύ Coke και Pepsi. Αυτή η «μετα-πολιτική», λέει, παρήγαγε στο τέλος τον λαϊκισμό της δεξιάς, οι εκπρόσωποι του οποίου στρέφονται κατά των μεταναστών και προσπαθούν να οικοδομήσουν την «ενότητα του λαού» μέσω του αποκλεισμού των μεταναστών. [13]
Αντ' αυτού, προτείνεται μια μίμηση των δεξιών λαϊκιστών και άμιλλα με αυτούς, αλλά με το κανονιστικά σωστό πρόσημο. Μπορούμε να απορρίψουμε τον αρνητικό λαϊκισμό που κινείται με λογικές αποκλεισμού και εκ των πραγμάτων είναι ρατσιστικός, λέει η Μουφ, αλλά ταυτόχρονα να αξιοποιήσουμε «τη λαϊκιστική διάσταση της δημοκρατίας, η οποία προσκαλεί στον αναγκαίο σχεδιασμό και συγκρότηση ενός λαού». Συνεπώς, το πολιτικό σχέδιο ενός αριστερού λαϊκισμού είναι αναγκαίο καθήκον.
Σύμφωνα με τη θεωρία του Ερνέστο Λακλάου (Ernesto Laclau), αυτό προπαντός σημαίνει να συνενωθούν και συναρθρωθούν σε μια «αλυσίδα ισοδυναμίας» μια σειρά από αιτήματα των πολιτών, τα οποία δεν μπορεί να εκπληρώσει με επιτυχία η κατεστημένη πολιτική, προβάλλοντας ως κορύφωση και ως οξύτερη αιχμή τους μια κεντρική, συμβολικά φορτισμένη διεκδίκηση. Μια διεκδίκηση, στην οποία δεν μπορεί να ανταποκριθεί το κράτος με τα διοικητικά και διαχειριστικά του μέσα, δηλαδή μιαν απαίτηση (demand) περί την οποία θα πυροδοτηθεί μια πραγματική σύγκρουση. Πρέπει λοιπόν να οδεύσουμε προς το πεδίο της μάχης με μια συμβολική «σημαία» ορατή και κατανοητή από όλους και η διάταξη των δυνάμεων στο πεδίο της μάχης να είναι όσο το δυνατόν σαφέστερη. Η Αριστερά, σύμφωνα με την Μουφ, πρέπει να καταδείξει με σαφήνεια στην κοινωνία έναν βασικό ανταγωνισμό, όχι όμως την αντίθεση μεταξύ λαού και μεταναστών, αλλά την αντίθεση μεταξύ του λαού και αυτών που η Μουφ αποκαλεί κάπως αόριστα «οι πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού».
Αυτό θυμίζει κάπως την λεγόμενη θεωρία της «λανθασμένης ταχυδρομικής διεύθυνσης», του μεγάλου κοινωνιολόγου Έρνεστ Γκέλνερ (Ernest Gellner): Όταν «στάλθηκε» στις κοινωνικές τάξεις το «εγχειρίδιο οδηγιών» για την απελευθέρωσή τους, το «ταχυδρομείο» διέπραξε ένα καταστροφικό λάθος και γι' αυτό το λόγο παραλήπτες των «οδηγιών της απελευθέρωσης» έγιναν τα έθνη και όχι οι κοινωνικές τάξεις. Πρέπει λοιπόν, απλά και μόνον, να ανακαλυφθεί η σωστή «ταχυδρομική διεύθυνση» των αληθινών αποδεκτών και στη συνέχεια να παραδοθούν κανονικά οι «οδηγίες». Με άλλα λόγια: Ο λαϊκισμός έφτασε στους δεξιούς εξαιτίας ενός ανόητου λάθους, ενώ προορίζονταν για την Αριστερά.
© Carlos Alonso: Carne de Primera II (1977) |
Η θέση αυτή αξίζει μια λεπτομερή συζήτηση· όχι μόνο επειδή κόμματα, όπως για παράδειγμα το Podemos, έχουν επιλέξει και αναγορεύσει τους δύο θεωρητικούς, τον Λακλάου και την Μουφ, ως ιδεολογικούς οδηγούς τους, αλλά και για άλλους λόγους. Προπαντός με την άποψη του Λακλάου, ότι ο λαϊκισμός δεν μπορεί να προσδεθεί αναπόσπαστα σε συγκεκριμένα πολιτικά περιεχόμενα, συμφωνώ απόλυτα. Μάλιστα ο Λακλάου προειδοποιούσε πάντα και διαρκώς να μην γίνεται μια καθαρά «οντική» ανάλυση του λαϊκισμού. Ο λαϊκισμός έχει μια εσωτερική, δομική λογική· ή με τα λόγια του Λακλάου: έχει μια συγκεκριμένη «λογική της άρθρωσης».
Όμως ο Λακλάου ταύτιζε τη δική του οντολογική ερμηνεία του λαϊκισμού με το ίδιο το Πολιτικό ως τέτοιο. Διότι «πολιτική», σύμφωνα με τον Λακλάου, δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά την «κατασκευή ενός αουτσάιντερ, ενός underdog, ως ιστορικού παράγοντα», o οποίος θέτει υπό αμφισβήτηση την υφιστάμενη θεσμική τάξη πραγματων (ή, να να συνεχίσω την μεταφορική εικόνα του underdog, δαγκώνει τις γάμπες του κατεστημένου) [14] Με τη σειρά της, αυτή η επίθεση κατά του status quo είναι μέρος του αγώνα για την ηγεμονία, όπως έλεγε συνοπτικά αλλά χωρίς να κάνει λάθος ο Λακλάου [15]. Σύμφωνα με τον Λακλάου και την Μουφ, όποιος κατακτά την ηγεμονία μπορεί να αλλάξει στο σύνολό του έναν πολιτικό πολιτισμό. Το τι μπορεί να ειπωθεί αλλά και το τι μπορεί να γίνει πράξη μπορούν να αλλάζουν ριζικά. Η «κοινή λογική» των ανθρώπων, όπως ήδη ήλπιζε ο Αντόνιο Γκράμσι, μπορεί να μεταμορφωθεί ριζικά. Έτσι ο λαϊκισμός, που εθεωρείτο «παραπαίδι» και «παρίας», γίνεται η κατ' εξοχήν πολιτική πράξη και λειτουργία: η κατασκευή ενός «Εμείς», το οποίο όμως, κατά τους Λακλάου και Μουφ, παραμένει πάντα αμφισβητήσιμο και ευάλωτο, σε αντίθεση με τους παράγοντες που φέρουν τώρα τον επίσημο τίτλο του λαϊκιστή, όπως είναι ο Ορμπάν ή η Λε Πεν.
Επιχείρησαν λοιπόν οι Λακλάου και Μουφ, κατά πρώτον να απελευθερώσουν τον όρο «λαϊκισμός» από την κακή επίγευση, την οποία έχει στην εποχή μας σχεδόν χωρίς εξαίρεση παντού στην Ευρώπη. Όμως το σημασιολογικό status του όρου αυτού στις ΗΠΑ και στη Νότια Αμερική είναι στην πραγματικότητα διαφορετικό. Έτσι ο Λακλάου παρέμεινε καθ' όλη τη ζωή του όχι μόνον Σοσιαλιστής αλλά και Περονιστής (και μάλιστα κατά καιρούς του ζητήθηκε η παροχή συμβουλών από το ζεύγος των λαϊκιστών διαδοχικών ηγετών της Αργεντινης Νέστορ και Κριστίνα Κίρχνερ [Kirchner]) [16].
Το επίμαχο σημείο είναι το εξής: όπου η θεωρία των Λακλάου και Μουφ αναφέρεται στην πολιτική πρακτική, είτε είναι απλά μια άλλη περιγραφή της δημοκρατίας όπως την αντιλαμβανόταν ο Κλωντ Λεφόρ (Claude Lefort) - δημοκρατία είναι θεσμοθετημένη σύγκρουση στην οποία δεν υπάρχουν βεβαιότητες, εκτός από την τήρηση των κανόνων της δημοκρατίας, είτε γίνεται στην πράξη αντιδημοκρατική, σε περίπτωση που πάρει στα σοβαρά το λαϊκίστικο «pars pro toto» και επιχειρήσει να ωθήσει τους άλλους πολιτικούς παράγοντες έξω από την κοινή σκηνή, στην οποία διαδραματίζεται το έργο της δημοκρατίας (Lefort) [17].
«Εμείς - και μόνον εμείς - αντιπροσωπεύουμε τον πραγματικό λαό». Αυτή η ηθική αξίωση για αποκλειστική εκπροσώπηση είναι το κύριο μέλημα όλων των λαϊκιστών.
Όμως σε αντίθεση με αυτό, η δημοκρατία είναι πάντα πλουραλιστική και συγκρουσιακή· και είναι παράλογο να ισχυριστεί κανείς ότι ο Ρωλς και ο Χάμπερμας με τις κανονιστικές θεωρίες τους έχουν αλλάξει κάτι σ' αυτή την πραγματικότητα. [18] Επίσης, στη δημοκρατία διαρκώς τίθενται θεσμικά όρια (ο Λακλάου μιλούσε για «διαχειριζόμενο ανταγωνισμό»). Οι αντιπαρατιθέμενοι βλέπουν ο ένας τον άλλο ως αντίπαλο αποδεχόμενοι κανόνες και θεμιτά μέσα πάλης, αντί να κάνουν μεταξύ τους πόλεμο ως εχθροί οι οποίοι, άν μπορέσουν, καταστρέφουν εντελώς ο ένας τον άλλο. Όμως αυτή η δεύτερη είναι ακριβώς η εικόνα που κατασκευάζουν για τον εαυτό τους οι πραγματικά υπαρκτοί λαϊκιστές όπως τους παρατηρούμε τώρα, αντίθετα από ό,τι υπέθετε ο Λακλάου.
Για μια δημοκρατική - που σημαίνει μη-λαϊκιστική - Ευρώπη.
© Carlos Alonso, Carne de Primera I (1977) |
Ακόμη και τους ίδιους τους αντιπάλους ενός λαού «κατασκευασμένου» όπως θέλει να τον βλέπει η αριστερή οπτική γωνία, η Μουφ τους χαρακτηρίζει γενικά και αφηρημένα ως ανώνυμες «δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού», λες και πρόκειται για φυσικές και όχι για κοινωνικές δυνάμεις. Αυτό υποδηλώνει ότι οι θεωρητικοί του αριστερού λαϊκισμού επιδιώκουν συνειδητά να αποφύγουν να προσωποποιήσουν τον «εχθρό του λαού».
Αλλά σε τι συνίσταται η «κατασκευή» ενός λαού; Τι σημαίνει να παλεύει ένας λαός ενάντια σε αφηρημένες «δυνάμεις»; H «λέξη που αρχίζει από λ-» χρησιμοποιείται μόνον να γίνει πιο θερμή η αγωνιστική διάθεση; Ή μήπως υποκρύπτει την ιδέα, ότι είναι καλύτερα να κατευθύνονται προς τα αριστερά και όχι προς τα δεξιά εκείνα τα αισθήματα δυσφορίας και αγανάκτησης των πολιτών, τα οποία εξαιτίας της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης δεν μπορούν να εκφραστούν με ενεργητικό και μαχητικό τρόπο; [19]
Ή μήπως εδώ βρισκόμαστε και πάλι μπροστά σ΄ εκείνον τον πειρασμό που είχε εντοπίσει ο Χέλμουτ Ντούμπιελ (Helmut Dubiel) στα μέσα της δεκαετίας του 1980, παρατηρώντας τις κανονιστικές ρηχότητες εκείνων των αριστερών στοχαστών που ερωτοτροπούσαν με τον λαϊκισμό; Δηλαδή την τάση να διατηρούν
εργαλειακή στάση απέναντι στις υφιστάμενες ελλειμματικές δυνατότητες συνειδητοποίησης των πολιτών χωρίς να τους διαφωτίζουν, και να θέτουν τους πολίτες απλά και μόνον στην υπηρεσία της «σωστής υπόθεσης». Όμως, μια φυλλάδα τύπου «Bild-Zeitung» στην υπηρεσία του διαφωτισμού και της «χειραφέτησης» δεν θα ήταν απλά και μόνον σχήμα οξύμωρο;[20]
Δεν είναι αποδεδειγμένο ότι καταλαμβάνει καλύτερη πολιτική θέση μια Αριστερά, η οποία όχι μόνον διατυπώνει την κριτική της στον νεοφιλελευθερισμό, αλλά επίσης, μαζί με το οικονομικό και πολιτικό αντι-πρόγραμμά της, «προτείνει και την “κατασκευή„ ενός λαού», όπως λέει η Μουφ. Δεν αρκεί γι αυτό, άν μια ξαναζωντανεμένη Σοσιαλδημοκρατία έγραφε στις σημαίες της ένα νέο και πειστικό πολιτικό πρόγραμμα για μεγαλύτερη ισότητα; Ή μήπως υπάρχει η προσδοκία ότι ο όρος «λαός» φέρνει καλύτερα αποτελέσματα στην κινητοποίηση ή έστω στην ένταση των συναισθημάτων; Μήπως όμως έχουμε να κάνουμε και με ένα ντροπαλό δάνειο και δεσμό με τους εθνικιστές, όταν ο Βόλφγκανγκ Στρέεκ (Wolfgang Streeck) βλέπει στην σημερινή Ευρώπη έναν «λαό - φορέα του κράτους» (“Staatsvolk„) να αντιπαρατίθεται με έναν «λαό της αγοράς» (“Marktvolk„); [21]
H πολιτική είναι σύγκρουση, αλλά το ερώτημα είναι, τι ακριβώς κερδίζουμε μ' αυτές τις - θα χρησιμοποιήσω συνειδητά τον όρο volkshaft και όχι völkisch [που έχει τη σημασία του λαϊκο-εθνικοφυλετικού] - λαϊκότροπες περιφράσεις;
Ένα πράγμα είναι βέβαιο: Μια Ευρώπη στην οποία θα αντιπαρατίθενται δεξιοί και αριστεροί λαϊκιστές, με την κάθε πλευρά οπλισμένη με τη δική της πρόταση «κατασκευής του λαού» και που σε περιπτώσεις αμφισβήτησης θα αρνούνται αμοιβαία να νομιμοποιούν πολιτικά η μία την άλλη, είναι ένας εφιάλτης. Αντίθετα, αυτό που χρειαζόμαστε είναι συζήτηση και αντιπαράθεση για τις βασικές αποφάσεις πολιτικής κατεύθυνσης, όπως, για παράδειγμα, είναι η επιλογή μεταξύ περισσότερης ενοποίησης και περισσότερης περιχαράκωσης. Βέβαιο είναι επίσης το εξής: Όσο θα ζούμε σε αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες, θα υπάρχει πάντα και η σκιά τους, δηλαδή ο λαϊκισμός.
Ένα πράγμα είναι βέβαιο: Μια Ευρώπη στην οποία θα αντιπαρατίθενται δεξιοί και αριστεροί λαϊκιστές, με την κάθε πλευρά οπλισμένη με τη δική της πρόταση «κατασκευής του λαού» και που σε περιπτώσεις αμφισβήτησης θα αρνούνται αμοιβαία να νομιμοποιούν πολιτικά η μία την άλλη, είναι ένας εφιάλτης. Αντίθετα, αυτό που χρειαζόμαστε είναι συζήτηση και αντιπαράθεση για τις βασικές αποφάσεις πολιτικής κατεύθυνσης, όπως, για παράδειγμα, είναι η επιλογή μεταξύ περισσότερης ενοποίησης και περισσότερης περιχαράκωσης. Βέβαιο είναι επίσης το εξής: Όσο θα ζούμε σε αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες, θα υπάρχει πάντα και η σκιά τους, δηλαδή ο λαϊκισμός.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 4/2016 του περιοδικού Blätter für deutsche und internationale Politik (σ. 63-74) και είναι βασισμένο στο νέο βιβλίο του συγγραφέα Was ist Populismus? (Τι είναι ο λαϊκισμός;) στις εκδ. Suhrkamp, Φρανκφούρτη 2016.
[1] Ή για παράδειγμα, στην περίπτωση της Σουηδίας, η θριαμβευτική πορεία του κόμματος των «Σουηδών Δημοκρατών», μετά την μετακίνηση του Συντηρητικού Κόμματος προς κεντρώες θέσεις στο μεταναστευτικό θέμα. Timo Lochocki, Which political processes hamper and benefit right populist parties’ advances – Lessons from the German case 1982-2012, στο: Institute of European Democrats (επιμ.), Rising Populism and European Elections: Collection of Selected Contributions, σ. 128-152.
[2] Heiko Giebler, Onawa Promise Lacewell, Sven Regel und Annika Werner, Niedergang oder Wandel? Parteitypen und die Krise der repräsentativen Demokratie, στο: Wolfgang Merkel (επιμ.), Demokratie und Krise. Zum schwierigen Verhältnis von Theorie und Empirie, Βισμπάντεν 2015, σ. 181-215.
[3] Peter Mair, Ruling the Void. The Hollowing of Western Democracy, Λονδίνο 2013.
[4] Ο Ιβάν Κράστεφ (και εδώ ←) ερμηνεύει το παγκόσμιο κύμα διαμαρτυρίας σαν ένα είδος εξέγερσης μιας φιλελεύθερης-«ελευθεριακής» μεσαίας τάξης που δεν έχει κάποιο θετικό πρόγραμμα αλλά ανοίγει το δρόμο για μια «δημοκρατία της απόρριψης» (“democracy of rejection„) (βλ του ιδίου, Democracy Disrupted: The Politics of Global Protest, Φιλαδέλφεια 2014). Άν αυτό είναι σωστό, τότε παρόλο που εκλανβάνεται ως κάτι ενεργητικό, έχει de facto παθητικό χαρακτήρα και είναι συναφής με την «δημοκρατία του κοινού που παρακολουθεί εκδηλώσεις» (audience democracy) που περιέγραψαν οι Bernard Manin και Jeffrey Green. Βλ. Bernard Manin, The Principles of Representative Government, Nέα Υόρκη 1997. Jeffrey Edward Green, The Eyes of the People: Democracy in an Age of Spectatorship, Nέα Υόρκη 2010.
[5] Βλ. Merkel, ό.π, σ. 181-215.
[6] Frank Decker, Bernd Henningsen και Kjetil A. Jakobsen, Revolte von rechts, στο: Των ιδίων (επιμ.), Rechtspopulismus und Rechtsextremismus in Europa: Die Herausforderung der Zivilgesellschaft durch alte Ideologien und neue Medien, Baden-Baden 2015, σ. 13-25, εδώ: σ. 13. Ασφαλώς εδώ μπορεί να τεθεί εκ των υστέρων το ερώτημα, άν η Γερμανία και η Ιταλία ήταν τότε «κυρίαρχες» και άν οι γυναίκες συμφωνούσαν ότι οι αρχές της συμμετοχής και της ισότητας ίσχυαν με «βέλτιστο» τρόπο.
[7] Μια αναλυτική διατύπωση αυτού του ιστορικού επιχειρήματος υπάρχει στο βιβλίο μου „Das demokratische Zeitalter: Eine politische Ideengeschichte Europas im zwanzigsten Jahrhundert“, Βερολίνο 2013.
[8] Βλ. και Peter L. Lindseth, The paradox of parliamentary supremacy: Delegation, democracy, and dictatorship in Germany and France, 1920-1950s, στο: „Yale Law Journal“, 113/2004, σ. 1341-1415.
[9] Βλ. Samuel Issacharoff, Fragile Democracies, Nέα Υόρκη 2015. Συγγραφείς που επικρίνουν τα Συνταγματικά Δικαστήρια ως μη δημοκρατικά, τονίζουν επίσης ότι σε εύθραστες δημοκρατίες μπορεί να είναι εύλογη η „judicial review“. Βλ. Jeremy Waldron, The core of the case against judicial review, στο: „Yale Law Journal“, 115/2006, σ. 1346-1406.
[10] Catherine Dupré, „Unconstitutional constitution: A timely concept“, στο: Armin von Bogdandy και Pál Sonnevend (επιμ.), Constitutional Crisis in the European Constitutional Area, Baden-Baden 2015, σ. 351-70.
[11] Από: Zsolt Enyedi, Plebeians, citoyens and aristocrats or Where is the bottomof the bottom-up? The case of Hungary, στο: Hanspeter Kriesi και Takis S. Pappas (επιμ.), European Populism in the Shadow of the Great Recession, Colchester 2015, σ. 235-250, σ. 248.
[12] Christopher Bickerton και Carlo Invernizzi Accetti, Populism and technocracy: Opposites or complements?, στο: „Critical Review of International Social and Political Philosophy“, 7.4.2015.
[13] Chantal Mouffe, Für einen linken Populismus: Unser Gegner sind nicht Migranten, sondern die politischen und ökonomischen Kräfte des Neoliberalismus, www.ipg-journal.de, 30.3.2015.
[14] Ernesto Laclau, Populism: What’s in a name?, στο: Του ιδίου, Populism and the Mirror of Democracy, Λονδίνο, 2005, σ. 32-49, εδώ σ. 47.
[15] Ο Λακλάου γράφει: «[…] εύκολα γίνεται αντιληπτό, ότι οι προϋποθέσεις για να μπορεί να υπάρξει το Πολιτικόν και οι προϋποθέσεις για να μπορεί να υπάρξει λαϊκισμός ταυτίζονται: Και τα δύο προϋποθέτουν κοινωνική διαίρεση. Και στα δύο υπάρχει ένας θολός, ασαφής δήμος, στη μία πλευρά του οποίου βρίσκεται ένα μέρος της κοινότητας (ένας Underdog), στην άλλη πλευρά όμως υπάρχει ένας παράγοντας που μόνος του και με ανταγωνιστικό τρόπο, αυτοπαρουσιάζεται ως το σύνολο της κοινότητας» (στου ιδίου, ό.π., σ. 48).
[16] Diego Sehinkman, La última entrevista de Ernesto Laclau con La Nacion, στο: „La Nacion“, 13.4.2014. Ο Λακλάου χαρακτήρισε τον Mauricio Macri – ο οποίος κέρδισε τις προεδρικές εκλογές τον Δεκέμβριο του 2015 στην Αργεντινή – ως εχθρό (και όχι μόνον αντίπαλο) του Κιρχνερισμού. Η ανάλυση της δομικής λογικής του λαϊκισμού από τον Λακλάου δεν είναι τόσο ουδέτερη ως προς της αξίες όσο φαίνεται. Από το οντολογικό επίπεδο αντλούνται συμπεράσματα για το οντικό, για παράδειγμα όταν ο Λακλάου απλά ισχυρίστηκε ότι από τη δεκαετία του 1980 και μετά, η «οντολογική ανάγκη» να εκφραστούν οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί ήταν για τους Γάλλους εργάτες μεγαλύτερη παρά η «οντική σύνδεση» με έναν αριστερό πολιτικό λόγο. Ή, απλούστερα: Οι Γάλλοι προλετάριοι θέλουν πάντοτε να συγκρούονται με τους ισχυρούς, έστω και συμμαχώντας με τον διάβολο. Γι αυτό το λόγο ψηφίζουν τώρα το Εθνικό Μέτωπο. Βλ. Ernesto Laclau, On Populist Reason, Λονδίνο 2005, σ. 88).
[17] Επίσης, η Μουφ γράφει: «Αρχική πρόθεσή μου ήταν ένας “μεταφορικός επαναπροσδιορισμός„ των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας» (Chantal Mouffe, Agonistik. Die Welt politisch denken, Βερολίνο 2014, σ. 27). Για κριτική στην Mouffe και προπαντός στον Laclau, βλ. και Andrew Arato, Political theology and populism, στο: „Social Research“, 80/2013, σ. 143-172, Stefan Rummens, Democracy as a non-hegemonic struggle? Disambiguating Chantal Mouffe’s agonistic model of politics, στο: „Constellations“, 16/2009, σ. 377-391.
[18] Τα πράγματα φαίνονται διαφορετικά άν λάβουμε υπόψη την εμπειρική διαπίστωση ότι η ιδεολογική σύγκλιση των μεγάλων κομμάτων αφήνει ελεύθερο χώρο στις «περιφερειακές» πολιτικές δυνάμεις - η διαπίστωση που σαφώς ισχύει.
[19] «Οταν παρεμποδίζεται η αγωνιστική, πλουραλιστική δυναμική, εξαιτίας της έλλειψης δημοκρατικών μορφών που δημιουργούν ταυτίσεις, τότε δεν υπάρχει δημοκρατική βαλβίδα ασφαλείας για να προσφέρει διέξοδο στα συναισθήματα και στα πάθη“ (Mouffe, Agonistik, ό.π., σ. 30).
[20] Helmut Dubiel, πρόλογος στο: του ιδίου (επιμ.), Populismus und Aufklärung, Φρανκφούρτη a. M. 1986, σ. 33-50, εδώ: σ. 10.
[21] Wolfgang Streeck, Gekaufte Zeit. Die vertagte Krise des demokratischen Kapitalismus, Βερολίνο 2013.
[2] Heiko Giebler, Onawa Promise Lacewell, Sven Regel und Annika Werner, Niedergang oder Wandel? Parteitypen und die Krise der repräsentativen Demokratie, στο: Wolfgang Merkel (επιμ.), Demokratie und Krise. Zum schwierigen Verhältnis von Theorie und Empirie, Βισμπάντεν 2015, σ. 181-215.
[3] Peter Mair, Ruling the Void. The Hollowing of Western Democracy, Λονδίνο 2013.
[4] Ο Ιβάν Κράστεφ (και εδώ ←) ερμηνεύει το παγκόσμιο κύμα διαμαρτυρίας σαν ένα είδος εξέγερσης μιας φιλελεύθερης-«ελευθεριακής» μεσαίας τάξης που δεν έχει κάποιο θετικό πρόγραμμα αλλά ανοίγει το δρόμο για μια «δημοκρατία της απόρριψης» (“democracy of rejection„) (βλ του ιδίου, Democracy Disrupted: The Politics of Global Protest, Φιλαδέλφεια 2014). Άν αυτό είναι σωστό, τότε παρόλο που εκλανβάνεται ως κάτι ενεργητικό, έχει de facto παθητικό χαρακτήρα και είναι συναφής με την «δημοκρατία του κοινού που παρακολουθεί εκδηλώσεις» (audience democracy) που περιέγραψαν οι Bernard Manin και Jeffrey Green. Βλ. Bernard Manin, The Principles of Representative Government, Nέα Υόρκη 1997. Jeffrey Edward Green, The Eyes of the People: Democracy in an Age of Spectatorship, Nέα Υόρκη 2010.
[5] Βλ. Merkel, ό.π, σ. 181-215.
[6] Frank Decker, Bernd Henningsen και Kjetil A. Jakobsen, Revolte von rechts, στο: Των ιδίων (επιμ.), Rechtspopulismus und Rechtsextremismus in Europa: Die Herausforderung der Zivilgesellschaft durch alte Ideologien und neue Medien, Baden-Baden 2015, σ. 13-25, εδώ: σ. 13. Ασφαλώς εδώ μπορεί να τεθεί εκ των υστέρων το ερώτημα, άν η Γερμανία και η Ιταλία ήταν τότε «κυρίαρχες» και άν οι γυναίκες συμφωνούσαν ότι οι αρχές της συμμετοχής και της ισότητας ίσχυαν με «βέλτιστο» τρόπο.
[7] Μια αναλυτική διατύπωση αυτού του ιστορικού επιχειρήματος υπάρχει στο βιβλίο μου „Das demokratische Zeitalter: Eine politische Ideengeschichte Europas im zwanzigsten Jahrhundert“, Βερολίνο 2013.
[8] Βλ. και Peter L. Lindseth, The paradox of parliamentary supremacy: Delegation, democracy, and dictatorship in Germany and France, 1920-1950s, στο: „Yale Law Journal“, 113/2004, σ. 1341-1415.
[9] Βλ. Samuel Issacharoff, Fragile Democracies, Nέα Υόρκη 2015. Συγγραφείς που επικρίνουν τα Συνταγματικά Δικαστήρια ως μη δημοκρατικά, τονίζουν επίσης ότι σε εύθραστες δημοκρατίες μπορεί να είναι εύλογη η „judicial review“. Βλ. Jeremy Waldron, The core of the case against judicial review, στο: „Yale Law Journal“, 115/2006, σ. 1346-1406.
[10] Catherine Dupré, „Unconstitutional constitution: A timely concept“, στο: Armin von Bogdandy και Pál Sonnevend (επιμ.), Constitutional Crisis in the European Constitutional Area, Baden-Baden 2015, σ. 351-70.
[11] Από: Zsolt Enyedi, Plebeians, citoyens and aristocrats or Where is the bottomof the bottom-up? The case of Hungary, στο: Hanspeter Kriesi και Takis S. Pappas (επιμ.), European Populism in the Shadow of the Great Recession, Colchester 2015, σ. 235-250, σ. 248.
[12] Christopher Bickerton και Carlo Invernizzi Accetti, Populism and technocracy: Opposites or complements?, στο: „Critical Review of International Social and Political Philosophy“, 7.4.2015.
[13] Chantal Mouffe, Für einen linken Populismus: Unser Gegner sind nicht Migranten, sondern die politischen und ökonomischen Kräfte des Neoliberalismus, www.ipg-journal.de, 30.3.2015.
[14] Ernesto Laclau, Populism: What’s in a name?, στο: Του ιδίου, Populism and the Mirror of Democracy, Λονδίνο, 2005, σ. 32-49, εδώ σ. 47.
[15] Ο Λακλάου γράφει: «[…] εύκολα γίνεται αντιληπτό, ότι οι προϋποθέσεις για να μπορεί να υπάρξει το Πολιτικόν και οι προϋποθέσεις για να μπορεί να υπάρξει λαϊκισμός ταυτίζονται: Και τα δύο προϋποθέτουν κοινωνική διαίρεση. Και στα δύο υπάρχει ένας θολός, ασαφής δήμος, στη μία πλευρά του οποίου βρίσκεται ένα μέρος της κοινότητας (ένας Underdog), στην άλλη πλευρά όμως υπάρχει ένας παράγοντας που μόνος του και με ανταγωνιστικό τρόπο, αυτοπαρουσιάζεται ως το σύνολο της κοινότητας» (στου ιδίου, ό.π., σ. 48).
[16] Diego Sehinkman, La última entrevista de Ernesto Laclau con La Nacion, στο: „La Nacion“, 13.4.2014. Ο Λακλάου χαρακτήρισε τον Mauricio Macri – ο οποίος κέρδισε τις προεδρικές εκλογές τον Δεκέμβριο του 2015 στην Αργεντινή – ως εχθρό (και όχι μόνον αντίπαλο) του Κιρχνερισμού. Η ανάλυση της δομικής λογικής του λαϊκισμού από τον Λακλάου δεν είναι τόσο ουδέτερη ως προς της αξίες όσο φαίνεται. Από το οντολογικό επίπεδο αντλούνται συμπεράσματα για το οντικό, για παράδειγμα όταν ο Λακλάου απλά ισχυρίστηκε ότι από τη δεκαετία του 1980 και μετά, η «οντολογική ανάγκη» να εκφραστούν οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί ήταν για τους Γάλλους εργάτες μεγαλύτερη παρά η «οντική σύνδεση» με έναν αριστερό πολιτικό λόγο. Ή, απλούστερα: Οι Γάλλοι προλετάριοι θέλουν πάντοτε να συγκρούονται με τους ισχυρούς, έστω και συμμαχώντας με τον διάβολο. Γι αυτό το λόγο ψηφίζουν τώρα το Εθνικό Μέτωπο. Βλ. Ernesto Laclau, On Populist Reason, Λονδίνο 2005, σ. 88).
[17] Επίσης, η Μουφ γράφει: «Αρχική πρόθεσή μου ήταν ένας “μεταφορικός επαναπροσδιορισμός„ των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας» (Chantal Mouffe, Agonistik. Die Welt politisch denken, Βερολίνο 2014, σ. 27). Για κριτική στην Mouffe και προπαντός στον Laclau, βλ. και Andrew Arato, Political theology and populism, στο: „Social Research“, 80/2013, σ. 143-172, Stefan Rummens, Democracy as a non-hegemonic struggle? Disambiguating Chantal Mouffe’s agonistic model of politics, στο: „Constellations“, 16/2009, σ. 377-391.
[18] Τα πράγματα φαίνονται διαφορετικά άν λάβουμε υπόψη την εμπειρική διαπίστωση ότι η ιδεολογική σύγκλιση των μεγάλων κομμάτων αφήνει ελεύθερο χώρο στις «περιφερειακές» πολιτικές δυνάμεις - η διαπίστωση που σαφώς ισχύει.
[19] «Οταν παρεμποδίζεται η αγωνιστική, πλουραλιστική δυναμική, εξαιτίας της έλλειψης δημοκρατικών μορφών που δημιουργούν ταυτίσεις, τότε δεν υπάρχει δημοκρατική βαλβίδα ασφαλείας για να προσφέρει διέξοδο στα συναισθήματα και στα πάθη“ (Mouffe, Agonistik, ό.π., σ. 30).
[20] Helmut Dubiel, πρόλογος στο: του ιδίου (επιμ.), Populismus und Aufklärung, Φρανκφούρτη a. M. 1986, σ. 33-50, εδώ: σ. 10.
[21] Wolfgang Streeck, Gekaufte Zeit. Die vertagte Krise des demokratischen Kapitalismus, Βερολίνο 2013.
Ο Jan-Werner Müller είναι καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Princeton University, ΗΠΑ. Δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής στο IWM, Βιέννη. Εκτενές βιογραφικό (Princeton)
Πρόσφατο βιβλίο: Was ist Populismus? (Τι είναι λαϊκισμός, Suhrkamp, 2016), δοκίμιο από τα μαθήματα στο IWM (Lectures in Human Sciences).
Άλλα: Another Country: German Intellectuals, Unification and National Identity (Yale 2000), A Dangerous Mind: Carl Schmitt in Post-War European Thought (Yale 2003), Constitutional Patriotism (Princeton University Press, 2007)
Επιλεγμένη αρθρογραφία του Γ. Β. Μύλλερ (Αγγλικά)
Πρόσφατο βιβλίο: Was ist Populismus? (Τι είναι λαϊκισμός, Suhrkamp, 2016), δοκίμιο από τα μαθήματα στο IWM (Lectures in Human Sciences).
Άλλα: Another Country: German Intellectuals, Unification and National Identity (Yale 2000), A Dangerous Mind: Carl Schmitt in Post-War European Thought (Yale 2003), Constitutional Patriotism (Princeton University Press, 2007)
Επιλεγμένη αρθρογραφία του Γ. Β. Μύλλερ (Αγγλικά)
Κας Μούντε, Ερνέστο Λακλάου (δύο άρθρα): Λαϊκισμός, το φάντασμα της Βαϊμάρης, η Λατινική Αμερική και το μέλλον της Ευρώπης
Ινίγκο Ερρεχόν: Ερνέστο Λακλάου, θεωρητικός της ηγεμονίας
Κριστομπάλ Ροβίρα-Καλτβάσσερ: Οι λαϊκιστικές δυνάμεις δεν είναι ανόητες - θέτουν εύλογα ερωτήματα για την σημερινή κατάσταση της δημοκρατίας
Προς ένα πολιτικό σύστημα τριών «κομμάτων», στις αγγλόφωνες και όχι μόνον χώρες;
Προς ένα πολιτικό σύστημα τριών «κομμάτων», στις αγγλόφωνες και όχι μόνον χώρες;
Λαϊκισμός ελληνικού τύπου και ιδέες ΠΑΣΟΚ. Πόσο παγερά αδιάφοροι να μένουμε;
Ιβάν Κράστεφ: Το παράδοξο της δημοκρατίας και η κρίση στην Ευρώπη
Ιβάν Κράστεφ: Το παράδοξο της δημοκρατίας και η κρίση στην Ευρώπη
Μίχα Μπρούμλικ: Νέα Δεξιά, παλιοί στοχαστές, εκκρεμότητες της Αριστεράς
Τόμας Φρίκε: Η άνοδος του δεξιού λαϊκισμού και οι τράπεζες
Ιβάν Κράστεφ: Οι ελίτ καταστρέφουν την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πως να καταπολεμηθεί η λογική της αποσύνθεσης;
Ουμπέρτο Έκο: Ο πρωτο-φασισμός και τα σημάδια του
Βόλφγκ. Στρέεκ: Προσφυγική κρίση, ασυνεννοησία. Μπορεί να ειρηνεύσει η ΕΕ;
Jakob Augstein: Η δημοκρατία πεθαίνει στο Κέντρο
Δύο ζήτω για τη μεταπολιτική!
Μεταδημοκρατικό πλαίσιο, προκλήσεις των ΣΥΡΙΖΑ και PODEMOS
Τόμας Φρίκε: Η άνοδος του δεξιού λαϊκισμού και οι τράπεζες
Ιβάν Κράστεφ: Οι ελίτ καταστρέφουν την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πως να καταπολεμηθεί η λογική της αποσύνθεσης;
Ουμπέρτο Έκο: Ο πρωτο-φασισμός και τα σημάδια του
Βόλφγκ. Στρέεκ: Προσφυγική κρίση, ασυνεννοησία. Μπορεί να ειρηνεύσει η ΕΕ;
Jakob Augstein: Η δημοκρατία πεθαίνει στο Κέντρο
Δύο ζήτω για τη μεταπολιτική!
Μεταδημοκρατικό πλαίσιο, προκλήσεις των ΣΥΡΙΖΑ και PODEMOS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου