Την Πρωτοχρονιά του 2015 πέθανε ξαφνικά ο Ούλριχ Μπεκ, o πολιτικός επιστήμονας
και κοινωνιολόγος που πρώτος διέκρινε και μελέτησε την κοινωνία της
παγκοσμιοποιημένης διακινδύνευσης, όπως αυτή παίρνει μορφή και αναπτύσσεται
στον κόσμο όπου ζούμε. Οι κοινωνικές τάξεις, όπως τις ξέραμε στην παραδοσιακή βιομηχανική κοινωνία, αποσυντίθενται και
αναδιαρθρώνονται, ενώ η παγκοσμιοποίηση οδηγεί σ' έναν «ταχύρρυθμο εκσυγχρονισμό» και σ' ένα είδος «δεύτερης νεοτερικότητας». Ενώ συμβαίνουν αυτά, αναπτύσσονται πολύμορφοι κίνδυνοι που
εισβάλλουν στη ζωή του ατόμου: αρχίζουν από την ανεργία, την εξάπλωση της
επισφάλειας και τα άλλα επακόλουθα των οικονομικών κρίσεων, και φθάνουν μέχρι την
κλιματική αλλαγή και τις μεγάλες οικολογικές απειλές, την πολιτική
τρομοκρατία καθώς και την ρευστότητα της οικογένειας ή άλλων δικτύων
κοινωνικής συνοχής και σταθερότητας, που σε καιρούς θυέλλης όπως ο
σημερινός, λειτουργούσαν ανέκαθεν ως «λιμάνια σ' έναν άκαρδο κόσμο»
(Κρίστοφερ Λας).
Στη
μνήμη του Ούλριχ Μπεκ δημοσιεύουμε το δοκίμιό του για την
ευρωπαϊκή κρίση, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο τεύχος 34/2011 του περιοδικού © «Der Spiegel» και αναδημοσιεύτηκε με τον θάνατό του (pdf).
Η
ευρωπαϊκή πολιτική της Γερμανίας
βρίσκεται μπροστά σε ένα σταυροδρόμι,
σε μια στροφή που είναι τόσο σημαντική
όσο ήταν εκείνη της γερμανικής Ostpolitik,
στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η λύση
που βρέθηκε τότε ήταν «η αλλαγή μέσω
της προσέγγισης» και το αντίστοιχό της
σήμερα μπορεί να είναι «πιο πολλή
δικαιοσύνη με πιο πολλή Ευρώπη». Και
στις δύο περιπτώσεις, το ζήτημα είναι
πως μπορεί να γεφυρωθεί ένα χάσμα: τότε
το χάσμα ήταν μεταξύ Ανατολής και Δύσης,
τώρα είναι μεταξύ Βορρά και Νότου.
Η
Ευρώπη είναι μια κοινότητα πεπρωμένου,
έτσι μας διαβεβαιώνουν διαρκώς οι
πολιτικοί. Ήταν ήδη από την ίδρυση της
ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η ιδέα που
προέκυψε μέσα στη φυσική και ηθική
ερήμωση που άφησε πίσω του ο Δεύτερος
Παγκόσμιος Πόλεμος. Η Ostpolitik
ήταν η ιδέα που έμελλε να απαλύνει τον
Ψυχρό Πόλεμο και να διαπεράσει το
Σιδηρούν Παραπέτασμα.
Αντίθετα
από παλιότερα κράτη και αυτοκρατορίες,
που με περηφάνια γιόρταζαν ως απαρχές
τους, τους δικούς τους μύθους και ηρωικές
νίκες, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας
διεθνικός και υπερεθνικός κυβερνητικός
θεσμός που γεννήθηκε από την αγωνία της
ήττας και από τον τρόμο μετά το Ολοκαύτωμα.
Όμως σήμερα, τώρα που δεν τίθεται πια
ζήτημα πολέμου και ειρήνης, τι σημαίνει
ευρωπαϊκή κοινή μοίρα μέσα στις εμπειρίες
των νέων γενεών; Η υπαρξιακή απειλή από
την χρηματοπιστωτική κρίση και την
κρίση της ευρωζώνης είναι αυτό που κάνει
και πάλι τους Ευρωπαίους να συνειδητοποιήσουν
ότι δεν ζουν στη Γερμανία ή στη Γαλλία,
αλλά στην Ευρώπη. Οι νέοι της Ευρώπης
βιώνουν για πρώτη φορά την «ευρωπαϊκή
μοίρα» τους. Η μοίρα αυτή, με τη μορφή
αγορών εργασίας κατεστραμμένων από την
οικονομική κρίση και από τις απειλούμενες
χρεοκοπίες κρατών, πλήττει τους νέους
και τις προσδοκίες τους, παρ' όλο που
αυτοί είναι καλύτερα εκπαιδευμένοι από
κάθε άλλη εποχή. Το ένα πέμπτο των
Ευρωπαίων κάτω των 25 ετών είναι άνεργοι.
Στις
πλατείες όπου κατασκηνώνει το ακαδημαϊκό
πρεκαριάτο και υψώνει τη φωνή του, όλες
οι διαμαρτυρίες της νεολαίας ζητούν
κοινωνική δικαιοσύνη. Στην Ισπανία,
στην Πορτογαλία, ακόμη και στην Τυνησία,
την Αίγυπτο και στο Ισραήλ, με την
εξαίρεση της Μεγάλης Βρετανίας, το
αίτημα αυτό διατυπώνεται με τρόπο
ειρηνικό, ωστόσο δυναμικό. Την Ευρώπη
και τους νέους της, τους ενώνει η οργή
εναντίον μιας πολιτικής η οποία με
ποσότητες χρήματος μεγαλύτερες από
κάθε φαντασία, διασώζει τράπεζες,
υπονομεύοντας όμως το μέλλον των νέων.
Αν οι ελπίδες της ευρωπαϊκής νεολαίας
θυσιαστούν μέσα στην κρίση της ευρωζώνης,
τι μέλλον θα έχει αυτή η Ευρώπη που γερνά
όλο και πιο πολύ;
Σχεδόν
καθημερινά οι ειδήσεις μας φέρνουν νέες
ενδείξεις ότι εισερχόμαστε σε μια νέα
εποχή επικίνδυνης αταξίας, στην «παγκόσμια
κοινωνία της διακινδύνευσης». Εδώ και
καιρό, οι επικεφαλίδες διαδέχονται η
μία την άλλη: Αβεβαιότητα για το μέλλον
της παγκόσμιας οικονομίας, ο μηχανισμός
διάσωσης της ΕΕ βρίσκεται σε κίνδυνο,
η καγκελάριος Μέρκελ σε σύσκεψη με τον
πρόεδρο Σαρκοζύ για την κρίση, οι οίκοι
αξιολόγησης σκέφτονται να υποβαθμίσουν
την πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ.
Σηματοδοτεί η χρηματοπιστωτική κρίση
την παρακμή του παλιού οικονομικού
κέντρου; Ακόμη και η υπό αυταρχική
διακυβέρνηση Κίνα παριστάνει τον
απόστολο της οικονομικής ηθικής και
παραδίδει μαθήματα στη δημοκρατική
Αμερική αλλά και στην ΕΕ.
Σε
κάθε περίπτωση, η χρηματοπιστωτική
κρίση προκάλεσε το εξής: Έβαλε όλους
(ακόμη και τους ειδήμονες και τους
πολιτικούς) μέσα σε μια κατάσταση που
κανείς πια δεν μπορεί να κατανοήσει. Ως
προς τις πολιτικές αντιδράσεις, υπάρχουν
δύο αντίθετα ακραία σενάρια: Ένα εγελιανό,
σύμφωνα με το οποίο, υπό τις απειλές που
δημιουργεί ο καπιταλισμός της παγκόσμιας
διακινδύνευσης, η «πανουργία
του Λόγου»
προσφέρει μιαν ιστορική επιλογή. Αυτή
είναι η κοσμοπολιτική επιταγή: συνεργασία
ή αποτυχία·
ή μαζί και ωφελημένοι ή χωρισμένοι και
χαμένοι.
Ταυτόχρονα,
το ανεξέλεγκτο των χρηματοπιστωτικών
κρίσεων (όπως και της κλιματικής αλλαγής
και των μεταναστευτικών ρευμάτων),
ανοίγει τον δρόμο και σε ένα σενάριο
τύπου Καρλ Σμιτ: δηλαδή σε ένα στρατηγικό
παιχνίδι της ισχύος, το οποίο, αν
μετατρέψει σε κανονική κατάσταση αυτή
την κατάσταση εξαίρεσης σε πλανητική
κλίμακα, θα ανοίξει και πάλι διάπλατα
την πόρτα στην εθνικιστική πολιτική
και στην πολιτική των στενά κρατικών
συμφερόντων.
Είτε
με το ένα είτε με το άλλο σενάριο, είναι
αδύνατο να αποφύγουμε την κοινότητα
της μοίρας, το κοινό πεπρωμένο, επειδή,
ό,τι και να κάνουμε εμείς, ο καπιταλισμός
της παγκόσμιας διακινδύνευσης δημιουργεί
νέου είδους υπαρξιακά ρήγματα και
δεσμούς, τα οποία υπερβαίνουν τα σύνορα
που χωρίζουν κράτη, εθνότητες, θρησκείες
και πολιτικές.
Πως
μπορεί η Ευρώπη να τα βγάλει πέρα σ'
αυτές τις συνθήκες; Παραδόξως, η επιτυχία
της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι και ένα από
τα μεγαλύτερα εμπόδια που έχει μπροστά
της. Πολλά από τα επιτεύγματά της έφθασαν
να θεωρούνται από τους ανθρώπους τόσο
αυτονόητα, ώστε ίσως θα τα προσέξουν
και θα τα εκτιμήσουν για πρώτη φορά
μόνον τότε, όταν δεν θα υπάρχουν πια. Ας
φανταστούμε ότι θα επιβληθούν και πάλι
έλεγχοι διαβατηρίων στα σύνορα, ότι δεν
θα υπάρχουν πια αξιόπιστες προδιαγραφές
για τα τρόφιμα, κοινές για όλες τις
χώρες, ότι δεν θα υπάρχει ελευθερία της
γνώμης και του Τύπου βασισμένη σε κοινούς
κανόνες (τους οποίους παραβιάζει σήμερα
η Ουγγαρία και για το λόγο αυτό υφίσταται
αυστηρή κριτική). Σκεφτείτε να πρέπει
να αλλάζουμε συνάλλαγμα και να προσέχουμε
τις ισοτιμίες των νομισμάτων όχι μόνον
όταν ταξιδεύουμε στην Βουδαπέστη, στην
Κοπεγχάγη ή στην Πράγα, αλλά και στο
Παρίσι, στη Μαδρίτη ή στη Ρώμη. Η «πατρίδα
Ευρώπη»
έχει γίνει δεύτερη φύση μας και ίσως
αυτό ακριβώς είναι ένας από τους λόγους
για τους οποίους την θέτουμε υπό
αμφισβήτηση τόσο επιπόλαια.
Το
ζήτημα που τίθεται είναι να διακρίνουμε
και να αναγνωρίσουμε την πραγματικότητα,
δηλαδή ότι η Γερμανία έχει γίνει ένα
κομμάτι της κοινότητας πεπρωμένου που
λέγεται Ευρώπη, και μάλιστα με την έννοια
που της έδωσε ο Βίλλυ Μπραντ στην πρώτη
σύνοδο της ενιαίας γερμανικής ομοσπονδιακής
βουλής, μετά την ένωση των δύο Γερμανιών:
«Το
γερμανικό και το ευρωπαϊκό, τώρα και
ελπίζω για πάντα στο μέλλον, συνδέονται
αδιαχώριστα».
Άραγε,
ισχύει ακόμη η σκέψη του Χέγκελ, ότι
στην ιστορία, πάντα υπερισχύει στο τέλος
ο Λόγος, έστω και μετά από πολλές
λοξοδρομήσεις; Ή έχει αναλάβει τα ηνία
ο Καρλ Σμιτ, ο οποίος είχε τη γνώμη ότι
μεταξύ των κρατών, σε περίπτωση αμφιβολίας
επικρατεί πάντα η έχθρα;
Αντίθετα
από την αναγκαστική κοινότητα πεπρωμένου
που ενώνει τους ανταγωνιστές ΗΠΑ και
Κίνα, η κοινότητα πεπρωμένου Ευρώπη
στηρίζεται σε κοινό δίκαιο, σε κοινό
νόμισμα, σε κοινά εξωτερικά σύνορα αλλά
και στην αρχή «ποτέ ξανά!». Αντί να ομνύει
σ' ένα αγνό και σεβάσμιο παρελθόν, η ΕΕ
προσπαθεί να διασφαλίσει ότι το παρελθόν
δεν θα επαναληφθεί. Αντί να γίνει ένα
υπερκράτος ή ένας μηχανισμός που στην
καλύτερη περίπτωση θα αντιπροσωπεύει
τα πιο φωτισμένα, τα καλώς εννοούμενα
εθνικά συμφέροντα, η ΕΕ έχει πάρει μια
τρίτη μορφή. Ο πιο σημαντικός ρόλος της
είναι αυτός που ενώνει, δημιουργώντας
μιαν ορχήστρα. Κάνει πραγματικότητα
ένα δίκτυο πρωτοβουλιών και δράσεων,
που περιλαμβάνουν τα εθνικά κράτη,
ωστόσο στη δραστηριότητά του προς τα
έξω ο δίκτυο αυτό περιλαμβάνει και
υπερεθνικούς οργανισμούς, ενώ προς τα
μέσα περιλαμβάνει οργανισμούς δημοτικής
και περιφερειακής αυτοδιοίκησης, καθώς
και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών.
Μέσα
σ' αυτό το πλαίσιο, με τη δημιουργία των
μηχανισμών διάσωσης για τις χώρες της
Νότιας Ευρώπης, αναπτύχθηκε μια
συγκρουσιακή λογική μεταξύ των πιστωτριών
και των δανειοληπτριών χωρών. Οι
πιστώτριες χώρες είναι αναγκασμένες
να επιβάλλουν προγράμματα λιτότητας
στο εσωτερικό τους και για το λόγο αυτό
σφίγγουν πιο ασφυκτικά τη ζώνη στις
δανειολήπτριες, προκαλώντας πολύ πόνο.
Στην άλλη πλευρά, οι δανειολήπτριες
χώρες βλέπουν τον εαυτό τους να
εξαναγκάζεται να εφαρμόσει τις
υπαγορεύσεις της ΕΕ, πράγμα που τραυματίζει
την εθνική τους ανεξαρτησία και την
αξιοπρέπειά τους. Και τα δύο υποδαυλίζουν
στην Ευρώπη μίσος εναντίον της Ευρώπης,
μιας και η Ευρώπη εμφανίζεται σε όλους
με τη μορφή μιας συσσώρευσης εξαναγκασμών.
Επιπροστίθεται
η αίσθηση της απειλής εκ των έξω. Οι
επικριτές «του»
Ισλάμ, που υποτίθεται ότι κακομεταχειρίζεται
τις δυτικές αξίες της ελευθερίας, έχουν
καταφέρει να συνδέσουν την ξενοφοβία
με τον Διαφωτισμό. Μπορεί κανείς πια να
είναι εναντίον της αποδοχής συγκεκριμένων
κατηγοριών μεταναστών ακόμη και εν
ονόματι του Διαφωτισμού. Μ' αυτό τον
τρόπο συντονίζονται και αλληλοενισχύονται
τρεις αυτοκαταστροφικές διαδικασίες
στην Ευρώπη: Ξενοφοβία, ισλαμοφοβία και
ευρωφοβία.
Πολλοί,
όταν σκέφτονται την πολιτική, βλέπουν
να έρχεται το τέλος της πολιτικής. Πως
μπορεί να είναι τόσο τυφλοί; Στη μικρή
και στη μεγάλη κλίμακα, ιδιαίτερα όμως
στο επίπεδο της παγκόσμιας πολιτικής,
μάχεται ο Χέγκελ, που πιστεύει στη δύναμη
του Λόγου, με τον Σμιτ, που βλέπει παντού
εχθρούς. Σε ό,τι αφορά την διαρκή και
αιώνια κρίση που λέγεται Ευρώπη, μέσα
στα πλαίσια αυτής της αντιπαράθεσης
τίθενται στην ημερήσια διάταξη τα
ακόλουθα ερωτήματα: Σε ποιο βαθμό η
αφύπνιση της εξεγερμένης νεολαίας θα
καταφέρει να δημιουργήσει πράγματι
δεσμούς αλληλεγγύης που θα υπερβαίνουν
τα εθνικά σύνορα; Σε ποιο βαθμό, το
αίσθημα της αλληλεξάρτησης θα κάνει
αυτή τη γενιά να βιώσει τον εαυτό της
ευρωπαϊκά και θα οδηγήσει σε νέες
πρωτοβουλίες για την ευρωπαϊκή πολιτική;
Πως θα συμπεριφερθούν οι εργαζόμενοι,
τα συνδικάτα και η μεσαία τάξη της
ευρωπαϊκής κοινωνίας; Ποια από τα μεγάλα
κόμματα, λόγου χάρη της Γερμανίας, θα
έχουν το θάρρος να εξηγήσουν στους
πολίτες πόσο μεγάλη αξία έχει γι' αυτούς
η πατρίδα Ευρώπη;
Η
Άνγκελα Μέρκελ προτιμά τις λοξοδρομήσεις
του Λόγου, ακολουθεί τον Χέγκελ. Και για
να το διατυπώσουμε μεταφορικά με
χορευτικό τρόπο: δύο βήματα πίσω, ένα
στο πλάι και μετά, απότομα, ένα νούμερο
τσίρκου με ανάποδη κωλοτούμπα που
τελειώνει με προσγείωση και ένα βηματάκι
προς τα εμπρός. Έτσι χοροπηδά, σκοντάφτει
και τρεκλίζει ο κυβερνητικός συνασπισμός
στο Βερολίνο. Χορεύει με μια μουσική
που δεν μπορούν να την ακούσουν ή να την
καταλάβουν ούτε οι Γερμανοί ούτε οι
άλλοι Ευρωπαίοι. Ενώ ο Χέλμουτ Κολ είχε
προειδοποιήσει εναντίον μιας γερμανικής
Ευρώπης και είχε ως στόχο μια ευρωπαϊκή
Γερμανία, η Μέρκελ υποστηρίζει έναν
γερμανικό εθνικισμό του ευρώ. Η Ευρώπη
θα γίνει καλά αν ακολουθήσει τη θεραπεία
της δημοσιονομικής και οικονομικής
πολιτικής που συνταγογραφεί το Βερολίνο.
Εν
όψει της χρηματοπιστωτικής κρίσης, ό,τι
ήταν η Ostpolitik
της δεκαετίας του 1970 στη χωρισμένη στα
δυο Γερμανία, σήμερα πρέπει να είναι η
ευρωπαϊκή πολιτική: μια ενωτική πολιτική
που υπερβαίνει τα σύνορα. Για ποιο λόγο
θεωρήθηκε αυτονόητα αποδεκτό το τεράστιο
οικονομικό κόστος που δημιούργησε η
ένωση της Δυτικής Γερμανίας με την
Ανατολική, ενώ αντίθετα θεωρείται
απαγορευτικό το κόστος της ολοκλήρωσης
ως προς την οικονομική πολιτική των
οφειλετριών χωρών, όπως η Ελλάδα και η
Πορτογαλία; Το ζήτημα δεν είναι μόνον
ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό. Ακόμη
πιο σημαντικό ζήτημα είναι να
επαναπροσδιορίσουμε και να επαναδιαμορφώσουμε
το μέλλον της Ευρώπης και τη θέση της
μέσα στον κόσμο.
Η
εισαγωγή των ευρωομολόγων δεν είναι
προδοσία των γερμανικών συμφερόντων.
Ο δρόμος προς την ένωση αλληλεγγύης,
όπως άλλοτε η αναγνώριση των μεταπολεμικών
γερμανο-πολωνικών συνόρων της γραμμής
των ποταμών Όντερ-Νάϊσσε,
ανταποκρίνεται στα ύψιστα γερμανικά
συμφέροντα. Είναι έκφραση ευρωπαϊκής-γερμανικής
ρεαλιστικής πολιτικής. Για ποιο λόγο
να μην θεσπίσει η Ευρώπη έναν φόρο
χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, ο οποίος
στην πραγματικότητα δεν θα προκαλέσει
πόνο σε κανέναν, ούτε καν στις τράπεζες,
θα ωφελήσει όμως όλες τις χώρες-μέλη,
θα δημιουργήσει νέα περιθώρια
χρηματοδότησης για μια κοινωνική και
οικολογική Ευρώπη, πράγμα που για τους
εργαζόμενους σημαίνει κοινωνική ασφάλεια
μέσω της Ευρώπης και συνακόλουθα είναι
κάτι που ανταποκρίνεται ιδιαίτερα στις
επιθυμίες των νεαρών Ευρωπαίων;
Περισσότερη
κοινωνική δικαιοσύνη μέσω περισσότερης
Ευρώπης - μέσα σ' αυτό υπάρχει και η
έκκληση στα αισθήματα της διεθνικής
και υπερεθνικής κοινότητας αλληλεγγύης:
«Ευρωπαίοι
ορθώστε το ανάστημά σας, ξεσηκωθείτε».
Όπως άλλοτε, μόλις γινόταν λόγος για
προσέγγιση στο μπλοκ των κομμουνιστικών
χωρών, πολλοί αυτό το δαιμονοποιούσαν
ως προδοσία της πατρίδας, έτσι τώρα, η
απαίτηση «πιο
πολλή Ευρώπη!»
θεωρείται χτύπημα στο πρόσωπο της
εθνικής αυτοσυνείδησης. Η πολιτική της
Μέρκελ, που κινείται εδώ-κι-εκεί-και-μπρος-και-πίσω,
θα μπορούσε να δώσει και ένα μεγάλο
πλεονέκτημα για ένα κόκκινο-πράσινο
εγχείρημα στο μέλλον. Όταν οι
Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι
κατανοήσουν ότι η κοινωνική Ευρώπη
είναι κάτι πολύ περισσότερο από μπακάλικοι
λογαριασμοί, δηλαδή, όπως λέει ο Χέγκελ,
μια ιστορική αναγκαιότητα, τότε ακόμη
και το Σοσιαλδημοκρατικό
Κόμμα
θ'
αρχίσει να κερδίζει και πάλι σε
ελκυστικότητα και τις εκλογές. Προϋπόθεση
είναι, να έχει το θάρρος να προβάλει την
ευρωπαϊκή πολιτική ως το βασικό του
πολιτικό εγχείρημα, όπως πριν 40 χρόνια
την Ostpolitik.
O Ulrich Beck (1944 - 1 Ιανουαρίου 2015) μεγάλωσε στο Aνόβερο, σπούδασε νομικά στο Φράιμπουργκ, γρήγορα όμως άλλαξε κατεύθυνση και στράφηκε στην κοινωνιολογία, στη φιλοσοφία και στις πολιτικές επιστήμες φοιτώντας στο Πανεπιστήμιο του Mονάχου, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας της κοινωνιολογίας (1972). Πήρε μέρος σε πολλά προγράμματα έρευνας και διδασκαλίας και το 1979-1980 εκλέχτηκε ως καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Münster με ειδίκευση στις οικονομικές και κοινωνικές επιστήμες και αργότερα στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης. Tο 1981 εξέδωσε το κοινωνιολογικό περιοδικό Soziale Welt. Kατείχε επίσης την έδρα της Kοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Bamberg. Στο πλούσιο επιστημονικό και συγγραφικό έργο του συγκαταλέγονται τα βιβλία: Risikogesellschaft (Η Κοινωνία της διακινδύνευσης), Die Erfindung des politischen (Η Επινόηση του Πολιτικού), Kinder der Freiheit (Παιδιά της Ελευθερίας), καθώς και οι υπό την εποπτεία του συλλογές κειμένων Politik der Globalisierung και Perspektiven der Weltgesellschaft.
Ulrich Beck: «Συνεργασία ή αποτυχία;»
Στο συλλογικό τόμο: Δημοκρατία ή Καπιταλισμός - Η Ευρώπη σε κρίση, Τόμος Α’ (εκδόσεις «Επίκεντρο», 2014, σε συνεργασία με τις εκδόσεις Blätter für deutsche und internationale Politik). Στον τόμο Α΄ περιέχονται και κείμενα των Hauke Brunkhorst, Christian Calliess, Henrik Enderlein, Joschka Fischer, Claudio Franzius, Ulrike Guérot, Jürgen Habermas, Oskar Negt, Ulrich Κ. Preuss, Hans-Jürgen Urban.
Στο συλλογικό τόμο: Δημοκρατία ή Καπιταλισμός - Η Ευρώπη σε κρίση, Τόμος Α’ (εκδόσεις «Επίκεντρο», 2014, σε συνεργασία με τις εκδόσεις Blätter für deutsche und internationale Politik). Στον τόμο Α΄ περιέχονται και κείμενα των Hauke Brunkhorst, Christian Calliess, Henrik Enderlein, Joschka Fischer, Claudio Franzius, Ulrike Guérot, Jürgen Habermas, Oskar Negt, Ulrich Κ. Preuss, Hans-Jürgen Urban.
Μπράβο που τα ανεβασατε
ΑπάντησηΔιαγραφή