του Τζέρεμι Ουώλντρον
© The New York Review of Books - Jeremy Waldron : The Vanishing Europe of Jürgen Habermas, 22.10.2015 (βιβλιοπαρουσίαση: Jürgen Habermas: The Lure of Technocracy, αγγλ. μτφ. Ciaran Cronin, Polity)
© The New York Review of Books - Jeremy Waldron : The Vanishing Europe of Jürgen Habermas, 22.10.2015 (βιβλιοπαρουσίαση: Jürgen Habermas: The Lure of Technocracy, αγγλ. μτφ. Ciaran Cronin, Polity)
Για να νικηθεί η πολύπλευρη κρίση και για να γίνουν κάποτε οι πολίτες των χωρών της Ευρώπης κύριοι του κοινού τους πεπρωμένου, ο Γιούργκεν Χάμπερμας προτείνει να στηριζόμαστε σε ένα διπλό «Αρχιμήδειο σημείο»: Ασυμβίβαστη εναντίωση στις πολιτικές που ασκούν σήμερα οι ελίτ της ΕΕ και ταυτόχρονα ανυποχώρητη υποστήριξη του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ενοποίησης, με λαϊκή κυριαρχία και δημοκρατία που υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα.
Στην Ελλάδα, από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα, η πολιτική στηρίζεται σε αντιδιαμετρικούς κοινούς τόπους: Έχουμε «μνημονιακούς» που υποτίθεται ότι θέλουν την ενωμένη Ευρώπη, αλλά ποτέ δεν εναντιώθηκαν στην αδιέξοδη πολιτική των ευρωπαϊκών και ελληνικών ελίτ. Έχουμε τέως ή νύν «αντιμνημονιακούς», οι οποίοι μαζί με τα μνημόνια, πολέμησαν, δυσφήμησαν (ή άφηναν στα αζήτητα) την υπερεθνική «χειροπιαστή ουτοπία» για το μέλλον της ηπείρου, αποσιωπώντας το πόσο δύσμορφο ήταν το ελληνικό κράτος της «ανάπτυξης» και πόσο σκληρά άνιση η ελληνική κοινωνία πολύ πριν αρχίσει η κρίση το 2008.
Ο παλιός μέντορας του Χάμπερμας, ο Τέοντορ Αντόρνο, έγραψε: «Δεν υπάρχει σωστή ζωή μέσα στη λαθεμένη» (Es gibt kein richtiges Leben im falschen - Minima Moralia). Από το 2009 μέχρι το 2015, το όλο ελληνικό πολιτικό σύστημα - που σε τόσες αμαρτίες είχε περιπέσει επί δεκαετίες - υποχρέωσε τους πολίτες να ζήσουν μέσα στο απόλυτο λάθος. Το 2016 πρέπει να είναι έτος διπλής αυτοκριτικής. Και επανεκκίνησης χωρίς αυταπάτες και ψευδαισθήσεις.
Ο παλιός μέντορας του Χάμπερμας, ο Τέοντορ Αντόρνο, έγραψε: «Δεν υπάρχει σωστή ζωή μέσα στη λαθεμένη» (Es gibt kein richtiges Leben im falschen - Minima Moralia). Από το 2009 μέχρι το 2015, το όλο ελληνικό πολιτικό σύστημα - που σε τόσες αμαρτίες είχε περιπέσει επί δεκαετίες - υποχρέωσε τους πολίτες να ζήσουν μέσα στο απόλυτο λάθος. Το 2016 πρέπει να είναι έτος διπλής αυτοκριτικής. Και επανεκκίνησης χωρίς αυταπάτες και ψευδαισθήσεις.
Γ. Ρ.
1.
Ανάμεσα στις πολλές φωνές που υψώθηκαν στην Ευρώπη εναντίον των χειρισμών της Άνγκελα Μέρκελ και του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, των σχετικών με την κρίση χρέους στην Ελλάδα, μια από τις πιο έντονες και αδιάλλακτες ήταν η φωνή του ογδονταεξάχρονου γερμανού φιλοσόφου Γιούργκεν Χάμπερμας. Ο Χάμπερμας, ο οποίος εδώ και πολύ καιρό θεωρείται ως ο κορυφαίος ανάμεσα στους διανοούμενους της Ευρώπης που ασχολούνται με τα «κοινά», κατήγγειλε τη συμφωνία που συνήψαν μετά από μακρά διαπραγμάτευση στις 12 Ιουλίου 2015 η Ελλάδα και οι ηγέτες της ευρωζώνης «τιμωρητική πράξη εναντίον μιας αριστερής κυβέρνησης». Ήταν, όπως έγραψε,
«ένα τοξικό μείγμα αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων... με περαιτέρω νεοφιλελεύθερες επιβολές που θα αποθαρρύνουν εντελώς τον εξαντλημένο ελληνικό λαό και θα σκοτώσουν κάθε ώθηση προς την την ανάπτυξη».1
Άνω, ο Χάμπερμας με φοιτητές του Κάτω, Ambrogio Lorenzetti (1290 -1348) «Αλληγορία κακής διακυβέρνησης», 1339 |
Ο Χάμπερμας αρνείται να προσθέσει και την δική του καταγγελία εναντίον της πολιτικής της Μέρκελ στην όλο και μεγαλύτερη χορωδία του αριστερού ευρωσκεπτικισμού. Αντιθέτως, υποστηρίζει με πάθος την ενωμένη Ευρώπη. Οι απόψεις του Χάμπερμας για όλα αυτά, συνεισφέρουν σε μία από τις πιο ενδιαφέρουσες θέσεις στην σημερινή ευρωπαϊκή πολιτική και αξίζει να επιχειρήσει κανείς να διερευνήσει το υπόβαθρό τους.
Πρώτα απ' όλα, διακρίνεται στην καταγγελία του μια πικρή ειρωνεία. Επί πολλά χρόνια η Γερμανία προσπαθούσε να ξανακερδίσει μια θέση για τον εαυτό της στην Ευρώπη, επιδεικνύοντας μια «μεγαλύτερη πολιτική ευαισθησία» προς τους γείτονές της και αυτό που ο Χάμπερμας ονομάζει «μετα-εθνική νοοτροπία». Πιστεύει ότι μετά την ηθική καταστροφή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η Γερμανία δεν είχε καμμιά άλλη επιλογή, παρά μόνον να επιδιώκει την ευρωπαϊκή ενοποίηση, έτσι ώστε η χώρα του να μπορέσει να «αναπτύξει για πρώτη φορά μια φιλελεύθερη αυτο-κατανόηση», μέσω της ενσωμάτωσης της στη Δυτική Ευρώπη. Μεγάλο μέρος του έργου του έχει χαρτογραφήσει τις αμφισημίες αυτής της αυτο-κατανόησης στην γερμανική πολιτική. Αλλά τώρα, όπως γράφει, τα γεγονότα του 1989-1990, με την ενοποίηση των δύο Γερμανιών, ήταν αυτά που τον παρακίνησαν να στρέψει την προσοχή του προς τη νομική και πολιτική αναδιοργάνωση της παγκόσμιας κοινωνίας, η οποία έχει αρχίσει εν τω μεταξύ να παίρνει σχήμα.
Τα τελευταία χρόνια έχει αφοσιωθεί στα προβλήματα της ΕΕ. Πολλοί από τους οπαδούς του, όπως και ο ίδιος παραδέχεται, βρίσκουν αυτή τη νέα του έγνοια «υπερβολικά εξημερωμένη» και «βαρετή». Όμως ο Χάμπερμας δείχνει τώρα εντελώς προσηλωμένος στο ευρωπαϊκό εγχείρημα. Και αυτό ακριβώς κάνει εντυπωσιακά ενδιαφέρουσα την πολιτική στάση που κρατά απέναντι στην ελληνική κρίση.
Τόμος Β' |
Τόμος Α' |
2.
The Lure of Technocracy [Το Δέλεαρ της Τεχνοκρατίας] είναι το τέταρτο βιβλίο του Χάμπερμας για την Ευρώπη. Η ορώτη δημοσίευση έγινε στα γερμανικά το 2013 και πρόσφατα μεταφράστηκε στα αγγλικά. Το βιβλίο είναι μια μικρή συλλογή σύντομων δοκιμίων, τα περισσότερα
από τα οποία είναι αφιερωμένα στις προοπτικές της ευρωπαϊκής δημοκρατίας και
στις ανησυχίες του Χάμπερμας για την πιθανή επικράτηση μιας άλλης εναλλακτικής - αυτού που ο ίδιος αποκαλεί «τεχνοκρατία», εξουσία των ειδημόνων.
Ο Χάμπερμας είναι ο πιο δεινός και ο πιο επιδραστικός πολιτικός φιλόσοφος στην Ευρώπη. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, στα γραπτά του για τα «κοινά» έδινε έμφαση στη Γερμανία. Και εν μέρει συνεχίζει. Το Δέλεαρ της Τεχνοκρατίας περιέχει ένα ενδιαφέρον δοκίμιο αφιερωμένο στην επιστροφή στη Γερμανία, μετά τον πόλεμο, σπουδαίων Γερμανών εβραϊκής καταγωγής, όπως ο Τέοντορ Αντόρνο (Theodor W. Adorno) και ο Μαξ Χορκχάιμερ (Max Horkheimer), δηλαδή των ηγετικών μορφών της Σχολής της Φρανκφούρτης, μέσα στα πλαίσια της οποίας, κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, ο Χάμπερμας διερεύνησε και διατύπωσε τις ανησυχίες του τις σχετικές με τα θεμέλια της νέας μεταπολεμικής Γερμανίας και για το αμερικανικό κατά βάση μοντέλο πολιτισμού και κοινωνίας με το οποίο δομήθηκαν.
Ο Χάμπερμας είναι ο πιο δεινός και ο πιο επιδραστικός πολιτικός φιλόσοφος στην Ευρώπη. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, στα γραπτά του για τα «κοινά» έδινε έμφαση στη Γερμανία. Και εν μέρει συνεχίζει. Το Δέλεαρ της Τεχνοκρατίας περιέχει ένα ενδιαφέρον δοκίμιο αφιερωμένο στην επιστροφή στη Γερμανία, μετά τον πόλεμο, σπουδαίων Γερμανών εβραϊκής καταγωγής, όπως ο Τέοντορ Αντόρνο (Theodor W. Adorno) και ο Μαξ Χορκχάιμερ (Max Horkheimer), δηλαδή των ηγετικών μορφών της Σχολής της Φρανκφούρτης, μέσα στα πλαίσια της οποίας, κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, ο Χάμπερμας διερεύνησε και διατύπωσε τις ανησυχίες του τις σχετικές με τα θεμέλια της νέας μεταπολεμικής Γερμανίας και για το αμερικανικό κατά βάση μοντέλο πολιτισμού και κοινωνίας με το οποίο δομήθηκαν.
Όμως το κύριο μέλημά του σ' αυτό το βιβλίο αφορά το μέλλον της δημοκρατίας στην Ευρώπη. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είναι δημοκρατικές. Και μάλιστα, μεταξύ των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμπεριλαμβάνονται και μερικές από τις πιο σεβαστές δημοκρατίες του κόσμου. Έχουν ελεύθερες και δίκαιες εκλογές. Είναι ανοικτές κοινωνίες με ελευθερία του λόγου και ελευθερία του συνέρχεσθαι. Τα διοικητικά τους όργανα εμπνέεουν εμπιστοσύνη για την τήρηση των νόμων που ψηφίζουν οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι. Μπορούμε όμως να πούμε το ίδιο και για την ΕΕ ως όλον; Υποτίθεται ότι είναι δημοκρατική: Το Άρθρο 10 της Συνθήκης της
Λισαβόνας του 2007 ορίζει ότι «η λειτουργία της Ένωσης θεμελιώνεται στην
αντιπροσωπευτική δημοκρατία».
Όμως ο τρόπος που λειτουργεί στην πραγματική ζωή η ΕΕ υπολείπεται κατά πολύ αυτού. Από τα μεγάλα θεσμικά όργανά της, μόνον το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει το διαπιστευτήριο της άμεσης εκλογής από το λαό· και αυτό έχει την λιγότερη δύναμη. Στο Δέλεαρ της Τεχνοκρατίας, ο Χάμπερμας λέει ότι το Κοινοβούλιο
«υποτίθεται ότι δημιουργεί μια γέφυρα που ενώνει τους πολιτικούς αγώνες μεταξύ διαφορετικών απόψεων που διεξάγονται στις εθνικές αρένες, με τις βαρυσήμαντες αποφάσεις που λαμβάνονται στις Βρυξέλλες».
Όμως συνεχίζει επικριτικά,
«πάνω σ' αυτή τη γέφυρα δεν κινείται σχεδόν τίποτε».
Όσο για τα άλλα θεσμικά όργανα, το καλύτερο που μπορούμε να
πούμε είναι ότι το Συμβούλιο των Υπουργών (μαζί με την Επιτροπή, η οποία ως εκτελεστικό όργανο
υλοποιεί τις αποφάσεις του Συμβουλίου), αντλεί τη νομιμοποίησή του από
τα «διαπιστευτήρια» των υπουργών στις αντίστοιχες δημοκρατίες των κρατών-μελών.
Υπάρχει ανάγκη να είναι δημοκρατική ΕΕ; Δεν είναι κράτος, όπως π.χ. η Γαλλία ή η Ιρλανδία. Όμως τα μέτρα που εγκρίνονται από την Επιτροπή και από το Συμβούλιο των Υπουργών είναι ολοένα και περισσότερο υποχρεωτικά και θέτουν όρια στις πολιτικές εναλλακτικές λύσεις των κρατών-μελών, πράγμα που σημαίνει ότι οι ελλείψεις της δημοκρατίας στο επίπεδο της ΕΕ απειλούν να θέσουν σε κίνδυνο τη δημοκρατική διακυβέρνηση και στο εθνικό επίπεδο. Συμβαίνουν πράγματα σε χώρες όπως η Βρετανία και η Πολωνία (που αφορούν, λόγου χάρη, το ωράριο εργασίας ή πτυχές της μεταναστευτικής πολιτικής) εξαιτίας αποφάσεων που λαμβάνονται στις Βρυξέλλες και όχι επειδή τα υπερψήφισαν οι Βρετανοί ή οι Πολωνοί πολίτες και για τα οποία οι πολιτικοί τους θα κληθούν να λογοδοτήσουν.
Μερικοί ειδικοί της πολιτικής επιστήμης πιστεύουν ότι αυτή η συζήτηση για το «δημοκρατικό έλλειμμα» στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι υπερβολική ή ότι στην πραγματικότητα είναι άνευ ουσίας.2 Ο Χάμπερμας έχει αντίθετη γνώμη. Η άποψή του είναι ότι η ΕΕ ήδη από την έναρξή της λειτουργούσε μη δημοκρατικά και ότι το δημοκρατικό έλλειμμα μεγαλώνει κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Και είναι δύσκολο να βρείς έναν άλλο σύγχρονο πολιτικό φιλόσοφο που να νοιάζεται περισσότερο από αυτόν για τη δημοκρατία ή για την απουσία της.
Υπάρχει ανάγκη να είναι δημοκρατική ΕΕ; Δεν είναι κράτος, όπως π.χ. η Γαλλία ή η Ιρλανδία. Όμως τα μέτρα που εγκρίνονται από την Επιτροπή και από το Συμβούλιο των Υπουργών είναι ολοένα και περισσότερο υποχρεωτικά και θέτουν όρια στις πολιτικές εναλλακτικές λύσεις των κρατών-μελών, πράγμα που σημαίνει ότι οι ελλείψεις της δημοκρατίας στο επίπεδο της ΕΕ απειλούν να θέσουν σε κίνδυνο τη δημοκρατική διακυβέρνηση και στο εθνικό επίπεδο. Συμβαίνουν πράγματα σε χώρες όπως η Βρετανία και η Πολωνία (που αφορούν, λόγου χάρη, το ωράριο εργασίας ή πτυχές της μεταναστευτικής πολιτικής) εξαιτίας αποφάσεων που λαμβάνονται στις Βρυξέλλες και όχι επειδή τα υπερψήφισαν οι Βρετανοί ή οι Πολωνοί πολίτες και για τα οποία οι πολιτικοί τους θα κληθούν να λογοδοτήσουν.
Μερικοί ειδικοί της πολιτικής επιστήμης πιστεύουν ότι αυτή η συζήτηση για το «δημοκρατικό έλλειμμα» στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι υπερβολική ή ότι στην πραγματικότητα είναι άνευ ουσίας.2 Ο Χάμπερμας έχει αντίθετη γνώμη. Η άποψή του είναι ότι η ΕΕ ήδη από την έναρξή της λειτουργούσε μη δημοκρατικά και ότι το δημοκρατικό έλλειμμα μεγαλώνει κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Και είναι δύσκολο να βρείς έναν άλλο σύγχρονο πολιτικό φιλόσοφο που να νοιάζεται περισσότερο από αυτόν για τη δημοκρατία ή για την απουσία της.
Όπως ήδη έγραψα, ο Γιούργκεν Χάμπερμας είναι ο πολιτικός φιλόσοφος που απολαμβάνει τον ευρύτερο σεβασμό στην Ευρώπη. Στην ανάλυσή του για την ΕΕ προσκομίζει μια κατανόηση της δημοκρατίας βαθύτερη από των περισσότερων διανοουμένων. Το Δέλεαρ της Τεχνοκρατίας είναι μικρό βιβλίο, όμως πίσω από αυτό διακρίνεται η σκιά των πάμπολλων, πιο θεωρητικών γραπτών του Χάμπερμας, των σχετικών με
τις αρχές που εμπνέουν τις δημοκρατικές διαδικασίες.
Τα φιλοσοφικά
γραπτά του Χάμπερμας δεν είναι τα πιο ευανάγνωστα και ευκολοκατανόητα στην ιστορία της πολιτικής
σκέψης. Οι ιδέες του είναι περίπλοκες και δύσκολες. Αντίθετα, οι σκέψεις του για την Ευρώπη είναι αιχμηρές και άμεσες. Υποψιάζομαι
ότι αυτό τις καθιστά λιγότερο ενδιαφέρουσες για εκείνο το είδος αναγνωστών, το οποίο ακολουθεί πιστά σπουδαίους ανθρώπους με τρόπο που θυμίζει κάπως εσωτερική λατρεία, θεωρώντας τους ως μύστες που δίνουν χρησμούς. Ωστόσο, ευρισκόμενοι έξω από αυτόν τον μαγικό κύκλο, οι αναγνώστες αυτοί μπορούν να μπουν στον πειρασμό να μη δώσουν τη δέουσα προσοχή στην όλη φιλοσοφία του Χάμπερμας. Κάτι τέτοιο θα ήταν λυπηρό και μεμπτό, έστω και μόνον επειδή η περίπλοκη άποψή του για την ΕΕ και την Ελλάδα είναι αδύνατο να γίνει κατανοητή ανεξάρτητα από τη βαθύτερη συμβολή του στη θεωρία περί δημοκρατίας.
Όλες οι θεωρίες για τη δημοκρατία λειτουργούν με βάση ένα αρκετά απλό
μοντέλο, το οποίο στη συνέχεια αποτυπώνεται στις πραγματικές λεπτομέρειες των θεσμικών ρυθμίσεων. Αναγκαστικά, ένα
μοντέλο είναι απλοποιημένο σε σύγκριση με την πραγματικότητα στην
οποία εφαρμόζεται, αλλά ο ρόλος του είναι να μας βοηθήσει να βλέπουμε μέσα
από την πολυπλοκότητα και να ορίζει τα πράγματα που έχουν
πραγματική σημασία για μας, είτε ασχολούμαστε με το αιρετό Βρετανικό Κοινοβούλιο στο Westminster, είτε εξετάζουμε το δημοκρατικό έλλειμμα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο .
Το
μοντέλο του Χάμπερμας ξεκινά με κάτι που, πριν από αυτόν, μάγεψε τον Ιμμάνουελ Καντ (Immanuel Kant) και τον Ζαν Ζακ Ρουσώ (Jean-Jacques Rousseau): την ιδέα της αυτο-νομοθέτησης ή
της πολιτικής αυτονομίας. Σε
μια δημοκρατία, υποτίθεται ότι οι νόμοι έχουν νομιμοποίηση επειδή οι
άνθρωποι στους οποίους απευθύνονται είναι επίσης και οι συντάκτες τους. Φυσικά, το γεγονός ότι εμείς είμαστε οι «γονείς» των νόμων που ισχύουν για εμάς και πρέπει να τους εφαρμόζουμε, αντισταθμίζεται από τα στρώματα της θεσμικής διάρθρωσης: εκλογές, αντιπροσώπευση, αποφάσεις κατά πλειοψηφία και οι περίπλοκες διαδικασίες που ακολουθούν τα
κοινοβούλια για να συζητήσουν και να ψηφίσουν ένα νομοσχέδιο. Ωστόσο,
όλα αυτά γίνονται στο όνομά μας· και τα στρώματα των θεσμών υποτίθεται
ότι πρέπει να διέπονται από την αρχή της πολιτικής ισότητας, η οποία κατά τη νομοθετική
διαδικασία δίνει
στον κάθε πολίτη ισότιμο λόγο, άμεσα ή έμμεσα. Σε τελική ανάλυση, μέσα στις διαδικασίες αυτές είμαστε εμείς, νομοθετούμε για λογαριασμό μας.
Σ' αυτό το μοντέλο, των πολιτών που νομοθετούν για λογαριασμό τους, ο Χάμπερμας προσθέτει τρεις επιπλέον στρώσεις. Πρώτον, πλαισιώνει ενισχυτικά τη δημοκρατική διαδικασία δίνοντας έμφαση στη «διαβούλευση». Είμαστε πολλά εκατομμύρια εμείς - εκατοντάδες εκατομμύρια στην ΕΕ - ποικιλόμορφα και με διαφορετική άποψη. Διαφωνούμε για το τι νόμους χρειαζόμαστε ή θέλουμε. Όμως δημοκρατία σημαίνει όχι μόνον να ψηφίζουμε για τα θέματα αυτά, αλλά επίσης, ότι ο καθένας μας πρέπει να γνωρίζει και να αξιολογεί όλα τα επιχειρήματα που υπάρχουν, υπέρ και κατά ενός συγκεκριμένου μέτρου. Ορισμένες απόψεις αυτό το στοιχείο της διαβούλευσης το κατανοούν με μοναχικό τρόπο: κατά κάποιο τρόπο, ο καθένας μόνος του σκέφτεται όλους τους λόγους και επιχειρήματα και καταλήγει κατά μόνας σε ένα συμπέρασμα για τον εαυτό του, σχετικά με το πώς να ψηφίσει.
Όμως το μοντέλο του Χάμπερμας θέτει ως απαράγραπτη προϋπόθεση τον διάλογο. Νομοθετούμε για τους εαυτούς μας συμπράττοντας με άλλους - με όλους τους άλλους που θα είναι υποχρεωμένοι να τηρούν τους νόμους. Και αν θέλουμε να ανταποκριθούμε στα δημοκρατικά πρότυπα, θα πεισθούμε ότι είναι απαραίτητο ένα δεδομένο σύνολο νόμων, αν όντως είναι, αφού όμως ακούσουμε με σεβασμό και ό,τι λένε οι άλλοι για τα δικά τους συμφέροντα και αξίες που διακυβεύονται στην υπόθεση αυτή.
Αυτό πρέπει να τηρείται στις επίσημες διαβουλεύσεις των νομοθετικών σωμάτων αλλά και διάχυτα, μέσα στην κοινωνία των πολιτών· στα μέσα ενημέρωσης και στην «αγορά των ιδεών». Πουθενά, ούτε καν στις πιο αφηρημένες φιλοσοφικές προσεγγίσεις του μοντέλου του, ο Χάμπερμας δεν χάνει ποτέ από τα μάτια του τη σημασία του άλλου προσώπου στη διαβούλευση. Συνακόλουθα, κατ' αυτόν είναι αναπόφευκτο το ερώτημα για το πώς οι πολίτες της Ευρώπης μπορούν πραγματικά να διαβουλεύονται από κοινού. Η φιλοσοφική θέση του δεν του επιτρέπει να αποδεχθεί ότι το υποκατάστατο γι' αυτό μπορεί να είναι ένας τεχνοκράτης στις Βρυξέλλες που σκέφτεται ορθολογικά για τις δημόσιες πολιτικές.
Ένα δεύτερο στρώμα αφορά την ιδέα του Χάμπερμας για τον ίδιο τον ορθολογισμό και για τις αξίες. Όταν οι άνθρωποι μιλούν μεταξύ τους, με τον τρόπο που αυτός αντιλαμβάνεται μια τέτοια συνομιλία, δεν κάνουν απλά και μόνον εργαλειακούς συλλογισμούς με σκοπό να επιτύχουν συγκεκριμένους στόχους. Παρουσιάζει ο ένας στον άλλο ό,τι είναι σημαντικό γι' αυτόν σχετικά με το υπό συζήτηση θέμα, συμπεριλαμβανομένων των θεμελιωδών αξιών αλλά και ενδιαφερόντων ή ανησυχιών που υπερβαίνουν κατά πολύ τις οικονομικές θεωρήσεις που διαποτίζουν την τεχνοκρατική σκέψη. Σε μερικές από τις πρόσφατες εργασίες του Χάμπερμας έχουν διερευνηθεί τρόποι για να γίνονται κατανοητές οι θρησκευτικές ιδέες ακόμη και πέρα από το χάσμα που χωρίζει τους θρησκευόμενους από τους άθρησκους συμπολίτες τους.3 Ένα μικρό βιβλίο του 2006 περιέχει τη συνομιλία του με τον [ομότιμο πλέον] Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ ', την εποχή που ο τελευταίος υπηρετούσε ακόμη στην Αγία Έδρα ως καρδιανάλιος Praefectus της Συνόδου για το Δόγμα της Πίστης (Congregatio pro Doctrina Fidei).4 Αυτή είναι μια πρόσφατη εξέλιξη. Όμως η κριτική εναντίον του εργαλειακού ορθολογισμού, δηλαδή του στοχασμού περί των μέσων/σκοπών, ο οποίος προσανατολίζεται σε συγκεκριμένους στόχους που έχουν μόνον ανεπαρκώς εξεταστεί, υπήρξε αντικείμενο του έργου του Χάμπερμας από τη δεκαετία του 1950. Όπως και τα άλλα μέλη της Σχολής της Φρανκφούρτης, ο Χάμπερμας ανησυχεί για το γεγονός ότι έχουμε δημιουργήσει για τους εαυτούς μας έναν άγονο και απανθρωποποιημένο λόγο, στηριγμένο σε επιταγές της οικονομίας και προσανατολισμένο στην ικανοποίηση της οικονομίας.
Αυτό επηρεάζει επίσης την άποψή του για τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Η
τεχνοκρατία που έχει έδρα τις Βρυξέλλες, όχι μόνον ισχυρίζεται ότι είναι
καλύτερη στην «παραγωγή και παροχή των αγαθών» από όσο θα ήταν πιο περιεκτικές
συμμετοχικές διαδικασίες, αλλά επίσης αλλοιώνει την αίσθησή μας για το τι είναι «τα αγαθά». Ολοένα
και περισσότερο, η τεχνοκρατική επάρκεια των ειδημόνων ορίζεται με γνώμονα την
ικανότητα της καθεστηκυίας τάξης να διασφαλίζει και να απολαμβάνει την
εμπιστοσύνη των παγκόσμιων αγορών, για παράδειγμα μέσω του περιορισμού
της ικανότητας και αρμοδιότητας των εθνικών κοινοβουλίων να ρυθμίζουν την
οικονομική δραστηριότητα των ξένων επενδυτών. Και αυτό σημαίνει ότι άλλα αγαθά τίθενται στο περιθώριο:
Σ' αυτό το μοντέλο, των πολιτών που νομοθετούν για λογαριασμό τους, ο Χάμπερμας προσθέτει τρεις επιπλέον στρώσεις. Πρώτον, πλαισιώνει ενισχυτικά τη δημοκρατική διαδικασία δίνοντας έμφαση στη «διαβούλευση». Είμαστε πολλά εκατομμύρια εμείς - εκατοντάδες εκατομμύρια στην ΕΕ - ποικιλόμορφα και με διαφορετική άποψη. Διαφωνούμε για το τι νόμους χρειαζόμαστε ή θέλουμε. Όμως δημοκρατία σημαίνει όχι μόνον να ψηφίζουμε για τα θέματα αυτά, αλλά επίσης, ότι ο καθένας μας πρέπει να γνωρίζει και να αξιολογεί όλα τα επιχειρήματα που υπάρχουν, υπέρ και κατά ενός συγκεκριμένου μέτρου. Ορισμένες απόψεις αυτό το στοιχείο της διαβούλευσης το κατανοούν με μοναχικό τρόπο: κατά κάποιο τρόπο, ο καθένας μόνος του σκέφτεται όλους τους λόγους και επιχειρήματα και καταλήγει κατά μόνας σε ένα συμπέρασμα για τον εαυτό του, σχετικά με το πώς να ψηφίσει.
Όμως το μοντέλο του Χάμπερμας θέτει ως απαράγραπτη προϋπόθεση τον διάλογο. Νομοθετούμε για τους εαυτούς μας συμπράττοντας με άλλους - με όλους τους άλλους που θα είναι υποχρεωμένοι να τηρούν τους νόμους. Και αν θέλουμε να ανταποκριθούμε στα δημοκρατικά πρότυπα, θα πεισθούμε ότι είναι απαραίτητο ένα δεδομένο σύνολο νόμων, αν όντως είναι, αφού όμως ακούσουμε με σεβασμό και ό,τι λένε οι άλλοι για τα δικά τους συμφέροντα και αξίες που διακυβεύονται στην υπόθεση αυτή.
Αυτό πρέπει να τηρείται στις επίσημες διαβουλεύσεις των νομοθετικών σωμάτων αλλά και διάχυτα, μέσα στην κοινωνία των πολιτών· στα μέσα ενημέρωσης και στην «αγορά των ιδεών». Πουθενά, ούτε καν στις πιο αφηρημένες φιλοσοφικές προσεγγίσεις του μοντέλου του, ο Χάμπερμας δεν χάνει ποτέ από τα μάτια του τη σημασία του άλλου προσώπου στη διαβούλευση. Συνακόλουθα, κατ' αυτόν είναι αναπόφευκτο το ερώτημα για το πώς οι πολίτες της Ευρώπης μπορούν πραγματικά να διαβουλεύονται από κοινού. Η φιλοσοφική θέση του δεν του επιτρέπει να αποδεχθεί ότι το υποκατάστατο γι' αυτό μπορεί να είναι ένας τεχνοκράτης στις Βρυξέλλες που σκέφτεται ορθολογικά για τις δημόσιες πολιτικές.
Ένα δεύτερο στρώμα αφορά την ιδέα του Χάμπερμας για τον ίδιο τον ορθολογισμό και για τις αξίες. Όταν οι άνθρωποι μιλούν μεταξύ τους, με τον τρόπο που αυτός αντιλαμβάνεται μια τέτοια συνομιλία, δεν κάνουν απλά και μόνον εργαλειακούς συλλογισμούς με σκοπό να επιτύχουν συγκεκριμένους στόχους. Παρουσιάζει ο ένας στον άλλο ό,τι είναι σημαντικό γι' αυτόν σχετικά με το υπό συζήτηση θέμα, συμπεριλαμβανομένων των θεμελιωδών αξιών αλλά και ενδιαφερόντων ή ανησυχιών που υπερβαίνουν κατά πολύ τις οικονομικές θεωρήσεις που διαποτίζουν την τεχνοκρατική σκέψη. Σε μερικές από τις πρόσφατες εργασίες του Χάμπερμας έχουν διερευνηθεί τρόποι για να γίνονται κατανοητές οι θρησκευτικές ιδέες ακόμη και πέρα από το χάσμα που χωρίζει τους θρησκευόμενους από τους άθρησκους συμπολίτες τους.3 Ένα μικρό βιβλίο του 2006 περιέχει τη συνομιλία του με τον [ομότιμο πλέον] Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ ', την εποχή που ο τελευταίος υπηρετούσε ακόμη στην Αγία Έδρα ως καρδιανάλιος Praefectus της Συνόδου για το Δόγμα της Πίστης (Congregatio pro Doctrina Fidei).4 Αυτή είναι μια πρόσφατη εξέλιξη. Όμως η κριτική εναντίον του εργαλειακού ορθολογισμού, δηλαδή του στοχασμού περί των μέσων/σκοπών, ο οποίος προσανατολίζεται σε συγκεκριμένους στόχους που έχουν μόνον ανεπαρκώς εξεταστεί, υπήρξε αντικείμενο του έργου του Χάμπερμας από τη δεκαετία του 1950. Όπως και τα άλλα μέλη της Σχολής της Φρανκφούρτης, ο Χάμπερμας ανησυχεί για το γεγονός ότι έχουμε δημιουργήσει για τους εαυτούς μας έναν άγονο και απανθρωποποιημένο λόγο, στηριγμένο σε επιταγές της οικονομίας και προσανατολισμένο στην ικανοποίηση της οικονομίας.
Συζητώντας με τον Γιόζεφ Άλοϊς Ράτσινγκερ,
Ομότιμο Πάπα Βενέδικτο XVI
|
«Μια τεχνοκρατία χωρίς δημοκρατικές ρίζες, σε περιπτώσεις σύγκρουσης με τις συστημικές απαιτήσεις για ανταγωνιστικότητα και οικονομική ανάπτυξη, δεν έχει ούτε την εξουσία ούτε τα κίνητρα για να αναγνωρίζει και να παραχωρεί την αρμόζουσα βαρύτητα στις απαιτήσεις του εκλογικού σώματος για κοινωνική δικαιοσύνη, για εργασιακή και κοινωνική ασφάλεια, για δημόσιες υπηρεσίες και για συλλογικά αγαθά».Αν η δημοκρατική διαβούλευση οφείλει να είναι ορθολογική, τότε θα πρέπει να εμπλέκει μέσα στα πλαίσιά της επιχειρήματα και αιτήματα όπως αυτά, και όχι μόνον τους αριθμητικούς υπολογσμούς του «λογιστή», τους προσανατολισμένους στη δημοσιονομική λιτότητα.
Το τρίτο πράγμα που διακρίνει το μοντέλο του Χάμπερμας είναι η επιμονή του ότι η δημοκρατική διαβούλευση μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητή υπό το πρίσμα των διαδικασιών που εμπλέκονται αναγκαστικά σ' αυτήν. Οι περισσότεροι φιλόσοφοι προσκομίζουν στην θεωρία της δημοκρατίας όχι μόνον ένα εξιδανικευμένο σύνολο σωστών και δίκαιων πολιτικών διαδικασιών, όπως αυτοί το έχουν στο μυαλό τους, αλλά και μια εξιδανικευμένη άποψη για το ποιά θα πρέπει να θεωρούνται ως σωστά και δίκαια ή κατάλληλα αποτελέσματα αυτών των διαδικασιών. Στα θεσμικά όργανα που υποστηρίζουν, είτε πρόκειται για συστήματα αντιπροσώπευσης ή για ένα Συνταγματικό Δικαστήριο, αναζητούν κάποιο είδος ρύθμισης ή συμβιβασμού μεταξύ των δημοκρατικών διαδικασιών αφενός και των σωστών και δίκαιων αποτελεσμάτων αφετέρου.
Ασφαλώς ο Χάμπερμας, ως μακροχρόνιος υποστηρικτής της Σοσιαλδημοκρατίας, έχει τις δικές του απόψεις σχετικά με το τι είναι σωστά και δίκαια αποτελέσματα, και αυτές οι απόψεις έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επιχειρηματολογία του για την Ελλάδα. Όμως, σύμφωνα με τη δική μου ανάγνωση, δεν προσπαθεί να παρουσιάσει ένα μοντέλο, στο οποίο το σκόπιμο και επιθυμητό συγκεκριμένων αποτελεσμάτων θα μετρούσε ως λόγος για περιορισμό των διαδικασιών της δημοκρατίας στους θεσμούς. Αντιθέτως, αυτό που βλέπουμε σε κάθε σχεδόν σελίδα που έχει γράψει ο Χάμπερμας, είναι η δέσμευσή του στην εξής άποψη: άν επιζητούμε ιδανικές δημοκρατικές διαδικασίες, άν προσπαθούμε να ορίσουμε «μια ιδανική κατάσταση του λόγου» στην πολιτική διαβούλευση, που θα σέβεται τον καθένα ως δυνητικό συνεργάτη και συνεισφέροντα, τότε ακριβώς η θεωρία μας πρέπει να δομηθεί με βάση το ενδιαφέρον και τη φροντίδα για τη διαδικασία. Η θεωρία του Χάμπερμας
«αποδίδει νομιμοποιητική ισχύ στην ίδια τη διαδικασία της δημοκρατικής διαμόρφωσης απόψεων και βουλήσεων».
Τα κρίσιμα ερωτήματα κατά τον Χάμπερμας είναι τα εξής: Ποιοί συμπεριλαμβάνονται, ποιοί δεν συμπεριλαμβάνονται στη διαδικασία; Ποιοί υποχρεώνονται σε σιωπή ή τίθενται υπό πίεση και εκφοβίζονται; Ποιών τα συμφέροντα γίνονται αποδεκτά ως παράγοντες που αλλοιώνουν τη διαδικασία της επικοινωνίας; Σύμφωνα με τον Χάμπερμας, η πολιτική νομιμοποίηση εκπηγάζει από απαντήσεις, που όταν αντιμετωπίζουν ερωτήσεις όπως αυτές, επιδεικνύουν σεβασμό και προχωρούν σε βάθος. Δεν εκπηγάζει, βέβαια, από τη λαϊκιστική δημαγωγία, ούτε όμως από θεσμικούς μηχανισμούς, όπως λόγου χάρη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίοι δεν υπόκεινται σε δημοκρατικές διαδικασίες και σε δημοκρατική λογοδοσία.
Αυτό σημαίνει ότι η ανησυχία του για την έλλειψη δημοκρατικών διαδικασιών στην ΕΕ είναι λίγο πολύ αδιαπραγμάτευτη. Δεν έχει σημασία άν οι τεχνοκράτες των Βρυξελλών, συχνά υπό την πίεση των τα πιο ισχυρών κρατών, όπως η Γερμανία, καταφέρνουν να καταλήγουν σε σωστές απαντήσεις, σε περίπτωση που οι απαντήσεις αυτές δεν προκύπτουν από μια πραγματικά σωστή και δίκαιη συμμετοχική διαδικασία. Ασφαλώς, μας λέει,
«δεν λείπουν καθόλου οι προτάσεις που φωτίζουν το υφιστάμενο δημοκρατικό έλλειμμα [δηλαδή την έλλειψη δημοκρατικής συμμετοχής και συγκατάθεσης] με ένα φως που το ωραιοποιεί, μέσω της έντεχνης υποβάθμισης των δημοκρατικών προτύπων».
Όμως οι φιλοσοφικές δεσμεύσεις του ίδιου του Χάμπερμας σημαίνουν ότι είναι υποχρεωμένος να αποκρούσει και να καταγγείλει όλα αυτά τα φιλοσοφικά τρυκ.
The Lure of Tecnocracy, Polity, Απρ. 2015 |
Jürgen Habermas, Βιέννη 2004
(©Jet Budelman/Hollandse Hoogte/Redux)
|
3.
Αφού η δημοκρατία είναι τόσο σημαντική, τότε γιατί να μην θεωρήσουμε τον μη δημοκρατικό χαρακτήρα της ΕΕ ως εύλογο επιχείρημα υπέρ του ευρωσκεπτικισμού; Γιατί να μην ψάξουμε να βρούμε έναν δρόμο που οδηγεί πίσω στο «αξιόπιστο καταφύγιο του εθνικού κράτους», όπου τουλάχιστον υπάρχει κάτι που μοιάζει με δημοκρατική διακυβέρνηση; Η Βρετανία μπορεί κάλλιστα να προσπαθήσει να το επιτύχει, με το δημοψήφισμα για την ένταξη στην ΕΕ, που όπως υποσχέθηκε ο Ντέιβιντ Κάμερον, θα γίνει μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Μάλιστα, μερικοί από τους συντρόφους του Χάμπερμας στα κόμματα της γερμανικής Αριστεράς υιοθετούν σε γενικές γραμμές αυτή την θέση.
Η απάντηση του Χάμπερμας είναι ότι τα εθνικά κράτη δεν έχουν πια στα χέρια τους τον έλεγχο της μοίρας τους και συνεπώς η επιστροφή αυτή δεν αξίζει τον κόπο. Γράφει:
«Δεν ωφελεί πια να προσκολλούμαστε στην συγκεκριμένη παράδοση της σύγχρονης πολιτικής σκέψης, την επικεντρωμένη στο εθνικό κράτος».
Ο καπιταλισμός ο ενσωματωμένος στο εθνικό κράτος - δηλαδή η εκδοχή του που ενέτασσε τις μεγάλες καπιταλιστικές βιομηχανίες εντός των οικονομιών και των νομικών συστημάτων των μεμονωμένων χωρών - έχει διανύσει τη διαδρομή του και είναι πια περασμένη ιστορία, υποστηρίζει ο Χάμπερμας. Οι παγκοσμιοποιημένες αγορές υπερβαίνουν τις εθνικές πολιτικές, διαφεύγουν από τον έλεγχό τους. Τις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν μπορούν να τις δαμάσουν τα επιμέρους κυρίαρχα εθνικά κράτη. Αν βασιστούμε μόνον στη δημοκρατία σε εθνικό επίπεδο και επενδύσουμε σ' αυτήν όλη μας την εμπιστοσύνη και όλες μας τις προσπάθειες, τότε θα χαθεί ο δημοκρατικός έλεγχος πολλών από τις πιο σημαντικές οικονομικές αποφάσεις μας.
Σε κάθε περίπτωση, το τραγούδι που τραγουδά η σειρήνα της τεχνοκρατίας ηχεί και στο εθνικό επίπεδο. Αυτό που ο Χάμπερμας αποκαλεί «τεχνοκρατική αφαίρεση κάθε ουσιαστικού περιεχομένου από τη δημοκρατία», συμβαίνει ήδη εμφανώς και μέσα στα εθνικά συστήματα διακυβέρνησης. Ο Χάμπερμας βέβαια δεν επιθυμεί να υποβαθμίσει και δυσφημίσει τη δημοκρατία των επιμέρους κρατών. Το πάθος για το μετα-εθνικό όραμα του τροφοδοτείται, εκτός των άλλων, και από την θέση του υπέρ της στήριξης των θεσμών κοινωνικής δικαιοσύνης και κοινωνικής πρόνοιας, οι οποίοι δημιουργήθηκαν από τις εθνικές δημοκρατίες και μέσα στα πλαίσια τους. Όμως αυτό το επίτευγμα πρέπει τώρα να το διαχειριστούμε δημοκρατικά σε παγκόσμιο ή τουλάχιστον σε περιφερειακό επίπεδο. Ο Χάμπερμας θέλει να ενισχυθεί, και όχι να εξασθενίσει, η διαχείριση αυτών των θεσμών κοινωνικής δικαιοσύνης και πρόνοιας στην Ευρώπη.
«Δεν βλέπω πώς η επιστροφή σε εθνικά κράτη, τα οποία θα πρέπει να τα διαχειριζόμαστε σαν μεγάλες εταιρείες που λειτουργούν στην παγκόσμια αγορά, μπορεί να αντιμετωπίσει την τάση προς την άρση της δημοκρατίας και προς την αυξανόμενη κοινωνική ανισότητα»,
δήλωσε πρόσφατα στην εφημερίδα The Guardian.
Ambrogio Lorenzetti, από την «Αλληγορία της καλής διακυβέρνησης» |
4.
Για πολλούς παραμένει ένα εμπόδιο: Πώς είναι δυνατόν να υπάρξει δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων στην Ευρώπη, αφού δεν υπάρχει ευρωπαϊκός δήμος [δηλαδή ευρωπαϊκός λαός που διαμορφώνει γνώμη και βούληση μέσα σε κοινή ευρωπαϊκή πολιτική αρένα]; Όπως έχουν τα πράγματα, η κοινή γνώμη στην Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει εντελώς κατακερματισμένη, περιτειχισμένη μέσα στην χωριστή πολιτική καθεμιάς από τα είκοσι οκτώ κράτη-μέλη της. Οι πολίτες τους οποίους ο Χάμπερμας προτρέπει να σκέφτονται σαν Ευρωπαίοι, διαβάζουν τις δικές τους εθνικές εφημερίδες, συγκροτούν τα πολιτικά κόμματα σε καθεμιά από τις χώρες τους και είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι για τις πτυχές της πολιτικής της ΕΕ που αφορούν ανακατανομή οικονομικών πόρων, ευκαιριών ή επιβαρύνσεων πέραν των εθνικών συνόρων. Η πιο πρόσφατη κρίση που αφορά την ανάληψη και κατανομή της ευθύνης για τους αιτούντες άσυλο από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή, οι οποίοι ναυαγούν στη Μεσόγειο και αντιμετωπίζουν φράχτες ή άλλα εμπόδια στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής ηπείρου, δεν είναι παρά ένα παράδειγμα ανάμεσα σε πολλά.
Ο Χάμπερμας δεν μπορεί να αποδεχτεί τη δειλή υπεκφυγή από αυτή τη δυσκολία. Αν μη τι άλλο, στα προβλήματα που υποδεικνύουν οι ευρωφοβικοί, αυτός έχει είδη εμβαθύνει με την πολιτική φιλοσοφία του. Γιατί το δικό του μοντέλο της δημοκρατίας, απαιτεί πάνω από όλα ένα κοινό, τα μέλη του οποίου θα συνδιαλέγονται μεταξύ τους και του οποίου οι «εθνικές δημόσιες σφαίρες βαθμαία θα ανοίξουν αμοιβαία, καθεμιά προς όλες τις άλλες», από την Πορτογαλία μέχρι την Πολωνία και από την Ιρλανδία μέχρι την Ελλάδα. Πέρα από τις γλωσσικές και πολιτισμικές δυσκολίες (με τις οποίες δεν ασχολείται εκτενώς), αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «η διεθνοποίηση καθεμιάς από τις υφιστάμενες εθνικές δημόσιες σφαίρες» θα πρέπει να εμπλέκει ομάδες συμφερόντων και κόμματα, που θα πρέπει να είναι οργανωμένα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς επίσης ακτιβιστές και διανοούμενους (όπως αυτός) που θα διαθέτουν αυτό που αποκαλεί πανευρωπαϊκό προφίλ. Εφημερίδες και τηλεοπτικοί σταθμοί θα πρέπει να «ασχολούνται με... ευρωπαϊκά θέματα και να τα αντιμετωπίζουν ως τέτοια». Όταν πρόκειται για εθνικά μέσα ενημέρωσης, θα πρέπει να ενημερώνουν και για τις «διαμάχες που αυτά τα ίδια θέματα προκαλούν σε άλλα κράτη-μέλη».
Αυτό δεν αρκεί, αλλά οι Ευρωπαίοι πρέπει επίσης να συγκροτηθούν σε μια πολιτική κοινότητα, της οποίας
«τα μέλη ... να μπορούν να αισθάνονται ευθύνη το ένα για το άλλο».
Ο Χάμπερμας πιστεύει ότι αυτό είναι ένα ζήτημα μετατροπής της σημερινής «προοπτικής του εμείς» σε μια άλλη. Σ' αυτό ενθαρρύνεται από την πεποίθησή του ότι οι υφιστάμενες κοινότητες των εθνικών κρατών δεν αναπτύχθηκαν αυθόρμητα [στην ιστορική διαδρομή τους] και η συγκρότησή τους στο παρελθόν δεν διέφερε πολύ από αυτό που συμβαίνει τώρα στην ΕΕ. Αντίθετα, καθεμιά από αυτές τις κοινότητες «κατασκευάστηκε μέσω του δικαίου και των νόμων», ως οργανωμένη μορφή πολιτικής ολοκλήρωσης. Σε ένα κράτος εβδομήντα ή ογδόντα εκατομμυρίων ανθρώπων, η αλληλεγγύη με τους ομοεθνείς είναι και η ίδια μια αφηρημένη έννοια, και εφόσον αποδείχτηκε ότι λειτουργεί στη Βρετανία, στη Γαλλία ή στην Ιταλία, γιατί να μη μπορεί να λειτουργήσει και σε ευρωπαϊκό επίπεδο; Η αντιπολίτευση στην Ευρώπη που σήμερα στρέφεται εναντίον της ολοκλήρωσης της ΕΕ, λέει ο Χάμπερμας, δεν είναι απαραίτητα ξενοφοβική, ούτε «αντιδραστική προσκόλληση σε χαρακτηριστικά της εθνοτικής ή εθνικής καταγωγής που εκλαμβάνονται ως φυσικά χαρακτηριστικά». Είναι μάλλον
«η εμμονή πολιτών με αυτο-συνείδηση στα κανονιστικά επιτεύγματα των αντίστοιχων εθνικών κρατών τους».
Ως εκ τούτου, αυτή η αντιπολίτευση δεν αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο για το συγκεριμένο είδος ευρωπαϊκού οράματος που έχει στο μυαλό του ο Χάμπερμας.
Κάποιοι συμφωνούν με τον Καρλ Σμιττ (τον παλαιό Ναζιστή στοχαστή Carl Schmitt, που απολαμβάνει αξιοσημείωτη υποστήριξη μεταξύ των σύγχρονων θεωρητικών της πολιτικής επιστήμης), ο οποίος υποστήριζε ότι δεν μπορεί να σφυρηλατηθεί μια κοινή πολιτική ταυτότητα αν δεν υπάρχει ένας εχθρός που να κάνει ευκρινή τα όριά της. Αυτό ο Χάμπερμας το απορρίπτει ευθέως ως επικίνδυνη ανοησία. Ωστόσο, αναρωτιέμαι μήπως ακόμη και αυτός μερικές φορές αισθάνεται τον πειρασμό για κάτι τέτοιο. Μερικές φορές προτείνει ότι η ευρωπαϊκή ταυτότητα θα μπορούσε να οξυνθεί μέσω ενός είδους χλιαρού, μετριοπαθούς αντιαμερικανισμού. Σε ένα δοκίμιο που συνυπογράφεται και από τον Ζακ Ντεριντά (Jacques Derrida), ο Χάμπερμας αναφέρει την «15η Φεβρουαρίου 2003», την ημέρα κατά την οποία δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι στο Λονδίνο, στη Ρώμη, στη Μαδρίτη, στη Βαρκελώνη, στο Βερολίνο και στο Παρίσι διαμαρτυρήθηκαν ταυτόχρονα εναντίον της εισβολής των ΗΠΑ και της Βρετανίας στο Ιράκ, σε μερικές από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις που είδε η Ευρώπη μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ως προάγγελο της «γέννησης μιας ευρωπαϊκής κοινής γνώμης».
Αυτό μου φαίνεται μάλλον αδύνατο επιχείρημα. Αφενός, αντίστοιχες με αυτές τις διαδηλώσεις έγιναν επίσης στη Νέα Υόρκη και στο Λος Άντζελες, όπως και στο Λονδίνο (το οποίο ο Χάμπερμας αθροίζει με τις ΗΠΑ σ' αυτή την αντιπαράθεση). Αφετέρου, ο Χάμπερμας υπερβάλλει στην έκταση του αντι-αμερικανικού συναισθήματος: Είναι πράγματι αλήθεια ότι «η συντριπτική πλειοψηφία των Δυτικοευρωπαίων απάντησε με μια φωνή αρνητικά στον απερίσκεπτο πόλεμο του Τζορτζ Μπους του Νεώτερου»; Εν πάση περιπτώσει, η επισήμανση αφορά κάτι εφήμερο. Ποιος θυμάται σήμερα την 15η Φεβρουαρίου, σε αντίθεση με την 11η Σεπτεμβρίου; Είναι κάτι άνευ αξίας, νομίζω, μπροστά στο κοσμοπολιτικό όραμα του Χάμπερμας.
Από πολλές πλευρές, οι ΗΠΑ λειτουργούν για τον Χάμπερμας ως υπόδειγμα και όχι ως σημείο Σμιττιανής ετερότητας. Εκλαμβάνει την αμερικανική εμπειρία ως ενθαρρυντική ένδειξη ότι οι άνθρωποι σε μια χώρα μεταναστών μπορούν να διατηρούν πολυεπίπεδες και ατελώς ολοκληρωμένες πολιτικές ταυτότητες. Η γνωστή θεωρία του περί συνταγματικού πατριωτισμού εξηγεί την ανάπτυξη μιας νοοτροπίας που συνοψίζεται στο «εμείς, ο λαός» [το Προοίμιο του Συντάγματος των ΗΠΑ αρχίζει με τις λέξεις «We, the people»] ως τη μη εθνοτική βάση της αμερικανικής ταυτότητας. Ένα παρόμοιο είδος πατριωτισμού είναι ζωτικής σημασίας γι' αυτο που έχει στο μυαλό του ο Χάμπερμας για την Ευρώπη. Ο ευρωπαϊκός συνταγματικός πατριωτισμός, όπως αυτός προβλέπει, αναμφίβολα θα διαφέρει σε ορισμένα σημεία από την αμερικανική του έκδοση. Θα είναι προσανατολισμένος σε αρχές που θα αμφισβητηθούν από ορισμένες ισχυρές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις των ΗΠΑ, αρχές όπως :
η αρχή της εκκοσμίκευσης των πολιτικών θεσμών, η προτεραιότητα του κράτους σε σχέση με την αγορά, η υπεροχή της κοινωνικής αλληλεγγύης επί της υλικής επιβράβευσης της απόδοσης («merit»), ...η απόρριψη του νόμου του ισχυρότερου και η δέσμευση για την ειρήνη, ως αποτέλεσμα της ευρωπαϊκής ιστορικής εμπειρίας της απώλειας εξαιτίας των πολέμων.
Ωστόσο, υποθέτει ότι η μορφή θα είναι ίδια: μια ταυτότητα οργανωμένη
γύρω από ένα Σύνταγμα μάλλον και όχι γύρω από μια συγκεκριμένη εθνότητα.
Δύσκολο να κρίνουμε πόσο αισιόδοξος είναι ο Χάμπερμας για όλα αυτά. Είναι απόλυτα προσηλωμένος στην ευρωπαϊκή δημοκρατία, αλλά μερικές φορές φαίνεται να είναι αρκετά μόνος στη δέσμευσή του αυτή. 'Οπως γράφει,
«Σήμερα δεν μπορώ να εντοπίσω κανέναν πολιτικό, οπουδήποτε στην Ευρώπη, ο οποίος θα διακινδύνευε να διεξαγάγει μια πολωτική προεκλογική εκστρατεία για να κινητοποιηθούν πλειοψηφίες υπέρ της Ευρώπης - πράγμα που είναι το μόνο που θα μπορούσε να μας σώσει».
Όμως η εμπειρία της αντιπαράθεσης μεταξύ της Άνγκελα Μέρκελ και του Αλέξη Τσίπρα, έφερε στην ποραγματική ζωή αυτό το θέμα. Ένας ελάσσων στοχαστής απλά θα κατήγγειλε το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα λιτότητας, θα επικροτούσε τις τακτικές της κυβέρνησης της Αθήνας και θα σταματούσε σ' αυτά. Ο Χάμπερμας τα κάνει όλα αυτά, ωστόσο αρνείται να υποχωρήσει από την απαίτησή του για εκδημοκρατισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ξέρει γιατί οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη (και με κούραση) τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Και δεν τους κατηγορεί:
«Η διαχείρηση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης ...έγινε από την αρχή πάνω από τα κεφάλια των πολιτών»
και εκείνοι που οικοδόμησαν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα εξακολουθούν να επιμένουν «στη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων των Ευρωπαίων πολιτών ...χωρίς να λογοδοτούν».
Οι κοινωνικές συνέπειες στην Αθήνα ήταν φοβερές. Όμως η αντίθεση σε όλα αυτά από τους Σοσιαλδημοκράτες, θα πρέπει να επιμείνει τόσο στη δημοκρατία όσο και στα κοινωνικά αγαθά και όχι να γίνεται συνένοχος με τους τεχνοκράτες στην «απροκάλυπτη διαγραφή της δημοκρατίας και τη μετατροπή της σε απλό διακοσμητικό». Ο Χάμπερμας δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τέτοια συνενοχή, αλλά και δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι αντιμετωπίζει το ευρωπαϊκό πείραμα χωρίς τη δέουσα σοβαρότητα. Οι θέσεις του αυτές, συνδυασμένες, συνοψίζονται σε μια σταθερή επίπληξη εναντίον αυτού που καταγγέλλει ως «αρτηριοσκληρωτικό τρόπο, με τον οποίο η γερμανική κυβέρνηση αντιλαμβάνεται τον ηγετικό της ρόλο στην Ευρώπη».
Σημειώσεις:
- Philip Oltermann, “Merkel ‘Gambling Away’ Germany’s Reputation Over Greece, Says Habermas,” The Guardian, 16 Ιουλίου 2015. ↩
- Βλ. Andrew Moravcik, “In Defense of the ‘Democratic Deficit’: Reassessing the Legitimacy of the European Union,” Journal of Common Market Studies, τομ. 40 (2002), σ. 38. Βλ. επίσης Simon Hix, What’s Wrong with the European Union and How to Fix It (Polity, 2008), σσ. 50–86, για μια πιο μετριοπαθή προσέγγιση. ↩
- Βλ. Jürgen Habermas, An Awareness of What Is Missing: Faith and Reason in a Post-secular Age, επιμ. Michael Reder και Josef Schmidt (Polity, 2010). ↩
- Joseph Cardinal Ratzinger και Jürgen Habermas, The Dialectics of Secularization: On Reason and Religion, επιμ. Florian Schuller (Ignatius Press, 2006). ↩
Χάμπερμας, ο τελευταίος φιλόσοφος: Κριτική και επικοινωνιακή πράξη· από τον Ψυχρό Πόλεμο στα αδιέξοδα του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού (συνέντευξη του Jürgen Habermas στον Michaël Fœssel, περιοδικό Esprit, τ. Σεπτεμβρίου 2015)
Το αφιέρωμα στο περιοδικό Esprit (Γαλλικά)
Habermas: Der Aufklärer. Επετειακή έκδοση
Το αφιέρωμα στο περιοδικό Esprit (Γαλλικά)
Habermas: Der Aufklärer. Επετειακή έκδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου