Φοβάμαι πολύ ότι η κριτική που άσκησε ο Στ. Τσακυράκης στην πρόεδρο του Αρείου Πάγου κα Θάνου για την επιστολή της είναι απλώς αφορμή για την μήνυση που άσκησε εναντίον του. Φοβάμαι πολύ ότι αλλού είναι «θαμμένο το άτυχο σκυλί». Και άν συμβαίνει αυτό, φοβάμαι πάρα πολύ ότι το πρόβλημα δυσλειτουργίας της ελληνικής δημοκρατίας που χρονίζει, και που η λύση του μετατίθεται διαρκώς, είναι πολύ πιο βαρύ απ’ όσο φαίνεται.
Δεν πρόκειται «απλώς» για πρόβλημα κομματικού συστήματος: εδώ δεσπόζει η εμπλοκή του με τα οργανωμένα συμφέροντα διακομματικώς προστατευμένων κοινωνικών ομάδων, οι οποίες συντονίζονται λειτουργώντας εξωθεσμικά - προφανώς το Σύνταγμα, και μάλιστα στις βασικές διατάξεις, δεν λέει ότι όλοι οι πολίτες είμαστε ίσοι αλλά οι δικαστές, οι πανεπιστημιακοί και οι ένστολοι είναι πιό ίσοι απο τους υπόλοιπους - και στην πράξη «υφαρπάζουν» εξουσίες οι οποίες, σε δημοκρατικά πολιτεύματα, δεν τους ανήκουν. Συμβαίνει και αλλού βέβαια η υφαρπαγή, όμως εδώ είναι έτσι πολιτικά και διακομματικά οχυρωμένη, ώστε καταλήγει μη αμφισβητήσημη, απρόσβλητη και μη ανατρέψιμη.
Δεν πρόκειται «απλώς» για πρόβλημα κομματικού συστήματος: εδώ δεσπόζει η εμπλοκή του με τα οργανωμένα συμφέροντα διακομματικώς προστατευμένων κοινωνικών ομάδων, οι οποίες συντονίζονται λειτουργώντας εξωθεσμικά - προφανώς το Σύνταγμα, και μάλιστα στις βασικές διατάξεις, δεν λέει ότι όλοι οι πολίτες είμαστε ίσοι αλλά οι δικαστές, οι πανεπιστημιακοί και οι ένστολοι είναι πιό ίσοι απο τους υπόλοιπους - και στην πράξη «υφαρπάζουν» εξουσίες οι οποίες, σε δημοκρατικά πολιτεύματα, δεν τους ανήκουν. Συμβαίνει και αλλού βέβαια η υφαρπαγή, όμως εδώ είναι έτσι πολιτικά και διακομματικά οχυρωμένη, ώστε καταλήγει μη αμφισβητήσημη, απρόσβλητη και μη ανατρέψιμη.
Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτή ακριβώς η ταξική σκληρότητα των οργανωμένων ομάδων με την εξωθεσμική τους πανοπλία, στο τέλος στρέφεται και γίνεται
εκδικητική εναντίον όσων «αποστατούν» από τις τάξεις τους.
Φυσικά, αυτό είναι απόλυτα συνηθισμένο στις κοινωνίες: Για κάθε ιερατείο και κλειστή κοινωνική ομάδα, ο αποστάτης είναι πιο μισητός από τον αντίπαλο.
Φυσικά, αυτό είναι απόλυτα συνηθισμένο στις κοινωνίες: Για κάθε ιερατείο και κλειστή κοινωνική ομάδα, ο αποστάτης είναι πιο μισητός από τον αντίπαλο.
Γ. Ρ.
Ιδού λοιπόν το ενυπόγραφο άρθρο του συνταγματολόγου καθηγητή Σταύρου Τσακυράκη στην Καθημερινή της 29ης Ιουνίου 2014, ένα μήνα μετά τις ευρωεκλογές και έξι μήνες πριν την παραίτηση της κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ.
Προβληματική δικαστική εξουσία
Καθημερινή - Στ. Τσακυράκης: Προβληματική δικαστική εξουσία, 29/06/2014
Το Μισθοδικείο έκρινε τις περικοπές των μισθών των δικαστικών λειτουργών αντισυνταγματικές και επιπλέον απένειμε και στους δικαστές το προνόμιο που έχουν οι βουλευτές να είναι αφορολόγητο το 25% του μισθού τους. Το ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματικές τις περικοπές αποδοχών των ενστόλων, το Ελεγκτικό Συνέδριο αντισυνταγματικές τις περικοπές των συνταξιούχων δικαστικών. Επεται η κρίση για τις περικοπές όλων των ειδικών μισθολογίων.
Είναι πια φανερό ότι η δικαστική εξουσία θεωρεί ότι έχει την αρμοδιότητα να καθορίζει το μισθολόγιο του Δημοσίου και κατ’ επέκταση ένα μεγάλο μέρος της δημοσιονομικής πολιτικής της χώρας. Φυσικά, από καμία συνταγματική διάταξη δεν προκύπτει η δικαιοδοσία της να καθορίζει τους μισθούς και τις συντάξεις του Δημοσίου. Εχει «υφαρπάξει» αυτήν την αρμοδιότητα και το έχει κάνει με τρόπο αυθαίρετο και προκλητικό.
Είναι πια φανερό ότι η δικαστική εξουσία θεωρεί ότι έχει την αρμοδιότητα να καθορίζει το μισθολόγιο του Δημοσίου και κατ’ επέκταση ένα μεγάλο μέρος της δημοσιονομικής πολιτικής της χώρας. Φυσικά, από καμία συνταγματική διάταξη δεν προκύπτει η δικαιοδοσία της να καθορίζει τους μισθούς και τις συντάξεις του Δημοσίου. Εχει «υφαρπάξει» αυτήν την αρμοδιότητα και το έχει κάνει με τρόπο αυθαίρετο και προκλητικό.
Στο παρελθόν, από τις στήλες της «Κ» έχω ασκήσει κριτική στις σχετικές
αποφάσεις και δεν σκοπεύω να το επαναλάβω. Περιορίζομαι να πω ότι πρόκειται για νομικές κατασκευές, που απλούστατα δεν είναι υποστηρίξιμες. Στο μέλλον, θα αποτελούν υπόδειγμα αυθαιρεσίας και μόνο με τη γενική κρίση που διέρχεται η κοινωνία μας θα μπορούν να κατανοηθούν.
Εκ των πραγμάτων, έχει διαμορφωθεί μια κατάσταση μέσα στην οποία η δικαστική εξουσία διεκδικεί ιδιαίτερο πολιτικό ρόλο. Από μία άποψη είναι, βεβαίως, ειρωνικό ότι η πλέον αποτυχημένη κρατική λειτουργία αναδεικνύεται σε αποφασιστικό πολιτικό παράγοντα. Πράγματι, όπως είναι γνωστό, η δικαστική λειτουργία αδυνατεί να επιτελέσει το βασικό έργο της, δηλαδή να επιλύει τις διαφορές των πολιτών μέσα σε εύλογο χρόνο. Δεν έχουμε απλώς καθυστέρηση εκδίκασης των υποθέσεων, αλλά ευρείας έκτασης αρνησιδικία. Η τεράστια δυσλειτουργία της επιχειρείται να καλυφθεί με έναν δίχως αρχές ακτιβισμό, που επιδιώκει να φαίνεται αρεστός στην κοινή γνώμη.
Το χειρότερο είναι ότι χρησιμοποιώντας παραδοσιακά επιχειρήματα για ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας, οι δικαστές απορρίπτουν κάθε ιδέα ελέγχου και θεσμοθετημένης παρέμβασης από τις άλλες εξουσίες. Η μόνη παρέμβαση που προβλέπεται σήμερα είναι ο διορισμός της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων από την κυβέρνηση. Και σε αυτήν, όμως, αντιδρούν, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να τηρείται η επετηρίδα ή να εκλέγουν οι ίδιοι την ηγεσία τους.
Εκ των πραγμάτων, έχει διαμορφωθεί μια κατάσταση μέσα στην οποία η δικαστική εξουσία διεκδικεί ιδιαίτερο πολιτικό ρόλο. Από μία άποψη είναι, βεβαίως, ειρωνικό ότι η πλέον αποτυχημένη κρατική λειτουργία αναδεικνύεται σε αποφασιστικό πολιτικό παράγοντα. Πράγματι, όπως είναι γνωστό, η δικαστική λειτουργία αδυνατεί να επιτελέσει το βασικό έργο της, δηλαδή να επιλύει τις διαφορές των πολιτών μέσα σε εύλογο χρόνο. Δεν έχουμε απλώς καθυστέρηση εκδίκασης των υποθέσεων, αλλά ευρείας έκτασης αρνησιδικία. Η τεράστια δυσλειτουργία της επιχειρείται να καλυφθεί με έναν δίχως αρχές ακτιβισμό, που επιδιώκει να φαίνεται αρεστός στην κοινή γνώμη.
Το χειρότερο είναι ότι χρησιμοποιώντας παραδοσιακά επιχειρήματα για ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας, οι δικαστές απορρίπτουν κάθε ιδέα ελέγχου και θεσμοθετημένης παρέμβασης από τις άλλες εξουσίες. Η μόνη παρέμβαση που προβλέπεται σήμερα είναι ο διορισμός της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων από την κυβέρνηση. Και σε αυτήν, όμως, αντιδρούν, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να τηρείται η επετηρίδα ή να εκλέγουν οι ίδιοι την ηγεσία τους.
Με άλλα λόγια, επιδιώκουν μια εντελώς ανέλεγκτη εξουσία από ανθρώπους
που αρχίζουν τη σταδιοδρομία τους από τη Σχολή Δικαστών και στη
συνέχεια, ακολουθώντας μια δημοσιοϋπαλληλική πορεία, φτάνουν με την
πάροδο του χρόνου στα ανώτατα αξιώματα. Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να καθορίζουν οι ίδιοι τους μισθούς και τις συντάξεις τους, τις προαγωγές τους, την ηγεσία τους και το κυριότερο να αποφαίνονται τελικά για κάθε κοινωνικό ζήτημα, από το ύψος των προστίμων για παράνομο παρκάρισμα μέχρι τη δημοσιονομική πολιτική της χώρας. Κι αν κάποιος τους ασκήσει κριτική, εξανίστανται και τον κατηγορούν ότι δεν σέβεται τη Δικαιοσύνη, την ίδια στιγμή που οι συνδικαλιστικές ενώσεις τους κατακεραυνώνουν κάθε λίγο και λιγάκι τη νομοθετική ή την εκτελεστική εξουσία.
Στις συζητήσεις που γίνονται για την αναθεώρηση του Συντάγματος, οι
διάφορες αναζητήσεις για μια ισορροπία στη λειτουργία του πολιτεύματος
αφορούν άλλα πολιτειακά όργανα, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τη Βουλή ή
την κυβέρνηση. Αν, όμως, οι διαπιστώσεις που προανέφερα είναι ορθές,
τότε το μεγάλο ζητούμενο της αναθεώρησης πρέπει να είναι ο
επαναπροσδιορισμός της δικαστικής εξουσίας και η σχέση της με τις άλλες
λειτουργίες του κράτους.
Δεν είναι της στιγμής οι λεπτομερείς προτάσεις, αλλά πρέπει να
καταλάβουμε ότι χρειάζεται να επανεξετάσουμε αμέσως όλο το πλέγμα
σύνθεσης, οργάνωσης και αποτελεσματικής λειτουργίας της Δικαιοσύνης.
Να αρχίσουμε από τα Ανώτατα Δικαστήρια και να εξετάσουμε τις αρμοδιότητές τους.
Να σκεφτούμε το ενδεχόμενο κατάργησης ορισμένων Δικαστηρίων (π.χ. του
Μισθοδικείου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι δικαστικές αρμοδιότητες
του οποίου μπορεί να απορροφηθούν από τα διοικητικά δικαστήρια).
Να προβλέψουμε τον διορισμό της ηγεσίας όχι μόνον των ανωτάτων
δικαστηρίων, αλλά και των εφετείων, από μια επιτροπή της Βουλής ή από
κάποιο άλλο όργανο της πολιτείας έπειτα από δημόσια ακρόαση των
υποψηφίων, όπου θα συζητούνται οι επιδόσεις τους και οι αποφάσεις που
έχουν λάβει. Από το ίδιο όργανο να υπάρχει η δυνατότητα διορισμού
επιφανών νομικών ως δικαστών σε εφετεία και ανώτατα δικαστήρια ώστε να
πάψει η αποκλειστικότητα της δημοσιοϋπαλληλικής σταδιοδρομίας.
Η απονομή της δικαιοσύνης στη χώρα μας αποδεικνύει ότι πολλές φορές τα
μεγάλα προβλήματα δεν οφείλονται ούτε στα χρήματα που ξοδεύουμε ούτε
στον αριθμό των ανθρώπων που απασχολούνται με αυτήν. Οι δικαστές μας ανά κάτοικο είναι περισσότεροι από αυτούς άλλων χωρών και οι αποδοχές τους οι υψηλότερες του Δημοσίου. Πιστεύει κανείς ότι κάτι θα αλλάξει αν διπλασιάσουμε τον αριθμό τους ή τις αποδοχές τους; Αλλος δρόμος από ριζικές μεταρρυθμίσεις δεν υπάρχει».
Upd. 25.2.2016:
Άλλος «αποστάτης» προέκυψε εν ριπή οφθαλμού: Δημήτρης Χριστόπουλος, πανεπιστημιακός, νομικός (άν δεν απατώμαι), αλλά αυτή τη φορά, επίσης, επιφανές στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ. Έχει το θράσος και τονίζει, άκουσαν-άκουσον ορθά κοφτά, τα αυτονόητα που ισχύουν σε δημοκρατίες με διάκριση των εξουσιών, αλληλεοέλεγχό τους και έλεγχο απο τον Κυρίαρχο.
Το Οχυρό του Ιερατείου εν κινδύνω; Τας θύρας, τας θύρας..
Η κατάσταση που ζει η Ελλάδα είναι μια «μπαμπούσκα» από κρίσεις. Η μια κρίση μέσα στην άλλη, και όλο κάτι καινούργιο κακό απρόσμενα βγαίνει. Η λέξη μπαμπούσκα είναι η «γιαγιά», η «μεγάλη γυναίκα» στα ρώσικα, εξ ου και η οικεία εικόνα της μιας κούκλας μέσα στην άλλη, στη γνωστή ρωσική χειροτεχνία.
Η τελευταία «μπαμπούσκα» που μας εμφανίστηκε στις δύσκολες μέρες που διάγει η χώρα, μετά το μνημόνιο, το ασφαλιστικό, το προσφυγικό και το αγροτικό είναι η πρώην υπηρεσιακή πρωθυπουργός και πρόεδρος του Αρείου Πάγου, κ. Θάνου. Η περί ης μήνυσε τον συνταγματολόγο Στ. Τσακυράκη, διότι την είπε «πολιτικάντη», για εξύβριση και δυσφήμιση. Έτσι λοιπόν η τελευταία μπαμπούσκα μας θύμισε ότι στην Ελλάδα πέραν των αδιεξόδων του παρόντος υπάρχουν και οι ανοιχτοί λογαριασμοί του παρελθόντος ενός αυταρχικού κράτους. Υπάρχει η κληρονομιά του αδικήματος της «εξύβρισης αρχής», υπάρχει ένα βαθύ κράτος (και) δικαστικών που αδυνατεί να διαχειριστεί την εξουσία με σύνεση και ευθύνη, αλλά εξοργίζεται όταν του ασκείται κριτική και αντιδρά επιθετικά, απερίσκεπτα και με τρόπο επικίνδυνο για το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία. Τέλος, υπάρχει κι η γειτονιά μας, η Τουρκία: πριν από λίγες μέρες, μιλούσα σε ένα πάνελ για το προσφυγικό και ένας δημοσιογράφος αποκάλεσε τον πρόεδρο της Τουρκίας “nasty guy” (κακό τύπο). Μόλις τελειώσαμε, νεαρός διπλωμάτης από την Τουρκία που παρακολουθούσε την εκδήλωση, είπε στον δημοσιογράφο περιπαικτικά και αυτοσαρκαστικά: «μην ξαναπείτε τον πρόεδρο μου «nasty guy» διότι θα σας βάλει φυλακή». Στο βάθος της, η κυρία Θάνου, δεν είναι τόσο μόνη της, όσο νομίζει. Ο πρόεδρος της Τουρκίας και λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων της γειτονιάς (και όχι μόνο) της συμπαρίσταται.
Η κατάσταση που ζει η Ελλάδα είναι μια «μπαμπούσκα» από κρίσεις. Η μια κρίση μέσα στην άλλη, και όλο κάτι καινούργιο κακό απρόσμενα βγαίνει. Η λέξη μπαμπούσκα είναι η «γιαγιά», η «μεγάλη γυναίκα» στα ρώσικα, εξ ου και η οικεία εικόνα της μιας κούκλας μέσα στην άλλη, στη γνωστή ρωσική χειροτεχνία.
Η τελευταία «μπαμπούσκα» που μας εμφανίστηκε στις δύσκολες μέρες που διάγει η χώρα, μετά το μνημόνιο, το ασφαλιστικό, το προσφυγικό και το αγροτικό είναι η πρώην υπηρεσιακή πρωθυπουργός και πρόεδρος του Αρείου Πάγου, κ. Θάνου. Η περί ης μήνυσε τον συνταγματολόγο Στ. Τσακυράκη, διότι την είπε «πολιτικάντη», για εξύβριση και δυσφήμιση. Έτσι λοιπόν η τελευταία μπαμπούσκα μας θύμισε ότι στην Ελλάδα πέραν των αδιεξόδων του παρόντος υπάρχουν και οι ανοιχτοί λογαριασμοί του παρελθόντος ενός αυταρχικού κράτους. Υπάρχει η κληρονομιά του αδικήματος της «εξύβρισης αρχής», υπάρχει ένα βαθύ κράτος (και) δικαστικών που αδυνατεί να διαχειριστεί την εξουσία με σύνεση και ευθύνη, αλλά εξοργίζεται όταν του ασκείται κριτική και αντιδρά επιθετικά, απερίσκεπτα και με τρόπο επικίνδυνο για το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία. Τέλος, υπάρχει κι η γειτονιά μας, η Τουρκία: πριν από λίγες μέρες, μιλούσα σε ένα πάνελ για το προσφυγικό και ένας δημοσιογράφος αποκάλεσε τον πρόεδρο της Τουρκίας “nasty guy” (κακό τύπο). Μόλις τελειώσαμε, νεαρός διπλωμάτης από την Τουρκία που παρακολουθούσε την εκδήλωση, είπε στον δημοσιογράφο περιπαικτικά και αυτοσαρκαστικά: «μην ξαναπείτε τον πρόεδρο μου «nasty guy» διότι θα σας βάλει φυλακή». Στο βάθος της, η κυρία Θάνου, δεν είναι τόσο μόνη της, όσο νομίζει. Ο πρόεδρος της Τουρκίας και λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων της γειτονιάς (και όχι μόνο) της συμπαρίσταται.
Δημήτρης Χριστόπουλος, Η Θάνου και ο Ερντογάν,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου