του Hλία Τσίγκα
Σε ένα γνωστό βρετανικό ανέκδοτο, ο ταξιδιώτης ρωτάει κάποιον στο δρόμο: «Φίλε, μήπως ξέρεις πώς πάω για Δουβλίνο;». «Δεν θα ξεκινούσα από δω», του απαντά ο άλλος. Κάτι ανάλογο συμβαίνει παρατεταμένα και στην Ελλάδα της Κρίσης. Επί 5 γεμάτα χρόνια η χώρα, το πολιτικό της προσωπικό κι οι πολίτες αναζητούν εναγωνίως τη λύση στο γόρδιο δεσμό της απεμπλοκής από μνημόνια, ύφεση κι αποανάπτυξη εξόχως προσχηματικά, μιας και η αναζήτηση της «εναλλακτικής» λύσης δεν είναι τίποτα άλλο παρά παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα, της προάσπισης και διατήρησης των «κεκτημένων» της sui generis ελληνικής «μεσαίας» τάξης, που κάποτε ο Ανδρέας είχε βαφτίσει «μη προνομιούχους».
Ο όρος αυτός υπήρξε στην πραγματικότητα αποκύημα της αναλυτικής σκέψης του ιδρυτή του εμβληματικού κόμματος της Μεταπολίτευσης, εξωτερικευμένου και εκπεφρασμένου με την απαιτούμενη προπαγανδιστική δοσολογία για τις ανάγκες της εποχής. Επρόκειτο για μια σκόπιμα θολή κατασκευή, που ενσωμάτωνε εκτεταμένα πληθυσμιακά τμήματα και κοινωνικά υποσύνολα, από τους ηττημένους του εμφυλίου και την εαμική παράδοση ως τα αστικά στρώματα εκείνα που είχαν εκμεταλλευτεί ή αξιοποιήσει την οικονομική και μορφωτική πρόοδο της εποχής του «ανένδοτου» του Γεωργίου Παπανδρέου και που ζητούσαν μεγαλύτερες ευκαιρίες ενσωμάτωσης στο «σύστημα» και κοινωνικής κινητικότητας. Ήταν έτσι προπαγανδισμένος, ωστόσο, όρος, που ο καθένας μπορούσε να συμπεριλάβει τον εαυτό του μέσα σε αυτόν, ώστε οι εκλογικές υποδοχές του κινήματος να μην έχουν όρια.
Μια ψύχραιμη, εν τούτοις, ματιά στη σημερινή πραγματικότητα, 40 χρόνια μετά, αποδεικνύει ότι οι προνομιούχοι κι οι μη προνομιούχοι του σήμερα αποτελούν μάλλον ευδιάκριτα κοινωνικά υποσύνολα. Το ίδιο και τα κόμματα που εκφράζουν τα επί μέρους αιτήματά τους.
Οι σημερινοί «insiders» είναι εκείνοι που εν μέσω Κρίσης, αν κι υπέστησαν περικοπές εισοδημάτων, κράτησαν τις θέσεις τους, την εργασιακή τους ασφάλεια και τον τρόπο ζωής τους, έστω και περιεσταλμένο. Κι αποτελούν εδραίες και διακριτές συνιστώσες των κοινωνικών συμμαχιών που αποκρυσταλλώνονται στα κόμματα που συναπαρτίζουν τον ψευδο-διπολισμό που θα αναμετρηθεί (και) στις προσεχείς εκλογές υπό τους αχούς του λαϊκισμού. Πρόκειται για προμηθευτές του Δημοσίου, για επικαρπωτές της προσοδοθηρίας που ακόμα καλά κρατεί, για συνταξιούχους των «ευγενών ταμείων» - που σκανδαλωδώς εν μέσω Κρίσης απολαμβάνουν άλλων προνομίων σε σχέση με τους λοιπούς ομολόγους τους - για τη δημοσιoϋπαλληλία που αντιμάχεται κάθε απαραίτητη μεταρρύθμιση κι αξιολόγηση, για τα προστατευόμενα «κλειστά επαγγέλματα» των οποίων το ειδικό συμφέρον προτάσσεται έναντι του συμφέροντος του καταναλωτή, για τους προστατευόμενους αυτοαπασχολούμενους και για εκτεταμένα τμήματα της «ιδιωτικής» πρωτοβουλίας και οικονομίας, που επιμένει παρασιτικά να υφίσταται είτε χάρη στις εμπρόθετα κακές ομόλογες δημόσιες υπηρεσίες είτε χάρη στις προνομιακές συναλλαγές με κόμματα, κράτος και Αυτοδιοίκηση.
Με δυο λόγια, το πρόβλημα δεν είναι αποκλειστικά η Δημόσια Διοίκηση, αλλά η «ελληνικής κοπής και ραφής» μεσαία αστική τάξη, που συνεχίζει να απαιτεί και να απολαμβάνει απαγόρευση ή δραστική περιστολή της λειτουργίας του ανταγωνισμού και του «πολέμου τιμών» σε μια σειρά από επαγγέλματα και που τελικό θύμα τους είναι ο καταναλωτής και γενικότερα οι «απ' έξω» του συστήματος, οι σύγχρονοι outsiders.
Πρόκειται για μια έως σήμερα πανίσχυρη τάξη που, παρόλο ότι ευθύνεται πρωταρχικά και καταλυτικά για τον ελληνικό εκτροχιασμό, είναι αυτή ακριβώς που αυτοπαρουσιάζεται, μέσω της νεολαϊκιστικής ρητορικής της θυματοποίησης, ως η πιο άγρια κυνηγημένη. Ακόμα και σήμερα είναι εκείνες οι «ειδικές ομάδες συμφερόντων» που προβαίνουν στις πιο θορυβώδεις συγκεντρώσεις και κινητοποιήσεις και που δίνουν τον τόνο του πολιτικού (δια)λόγου στα δύο κόμματα που επί μέρους τις εκπροσωπούν. Οι θέσεις της εντοπίζονται στα αντιπαραγωγικά επαγγέλματα και στους μη εμπορεύσιμους κλάδους της οικονομίας, τα οποία απομύζησαν τους πόρους των παραγωγικών και εξωστρεφών κλάδων της. Μόνο που χωρίς τις εισροές αυτών ακριβώς των κλάδων το «πάρτυ» του παρασιτισμού και της προσοδοθηρίας είναι αδύνατο να διαρκέσει για πολύ ακόμα. Φαίνεται κι από τις εξελίξεις στα ασφαλιστικά ταμεία. «Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας»...
Είναι επισήμανση που εμπειρικά κι επιστημονικά καταλήγει στην ίδια διαπίστωση. Προνομιακός χώρος εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ είναι η ΑΔΕΔΥ κι οι ΔΕΚΟ. Της ΝΔ οι ελεύθεροι επαγγελματίες, γιατροί, ταξιτζήδες, ένστολοι, δικηγόροι και δικαστικοί, φαρμακοποιοί, ενώ και των δύο οι κατ' επάγγελμα αγρότες της επιδοματικής πολιτικής, του εκτεταμένου αφορολόγητου, των χρεοκοπημένων συνεταιρισμών και του «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά». Και φυσικά, η πανταχού παρούσα Εκκλησία. Ακόμα και σήμερα, όλες οι νομοθετικές πρωτοβουλίες βουλευτών της ΝΔ γίνονται ακριβώς για αυτές τις «ειδικές ομάδες συμφερόντων», που πρωτοστατούν άλλωστε στον κατάλογο των ομάδων που καρπώνονται τη διανομή του πρωτογενούς πλεονάσματος προς άρση των «αδικιών» της Κρίσης.
Για να ανήκεις, όμως, στην καθολική εκκλησία, πρέπει πρώτα να αποδέχεσαι το Filioque! Οπότε, και μοιραία, στο χορό για την εκλογική πρωτοκαθεδρία στους θυλάκους των «insiders» δε γίνεται να υστερεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Τόσο στο πρόσφατα παρουσιασμένο πρόγραμμά του, όσο και στις πρώτες κινήσεις των εκλεγμένων του στους ΟΤΑ - βλ. Δούρου και Δήμαρχο Χαλανδρίου, που αρνούνται με πολεμικό ενθουσιασμό να επιτρέψουν τους ελέγχους για τους διορισμένους με πλαστά πτυχία - κυριαρχεί η γνωστή αποστροφή του Σίλερ: «Τις ψήφους δεν πρέπει να τις μετράμε, αλλά να τις ζυγίζουμε».
Αλλά εδώ έρχεται να απαντήσει ο Γκαίτε: «Τα πράγματα που έχουν μεγαλύτερη σημασία δεν μπορεί να είναι στο έλεος των πραγμάτων που έχουν μικρότερη σημασία». Ποιοί είναι, λοιπόν, οι outsiders στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία της Κρίσης; Οι άλλοτε εργαζόμενοι στους παραγωγικούς κι εξαγωγικούς τομείς της οικονομίας, που εξαϋλώθηκαν πρώτοι (το περιβόητο 1,5 εκ. των ανέργων), για να συντηρηθούν οι στρατοί των insiders. Άνεργοι πτυχιούχοι των ΑΕΙ και ΤΕΙ, που ούτε στους διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους μπορούν να εργαστούν, λόγω του αφανισμού τους, ούτε στους μη εμπορεύσιμους, λόγω του κορεσμού τους από τους σύγχρονους προνομιούχους.
Στα προγράμματα και στις προθέσεις των εκπροσώπων του σύγχρονου δικομματισμού, ιδίως της εν αναμονή «αριστερής» κυβέρνησης, δεν υπάρχει πραγματική μέριμνα ενδεικτικά για υγιή επανεκκίνηση της μικρομεσαίας επιχείρησης ή για προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Πολιτική εξαιρετικά κοντόφθαλμη, μιας και αδήριτη προϋπόθεση για τη διατήρηση του έστω και περιεσταλμένου βιοτικού επιπέδου των φορέων της πολιτικής του συμμαχίας, των insiders, είναι η σημαντική αύξηση των εξαγωγών ή των εν Eλλάδι παραγόμενων υποκατάστατων προϊόντων και υπηρεσιών, που θα βελτιώσει τους δείκτες του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών και γενικότερα του εμπορικού ισοζυγίου. Conditio sine qua non για τη διατήρηση θέσεων στους μη εμπορεύσιμους κλάδους, όπου εντοπίζεται η συντριπτική πλειοψηφία των οπαδών και ψηφοφόρων του. Οι δειλές μεταρρυθμιστικές απόπειρες της κυβέρνησης στον τομέα αυτό, από την άλλη πλευρά, γρήγορα εξέπεσαν σε ένα λαϊκιστικό πλαίσιο αποκατάστασης αδικιών ενστόλων και τηβενοφόρων και μετά τις ευρωεκλογές εκφυλίστηκαν ολοκληρωτικά.
Η σταδιακή ανάταξη του κλίματος της ελληνικής οικονομίας, και της κοινωνίας γενικότερα κατ επέκταση, είναι πρόδηλο ότι θα επισυμβεί μόνο μέσα από την έμφαση στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας και των εξαγωγών κι από μια εκ θεμελίων ανασυγκρότηση της Δημόσιας Διοίκησης. Κάτι τέτοιο, εν τούτοις, πλήττει ευθέως την καρδιά των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών των δύο πρωταγωνιστών του δικομματισμού. Καθιστώντας, έτσι, το παιχνίδι τελείως «σικέ», καθώς όλο το πρόγραμμά τους κι η στοχοθεσία τους είναι προσηλωμένη στην με κάθε μέσο προάσπιση των προνομίων των σημερινών insiders της ελληνικής κοινωνίας.
Κατά μία έννοια, Κρίση πάντοτε είναι μία αλλαγή που παλεύει να συμβεί. Αυτός που θα εκφράσει γνήσια τους outsiders μέσα από μια απλά επίκαιρη διατύπωση ενός σύγχρονου και ρεαλιστικού παραγωγικού μοντέλου εδρασμένου στην εξωστρέφεια και στις αποκτημένες ήδη δεξιότητες των νέων Ελλήνων, είναι κι αυτός που θα σαλπίσει τη «Μετά ΣΥΡΙΖΑ» εποχή. Με την ελπίδα μόνο, να έχει προλάβει κάτι να διασωθεί. Άλλωστε, όπως έλεγε κι ο Πολ Καρβέλ: «Η πολιτική, όπως και το τροπικό δάσος, τρέφεται από την ίδια της την αποσύνθεση»...
Ο Hλίας Τσίγκας είναι καθηγητής Φιλόλογος στην Ιδιωτική
Εκπαίδευση, συνδιοκτήτης και συνδιαχειριστής της ενημερωτικής
ιστοσελίδας Amfissaface.gr.
Δια του λόγου το αληθές: Οι «λειτουργοί» του χρηματοπιστωτικού συστήματος εν Ελλάδι (golden boys n' girls α λα Γκρέκα) είναι οι απόλυτοι insiders; Και καλοπληρωμένοι, και bonus και status και νόμιμη φοροαποφυγή.
Το κόστος του «αναβαλλόμενου» για τους φορολογούμενους - του Ανδρέα Κούτρα («Η Καθημερινή»)
Δια του λόγου το αληθές: Οι «λειτουργοί» του χρηματοπιστωτικού συστήματος εν Ελλάδι (golden boys n' girls α λα Γκρέκα) είναι οι απόλυτοι insiders; Και καλοπληρωμένοι, και bonus και status και νόμιμη φοροαποφυγή.
Το κόστος του «αναβαλλόμενου» για τους φορολογούμενους - του Ανδρέα Κούτρα («Η Καθημερινή»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου