του Bartosz Bartkowski
Το άρθρο Biodiversity, my favourite buzzword δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο Τhe Sceptical Economist
http://zielonygrzyb.wordpress.com/2014/01/03/biodiversity-my-favourite-buzzword/
http://zielonygrzyb.wordpress.com/2014/01/03/biodiversity-my-favourite-buzzword/
Τhe Sceptical Economist δημιουργήθηκε απο τον νέο Πολωνό οικονομικό επιστήμονα Bartosz Bartkowski, ερευνητή στον τομέα της οικονομικής αξιολόγησης της βιοποικιλότητας, στο Helmholtz-Centre for Environmental Research της Λειψίας.
Στις συζητήσεις και αντιπαραθέσεις που καλύπτονται στο ιστολόγιό μου, οι δημοφιλείς λέξεις-κλειδιά αφθονούν. Αειφορία, καπιταλισμός, αναπτυγμένες χώρες, καταναλωτική κοινωνία,
βιοποικιλότητα... Εξαιτίας του θέματος της διδακτορικής διατριβής μου,
πιο πρόσφατα έχω ασχοληθεί με την βιοποικιλότητα. Είναι
μια σπουδαία λέξη, που την επικαλούνται πολλοί σε πολλά διαφορετικά
περιβάλλοντα και της λείπει κάτι συγκεκριμένο, η συμφωνία για τον
ορισμό της. Μας αρέσουν οι λέξεις-κλειδιά, έτσι μας αρέσει και η βιοποικιλότητα. Το
πρόβλημα όμως με αυτές τις λέξεις είναι ότι εμποδίζουν τις συζητήσεις,
δεδομένου ότι ο καθένας υποθέτει ότι οι άλλοι τις καταλαβαίνουν με τον ίδιο τρόπο - πράγμα που δεν είναι πάντα αληθινό. Τι είναι βιοποικιλότητα;
Ο όρος βιοποικιλότητα δημιουργήθηκε από τον βιολόγο Walter Rosen το 1986 [βλ. επίσης εδώ (pdf) και εδώ - Cofrin Center for Biodiversity]. Αυτό το έτος, συγκλήθηκε στην Ουάσιγκτον το Εθνικό Φόρουμ για τη Βιοποικιλότητα [National Forum on BioDiversity], οι εργασίες του οποίου δημοσιεύθηκαν δύο χρόνια αργότερα σ' ένα βιβλίο γνωστό στους περισσότερους οικολόγους - Biodiversity, που εκδόθηκε με επιμέλεια του Edward O. Wilson. Στην πλήρη της λεκτική μορφή, ως βιολογική ποικιλομορφία, ο όρος ήταν σε χρήση ήδη από τη δεκαετία του 1970.
Ο όρος βιοποικιλότητα δημιουργήθηκε από τον βιολόγο Walter Rosen το 1986 [βλ. επίσης εδώ (pdf) και εδώ - Cofrin Center for Biodiversity]. Αυτό το έτος, συγκλήθηκε στην Ουάσιγκτον το Εθνικό Φόρουμ για τη Βιοποικιλότητα [National Forum on BioDiversity], οι εργασίες του οποίου δημοσιεύθηκαν δύο χρόνια αργότερα σ' ένα βιβλίο γνωστό στους περισσότερους οικολόγους - Biodiversity, που εκδόθηκε με επιμέλεια του Edward O. Wilson. Στην πλήρη της λεκτική μορφή, ως βιολογική ποικιλομορφία, ο όρος ήταν σε χρήση ήδη από τη δεκαετία του 1970.
Πολλοί επικριτές του όρου έχουν καταγγείλει ότι έχει μια συναισθηματική, συνηγοριακή χροιά. Σε μια συνέντευξη που έδωσε στον Edward Grumbine, ο αναγνωρισμένος γενετιστής των πληθυσμών Michael Soulé, στο ερώτημα γιατί η βιοποικιλότητα είναι καλό πράγμα, απάντησε ότι αυτό βασίζεται στη διαίσθηση και την αισθητική, ενώ παραδέχεται ότι ένας σημαντικός στόχος της βιολογίας της διατήρησης και προστασίας είναι υποστηρικτική συνηγορία.
Από
την άλλη πλευρά, θεωρείται ότι η βιοποικιλότητα ακούγεται πιο
«επιστημονική» από την εναλλακτική λύση φύση, πράγμα που υποτίθεται
ότι είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ο όρος εμφανίστηκε. Όποιο
και αν είναι το ακριβές κίνητρο που βρισκεται πίσω από τη θέσπιση του όρου,
ένα ευρέως αναγνωρισμένο πρόβλημα με τη λέξη βιοποικιλότητα είναι ότι δεν
έχει έναν απλό, σαφή, συμφωνημένο ορισμό. Έχει
αποκληθεί ψευδοσυγγενική, ψευδοσυναινετική (pseudocognate), πράγμα που σημαίνει ότι οι χρήστες της σιωπηρά
υποθέτουν ότι οι άλλοι την καταλαβαίνουν με τον ίδιο τρόπο όπως και οι
ίδιοι. Επίσης, η βιοποικιλότητα έχει συγκριθεί με τις λέξεις αγάπη και πίστη, ως «ασαφής»
όρος που χρησιμοποιείται ευρέως, έστω και αν δεν υπάρχει σαφής
ορισμός της.
Ωστόσο, ο πιο δημοφιλής και έγκυρος ορισμός της βιοποικιλότητας , είναι ο
ορισμός της Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλότητα [Convention for Biological Diversity - CDB], η οποία ήταν ένα από
τα πιο απτά αποτελέσματα των διαδικασιών της Διάσκεψης του Ρίο το 1992:
«Βιολογική ποικιλότητα» σημαίνει την ποικιλομορφία μεταξύ των ζώντων οργανισμών που προέρχονται από όλες
τις πηγές, συμπεριλαμβανομένων μεταξύ άλλων, των χερσαίων,
των θαλάσσιων και άλλων υδρόβιων οικοσυστημάτων και των οικολογικών
συμπλεγμάτων των οποίων αποτελούν μέρος. Περιλαμβάνει την ποικιλότητα
εντός του κάθε είδους, μεταξύ ειδών και μεταξύ οικοσυστημάτων».
Ο
ορισμός αυτός έχει αντιγραφεί, εν μέρει σε ελαφρώς τροποποιημένη
μορφή, σε πολλά πρόσφατα ντοκουμέντα και αναλύσεις της βιοποικιλότητας. Πολλοί
από τους ορισμούς που χρησιμοποιούνται, είναι ακόμη λιγότερο
συγκεκριμένοι, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς τονίζουν την πτυχή της
ποικιλίας: «η ποικιλία της μορφολογίας, της συμπεριφοράς, της φυσιολογίας
και της βιοχημείας στα έμβια όντα» (Mallet, 1996), η ποικιλία της ζωής (DeLong 1996), «η ποικιλία της ζωής στη γη
και [...] των φυσικών συνθηκών της» (Oksanen, 2004), «η ποικιλία των
μορφών ζωής, των οικολογικών ρόλων που επιτελούν και η γενετική
ποικιλομορφία που περιέχουν» (Wilcox, 1984). Η ασάφεια του ορισμού της Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλότητα (CDB) μοιάζει με τα προβλήματα που σχετίζονται με τον ορισμό Brundtland περί αειφορίας.
Ορισμένοι σχολιαστές υπερασπίζονται τη χρήση τέτοιων ευρέων και περιεκτικών ορισμών για πρακτικούς λόγους. Ωστόσο, όταν τίθεται θέμα για πιο συγκεκριμένες πτυχές του ορισμού της
βιοποικιλότητας, φαίνεται να υπάρχουν μια σειρά από σημεία στα οποία οι βιολόγοι
δεν έχουν ακόμα καταλήξει σε συμφωνία. Για
παράδειγμα, υπάρχουν διαφωνίες για το αν η βιοποικιλότητα θα πρέπει να
περιλαμβάνει μόνο βιοτικά στοιχεία των οικοσυστημάτων ή αν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και αβιοτικά τμήματά τους. Ένα
άλλο σημείο που συχνά τίθεται υπό συζήτηση είναι κατά πόσον ο όρος
βιοποικιλότητα θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο σε σχέση με «φυσικά συστήματα» ή και σε σχέση με συστήματα υπό ανθρώπινη διαχείριση (ιδιαίτερα γεωργική). Ο ορισμός της Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλότητα - CDB τον οποίο επικαλούνται συχνά, φαίνεται να περιλαμβάνεται και τα τελευταία. Έχει προταθεί μια
ενδιαφέρουσα ερμηνεία, στην οποία η βιοποικιλότητα γίνεται
κατανοητή ως πληροφορία ή ως ασφάλιση, με την τελευταία να είναι μια επέκταση
της θεωρίας των χαρτοφυλακίων που προέρχεται από τα χρηματοπιστωτικά οικονομικά, σε
συνδυασμό με την αντίληψη του C.S. Holling περί [ανθεκτικής] ελαστικότητας (resilience). Και οι δύο ερμηνείες θεωρούν τη βιολογική ποικιλότητα ως κάτι που παρέχει στα οικοσυστήματα μια υπηρεσία ρυθμιστική και απορρόφησης εντάσεων.
Ο ορισμός της CBD κατονομάζει μόνον τρία επίπεδα της βιοποικιλότητας: εντός του
βιολογικού είδους (ή γενετική) ποικιλότητα, μεταξύ ειδών (ταξονομική και
φυλογενετική) ποικιλότητα, καθώς και ποικιλότητα των οικοσυστημάτων. Έχουν προταθεί
περαιτέρω (υπο-) επίπεδα, π.χ. μοριακή βιοποικιλότητα ή η αυξανόμενης επιρροής αντίληψη περί λειτουργικής ποικιλότητας. Η λειτουργική
ποικιλότητα φαίνεται να προσφέρει μια ιδιαίτερα χρήσιμη προοπτική,
δεδομένου ότι επικεντρώνεται στις λειτουργίες οι οποίες εκπληρώνονται
από τα διάφορα μέρη ενός οικοσυστήματος. Ωστόσο, οι παραλλαγές της ποικιλότητας των ειδών είναι κυρίαρχες στις
περισσότερες αναλύσεις του τομέα, έστω και αν αυτή η ιδιαίτερα
ισχυρή έμφαση στην ποικιλότητα των ειδών έχει δεχθεί κριτική ήδη από τη
δεκαετία του 1980.
Καθώς η βιοποικιλότητα είναι
ένας τέτοιος «ασαφής» όρος, δεν υπάρχει εύκολος τρόπος για να
ποσοτικοποιηθεί ή να μετρηθεί με τη βοήθεια συντελεστών και παραμέτρων (operationalize). Δεν μπορεί να μετρηθεί ως όλον - μόνον ορισμένες πτυχές της μπορούν. Δύο
ευρείες κατηγορίες δεικτών βιοποικιλότητας υπάρχουν στη
βιβλιογραφία: εκείνες που μετρούν αριθμούς και εκείνες που επικεντρώνονται
στις διαφορές, με μια μικτή κατηγορία δεικτών που προσπαθούν να
συνδυάσουν αυτές τις δύο διαστάσεις.
Για ό,τι αφορά το ποια πλευρά ή επίπεδο της βιοποικιλότητας να μετρηθεί, έχουν προταθεί πολλοί διαφορετικοί δείκτες. Στον
πίνακα στη συνέχεια υπάρχει μια επισκόπηση των μέτρων
που συνήθως χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν την ποικιλότητα, την γενετική, των ειδών
και των οικοσυστημάτων. Σύμφωνα
με ορισμένους συγγραφείς, η γενετική ποικιλότητα είναι αυτή που μπορεί να μετρηθεί με τη βοήθεια παραμέτρων πιο
εύκολα (ή μάλλον χωρίς αντιφάσεις), γιατί έχει να κάνει με σαφείς, μετρήσιμες οντότητες. Η ποικιλότητα
των ειδών είναι πιο περίπλοκη ως προς τη μέτρηση, ιδίως λόγω της έλλειψης συμφωνίας
μεταξύ των βιολόγων ως προς το τι συνιστά ένα είδος, ενώ η ποικιλότητα των
οικοσυστημάτων είναι η πιο αφηρημένη έννοια.
(Πηγή : Nunes, Bergh και Nijkamp, The Ecological Economics of Biodiversity:
Methods and Policy Applications, 2003, όπως τροποποιήθηκε ) |
Όπως
μπορούμε να δούμε στον πίνακα, οι περισσότεροι δείκτες βιοποικιλότητας
είναι ωραίοι στη θεωρία, αλλά δεν είναι εύκολο να τους χειρισθούμε, όταν
πρόκειται να γίνει εμπειρική εφαρμογή, είτε λόγω έλλειψης δεδομένων, είτε
επειδή οι ορισμοί των δεικτών είναι υπερβολικά ασαφείς (π.χ. τι σημαίνει «διαφορές λειτουργικής ποικιλότητας»;) Επομένως, όταν πρόκειται να γίνει εφαρμογή στην πράξη, π.χ. στα περιβαλλοντικά οικονομικά, η ποικιλότητα των ειδών φαίνεται να είναι η μεταβλητή επιλογής. Επιπλέον,
ενώ έχει αναγνωρισθεί ότι οι δείκτες της ποικιλότητας των ειδών θα
πρέπει να περιλαμβάνουν μια έννοια της συγγένειας, αυτό είναι
πολύπλοκο θέμα στην πράξη. Μια ομάδα οικονομολόγων το έθεσε με ρεαλιστικό τρόπο ως εξής (Christie κ.α., 2007, 345-346):
Τα οικοσυστήματα ορίζονται ως κοινότητες αποτελούμενες από είδη
φυτών και ζώων που συν-υπάρχουν, συν το φυσικό περιβάλλον τους. Ως εκ
τούτου, είναι δύσκολο να προσδιορισθούν και να οριοθετηθούν. Στο άλλο άκρο του φάσματος, εξακολουθεί σήμερα να είναι δύσκολος ο εντοπισμός και η καταμέτρηση των γονιδίων . Συνεπώς, η καταμέτρηση των ειδών είναι το προφανές εργαλείο για τη μέτρηση της βιοποικιλότητας.
Ο πλούτος των
ειδών έχει αποκληθεί κατάλληλο υποκατάστατο για τη βιοποικιλότητα, και
πολλοί ερευνητές στον τομέα της περιβαλλοντικής και οικολογικής
οικονομίας φαίνεται να ακολουθούν σιωπηρά αυτή την πεποίθηση. Μια παρόμοια ερμηνεία αντικατοπτρίζεται στην μέτρηση των μεταβολών της βιοποικιλότητας, για ό,τι αφορά την απώλεια ειδών. Ωστόσο, το
πρόβλημα αυτής της προσέγγισης είναι, ότι μέχρι σήμερα έχουν
καταγραφεί μόνον περίπου 1,7 εκατομμύρια είδη σε όλο τον κόσμο - εν
τω μεταξύ, οι εκτιμήσεις για τον πραγματικό αριθμό των ειδών κυμαίνονται από
10 έως 100 εκατομμύρια.
Η μερικές φορές παραπλανητική χρήση κοινών δεικτών της βιολογικής
ποικιλότητας έχει επικριθεί, δεδομένου ότι δεν αντικατοπτρίζουν τις
συνδέσεις και τις αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των ειδών, και μπορεί επίσης να
προσκαλεί για την εισαγωγή μη ιθαγενών ειδών, ως μια κίνηση για την ενίσχυση
της τοπικής βιοποικιλότητας. Σύμφωνα
με αυτή την κριτική, ο Partha Dasgupta τόνισε ότι η βιοποικιλότητα αφορά είδη που «έχουν εξελιχθεί από κοινού υπό την πίεση επιλογής [και όχι] μιά απλή καταμέτρηση κεφαλιών των «αντικειμένων» (Dasgupta 2004,
128).
Οι
διαμάχες γύρω από την χρήση διαφορετικών και μερικές φορές
αντικρουόμενων δεικτών βιοποικιλότητας, μπορούν να επεκταθούν με την
έννοια των καυτών κηλίδων ή σημείων [hotspots] βιοποικιλότητας, που προτείνεται από τον Norman Myers. Αυτές είναι περιοχές με εξαιρετική, αλλά και απειλούμενη βιοποικιλότητα. Ο Myers καθόρισε τις περιοχές καυτών κηλίδων με βάση κυρίως την ποικιλότητα των αγγειακών ή ανώτερων φυτικών ειδών [vascular plants, Τραχειόφυτα - Tracheophyta, ή Κορμόφυτα, περιλαμβάνουν τα Σπερματόφυτα, τα Πτεριδόφυτα και τα Λυκοποδιόφυτα] και τον ενδημισμό. Είναι δυνατό να δοθούν εναλλακτικοί ορισμοί, με βάση διαφορετικές πτυχές της ποικιλότητας. Ενώ
αυτό πιθανότατα δεν θα αλλάξει τη γενική εικόνα, θα πρέπει να είναι
σαφές ότι υπάρχει κάποια αυθαιρεσία στην επιλογή του Myers. Εν
τω μεταξύ, αυτός ο αυθαίρετος ορισμός των hotspots βιοποικιλότητας
μπορεί να καθορίσει την κατεύθυνση των [οικονομικών] πόρων που έχουν ως στόχο την προστασία των
φυσικών συστημάτων. Άν τα επιλεγμένα hotspots είναι τα πιο άξια προστασίας από την ανθρώπινη σκοπιά, δεν είναι σαφές.
Περιοχές βιοποικιλότητας με παγκόσμια σημασία |
Το
γεγονός ότι δεν υπάρχει μέτρο της «ολικής» βιοποικιλότητας
μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη ευελιξίας, όχι ως πρόβλημα. Ωστόσο, αυτή η υποτιθέμενη ευελιξία μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα ως προς τη
μετάδοση του μηνύματος των επιστημονικών τομέων που σχετίζονται με τη βιοποικιλότητα, είτε
πρόκειται για τη βιολογία της διατήρησης, είτε πρόκειται για τα οικονομικά
του περιβάλλοντος ή για οποιοδήποτε άλλη επιστήμη που ασχολείται με αυτή
την έννοια... Δεν
πρέπει να εκπλήττει λοιπόν που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν
ξέρουν τι είναι η βιοποικιλότητα, και που πολλοί ερευνητές, κυρίως μη
- βιολόγοι, χρησιμοποιούν τον όρο ως μια πραγματική δημοφιλή λέξη, ως ένα
ωραίο συνώνυμο της φύσης. Έτσι και τα μέσα ενημέρωσης. Εν τω μεταξύ, ανάλογα με τι σχετίζονται οι όροι αυτοί, δίνουν έμφαση σε διαφορετικές πλευρές της ίδιας πραγματικότητας.
Αυτή η θέση είναι ένα τροποποιημένο τμήμα από το διδακτορικό μου. Παρέλειψα περισσότερες αναφορές. Μπορούν να παρέχονται κατόπιν αιτήματος (B.B).
O Bartosz Bartkowski είναι ερευνητής στον τομέα της οικονομικής αξιολόγησης της βιοποικιλότητας, στο Helmholtz-Centre for Environmental Research της Λειψίας.
Στον ιστότοπο The Sceptical Economist [προηγουμένως ιστότοπος ZielonyGrzyb] πραγματεύεται θέματα σχετικά με την αειφορία - με την ευρεία έννοια - από τη σκοπιά της οικονομικής επιστήμης, της οικολογίας, της πολιτικής, της κοινωνικής επιστήμης και της ηθικής.
Το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, ειδικά οι οικονομικές πτυχές, η οικονομική αποτίμηση των δράσεων για προστασία των
οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας, είναι βασικοί τομείς ενδιαφέροντος. Επίσης, η κριτική αντιμετώπιση της οικονομικής ορθοδοξίας, ιδίως για ό,τι αφορά την υπόθεση ότι η ορθοδοξία αυτή είναι ορθολογική, την [ποσοτική] μέτρηση της προόδου και την εκτίμηση της μη αγοραίας αξίας των αγαθών.
Ο ιστότοπος The Sceptical Economist - Green worldview with a pinch of realism and pragmatism
ibn - Institute for Biodiversity
Convention for Biological Diversity
ibn -What does Biodiversity mean?
Cofrin Center for Biodiversity
Biodiversity Institute Oxford
ibn - Institute for Biodiversity
Convention for Biological Diversity
ibn -What does Biodiversity mean?
Cofrin Center for Biodiversity
Biodiversity Institute Oxford
Norman Myers et al. - Biodiversity hotspots for conservation priorities (Nature 403, ολόκληρο το κείμενο)
Ελαιώνας στη Λεμεσό - Κύπρος |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου