Εκλογικές επιλογές εν μέσω κρίσης: Όταν «το παλιό πεθαίνει και το νέο δυσκολεύεται να γεννηθεί»

1. Το δικαίωμα να αλλάζουμε κυβέρνηση 
…και γιατί στην Ευρώπη μια Ελλάδα υπό τον Σύριζα δεν μπορεί να σημαίνει GREXIT
     
του Σωτήρη Βαλντέν - "Μεταρρύθμιση"
       
 Η τρομοκράτηση των πολιτών αποτελεί και πάλι το κύριο αν όχι και μοναδικό όπλο των δυνάμεων της συγκυβέρνησης και του παλαιοκομματισμού στην απελπισμένη τους προσπάθεια να παραμείνουν αγκιστρωμένες στην εξουσία. Στον πυρήνα της επιχείρησης αυτής είναι ο ισχυρισμός πως «η Ευρώπη» δεν μπορεί να ανεχθεί ή να συνυπάρξει με μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα. Άρα κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα με κορμό το κόμμα αυτό (η μόνη δυνατή σήμερα) σημαίνει διαζύγιο της χώρας μας με την ευρωπαϊκή οικογένεια.
Όμως και σε ευρωπαϊκό επίπεδο από την ημέρα που προκηρύχθηκαν οι εκλογές, η χώρα μας βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο της προσοχής των πολιτικών ηγεσιών και των μέσων ενημέρωσης. Τα μηνύματα που εκπέμπονται είναι αντιφατικά. Πολλές έγκυρες φωνές αντικρούουν το σκηνικό του φόβου. Όμως εξίσου πολλές ή και περισσότερες είναι οι φωνές που απειλούν. Και από αυτές δεν γνωρίζουμε πόσες απλώς συμπαρίστανται στα πολιτικά τους αδέλφια στην Ελλάδα και πόσες πραγματικά εννοούν τις απειλές τους.

Οι δικοί μας πολιτικοί «ευρωτρομοκράτες» επικαλούνται συνήθως το ρεαλισμό και το συσχετισμό των δυνάμεων: «Πού πας, ρε Καραμήτρο», λένε, απευθυνόμενοι στον Τσίπρα, «μόνος σου ενάντια σε μια παντοδύναμη Ευρώπη; Θα σε τσακίσουν, και μαζί με σένα και την Ελλάδα».

Είναι άραγε αλήθεια πως «οι Ευρωπαίοι» περιμένουν την πρώτη κίνηση μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για να ενεργοποιήσουν την Grexit;

Το ότι ο Αλέξης Τσίπρας είναι ανάδελφος στις κυβερνήσεις της ΕΕ και ότι οι περισσότεροι μελλοντικοί του συνάδελφοι θα προτιμούσαν «γνωστά πρόσωπα» στη θέση του, δεν αποτελεί δα και εφτασφράγιστο μυστικό. Βέβαια χαρακτηριστικό της δυτικής δημοκρατίας είναι η ικανότητα ανανέωσης του προσωπικού της και έτσι οι δυτικοί ηγέτες δεν είναι πρώτη φορά που θα συνηθίσουν καινούργια πρόσωπα.

Ας δούμε όμως τη μεγάλη εικόνα:

Κατά τα τελευταία δέκα τουλάχιστον χρόνια η Ευρώπη βρίσκεται σε κρίση και χάνει έδαφος στον παγκόσμιο στίβο. Επιπρόσθετα στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, έχει καταστεί ουραγός στην έξοδο από την πρόσφατη οικονομική κρίση, σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα της δογματικής πολιτικής της. Στρατιές ανέργων, αναπτυξιακή στασιμότητα, γιγάντωση των ανισοτήτων υπονομεύουν το ευρωπαϊκό μοντέλο. Θεσμικά η Ευρώπη παραμένει ημιπαράλυτη και τα κάποια βήματα για την αναγκαία εμβάθυνση της ολοκλήρωσης έρχονται αργά και είναι συνήθως ανεπαρκή. Η γειτονιά γύρω της φλέγεται, χωρίς η ίδια να μπορεί να παρέμβει αποτελεσματικά, όταν δεν ρίχνει και λάδι στη φωτιά. Και, το πλέον ανησυχητικό, η νομιμοποίηση της Ευρώπης στις συνειδήσεις των πολιτών της βαίνει από το κακό στο χειρότερο. Οι αντιευρωπαϊκές και αντιδημοκρατικές δυνάμεις φουντώνουν: Λε Πεν, Γκρίλλο, UKIP και πλήθος ακροδεξιών κομμάτων και συμμοριών ανά την ήπειρο, καθορίζουν την πολιτική ατζέντα, γίνονται ρυθμιστές ή και απειλούν να έρθουν στην εξουσία και να διαλύσουν την Ευρώπη. Με όλα αυτά, το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος είναι πιο αβέβαιο από ποτέ.

Στις συνθήκες αυτές που η Ευρώπη κλονίζεται και απειλείται, απ’ έξω κι από μέσα, δυσκολεύεται κανείς να δει πώς οι υπεύθυνες δυνάμεις της, ακόμη και συντηρητικές, θα είχαν συμφέρον να αρχίσουν το ξεχαρβάλωμά της από την Ελλάδα. Από μια χώρα, σε μια γεωπολιτικά ευαίσθητη γειτονιά, που ο πληθυσμός της κατά συντριπτική πλειοψηφία τάσσεται υπέρ της Ευρώπης και του ευρώ. Που και η μελλοντική ριζοσπαστική της κυβέρνηση ούτε που διανοείται το Grexit, την ώρα που ο ακροδεξιός ριζοσπαστισμός σε όλη την ήπειρο πλειοδοτεί σε αντιευρωπαϊσμό. Τι μήνυμα θα στέλνονταν στους λαούς της Ευρώπης, αν κάποια απολύτως εύλογα αιτήματα ενός τέτοιου φιλοευρωπαϊκού λαού και της μελλοντικής του, επίσης φιλοευρωπαϊκής, κυβέρνησης εθεωρούντο αιτία εξοστράκισής τους από την ευρωπαϊκή οικογένεια;

Διότι τρία είναι τα αιτήματα της πολιτικής αλλαγής στην Ελλάδα: (1) να μπορέσουν οι πολίτες της να ανανεώσουν το πολιτικό της προσωπικό, στέλνοντας σπίτι αυτούς που έφεραν τη χώρα στα σημερινά της κατάντια και που –συν τοις άλλοις- κορόιδεψε και «φέσωσε» τους «εταίρους», (2) να σταματήσει η πολυετής εξαθλίωση της χώρας που την έχει φέρει στα όρια της διάλυσης, τροφοδοτώντας –συν τοις άλλοις- κάθε είδους λαϊκισμό. Υπάρχει κανείς νουνεχής ευρωπαίος που να θεωρεί οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά «βιώσιμη» τη σημερινή εξαθλίωση της Ελλάδας; (3) να αναγνωρισθεί το προφανές σε όλους γεγονός ότι το τεράστιο ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και να συναχθούν αναγκαία συμπεράσματα.

Μπορεί άραγε να υποστηριχθεί ότι ο εξαναγκασμός της χώρας μας να φύγει (παρανόμως) από την ευρωζώνη λόγω των παραπάνω αιτημάτων θα αύξαινε τη συνοχή της Ευρώπης; Και όχι το αντίστροφο, ότι θα άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου, τροφοδοτώντας κάθε είδους φυγόκεντρες και αντιευρωπαϊκές δυνάμεις; Και δεν αναφέρομαι εδώ καν στο πλήγμα που θα αποτελούσε μια τέτοια εξέλιξη στις ευρωπαϊκές αξίες της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης. Ούτε και στο κατά πόσο ένα Grexit θα έφερνε τους δανειστές μας πιο κοντά στα λεφτά τους.

Η παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη και την Ευρώπη δεν αποτελεί πράξη ευσπλαχνίας των ισχυρών προς αυτήν, αλλά αμοιβαίο συμφέρον. Αμοιβαίο συμφέρον όχι μόνο, ούτε και κυρίως, λόγω των επιπτώσεων στην ευρωπαϊκή οικονομία ενός Grexit, αλλά από το πολιτικό πλήγμα που θα αποτελούσε για την Ευρώπη η έναρξη του ξηλώματός της και κυρίως από το πλήγμα στην εσωτερική της συνοχή. Αν η Ευρώπη δεν μπορεί να συνυπάρξει με έναν αριστερό φιλοευρωπαϊκό ριζοσπαστισμό, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα καταρρεύσει σύντομα από την επέλαση των ακραίων και κυρίως ακροδεξιών και εθνικιστικών δυνάμεων.

Ασφαλώς υπάρχουν στην Ευρώπη δυνάμεις που αντιλαμβάνονται μίαν Ελλάδα υπό τον ΣΥΡΙΖΑ ως απειλή ή και ευκαιρία για να απαλλαγούν από αυτήν. Είτε επειδή θα διευκολύνονταν στην υλοποίηση του σχεδίου τους για ένα μικρό, γερμανικό ευρώ, είτε επειδή φοβούνται την επέκταση της απειθαρχίας στις επικρατούσες οικονομικές πολιτικές τους, είτε τέλος –και αυτό είναι ίσως το κυριότερο- επειδή έχουν πανικοβληθεί από την αυξανόμενη πανταχόθεν αμφισβήτηση του σημερινού πολιτικού στάτους κβο στην Ευρώπη. Είναι βέβαιο πως τα σχέδια των δυνάμεων αυτών υποβοηθιούνται από μαξιμαλισμούς και ατυχείς ρητορικές εσωτερικής κατανάλωσης του ΣΥΡΙΖΑ, από την αλλεργία του σε πολιτικά «ανοίγματα» και συμμαχίες, αλλά και από την άκρατη δαιμονολογία των δυνάμεων της συγκυβέρνησης που συνειδητά και με εθνικά προβληματικό ζήλο αποσκοπούν να τρομοκρατήσουν όχι μόνο τους Έλληνες, αλλά και τους «εταίρους» και τις «αγορές».

Όμως αυτοί που βιάζονται να διώξουν την Ελλάδα, τείνουν να είναι οι ίδιοι που οδηγούν την Ευρώπη στην καταστροφή: αυτοί που δεν προβληματίζονται από τον καλπάζοντα ευρωσκεπτικισμό, και την αυξανόμενη ταύτιση της Ευρώπης με την ανεργία, την ανασφάλεια και τις ανισότητες στα μάτια των πολιτών της. Το πολιτικό τους σχέδιο βρίσκεται σε αδιέξοδο και δεν είναι πιθανό να παρασύρουν την Ευρώπη σε παραπέρα περιπέτειες. Οι άλλοι, οι περισσότεροι, βεβαίως και συνδράμουν τα πολιτικά τους αδέλφια στην Ελλάδα, βεβαίως και απειλούν για να κερδίσουν πόντους (ο λαϊκισμός δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα –όπως μας έδειξαν οι διαδοχικές και αντιφατικές δηλώσεις Γιούνκερ και Μοσκοβιτσί), όμως θα σκεφθούν δύο φορές πριν απασφαλίσουν σχεδόν αναίτια μια βόμβα που θα πλήξει και αυτούς.

Μας λένε: Ας καθίσουμε στα αυγά μας, η ευρωπαϊκή σκακιέρα δεν είναι για τα «κιλά» μας. Αν αλλάξει η κατάσταση στην Ευρώπη, τότε θα επωφεληθούμε και εμείς. Τώρα όμως προς τι να διακινδυνεύσουμε; Οι άνθρωποι αυτοί αισθάνονται προφανώς ασφαλείς στη σημερινή ελληνική και ευρωπαϊκή ζούγκλα και δεν βλέπουν κανένα λόγο να διακινδυνεύσουμε. Μας ζητάνε, προεξοφλώντας ένα δυσμενή συσχετισμό, να απεμπολήσουμε το δικαίωμα και καθήκον μας, ως Έλληνες και ως Ευρωπαίοι, να επηρεάσουμε τον συσχετισμό αυτό, παραμένοντας τα «καλά παιδιά» της κας Μέρκελ και παρατείνοντας το μαρτύριο του λαού μας. Και το κυριότερο, μας ζητάνε, στο όνομα του ρεαλισμού να απεμπολήσουμε το πλέον θεμελιώδες δημοκρατικό μας δικαίωμα, αυτό του να επιλέγουμε και να αλλάζουμε τους κυβερνώντες μας. Όμως αν ανήκουμε στην Ευρώπη και όχι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ή τη Σοβιετική Ένωση είναι ακριβώς γιατί η Ευρώπη είναι μια ένωση ελεύθερων και δημοκρατικών κρατών και λαών, όπου το εκλογικό δικαίωμα δεν απαλλοτριώνεται.

Η πολιτική αλλαγή στην χώρα μας αποτελεί κατά τη γνώμη μου μονόδρομο. Γιατί ένα είναι ξεκάθαρο: το σημερινό πολιτικό σύστημα είναι απολύτως ανίκανο να μας βγάλει από το τέλμα. Ο καθένας από εμάς θα ήθελε ίσως μιαν αλλαγή πιο σύμφωνη με τις δικές του ιδέες και αξίες. Στη ζωή όμως οι αλλαγές δεν γίνονται με βάση τις ευαισθησίες του καθενός, και μάλιστα όταν αυτές δεν κατορθώνουν να εκφραστούν σε αντίστοιχες μη περιθωριακές πολιτικές δυνάμεις.

Έχει βέβαια μεγάλη σημασία όσοι σήμερα ηγούνται της αλλαγής να προχωρήσουν με αποφασιστικότητα, αλλά και σύνεση στην διεκδίκηση μιας αξιοπρεπούς θέσης της χώρας μας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Οι κίνδυνοι που επικαλούνται οι κάθε μορφής αντίπαλοι διογκώνονται μεν εξωφρενικά, δεν είναι όμως ανύπαρκτοι. Αν η κυβέρνηση της αλλαγής ακολουθήσει μιαν αποφασιστική και συνετή πορεία, το πιθανότερο είναι να βρεθούν λύσεις και με την Ευρώπη και στο εσωτερικό της χώρας μας και οι απειλές να ξεχαστούν. Αν πάλι τα πράγματα αποδειχθούν δυσμενή, μια ανανεωμένη ηγεσία με ισχυρή λαϊκή εντολή και πάλι θα μπορέσει να διαχειριστεί την κατάσταση καλύτερα από την πανικόβλητη και πλήρως αναξιόπιστη σημερινή. Σε κάθε περίπτωση από ελληνικής πλευράς θα χρειαστεί ασφαλώς ψυχραιμία, σταθερότητα στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό και απόρριψη λαϊκιστικών πειρασμών. Όμως ο ξαφνικός θάνατος είναι ένα σενάριο με το οποίο ίσως φαντασιώνονται κάποιοι «μεταρρυθμιστές», δεν φαίνεται όμως να συγκαταλέγεται ανάμεσα στα υπαρκτά.
Ο Σωτήρης Βαλντέν έχει διατελέσει επισκέπτης καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο εργάσθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είναι επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκών Μελετών του Ελεύθερου Πανεπιστήμιου των Βρυξελλών όπου διδάσκει (καθώς και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών). Η ειδίκευσή του είναι τα ευρωπαϊκά θέματα, τα Βαλκάνια και η διεύρυνση της ΕΕ.    
Βιβλία του και κριτικογραφία   Βιβλία αναλυτικά
  
 
2.  Σημειώσεις για μια δύσκολη μεταβατική στιγμή
  
του Γιάννη Δρόσου - "Μεταρρύθμιση" 15/01/2015
   
Οι εκλογές  δεν γίνονται για να λυθούν οι διαφορές ούτε ανάμεσα στην ΔΗΜΑΡ* και τον Σύριζα ούτε ανάμεσα στα αποσυντιθέμενα και επανασυντιθέμενα κομμάτια του λεγόμενου κεντροαριστερού χώρου. Αλλού βρίσκεται η σημασία τους. Αφορούν συνολικά τη χώρα, τους εργαζόμενους –την κοινωνική βάση του σοσιαλισμού, για όποιους θυμούνται ακόμη αυτή τη λέξη-, τους ανέργους, την κοινωνική μας συνοχή, ασφαλώς και την Ευρώπη ευρύτερα. Η εσωστρέφεια λοιπόν και ο αυτισμός, όσο υπάρχει, δεν δικαιολογεί ούτε το «Αριστερά», ούτε το «ανανεωτική», ούτε το «κυβερνώσα», ούτε το «ευρωπαϊκή».  Ο λόγος περί του εαυτού, λοιπόν, για ανθρώπους όπως εγώ δεν θεωρούν την ΔΗΜΑΡ ή οποιοδήποτε άλλο πολιτικό σχήμα αυτοσκοπό, λίγη αξία έχει, ελάχιστη.
Οι εκλογές και τα όσα θα επακολουθήσουν, όποια και αν είναι αυτά, θα είναι μια έντονη στιγμή της  βίαιης προσαρμογής ( η φράση αποδίδεται στον Γιάννη Δραγασάκη) από την οποία περνούμε όλοι, χωρίς εξαίρεση.  Ένα βασικότατο χαρακτηριστικό της ήδη διαμορφωμένης κατάστασης είναι ότι ο «κλασικός» μνημονιακός – αντιμνημονιακός λόγος έχει σε μεγάλο βαθμό ξεπεραστεί. Η κύρια λέξη γύρω από την οποία διεξάγεται η εκλογική σύγκρουση είναι πια η λέξη «διαπραγμάτευση». Η αντίθεση στα Μνημόνια και η υπόσχεση για κατάργησή τους έχει την ίδια, περίπου αξία, που θα είχε το 1981, ’82 ή ΄85 μια υπόσχεση για έξοδο από την  «ΕΟΚ των μονοπωλίων»  και η ενδεχόμενη θριαμβολογία για έξοδο από την μνημονιακή και είσοδο σε μια «μεταμνημονιακή» κατάσταση θα είχε την ίδια αξία με την θριαμβολογία της δεκαετίας του ’80 για «ξωπέταγμα» των αμερικανικών βάσεων, όταν η ίδια η Αμερική απέσυρε τις περισσότερες, διατήρησε όμως (ως βάσεις του ΝΑΤΟ)  λίγες αλλά στρατηγικές.
Εξακολουθώ να θεωρώ τίτλο τιμής και πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο συνολικά για την Αριστερά και όχι μόνον για τα κομμάτια της που απέμειναν την συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση για όσο χρόνο μετέσχε. Κακώς υποβαθμίζεται το κεφάλαιο αυτό, σαν να ήταν λόγος ενοχής, πολύ κακώς. Η αποχώρησή της από την κυβέρνηση έμεινε ένα αμφιλεγόμενο θέμα, τόσο αμφιλεγόμενο που προκάλεσε κύματα αποχωρήσεων με συνέπεια την εκλογική καταβαράθρωση της ΔΗΜΑΡ. Είναι όμως και αυτό ένα καταπίστευμα: τόσο και έτσι άντεξε το κόμμα αυτό στις πιέσεις της βίαιης προσαρμογής, αλλά πάντως αντιμετώπισε την βίαιη προσαρμογή –αυτήν που τώρα αντιμετωπίζει το ΠΑΣΟΚ (το οποίο ίσως διακινδυνεύει ακόμη και την είσοδό του στη βουλή), αλλά και αυτή που θα αντιμετωπίσει ο Σύριζα είτε κερδίσει τις εκλογές είτε όχι.
Είχα και με άλλη ευκαιρία επισημάνει ότι ως τώρα ο Σύριζα έχει αποτύχει στο σύνολο των στρατηγικών του στόχων: δεν έριξε την κυβέρνηση (η βουλή διαλύθηκε και συμπαρέσυρε την κυβέρνηση επειδή δεν εξέλεξε Πρόεδρο της Δημοκρατίας όχι επειδή δεν μπορούσε να ψηφίσει οποιοδήποτε κυβερνητικό νομοσχέδιο),  δεν ματαίωσε την ψήφιση μνημονιακών νόμων, δεν ακύρωσε κινηματικά την εφαρμογή των ψηφισμένων μνημονιακών μέτρων, δεν βρίσκεται (όχι ακόμη πάντως) σε πορεία κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας, δεν απέκτησε (ακόμη) την εσωτερική συνοχή και πειθαρχία που είναι αναγκαία για να ασκήσει κυβερνητικό έργο –και μάλιστα σε δυσκολότατες συνθήκες. Θα προσέθετα ότι όλα τα εξειδικευμένα στοιχεία της πολιτικής του περιορίζονται στην πολεμική κατά των μνημονιακών μέτρων, ενώ για θέματα γενικότερης κατεύθυνσης της χώρας, της οικονομίας και της κοινωνίας της ο λόγος του είναι μάλλον γενικός. Και αν δεν βρίσκεται (όχι ακόμη πάντως, και διαφορετικά από ότι το ΠΑΣΟΚ τους πρώτους μήνες του 1981) σε πορεία κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας, αυτό οφείλεται στο ότι ενώ εκφράζει την συσσωρευμένη οργή και τις προσδοκίες αλλαγής, δεν δημιούργησε (ακόμη) την αναγκαία για τα εκλογικά ποσοστά της αυτοδυναμίας πειθώ κυβερνητικής ικανότητας χωρίς διακύβευση όσων κερδήθηκαν με το κόστος και τον πόνο που καταβλήθηκε τα τελευταία χρόνια.
Ο Σύριζα όμως πέτυχε να είναι η πολιτική δύναμη που εκφράζει το  διάχυτο ρεύμα οργής και αλλαγής που καταμετράται πλειοψηφικό στην Ελλάδα σήμερα. Βρίσκεται σήμερα στο κέντρο των προσδοκιών για μία νέα κατάσταση, για έξοδο από μία συνθήκη που είναι πια συνθήκη πολιτικής στασιμότητας. Αυτό δείχνει άλλωστε και το γεγονός ότι οι άλλοι πολιτικοί σχηματισμοί του λεγόμενου κεντροαριστερού χώρου στην πραγματικότητα διαγκωνίζονται  για το ποιος θα μιλήσει με καλύτερους  όρους με τον Σύριζα. Από άποψη προγραμματικών θέσεων δεν υπάρχει τίποτε που να έχει πει οποιοσδήποτε από αυτούς που να μην έχουν κάπως κάποτε δεχθεί όλοι οι άλλοι.  Το ποιος θα έχει την κοινοβουλευτική ισχύ να μιλήσει πρώτος και καλύτερα με τον Σύριζα είναι το κύριο πρακτικό θέμα που τους χωρίζει.
Και κάτι ίσως δευτερεύον, αλλά όχι ασήμαντο: οι τόσοι και τόσες που επί μήνες χλεύαζαν την ΔΗΜΑΡ και τον ”Μπάρμπα Φώτη” ότι πήγαν στον Σύριζα μόνο και μόνο για να σώσουν ό,τι απέμεινε από το εξανεμιζόμενο πολιτικό σαρκίο τους, οφείλουν μια συγνώμη. Όχι ανασκευή της πολιτικής τους κριτικής, αυτό είναι άλλο θέμα. Μια προσωπική συγνώμη οφείλουν, και αυτήν όχι σε όσους χλεύασαν (δεν την  έχουμε και τόσο ανάγκη τη συγνώμη τους), στην δική τους προσωπική αξιοπρέπεια την οφείλουν.
***
Άκουσα μια πρόσφατη συνέντευξη του κ. Βίτσα, Γενικού Γραμματέα του Σύριζα, στο ραδιόφωνο «στο Κόκκινο». Χαρακτήρισε το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης «αδιαπραγμάτευτο», είπε ότι δεν μπορεί να αφαιρεθεί τίποτε από αυτό, μπορεί όμως να «συμπληρωθεί». Είπε ότι θα συνταχθεί εκλογικό πρόγραμμα που θα «εξειδικεύει» τα της Θεσσαλονίκης, ότι οι όποιες εκλογικές συνεργασίες του Σύριζα δεν πρέπει να έχουν μορφή που να διακινδυνεύει το bonus  των 50 εδρών και ότι αν στα ψηφοδέλτια του Σύριζα ενταχθούν υποψήφιοι προερχόμενοι από την ΔΗΜΑΡ αυτοί θα πρέπει να διεκδικήσουν εκλογή εκλεγούν με σταυρό.
Νομίζω ότι όλα όσα είπε ο κ. Βίτσας είναι απολύτως λογικά και απολύτως συμβατά με μία εκλογική συνεργασία με την ΔΗΜΑΡ. Ο εκλογικός νόμος δεν χαρακτηρίζει κάθε εκλογική συνεργασία διακριτών πολιτικών σχηματισμών ως «συνασπισμό κομμάτων» ο οποίος αποκλείει από το bonus των 50 εδρών , οι δε προγραμματικές  θέσεις του δεν περιλαμβάνουν σημεία που δεν θα μπορούσαν να ”συμπληρωθούν” με διάλογο, αφού αποδέχονται το μόνο στρατηγικά κρίσιμο θέμα που συνοψίζεται στην λέξη ”διαπραγμάτευση” –δηλαδή στην απόρριψη των μονομερών ενεργειών. Άλλωστε νομίζω ότι και ο Σύριζα κατά βάθος συναισθάνεται ότι, αν αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες,  το περιώνυμο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» θα πάει να συναντήσει τα προγράμματα του Ζαππείου και το «άλλο μίγμα πολιτικής» τους. Το συμπέρασμα που μπορώ να βγάλω για την μη ευόδωση της συνεργασίας του Σύριζα με την ΔΗΜΑΡ είναι ότι η ηγεσία του Σύριζα μάλλον είχε την θέληση, δεν είχε όμως την ισχύ να την επιβάλει. Στο θέμα αυτό ήταν αδύναμη. Δικαιολογίες του τύπου ”δεν το ήθελε η βάση μας” είναι ανάξιες της κυβερνητικής τους δυναμικής. Αυτή η ”βάση τους” γνώριζε, πολύ καλά, όπως κάθε ενδιαφερόμενος πολίτης, εδώ και μήνες την κατεύθυνση των σχετικών συζητήσεων.   Αν ο κ. Τσίπρας κληθεί να κυβερνήσει, θα έχει την ισχύ να επιβάλει πράγματα (ίσως και πρόσωπα) πολύ πιο δύσπεπτα για τις προσδοκίες που δημιούργησε, ιδίως στους χαρούμενους και βέβαιους θυμωμένους του;
***
Η παραπάνω αδυναμία του Σύριζα (ακριβέστερα: της ηγεσίας του) γεννά μια κάποια πικρία και απογοήτευση. Χαιρέκακα θα μπορούσε κανείς να περιμένει και τα πρώτα κυβερνητικά μέτρα μιας κυβέρνησης με κορμό τον Σύριζα, αν αυτή προκύψει. Όμως μια στάση παρατημένης μνηστής θα ήταν λάθος. Τίποτε δεν πρέπει να συσκοτίζει ως προς το κύριο και το δευτερεύον. Μια στρατηγική αποτυχία της Αριστεράς, εκείνης που σήμερα έχει ως κορμό τον Σύριζα, να αναδειχθεί σε αποτελεσματική κυβερνητική δύναμη δεν είναι –νομίζω και ελπίζω- στρατηγική αποτυχία εκείνων των γραφικών τύπων που βεβαίωναν, τσιφτολεβέντικα, ότι ”ο χειμώνας του ’11 και ’12 θα είναι χειρότερος από τον χειμώνα του 41-41” (και που δεν ενοχλήθηκαν με κάποιες αρνητικά εμβληματικές υποψηφιότητες ή συμπεριφορές). Θα είναι στρατηγική αποτυχία μιας κοινωνίας που βρέθηκε στην αιχμή διλημμάτων και προβλημάτων ευρωπαϊκής σημασίας και παγκόσμιου ενδιαφέροντος να δώσει την δική της αποφασιστική συμβολή όχι στην επαναφορά του καθεστώτος της μπαταχτσίδικης ευμάρειας (αυτό πάει, έφυγε) αλλά στην διαμόρφωση και την υλοποίηση μιας πολιτικής εναλλακτικής στην παρούσα τυφλή, αλλά σιγά σιγά ήδη εκ βάθρων διεθνώς αμφισβητούμενη και κλονιζόμενη κυρίαρχη ευρωπαϊκή πολιτική.
***
Είναι βέβαιο ότι μια κυβέρνηση με κορμό τον Σύριζα θα τα καταφέρει; Όχι, δεν είναι. Θεωρώ όμως βέβαιο ότι η στρατηγική ήττα της αριστερής κυβερνητικής προοπτικής, ως έχουν σήμερα τα πράγματα στην Ελλάδα, έχει περισσότερους κινδύνους για όσα εγώ θεωρώ σημαντικά. Δεν θα νικήσουν οι ευγενείς νηφάλιοι ευρωπαϊκοί Έλληνες αν χάσει η αριστερή και δημοκρατική κυβερνητική προοπτική στην Ελλάδα. Μια άγρια Δεξιά, αντιευρωπαϊκά εθνικιστική, αυταρχική και χυδαία λαϊκιστική στο εσωτερικό και ευτελώς δουλική απέναντι στον εκάστοτε ισχυρό Ευρωπαίο της ημέρας θα νικήσει. Και αν κάποιος νομίζει ότι η εθνικιστική Δεξιά δεν είναι ιδεολογικά ικανή να υποταγεί δουλικά σε ξένους, ας θυμηθεί ότι η εθνικιστική Δεξιά και όχι η διεθνιστική Αριστερά άνοιξε τις πύλες στον Αττίλα.
***
Αν είν΄ έτσι γιατί όχι Σύριζα από τώρα;  Στο βαθμό που με αφορά διότι δεν ολοκλήρωσε την ”βίαιη προσαρμογή” του, όχι ακόμη πάντως. Διότι εξακολουθεί να μιλά περισσότερες γλώσσες από εκείνες με τις οποίες μπορώ να επικοινωνήσω. Διότι σε πολλούς τομείς εξακολουθεί να παρουσιάζει τον άδειο λόγο μιας νεκρής στασιμότητας και συντήρησης σαν δήθεν προοδευτικό ιδανικό. Αλλά και για λόγους αξιοπρέπειας: δεν θεωρώ αιτία πολέμου την αδυναμία του Σύριζα να ξεκαθαρίσει τα πράγματα με την ΔΗΜΑΡ (και αναφέρομαι στην πολιτική κληρονομία της ΔΗΜΑΡ, όχι σε όποιο πολιτικό προσωπικό ή εκλογική δύναμη της απόμεινε), θεωρώ όμως η δική μου αντίληψη περί πολιτικής αξιοπρέπειας (την οποία αντιλαμβάνομαι ως θέμα πολιτικής αξιοπιστίας κυρίως και όχι ως θέμα ατομικής ηθικής) δεν μου επιτρέπει Σύριζα τώρα.
 
O Γιάννης Ζ. Δρόσος είναι Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών. Το κείμενο στηρίζεται στην ομιλία του στο διαρκές συνέδριο της ΔΗΜΑΡ στις 3.1.2015 
   
   
 
3. Διλήμματα της κάλπης

  
του Μάνου Ματσαγγάνη - "Protagon" 24/01/2015
  
Οι φτωχοί και ο προστάτης τους
Στο πρόσφατο σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη στην «Καθημερινή», τρεις παπάδες συζητάνε την αγιοποίηση του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ.
«Είναι προστάτης της Εκκλησίας, φύλακας των φτωχών, έχει εκατομμύρια πιστούς, βλέπει οράματα, κάνει θαύματα ...» λέει ο ένας.
«Παναγιώτατε, να τον αγιοποιήσουμε!» λέει ο άλλος.
Για την προσέγγιση Εκκλησίας-ΣΥΡΙΖΑ δεν έχω να πω τίποτε (ό,τι και να πω θα είναι λίγο). Ένα σύντομο σχόλιο μόνο για το «φύλακας των φτωχών».
Εάν μας έχει δείξει κάτι η εμπειρία των τελευταίων 5 χρόνων είναι ότι η αντιμετώπιση της φτώχειας δεν γίνεται με τα λόγια, ούτε με επίδειξη φιλευσπλαχνίας (από τέτοια χορτάσαμε). Για να είναι αποτελεσματική, προϋποθέτει αποφασιστική αναδιανομή της κοινωνικής δαπάνης. Ακόμη και εν μέσω κρίσης, ξοδεύουμε υπερβολικά για παροχές που αυξάνουν αντί να μειώνουν τις ανισότητες. Οι συντάξεις 50άρηδων (και 40άρηδων) και οι σπατάλες στην υγεία είναι τα πιο χτυπητά παραδείγματα – αλλά υπάρχουν πολλά άλλα.
Προϋποθέτει επίσης γενναία ενίσχυση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας, με εισοδηματικές ενισχύσεις και πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες. Πουθενά αλλού στην Ευρώπη δεν μένει το 90% των ανέργων χωρίς επίδομα, πουθενά αλλού δεν απουσιάζει κάποιο συστηματικό πρόγραμμα στήριξης των φτωχών, σε τοπικό επίπεδο έστω. Εδώ εντοπίζεται η απόκλιση μας από τον ευρωπαϊκό κανόνα, όχι στο συνολικό ύψος της κοινωνικής δαπάνης.
Τι έχει να πει για αυτά ο «φύλακας των φτωχών»; Όχι πολλά. Τον εξορθολογισμό στο ασφαλιστικό και στην υγεία τον πολεμά εδώ και χρόνια, με μεγάλη συνέπεια και κάποιες επιτυχίες (όπως το 2001 με τις προτάσεις Γιαννίτση). Αυτές τις επιτυχίες πληρώνουμε τώρα.
«Εντάξει, αλλά αυτά που λέει για την ανακούφιση της ανθρωπιστικής κρίσης είναι σωστά, έτσι δεν είναι;» θα πει κάποιος. Δεν θέλω να κάνω τον δύσπιστο, αλλά η στάση του ΣΥΡΙΖΑ στις (λίγες, ανεπαρκείς) προσπάθειες αντιμετώπισης της φτώχειας τα χρόνια της κρίσης δεν εμπνέει πολλή εμπιστοσύνη. «Κανένα παιδί χωρίς ένα πιάτο φαγητό» – αλλά τότε γιατί δεν στηρίζει τον Δήμο της Αθήνας, που χωρίς πολλά ταρατατζούμ (και χωρίς πολλά χρήματα) καταφέρνει να μοιράζει 1.500+ γεύματα κάθε μέρα στα σχολεία των υποβαθμισμένων συνοικιών; Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ήταν προεκλογική εξαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ το 2012 – αλλά τότε γιατί το συκοφάντησε όταν η κυβέρνηση (απρόθυμα, μετά από μύριες παλινωδίες, χάρη στην πίεση της ΕΕ) το θεσμοθέτησε το 2014;
Τα ερωτήματα είναι ρητορικά. Όλοι ξέρουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πολέμησε κάθε προσπάθεια ανακούφισης της φτώχειας επειδή στην πραγματικότητα η ανακούφιση της φτώχειας τον ενδιαφέρει λιγότερο από ό,τι η αναρρίχηση στην εξουσία. ΟΚ, αυτά έχει η (κακή) πολιτική. Αλλά «προστάτης των φτωχών»; Ας μην υπερβάλλουμε.
Φυσικά, η σημαντικότερη προϋπόθεση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της φτώχειας δεν αφορά καν τη στενώς εννοούμενη κοινωνική πολιτική. Με 25% ανεργία, οποιοδήποτε σύστημα κοινωνικής προστασίας θα δυσκολευόταν να αποκαταστήσει την κοινωνική συνοχή, πόσω μάλλον το δικό μας (που υπερασπίζεται και ο ΣΥΡΙΖΑ). Η αύξηση της απασχόλησης είναι το μεγάλο ζητούμενο. Πώς θα γίνει αυτό; Δεν ξέρουμε, αφού το θέμα δεν προσφέρεται για ρητορείες. Οι ξαναζεσταμένες κονσέρβες ομιλιών του Ανδρέα Παπανδρέου που εκφωνεί ο επίδοξος πρωθυπουργός δεν είναι πολύ διαφωτιστικές σε αυτό το σημείο.
Αλλά και τα λίγα που ξέρουμε δεν είναι καθόλου καθησυχαστικά. Η Ελλάδα δεν είναι Μπανανία (όχι ακόμη τουλάχιστον). Ακόμη και αν μια μελλοντική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ (λέμε τώρα) δήμευε εντελώς την περιουσία του πλουσιότερου 1% του πληθυσμού και μοίραζε τα χρήματα στο «99% που λεηλατήθηκε από το Μνημόνιο», δεν θα τους έφταναν ούτε για να πληρώσουν τον τελευταίο λογαριασμό του ρεύματος. Αυτά είναι καλά για να χαϊδεύουν τα αυτιά, όπως δίδαξε – πάλι – ο Ανδρέας Παπανδρέου όταν κολάκευε τους μη προνομιούχους. Αλλά ως κυβερνητική πολιτική δεν βοηθάνε και πολύ.
Το κάδρο της ασυναρτησίας συμπληρώνεται από το υποτιθέμενο δυνατό χαρτί του ΣΥΡΙΖΑ: τη «σκληρή διαπραγμάτευση», που οι προηγούμενοι δεν τόλμησαν επειδή δεν ήταν αρκετά Έλληνες, ή αρκετά άντρες. Έχουν γραφτεί πολλά για αυτό το θέμα. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, η ιδέα μιας λελογισμένης χαλάρωσης της πολιτικής λιτότητας και μιας ευνοϊκότερης ρύθμισης του χρέους της Ελλάδας αρχίζει να ωριμάζει στην Ευρώπη. Υπό τον όρο βέβαια ότι παραμένουμε σε πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Διαφορετικά, μας περιμένει η διεθνής περιθωριοποίηση.
Αφήνω τους αναγνώστες να αναλογιστούν πόσο αντίξοο για την ελληνική οικονομία θα ήταν το περιβάλλον που θα διαμορφωνόταν μετά από μια τέτοια εξέλιξη. Σε ποια ύψη θα έφτανε η ανεργία. Και τι θα έλεγαν τότε οι φτωχοί για τον «προστάτη» τους.

Η λάθος εθνική ομοψυχία
Με αυτά και με αυτά, δεν είναι να απορεί κανείς που οι ίδιες δημοσκοπήσεις που δίνουν προβάδισμα στον ΣΥΡΙΖΑ, μας ενημερώνουν επίσης ότι το εκλογικό σώμα δεν θεωρεί τον αρχηγό του καταλληλότερο για πρωθυπουργό, ούτε πιστεύει ότι θα κάνει όσα υπόσχεται. Αυτό που νοιάζει τους ψηφοφόρους είναι να τιμωρήσουν αυτούς που μας κυβέρνησαν.
Αμφιβάλλω ότι θα νοσταλγήσει κανείς τη σημερινή κυβέρνηση. Το δίδυμο Σαμαράς-Βενιζέλος δεν φαίνεται να διδάχθηκε τίποτε από την πρόσφατη κρίση. (Ούτε, για να είμαστε δίκαιοι, το προηγούμενο τρίδυμο Σαμαράς-Βενιζέλος-Κουβέλης.) Λυσσαλέα αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις, υπεράσπιση των πελατών (όχι των αδυνάτων), διορισμοί ημετέρων. Και εθνικοφροσύνη, ανωτερότητα της φυλής, πατρίς-θρησκεία-οικογένεια. Με τέτοια μυαλά, του 19ου αιώνα, ψάχνουμε να βρούμε το βηματισμό μας στον 21ο αιώνα. Για όλα αυτά, και άλλα πολλά, η σημερινή κυβέρνηση δεν αξίζει να επανεκλεγεί. Τελεία.
Αλλά μισό λεπτό. Για αυτά θέλουν να τιμωρήσουν οι ψηφοφόροι τις «μνημονιακές κυβερνήσεις»; Όχι βέβαια. Τα ίδια πάνω-κάτω πιστεύει ο μισός ΣΥΡΙΖΑ (και βάλε), και όλος ο Καμμένος.
Πιστεύω ότι τα μέχρι πρότινος κυβερνητικά κόμματα αξίζουν όντως την τιμωρία που φαίνεται ότι τους επιφυλάσσουν οι κάλπες της Κυριακής – αλλά για τους αντίθετους λόγους από αυτούς που λέει ο ΣΥΡΙΖΑ. Όχι επειδή εφάρμοσαν το Μνημόνιο. Αλλά επειδή υπερασπίστηκαν μέχρι τέλους όλες εκείνες τις παθογένειες που μας έσπρωξαν στη χρεοκοπία. Τις ίδιες δηλαδή παθογένειες που υποστήριξε το «αντιμνημονιακό μπλοκ».

Και τώρα, τι κάνουμε;
Με μια τέτοια κυβέρνηση και μια τέτοια αντιπολίτευση (που για να της πάρει τη θέση παίζει τα ρέστα της, και μαζί με αυτά και τα δικά μας), δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί έχει πέσει τόσο πολύ το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Όσοι από εμάς ονειρεύτηκαν μια Ελλάδα σύγχρονη και ανοιχτή, χώρα προόδου και δημιουργίας, σήμερα κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς εκπροσώπηση.
Οι θλιβερές παλινωδίες και το άδοξο τέλος της ΔΗΜΑΡ, η συνεχιζόμενη αφασία του ΠΑΣΟΚ, και οι ανεπάρκειες των φιλελεύθερων κινήσεων, δεν αφήνουν πολλές εναλλακτικές επιλογές. Όσες επιφυλάξεις και αν έχει κανείς για το Ποτάμι, η ενίσχυσή του σήμερα είναι η μόνη ευκαιρία που προσφέρεται για την επιβίωση του φιλευρωπαϊκού, μετριοπαθούς και προοδευτικού ρεύματος στην ελληνική πολιτική. Ας μην τη χάσουμε.
Ο Μάνος Ματσαγγάνης είναι αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, έχει εργαστεί στη London School of Economics (Welfare State Programme 1990-1993) και στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, είναι μέλος του Κέντρου Πολιτικού Προβληματισμού «Μιχάλης Παπαγιαννάκης».
    
Μετά την Κρίση:       Η Ελλάδα μπροστά στον υποβιβασμό - Ένα κεντροαριστερό μανιφέστο 
 

Οι Οικολόγοι Πράσινοι, ο ΣΥΡΙΖΑ και η κοινωνία.
4. Οι Οικολόγοι Πράσινοι, ο ΣΥΡΙΖΑ και η κοινωνία
Οι Οικολόγοι Πράσινοι, ο ΣΥΡΙΖΑ και η κοινωνία.
Οι Οικολόγοι Πράσινοι, ο ΣΥΡΙΖΑ και η κοινωνία
 
του Γιάννη Παρασκευόπουλου - "badiera"

Τη δεκαετία πριν την κρίση, είχαν διαμορφωθεί καταστάσεις όπου «υπήρχαμε» μόνο στο βαθμό που είχαμε αγοραστική δύναμη.  Σήμερα, με την οικονομία κατά 25% μικρότερη και τις τσέπες των περισσότερων άδειες, δύσκολα μπορούμε να έχουμε πια τέτοια πολυτέλεια. .
Όμως το  πολιτικό σύστημα, που κατά τα άλλα συγκρούεται ριζικά για το αν η ανάπτυξη θα έρθει με τη λιτότητα ή με την ανατροπή της, συγκλίνει ότι, για να ζήσουμε καλύτερα, «πρέπει» πρώτα να έρθει η ανάπτυξη. Ανάλογη είναι και η διαχρονική φιλοσοφία του ΔΝΤ και των Μνημονίων: παντού η ύφεση ήταν το  εργαλείο για να δρομολογηθεί το τυφλό κυνήγι   μιας άγριας  ανάπτυξης, ανάπτυξης με κάθε τίμημα και επί ποινή θανάτου.
Όμως η ανάπτυξη μπορεί και να αργήσει, ή να χρειαστούν δεκαετίες για να μεταφραστεί σε επαρκείς θέσεις εργασίας και διάχυση εισοδημάτων. Ακόμη χειρότερα, σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να αποδειχθεί τοξική. Μπορούμε λοιπόν, έστω ως δικλείδα ασφαλείας, να αποσυνδέσουμε την ευημερία (ως ανθρώπινη ζωή για όλους) από την ατομική αγοραστική δύναμη και την προσμονή της ανάπτυξης;
Κάποιοι θα βιαστούν να απαντήσουν αρνητικά. Υπάρχει όμως και η επιλογή να εστιάσουμε στην αναβάθμιση των συλλογικών αγαθών και στην πρόσβαση όλων σε αυτά: με τοπικά δίκτυα ανταλλαγών, τράπεζες χρόνου, μορφές κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, αναζωογόνηση της ορεινής και ημιορεινής χώρας, αστικές καλλιέργειες, επιστροφή της φύσης στην πόλη,  αυτοπαραγωγή ήπιας ενέργειας, πόλεις φιλικές στη συγκοινωνία, το περπάτημα και το ποδήλατο.
Μια τέτοια οπτική αποτελεί μικρό μόνο δείγμα για το τι διαφορετικό και επίκαιρο έχει να δώσει η οικολογία σε καιρούς κρίσης. Την πρόβαλλαν οι Οικολόγοι Πράσινοι στην Ελλάδα του 2010-2, την προβάλλει σήμερα το Podemos ως κινηματική πολιτική δύναμη στην Ισπανία. Ο οικολογικός χώρος ήταν άλλωστε ο μόνος στη χώρα μας που, και πριν την κρίση, προειδοποιούσε ανοιχτά για «οικονομία με ημερομηνία λήξης» και πρόβαλλε τέτοιες εναλλακτικές λύσεις.
Η ίδια οπτική βρίσκει σήμερα απήχηση σε πρωτοβουλίες  πολιτών πέρα από  κομματικά τείχη, που την κάνουν ήδη πράξη με εξαιρετικά αποτελέσματα. Στον τωρινό όμως προεκλογικό διάλογο, δε θα τη συναντήσετε πουθενά.
Όταν «κάθε κόμμα έχει τους…. οικολόγους του»
Βασικός λόγος είναι ότι στις 25.1 δε θα υπάρχει οικολογικό ψηφοδέλτιο.  Όμως (σχεδόν) κάθε κόμμα θα «έχει τους οικολόγους του»: η μικρή οικο-φιλελεύθερη «Ευρώπη-Οικολογία» με το ΠΟΤΑΜΙ, οι «Πράσινοι» του  Ν. Χρυσόγελου με τη ΔΗΜΑΡ, οι Οικολόγοι Πράσινοι με το ΣΥΡΙΖΑ. Είναι σαν να δηλώνει ο οικολογικός χώρος ότι τα επίκαιρα και βασικά έχουν ήδη ειπωθεί από άλλους και ότι δική του προτεραιότητα είναι να απαντήσει «με ποιον είμαστε».
Για τους δύο μικρότερα οικολογικά σχήματα, είναι σαφές ότι δεν υπήρχε άλλος  εφικτός τρόπος εκλογικής τους παρουσίας. Αντίθετα, οι Οικολόγοι Πράσινοι  (Ο.Π.) διατηρούσαν μερικές εκατοντάδες μέλη, πανελλαδική παρουσία, αλλά και δημοσκοπικές επιδόσεις του 1-2% που επέτρεπαν ένα ποσοστό επιβίωσης και προοπτική για καλύτερες μέρες αργότερα: σε αυτόνομη παρουσία τους, τα δύο άλλα σχήματα θα αναγκάζονταν είτε να τους υποστηρίξουν είτε να φανούν ότι προσχωρούν αλλού.
Όμως οι Ο.Π. επέλεξαν να τερματίσουν  πάνω από 10 χρόνια αυτόνομης παρουσίας και να εξομοιωθούν με τους μικρότερους ανταγωνιστές τους. Ρόλο έπαιξε σίγουρα η εξάντληση από τη διετία συνεχόμενων εμφύλιων που παρέλυσαν  τον εσωτερικό πολιτικό διάλογο και την παραγωγή πολιτικής, η απαισιοδοξία για τις δυνατότητες ανασυγκρότησης, η έξυπνη τακτική του ΣΥΡΙΖΑ που διατηρούσε από το καλοκαίρι ανοιχτή γραμμή με σημαντικό μέρος της ηγεσίας των Ο.Π., αλλά και η επιλογή των υποστηρικτών της αυτόνομης καθόδου να αποφύγουν μια σκληρή σύγκρουση που θα διέλυε και ό,τι απέμενε.   Έτσι αναδείχθηκε τελικά σημαντικότερο να διατηρήσεις γραφεία, υπαλλήλους και οικονομικά μέσα, παρά να αναδείξεις όσα σε κάνουν πράγματι διαφορετικό.
Προσφέρουμε, έστω,  στην κοινωνία;
Η ουσία είναι όμως ότι η συμμετοχή των ΟΠ στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ, παρά το βαρύ  τίμημα για τις προοπτικές του οικολογικού χώρου, δεν προσφέρει δυστυχώς τίποτα:
  • Ούτε στην υπόθεση της (απαραίτητης) κυβερνητικής αλλαγής, όπου έχει ήδη «κλειδώσει» η πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ η αυτοδυναμία του είναι αμφίβολο αν θα ήταν θετική ακόμη και για τον ίδιο.
  • Ούτε στο «πρασίνισμα» της επόμενης κυβέρνησης, καθώς οι ΟΠ αποδέχονται ότι το  πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι αδιαπραγμάτευτο. Τα 22 σημεία των Ο.Π. που αποδέχεται σιωπηρά και ο ΣΥΡΙΖΑ, αποτελούν γενικόλογες κατευθύνσεις σχεδιασμένες ως επικεφαλίδες ενός προγραμματικού διαλόγου που δεν ξεκίνησε καν.  Η αναφορά του Α.Τσίπρα για συνδιαμόρφωση περιβαλλοντικής  πολιτικής με τους Ο.Π., ελάχιστο αντίκρισμα έχει: από χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ διαβουλεύεται με τις μεγάλες περιβαλλοντικές οργανώσεις, αλλά ελάχιστα εισακούει τις προτάσεις τους.
  • Ούτε στην επιτυχία μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, καθώς αυτή θα εξαρτηθεί από την ικανότητα του ΣΥΡΙΖΑ να προωθήσει ολοκληρωμένο εναλλακτικό σχέδιο ή, αλλιώς, να διαχειριστεί καταστάσεις τύπου «ΚΑΙ Μνημόνιο, ΚΑΙ Αριστερά». Η αποτυχία του να επενδύσει σε εναλλακτική πρόταση, οφείλεται κυρίως στη δική του εμμονή να θεωρεί το Μνημόνιο ως «επίθεση» (που απαιτεί κυρίως ενότητα και ισχυρό ΟΧΙ) και όχι ως «ομηρεία» που απαιτεί κυρίως εναλλακτικό σχέδιο.  Ενδεχόμενη όμως διατήρηση της λιτότητας θα θεωρηθεί από την κοινωνία  κολοσσιαία πολιτική απάτη, όχι τραγική αυτοπαγίδευση της Αριστεράς όπως θα ήταν.  Τέτοια προειδοποίηση μπορούσαν να καταθέσουν στον προεκλογικό διάλογο μόνο οι Ο.Π., καθώς το είχαν επισημάνει ήδη από το 2010-2: η τωρινή αναγκαστική σιωπή τους, καταλήγει δυστυχώς να μειώνει τα αυριανά περιθώρια ανοχής σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς.
  • Ούτε στη ριζοσπαστική διάσταση της οικολογίας, που εκφυλίζεται σε απλή υποτέλεια στην αριστερά και προσυπογράφει την επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να αφήσει στην άκρη όλα τα μέτωπα ανοιχτής κοινωνίας και δικαιωμάτων (από πολιτική ναρκωτικών μέχρι ιθαγένεια για παιδιά που γεννιούνται και μεγαλώνουν στην Ελλάδα) που θα φόβιζαν συντηρητικούς αντιμνημονιακούς «νοικοκυραίους».  Για το τι θα σήμαινε ένα ουσιαστικό δείγμα ριζοσπαστισμού, αρκεί μια σύγκριση με την πρόσφατη  «Ύστατη Έκκληση» της ισπανικής Αριστεράς και Οικολογίας.
Εκλογικά άστεγος…
Όντως η οικολογία δε μπορεί να κηρύσσει το «όλοι ίδιοι είναι», ούτε να τηρεί «πολιτικές ίσων αποστάσεων». Οφείλει όμως και να βλέπει ότι, δίπλα στα αδιέξοδα του Μνημονίου και την ακροδεξιά ατζέντα Σαμαρά, υπάρχει και συνολικότερο αδιέξοδο του πολιτικού συστήματος της χώρας, αδιέξοδο που ένα πράσινο κόμμα οφείλει εξ ορισμού να αναδεικνύει με τις προειδοποιήσεις του και με την οικοδόμηση εναλλακτικών λύσεων.
Αυτός ακριβώς είναι ο δρόμος που τώρα κλείνει. Η ελληνική πολιτική ιστορία αλλά και η διεθνής εμπειρία των Πράσινων δείχνουν ότι, από τέτοιου είδους συνεργασίες, δυστυχώς δεν υπάρχει επιστροφή. Από την άλλη, δε βλέπω δρόμο ούτε για ανασυγκρότηση του οικολογικού χώρου από ενδεχόμενο νέο σχήμα, που θα προστεθεί στα ήδη υπάρχοντα.
Παραμένω λοιπόν μέλος των Οικολόγων Πράσινων, δηλώνοντας ατομικά την κατηγορηματική μου διαφωνία για το «γάμο» με το ΣΥΡΙΖΑ. Για την κάλπη, δεν έχω ακόμη αποφασίσει αν τελικά θα τους ψηφίσω ή όχι, νιώθω όμως εκλογικά άστεγος. Και επιμένω ότι, όπως λέει και η Ιδρυτική Διακήρυξη των Οικολόγων Πράσινων, “Η οικολογία πρέπει να περάσει στην πολιτική σκηνή, όχι σαν ειδικός «τομέας» δημόσιας δράσης αλλά ως συνολική ριζοσπαστική οπτική της κοινωνίας. Να προχωρήσει αυτόνομη και όχι ως «προστατευόμενη» πολιτικών δυνάμεων, με άλλες προτεραιότητες στη δράση τους”
- See more at: http://www.badiera.gr/?p=33167#sthash.LK3mThdl.dpuf





 
      
Όταν «κάθε κόμμα έχει τους…. οικολόγους του»



     
Προσφέρουμε, έστω, στην κοινωνία;



     
Εκλογικά άστεγος…
.
Γιάννης Παρασκευόπουλος
Ο Γ.Π. είναι ιδρυτικό μέλος των Οικολόγων Πράσινων
- See more at: http://www.badiera.gr/?p=33167#sthash.LK3mThdl.dpuf
O Γιάννης Παρασκευόπουλος είναι τραπεζικός υπάλληλος, ιδρυτικό μέλος των Οικολόγων Πράσινων
    
Στον ιστότοπο Μετά την Κρίση:
    
    
Πετροβολώντας το φάντασμα της Μεταπολίτευσης


  
    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις 2013 - 2022

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται
Χρίστος Αλεξόπουλος: Κλιματική κρίση και κοινωνική συνοχή

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:
Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:<br>Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι
Πως η αγάπη επουλώνει τη φθορά του κόσμου

Danilo Kiš:

Danilo Kiš:
Συμβουλές σε νεαρούς συγγραφείς, και όχι μόνον

Predrag Matvejević:

Predrag Matvejević:
Ο Ρωσο-Κροάτης ανιχνευτής και λάτρης του Μεσογειακού κόσμου

Azra Nuhefendić

Azra Nuhefendić
Η δημοσιογράφος με τις πολλές διεθνείς διακρίσεις, γράφει για την οριακή, γειτονική Ευρώπη

Μάης του '36, Τάσος Τούσης

Μάης του '36, Τάσος Τούσης
Ο σκληρός Μεσοπόλεμος: η εποχή δοσμένη μέσα από τη ζωή ενός ανθρώπου - συμβόλου

Ετικέτες

«Γενιά του '30» «Μακεδονικό» 1968 1989 αειφορία Ανδρέας Παπανδρέου αντιπροσωπευτική δημοκρατία Αριστοτέλης Αρχιτεκτονική Αυστρομαρξισμός Βαλκανική Βαρουφάκης βιοποικιλότητα Βρετανία Γαλλία Γερμανία Γκράμσι Διακινδύνευση Έθνος και ΕΕ Εκπαίδευση Ελεφάντης Ενέργεια Επισφάλεια ηγεμονία ΗΠΑ Ήπειρος Θ. Αγγελόπουλος Θεοδωράκης Θεσσαλονίκη Θεωρία Συστημάτων Ιβάν Κράστεφ ιστορία Ιταλία Καντ Καρλ Σμιτ Καταναλωτισμός Κεντρική Ευρώπη Κέϋνς Κίνα Κλιματική αλλαγή Κοινοτισμός κοινωνική ανισότητα Κορνήλιος Καστοριάδης Κοσμάς Ψυχοπαίδης Κράτος Πρόνοιας Κώστας Καραμανλής Λιάκος Α. Λογοτεχνία Μάνεσης Μάξ Βέμπερ Μάρξ Μαρωνίτης Μέλισσες Μέσα «κοινωνικής» δικτύωσης Μέσα Ενημέρωσης Μεσόγειος Μεταπολίτευση Μιχ. Παπαγιαννάκης Μουσική Μπερλινγκουέρ Νεοφιλελευθερισμός Νίκος Πουλαντζάς Νίτσε Ο τόπος Οικολογία Ουκρανία Π. Κονδύλης Παγκοσμιοποίηση Παιδεία Πράσινοι Ρήγας Ρίτσος Ρωσία Σεφέρης Σημίτης Σολωμός Σοσιαλδημοκρατία Σχολή Φραγκφούρτης Ταρκόφσκι Τουρκία Τραμπ Τροβαδούροι Τσακαλώτος Τσίπρας Φιλελευθερισμός Φιλοσοφία Χαλκιδική Χέγκελ Χριστιανισμός Acemoglu/Robinson Adorno Albrecht von Lucke André Gorz Axel Honneth Azra Nuhefendić Balibar Brexit Carl Schmitt Chomsky Christopher Lasch Claus Offe Colin Crouch Elmar Altvater Ernst Bloch Ernst-W. Böckenförde Franklin Roosevelt Habermas Hannah Arendt Heidegger Jan-Werner Müller Jeremy Corbyn Laclau Le Corbusier Louis Althusser Marc Mazower Matvejević Michel Foucault Miroslav Krleža Mudde Otto Bauer PRAXIS International Ruskin Sandel Michael Strauss Leo Streeck T. S. Eliot Timothy Snyder Tolkien Ulrich Beck Wallerstein Walter Benjamin Wolfgang Münchau Zygmunt Bauman

Song for the Unification (Zbigniew Preisner -
Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube

Song for the Unification (Zbigniew Preisner - <br>Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube
Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων,
ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον...
Ἡ ἀγάπη ...πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει...
Νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα·
μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη (προς Κορινθ. Α΄ 13)

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»
«Είμαι βραχυπρόθεσμα απαισιόδοξος αλλά μακροπρόθεσμα αισιόδοξος»

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας
«Χριστούγεννα με τον Κοκκινολαίμη – Το Αηδόνι του Χειμώνα»

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι