Σωστό ως βάση, αλλά ημιτελές και ευάλωτο το επιχείρημα της Προέδρου της Δημοκρατίας, στη δεξίωση για την 48η επέτειο της Αποκατάστασης της Δημοκρατίας.
Από την άλλη πλευρά, η συζήτηση «υπέρ ή κατά» που ξέσπασε επί του προκειμένου, κινείται εντελώς εκτός στόχου. Εκτός πολιτικού στόχου. Ο κλασικός ελληνικός ανορθολογισμός, δήθεν υπερπολιτικοποιημένος αλλά ουσιαστικά εντελώς απολιτικός. Ανορθολογισμός που ποτέ δεν πεθαίνει.
Το επιχείρημα της ΠτΔ είναι ημιτελές γιατί σε μια δημοκρατία, οι ισχύοντες νόμοι οφείλουν να προσεγγίζουν το περιβόητο «κοινό περί δικαίου αίσθημα», παρόλο που αυτό είναι ασαφής έννοια και επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Οφείλουν να το προσεγγίζουν, επειδή το δημοκρατικό κράτος με τον διαχωρισμό των εξουσιών του, «τρέφεται και διατηρείται ζωντανό από προϋποθέσεις τις οποίες δεν μπορεί να εγγυηθεί αυτό το ίδιο». Και συνεχίζει ο Έρνστ-Βόλφγκανγκ Μπέκενφέρντε (Ernst-Wolfgang Böckenförde), αναλύοντας το «απόφθεγμα» ή «δίλημμα» ή «παράδοξο» που είναι γνωστό με το όνομά του:
Το επιχείρημα της ΠτΔ είναι ημιτελές γιατί σε μια δημοκρατία, οι ισχύοντες νόμοι οφείλουν να προσεγγίζουν το περιβόητο «κοινό περί δικαίου αίσθημα», παρόλο που αυτό είναι ασαφής έννοια και επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Οφείλουν να το προσεγγίζουν, επειδή το δημοκρατικό κράτος με τον διαχωρισμό των εξουσιών του, «τρέφεται και διατηρείται ζωντανό από προϋποθέσεις τις οποίες δεν μπορεί να εγγυηθεί αυτό το ίδιο». Και συνεχίζει ο Έρνστ-Βόλφγκανγκ Μπέκενφέρντε (Ernst-Wolfgang Böckenförde), αναλύοντας το «απόφθεγμα» ή «δίλημμα» ή «παράδοξο» που είναι γνωστό με το όνομά του:
Μπορεί να υπάρχει ως δημοκρατικό φιλελεύθερο κράτος «μόνον εάν η ελευθερία που αυτό παρέχει στους πολίτες του λειτουργεί ρυθμιστικά με εσωτερικευμένο τρόπο, δηλαδή μέσω των ηθικών περιεχομένων του ατόμου και της συνοχής της κοινωνίας».
Αν αυτό ισχύει για το κράτος ως νομοθετική και ως εκτελεστική εξουσία, ισχύει στο ακέραιο και για την τρίτη εξουσία, τη δικαστική. Ένα δημοκρατικό κράτος οφείλει να διατηρεί συνάφειες με τα «ηθικά» (ethical) περιεχόμενα των ατόμων, δηλαδή με τα κοινωνικά ήθη και αξίες, και δεν πρέπει να αντιστρατεύεται τη συνοχή της κοινωνίας
Τούτη την ανάγκη «προσέγγισης» δεν θα έπρεπε να την παραλείπει μία διακεκριμένη νομικός με σαφώς δημοκρατικές ιδέες. Την παρέλειψε, γι' αυτό και το επιχείρημά της παραμένει ημιτελές, πολύ εύθραυστο, πολύ ευάλωτο.
Αυτό που παρέλειψε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας θέτει το πολιτικό ζήτημα: Το ζήτημα της βελτιωτικής και ουσιαστικά δημοκρατικής μεταρρύθμισης του νομικού συστήματος. Η μη μεταρρύθμιση - ή οι πολλές άτοπες μεταρρυθμίσεις χωρίς πραγματικά δημοκρατικό αποτέλεσμα και χωρίς προαγωγή της δικαιοσύνης - είναι από τις μεγάλες κακοδαιμονίες του ελληνικού νομικού και πολιτικού πολιτισμού.
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποφεύγει να μιλήσει για το δύσκολο αλλά απολύτως αναγκαίο. Και οι επικριτές της δεν επικρίνουν πολιτικά, αλλά οπαδικά και ανορθολογικά. Έτσι παραλείπουν και αυτοί, ακριβώς όπως και η ίδια η ΠτΔ, να θέσουν το πολιτικό ζήτημα, το αίτημα μιας βελτιωτικής μεταρρύθμισης του νομικού συστήματος με ενίσχυση του αξιακού, ουσιαστικά δημοκρατικού περιεχομένου του. Δεν ακούγεται αυτό το αίτημα, ούτε καν από τους πιο θεσμικά ανεξάρτητους κριτές της, είτε ανήκουν είτε όχι στο σώμα της νομοθετικής εξουσίας. Δεν περνάει καν από το μυαλό τους; Δεν το θεωρούν σημαντικό; Ποιούν «φρονίμως» φοβούμενοι τη δυσκολία;
Αυτό που παρέλειψε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας θέτει το πολιτικό ζήτημα: Το ζήτημα της βελτιωτικής και ουσιαστικά δημοκρατικής μεταρρύθμισης του νομικού συστήματος. Η μη μεταρρύθμιση - ή οι πολλές άτοπες μεταρρυθμίσεις χωρίς πραγματικά δημοκρατικό αποτέλεσμα και χωρίς προαγωγή της δικαιοσύνης - είναι από τις μεγάλες κακοδαιμονίες του ελληνικού νομικού και πολιτικού πολιτισμού.
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποφεύγει να μιλήσει για το δύσκολο αλλά απολύτως αναγκαίο. Και οι επικριτές της δεν επικρίνουν πολιτικά, αλλά οπαδικά και ανορθολογικά. Έτσι παραλείπουν και αυτοί, ακριβώς όπως και η ίδια η ΠτΔ, να θέσουν το πολιτικό ζήτημα, το αίτημα μιας βελτιωτικής μεταρρύθμισης του νομικού συστήματος με ενίσχυση του αξιακού, ουσιαστικά δημοκρατικού περιεχομένου του. Δεν ακούγεται αυτό το αίτημα, ούτε καν από τους πιο θεσμικά ανεξάρτητους κριτές της, είτε ανήκουν είτε όχι στο σώμα της νομοθετικής εξουσίας. Δεν περνάει καν από το μυαλό τους; Δεν το θεωρούν σημαντικό; Ποιούν «φρονίμως» φοβούμενοι τη δυσκολία;
Υπάρχει και η πιο κυνική πτυχή: Στην Ελλάδα η δικαστική εξουσία είναι λειτουργικά εξαρτημένη από τους εκάστοτε κυβερνώντες. Έτσι αυτά που βλέπουμε σε πιο κανονικές αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες, δηλαδή η δικαστική εξουσία να γίνεται - άν χρειαστεί - και «φύλακας» της δημοκρατίας ή της «νομιμότητας» ή του «δημόσιου συμφέροντος» από τις αυθαιρεσίες του πολιτικού προσωπικού, είναι μέχρι νεωτέρας λογικά αδύνατο στην Ελλάδα.
Στις δημοκρατίες η δικαιοσύνη απονέμεται, και πάντα θα πρέπει να απονέμεται, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους. Δεν απονέμεται - και δεν πρέπει να απονέμεται - με βάση το λεγόμενο κοινό περί δικαίου αίσθημα. Επ' αυτού δεν χωράει καμιά αμφιβολία. Ωστόσο, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας αλλά και οι επικριτές της θα έπρεπε να ξέρουν γιατί, μαζί με το κομματικό σύστημα, και η ελληνική δικαιοσύνη - ή μάλλον το θεσμικό της ισοδύναμο, η δικαστική εξουσία -, είναι τόσο πολύ βαριά άρρωστη. Είναι άρρωστη για βαθείς κοινωνικούς και ιστορικούς λόγους, αλλά επίσης επειδή ο ελληνικός νομικός (όπως και ο πολιτικός) πολιτισμός αδυνατεί να μεταρρυθμιστεί δημοκρατικά και ορθολογικά.
Τούτη η αδυναμία, ή το γεγονός ότι εδώ και δεκαετίες, όπως στον Γατόπαρδο του Βισκόντι, διαρκώς «όλα αλλάζουν για να μείνουν όλα ίδια», είναι αυτό που κυρίως προκαλεί το «κοινό περί δικαίου αίσθημα».
Γ. Ρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου