© Etienne Balibar: In the War - Nationalism, Imperialism, Cosmopolitics, Commons, 29.06.2022
Μέρος Πρώτο: Ο χαρακτήρας του πολέμου, τί διακυβεύεται στον πόλεμο
Για τα περισσότερα ερωτήματα που θα προσπαθήσω να εξετάσω, ομολογώ ότι δεν έχω έτοιμη απάντηση. Ακόμη χειρότερα: Για πολλά από αυτά, φοβάμαι ότι δεν υπάρχουν έτοιμες απαντήσεις. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να μας εμποδίσει από το να ψάξουμε για τις απαντήσεις, ούτε, πριν ψάξουμε για απαντήσεις, από το να βρούμε τη σωστή διατύπωση των ίδιων των ερωτημάτων βοηθούμενοι από όλα όσα μπορούμε να μάθουμε και να συζητήσουμε κριτικά. Ο πόλεμος στην Ουκρανία θέτει ερωτήματα που αφορούν και ενδιαφέρουν όλο τον πλανήτη· μας επηρεάζει και θα επηρεάζει όλο και πιο πολύ το παρόν μας, το κοινό μας μέλλον, τη θέση μας στον κόσμο. Η θέση μας απέναντι στον πόλεμο αυτόν δεν μοιάζει με θέση παρατηρητή ουδέτερου ή εξ αποστάσεως. Είμαστε συμμέτοχοι και η έκβαση του θα εξαρτηθεί, εκτός των άλλων, από το πως σκεφτόμαστε και πως πράττουμε. Είμαστε εμπλεγμένοι σε πόλεμο. Είναι αδύνατο να «λιποτακτήσουμε από αυτό τον πόλεμο», όπως έγραψε ο συνάδελφός μου Sandro Mezzadra σε ένα στιβαρό ειρηνιστικό μανιφέστο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει και να συμμετάσχουμε στον πόλεμο μ’ όλους τους τρόπους που προτείνονται τώρα. Μπορεί να έχουμε πολύ περιορισμένες δυνατότητες επιλογών, αλλά δεν πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι είναι μηδενικές.
Αλλά τι είδους πόλεμος είναι τούτος; Ούτε και γι’ αυτό μπορούμε να μιλήσουμε με απόλυτη βεβαιότητα. Γιατί δεν γνωρίζουμε πλήρως ποιους άλλους χώρους αφορά ο πόλεμος εκτός από τους προφανείς, δηλαδή την περιοχή στην οποία εισέβαλαν ρωσικοί στρατοί τον Φεβρουάριο του 2022 και μερικές γειτονικές ζώνες. Καθώς ο πόλεμος εξελίσσεται και σιγά-σιγά αλλάζει χαρακτήρα, αιωρούνται κρίσιμα ερωτήματα που αφορούν την ένταση του πολέμου και τις πιθανές διαχύσεις του έξω και πέρα από την Ουκρανία, και ίσως ακόμη στον κόσμο όλο. Από αυτό εξαρτώνται και οι εικασίες που μπορούμε να κάνουμε για τις μορφές που μπορεί να πάρει η πολιτική (ως επίσημη πολιτική και ως συλλογική πρακτική) όσο διαρκεί ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο (άν πρόκειται να υπάρξει ένα «μετά»). Η διάσημη φράση του Κλαούζεβιτς που επαναλαμβάνεται μέχρι αηδίας, λέει ότι «πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα». Όμως ένα ακόμη πιο κρίσιμο ερώτημα είναι το εξής: Τι είδους πολιτική μπορεί να συνεχίζεται όσο διαρκεί ο πόλεμος, και πως ο πόλεμος θα μεταμορφώσει τις προϋποθέσεις και το ίδιο το περιεχόμενο της πολιτικής στην εποχή που θα ακολουθήσει;
Ας συζητήσουμε
αυτά τα θέματα επικεντρώνοντας σε τρία
κύρια σημεία: Πρώτον, «τι εμπλέκεται σε
πόλεμο;» ή, αλλιώς, πως προσδιορίζουμε
τούτο
τον πόλεμο, ποιος είναι ο χαρακτήρας
του, ποιους
ορισμούς μπορούμε να προτείνουμε
γι’ αυτόν;
Δεύτερον, πως αυτός ο πόλεμος
επαναπροσδιορίζει τη λειτουργία του
εθνικισμού και την εξέλιξη της ίδιας
της «μορφής εθνικό κράτος»; Τρίτον, πως
διαμορφώνει πολιτικούς
χώρους
σε ένα πλανητικής κλίμακας σύστημα
συγκρούσεων και δράσεων;
Ο χαρακτήρας του πολέμου
Σ’ αυτό το πρώτο μέρος, ξεκινώ από το εξής: Για να κάνουμε ορατό και να κατανοήσουμε τον «χαρακτήρα» τούτου του πολέμου, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε διαδοχικά πολλά «συστήματα φωτισμού», που θα ενεργούν σε διαφορετικά επίπεδα και θα φωτίζουν διαφορετικές πτυχές ή τρόπους εκδήλωσης της σύγκρουσης. Τούτος ο πόλεμος είναι ουσιωδώς πολυδιάστατος. Εξελίσσεται σαν έργο που παίζεται σε πολλά «θέατρα» ταυτόχρονα, αλλά σε κάθε «σκηνή θεάτρου» διαδραματίζεται με διαφορετικούς ρυθμούς. Ωστόσο πρέπει να αποφασίσουμε σε ποια πτυχή αναγνωρίζουμε προτεραιότητα για να αξιολογήσουμε πολιτικά «τί διακυβεύεται» σε τούτο τον πόλεμο, καθοδηγώντας τις παρεμβάσεις μας από τη θέση που μας τοποθέτησε η ιστορία και η γεωγραφία (δηλαδή ως Ευρωπαίοι πολίτες). Αυτή η απόφαση θα βασίζεται στην κατανόηση εκ μέρους μας των ενεργών συντελεστών του πολέμου και του πως εμπλέκονται, όμως σε τελευταία ανάλυση θα είναι απόφαση υποκειμενική, που δεν μπορεί να συναχθεί αυτόματα από τις ως άνω προϋποθέσεις της.
Πιστεύω ότι ο πόλεμος εξελίσσεται σε τέσσερα διαφορετικά επίπεδα ταυτόχρονα και θα προσπαθήσω να τα διερευνήσω και να τα δείξω. Αλλά χρειάζονται μερικές προκαταρκτικές επισημάνσεις. Πρώτον, παρόλο που ο χαρακτήρας κάθε πολέμου ασφαλώς εξαρτάται από τους στόχους που θέτουν οι εμπόλεμες πλευρές, στην πραγματικότητα δεν προσδιορίζεται από τις προθέσεις τους, αλλά από τον τρόπο πολιτικής συγκρότησης των συλλογικών θεσμών τους (συνήθως εθνικών κρατών) και από τις ιστορικές συνθήκες στις οποίες αυτοί οι θεσμοί αναγκαστικά υπάρχουν και λειτουργούν. Αυτό οδηγεί σε μια δεύτερη προκαταρκτική επισήμανση: Υπάρχουν πολλοί «τύποι» πολέμων. Οι συγκρίσεις είναι χρήσιμες, ιδίως όταν εμπλέκουν παρόμοιους δρώντες παράγοντες. Σε τούτη την περίπτωση, συγκρίσεις με τον πόλεμο Αμερικής-Ιράκ το 2003, με τους πολέμους στη Γιουγκοσλαβία της δεκαετίας του 1990, με τον πόλεμο στην Τσετσενία στην αρχή της δεκαετίας του 2000, με τον πόλεμο του Βιετνάμ στη δεκαετία του 1970... Όμως αυτά λειτουργούν κυρίως ως αντιπαραδείγματα. Με μια έννοια, κάθε νέος πόλεμος είναι και ένας νέος τύπος πολέμου. Και τρίτον, κάθε πόλεμος έχει διαδοχικές φάσεις «κινήσεων» και «θέσεων», στις οποίες μεταβάλλεται η ισορροπία των δυνάμεων. Συνήθως αυτό αντιστοιχεί με αλλαγές των «ορίων» μέσα στα οποία περικλείεται ο πόλεμος. Σε τούτη την περίπτωση, μετά από μια αρχική φάση στην οποία οι στρατιωτικές δυνάμεις της Ουκρανίας απέκρουσαν τη ρωσική εισβολή που έγινε από πολλές κατευθύνσεις και εξανάγκασαν σε υποχώρηση τους εισβολείς, ο πόλεμος έχει «κολλήσει» σε μια φονική, πολύ βίαιη επίθεση ενάντια στις ανατολικές γραμμές άμυνας της χώρας, λες και έχει επιστρέψει στη θέση από την οποία ξεκίνησε η σύγκρουση το 2014. Ωστόσο, μόνον με την τωρινή εξέλιξη γίνονται ορατές όλες οι «γεωπολιτικές» διαστάσεις.
Ο πρώτος προσδιορισμός που μπορούμε να δώσουμε για το χαρακτήρα αυτού του πολέμου είναι ο εξής: Είναι ένας πόλεμος της ανεξαρτησίας του ουκρανικού έθνους. Αυτό καθιστά δυνατές συγκρίσεις με αντι-ιμπεριαλιστικούς απελευθερωτικούς πολέμους στον 20ό Αιώνα (όπως της Αλγερίας ή του Βιετνάμ), ή ακόμη και με τη συγκρότηση των πρώιμων εθνικών κρατών καθώς αποχωρίζονταν από τη Βρετανική, την Ισπανική, την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Είναι αλήθεια ότι η Ουκρανία, η οποία ήταν μια από τις «ομόσπονδες δημοκρατίες» χώρες-μέλη της Σοβιετικής Ένωσης, έγινε τυπικά ανεξάρτητη το 1991, όταν διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση. Και αναγνωρίστηκε από τη διεθνή κοινότητα. Αυτό είναι κρίσιμο, γιατί χαρακτηρίζει αδιαμφισβήτητα και απερίφραστα τη ρωσική εισβολή ως παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Στη μια πλευρά υπάρχει επίθεση, στην άλλη πλευρά υπάρχει αντίσταση. Ωστόσο, η ρωσική προπαγάνδα έκανε πολύ σαφές το γεγονός ότι η ανεξαρτησία της Ουκρανίας δεν έγινε αποδεκτή ως fait accompli [τετελεσμένο γεγονός] από την πλευρά της «αυτοκρατορίας», στην οποία ανήκε επί πολλούς αιώνες το μεγαλύτερο μέρος της Ουκρανίας, «αυτοκρατορίας» που εξακολούθησε να υπάρχει στη διάρκεια της κομμουνιστικής εποχής, παρά τις δημοκρατικές αρχές που είχε διακηρύξει η Οκτωβριανή Επανάσταση. Επομένως μπορεί να γίνει λόγος ότι οι Ουκρανοί πολεμούν τώρα τον πόλεμο της ανεξαρτησίας τους, μετά τον οποίο – εάν νικήσουν – η ύπαρξη του εθνικού κράτους τους δεν θα αμφισβητείται πια. Όμως αυτό επιτυγχάνεται πληρώνοντας το κόστος της τεράστιας καταστροφής και του πόνου.
Η αναφορά στη συνέχιση της αυτοκρατορικής εξουσίας στον «Ευρασιατικό» χώρο που εκτείνεται από τον Ειρηνικό Ωκεανό μέχρι τα σύνορα της Πολωνίας και ακόμη πιο πέρα, και ειδικά στα αποτελέσματα της Ρωσικής Επανάστασης του 1917, μας αναγκάζει να εξετάσουμε αυτόν τον πόλεμο και από μια άλλη οπτική γωνία ή ως ενταγμένο σε ένα άλλο πλαίσιο. Όπως οι πόλεμοι στη Γιουγκοσλαβία της δεκαετίας του 1990 - παρόλο που η δυσαναλογία μεταξύ των δυνάμεων (και των καταστροφών) είναι τεράστια και υπάρχουν μερικές σημαντικές διαφορές -, τούτος ο «πόλεμος της ανεξαρτησίας» ανήκει επίσης στην κατηγορία των μετα-κομμουνιστικών πολέμων. Αυτοί προκύπτουν από την κατάρρευση πρώην «σοσιαλιστικών κρατών» στην Ευρώπη και από την αποτυχία της δικής τους «πολιτικής για τα έθνη και τις εθνότητες», η οποία, τελικά, το μόνο που κατάφερε είναι να εντείνει εχθροπαθείς εθνικισμούς (και άλλο λάδι στη φωτιά έριξαν οι άγριες πολιτικές της νεοφιλελεύθερης «πρωταρχικής συσσώρευσης»). Αυτό στρέφει την προσοχή μας και σε κάτι άλλο: Έχοντας στο νου μας όλα όσα συνέβησαν στον αιώνα που προηγήθηκε, τούτος ο πόλεμος δεν είναι απλά και μόνον πόλεμος ευρωπαϊκός, πόλεμος που φέρνει σε σύγκρουση δύο ευρωπαϊκούς λαούς, δύο ευρωπαϊκά εθνικά κράτη, και με αυτά ως επίκεντρο αντιπαραθέτει ευρωπαϊκές δομές ισχύος και συμμαχίες. Είναι επίσης μια συνέχεια, ή ένα νέο επεισόδιο, της τραγικής ιστορίας του Ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου, που άρχισε με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μετασχηματίσθηκε με την Οκτωβριανή Επανάσταση, συνεχίστηκε με την εμφάνιση του Ναζισμού στην ηττημένη Γερμανία και του δικτύου των φασιστικών συμμάχων του σε όλη την Ευρώπη – πράγμα που οδήγησε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο – και ακολούθως είχαμε ως συνέχεια τον Ψυχρό Πόλεμο και το «σιδηρούν παραπέτασμα» που κατέρρευσε το 1989. Είναι μια τραγική ιστορία γεμάτη με αλλαγές καθεστώτων, με καταστροφές εθνικών κρατών και παλινορθώσεις τους, με γενοκτονίες και με σφαγές, με ολοκληρωτικές εξουσίες τα ίχνη των οποίων δεν έχουν ακόμη σβηστεί εντελώς. Εάν δούμε τον τωρινό πόλεμο υπό αυτή την οπτική γωνία, ο «ολοκληρωτικός πόλεμος» που συμβαίνει τώρα στην Ανατολική Ουκρανία και η προσφυγική έξοδος εκατομμυρίων ανθρώπων δεν δικαιολογούνται κατά κανένα τρόπο, αλλά εκπλήττουν πολύ λιγότερο τον σημερινό άνθρωπο. Είναι μια επανάληψη πραγμάτων που συνέβησαν πολλές φορές, επανάληψη ενός υπάρχοντος προτύπου, που λησμονήθηκε με υπερβολική ευκολία επειδή επικράτησε η εσφαλμένη εικασία ότι τα προβλήματα που βρίσκονται πίσω από αυτό, τώρα πια ήταν «λυμένα».
Ωστόσο, αυτός ο δεύτερος προσδιορισμός οδηγεί αυτόματα στην παρατήρηση του πολέμου από μια ακόμη ευρύτερη οπτική γωνία. Οι Ευρωπαϊκοί Πόλεμοι του 20ού Αιώνα ήταν και «πόλεμοι παγκόσμιοι», ή μέρη «παγκόσμιων πολέμων» στους οποίους η Ευρώπη είχε λίγο πολύ «κεντρική» θέση. Τούτος ο πόλεμος, θα έλεγα, είναι μάλλον ένας «παγκοσμιοποιημένος πόλεμος», ή πάει να γίνει «παγκοσμιοποιημένος πόλεμος», «υβριδικού» όμως χαρακτήρα· σ’ αυτόν εμπλέκονται πολλά μέρη του κόσμου, τόσο οι πολιτικές τους δομές όσο και οι πληθυσμοί τους, και εμπλέκονται με ως σχήματα συμμετρικώς αντίθετα. Αυτό συμβαίνει επειδή οι δύο άμεσοι εμπόλεμοι συμμετέχουν σε παγκόσμιες συμμαχίες οι οποίες τους υποστηρίζουν και, κατά κάποιο τρόπο κάνουν «πόλεμο δι’ αντιπροσώπων». Είναι δεδομένη η διφορούμενη στάση της Κίνας στην παρούσα σύγκρουση, και φυσικά το προηγουμένως ειπωθέν ισχύει ιδιαίτερα για τη «Δυτική πλευρά». Χωρίς διαρκείς ροές όπλων και πληροφοριών, ο ουκρανικός στρατός, παρόλη τη γενναιότητα του, δεν θα μπορούσε να αποκρούσει αποτελεσματικά τη ρωσική επίθεση. Επίσης η Δύση κάνει και έναν «οικονομικό πόλεμο» κατά της Ρωσίας. Είναι πολύ σημαντικό το εξής: Η Ρωσία επίσημα αρνείται ότι έχει εξαπολύσει πόλεμο και αυτό που κάνει το ονομάζει «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» (ακριβώς όπως έλεγαν οι αποικιοκρατικές δυνάμεις για τους αποικιακούς πολέμους του παρελθόντος)· επίσης η Δύση αρνείται ότι είναι εμπλεγμένη στον πόλεμο αλλά μιλά για «κυρώσεις». Και πάνω απ’ όλα, το πιο σημαντικό εδώ είναι το εξής γεγονός: Οι καταστροφές που προκαλεί ο πόλεμος, ο αποκλεισμός των εξαγωγών ουκρανικών σιτηρών και άλλων γεωργικών προϊόντων, καθώς και ο αντίκτυπος των κυρώσεων στην παγκόσμια οικονομία, συνδυάζονται και ανοίγουν μια δραματική προοπτική για το άμεσο μέλλον, της έλλειψης τροφίμων, η οποία απειλεί με πείνα πολλούς πληθυσμούς του πλανητικού Νότου. Και αυτοί είναι τώρα «εμπλεγμένοι στον πόλεμο».
Στάχτες από καμένα σιτηρά στην πόλη Σιβέρσκ, στο Ντονμπάς, Μάιος 2022 / Foto: Alex Chan / SOPA Images / Sipa USA via Reuters - από Commons. |
Τέλος, υπάρχει και ένας τέταρτος προσδιορισμός του χαρακτήρα τούτου του πολέμου που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε, ο οποίος λες και στοιχειώνει τα όριά του: Είναι η δυνατότητα να μετατραπεί σε πυρηνικό πόλεμο. Αυτό το ανησυχητικό ερώτημα το έθεσε ο Γιούργκεν Χάμπερμας σε ένα πρόσφατο άρθρο του που πυροδότησε στη Γερμανία μια αντιπαραθετική συζήτηση. Πολλοί σχολιαστές πιστεύουν ότι η χρήση πυρηνικών όπλων σε τούτο τον πόλεμο είναι ένα εργαλείο «εκβιασμού» που χρησιμοποιεί η πλευρά του ρωσικού καθεστώτος. Άλλοι ισχυρίζονται ότι η ρωσική εισβολή είναι «αποικιακός πόλεμος κάτω από πυρηνική ομπρέλα», πράγμα που εξαναγκάζει την άλλη πλευρά (το Δυτικό συνασπισμό, ενοποιημένο υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ) να περιορίζει το μέγεθος της βοήθειας του προς την Ουκρανία και την ακτίνα δράσης της παρέμβασής του. Ωστόσο, αυτές οι απόψεις δεν απαντούν στο κρίσιμο ερώτημα, που έχει να κάνει με τα εξής : Πρώτον, σε έναν ολικό πόλεμο, στην περίπτωση που δεν φθάνει σε ένα τέλος με καθαρό πλεονέκτημα της μίας πλευράς των εμπολέμων, ποτέ δεν πρέπει να αποκλείεται το «ακραίο σενάριο». Και δεύτερον - όπως σωστά το έθεσαν με έμφαση ο Γκύντερ Άντερς (Günther Anders) και ο Έντουαρντ Τόμσον (Edward Thompson) στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου - , η ύπαρξη (και το μέγεθος) των πυρηνικών οπλοστασίων δημιουργεί δυνατότητες καταστροφής πέρα από τον έλεγχο των πολιτικών καθεστώτων και των ηγετών τους. Για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Τόμσον, ο «εξολοθρευτισµός» («Exterminism») δεν είναι κάτι το «αδιανόητο».
Μέρος Δεύτερο - Εθνικά κράτη, εθνικισμός, γεωπολιτική, κοσμοπολιτική
Μερικά βιβλία του (ελλ.): Πολιτική και αλήθεια, Νήσος (2005), Η Ευρώπη, η Αμερική, ο πόλεμος, Δαρδανός Χρήστος Ε. (2004), Η φιλοσοφία του Μαρξ, Νήσος (1996), Ο Σπινόζα και η πολιτική, Βιβλιοπωλείον της Εστίας (1996), Φυλή, έθνος, τάξη: Διφορούμενες ταυτότητες (συλλογ.), εκδ. Ο Πολίτης (1991).
Αγαπητέ aftercrisis το μπλοκ σας παραμένει άκρως ενδιαφέρον και πολύ ωραία δομημένο. Τελικά διαφωνούμε έντονα μόνο σε ένα ζήτημα αναφορικά με την θεώρησή του και συμφωνούμε σεχεδόν σε όλα τα άλλα. Σας γράφω από εδώ και όχι από τα σχόλια της ΕΦΣΥΝ γιατί ίσως κουράσαμε τους συνσχολιαστές μας εκεί. Βέβαια με αδικείτε σε ένα πράγμα, όταν μου προσάπτετε μισογυνισμό, αλλά επειδή δεν με γνωρίζετε από κοντά ίσως. Το καλοκαίρι θα βρίσκομαι στην Θεσσαλονίκη, ίσως συναντηθούμε αν έχετε διάθεση, να ανταλλάξουμε κάποιες απόψεις. Σας κατανοώ πολύ καλά με την απέχθεια που νιώθετε γιαυτό που ονομάζουμε ελληνικό κράτος. Να είστε πάντοτε καλά, ακόμη και όταν διφωνούμε έντονα. Τα σχόλιά σας ήσαν πάντα περιεκτικά. Για ευνόητους λόγους δεν δίνω προσωπικά στοιχεία δημόσια, άλλα απέκτησα εμπιστοσύνη. Με όλο τον σεβασμό, ΣΝΟΦ.
ΑπάντησηΔιαγραφή