© Eurozine (προδημοσίευση από το περιοδικό © Transit / Βιέννη) - Mark Lilla: The dog that didn’t bark: The disappearance of the citizen - Identity politics in the USA, and what Europe can learn from it, 18.8.2017
Δημοκρατικός πολίτης δεν γεννιέσαι, γίνεσαι. Αλλά δεν κάνουμε καλή δουλειά στο θέμα αυτό, γράφει ο Mark Lilla. Στην Αμερική, με την εκλογή του Τραμπ έγινε φανερό, λέει, ότι τα τρία κακά της εποχής μας και της μοίρας μας, ο νεοφιλελευθερισμός, ο λαϊκισμός, αλλά και οι πολιτικές των ιδιαίτερων ταυτοτήτων που επικράτησαν στην Αριστερά, οδήγησαν σε όλεθρο. Ειδικά το τελευταίο είναι πρόκληση για την φιλελεύθερη Αριστερά των ΗΠΑ και της Ευρώπης [ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον όρο «φιλελευθερισμός» με την αμερικανική του σημασία]: Κάποτε πρέπει να αποκτήσει ένα όραμα για τον πολίτη ως καθολική έννοια. Για τις αρετές του πολίτη ως πολίτη.
Η ανάλυση του Μ. Λίλλα έχει να πεί σημαντικά πράγματα και για μας, στην Ελλάδα, την πιο άρρωστη χώρα στην πανευρωπαϊκή επιδημία. Γιατί στη χώρα μας, η εδώ και δεκαετίες σκληρά διχοτομημένη αγορά εργασίας σε υπερεξασφαλισμένο τμήμα και σε εργασιακό Καιάδα - τυπικό νεοφιλελεύθερο χαρακτηριστικό - γέννησε σκληρό κοινωνικό κατακερματισμό και ανισότητα. Γιατί ο εθνικολαϊκισμός, από την «λαϊκή Δεξιά» και το «παλαιο-ΠΑΣΟΚ» διαχύθηκε σαν κακοήθης μετάσταση στο σύνολο του πολιτικού φάσματος. Kαι γιατί η ελληνική Αριστερά (πλην ΚΚΕ που έχει άλλες εμπλοκές), όπως και η ευρεία ευρωπαϊκή Αριστερά ως όλον, γίνεται όλο και περισσότερο «πολιτισμική Αριστερά», μια Αριστερά με «μυστικιστικά δόγματα» κατά τον Λίλλα, η οποία προτιμά να ασχολείται με ιδεολογήματα και ξεχνά την αχώριστη τριάδα του κοινωνικού της καθήκοντος: Την ελευθερία, την ισότητα και την αδελφοσύνη. Έτσι πεθαίνουν οι αρετές και οι αξίες του πολίτη, στις ΗΠΑ ή στην Ευρώπη. Άραγε, το εφιαλτικό παρόν της Αμερικής θα γίνει και το θλιβερό, παρακμιακό μέλλον της Ευρώπης και της Ελλάδας;
Γ. Ρ.
Όποιος γεννήθηκε στην διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όπως εγώ, ανατράφηκε και μεγάλωσε με μια ισχυρή αίσθηση ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία είχε εξωτερικούς εχθρούς. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν αγώνας ενάντια στους φασίστες· στη συνέχεια η Σοβιετική Ένωση, η Κίνα και τα κράτη-πελάτες τους αμφισβητούσαν τις δημοκρατικές κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο.
Ωστόσο, αυτή η ρητή υπόθεση συνοδευόταν και από μια άλλη, σιωπηρή υπόθεση. Υποθέσαμε επίσης, πως όταν εξαφανιστούν οι εξωτερικοί εχθροί, οι φιλελεύθερες συνταγματικές δημοκρατίες θα μπουν ανενόχλητες σε εποχή άνθισης και ίσως η δημοκρατία θα εξαπλωθεί και σε άλλες χώρες. Αυτή η υπόθεση εκπήγαζε λιγότερο από αλαζονεία και περισσότερο από μια συγκεκριμένη ιστορική εμπειρία. Η γενιά μου δεν χρειάστηκε ποτέ να μάθει το μάθημα που εξαναγκάστηκαν να μάθουν οι φιλελεύθεροι από τον 19ο αιώνα μέχρι και τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Αυτή η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι ένα πολύ εύθραυστο σύστημα διακυβέρνησης, το οποίο πάντα έχει να αντιμετωπίζει αντιπάλους στα δεξιά και στα αριστερά του.
Γιατί? Μια μερική εξήγηση, είναι η εξής: οι φιλοδοξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας δεν είναι μεγάλες. Προσφέρει έναν τρόπο για να ασκείται η πολιτική με τρόπο νομιμοποιημένο, αλλά δεν υπόσχεται μετασχηματισμό της ανθρώπινης ύπαρξης, ούτε καν της κοινωνίας. Επίσης είναι εξαρτημένη από το άν οικοδομούνται ή όχι ικανότητες αυτοκυβέρνησης. Η φιλελεύθερη δημοκρατία πρέπει να παίρνει άτομα, το κύριο ενδιαφέρον των οποίων είναι, φυσικά, ο εαυτός τους, οι οικογένειές τους, ή και οι θρησκευτικές ή εθνοτικές τους ομάδες, και να τα μετατρέπει σε πολίτες. Σε πολίτες που να ενδιαφέρονται - και σε μερικές περιπτώσεις να ενδιαφέρονται πρωτίστως - για το κοινό καλό. Η γενιά μου δεν χρειάστηκε ποτέ να μάθει το παλιό μάθημα, ότι οι δημοκρατικοί πολίτες δεν γεννιούνται, αλλά γίνονται. Πρέπει να γίνονται σε κάθε γενιά, ξανά και ξανά.
Κάνουμε σήμερα καλή δουλειά στο θέμα αυτό; Όχι, δεν νομίζω. Κατά τη γνώμη μου, πολλές από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν σήμερα οι δημοκρατίες μας μπορούν να εντοπιστούν στην όλο και μεγαλύτερη ανικανότητά μας να μορφώσουμε πολίτες και στη συνέχεια να τους δώσουμε φωνή και βήμα. Ειδικότερα, ας λάβουμε υπόψη πώς αντιδρούμε σε τρεις προκλήσεις της εποχής.
Ωστόσο, αυτή η ρητή υπόθεση συνοδευόταν και από μια άλλη, σιωπηρή υπόθεση. Υποθέσαμε επίσης, πως όταν εξαφανιστούν οι εξωτερικοί εχθροί, οι φιλελεύθερες συνταγματικές δημοκρατίες θα μπουν ανενόχλητες σε εποχή άνθισης και ίσως η δημοκρατία θα εξαπλωθεί και σε άλλες χώρες. Αυτή η υπόθεση εκπήγαζε λιγότερο από αλαζονεία και περισσότερο από μια συγκεκριμένη ιστορική εμπειρία. Η γενιά μου δεν χρειάστηκε ποτέ να μάθει το μάθημα που εξαναγκάστηκαν να μάθουν οι φιλελεύθεροι από τον 19ο αιώνα μέχρι και τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Αυτή η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι ένα πολύ εύθραυστο σύστημα διακυβέρνησης, το οποίο πάντα έχει να αντιμετωπίζει αντιπάλους στα δεξιά και στα αριστερά του.
Γιατί? Μια μερική εξήγηση, είναι η εξής: οι φιλοδοξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας δεν είναι μεγάλες. Προσφέρει έναν τρόπο για να ασκείται η πολιτική με τρόπο νομιμοποιημένο, αλλά δεν υπόσχεται μετασχηματισμό της ανθρώπινης ύπαρξης, ούτε καν της κοινωνίας. Επίσης είναι εξαρτημένη από το άν οικοδομούνται ή όχι ικανότητες αυτοκυβέρνησης. Η φιλελεύθερη δημοκρατία πρέπει να παίρνει άτομα, το κύριο ενδιαφέρον των οποίων είναι, φυσικά, ο εαυτός τους, οι οικογένειές τους, ή και οι θρησκευτικές ή εθνοτικές τους ομάδες, και να τα μετατρέπει σε πολίτες. Σε πολίτες που να ενδιαφέρονται - και σε μερικές περιπτώσεις να ενδιαφέρονται πρωτίστως - για το κοινό καλό. Η γενιά μου δεν χρειάστηκε ποτέ να μάθει το παλιό μάθημα, ότι οι δημοκρατικοί πολίτες δεν γεννιούνται, αλλά γίνονται. Πρέπει να γίνονται σε κάθε γενιά, ξανά και ξανά.
Κάνουμε σήμερα καλή δουλειά στο θέμα αυτό; Όχι, δεν νομίζω. Κατά τη γνώμη μου, πολλές από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν σήμερα οι δημοκρατίες μας μπορούν να εντοπιστούν στην όλο και μεγαλύτερη ανικανότητά μας να μορφώσουμε πολίτες και στη συνέχεια να τους δώσουμε φωνή και βήμα. Ειδικότερα, ας λάβουμε υπόψη πώς αντιδρούμε σε τρεις προκλήσεις της εποχής.
Φωτο, Parks, Πολιτεία της Βιρτζίνια. Πηγή Flickr |
[Οι τρείς πολιτικές συμφορές της εποχής μας και της μοίρας μας: Νεοφιλελευθερισμός, λαϊκισμός και πολιτικές της ταυτότητας]
Η πρώτη πρόκληση είναι ο νεοφιλελευθερισμός, μια ιδεολογία που από τη δεκαετία του 1980 κρατά υπό τον ασφυκτικό της έλεγχο την πολιτική μας φαντασία. Τα βασικά δόγματα αυτής της ιδεολογίας είναι: (1) ότι είμαστε κατά βάση ελεύθερα άτομα χωρίς φυσικές ή ιστορικές υποχρεώσεις προς τους άλλους, είμαστε απλώς «στοιχειώδη σωματίδια που αιωρούνται στον χώρο»· (2) ότι η οικονομική ευημερία πρέπει να είναι το πρωταρχικό μας μέλημα· (3) ότι οι αγορές - συμπεριλαμβανομένων των αγορών εργασίας - πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ελεύθερες για να εξασφαλίζουν αυτή την ευημερία· και (4), ότι για να διατηρηθούν οι αγορές ελεύθερες σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, είναι αναγκαίο να δοθούν αφενός περισσότερες εξουσίες στους τεχνοκράτες και αφετέρου λιγότερες εξουσίες στους κυρίαρχους, δηλαδή στους νομοθέτες των αντιπροσωπευτικών σωμάτων και στους πολίτες οι οποίοι τους αναθέτουν με την ψήφο τους νομιμοποιημένες εξουσίες. Κανένα από αυτά τα δόγματα δεν λαμβάνει υπόψη την ιδιότητα του πολίτη ως πολίτη, τις αρετές του πολίτη. Και όταν τίθενται σε εφαρμογή, τις διαβρώνουν.
Drew Pettifer: The Decisive Moment (2009) |
Αυτό μας οδηγεί στη δεύτερη πρόκληση για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες μας, που είναι ο λαϊκισμός. Εδώ και κάμποσο καιρό επωαζόταν η αντίδραση στις οικονομικές πολιτικές που βασίζονται στα νεοφιλελεύθερα δόγματα. Όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί πιστεύουν πως για ό,τι αφορά τον καθορισμό του συλλογικού τους πεπρωμένου, δεν γίνεται ακουστή η δική τους φωνή. Όμως η αντίδραση στις πολιτικές αυτές δεν παίρνει μορφή φιλελεύθερη, δημοκρατική. Αντίθετα, οι άνθρωποι προσελκύονται από λαϊκίστικα κόμματα που απευθύνονται σ΄ αυτούς όχι ως πολίτες, αλλά σαν να είναι ο ένας, ενιαίος και μόνος νόμιμος λαός: das Volk, le peuple, il popolo. Οι φωνές που ακούμε δεν είναι φωνές υπεύθυνων ηγετών που απευθύνονται σε ενημερωμένους πολίτες. Αντίθετα ακούμε δημαγωγούς να ουρλιάζουν και τον όχλο του καθενός από αυτούς να απαντά με ουρλιαχτά. Το μήνυμα και των μεν και των δε είναι πολύ απλό: Θέλουν να «πάρουν τις χώρες τους πίσω». Με αυτό εννοούν ότι η βούληση ενός μέρους του λαού, η αστόχαστη και απροβλημάτιστη, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως λαϊκή επιταγή.
Αυτές οι δύο προκλήσεις - ο νεοφιλελευθερισμός και ο λαϊκισμός - μας είναι γνωστές και οικείες. Υπάρχει και μια τρίτη πρόκληση για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες μας. Είναι αυτή που αποκαλώ πολιτικές της [ιδιαίτερης] ταυτότητας.
Με τις πολιτικές της ταυτότητας εννοώ έναν τρόπο αντιμετώπισης της πολιτικής και συμμετοχής σε αυτήν, που πριμοδοτεί την ταυτότητα μιας ομάδας ή την προσωπική ταυτότητα και όχι την ιδιότητά του καθενός ως πολίτη. Υποστηρίζει ότι πρέπει να βλέπουμε όλα τα πολιτικά ζητήματα μέσα από τον «φακό» της ταυτότητας, όπως λένε οι Αμερικανοί σήμερα. Και στην ισχυρότερη έκδοσή της, ισχυρίζεται ότι κάθε φορά που απευθύνεται κάποιος προς τους πολίτες ως πολίτες, στην πραγματικότητα απευθύνεται σε μια ομάδα ταυτότητας εναντίον άλλων τέτοιων ταυτοτήτων. Η επίδραση στην αμερικανική πολιτική αυτής της αίσθησης περί ιδιαίτερης ταυτότητας ήταν καταστροφική. Στην Αριστερά έχει προκαλέσει ένα είδος ηθικού πανικού και την κάνει να βλέπει με δέος την φυλετική ταυτότητα, την ταυτότητα του φύλου και την ταυτότητα «κοινωνικού προσανατολισμού του φύλου» (gender identity)· έτσι έχει παραμορφωθεί το κεντρικό μήνυμα της Αριστεράς, πράγμα που την εμποδίζει από το να γίνει μια ενοποιητική [δηλ. και ηγεμονική] πολιτική δύναμη σε εθνικό επίπεδο. Και ως αντίδραση στην μονόπλευτη, κοντόφθαλμη, απλοϊκή εστίαση της Αριστεράς στις ταυτότητες, η Δεξιά επωφελείται από την αντίδραση των μέσων Αμερικανών σε ό,τι βλέπουν με καχυποψία ως πολιτική ορθότητα που αποκλείει αυτούς και τις ανησυχίες τους.
Με τις πολιτικές της ταυτότητας εννοώ έναν τρόπο αντιμετώπισης της πολιτικής και συμμετοχής σε αυτήν, που πριμοδοτεί την ταυτότητα μιας ομάδας ή την προσωπική ταυτότητα και όχι την ιδιότητά του καθενός ως πολίτη. Υποστηρίζει ότι πρέπει να βλέπουμε όλα τα πολιτικά ζητήματα μέσα από τον «φακό» της ταυτότητας, όπως λένε οι Αμερικανοί σήμερα. Και στην ισχυρότερη έκδοσή της, ισχυρίζεται ότι κάθε φορά που απευθύνεται κάποιος προς τους πολίτες ως πολίτες, στην πραγματικότητα απευθύνεται σε μια ομάδα ταυτότητας εναντίον άλλων τέτοιων ταυτοτήτων. Η επίδραση στην αμερικανική πολιτική αυτής της αίσθησης περί ιδιαίτερης ταυτότητας ήταν καταστροφική. Στην Αριστερά έχει προκαλέσει ένα είδος ηθικού πανικού και την κάνει να βλέπει με δέος την φυλετική ταυτότητα, την ταυτότητα του φύλου και την ταυτότητα «κοινωνικού προσανατολισμού του φύλου» (gender identity)· έτσι έχει παραμορφωθεί το κεντρικό μήνυμα της Αριστεράς, πράγμα που την εμποδίζει από το να γίνει μια ενοποιητική [δηλ. και ηγεμονική] πολιτική δύναμη σε εθνικό επίπεδο. Και ως αντίδραση στην μονόπλευτη, κοντόφθαλμη, απλοϊκή εστίαση της Αριστεράς στις ταυτότητες, η Δεξιά επωφελείται από την αντίδραση των μέσων Αμερικανών σε ό,τι βλέπουν με καχυποψία ως πολιτική ορθότητα που αποκλείει αυτούς και τις ανησυχίες τους.
[Οι πολιτικές της ταυτότητας κατέστρεψαν την ικανότητα της Αριστεράς να διεκδικεί ηθικοπολιτική ηγεμονία. Και έδωσαν πλεονέκτημα στην Δεξιά]
Πολλοί παράγοντες συνέβαλαν στην εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Αλλά ένα από τα πιο σημαντικά ήταν η ανικανότητα της φιλελεύθερης Αριστεράς να παράσχει ένα όραμα για την Αμερική και για το πεπρωμένο της ως πειστική εναλλακτική πρόταση απέναντι στο αόριστο δημαγωγικό σύνθημα του Tραμπ «κάνε την Αμερική και πάλι Μεγάλη». Κάποτε, ο Τζων Κέννεντυ (John F. Kennedy) προκάλεσε τους Αμερικανούς πολίτες με την διάσημη φράση του «μην ρωτάτε τι μπορεί να κάνει η χώρα σας για σας, αλλά τι μπορείτε να κάνετε εσείς για τη χώρα σας». Ο Ρόναλντ Ρέιγκαν μίλησε για «το πρωί στην Αμερική» και για μια «λαμπερή πόλη πάνω στον λόφο». Οι πολιτικές της ταυτότητας έχουν βουβάνει την φωνή της αμερικανικής Αριστεράς· την έχουν κάνει ανίκανη να μιλά στους πολίτες αυτό το είδος γλώσσας που τους αντιμετωπίζει ως πολίτες για το κοινό καλό. Το μόνο που βλέπει είναι ομάδες ή άτομα, καθένα από τα οποία έχει τη δική του ιδιαίτερη ταυτότητα. Αυτή είναι μια πολύ αμερικανική ιστορία. Πιστεύω όμως, ότι έχει και σημαντικά διδάγματα για την Ευρώπη.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πάντα ένα πολυποίκιλο εθνικό κράτος, ανοιχτό στους μετανάστες. Όμως δεν ασκούσε πάντα πολιτικές της ταυτότητας με τη σύγχρονη έννοια. Είναι αλήθεια ότι με την μεγάλη μετανάστευση Ευρωπαίων στις δεκαετίες λίγο πριν από τις αρχές του 20ού Αιώνα, οι πιο πρόσφατοι μετανάστες - λόγου χάρη Ιταλο-Αμερικανοί, Γερμανο-Αμερικανοί, Πολωνο-Αμερικανοί - ψήφιζαν ενιαία ως μπλοκ, ειδικά στην εποχή που η πολιτική λειτουργούσε ως πελατειακός μηχανισμός πατρωνείας (machine politics) στις μεγάλες πόλεις. Αλλά το έκαναν ως συνήθεις ομάδες συμφερόντων και όχι για να διεκδικήσουν την εθνοτική τους ταυτότητα ή για να διεκδικήσουν ιδιαίτερα προνόμια ή εξαιρέσεις. Οι Πολωνικές γειτονιές ψήφιζαν για περισσότερες θέσεις εργασίας, οι Ιταλοί ψήφιζαν για περισσότερα πάρκα, οι Γερμανοί ψήφιζαν για περισσότερα σχολεία. Και οι πολιτικοί προσπαθούσαν να «βολέψουν» αυτές τις ομάδες για να κερδίσουν τις ψήφους τους. Αλλά στο επίπεδο της εθνικής πολιτικής, οι Ιταλο-Αμερικανοί, οι Γερμανο-Αμερικανοί και Πολωνο-Αμερικανοί διατύπωναν πολιτικές απόψεις και ψήφιζαν απλώς ως πολίτες. Και όταν ήρθε η ώρα να πολεμήσουν στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, υπηρετούσαν στο στρατό και πέθαιναν ως πολίτες. Αυτή ήταν η ταυτότητά τους.
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν με το Κίνημα Πολιτικών Δικαιωμάτων [των Μαύρων] στη δεκαετία του 1950· και για κατανοητούς λόγους. Προφανώς, οι Αφρο-Αμερικανοί δεν ήταν μετανάστες με διαφορετικές εθνοτικές καταγωγές· ήταν στο παρελθόν δούλοι. Δεν ήταν πολίτες που αποτελούσαν απλή ομάδα συμφερόντων, δεν ήταν καν πλήρως πολίτες που απολάμβαναν ίση προστασία με τους άλλους σύμφωνα με το νόμο. Σε ορισμένα μέρη της χώρας, για τους Αφρο-Αμερικανούς ήταν σχεδόν αδύνατο να ψηφίζουν, υπήρχαν χωριστά σχολεία για λευκούς και μαύρους, όπως και χωριστές δημόσιες υπηρεσίες και επιχειρήσεις σε όλο τον Νότο. Οι Ευρωπαίοι μετανάστες μπορούσαν και ήταν πρόθυμοι να βάλουν σε δεύτερη μοίρα τις εθνοτικές τους ταυτότητες προκειμένου να αφομοιωθούν σε μια λευκή - και σε μεγάλο βαθμό Προτεσταντική - Αμερική. Οι Αφρο-Αμερικανοί δεν μπορούσαν να αποβάλουν την ταυτότητά τους, ακόμη και αν το ήθελαν. Έτσι αναγκάστηκαν να κινητοποιηθούν πολιτικά γύρω από αυτήν για να πολεμήσουν για τα δικαιώματά τους και να γίνουν ίσοι πολίτες. Αλλά αυτό είναι το σημαντικό σημείο: Η επιβαίωση της ταυτότητάς τους δεν ήταν αυτοσκοπός. Ήταν ένα μέσο για την κερδίσουν την πλήρη ιδιότητα του πολίτη ως πολίτη μέσα σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία. Ο δικός τους στόχος ήταν στόχος πολιτικός. Και στον αγώνα τους για να πετύχουν αυτόν τον στόχο, οι Αφρο-Αμερικανοί έδωσαν στους λευκούς Αμερικανούς ένα μάθημα για την ιδιότητα του πολίτη ως πολίτη.
[Ο πολιτισμός και οι πολιτικές του εγωιστικού ναρκισισμού: Μάχες για την κοινωνική επιβεβαίωση της ταυτότητας και του τρόπου ζωής ατόμων και επιμέρους ομάδων]
Μετά, τα πράγματα άρχισαν να χάνουν τη συνοχή τους και να διαλύονται, για πολλούς λόγους: η καταστροφή και ήττα στο Βιετνάμ, η ριζοσπαστικοποίηση των κινημάτων διαμαρτυρίας εναντίον εκείνου του πολέμου, η άνοδος της «αντι-κουλτούρας», πράγμα που ήταν αυτό που ο ιστορικός της εποχής [ο Κρίστοφερ Λας] ονόμασε «πολιτισμό του ναρκισσισμού». Όμως η πιο σημαντική μεταμόρφωση ήταν η εξής: Η φιλελεύθερη Αριστερά κομματιάστηκε σε διαφορετικές ομάδες ταυτότητας κατά τη δεκαετία του 1970, και στη συνέχεια σε ακόμη μικρότερες υποομάδες, καθεμιά από τις οποίες απαίτησε όχι μόνον δικαιώματα, αλλά και κοινωνική αναγνώριση. Οι Μαύροι ριζοσπάστες πήραν αποστάσεις από τους νηφάλιους, θρησκευόμενους ηγέτες του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων και κήρυξαν ένα είδος αποσχιστικής ιδεολογίας και φυλετικής υπερηφάνειας: Το Μαύρο είναι Ωραίο. Οι φεμινίστριες που αισθάνονταν ότι τις είχε επισκιάσει το αντιπολεμικό κίνημα, πήραν αποστάσεις και απαιτούσαν όχι μόνον τα δικά τους δικαιώματα ως πολιτών, αλλά και την αναγνώριση της διαφοράς τους ως γυναικών. Τότε, οι μαύρες και οι λεσβίες μέσα στο φεμινιστικό κίνημα πήραν και αυτές αποστάσεις από τις φεμινίστριες, ισχυριζόμενες ότι αυτό κυριαρχείται από από τις straight και τις λευκές γυναίκες και τις αξίες τους. Το κίνημα των ανδρών ομοφυλοφίλων ακολούθησε σε ίδια διαδρομή: από την απαίτηση για ίσα δικαιώματα στην απαίτηση για κοινωνική αναγνώριση και επιβεβαίωση, και στη συνέχεια σε εσωτερικές διαμάχες γύρω από το τι σημαίνει να είναι κανείς αυθεντικός ομοφυλόφιλος.
Αυτή η ιστορία - το να διασπάται μια Αριστερά με αλυσιδωτό τρόπο σε όλο και μικρότερες παρατάξεις - είναι ιστορία γνωστή και οικεία στην πολιτική ιστορία της Δύσης. Αλλά αυτό που συνέβη στις ΗΠΑ μετά, ήταν πολύ ασυνήθιστο. Όταν η Αμερική έγινε πιο συντηρητική και ατομικιστική στα χρόνια του Ρέιγκαν, όλη η ενέργεια που υπήρχε πίσω από αυτές τις μάχες για την ταυτότητα, απομακρύνθηκε από την πολιτική αρένα και επενδύθηκε στα κολέγια και στα πανεπιστήμια μας, τα οποία έγιναν θέατρα για μια ersatz πολιτική, [για ένα υποκατάστατο] που μορφοποιούσε ταυτότητα και αυτο-επιβεβαίωση. Το πρωταρχικό ζήτημα για την Αριστερά των πανεπιστημίων μετατοπίστηκε μακρυά από το πώς κινητοποιείς ανθρώπους που μοιράζονται μια συγκεκριμένη ταυτότητα, για να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους μέσω της πολιτικής διαδικασίας - το οποίο είναι το έργο των πολιτών ως πολιτών. Πρωταρχικό ζήτημα έγινε τώρα, με ποιο τρόπο να προσδιοριστεί και να κερδίσει την κοινωνική της επιβεβαίωση η προσωπική ταυτότητα του ατόμου: ως λευκού ή μαύρου, ως αρσενικού ή θηλυκού, ως ομοφυλόφιλου ή straight. Η μορφοποίηση, η καλλιέργεια και η διακήρυξη του εαυτού έγιναν το κέντρο της προσοχής στα χρόνια του ναρκισσισμού της εποχής Ρέιγκαν. Αυτό που είχε αρχίσει ως πολιτικό εγχείρημα μετατράπηκε σε ψυχολογικό δράμα - αλλά δράμα που διεκδικούσε πολιτική σοβαρότητα.
[Η πτώση της «πανεπιστημιακής Αριστεράς» των ΗΠΑ στην παρακμιακή ομφαλοσκόπηση. Η έξωση των καθολικών αξιών, μαζί τους και του μαρξισμού]
Και γιατί όλα αυτά αφορούν την αμερικανική δημοκρατία; Την αφορούν, γιατί τα πανεπιστήμια είναι οι τόποι όπου σχηματίζεται η σημερινή φιλελεύθερη ελίτ των ΗΠΑ. Εκεί αρχίζουν, για πρώτη φορά, να συνειδητοποιούν το ρόλο τους ως πολίτες· ή να μην τον συνειδητοποιούν. Και εκεί εμπλέκονται με την πολιτική για πρώτη φορά, όσοι πρόκειται να εμπλακούν. Σε μια προγενέστερη εποχή, οι φοιτητές με πολιτικά ενδιαφέροντα προτιμούσαν ως μαθήματα επιλογής την πολιτική ιστορία και την πολιτική φιλοσοφία. Θα έπρεπε επίσης να ασχοληθούν και να τα βγάλουν πέρα με τον μαρξισμό. Ο μαρξισμός ως ιδεολογία είχε πολλά λανθασμένα πράγματα, αλλά και μια μεγάλη αρετή: Ανάγκαζε όσους τον αποδέχονταν να κυττάξουν και λίγο πέρα από τις προσωπικές ιδιαιτερότητές τους και έβαζε το μυαλό τους να ασχοληθεί με τις βαθιές δυνάμεις που μορφοποιούν την ιστορία. Δυνάμεις όπως η κοινωνικές τάξεις, ο πόλεμος και η αποικιοκρατία. Οι μαρξιστές συχνά έβλεπαν τα πράγματα ανάποδα ή έβλεπαν φαντάσματα, αλλά τουλάχιστον είχαν ανοιχτά τα μάτια και κοιτούσαν γύρω τους.
Αντίθετα, σήμερα οι Αμερικανοί φοιτητές ενθαρρύνονται να επιλέγουν μαθήματα σχετικά με την προσωπική τους ταυτότητα, όπως αυτοί οι ίδιοι ως άτομα την αντιλαμβάνονται. Και ενθαρρύνονται να πιστεύουν ότι το να είσαι πολιτικά ενεργός σημαίνει να κάνεις αυτό το πράγμα. Ελκύονται να επιλέγουν μαθήματα σχετικά με τη λογοτεχνία συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, με τις οποίες οι ίδιοι αισθάνονται συγγένειες: Μαύρη λογοτεχνία, γυναικεία λογοτεχνία, ομοφυλοφιλική και λεσβιακή λογοτεχνία, μετα-αποικιακή λογοτεχνία. Και αντί για μαθήματα σχετικά με την ιστορία των πολιτικών ιδεών, στρέφονται σε θεωρίες σχετικά με τη φυλετική ταυτότητα και την ταυτότητα «κοινωνικού προσανατολισμού του φύλου», επηρεασμένες πολύ έντονα από τα μυστικιστικά δόγματα του γαλλικού μετα-στρουκτουραλισμού.
[Η πτώση της «πανεπιστημιακής Αριστεράς» των ΗΠΑ στην παρακμιακή ομφαλοσκόπηση. Η έξωση των καθολικών αξιών, μαζί τους και του μαρξισμού]
Και γιατί όλα αυτά αφορούν την αμερικανική δημοκρατία; Την αφορούν, γιατί τα πανεπιστήμια είναι οι τόποι όπου σχηματίζεται η σημερινή φιλελεύθερη ελίτ των ΗΠΑ. Εκεί αρχίζουν, για πρώτη φορά, να συνειδητοποιούν το ρόλο τους ως πολίτες· ή να μην τον συνειδητοποιούν. Και εκεί εμπλέκονται με την πολιτική για πρώτη φορά, όσοι πρόκειται να εμπλακούν. Σε μια προγενέστερη εποχή, οι φοιτητές με πολιτικά ενδιαφέροντα προτιμούσαν ως μαθήματα επιλογής την πολιτική ιστορία και την πολιτική φιλοσοφία. Θα έπρεπε επίσης να ασχοληθούν και να τα βγάλουν πέρα με τον μαρξισμό. Ο μαρξισμός ως ιδεολογία είχε πολλά λανθασμένα πράγματα, αλλά και μια μεγάλη αρετή: Ανάγκαζε όσους τον αποδέχονταν να κυττάξουν και λίγο πέρα από τις προσωπικές ιδιαιτερότητές τους και έβαζε το μυαλό τους να ασχοληθεί με τις βαθιές δυνάμεις που μορφοποιούν την ιστορία. Δυνάμεις όπως η κοινωνικές τάξεις, ο πόλεμος και η αποικιοκρατία. Οι μαρξιστές συχνά έβλεπαν τα πράγματα ανάποδα ή έβλεπαν φαντάσματα, αλλά τουλάχιστον είχαν ανοιχτά τα μάτια και κοιτούσαν γύρω τους.
Milo Yannopoulos, σύμβουλος προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ |
Στις έρευνές μου διαπίστωσα ότι οι φοιτητές που εμπλέκονται σε μια τέτοια εκπαίδευση και βγαίνουν από αυτήν στην κοινωνία, έχουν την εξής άποψη για ό,τι αφορά την πολιτική: Φαντάζονται ότι το θεμέλιο της δημοκρατικής πολιτικής είναι η ταυτότητα της ομάδας ή η προσωπική ταυτότητα του μεμονωμένου ατόμου, και όχι ο πολίτης ως πολίτης και οι αρετές του πολίτη. Φαντάζονται ότι το να απευθύνεσαι πολιτικά προς την κοινωνία ενός εθνικού κράτους ως όλον, είναι στην πραγματικότητα μια ιδεολογική κάλυψη και συγκαλύπτει την κυριαρχία μιας ομάδας πάνω στις άλλες. Οι άνθρωποι αυτοί, όταν μιλούν και σκέφτονται για τους τελικούς σκοπούς της πολιτικής, μιλούν και σκέφτονται πάντοτε χρησιμοποιώντας τον κώδικα της ιδιαίτερης ταυτότητας· έτσι, η ιδέα της ορθολογικής συζήτησης μεταξύ πολιτών ως πολιτών είναι μια ψευδαίσθηση. Φαντάζονται ότι δεν έχουν υποχρεώσεις του πολίτη ως πολίτη, αλλά μόνον δικαιώματα, που πρέπει να τα υπερασπιστούν βλέποντάς τα υπό το πρίσμα μιας ιδιαίτερης ταυτότητας. Και φαντάζονται ότι η συνήθης πολιτική του να επιλέγεις και ψηφίζεις - στην οποία εμπλέκονται διαπραγματεύσεις, συμβιβασμοί και πολλή ακρόαση άλλων απόψεων ή διαβούλευση - είναι «ακάθαρτη». Πολύ λίγο θέλουν να συμμετέχουν στην πολιτική των κομμάτων ή να διακδικούν πολιτικά αξιώματα. Πολιτική, όπως αυτοί την καταλαβαίνουν είναι να εκφράζεις τον εαυτό σου, όχι να πείθεις τους άλλους.
Αυτό που θέλω να επισημάνω είναι το εξής: Η εκπληκτική, η τρομακτική επιτυχία του λαϊκισμού του Ντόναλντ Τραμπ δεν οφείλεται απλώς σε αποτυχημένες πολιτικές ή στην τακτική του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος ή στην δεξιά προπαγάνδα. Οφείλεται και στην ανικανότητα της φιλελεύθερης Αριστεράς να προβάλλει ένα όραμα για την Αμερική και για το πεπρωμένο της που μπορεί να συσπειρώσει όλους τους Αμερικανούς, ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες ταυτότητές τους. Επίσης οφείλεται στην αδιαφορία της αμερικανικής Αριστεράς για την καλλιέργεια των αρετών του πολίτη, ακόμη και μεταξύ εκείνων που συσπειρώνονται στις δικές της γραμμές. Τον σημερινό λαϊκισμό τον τροφοδότησε η παρουσία συγκεκριμένων παραγόντων. Αλλά τον τροφοδότησε και η έλλειψη άλλων παραγόντων.
[Τα γεγονότα στις ΗΠΑ να γίνουν μάθημα για την Ευρώπη. Γιατί ένα ορισμένο «μοντέλο δημιουργίας πολιτών απέτυχε σ' ολόκληρη την Ευρώπη και πρώτιστα σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση»]
Οι Ευρωπαίοι που παλεύουν με τον λαϊκισμό, ίσως έχουν κάτι να μάθουν από την αμερικανική εμπειρία. Το μάθημα είναι το εξής: δεν μπορείς να δημιουργήσεις ή να διατηρήσεις τη φιλελεύθερη δημοκρατία χωρίς να δημιουργήσεις και να διατηρήσεις αρετές του πολίτη. Αυτό το βλέπουμε πολύ σαφώς στην Ανατολική Ευρώπη. Σε πολλές χώρες της σήμερα υπάρχουν κράτη δημοκρατικά μεν από τυπική άποψη, αλλά χωρίς δημοκρατικούς πολίτες ή με πολύ λίγους δημοκρατικούς πολίτες. Μετά το 1989 το κάρρο (η διαμόρφωση κράτους) μπήκε αναγκαστικά μπροστά από το άλογο (η διαμόρφωση πολιτών). Θεωρήθηκε, ότι από τη στιγμή που συγκροτήθηκαν θεσμοί, αυτοί αυτομάτως θα μετέτρεπαν τους πρώην υπηκόους των κομμουνιστικών κρατών σε πολίτες πρόθυμους και ικανούς να αυτοκυβερνώνται σύμφωνα με τους δημοκρατικούς κανόνες. Αντ' αυτού, η διαδικασία αυτή δημιούργησε μόνον πιο πλούσιους καταναλωτές, πολλοί από τους οποίους είναι τώρα πια πρόθυμοι να χαρίσουν την διακυβέρνηση και την εξουσία στα χέρια ολιγαρχών και αντιδραστικών, οι οποίοι απευθύνονται στις εθνικές ταυτότητες. Αλλά το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για τους δυτικούς Ευρωπαίους που σύρονται προς τον λαϊκισμό. Αυτό το μοντέλο της δημιουργίας πολιτών απέτυχε σ' ολόκληρη την Ευρώπη και πρώτιστα σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση [λόγω του τρόπου οικοδόμησής της, ως «εγχείρημα των οικονομικο-πολιτικών ελίτ», χωρίς τους πολίτες (Χάμπερμας)].
Υπάρχει ένα διήγημα του Σέρλοκ Χολμς που ονομάζεται «Η περιπέτεια του Silver Blaze»· έχει ως υπόθεση τη δολοφονία ενός εκγυμναστή αλόγων. Ο Σέρλοκ Χολμς λύνει το αστυνομικό μυστήριο επειδή διαπιστώνει το εξής: Όταν ο δολοφόνος πλησίασε, τα σκυλιά του θύματος δεν γαύγισαν. Αυτό, ένα μόνον πράγμα μπορούσε να σημαίνει: ότι τα σκυλιά αναγνώρισαν τον δολοφόνο μέσα στη νύχτα γιατί ήταν γνωστός τους, πρόσωπο οικείο. Αυτό το γεγονός, ο Χολμς το αποκάλεσε «παράδοξο περιστατικό με το σκυλί τη νύχτα». Είμαστε μάρτυρες ενός παρόμοιου παράδοξου περιστατικού στη σύγχρονη πολιτική: Την ώρα που αναδυόταν ένας φαύλος λαϊκισμός, που τώρα απειλεί τις δημοκρατίες μας, τα «σκυλιά», οι πιο πολλοί πολίτες, δεν γαύγισαν.
Το άρθρο του M. Lilla δημοσιεύεται σε γερμανική γλώσσα στο επετειακό 50ό τεύχος Σεπτεμβρίου 2017 του περιοδικού Transit (Βιέννη). Σε αγγλικά γλώσσα παρουσιάστηκε στο διαδικτυακό Eurozine (18.8.2017) ως πρώτη προδημοσίευση. [Οι μεσότιτλοι προστέθηκαν στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση].
Ο Mark
Lilla (1956) είναι Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας,
ιστορικός των ιδεών, δημοσιογράφος και καθηγητής Ανθρωπιστικών Σπουδών στο
Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης. Θεωρεί τον εαυτό του φιλελεύθερο, αν και δεν προβάλλει πάντα απόψεις από αυτήν την οπτική γωνία.
Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και στην Committee on Social Thought του Πανεπιστημίου του Σικάγο. Από το 2007 διδάσκει στο
Πανεπιστήμιο Columbia. Ως επικέπτης καθηγητής έχει διδάξει στα προγράμματα μαθημάτων Weizmann Memorial στο Ισραήλ, Carlyle στο
Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και MacMillan Lectures on Religion, Politics and Society στο Πανεπιστήμιο Yale.
Γράφει συχνά στους New York Times
και στην New York Review of Books. Παγκοσμίως είναι περισσότερο γνωστός για τα βιβλία του
The Once and Future Liberal, After Identity Politics (2017), The Reckless Mind, Intellectuals in Politics (2016), The Stillborn God: Religion, Politics and the Modern West (2007), The Shipwrecked Mind¨: On Political Reaction (2016), The Legacy of Isaiah Berlin (2001), New French Thought: Political Philosophy (1994), The Public Face of Architecture: Civic Culture and Public Spaces (1987), G.B. Vico: The Making of an Antimodern (1994)
Mark Lilla: Η σαγήνη των Συρακουσών: Διανοοούμενοι στην πολιτική (προδημοσίευση από το ομώνυμο βιβλίο του, από την Athens Review of Books - πρώτη πρώτη αγγλική έκδοση The New York Review of Books)
Mark Lilla: The End of Identity Liberalism (The New York Times, 18.11.2016)
Mark Lilla: The End of Identity Liberalism (The New York Times, 18.11.2016)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου