Το γεγονός ότι αυτός ο αγώνας για την εξουσία εκτυλίχθηκε με τέτοια βιαιότητα, δείχνει ότι πίσω της βρίσκεται κάτι περισσότερο από απλή ματαιοδοξία. Το SPD βρίσκεται σε χειρότερη θέση από το 2009, με την παραίτηση του Μπεκ. Και σε ακόμη χειρότερη από το φθινόπωρο του 1995, όταν ο Λαφονταίν  πήρε την κομματική εξουσία διώχνοντας τον Σάρπινγκ. Και έτσι, τώρα, υπήρχαν επαρκείς λόγοι για να είναι οι Σοσιαλδημοκράτες αρκετά ικανοποιημένοι από τις διαπραγματεύσεις για συγκρότηση κυβέρνησης συνασπισμού: Εξανάγκασαν την Χριστιανοδημοκρατική Ένωση σε πολύ σημαντικές παραχωρήσεις, απέσπασαν περισσότερα υπουργεία από όσα θα έπρεπε να πάρουν αναλογικά, και στο τέλος μπορούσαν να παρουσιάσουν στον κόσμο μια προγραμματική συμφωνία, πολλά μέρη της οποίας είχαν αναμφίβολα σοσιαλδημοκρατική σφραγίδα. Μάλιστα, στην Χριστιανοδημοκρατική Ένωση υψώθηκαν φωνές έντονης δυσαρέσκειας και το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων επικρίθηκε εσωκομματικά. Όλο και περισσότεροι πολιτικοί του CDU μιλούν ήδη ανοιχτά για την ανάγκη «να ανανεωθεί το προσωπικό» στο κόμμα τους. Και θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί, πως το SPD γλίτωσε από τα χειρότερα.
Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα δεν έχει πια εμπιστοσύνη στον εαυτό του
Παρόλα αυτά, οι Σοσιαλδημοκράτες είναι τελικά εκείνοι που βρίσκονται σε κρίση. Το μέγεθος και το βάθος αυτής της κρίσης είναι ιστορικών διαστάσεων και αυτό θα φανεί καθαρά μόνον τις ερχόμενες εβδομάδες, όταν κατακαθίσει ο καπνός της μάχης. Αλλά γιατί; 
Ο σκληρός  αγώνας για τα αξιώματα και την εξουσία εκφράζει, εκτός των άλλων, και μια εξάντληση σε μεγάλο βάθος των ιδεών και της ταυτότητας του SPD. Το κόμμα καταγίνεται με μάχες για ζητήματα προσώπων, επειδή δεν έχει εμπιστοσύνη στα πολιτικά του περιεχόμενα. Ούτε καν οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές του Groko [Grosse Koalition - Μεγάλος Κυβερνητικός Συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών] δεν ξέρουν αν αυτά που απέσπασαν στις διαπραγματεύσεις θα αποδειχτούν όντως αρκετά για να σταματήσει η διάβρωση και παρακμή του μεγάλου λαικού κόμματος SPD. Πολλοί μέσα στο κόμμα αισθάνονται ότι η εποχή του πραγματισμού έχει τελειώσει. Ότι δεν αρκεί πια, πριν από κάθε προεκλογική εκστρατεία, να ορκίζονται μεγαλόφωνα πίστη στους «μεσαίους» και στο «κέντρο», να προβάλλουν ένα «κεντρώο»-ισορροπιστικό-σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα, για να καταλήξουν πάλι στο τέλος σε ένα ποσοστό εκλογικής υποστήριξης γύρω στο 20 %. Ή ακόμη πιο κάτω. 
Αντίστοιχα, στο συνέδριο του κόμματος, οι αντίπαλοι του Μεγάλου Συνασπισμού επαναλάμβαναν και αυτοί, σαν σε μονότονη ψαλμωδία, τον όρκο πίστης στα «Μεγάλα πράγματα». Το κόμμα πρέπει να αναπτύξει και πάλι οράματα, εγχειρήματα που κινητοποιούν τους πολίτες, αυτά έλεγαν και απαιτούσαν. Όμως πρέπει να το πούμε καθαρά: Τίποτε τέτοιο δεν υπάρχει. Η δεξιά πτέρυγα του κόμματος ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για οράματα και η αριστερή πτέρυγα δεν τα ανέπτυξε. Ποτέ δεν συζητήθηκαν όλα αυτά, στο βάθος που απαιτεί η πραγματικότητα: Πώς πρέπει να πολιτεύεται μια Σοσιαλδημοκρατία του 21ο αιώνα, ποιά θεμέλια έχει η πολιτική της δράση, πώς μπορεί να είναι βιώσιμη μια πολιτική που βασίζεται  στην εξισορρόπηση των συμφερόντων εντός του εθνικού κράτους, σε μια εποχή που οι χρηματοοικονομικές και εμπορικές ροές διαδραματίζονται σε πλανητική κλίμακα.
Έτσι, το προγραμματικό κενό του κόμματος είναι η σκηνή πάνω στην οποία διαδραματίζονται αυτές τις ημέρες οι αγώνες για την εξουσία. Και έτσι το SPD κινείται όλο και πιο κοντά προς το χείλος της αβύσσου. Διότι, μετά το πραξικόπημα στον στενό κύκλο της ηγεσίας, ίσως καταρρέει το πιο σημαντικό επιχείρημα, με το οποίο οι υποστηρικτές του Groko ήθελαν να πείσουν την δυσφορούσα βάση του κόμματος: Η σταθερότητα. Ένα Όχι στον Μεγάλο Κυβερνητικό Συνασπισμό, έλεγαν, θα σήμαινε εκλογές, αλλαγή κομματικής ηγεσίας. Με λίγα λόγια, χάος. 
Τώρα, η ηγεσία του κόμματος προκάλεσε η ίδια το χάος που ήθελε να αποτρέψει. Και έτσι, κανείς δεν είναι πια σίγουρος, τι απόφαση θα πάρουν τα μέλη του κόμματος, άν σε λίγες εβδομάδες, πέρα από την ψήφο τους για την προγραμματική συμφωνία συγκυβέρνησης, ψηφίσουν και για το πολιτικό στυλ της ηγεσίας τους. Ο Μάρτιν Σουλτς, όπως φαίνεται, δεν θα παίξει πια σημαντικό ρόλο σ' αυτό το ζήτημα. Η απότομη άνοδος και η απότομη πτώση του ήταν στενά συνδεδεμένες με τη μεγάλη λέξη «αξιοπιστία». Εκτοξεύτηκε αρχικά στα ύψη, γιατί φαινόταν - επιτέλους, πάλι - να ενσαρκώνει αυτή τη λέξη. Και όσο πιο πολύ ξεχνούσε όσα είπε και γινόταν ασυνεπής (αλλά ως ένα βαθμό έξαναγκάστηκε από τα πράγματα να γίνει ασυνεπής), τόσο πιο κακόβουλα γινόταν τα σχόλια εναντίον του, μέχρι που ξαφνικά θεωρήθηκε πολιτικός χωρίς αρχές. 
Στην πραγματικότητα, το έλλειμμα αξιοπιστίας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος είναι κεντρικό πρόβλημα σ΄ ολόκληρη την εποχή μετά τον Σρέντερ. Αυτή την Παρασκευή, μετά την παραίτηση του Σουλτς, χάθηκε πάλι λίγη ακόμη.
© Der Spiegel
Ο Robert Pausch είναι πολιτικός επιστήμων στο Ινστιτούτο Έρευνας της Δημοκρατίας του Göttingen (Göttinger Institut für Demokratieforschung). Σπούδασε στη Σχολή Δημοσιογραφίας Henri Nannen (Αμβούργο). Γράφει στην εφημερίδα Die Zeit για την εσωτερική πολιτική της Γερμανίας, τα κόμματα και τον πολιτικό πολιτισμό. Τον Οκτώβριο του 2017 τιμήθηκε με το 1ο Βραβείο για το Ρεπορτάζ που απονέμεται από το «Δίκτυο Νέων Δημοσιογράφων Γερμανίας» (Netzwerk JungeJournalisten.de) σε συνεργασία με το Ίδρυμα Heinrich Böll (αυτή τη χρονιά με τη σύμπραξη και του περιοδικού Der Spiegel)
 
Άρθρα του Ρόμπερτ Πάους στην Zeit