© PRAXIS International (τεύχος 3/1981, για το 2019 © CEEOL) - Claus Offe: Some Contradictions of the Modern Welfare State
→ Το μέρος Ι: [Πολυλειτουργικός χαρακτήρας του κράτους πρόνοιας, ικανότητα να εξυπηρετεί ταυτόχρονα πολλούς αλληλοσυγκρουόμενους στόχους και στρατηγικές + Εισαγωγικό σημείωμα για το δοκίμιο του Offe και για το περιοδικό PRAXIS International] ←
Συνέχεια, μέρος ΙΙ:
[Βασικά επιχειρήματα της φιλελεύθερης-συντηρητικής κριτικής: Το κράτος πρόνοιας προκαλεί «υπερφόρτωση της ζήτησης» στη σφαίρα της οικονομίας (πληθωρισμός κτλ) και στη σφαίρα της πολιτικής («ακυβερνησία»)
Η έντονη υποχώρηση της οικονομίας στα μέσα της δεκαετίας του 1970 προκάλεσε μιαν αναγέννηση των νεο-laissez faire και μονεταριστικών οικονομικών δογμάτων, εξίσου ισχυρή τόσο στο πεδίο της θεωρητικής σκέψης όσο και στο πεδίο της πολιτικής. Αυτά τα δόγματα ισοδυναμούν με μια θεμελιακή κριτική του κράτους πρόνοιας: Θεωρούν ότι το κράτος πρόνοιας είναι στην πραγματικότητα η ασθένεια, μολονότι αυτό ισχυρίζεται ότι είναι η θεραπεία της. Ισχυρίζονται ότι αντί να συμφιλιώνει με αρμονικό τρόπο και αποτελεσματικά τις συγκρούσεις που αναπτύσσονται εντός της κοινωνίας της αγοράς, το κράτος πρόνοιας τις επιδεινώνει και παρεμποδίζει τις δυνάμεις της κοινωνικής ειρήνης και της προόδου (και εννοούν, συγκεκριμένα, τις δυνάμεις της αγοράς) να λειτουργούν σωστά και ευεργετικά.
Αυτό συμβαίνει, λένε, για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, οι θεσμικοί μηχανισμοί του κράτους πρόνοιας επιβάλλουν επί του κεφαλαίου επιβαρύνσεις φορολογικές και κανονιστικών ρυθμίσεων, πράγμα που ισοδυναμεί με αντικίνητρο για επενδύσεις. Δεύτερον, ταυτόχρονα με τις επιβαρύνσεις αυτές, το κράτος πρόνοιας χορηγεί στους εργαζόμενους και στα συνδικάτα εργαλεία για να μπορούν να εγείρουν αξιώσεις, να διεκδικούν δικαιώματα και θέσεις συλλογικής ισχύος, πράγματα που ισοδυναμούν με αντικίνητρα για εργασία - ή τουλάχιστον με αντικίνητρα για να εργάζονται τόσο σκληρά και παραγωγικά, όσο θα αναγκαζόταν να κάνουν υπό συνθήκες ανεμπόδιστων δυνάμεων της αγοράς. Ο συνδυασμός αυτών των δύο παραγόντων οδηγεί σε μια δυναμική μειούμενης οικονομικής ανάπτυξης και αυξανόμενων προσδοκιών, σε «υπερφόρτωση της ζήτησης» («demand overload») στη σφαίρα της οικονομίας - που είναι γνωστή ως πληθωρισμός, καθώς και σε υπερφόρτωση της ζήτησης στη σφαίρα της πολιτικής («μη κυβερνησιμότητα» ή «ακυβερνησία»), οι οποίες ολοένα και λιγότερο μπορούν να ικανοποιηθούν με τους διαθέσιμους οικονομικούς και πολιτικούς πόρους.
<Σημείωση Claus Offe: Ένα συναφές επιχείρημα που χρησιμοποιείται συχνά στις αναλύσεις της συντηρητικής πλευράς είναι το εξής: Το κράτος πρόνοιας αφενός υπονομεύει την ποιότητα της εργασιακής συμπεριφοράς [το λεγόμενο εργασιακό ήθος], με το να παρακινεί τους εργαζόμενους να είναι πιο «απαιτητικοί» και ταυτόχρονα λιγότερο πρόθυμοι να καταβάλουν ικανή προσπάθεια κατά την διεκπεραίωση της εργασίας τους κ.ο.κ. Όμως επιπρόσθετα, ισχυρίζονται, το κράτος πρόνοιας μειώνει και την ποσότητα της διαθέσιμης παραγωγικής εργασίας. Αυτό το στηρίζουν προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η ιδεολογία του κράτους πρόνοιας δίνει μεγάλη έμφαση στις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα και προωθεί τις σταδιοδρομίες σε τομείς γραφειοκρατικών απασχολήσεων, ιδίως δε στους τομείς της εκπαίδευσης και της εργασιακής κατάρτισης, με αποτέλεσμα να προκαλείται με ποικίλους τρόπους στενότητα προσφοράς στην αγορά «παραγωγικής» εργασίας>
<Σημείωση Claus Offe: Ένα συναφές επιχείρημα που χρησιμοποιείται συχνά στις αναλύσεις της συντηρητικής πλευράς είναι το εξής: Το κράτος πρόνοιας αφενός υπονομεύει την ποιότητα της εργασιακής συμπεριφοράς [το λεγόμενο εργασιακό ήθος], με το να παρακινεί τους εργαζόμενους να είναι πιο «απαιτητικοί» και ταυτόχρονα λιγότερο πρόθυμοι να καταβάλουν ικανή προσπάθεια κατά την διεκπεραίωση της εργασίας τους κ.ο.κ. Όμως επιπρόσθετα, ισχυρίζονται, το κράτος πρόνοιας μειώνει και την ποσότητα της διαθέσιμης παραγωγικής εργασίας. Αυτό το στηρίζουν προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η ιδεολογία του κράτους πρόνοιας δίνει μεγάλη έμφαση στις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα και προωθεί τις σταδιοδρομίες σε τομείς γραφειοκρατικών απασχολήσεων, ιδίως δε στους τομείς της εκπαίδευσης και της εργασιακής κατάρτισης, με αποτέλεσμα να προκαλείται με ποικίλους τρόπους στενότητα προσφοράς στην αγορά «παραγωγικής» εργασίας>
Είναι εντελώς προφανείς οι αντιδραστικές πολιτικές χρήσεις αυτής της ανάλυσης, τις οποίες αποσκοπεί να υποστηρίξει ή να προτείνει υπό την συνήθη, κανονική ερμηνεία της. Ωστόσο, είναι ενδεχόμενο ότι η αλήθεια της ανάλυσης αυτής καθεαυτής είναι ένα διαφορετικό και ευρύτερο ζήτημα από το πόσο επιθυμητά είναι τα πρακτικά της συμπεράσματα. Αν και η δημοκρατική Αριστερά συχνά μετρά και αξιολογεί το πρώτο ζήτημα με βάση το δεύτερο, εντούτοις αυτά τα δύο ζητήματα θα πρέπει να εξετάζονται και να αξιολογούνται ξεχωριστά. Εξάλλου, κατά την άποψή μου, το σφάλμα της ανωτέρω ανάλυσης δεν συνίσταται τόσο σ' αυτά που λέει, αλλά σε αυτά που αποσιωπά.
Για παράδειγμα, άς εξετάσουμε το πρώτο επιχείρημα της συντηρητικής ανάλυσης: Δεν είναι αλήθεια ότι, υπό συνθήκες μείωσης των ρυθμών ανάπτυξης και έντονου ανταγωνισμού στις εγχώριες και διεθνείς αγορές, μεμονωμένοι καπιταλιστές, τουλάχιστον εκείνες οι επιχειρήσεις που δεν απολαμβάνουν τα προνόμια που απολαμβάνει ο τομέας των μονοπωλιακών επιχειρήσεων, έχουν πολλούς βάσιμους λόγους για να βλέπουν δυσοίωνες μελλοντικές προοπτικές για επενδύσεις και κέρδη, και στη συνέχεια να επιρρίπτουν την ευθύνη για την ακόμη μεγαλύτερη μείωση της κερδοφορίας τους στο κράτος πρόνοιας, επικρίνοντάς το για τα τέλη κοινωνικής ασφάλισης και για τα ποικίλα ρυθμιστικά μέτρα που τους επιβάλλει; Δεν είναι αλήθεια ότι η θέση ισχύος των συνδικάτων, η οποία με τη σειρά της βασίζεται στα δικαιώματα που έχουν κερδίσει μέσω των εργασιακών σχέσεων [των «κοινωνικών εταίρων»], των συλλογικών διαπραγματεύσεων και άλλων νόμων, είναι αρκετά μεγάλη ώστε να καθιστά μή κερδοφόρο έναν αυξανόμενο αριθμό βιομηχανικών επιχειρήσεων ή να τις εξαναγκάζει να αναζητούν επενδυτικές ευκαιρίες στο εξωτερικό; Και δεν είναι επίσης αλήθεια, ότι οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν κάθε φορά τις επενδυτικές αποφάσεις τους (επομένως και αποφάσεις για το πόσους εργαζόμενους θα απασχολούν) σύμφωνα με τα κριτήρια της αναμενόμενης κερδοφορίας, και συνακόλουθα παύουν να επενδύουν αμέσως μόλις οι ίδιες θεωρήσουν ως μη ελκυστική τη μακροπρόθεσμη κερδοφορία τους, με αποτέλεσμα να προκαλούν συσσωρευτικά μια σχετική μείωση της παραγωγής της όλης οικονομίας;
Βεβαίως, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι υπάρχουν αιτίες της μείωσης των ρυθμών της ανάπτυξης και της μη επένδυσης εκ μέρους των καπιταλιστών, οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με τις επιπτώσεις του κράτους πρόνοιας στις επιχειρήσεις, αλλά αντίθετα, πρέπει να τις αναζητήσουμε στις εγγενείς τάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας για κρίσεις, όπως είναι η υπερσυσσώρευση, οι ανοδικοί και καθοδικοί κύκλοι (business cycle) ή η ανεξέλεγκτη αλλαγή στις τεχνολογίες. Και επειδή αυτό ισχύει, ενδεχομένως φαίνεται να έχει μια λογική ο μετριασμός των επιβαρύνσεων που επιβάλλονται στο κεφάλαιο (άρα, εξ ορισμού, και στην υπόλοιπη κοινωνία, από τη στιγμή που κινούμαστε μέσα στα όρια μιας καπιταλιστικής κοινωνίας), δηλαδή η απαλλαγή του από κάποιες από τις επιβαρύνσεις και τους περιορισμούς του κράτους πρόνοιας. Φυσικά, τούτο είναι ακριβώς αυτό που προτείνουν οι περισσότεροι υποστηρικτές αυτής της επιχειρηματολογίας ως πρακτική της συνέπεια. Και στο κάτω-κάτω, συνεχίζει με μάλλον επιτακτική λογική αυτή η επιχειρηματολογία, ποιός ωφελείται από τη λειτουργία ενός κράτους πρόνοιας που υπονομεύει και στο τέλος καταστρέφει το παραγωγικό σύστημα, στο οποίο είναι υποχρεωμένο να στηρίζεται αυτό το ίδιο το κράτος πρόνοιας για να κάνει πράξη τις δικές του υποσχέσεις; Εκείνο το είδος της «πρόνοιας» που επιβάλλει ως τιμωρία στο κεφάλαιο μεγάλα βάρη ως κόστη παραγωγής, και κατά συνέπεια τιμωρεί επίσης όλους τους άλλους με πληθωρισμό, με ανεργία ή και με τα δύο ταυτόχρονα, δεν γίνεται μια μόνον κατ΄ όνομα πρόνοια, δηλαδή άνευ αξίας;
Κατά την άποψή μου, η χρήσιμη γνώση που μπορεί να αντληθεί από αυτό το είδος της ανάλυσης, είναι η εξής: Το κράτος πρόνοιας δεν είναι μια ξεχωριστή και αυτόνομη πηγή ευημερίας που παρέχει εισοδήματα και υπηρεσίες ως δικαιώματα του πολίτη· αντίθετα, το ίδιο το κράτος πρόνοιας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ευημερία και την διατηρήσιμη κερδοφορία της οικονομίας.
Ενώ έχει σχεδιαστεί για να θεραπεύει κάποιες παθολογίες και δεινά της καπιταλιστικής συσσώρευσης, η φύση της ασθένειας είναι τέτοια που μπορεί να αναγκάσει τον ασθενή να απέχει από τη χρήση της θεραπείας.
[Υπερβάλλουν οι επικριτές εκ δεξιών; Ποιά είναι η πραγματικότητα στη σχέση εργασίας και κεφαλαίου υπό συνθήκες κράτους πρόνοιας;]
Μια εύλογη αντίρρηση στο παραπάνω επιχείρημα είναι ότι οι καπιταλιστές και οι συντηρητικές πολιτικές ελίτ «υπερβάλλουν», δίνουν υπερβολικές διαστάσεις στη ζημία που τους επιβάλλεται από τους διακανονισμούς του κράτους πρόνοιας. Ασφαλώς, στο πολιτικό παιχνίδι έχουν πολλούς λόγους τακτικής φύσης για να εμφανίζουν το φορτίο του κράτους πρόνοιας περισσότερο ανυπόφορο από όσο είναι «στην πραγματικότητα». Εγείρεται όμως τότε το ερώτημα τί εννοούμε ως «πραγματικότητα» στο πλαίσιο αυτό - και πώς την μετράμε. Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η θέση ισχύος των ιδιωτών επενδυτών περιλαμβάνει τη δύναμη να ορίζουν αυτοί την πραγματικότητα. Πράγμα που σημαίνει το εξής: Ο,τιδήποτε θεωρούν αυτοί ως απαράδεκτο βάρος, είναι και στην πραγματικότητα ένα απαράδεκτο βάρος, το οποίο θα οδηγήσει πράγματι σε φθίνουσα τάση για επενδύσεις, εφ' όσον τουλάχιστον προσδοκούν ότι μπορούν να μειώσουν αποτελεσματικά τα κόστη που σχετίζονται με το κράτος πρόνοιας με το να εφαρμόσουν την επενδυτική αποχή ως οικονομική «κύρωση». Αυτή η συζήτηση, εάν το κράτος πρόνοιας συμπιέζει ή όχι «στην πραγματικότητα» τα κέρδη του κεφαλαίου, είναι επομένως καθαρά ακαδημαϊκής φύσης, επειδή οι επενδυτές είναι σε θέση να δημιουργούν την πραγματικότητα της «συμπίεσης των κερδών» - μαζί και τα επακόλουθά της.
Το δεύτερο σημαντικό επιχείρημα της συντηρητικής ανάλυσης λέει ότι το κράτους πρόνοιας δημιουργεί αντικίνητρα για εργασία. Ένα από τα συνθήματα της προεκλογικής εκστρατείας που έφερε την κυρία Θάτσερ στο γραφείο του πρωθυπουργού της Βρετανίας ήταν το «Labour does not work!» [στην αγγλική γλώσσα, το υπονοούμενο είναι διπλό: «το Εργατικό Κόμμα - Labour Party, ή απλώς Labour - δεν λειτουργεί αποτελεσματικά ως κυβέρνηση», αλλά και «η εργατική τάξη δεν δουλεύει!»]. Όμως πάλι, η ανάλυση που περιέχεται στο επιχείρημα αυτό πρέπει να διαχωριστεί προσεκτικά από τις πολιτικές χρήσεις του. Όπως και στην περίπτωση του πρώτου συντηρητικού επιχειρήματος, η ανάλυση που περιέχεται στο δεύτερο επιχείρημα μπορεί να διαβαστεί με τρόπο που έχει πολύ πρακτικό και χρήσιμο νόημα - ακόμη και αντίθετο στις προθέσεις των υποστηρικτών του. Για παράδειγμα, είναι αναντίρρητο ότι η λεπτομερής νομοθεσία για την προστασία της εργασίας καθιστά τους εργαζόμενους ικανούς να αντιστέκονται σε πρακτικές εκμετάλλευσης που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά και να αποτελούν τον κανόνα σε περίπτωση που έλειπαν αυτοί οι κανονισμοί. Επίσης, είναι γεγονός ότι οι ισχυρές και αναγνωρισμένες συνδικαλιστικές οργανώσεις μπορούν να επιτυγχάνουν αυξήσεις μισθών πέραν της αύξησης της παραγωγικότητας. Και οι ευρείες διατάξεις περί κοινωνικής ασφάλισης διευκολύνουν την αποφυγή ανεπιθύμητων θέσεων εργασίας - από ορισμένους τουλάχιστον εργαζομένους και για ορισμένες χρονικές περιόδους. Η εκτεταμένης κλίμακας ασφάλιση εναντίον της ανεργίας που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του ενεργού πληθυσμού, καθιστά την ανεργία λιγότερο ανεπιθύμητη για πολλούς εργαζόμενους και έτσι παρεμποδίζει εν μέρει τον μηχανισμό του [κατά τον Καρλ Μαρξ] «εφεδρικού στρατού» της μισθωτής εργασίας. Εν ολίγοις, το κράτος πρόνοιας κατέστησε την εκμετάλλευση της εργασίας ζήτημα πιο περίπλοκο και λιγότερο προβλέψιμο.
Από την άλλη πλευρά, επειδή το κράτος πρόνοιας επιβάλλει κανονισμούς και θεσπίζει δικαιώματα επί της ανταλλακτικής σχέσης μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου που συμβαίνει στην διαδικασία της παραγωγής, ενώ ταυτόχρονα αφήνει ανέπαφη τη δομή των σχέσεων εξουσίας και τις σχέσεις ιδιοκτησίας της ίδιας της παραγωγής, δεν προκαλεί έκπληξη η διαπίστωση ότι οι εργαζόμενοι, κατά κανόνα, δεν έχουν πάρα πολλά εγγενή κίνητρα για να εργάζονται τόσο παραγωγικά, όσο θα μπορούσαν. Με άλλα λόγια, το κράτος πρόνοιας διατηρεί τον έλεγχο του κεφαλαίου επί της παραγωγής, συνεπώς διατηρεί και τη βασική πηγή των ενδοεπιχειρησιακών και ταξικών συγκρούσεων μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου· σε καμία περίπτωση το κράτος πρόνοιας δεν καθιερώνει κάτι που θα έμοιαζε με «έλεγχο εκ μέρους των εργαζομένων». Ταυτόχρονα, ενισχύει τις δυνατότητες των εργαζομένων να αντιστέκονται ενάντια στον έλεγχο του κεφαλαίου. Στην πράξη, το αποτέλεσμα που προκύπτει ως «αλγεβρικό άθροισμα» αυτών των παραγόντων είναι να συνεχίζεται αμετάβλητη η γνωστή παλιά σύγκρουση, αλλά ο αγώνας να διεξάγεται τώρα με μέσα που έχουν αλλάξει υπέρ της εργασίας. Οι εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής συνυπάρχουν με διευρυμένες δυνατότητες των εργαζομένων να αντιστέκονται, να ξεφεύγουν και να μετριάζουν την εκμετάλλευση. Ενώ οι γενεσιουργοί λόγοι της σύγκρουσης παρέμειναν αμετάβλητοι, τα μέσα του αγώνα έγιναν για τους εργαζόμενους περισσότερα και ισχυρότερα. Δεν προκαλεί έκπληξη η διαπίστωση ότι η αυτή κατάσταση υπονομεύει την «εργασιακή ηθική» ή, τουλάχιστον, εξαναγκάζει σε πιο δαπανηρές και λιγότερο αξιόπιστες στρατηγικές για να επιβληθεί μια τέτοια ηθική.
[Με τί ισοδυναμεί η εξάλειψη του κράτους πρόνοιας; Κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις υπέρ του laissez-faire καπιταλισμού εντός του εθνικού κράτους στις δεκαετίες 1970-1980]
Μέχρι στιγμής, ισχυρίστηκα ότι τα δύο βασικά επιχειρήματα της φιλελεύθερης-συντηρητικής ανάλυσης είναι σε μεγάλο βαθμό έγκυρα, σε αντίθεση με όσα συχνά υποστηρίζουν οι εξ Αριστερών επικριτές. Κατά τη γνώμη μου, το βασικό σφάλμα αυτής της φιλελεύθερης-συντηρητικής ανάλυσης σχετίζεται λιγότερο με αυτά που δηλώνει ρητά και περισσότερο με αυτά δεν λαμβάνει υπόψη. Κάθε πολιτική θεωρία που αξίζει να αποκαλείται έτσι, πρέπει να απαντά σε δύο ερωτήματα: Πρώτον, ποιά μορφή της οργάνωσης της κοινωνίας και του κράτους θεωρεί επιθυμητή και πώς μπορεί να αποδειχτεί ότι είναι σε γενικές γραμμές «εφαρμόσιμη και λειτουργική», δηλαδή συμβατή με τις βασικές κανονιστικές και υλικές παραδοχές μας για την κοινωνική ζωή; Αυτό είναι το πρόβλημα του καθορισμού ενός συνεπούς και έλλογου μοντέλου ή στόχου του μετασχηματισμού. Δεύτερον, πώς θα φτάσουμε εκεί; Αυτό είναι το πρόβλημα του εντοπισμού και αναγνώρισης των ενεργών δυνάμεων και των στρατηγικών που μπορούν να κάνουν πράξη τον μετασχηματισμό.
Η συντηρητική ανάλυση του κράτους πρόνοιας αποτυγχάνει και στα δύο ζητούμενα. Άς αρχίσουμε από το δεύτερο: Σήμερα είναι εξαιρετικά δύσκολο να φανταστούμε στη Δυτική Ευρώπη μια πολιτική στρατηγική με προοπτικές επιτυχίας, που να θέτει ως στόχο την εξάλειψη των καθιερωμένων θεσμικών συνιστωσών του κράτους πρόνοιας, έστω και μερικών από αυτές, πόσο μάλλον την ολική κατάργηση του κράτους πρόνοιας. Πράγμα που σημαίνει ότι το κράτος πρόνοιας έχει γίνει κατά κάποιο τρόπο μια δομή μη αναστρέψιμη, η κατάργηση της οποίας θα απαιτούσε όχι λιγότερα από την κατάργηση της πολιτικής δημοκρατίας και των συνδικάτων, αλλά και αλλαγές εκ θεμελίων στο κομματικό σύστημα. Πουθενά δεν βλέπουμε σημαντικές πολιτικές δυνάμεις να αναπτύσσονται ως ενεργοί παράγοντες που θα μπορούσαν να επιφέρουν τέτοιες δραματικές αλλαγές, παρόλο που εμφανίζονται κατά καιρούς δεξιά λαϊκίστικα κινήματα της μεσαίας τάξης σε ορισμένες χώρες.
Επιπλέον, από τις δημοσκοπικές έρευνες των πολιτικών πεποιθήσεων ξέρουμε καλά ότι οι πιο μανιώδεις υποστηρικτές του laissez-faire καπιταλισμού και του οικονομικού ατομικισμού επιδεικνύουν μια έντονη διαφορά μεταξύ των εν γένει ιδεολογικών τους απόψεων αφενός και της προθυμίας τους να παραιτηθούν στην πράξη από ειδικές οικονομικές παροχές, επιδοτήσεις και συστήματα κοινωνικής ασφάλισης μέσω των οποίων αποκομίζουν προσωπικά οφέλη, αφετέρου. Έτσι, ελλείψει ενός ισχυρού από ιδεολογική και από οργανωτική άποψη ρεύματος (όπως θα ήταν ένα νεοφασιστικό ή απολυταρχικό ρεύμα), στην πολιτική πραγματικότητα των Δυτικών χωρών το όραμα της υπέρβασης του κράτους πρόνοιας και της αναβίωσης μιας «υγιούς» οικονομίας της αγοράς είναι απλά και μόνον ένα πολιτικά ανίσχυρο όνειρο της ημέρας, που βλέπουν μερικοί ιδεολόγοι της παλιάς μεσαίας τάξης. Τούτη η κοινωνική ομάδα δεν είναι πουθενά αρκετά ισχυρή ώστε να επιφέρει κάτι περισσότερο από οριακές αλλαγές σε ένα θεσμικό σύστημα που είναι αναγκασμένες να αποδέχονται ως δεδομένο, μόλις βρεθούν στην εξουσία, ακόμη και μορφές πολιτικών που το εχθρεύονται. Απομένει να δούμε ποιά θα είναι η εξέλιξη στις περιπτώσεις της κας Θάτσερ και, υποθέτουμε, του Ρόναλντ Ρέιγκαν.
[Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να συνυπάρχει αρμονικά με το κράτος πρόνοιας αλλά ούτε και μπορεί να κάνει χωρίς αυτό όσο είναι βιομηχανικός καπιταλισμός. Η διαχείριση της αντίφασης]
Ακόμη πιο σημαντική είναι όμως η αποτυχία της συντηρητικής ανάλυσης στο δεύτερο ζητούμενο. Δηλαδή η αποτυχία της να αποδείξει ότι ο «προηγμένος-καπιταλισμός-μείον-το-κράτος-πρόνοιας» θα ήταν ένα πραγματικά λειτουργικό μοντέλο. Οι λόγοι για τους οποίους δεν είναι λειτουργικός, είναι αρκετά προφανείς. Οι ίδιοι λόγοι μας δείχνουν κατά συνέπεια και γιατί η νεο-laissez-faire ιδεολογία, σε περίπτωση που κατάφερνε να επικρατήσει, θα ήταν μια πολύ επικίνδυνη θεραπεία. Σε περίπτωση που εκλείψουν η μεγάλης κλίμακας επιδότηση της στέγασης από το κράτος, η δημόσια εκπαίδευση, οι δημόσιες υπηρεσίες υγείας καθώς και τα ευρείας κλίμακας συστήματα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, η λειτουργία μιας οικονομίας με βάση τη βιομηχανία θα είναι αδιανόητη.
Όσο θεωρούνται δεδομένες συνθήκες η συγκέντρωση του πληθυσμού σε μεγάλα αστικά κέντρα με τις απαιτήσεις που απορρέπουν από αυτήν, η μεγάλης κλίμακας συγκέντρωση του εργατικού δυναμικού στις μονάδες βιομηχανικής παραγωγής, οι ταχείες τεχνολογικές, οικονομικές και χωροταξικές αλλαγές, οι μειούμενη ικανότητα της οικογένειας να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της ζωής στη βιομηχανική κοινωνία, η εκκοσμίκευση της επικρατούσας τάξης πραγμάτων στο πεδίο της ηθικής, η ποσοστιαία ελάττωση και η μειούμενη ανεξαρτησία των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων που στηρίζονται στην κατοχή περιουσιακών στοιχείων - δηλαδή όλα όσα είναι πασίγνωστα χαρακτηριστικά της διάρθρωσης των βιομηχανικών καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών -, μια απότομη εξαφάνιση του κράτους πρόνοιας θα οδηγούσε το κοινωνικό σύστημα σε κατάσταση εκρηκτικών συγκρούσεων και αναρχίας.
Το (απρόοπτο, ενοχλητικό και δυσάρεστο για τους επικριτές του) μυστικό του κράτους πρόνοιας είναι το εξής: Μολονότι η επίπτωση του κράτους πρόνοιας στην καπιταλιστική συσσώρευση μπορεί όντως να αποβεί καταστροφική (όπως δείχνει με πολλή έμφαση η συντηρητική ανάλυση), ωστόσο η κατάργηση του κράτους πρόνοιας θα ήταν σαφώς διαλυτική (γεγονός που συστηματικά παραβλέπεται από τους συντηρητικούς επικριτές του κράτους πρόνοιας). Εν ολίγοις, η αντίφαση έχει ως εξής: Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να συνυπάρχει αρμονικά με το κράτος πρόνοιας, αλλά ούτε και μπορεί να υπάρχει χωρίς αυτό. Σ' αυτήν ακριβώς την κατάσταση αναφερόμαστε κάνοντας χρήση του όρου «αντίφαση». Το σφάλμα της συντηρητικής ανάλυσης είναι η μονόπλευρη έμφαση που δίνει στην πρώτη πλευρά αυτής της αντίφασης και η αποσιώπηση της δεύτερης πλευράς.
Φυσικά, αυτή η βασική αντίφαση του καπιταλιστικού κράτους πρόνοιας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απλό σχηματικό «δίλημμα» και στη συνέχεια να «λυθεί» ή «να γίνει αντικείμενο διαχείρισης» με μια προσεκτική εξισορρόπηση των δύο συνιστωσών της. Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει δύο πράγματα, τα οποία είναι και τα δύο εξαιρετικά αβέβαια ή και εντελώς εξωπραγματικά: Πρώτον, πρέπει να υπάρχει κάτι που μοιάζει με ενδιάμεσο «βέλτιστο σημείο», δηλαδή μια πολιτική επιλογή που θα διατηρεί σε εφαρμογή όσες λειτουργίες του κράτους πρόνοιας εξασφαλίζουν τη «διατήρηση της τάξης», ενώ ταυτόχρονα θα αποφεύγει τα δυσμενή για τον καπιταλισμό αποτελέσματά του. Και, δεύτερον, σε περίπτωση που ισχύει το πρώτο, πρέπει οι πολιτικές διαδικασίες και οι διοικητικές ή διαχειριστικές πρακτικές να είναι επαρκώς «ορθολογικές», για να υλοποιούν επιτυχώς αυτή την επισφαλή ισορροπία. Πριν εξετάσω τί προοπτικές επιτυχίας έχει αυτή η λύση, επιτρέψτε μου πρώτα να συνοψίσω ορισμένα στοιχεία της αντίπαλης σοσιαλιστικής κριτικής του κράτους πρόνοιας.
Συνέχεια, Μέρος ΙΙΙ και ΙV:
→Προηγούμενο, Μέρος Ι: [Πολυλειτουργικός χαρακτήρας του κράτους πρόνοιας, ικανότητα να εξυπηρετεί ταυτόχρονα πολλούς αλληλοσυγκρουόμενους στόχους και στρατηγικές + Εισαγωγικό σημείωμα για το δοκίμιο του Offe και για το περιοδικό PRAXIS International] ←
Το δεύτερο σημαντικό επιχείρημα της συντηρητικής ανάλυσης λέει ότι το κράτους πρόνοιας δημιουργεί αντικίνητρα για εργασία. Ένα από τα συνθήματα της προεκλογικής εκστρατείας που έφερε την κυρία Θάτσερ στο γραφείο του πρωθυπουργού της Βρετανίας ήταν το «Labour does not work!» [στην αγγλική γλώσσα, το υπονοούμενο είναι διπλό: «το Εργατικό Κόμμα - Labour Party, ή απλώς Labour - δεν λειτουργεί αποτελεσματικά ως κυβέρνηση», αλλά και «η εργατική τάξη δεν δουλεύει!»]. Όμως πάλι, η ανάλυση που περιέχεται στο επιχείρημα αυτό πρέπει να διαχωριστεί προσεκτικά από τις πολιτικές χρήσεις του. Όπως και στην περίπτωση του πρώτου συντηρητικού επιχειρήματος, η ανάλυση που περιέχεται στο δεύτερο επιχείρημα μπορεί να διαβαστεί με τρόπο που έχει πολύ πρακτικό και χρήσιμο νόημα - ακόμη και αντίθετο στις προθέσεις των υποστηρικτών του. Για παράδειγμα, είναι αναντίρρητο ότι η λεπτομερής νομοθεσία για την προστασία της εργασίας καθιστά τους εργαζόμενους ικανούς να αντιστέκονται σε πρακτικές εκμετάλλευσης που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά και να αποτελούν τον κανόνα σε περίπτωση που έλειπαν αυτοί οι κανονισμοί. Επίσης, είναι γεγονός ότι οι ισχυρές και αναγνωρισμένες συνδικαλιστικές οργανώσεις μπορούν να επιτυγχάνουν αυξήσεις μισθών πέραν της αύξησης της παραγωγικότητας. Και οι ευρείες διατάξεις περί κοινωνικής ασφάλισης διευκολύνουν την αποφυγή ανεπιθύμητων θέσεων εργασίας - από ορισμένους τουλάχιστον εργαζομένους και για ορισμένες χρονικές περιόδους. Η εκτεταμένης κλίμακας ασφάλιση εναντίον της ανεργίας που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του ενεργού πληθυσμού, καθιστά την ανεργία λιγότερο ανεπιθύμητη για πολλούς εργαζόμενους και έτσι παρεμποδίζει εν μέρει τον μηχανισμό του [κατά τον Καρλ Μαρξ] «εφεδρικού στρατού» της μισθωτής εργασίας. Εν ολίγοις, το κράτος πρόνοιας κατέστησε την εκμετάλλευση της εργασίας ζήτημα πιο περίπλοκο και λιγότερο προβλέψιμο.
Από την άλλη πλευρά, επειδή το κράτος πρόνοιας επιβάλλει κανονισμούς και θεσπίζει δικαιώματα επί της ανταλλακτικής σχέσης μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου που συμβαίνει στην διαδικασία της παραγωγής, ενώ ταυτόχρονα αφήνει ανέπαφη τη δομή των σχέσεων εξουσίας και τις σχέσεις ιδιοκτησίας της ίδιας της παραγωγής, δεν προκαλεί έκπληξη η διαπίστωση ότι οι εργαζόμενοι, κατά κανόνα, δεν έχουν πάρα πολλά εγγενή κίνητρα για να εργάζονται τόσο παραγωγικά, όσο θα μπορούσαν. Με άλλα λόγια, το κράτος πρόνοιας διατηρεί τον έλεγχο του κεφαλαίου επί της παραγωγής, συνεπώς διατηρεί και τη βασική πηγή των ενδοεπιχειρησιακών και ταξικών συγκρούσεων μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου· σε καμία περίπτωση το κράτος πρόνοιας δεν καθιερώνει κάτι που θα έμοιαζε με «έλεγχο εκ μέρους των εργαζομένων». Ταυτόχρονα, ενισχύει τις δυνατότητες των εργαζομένων να αντιστέκονται ενάντια στον έλεγχο του κεφαλαίου. Στην πράξη, το αποτέλεσμα που προκύπτει ως «αλγεβρικό άθροισμα» αυτών των παραγόντων είναι να συνεχίζεται αμετάβλητη η γνωστή παλιά σύγκρουση, αλλά ο αγώνας να διεξάγεται τώρα με μέσα που έχουν αλλάξει υπέρ της εργασίας. Οι εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής συνυπάρχουν με διευρυμένες δυνατότητες των εργαζομένων να αντιστέκονται, να ξεφεύγουν και να μετριάζουν την εκμετάλλευση. Ενώ οι γενεσιουργοί λόγοι της σύγκρουσης παρέμειναν αμετάβλητοι, τα μέσα του αγώνα έγιναν για τους εργαζόμενους περισσότερα και ισχυρότερα. Δεν προκαλεί έκπληξη η διαπίστωση ότι η αυτή κατάσταση υπονομεύει την «εργασιακή ηθική» ή, τουλάχιστον, εξαναγκάζει σε πιο δαπανηρές και λιγότερο αξιόπιστες στρατηγικές για να επιβληθεί μια τέτοια ηθική.
Η συντηρητική ανάλυση του κράτους πρόνοιας αποτυγχάνει και στα δύο ζητούμενα. Άς αρχίσουμε από το δεύτερο: Σήμερα είναι εξαιρετικά δύσκολο να φανταστούμε στη Δυτική Ευρώπη μια πολιτική στρατηγική με προοπτικές επιτυχίας, που να θέτει ως στόχο την εξάλειψη των καθιερωμένων θεσμικών συνιστωσών του κράτους πρόνοιας, έστω και μερικών από αυτές, πόσο μάλλον την ολική κατάργηση του κράτους πρόνοιας. Πράγμα που σημαίνει ότι το κράτος πρόνοιας έχει γίνει κατά κάποιο τρόπο μια δομή μη αναστρέψιμη, η κατάργηση της οποίας θα απαιτούσε όχι λιγότερα από την κατάργηση της πολιτικής δημοκρατίας και των συνδικάτων, αλλά και αλλαγές εκ θεμελίων στο κομματικό σύστημα. Πουθενά δεν βλέπουμε σημαντικές πολιτικές δυνάμεις να αναπτύσσονται ως ενεργοί παράγοντες που θα μπορούσαν να επιφέρουν τέτοιες δραματικές αλλαγές, παρόλο που εμφανίζονται κατά καιρούς δεξιά λαϊκίστικα κινήματα της μεσαίας τάξης σε ορισμένες χώρες.
Επιπλέον, από τις δημοσκοπικές έρευνες των πολιτικών πεποιθήσεων ξέρουμε καλά ότι οι πιο μανιώδεις υποστηρικτές του laissez-faire καπιταλισμού και του οικονομικού ατομικισμού επιδεικνύουν μια έντονη διαφορά μεταξύ των εν γένει ιδεολογικών τους απόψεων αφενός και της προθυμίας τους να παραιτηθούν στην πράξη από ειδικές οικονομικές παροχές, επιδοτήσεις και συστήματα κοινωνικής ασφάλισης μέσω των οποίων αποκομίζουν προσωπικά οφέλη, αφετέρου. Έτσι, ελλείψει ενός ισχυρού από ιδεολογική και από οργανωτική άποψη ρεύματος (όπως θα ήταν ένα νεοφασιστικό ή απολυταρχικό ρεύμα), στην πολιτική πραγματικότητα των Δυτικών χωρών το όραμα της υπέρβασης του κράτους πρόνοιας και της αναβίωσης μιας «υγιούς» οικονομίας της αγοράς είναι απλά και μόνον ένα πολιτικά ανίσχυρο όνειρο της ημέρας, που βλέπουν μερικοί ιδεολόγοι της παλιάς μεσαίας τάξης. Τούτη η κοινωνική ομάδα δεν είναι πουθενά αρκετά ισχυρή ώστε να επιφέρει κάτι περισσότερο από οριακές αλλαγές σε ένα θεσμικό σύστημα που είναι αναγκασμένες να αποδέχονται ως δεδομένο, μόλις βρεθούν στην εξουσία, ακόμη και μορφές πολιτικών που το εχθρεύονται. Απομένει να δούμε ποιά θα είναι η εξέλιξη στις περιπτώσεις της κας Θάτσερ και, υποθέτουμε, του Ρόναλντ Ρέιγκαν.
Όσο θεωρούνται δεδομένες συνθήκες η συγκέντρωση του πληθυσμού σε μεγάλα αστικά κέντρα με τις απαιτήσεις που απορρέπουν από αυτήν, η μεγάλης κλίμακας συγκέντρωση του εργατικού δυναμικού στις μονάδες βιομηχανικής παραγωγής, οι ταχείες τεχνολογικές, οικονομικές και χωροταξικές αλλαγές, οι μειούμενη ικανότητα της οικογένειας να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της ζωής στη βιομηχανική κοινωνία, η εκκοσμίκευση της επικρατούσας τάξης πραγμάτων στο πεδίο της ηθικής, η ποσοστιαία ελάττωση και η μειούμενη ανεξαρτησία των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων που στηρίζονται στην κατοχή περιουσιακών στοιχείων - δηλαδή όλα όσα είναι πασίγνωστα χαρακτηριστικά της διάρθρωσης των βιομηχανικών καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών -, μια απότομη εξαφάνιση του κράτους πρόνοιας θα οδηγούσε το κοινωνικό σύστημα σε κατάσταση εκρηκτικών συγκρούσεων και αναρχίας.
Το (απρόοπτο, ενοχλητικό και δυσάρεστο για τους επικριτές του) μυστικό του κράτους πρόνοιας είναι το εξής: Μολονότι η επίπτωση του κράτους πρόνοιας στην καπιταλιστική συσσώρευση μπορεί όντως να αποβεί καταστροφική (όπως δείχνει με πολλή έμφαση η συντηρητική ανάλυση), ωστόσο η κατάργηση του κράτους πρόνοιας θα ήταν σαφώς διαλυτική (γεγονός που συστηματικά παραβλέπεται από τους συντηρητικούς επικριτές του κράτους πρόνοιας). Εν ολίγοις, η αντίφαση έχει ως εξής: Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να συνυπάρχει αρμονικά με το κράτος πρόνοιας, αλλά ούτε και μπορεί να υπάρχει χωρίς αυτό. Σ' αυτήν ακριβώς την κατάσταση αναφερόμαστε κάνοντας χρήση του όρου «αντίφαση». Το σφάλμα της συντηρητικής ανάλυσης είναι η μονόπλευρη έμφαση που δίνει στην πρώτη πλευρά αυτής της αντίφασης και η αποσιώπηση της δεύτερης πλευράς.
Φυσικά, αυτή η βασική αντίφαση του καπιταλιστικού κράτους πρόνοιας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απλό σχηματικό «δίλημμα» και στη συνέχεια να «λυθεί» ή «να γίνει αντικείμενο διαχείρισης» με μια προσεκτική εξισορρόπηση των δύο συνιστωσών της. Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει δύο πράγματα, τα οποία είναι και τα δύο εξαιρετικά αβέβαια ή και εντελώς εξωπραγματικά: Πρώτον, πρέπει να υπάρχει κάτι που μοιάζει με ενδιάμεσο «βέλτιστο σημείο», δηλαδή μια πολιτική επιλογή που θα διατηρεί σε εφαρμογή όσες λειτουργίες του κράτους πρόνοιας εξασφαλίζουν τη «διατήρηση της τάξης», ενώ ταυτόχρονα θα αποφεύγει τα δυσμενή για τον καπιταλισμό αποτελέσματά του. Και, δεύτερον, σε περίπτωση που ισχύει το πρώτο, πρέπει οι πολιτικές διαδικασίες και οι διοικητικές ή διαχειριστικές πρακτικές να είναι επαρκώς «ορθολογικές», για να υλοποιούν επιτυχώς αυτή την επισφαλή ισορροπία. Πριν εξετάσω τί προοπτικές επιτυχίας έχει αυτή η λύση, επιτρέψτε μου πρώτα να συνοψίσω ορισμένα στοιχεία της αντίπαλης σοσιαλιστικής κριτικής του κράτους πρόνοιας.
[Oι μεσότιτλοι προστέθηκαν στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση]
Συνέχεια, Μέρος ΙΙΙ και ΙV:
→ Μέρος III: Κριτική εξ αριστερών:
δρά κατόπιν εορτής - απλά «επισκευάζει ζημίες».
Είναι αναποτελεσματικό, αντιπαραγωγικό και καταπιεστικό,
παράγει και αυτό «ιδεολογία», δηλαδή ψευδή συνείδηση
|
→ Μέρος IV: Κράτος πρόνοιας και πολιτικές αλλαγές ← Οι δύσκολες ταξικές συμμαχίες και η παραγωγή νέας ηγεμονίας |
→Προηγούμενο, Μέρος Ι: [Πολυλειτουργικός χαρακτήρας του κράτους πρόνοιας, ικανότητα να εξυπηρετεί ταυτόχρονα πολλούς αλληλοσυγκρουόμενους στόχους και στρατηγικές + Εισαγωγικό σημείωμα για το δοκίμιο του Offe και για το περιοδικό PRAXIS International] ←
Claus Offe, βιογραφικό με άλλα στοιχεία και δημοσιεύσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου