@ Rahel Jaeggi: «Economy as a Social Practice and the Critique of Capitalism» (δημοσιευμένο ως 8ο Κεφάλαιο του βιβλίου Critical Theory in Critical Times - Transforming the Global Political and Economic Order, Columbia University Press, 2017) - εδώ είναι μεταφρασμένο από την προδημοσίευση του ως pdf
1. Μια στενή
αντίληψη περί οικονομίας
Σε ένα υστερόγραφο του προγραμματικού του κειμένου Παραδοσιακή και Κριτική Θεωρία, ο Μαξ Χορκχάιμερ επισημαίνει το εξής: «Συχνά η κριτική θεωρία περιορίζεται σε έναν οικονομισμό. Όμως με αυτό, δεν προσδίδει υπερβολική σπουδαιότητα στην οικονομία, αλλά απλά τη βλέπει υπό πολύ στενή οπτική γωνία».1 Με αφετηρία τούτη την παρατήρηση και λαμβάνοντας υπόψη αυτή τη διάκριση μεταξύ «στενής» και «ευρείας» κατανόησης της οικονομίας, μπορούμε να περιγράψουμε εν συντομία την ιστορία της Κριτικής Θεωρίας, και ειδικότερα την ιστορία της σχέσης της με την οικονομία, ως εξής: Οι πρωταγωνιστές της «παλιάς» Κριτικής Θεωρίας [η πρώτη γενιά της «Σχολής της Φρανκφούρτης»] ανέθεσαν στον εαυτό τους το εγχείρημα να ιχνηλατήσουν τη διείσδυση της «μορφής εμπόρευμα» μέσα σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις, περιλαμβανομένης της σχέσης του ατόμου με τον εαυτό του, Το έκαναν αυτό, για να επισημάνουν ότι η επίδραση της οικονομίας, ή με άλλα λόγια της μορφής εμπόρευμα, εκτείνεται πολύ πέρα από τη σφαίρα της οικονομικής δραστηριότητας και φθάνει μέχρι τις πολιτισμικές επιλογές ή προτιμήσεις των ατόμων και τις κοσμοαντιλήψεις τους. Εμπνεόμενοι από τη θεωρία της εκπραγμάτωσης (Verdinglichung, reification)2 του Γκέοργκ Λούκατς, αντιμετώπισαν πράγματι την οικονομία με πολύ ευρύ τρόπο. Σύμφωνα με αυτή τη θέση, στην περίοδο του ώριμου καπιταλισμού οι οικονομικές επιλογές προτιμήσεις «αγκαλιάζουν» και διαφθείρουν όλες τις σφαίρες της ζωής. Έτσι, η οικονομική δραστηριότητα – εάν την κατανοήσουμε ως έναν ιδιαίτερο τρόπο αλληλεπίδρασης με πράγματα και με ανθρώπους – καθίσταται υπεύθυνη για τα χαρακτηριστικά παθολογικά συμπτώματα των καπιταλιστικών κοινωνιών: Για την εκμετάλλευση, την καταπίεση, την εργαλειοποίηση, την εκπραγμάτωση, την αλλοτρίωση· και - μιλώντας γενικά - για τον ανορθολογισμό τους. Ιχνηλατώντας και ασκώντας κριτική στη διάχυση ή και εισβολή της μορφής εμπόρευμα σε σφαίρες της ζωής που ήταν στο παρελθόν ή είναι και τώρα λόγω της ιδιοσυστασίας τους «μη οικονομικές», ο Χορκχάιμερ και άλλοι, αναμφίβολα συνέβαλαν στο να απελευθερωθεί από τον «οικονομισμό» η κοινωνική κριτική που εμπνέεται από τον μαρξισμό. Ωστόσο, η Κριτική Θεωρία, ήδη από τις απαρχές της, μαζί με αυτό το είδος «διεύρυνσης» της οπτικής γωνίας – και άν παραβλέψουμε μερικές εξαιρέσεις στην πολύ πρώιμη φάση του Ινστιτούτου 3 –, κατά παράδοξο τρόπο έκανε το εξής: Έδωσε πολύ λίγη προσοχή στην κυρίως σφαίρα της οικονομίας.
Εξαιτίας αυτού, η Κριτική Θεωρία ως κριτική του καπιταλισμού βρίσκεται σε κατάσταση μάλλον παράδοξη. Αφενός, η πρώιμη Κριτική Θεωρία, αν τη δούμε ως όλον, είναι η κριτική του καπιταλισμού. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά κριτική του καπιταλισμού· και μάλιστα η Κριτική Θεωρία εξετάζει με τέτοιο τρόπο κάθε τι με το οποίο ασχολείται – περιλαμβανομένων των πιο περίτεχνων σκέψεων για τα αισθητικά φαινόμενα – ώστε να διερευνά τα αποτελέσματα και τον χαρακτήρα της κοινωνικοποίησης υπό τον καπιταλισμό. Από την άλλη πλευρά, ανακύπτει ωστόσο το εξής ερώτημα: Σε ποιο βαθμό μια τέτοια θεωρία είναι όντως κριτική του καπιταλισμού, αφού στην πραγματικότητα ελάχιστα ασχολείται, αναλυτικά ή κριτικά, με τις ίδιες τις οικονομικές πρακτικές που προσιδιάζουν στις καπιταλιστικές κοινωνίες; Αυτό οφείλεται σε περίπλοκες αιτίες. Μερικές έχουν σχέση με τις δυσκολίες να εφαρμοσθεί στην πράξη το αρχικό διεπιστημονικό πρόγραμμα, την διεξαγωγή του οποίου είχε θέσει ως στόχο η Κριτική Θεωρία. Το αποτέλεσμα πάντως αυτής της ιστορίας είναι σαφές: Σ’ εκείνη τη φάση της δραστηριότητας της Κριτικής Θεωρίας 4, δεν προέκυψε κάποια ερευνητική προσέγγιση που θα μπορούσε να δώσει, με σάρκα και οστά, ένα «ευρύτερο» νόημα, όπως ήθελε ο Χορκχάιμερ, στο ίδιο το πεδίο της οικονομικής πρακτικής και των οικονομικών θεσμών. Με άλλα λόγια: Αυτή η αντιμετώπιση της οικονομίας [από την πρώιμη Κριτική Θεωρία] είναι ευρεία, απλά και μόνον επειδή επιβεβαιώνει την ευρεία επιρροή της οικονομίας. Ωστόσο, πίσω της βρίσκεται πάντα μια θέαση της ίδιας της οικονομίας υπό στενή οπτική γωνία, και έτσι, κατά κάποιο τρόπο, δεν επιτυγχάνεται ο ο στόχος που έθεσε ο Χορκχάιμερ.
Οι πολύ μεγάλες διαφορές ανάμεσα στην πρώιμη Κριτική Θεωρία και σε αυτήν που έχει ονομασθεί η «δεύτερη» γενιά της Κριτικής Θεωρίας, δεν πρέπει βέβαια να υποεκτιμώνται. Όμως, κατά παράδοξο τρόπο, με την παράδοση της σκυτάλης από την πρώιμη Κριτική Θεωρία στους συνεχιστές, στην πραγματικότητα λίγα πράγματα άλλαξαν ως προς το θέμα που συζητάμε. Η θεωρία του Χάμπερμας για τον αποικισμό τον βιόκοσμου 5, μολονότι ξεπέρασε επιτυχώς την αιχμαλωσία της παλιάς Κριτικής Θεωρίας από έναν ολοποιητικό τρόπο σκέψης και οικοδόμησε τις κανονιστικές βάσεις της, ωστόσο παρέμεινε σταθερή στην άποψη ότι πρέπει να στρέφουμε την προσοχή και την κριτική μας προπαντός στην εισβολή της οικονομικής σφαίρας σε άλλα πεδία της ζωής, αφήνοντας την ίδια την οικονομική σφαίρα έξω από το πεδίο της κριτικής. Υπό ευρύτερη έννοια, η διαφοροποιητική θεωρητική προσέγγιση της οικονομίας, την οποία ακολουθεί ο Χάμπερμας (μεταξύ άλλων στοχαστών), αντιμετωπίζει την οικονομία ως σφαίρα σε κάποιο βαθμό αυτόνομη από άλλες κοινωνικές σφαίρες. Κατανοείται έτσι ως μη-κανονιστική σφαίρα, καθοδηγούμενη από δική της ξεχωριστή λογική 6. Ως αποτέλεσμα, η οικονομία αντιμετωπίζεται ως μαύρο κουτί (black box). Σε κάθε περίπτωση που η κριτική θεωρία ασχολείται τώρα με τη μορφή που έχει η οικονομία στις καπιταλιστικές κοινωνίες, σκέφτεται με βάση τη μεταφορά της εξημέρωσης, μέσω της πολιτικής ή της δημοκρατίας, της τίγρης που είναι ο καπιταλισμός. Η σκέψη είναι, ότι η οικονομία βασίζεται σε λογική που υπακούει στο συμφέρον. Η πολιτική εκπροσωπεί το κοινό ή δημόσιο καλό και το χρησιμοποιεί για να ανταγωνισθεί το συμφέρον. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το να ξανασκεφτούμε την ίδια την οικονομία, και, κατά κάποιο τρόπο, να τη δούμε ευρύτερα, όχι μόνον καθίσταται αδύνατο, αλλά και μη αναγκαίο.
2.Κριτική Θεωρία σε Κρίσιμους Καιρούς: Το άνοιγμα του μαύρου κουτιού
Στο σημείο αυτό δεν έχω καμιά διάθεση να ξαναρχίσουμε την παλιά συζήτηση που αντιπαραθέτει ως εναλλακτικές λύσεις τη μεταρρυθμιστική μεταμόρφωση του καπιταλισμού και την ριζοσπαστική υπέρβασή του. Το άν η τίγρις του καπιταλισμού, όταν δαμασθεί και γίνει κατοικίδια γάτα, θα είναι κάτι που θα εξακολουθεί να αντιστοιχεί με την ιδέα που έχουμε τώρα για το τί είναι καπιταλισμός, είναι ερώτημα «ακαδημαϊκό», με την κακή σημασία αυτής της λέξης. Και δεν πρέπει να υποτιμούμε πόσο εξαρτημένη είναι η συζήτηση αυτή, από το αν έχουμε ή όχι στη διάθεσή μας μια εναλλακτική λύση για την οικονομία διαφορετική από τον καπιταλισμό. Ωστόσο, σήμερα, είτε ως κριτικοί θεωρητικοί, είτε ως πολίτες, αντιμετωπίζουμε πράγματα που πολλοί από εμάς, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα βιώνουμε ως «υπερβολές» και απειλές που προκύπτουν από τον σύγχρονο καπιταλισμό. Αυτό γεννά σε πολλούς την υποψία ότι η θεωρία περί «εξημέρωσης του καπιταλισμού» είναι ανεπαρκής ή ακατάλληλη· και όχι μόνον επειδή, ειδικά σήμερα, είμαστε εμφανώς αδύναμοι απέναντι στις επιταγές της οικονομίας, αλλά και για λόγους προϋπάρχοντες, που εμφανίζονται συστηματικά. Τίθενται τότε τα ερωτήματα τί λογής είναι στην πραγματικότητα αυτό το ζώο που πρόκειται να «δαμάσουμε», εάν όντως μπορεί να δαμασθεί και στο τέλος, εάν η ίδια η μεταφορά περί «εξημέρωσης» είναι κατάλληλη γι’ αυτή τη χρήση.
Σε μια κατάσταση, στην οποία «ο ιστορικός δεσμός μεταξύ δημοκρατίας και καπιταλισμού» (Habermas 7), ούτως ή άλλως πάντα σχέση προβληματική και επικίνδυνη [liaison dangereuse στο πρωτότυπο της Jaeggi], έχει γίνει τώρα και «σχέση ευάλωτη δυσαρμονική», αρχίζει να αναπτύσσεται μια εκ νέου ενασχόληση με οικονομικά θέματα. Αυτό το ανανεωμένο ενδιαφέρον για την κριτική του καπιταλισμού, αλλά και ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για τρόπους θεωρητικής σύλληψης της οικονομίας, δεν το παρατηρούμε μόνον μέσα στους κόλπους της Κριτικής Θεωρίας. Είτε σε πρόσφατες αναλύσεις στο πεδίο της κριτικής οικονομικής θεωρίας 8, είτε σε ιδέες για τον «κανονιστικό χαρακτήρα των αγορών» (όπως τον αποκαλεί ο Axel Honneth στο βιβλίο του Freedom’s Right 9), βλέπουμε να εμφανίζεται μόνιμα το ίδιο το ερώτημα για το πώς να συλλάβουμε θεωρητικά την οικονομία και πώς να κατανοήσουμε τις οικονομικές πρακτικές και τους οικονομικούς θεσμούς μέσα στα πλαίσια των κοινωνιών μας. Ίσως πρέπει να ανοίξουμε το κλειστό κουτί, προκειμένου να φέρουμε στο φως την εσωτερική κατάσταση και τον τρόπο συγκρότησης των πρακτικών και θεσμών της οικονομίας, που μορφοποιούν τις ζωές μας και τις κάνουν αυτές που είναι. Ίσως τότε μπορέσει να γίνει (πάλι) αντικείμενο της κριτικής και η ίδια η οικονομία, αντί να παρατηρούμε μόνον κάποιες πλευρές των επιπτώσεών της.
Ένα τέτοιο εγχείρημα θέτει αμέσως δύσκολα ερωτήματα στο βασικό επίπεδο των θεωρητικών ιδεών, σ΄ αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε κοινωνική οντολογία της οικονομικής δραστηριότητας. Δεν πρόκειται να δώσω εδώ ευθεία ή πλήρη απάντηση σε τέτοια ερωτήματα. Σ΄ αυτή την πρώτη απόπειρα να καταπιαστώ μαζί τους, απλά και μόνον θα προσπαθήσω να κάνω σαφές πώς μπορούμε να κατανοούμε την οικονομία ως «μέρος της τάξης πραγμάτων που υπάρχει εντός της κοινωνίας» (όπως το θέτει ο Jens Beckert 10), και όχι ως το «άλλο» της κοινωνίας Μια τέτοιου είδους κατανόηση της τη θεωρώ αναγκαία για να διανοίξουμε τον χώρο των εννοιών, ώστε να μπορέσουμε να σκεφτούμε την οικονομία υπό ευρεία έννοια.
3.Μια Ευρεία Αντίληψη για την Οικονομία: Η ΟΙκονομία ως Κοινωνική πρακτική
Τι σημαίνει λοιπόν το να σκεφτόμαστε την οικονομία υπό ευρεία και όχι υπό στενή έννοια; Τι συνεπάγεται αυτή η «ευρεία οπτική γωνία», εάν δεν την εννοούμε απλά και μόνον ως στροφή της προσοχής μας στις επιπτώσεις στη ζωή μας που έχουν ως επακόλουθα οι οικονομικοί προσανατολισμοί;Μια πρώτη και προσεγγιστική απάντηση είναι η εξής: Μια στενή αντίληψη μπορεί να περιορίζει την οπτική γωνία υπό την οποία βλέπουμε το περιεχόμενο της οικονομίας, στο βαθμό που αντιλαμβάνεται την οικονομία ως τη σφαίρα της υλικής (ανα)παραγωγής υπό στενή έννοια. Επίσης μπορεί να είναι στενή αναφορικά με τη στάση την οποία θεωρεί ως περιγραφή της οικονομικής προσέγγισης· δηλαδή να την βλέπει απλά και μόνον ως ένα ορισμένο είδος ορθολογικότητας επικεντρωμένο στη μεγιστοποίηση του οφέλους και στην επιδίωξη του συμφέροντος με μέσο τη λογική.
Η δική μου θέση είναι η εξής: Για να κατανοήσουμε την οικονομία υπό ευρύτερη έννοια, πρέπει να την αντιμετωπίσουμε ως ένα σύνολο αποτελούμενο από κοινωνικές πρακτικές, πιο συγκεκριμένα από οικονομικές κοινωνικές πρακτικές. Για να το διατυπώσω διαφορετικά, προτείνω μια πρακτικο-θεωρητική προσέγγιση·11 δηλαδή ο τρόπος που σκεφτόμαστε περί την οικονομία να έχει ως βασικό σημείο αναφοράς τις πρακτικές. Έτσι, οι οικονομικές πρακτικές είναι ένα υποσύνολο που ανήκει στις εν γένει κοινωνικές πρακτικές· έχουν και αυτές τα χαρακτηριστικά των «εν γένει πρακτικών», στα οποία θα αναφερθώ στη συνέχεια. Ως τέτοιες, αλληλοσυσχετίζονται με ποικίλους τρόπους με άλλες πρακτικές και (σε συνδυασμό με αυτές) διαμορφώνουν ένα μέρος του κοινωνικο-πολιτισμικού ιστού.
Η επιλογή μιας τέτοιας οπτικής γωνίας δίνει δυνατότητες για μια κριτική του συνόλου των σχετιζόμενων με την οικονομία πτυχών της κοινωνικής πρακτικής, κριτική εμμενή (immanent) του κανονιστικού τους περιεχομένου [κριτική με λογική και με επιχειρήματα που είναι «εγγενή» αυτού του ίδιου κανονιστικού περιεχομένου - και όχι κριτική «υπερβατική»], δηλαδή κριτική που αναπτύσσεται «συμφυώς» με τις κανονιστικές προϋποθέσεις οι οποίες «ενεργούν κρυμμένες» πίσω από αυτές τις πρακτικές και εγγυώνται την εκπλήρωση τους. Το να βλέπουμε κριτικά αυτές τις πρακτικές, σημαίνει να αντιμετωπίζουμε αυτές τις ίδιες ως ελαττωματικές ή αποτυχημένες οικονομικές πρακτικές. Έτσι, η προσοχή δεν θα στρέφεται πια στην εισβολή της οικονομίας στο κοινωνικό πεδίο, αλλά θα στραφεί (και πάλι) σε ελαττώματα των μορφών και των περιεχομένων των ίδιων των οικονομικών πρακτικών και θεσμών.
Στην επιχειρηματολογία μου θα ακολουθήσω τα εξής βήματα: Ως αρχή θα εξηγήσω τί εννοώ με τον όρο «κοινωνικές πρακτικές» και στη συνέχεια θα αναπτύξω την ιδέα των «τρόπων (ή μορφών) ζωής», τους οποίους αντιλαμβάνομαι ως «αδρανείς, παγιοποιημένες δέσμες αποτελούμενες από αλληλοεξαρτημένες κοινωνικές πρακτικές». Ακολούθως θα περιγράψω με ποια έννοια το πεδίο της οικονομίας είναι ένα πεδίο κοινωνικών πρακτικών και πως πρέπει να σκεφτόμαστε για τη σύνδεση των οικονομικών πρακτικών με άλλες πρακτικές – ούτως ώστε να συγκροτούν έναν τρόπο ζωής. Τέλος θα διατυπώσω μερικά συμπεράσματα σχετικά με την «ευρεία αντίληψη» της οικονομίας, με στόχο να πάρουμε μια ιδέα για το τί προοπτικές κριτικής του καπιταλισμού μπορεί να ανοίξει η προσέγγισή μου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
* Ευχαριστώ τον Bastian Ronge, την Lea Prix και τον Benjamin Streim για τα σχόλιά τους στο σχέδιο αυτού του κειμένου. Ευχαριστώ προπαντός την Anna Katsman για τα πολύτιμα σχόλια και υποδείξεις, χωρίς τα οποία θα ήταν αδύνατο να ολοκληρωθεί το κείμενο και να δημοσιευτεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου