Ο χρηματιστηριακός δείκτης συμβολαίων αγοράς φυσικού αερίου TTF EU Natural Gas αφορά συμβόλαια αγοράς για τον επόμενο μήνα. Είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο Ολλανδικό χρηματιστήριο εμπορευμάτων, μονάδα μέτρησής του είναι το κόστος σε Ευρώ της μονάδας ενέργειας (συγκεριμένα Ευρώ ανά Μεγαβατώρα - €/ MWh) και θεωρείται «ενδεικτικός» για την πορεία των τιμών χονδρικής πώλησης φυσικού αερίου στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Οι τιμές του χρηματιστηριακού δείκτη συμβολαίων αγοράς TTF στη διάρκεια Νοεμβρίου 2021- Νοεμβρίου 2022 διακυμάνθηκαν ως εξής (σε €/ MWh):
Η χρηματιστηριακή τιμή συμβολαίων αγοράς TTF EU Natural Gas την 23η Νοεμβρίου 2022 κυμαίνεται γύρω στα 125 -130 €/ MWh, δηλαδή είναι στο επίπεδο που βρισκόταν στις αρχές Δεκεμβρίου 2021 (πολύ πρίν την εισβολή στην Ουκρανία, αλλά με δεδομένη την άνοδο λόγω Covid), αλλά και από το τέλος Μαρτίου 2022 έως τον Ιούνιο του 2022, με τον πόλεμο σε πλήρη εξέλιξη. Από τα μέσα Οκτωβρίου 2022 μέχρι σήμερα η χρηματιστηριακή τιμή συμβολαίων αγοράς TTF κινείται στο φάσμα μεταξύ 90 και 125 €/ MWh.
Αμέσως με την έναρξη της εισβολής (δηλαδή στο τέλος Φεβρουαρίου έως τις αρχές Μαρτίου 2022), και πριν την επιβολή κυρώσεων κατά του καθεστώτος στη Ρωσία, η τιμή αυτή κινήθηκε απότομα προς τα άνω και έφθασε μέχρι και ~340 €/ MWh. Μετά έπεσε το ίδιο απότομα στο επίπεδο των ~ 100 €/ MWh. Στην ίδια τιμή ~340 €/ MWh έφτασε για δεύτερη φορά τον Αύγουστο του 2022. Σε όλη την περίοδο από τον Ιούλιο του 2022 έως τον Οκτώβριο του 2022, με τις αβεβαιότητες γύρω από τους αγωγούς, τους προμηθευτές και τις προμήθειες φυσικού αερίου, η τιμή αυτή παρέμενε ψηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα, και μάλιστα πάνω από τα ~ 200 €/ MWh
Σημειωτέον ότι τιμή συμβολαίων αγοράς ~185 €/ MWh καταγράφηκε και πολύ πριν την εισβολή στην Ουκρανία, στην όψιμη περίοδο της πανδημίας Covid (συγκεκριμένα στις 20 Δεκεμβρίου 2021).
Αμέσως με την έναρξη της εισβολής (δηλαδή στο τέλος Φεβρουαρίου έως τις αρχές Μαρτίου 2022), και πριν την επιβολή κυρώσεων κατά του καθεστώτος στη Ρωσία, η τιμή αυτή κινήθηκε απότομα προς τα άνω και έφθασε μέχρι και ~340 €/ MWh. Μετά έπεσε το ίδιο απότομα στο επίπεδο των ~ 100 €/ MWh. Στην ίδια τιμή ~340 €/ MWh έφτασε για δεύτερη φορά τον Αύγουστο του 2022. Σε όλη την περίοδο από τον Ιούλιο του 2022 έως τον Οκτώβριο του 2022, με τις αβεβαιότητες γύρω από τους αγωγούς, τους προμηθευτές και τις προμήθειες φυσικού αερίου, η τιμή αυτή παρέμενε ψηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα, και μάλιστα πάνω από τα ~ 200 €/ MWh
Σημειωτέον ότι τιμή συμβολαίων αγοράς ~185 €/ MWh καταγράφηκε και πολύ πριν την εισβολή στην Ουκρανία, στην όψιμη περίοδο της πανδημίας Covid (συγκεκριμένα στις 20 Δεκεμβρίου 2021).
Ωστόσο, αν προσέξει κανείς τον δείκτη συμβολαίων αγοράς TTF σε πιο μακροπρόθεσμη διάρκεια (των 2 χρόνων) εύκολα καταλαβαίνει ότι η έντονα ανοδική πορεία άρχισε από την αρχή του καλοκαιριού του 2021 εν μέσω πανδημίας, επιταχύνθηκε απότομα πολύ πριν την εισβολή στην Ουκρανία (από τον Οκτώβριο του 2021). Χαρακτηριστικό είναι ότι στις 4 Οκτωβρίου 2021 έφτασε ήδη τα 160 €/MWh. Σταδιακά από το καλοκαίρι του 2021 ο δείκτης δημιούργησε μια «κατώτερη βάση τιμών» στην περιοχή των 80 - 100 €/MWh, έναντι μιας ζώνης τιμών 15-30 €/MWh που επικρατούσε για πολύ καιρό σε μια πολύ μακρά εποχή της «κανονικότητας» (από το 2012 έως και τον Ιούνιο του 2021).
Οι απότομες αυξομειώσεις - η μεταβλητότητα - ως σταθερό φαινόμενο άρχισαν πολύ πριν την εισβολή. Με την έναρξη του πολέμου απλώς έγιναν ακόμη πιο απότομες, με ακόμη μεγαλύτερες μέγιστες τιμές και με σταθεροποίηση της «βάσης» στην περιοχή των 80 - 100 €/ MWh.
Η εξέλιξη των εκπομπών CO2 ανάλογα με το καύσιμο-προέλευσης (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, γαιάνθρακας) για ΗΠΑ, Δυτική Ευρώπη και Ανατολική Ευρώπη + πρώην χώρες-μέλη της ΕΣΣΔ (1990-2020) |
Η εξέλιξη των εκπομπών CO2 συνολικά και ανάλογα με το καύσιμο-προέλευσης (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, γαιάνθρακας) παγκοσμίως στην περίοδο 1990-2020 |
Μερικά πρόχειρα
συμπεράσματα, ποιοτικά και όχι ποσοτικά,* για την διακύμανση των τιμών, χονδρικών και λιανικών, στην
Ελλάδα και σε άλλες χώρες, σε σύγκριση με τις διακυμάνσεις στην τιμή συμβολαίων αγοράς
TTF, μπορούν να αντληθούν ακόμη και χωρίς γνώσεις περί οικονομίας και χρηματιστηρίων ενέργειας.
Είναι φανερό ότι την βασική «προϋπόθεση» για την διαρκή άνοδο της τιμής και για την άγρια κερδοσκοπία επενδυτών και προμηθευτών πρέπει να την αναζητήσουμε (1) στη διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση φυσικού αερίου τόσο παγκοσμίως όσο και εντός της ΕΕ, σε όλη την περίοδο μετά το 2020, σε συνδυασμό (2) με τις «διαταραχές» που προκάλεσε στην αγορά ορυκτών καυσίμων γενικά η πανδημία, αλλά κυρίως ο χειρισμός από τους προμηθευτές, διακινητές και επενδυτές ορυκτών καυσίμων γενικά, της «κατάστασης πανδημία» καθώς και (3) οι πολύ πιο μακροπρόθεσμης εμβέλειας χειρισμοί προμηθευτών, διακινητών και επενδυτών ορυκτών καυσίμων απέναντι στις στρατηγικές ενεργειακής μετάβασης για αντιμετώπιση της κλιματικής κατάρρευσης. Διότι παράλληλα φαινόμενα βλέπουμε και στους προθεσμιακούς δείκτες των αγορών πετρελαίου μετά τον Νοέμβριο του 2021, ή του γαιάνθρακα μετά τον Ιούνιο του 2021, δηλαδή και για τα δύο ορυκτά καύσιμα η κατάσταση αλλάζει ριζικά πολύ πριν την εισβολή στην Ουκρανία.Βλέπουμε φαινόμενα που σχετίζονται με χειρισμούς, διακυβεύματα, αντιπαραθέσεις πλανητικής κλίμακας και οξύτατες συγκρούσεις συμφερόντων, εντός μιας σύνθετης κατάστασης διακινδύνευσης που υπερβαίνει εμφανώς αυτό που εκλαμβάνονταν μέχρι χθες ως «κανονικότητα». Η εισβολή και τα επακόλουθα του πολέμου απλώς διόγκωσαν την τάση, αλλά δεν την δημιούργησαν ούτε την προκάλεσαν ως βασικά αίτια. Κατά παράδοξο τρόπο, η εισβολή του καθεστώτος Πούτιν στην Ουκρανία, μιας αυτοκρατορίας ορυκτών καυσίμων, ήρθε ως ένα από τα πολλά αποτελέσματα της αργής αλλά συνεχούς διάβρωσης της προηγηθείσας μακροχρόνιας «κανονικότητας» στις ενεργειακές πολιτικές. Από τη στιγμή που ξεκίνησαν τα τανκς, και πέρασαν ήδη 9 μήνες, η εισβολή εμπλέκεται στενά με την ενεργειακή κρίση, αλλά με αιτιακές σχέσεις αμφίδρομες.
Νέα κατάσταση σημαίνει νέα καθήκοντα. Όταν όλα αλλάζουν, η απάντηση της πολιτικής, αλλά και η αντίδραση των κοινωνιών έρχεται παντού αργά και αδύναμα. Σε χώρες όπου η πολιτική και η κοινωνία υστερούν πολύ (και ζούμε σε μια από αυτές), η απάντηση της πολιτικής και της κοινωνίας υστερεί ακόμη πιο πολύ.
Γ. Ρ.
Η εξέλιξη των προθεσμιακών συμβολαίων γαιάνθρακα, από το τέλος του 2009 μέχρι σήμερα, με το τέλος της μακροχρόνιας «κανονικότητας» (ανοδική διάσπαση της ζώνης τιμών 50 -130 $ ανά τόνο) να εντοπίζεται στον Ιούνιο του 2021, σημερινή τιμή ~ 340 $ ανά τόνο) |
Εκτιμούμενες εκπομπές CO2 στις ΗΠΑ με παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας κατά βάση από γαιάνθρακα (2012) και μελλοντικά από φυσικό αέριο (2050, πρόβλεψη) |
* Για ακριβέστερα ποσοτικά συμπεράσματα, χρειάζονται κάποιες συγκεκριμένες γνώσεις περί τα ενεργειακά και οι απαιτούμενοι υπολογισμοί πρέπει να συμπεριλάβουν αρκετές παραμέτρους.
H μέτρηση σε Ευρώ ανά μονάδα ενέργειας - Ευρώ ανά Μεγαβατώρα (€/ MWh) - σημαίνει το κόστος εκείνης της ποσότητας φυσικού αερίου που με την καύση της μπορεί να παράγει πρωτογενή δηλαδή θερμική ενέργεια μιας μεγαβατώρας - 1000 κιλοβατώρες (kWh).
Η θερμική ενέργεια που παράγεται με την καύση ενός κυβικού μέτρου φυσικού αερίου κυμαίνεται ανάμεσα σε 8 και 11 κιλοβατώρες περίπου. Συγκεκριμένα για το φυσικό αέριο τύπου Η, δηλαδή της ποιότητας που καλύπτει τις ευρωπαικές προδιαγραφές, η ενέργεια καύσης του αντιστοιχεί με 11,1 kWh/m³ Πράγμα που σημαίνει ότι για την παραγωγή μιας μεγαβατώρας (1 MWh) θερμικής ενέργειας χρειάζονται περίπου 100 m³ φυσικού αερίου τύπου Η. Επομένως για ό,τι αφορά την ΕΕ, η τιμολόγηση του φυσικού αερίου σε Ευρώ ανά Μεγαβατώρα αντιστοιχεί προσεγγιστικά με το κόστος 100 m³ φυσικού αερίου τύπου Η.
Φυσικό αέριο ως καύσιμο: Εάν υποθέσουμε ότι μια εταιρεία προμήθειας φυσικού αερίου σε τελικούς καταναλωτές, το αγοράζει σε μέση τιμή 130 €/ MWh, κάνοντας επίσης την θεωρητική-εξωπραγματική υπόθεση ότι δεν πληρώνει επί της τιμής αυτής μεταφορικά με πλοία ή κόστος χρήσης αγωγών και τέλη διέλευσης αγωγών από ενδιάμεσες χώρες, ούτε αποσβέσεις συν κόστος συντήρησης δικού της δικτύου, ούτε έχει απώλειες στο δικό της δίκτυο μεταφοράς αερίου, θα έπρεπε να χρεώνει τους τελικούς καταναλωτές με 0,13 Ευρώ ανά κιλοβατώρα (0,13 €/ kWh) θερμικής ενέργειας συν το κέρδος της ανά kWh.
Για την αντιστοιχία της μεγαβατώρας με άλλες μονάδες μέτρησης ενέργειας ισχύουν 1 MWh = 860·10³ kcal (χιλιοκαλορί) και 1 MWh ~ 4.000 MJ (μεγα-τζάουλ), δηλ. 4.000·106
J (τζάουλ).
Φυσικό αέριο για παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος: Για την περίπτωση που το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, η ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται με την καύση μιας μονάδας μέτρησης φυσικού αερίου εξαρτάται από τον βαθμό απόδοσης του εργοστασίου παραγωγής. Στις συνήθεις σημερινές εγκαταστάσεις ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο το φυσικό αέριο, ο μέσος βαθμός απόδοσης είναι γύρω στο 42 %. Σε νεότερης τεχνολογίας συστήματα συνδυασμένου κύκλου (combined cycle), δηλαδή εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο που χρησιμοποιούν και τη θερμική ενέργεια των αερίων καύσης για να λειτουργήσουν τουρμπίνες ατμού ώστε να παράγουν έτσι επιπλέον ηλεκτρικό ρεύμα, ο βαθμός απόδοσης μπορεί να φτάσει το 45-57 %
Επιπλέον, η ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που φθάνει στον καταναλωτή μειώνεται λόγω απωλειών κατά τη μεταφορά (απώλειες δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας).
Η τελική πραγματική τιμή που χρεώνει ο πάροχος ηλεκτρικής ενέργειας ανά κιλοβατώρα ηλεκτρικής ενέργειας (π.χ. τα συνολικά 0,595 Ευρώ ανά kWh που χρέωνε τον μήνα Οκτώβριο 2022 η ΔΕΗ τους οικιακούς καταναλωτές για τετραμηνιαίες καταναλώσεις έως 500 kWh - στην περίπτωση αυτή η κρατική επιδότηση κάλυψε τα 0,436 Ευρώ ανά kWh και ο καταναλωτής πλήρωσε ο ίδιος 0,159 Ευρώ ανά kWh), αντιστοιχεί σε ένα άθροισμα που περιλαμβάνει, (ανηγμένα ανά kWh): (1) το κόστος του μείγματος πρωτογενών πηγών ενέργειας που χρησιμοποιείται, π.χ. ανανεώσιμες πηγές διαφόρων ειδών, λιγνίτης, πετρέλαιο, φυσικό αέριο (π.χ. με φ. αέριο 43 % στο μείγμα, όπως δηλώνει πρόσφατα η ΔΕΗ), για την παραγωγή (με τον συγκεκριμένο βαθμό απόδοσης) 1 kWh ηλεκτρικής ενέργειας, περιλαμβανομένων μεταφορικών με δεξαμενόπλοια, τελών μεταφοράς μέσω αγωγών κτλ + (2) τα κόστη της χρήσης του δικτύου κτλ για την εταιρεία και το λειτουργικό της κόστος (μισθοί κτλ) + (3) το κόστος των απωλειών δικτύου + (4) το κέρδος της παρόχου εταιρείας, βέβαια.
Τιμολόγηση ηλεκτρικού ρεύματος: Ας υποθέσουμε τώρα ότι η ΔΕΗ, αγόραζε φυσικό αέριο απευθείας από τους παραγωγούς σε μέση τιμή 200 €/ MWh, όπως ήταν η τιμή συμβολαίων επόμενου μήνα TTF τον Σεπτέμβριο 2022, για να παράγει ηλεκτρικό ρεύμα τον Οκτώβριο με μέσο βαθμό απόδοσης 42 %. Επίσης, ας κάνουμε και τις εξωπραγματικές
υποθέσεις ότι (i) όλο το ρεύμα για τον μήνα Οκτώβριο το παράγει με καύση φυσικού αερίου, (ii) δεν πληρώνει μεταφορικά του αερίου με πλοία ή
κόστος χρήσης αγωγών και τέλη διέλευσης αγωγών από ενδιάμεσες χώρες, (iii) δεν έχει
απώλειες στο εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος. Στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε θεωρητικά να χρεώνει για τον Οκτώβριο 2022 τους
τελικούς οικιακούς καταναλωτές με 0,20/0,42 = 0,476 Ευρώ ανά κιλοβατώρα (0,476 €/ kWh) ηλεκτρικής ενέργειας συν το κέρδος της ανά kWh.
Στην πραγματικότητα βέβαια, άν παραβλέψουμε ορισμένες αγορές ρεύματος από παραγωγούς εκτός Ελλάδος (π.χ. από Βουλγαρικά πυρηνικά εργοστάσια), το μείγμα που χρησιμοποιεί η ΔΕΗ για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος περιέχει μόνον 43 % φυσικό αέριο και τα υπόλοιπα είναι ~ 10 % λιγνίτης (με τελικό κόστος πολύ μικρότερο), ~30 % πηγές ανανεώσιμης ενέργειας (ηλιακή, αιολική και υδροηλεκτρικά), με τελικό κόστος ακόμη μικρότερο, συν ~ 15 % άλλα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο και γαιάνθρακας), οι τιμές των οποίων έχουν αυξηθεί σημαντικά και η χρήση τους επιβαρύνεται με υψηλά τέλη εκπομής ρύπων, άρα με συνολικό κόστος που πιθανώς υπερβαίνει και το κόστος του φυσικού αερίου.
Με δεδομένο αυτό τον συνδυασμό ως μείγμα πηγών ενέργειας, η ως άνω θεωρητική μέση τιμή των 0,476 €/ kWh για τον μήνα Οκτώβριο θα έπρεπε να προσαρμοστεί αρκετά χαμηλότερα, ασφαλώς κάτω από 0,4 €/ kWh.
Το υπόλοιπο (~ 0,195 €/ kWh) μέχρι τα 0,595 Ευρώ ανά kWh που χρέωνε τον μήνα Οκτώβριο 2022 η ΔΕΗ τους οικιακούς καταναλωτές, συναποτελείται (α) από το κόστος απωλειών δικτύου μεταφοράς ρεύματος, που είναι τεχνικό ζήτημα και έχει σχέση με την διάρθρωση και την ποιότητα του δικτύου (στην περίπτωση του ελληνικού δικτύου συνολικά, άρα υψηλής, χαμηλής και μέσης τάσης, οι απώλειες δικτύου είναι γύρω στο 10 % σύμφωνα με την ΡΑΕ, δηλαδή αντιστοιχούν σε τάξη οικονομικού μεγέθους 0,04 €/ kWh), (β) από τα μεταφορικά, τέλη κλπ του φυσικού αερίου (κόστος συγκριτικά μικρό) (γ) από το λειτουργικό κόστος της ΔΕΗ, όπως μισθοί κτλ ανηγμένο ανά kWh, και τέλος (δ) το κέρδος της ΔΕΗ ανά kWh.
Το κέρδος αυτό, σύμφωνα με αυτή την πρώτη θεωρητική εκτίμηση και με τις ως άνω υποθέσεις, φαίνεται εκ πρώτης όψεως, πολύ χονδρικά, να κυμαίνεται γύρω από τάξη μεγέθους 0,10 €/ kWh, πράγμα που σημαίνει (για την περίπτωση των οικιακών καταναλωτών τον μήνα Οκτώβριο του 2022) ποσοστό κέρδους σε τάξη μεγέθους 0,10/(0,595-0,10) = 0,20, δηλ. κέρδος τάξης μεγέθους 20 %, ποσοστό εξαιρετικά υψηλό για τέτοιου είδους επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας.
Το ανωτέρω φαινόμενο συνδέεται, εκτός των άλλων, με τον τρόπο που γίνονται οι συναλλαγές και οι εκκαθαρίσεις στο Χρηματιστήριο ενέργειας, ιδίως σε χρονικές περιόδους που ο Διαχειριστής του Δικτύου (στην περίπτωση της Ελλάδας ο Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας - ΔΕΔΔΗΕ) είναι αναγκασμένος, για λόγους σταθερότητας του δικτύου, να αναζητεί από τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας ηλεκτρική ισχύ με πολύ υψηλές τιμές του ποσοστού κέρδους τους, δηλαδή όταν η ζήτηση ηλεκτρικής ισχύος από τους τελικούς καταναλωτές γίνεται πολύ μεγάλη και έτσι «στηρίζει» την αύξηση του ποσοστού κέρδους των εταιρειών ηλεκτροπαραγωγής. Για τον λόγο αυτό η μείωση της σπατάλης στην κατανάλωση ενέργειας είναι πολύ ισχυρό όπλο για να μειωθούν οι τιμές.
Σημαντική παρατήρηση: Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το εξης σημαντικό δεδομένο: Οι μεγάλοι αγοραστές και προμηθευτές φυσικού αερίου (κρατικές ή ιδιωτικές εταιρείες εισαγωγής αερίου και πώλησης του σε τελικούς καταναλωτές), καθώς και οι βιομηχανικοί καταναλωτές, όπως οι εταιρείες ηλεκτροπαραγωγής και άλλοι μεγάλοι βιομηχανικοί πελάτες, προμηθεύονται φυσικό αέριο (σε αέρια κατάσταση μέσω αγωγών η υγροποιημένο LNG με δεξαμενόπλοια) με μακροχρόνια συμβόλαια, παλιά ή νεότερα, και σε μεγάλες ποσότητες. Οι αγοραπωλησίες αυτές γίνονται συνήθως σε τιμές πολύ χαμηλότερες από τις τιμές προθεσμιακών αγορών μέσω χρηματιστηρίων εμπορευμάτων (TTF ή άλλες). Έτσι, τιμές όπως του TTF, για ό,τι αφορά τα πραγματικά κόστη είναι καθαρά ενδεικτικές και δείχνουν μόνον γενικές τάσεις. Συνακόλουθα, τα κέρδη των προμηθευτών ενέργειας στην πραγματικότητα είναι ακόμη μεγαλύτερα από τα θεωρητικά επίπεδα που φαίνονται στο παράδειγμα της ΔΕΗ.
Ομως η ανατροπή της μακροχρόνιας «κανονικότητας» στην αγορά ενέργειας, με σημείο καμπής το καλοκαίρι του 2021, είναι γεγονός μεγάλης σημασίας. Τέτοιες ανατροπές εδραιωμένων τάσεων σπάνια είναι αντιστρεπτές ή παροδικά φαινόμενα.
Ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας κάποτε θα τελειώσει. Το πρακτικό ερώτημα είναι άν η άγρια ανατροπή της «κανονικότητας» στις τιμές της ενέργειας, την οποία έκανε ακόμη πιο άγρια αλλά δεν τη δημιούργησε αυτός ο πόλεμος, θα ειρηνεύσει σιγά σιγά με το τέλος του πολέμου, όποτε έλθει αυτό. Ή μήπως, αντίθετα, ήρθε για να μείνει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου