Ι
Όποιος επιζητεί την ισχύ να ορίζει τις έννοιες, τους όρους και τις ίδιες τις λέξεις, επιζητεί να ορίσει πολιτική κατεύθυνση και μέσω αυτής να αποκτήσει πολιτική ισχύ. Οι λατινικές λέξεις imperium, imperator έχουν το ίδιο ακριβώς νόημα με τις ελληνικές αυτοκρατορία, αυτοκράτωρ. Οι βασικές ευρωπαϊκές γλώσσες, εκτός της ελληνικής, επειδή δεν είχαν ακριβώς αντίστοιχη λέξη, δανείστηκαν τη λατινική και τη χρησιμοποίησαν ως βάση για να δώσει τα σχετικά παράγωγα (imperialism, Imperialismus κτλ). Στη νέα ελληνική γλώσσα, παρόλο που διαθέτει ακριβώς αντίστοιχη λέξη, χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται στην πολιτική ορολογία κυρίως η λατινική λέξη και τα λατινικά παράγωγα, για έναν και μόνο λόγο: Έτσι επιζητείται να
δειχθεί - κυρίως συμβολικά, αλλά και ως «παραπομπή σε βιβλιογραφία» - μια
συνέχεια με τον κόσμο των αρχών και των μέσων του 20ου αιώνα, και κυρίως με την τυπική
αριστερή πολιτική ορολογία που αναπτύχθηκε τότε.
Αυτό που βλέπουμε μπροστά μας στον Ουκρανικό Πόλεμο είναι τυπικό αυτοκρατορικό εγχείρημα. Στη διαπίστωση αυτή υπάρχει αρκετά ευρεία συμφωνία, ωστόσο πίσω από τη γενική περιγραφή, οι συμφωνούντες επί της αρχής διαφωνούν εντελώς στις «λεπτομέρειες». Και ως γνωστόν, ο διάβολος και οι πειρασμοί του κρύβονται στις λεπτομέρειες,
Στην προσπάθεια να εξηγηθεί τί συμβαίνει, πολλοί, ακόμη και τώρα, γράφοντας στην ελληνική γλώσσα για τον Ουκρανικό Πόλεμο, δεν χρησιμοποιούν την ελληνική λέξη αλλά τη λατινική και τα λατινικά παράγωγα. Το βλέπουμε και σε άρθρα που μέχρι και με τον τίτλο τους μας φέρνουν στο νού τον κατ΄ εξοχήν Αυτοκράτορα της νεωτερικής εποχής και τους Ναπολεοντείους Πολέμους του, όπως τους εικονογράφησε η μεγαλοφυΐα του Λέοντος Τολστόι, ενός από τους πολλούς μεγάλους κλασικούς που έδωσε στον παγκόσμιο πολιτισμό η ρωσική λογοτεχνία (Χριστόφορος Βερναρδάκης, Χαρίλαος Φλώρος - «Πόλεμος και Ειρήνη», στην Εφημερίδα των Συντακτών, 15.3.2022). Το κάνουν για έναν και μόνο λόγο: Θέλουν να δείξουν και πάλι, και στο θέμα αυτό - κυρίως συμβολικά αλλά και ως παραπομπή σε βιβλιογραφία - τη συνέχεια του τώρα με τον κόσμο της αρχής του 20ου αιώνα και με την τυπική αριστερή πολιτική ορολογία που αναπτύχθηκε τότε. Εν προκειμένω εμπλέκεται κυρίως και εκ πρώτης όψεως ο ρωσικός Μπολσεβικισμός και το συγγραφικό έργο του Β. Ι. Ουλιάνωφ (Λένιν), αλλά όχι μόνον· εμπλέκεται επίσης το έργο αρκετά διαφορετικών συγχρόνων του, όπως π.χ. του Καρλ Κάουτσκι, της Ρόζας Λούξεμπουργκ και άλλων. Όταν μάλιστα, σε τωρινά γραπτά εμφανίζονται επί λέξει φράσεις όπως «ανώτατο στάδιο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού», είναι παραπάνω από εμφανής η προσπάθεια να τονισθεί ο συμβολισμός περί συνέχειας. Μέσω της χρήσης όρων και λέξεων που δηλώνουν συνέχεια, επιζητείται και μια πολιτική κατεύθυνση συνέχειας σε συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους. Της Αριστεράς εν προκειμένω.
Υπάρχει όμως συνέχεια στον πραγματικό, υλικό κόσμο; Πόσο μοιάζει ο κόσμος του 2020 με τον κόσμο του 1920;
ΙΙ
Φυσικά
δεν περιμένει κανείς από πολιτικούς αναλυτές, ακόμη και από πολιτικούς επιστήμονες, να έχουν σφαιρική εποπτεία ενός εξαιρετικά σύνθετου και μεταβαλλόμενου οπτικού πεδίου, για την αποκρυπτογράφηση του οποίου, εκτός από τους συνήθεις «φακούς» (οικονομία, πολιτική επιστήμη, κοινωνιολογία) χρειάζονται ταυτοχρόνως και εργαλεία που αποφεύγουν συστηματικά οι κάτοχοι μιας ορισμένης αριστερής πολιτικής παιδείας: Οι φυσικές επιστήμες, η ιστορία των τεχνολογικών εφαρμογών, η γεωπολιτική και η γεωστρατηγική. Όμως όλοι μας, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, τελικά συμβουλευόμαστε εξειδικευμένους γνώστες και πηγές. Φυσικά επιλέγουμε τους «ειδήμονες» και τις πηγές μας, και ακριβώς η επιλογή είναι αυτό που μετράει εν προκειμένω.
Εάν λοιπόν υπάρχουν αναλυτές που πιστεύουν ότι «η αλλαγή του υφιστάμενου ενεργειακού χάρτη στο πεδίο της προμήθειας, της μεταφοράς και διάθεσης των υδρογονανθράκων» θα καθορίσει τις «σχέσεις καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης», όπως συνέβη με τα πετρελαιοφόρα στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, αυτό σημαίνει ότι τούτο λένε οι «πηγές» τους και οι «σύμβουλοί» τους. Βεβαίως πρώτα-πρώτα το λέει η δική τους, η εκ πρώτης όψεως, αίσθηση. Λένε και γράφουν για τα φαινόμενα· για ό,τι μπορούν να διακρίνουν πίσω από τα σημερινά διαδραματιζόμενα. Εάν αυτό θυμίζει πολλούς τυπικούς Έλληνες πολιτικούς αναλυτές, τακτικούς των εγχώριων Μέσων Ενημέρωσης που ψάχνουν για πετρέλαια στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, θυμίζει και τη λαϊκή θυμοσοφία που λέει ότι στην Ελλάδα πολλοί βρίσκονται πάντα «μια-δυό δεκαετίες πίσω». Ή, το νεότερο της τηλεοπτικής εποχής και των σίριαλ: «Αυτοί έχουν χάσει συνέχειες».
ΙΙΙ
Παρακολουθώντας την ίδια επιχειρηματολογία, άς συμπυκνώσουμε το διάχυτο υλικό της υπό μορφή ερωτημάτων που δεν είναι μόνον ρητορικά. Πρώτον, πώς ένα ρετρό αυτοκρατορικό εγχείρημα του Πούτιν και του σημερινού συνασπισμού στην εξουσία της Ρωσικής Ομοσπονδίας, είτε ως ενσυνείδητη και σκόπιμη επιλογή των δραστών, είτε «αντικειμενικά» και πέραν προθέσεων, μπορεί να λειτουργεί ως βασικός παράγοντας που «επιταχύνει μια βαθύτατη, δομική αναδιάρθρωση του παγκόσμιου καπιταλισμού»;
Δεύτερον, ήταν ή όχι γιγαντιαίο πολιτικό σφάλμα η ενεργειακή εξάρτηση από την Ρωσία πολλών χωρών της ΕΕ (π.χ. της Ελλάδας ή της Γερμανίας); Ήταν ή όχι γιγαντιαίο σφάλμα του συνόλου του ελληνικού πολιτικού προσωπικού (κυρίως της ΝΔ, αλλά επίσης του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ); Ήταν ή όχι γιγαντιαίο σφάλμα σχεδόν όλου του γερμανικού πολιτικού προσωπικού (πλην Πρασίνων); Εάν ναί, τι ρόλο έπαιξε αυτό το σφάλμα στη διαδικασία που περιγράφεται από τους συγκεκριμένους επιχειρηματολογούντες ως «δομική αναδιάρθρωση»;
Και τρίτον, γιατί η ως άνω επιχειρηματολογία περί «αναδιάρθρωσης» αποφεύγει να μιλήσει για σχέσεις αιτίων και αιτιατών - σε τελευταία ανάλυση - που εμπλέκονται με πιο χειροπιαστά πράγματα, με «σκληρό υλικό»; Γιατί αποφεύγει να ξαναρίξει μια ματιά στο «Κεφάλαιο» (Μαρξ), και περιορίζεται στον «Λένιν» στον «Κάουτσκι» και στον «Χίλφερτιγκ»;
Με πιο απλά λόγια: Είναι ή όχι αλήθεια, ότι τον πόλεμο του Πούτιν τον χρηματοδοτεί σε τελευταία ανάλυση το ενεργειακό μοντέλο, αλλά και γενικότερα το ισχύον μοντέλο καπιταλιστικής παραγωγής και ο τρόπος ζωής που επικρατεί στις χώρες τις ΕΕ και τις ΗΠΑ; Και δεν είναι το ίδιο μοντέλο, αυτό που χρηματοδοτεί, παρέχει πολιτική και γεωπολιτική ισχύ και εξασφαλίζει ελευθερία κινήσεων σε άλλα ανάλογα καθεστώτα, σε «απολυταρχίες των ορυκτών καυσίμων»; Όπως π.χ. το Σαουδαραβικό απολυταρχικό καθεστώς.
Φαίνεται πως δεν είναι υπερβολή να πούμε, ότι ο Ουκρανικός Πόλεμος είναι ένα είδος «παράπλευρης καταστροφής», η οποία σε τελευταία ανάλυση συνδέεται αιτιακά, εκτός των άλλων, και με την εν εξελίξει πλανητική κλιματική καταστροφή.
Έτσι, η μεγάλη διαφορά του σημερινού αυτοκρατορικού εγχειρήματος με την «εποχή των αυτοκρατοριών» (Χόμπσμπάουμ) αφορά, σε τελευταία ανάλυση, πολύ χειροπιαστές, «σκληρά υλικές» (και ενεργειακές!) οντότητες, αντικείμενα των φυσικών επιστημών. Και όχι «αφαιρέσεις εν τοις πράγμασι»* (real abstractions - reale Abstraktionen - βλ. Marx, Habermas, Sohn-Rethel), όπως π.χ. η «επίλυση κρίσεων υπερσυσσώρευσης» και η «ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης».
Με πιο απλά λόγια: Είναι ή όχι αλήθεια, ότι τον πόλεμο του Πούτιν τον χρηματοδοτεί σε τελευταία ανάλυση το ενεργειακό μοντέλο, αλλά και γενικότερα το ισχύον μοντέλο καπιταλιστικής παραγωγής και ο τρόπος ζωής που επικρατεί στις χώρες τις ΕΕ και τις ΗΠΑ; Και δεν είναι το ίδιο μοντέλο, αυτό που χρηματοδοτεί, παρέχει πολιτική και γεωπολιτική ισχύ και εξασφαλίζει ελευθερία κινήσεων σε άλλα ανάλογα καθεστώτα, σε «απολυταρχίες των ορυκτών καυσίμων»; Όπως π.χ. το Σαουδαραβικό απολυταρχικό καθεστώς.
Φαίνεται πως δεν είναι υπερβολή να πούμε, ότι ο Ουκρανικός Πόλεμος είναι ένα είδος «παράπλευρης καταστροφής», η οποία σε τελευταία ανάλυση συνδέεται αιτιακά, εκτός των άλλων, και με την εν εξελίξει πλανητική κλιματική καταστροφή.
Έτσι, η μεγάλη διαφορά του σημερινού αυτοκρατορικού εγχειρήματος με την «εποχή των αυτοκρατοριών» (Χόμπσμπάουμ) αφορά, σε τελευταία ανάλυση, πολύ χειροπιαστές, «σκληρά υλικές» (και ενεργειακές!) οντότητες, αντικείμενα των φυσικών επιστημών. Και όχι «αφαιρέσεις εν τοις πράγμασι»* (real abstractions - reale Abstraktionen - βλ. Marx, Habermas, Sohn-Rethel), όπως π.χ. η «επίλυση κρίσεων υπερσυσσώρευσης» και η «ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης».
Σήμερα μπορούμε να κατανοήσουμε αυτό που δεν μπορούσε η εποχή των κλασικών οικονομολόγων και του Μαρξ, η οποία δεν διέθετε ακόμη κατάλληλα επιστημονικά εργαλεία γιατί η πραγματικότητα δεν της είχε θέσει πλήρως το πρόβλημα. Αρχίζουμε τώρα να κατανοούμε ότι τις αξίες (χρήσης και ανταλλακτική) δεν τις «δημιουργεί εκ του μηδενός» η εργασία του ανθρώπου· η εργασία υπεισέρχεται μόνον ως «τελικός επεξεργαστής» στην αέναη παραγωγή αξιών που ενυπάρχουν στις φυσικές διαδικασίες. Κατανοούμε ότι κάθε τρόπος παραγωγής με τις παραγωγικές σχέσεις που τον χαρακτηρίζουν και με τις «αφαιρέσεις εν τοις πράγμασι»* που τον συνοδεύουν, υποστηρίζεται και τρέφεται από ανταλλαγές ύλης και ενέργειας μεταξύ κοινωνιών και φύσης. Πόσο μάλλον ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής. Γνωρίζουμε ότι ακόμη και οι αυτοκρατορίες στηρίζονται, σε τελευταία ανάλυση, σε ύλη και σε ενέργεια. Πόσο μάλλον όταν παίρνουν τη μορφή αυτοκρατορίας ορυκτών καυσίμων, όπως η σημερινή Ρωσική Ομοσπονδία.
Αυτή την αποσαφήνιση την οφείλουμε κυρίως στην καινοτομική έκρηξη των φυσικών επιστημών και των μαθηματικών από το τέλος του 2ου Παγκ. Πολέμου, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Δυστυχώς, στο ίδιο διάστημα, η εξέλιξη των κοινωνικών επιστημών έμεινε δυσανάλογα υποτονική σε σύγκριση με τις φυσικές και μαθηματικές επιστήμες. Στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών, η επιστημονική εμβάθυνση, η επικαιροποίηση των θεωρητικών εργαλείων και η παραγωγή καινοτομίας, «κοφτερής σκέψης», ουσιαστικά σταμάτησε στην εποχή των δεκαετιών του 1960-1980. Και ό,τι νεότερο, μοιάζει μάλλον με αναμασήματα, με αμήχανα σχόλια ή με απλές υποσημειώσεις στις απόπειρες και τα επιτεύγματα εκείνης της, περασμένης πια, καρποφόρας εποχής. Οι επιστήμες της κοινωνίας, της πολιτικής και της ιστορίας δυσκολεύονται να αφομοιώσουν τις νεοαποκτημένες βασικές επιστημονικές προϋποθέσεις για πιο ρεαλιστική κατανόηση της πραγματικότητας και του κόσμου. Αν ισχύει η αριστοτελική διάκριση μεταξύ ποιείν και πράττειν, μεταξύ τέχνης (δηλαδή τεχνολογίας) και πράξης, εν τέλει μεταξύ οικονομικού και πολιτικού ζώου, το σημερινό πολιτικόν ζώον δυσκολεύεται πολύ να βρει αξιόπιστες αρχές και επαρκείς οδηγούς για την (πολιτική) πράξη του.
Η ίδια η «μεγάλη εικόνα» είναι πια σαφής και καθαρή. Αλλά το βλέμμα του παρατηρητή δυσκολεύεται να δει καθαρά την εικόνα.
Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και η αρχή του 20ού ήταν η αυτοκρατορική εποχή της «άγριας εφηβειας» και της ορμητικής άνδρωσης του αναπτυγμένου «καπιταλισμού των ορυκτών καυσίμων». Όλος ο 20ός αίώνας ήταν η ακμή του. Αντίθετα, το σημερινό αυτοκρατορικό εγχείρημα μοιαζει μάλλον με πρώτο μεγάλο σπασμό της ανίατης ασθένειας του.
Προαναγγέλει άλλους σκληρούς επιθανάτιους σπασμούς. Αυτή η συγκεκριμένη φάση της ιστορίας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής βαίνει καταστροφικά προς το τέλος της, αλλά ελάχιστα γνωρίζουμε για το τί μας περιμένει στα όσα χρόνια εν ζωή της απομένουν. Και γνωρίζουμε ακόμη λιγότερα - σχεδόν τίποτε - για τους μετά θάνατον κληρονόμους της φάσης τούτης. Πόσο «συγγενείς» θα οι κληρονόμοι με την «μακαρίτισσα»; Θα είναι πιο βιώσιμοι από τη μακαρίτισσα ή ακόμη πιο καταστροφικοί και αυτοκαταστροφικοί; Πιο «φιλάνθρωποι» και φιλικοί προς τη φύση ή ακόμη πιο κακόβουλοι και στερημένοι φρόνησης; Γι' αυτή τη ριζική αβεβαιότητα, για το μή προβλέψιμο, μας προειδοποίησε έγκαιρα ο καλύτερος σύγχρονος ιστορικός της μακράς διάρκειας και της πλανητικής κλίμακας, Ιμμάνιουελ Βαλλερστάιν.
Είναι άραγε τυχαίο που ο Βαλλερστάιν στις ιστορικές του έρευνες για το «παγκόσμιο σύστημα» χρησιμοποιούσε εκτός των άλλων και μαθηματικά μοντέλα, και μάλιστα πολύ νέων και καινοτομικών τομέων της μαθηματικής επιστήμης; Επίσης, όπως ο ίδιος έλεγε, ως ιστορικός και ιστορικο-κοινωνιολόγος είχε επηρεαστεί πάρα πολύ, και απολύτως διεπιστημονικά, όχι μόνον από τον μεγάλο μέντορά του Φερνάν Μπρωντέλ (Fernand Braudel), αλλά και από τον Ρωσο-Βέλγο νομπελίστα καινοτομικό φυσικο-χημικό Ίλια Πριγκόγκιν.
Για αναλυτές που ενηλικιώθηκαν μέσα στην ελληνική αριστερή παιδεία, είναι σύνηθες ακόμη και τώρα να μη λαμβάνουν καθόλου υπόψη την Κίνα ως βασικό δρώντα παράγοντα του σημερινού κόσμου ή να την πραγματεύονται μόνον περιθωριακά, ως «υποσημείωση», χωρίς να κατανοούν ουσιαστικά το πραγματικό της βάρος. Αλλά η Κίνα είναι δυνητικά - ίσως και απόλυτα - η ισχυρότερη οικονομία σήμερα, η χώρα με
τον πιο ακμαίο και τον πιο αποτελεσματικό κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, χώρα με γεωπολιτική και στρατηγική αυτονομία όσο καμιά άλλη, χώρα που ξέρει να κάνει καλά χρήση της πανίσχυρης εμπορικής και τεχνολογικής soft power της σε όλο τον πλανήτη. Είναι η κατεξοχήν Αυτοκρατορική Δύναμη του σημερινού κόσμου. Σε αντίθεση με τις πολλαπλές στρατηγικές και γεωπολιτικές ήττες που έχουν υποστεί κυρίως οι ΗΠΑ και η πρώην Σοβιετική Ένωση, αλλά επίσης οι άλλες παλιές αυτοκρατορικές δυνάμεις, η Ρωσία και το Ηνωμένο Βασίλειο, η ίδια η Κίνα είναι η μόνη Αυτοκρατορία που δεν έχει γνωρίσει στρατηγικές ή γεωπολιτικές ήττες στον μεταπολεμική ιστορία και γνωρίζει μόνον άνοδο. Τί διάολο ιστορικο-υλιστική ανάλυση μπορεί να υπάρξει σήμερα, που να παραβλέπει εντελώς, να μη λαμβάνει καθόλου υπόψη,
τον παράγοντα Κίνα;
Από την άλλη πλευρά το να παραβλέπεις και την Ευρωπαϊκή Ένωση ως δυνητικά «ολοένα στενότερη Ένωση» ή και το λανθάνον δυναμικό συσπείρωσης που πίσω από την πολιτική και στρατιωτική αδυναμία της αναπτύσσεται ακριβώς τώρα, με τον Ουκρανικό Πόλεμο, είναι κλασικό σύμπτωμα ελληνικού εθνοκεντρικού (δηλαδή επαρχιώτικου) τρόπου σκέψης. Δείχνει επίσης τη μή κατανόηση ενός ιστορικού κανόνα που διδάσκει ότι η απειλή ενώνει.
ΙV
Προσωρινή ανακεφαλαίωση: Τα εννοιολογικά εργαλεία του 1920 ήταν - ενδεχομένως - αποτελεσματικά για να κατανοηθεί κάτι από τον κόσμο του 1920. Ήταν η μόνη εποχή της ιστορίας που η αυτοκρατορία Κίνα ήταν μή αυτοκρατορία και η Ευρώπη ήταν σωρός ερειπίων δύο αλληλομισούμενων συμμαχιών, ή ακριβέστερα, αυτοκαταστροφικών αλληλομισούμενων γειτόνων. Αλλά ακόμη κι έτσι, ξεχνάμε ότι, σύμφωνα με τον Γκράμσι, η επανάσταση του 1917 ήταν επανάσταση ενάντια στο «Κεφάλαιο» (του Μαρξ), πράγμα που θέτει υπό αίρεση και τα θεμέλια άλλων μεγαλοπρεπών, πολύ ταλαιπωρημένων οικοδομημάτων.
Εδώ, στα ερείπια της Ουκρανίας και της αυτοκαταστροφικής - και ληγμένης οριστικά - ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ και των ΗΠΑ, με μια γιγαντιαία Κινεζική αυτοκρατορία - πρωταθλήτρια αυτοκρατορία της παγκοσμιοποίησης - να κρυφογελάει ασφαλής από μακρυά, διαφαίνεται εντελώς νέα κατάσταση, συνεπώς νέα καθήκοντα.
Υπ' αυτές τις συνθήκες, άν επικεντρωθεί κανείς στα εννοιολογικά εργαλεία του 1920, έστω και ελαφρώς τροποποιημένα, το μόνο που μπορεί να κάνει εν έτει 2022 είναι να σπαταλήσει προσπάθειες, κόπους και χρόνο για μια ακόμη μεγαλοπρεπή αποτυχία.
Εδώ, στα ερείπια της Ουκρανίας και της αυτοκαταστροφικής - και ληγμένης οριστικά - ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ και των ΗΠΑ, με μια γιγαντιαία Κινεζική αυτοκρατορία - πρωταθλήτρια αυτοκρατορία της παγκοσμιοποίησης - να κρυφογελάει ασφαλής από μακρυά, διαφαίνεται εντελώς νέα κατάσταση, συνεπώς νέα καθήκοντα.
Υπ' αυτές τις συνθήκες, άν επικεντρωθεί κανείς στα εννοιολογικά εργαλεία του 1920, έστω και ελαφρώς τροποποιημένα, το μόνο που μπορεί να κάνει εν έτει 2022 είναι να σπαταλήσει προσπάθειες, κόπους και χρόνο για μια ακόμη μεγαλοπρεπή αποτυχία.
Για να ξαναακουστούν μετά, κατόπιν εορτής, φράσεις όπως «αποτύχαμε, γιατί είχαμε ψευδαισθήσεις».
Γιώργος Β. Ριτζούλης
* Ο κατεξοχήν μηχανισμός που γεννά «αφαιρέσεις εν τοις πράγμασι» (real abstractions) είναι οι σημερινές «αγορές» (οι αγορές της εποχής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής). Στις διαδικασίες ανταλλαγής «αφαιρούν από την πραγματικότητα» κομμάτια ουσιώδους πραγματικότητας και δεν τα λαμβάνουν υπόψη. Ακριβώς όπως δεν διακρίνουν μεταξύ των διαφορετικών περιεχομένων της εργασίας που πωλείται και αγοράζεται στην αγορά εργασίας, ομοίως δεν λαμβάνουν υπόψη τί διαφορετικής προελεύσεως ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας πωλούνται και αγοράζονται σε μια αγορά ενέργειας. Και φυσικά δεν λαμβάνουν υπόψη πόσα εκατομμύρια χρόνια και πόση πρωτογενή (δηλαδή ηλιακή) ενέργεια χρειάστηκαν οι φυσικές διαδικασίες της φωτοσύνθεσης για να παραγάγουν το πετρέλαιο, τον γαιάνθρακα ή το φυσικό αέριο, άρα και την υλική βάση της σημερινής αξίας τους στις ίδιες τις αγορές.
Οι «αγορές» κάνουν την πιο ουσιώδη πραγματικότητα αόρατη. Μερικοί πιστεύουν ακόμη ότι οι «αγορές» έχουν «αόρατα χέρια» που ρυθμίζουν την πραγματικότητα. Όμως οι πραγματικές «αγορές» έχουν μόνον ορατά χέρια (τους κανόνες του κέρδους και τους ίδιους τους συμμετέχοντες στις αγοραπωλησίες) που «αφαιρούν» από την πραγματικότητα τα πιο ουσιώδη κομμάτια της και χαρακτηριστικά γνωρίσματα, και έτσι κάνουν την πραγματική πραγματικότητα αόρατη.
Βλ. και Elmar Altvater: Οικολογία, οικονομία, χρόνος, χώρος (από το περιοδικό Ο Πολίτης, 1988)
Του ιδίου: Φύση και κοινωνία - Ο μεταβολισμός της ύλης μεταξύ τους, οι οικονομικές θεωρίες, ο τρόπος παραγωγής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου