Από τον Τσάρο και το 1917 έως το κλεπτοκρατικό κράτος
5.4.2018
Μιχαήλ Νεστερώφ: Ο Στοχαστής (Πορτρέτο του Ιβάν Ιλίν), 1921, Ρωσικό Κρατικό Μουσείο, Αγία Πετρούπολη |
Διορισμένος στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας για να διδάξει νομικά από το 1909, ο Ιλίν δημοσίευσε ένα ωραίο άρθρο στα ρωσικά (1910) και στα γερμανικά (1912), σχετικό με τις εννοιολογικές διαφορές μεταξύ νόμου και εξουσίας. Πώς όμως θα γίνει ο νόμος λειτουργικός στην πράξη και ελκυστικός για άρχοντες και υπηκόους; Όπως συνέβη και με άλλους Ρώσους διανοούμενους, ο Ιλίν ελκύστηκε από τον Χέγκελ και το 1912 έγινε κήρυκας μιας «εγελιανής αναγέννησης». Ωστόσο, όπως ο τεράστιος όγκος της ρωσικής αγροτιάς του προξενούσε δεύτερες σκέψεις για το πόσο εύκολη είναι η εγκαθίδρυση του νόμου στη ρωσική κοινωνία, έτσι και η εμπειρία τον έκανε να αμφιβάλλει ότι η ιστορική αλλαγή είναι υπόθεση του εγελιανού Πνεύματος. Εύρισκε ότι οι Ρώσοι, ακόμα και εκείνοι της δικής του κοινωνικής τάξης και του δικού του περιβάλλοντος στη Μόσχα, ήταν αποκρουστικά «σωματικοί» [στερούνταν πνευματικότητας]. Σε διαφωνίες για τη φιλοσοφία και την πολιτική στη δεκαετία του 1910, κατηγόρησε τους αντιπάλους του για «σεξουαλική διαστροφή».
Το 1913 ο Ιλίν παρουσίασε τον Φρόυντ ως σωτήρα της Ρωσίας. Ακόμη και την εποχή που ετοίμαζε τη διατριβή του για τον Χέγκελ, αυτοπροσφέρθηκε ως πρωτοπόρος της εθνικής ψυχοθεραπείας της Ρωσίας και ταξίδεψε μαζί με την Βοκάτς στη Βιέννη το 1914 για να κάνουν ψυχαναλυτικές συνεδρίες με τον Φρόιντ. Κατά τη Φροϋδική άποψη, ο πολιτισμός προέκυψε μέσω μιας συλλογικής συμφωνίας για καταστολή των πρωτογενών ορμών. Το άτομο πλήρωσε ένα ψυχολογικό τίμημα για τη θυσία της φύσης του προς χάριν του πολιτισμού. Μόνον μέσω μακρών συνεδριών στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή μπορεί η ασυνείδητη εμπειρία να αναδυθεί στην επίγνωση. Η ψυχανάλυση πρόσφερε λοιπόν στον Ιλίν ένα μοντέλο σκέψης διαφορετικό από την εγελιανή φιλοσοφία που μελετούσε τότε.
Ως προς τον ταχύ και ενθουσιώδη ενστερνισμό αντιφατικών ιδεών προερχόμενων από τη Γερμανία, ο Ιλίν ήταν τυπική περίπτωση Ρώσου διανοουμένου. Μια άλλη πηγή, εκτός από τον Χέγκελ και τον Φρόυντ, ήταν ο Έντμουντ Χούσερλ (1859–1938), ο ιδρυτής της σχολής σκέψης της γνωστής ως φαινομενολογία, με τον οποίο ο Ιλίν είχε σπουδάσει στο Γκέτινγκεν το 1911. Ο Καντ είχε εκθέσει το πρόβλημα που ήταν πρωταρχικό για κάθε Ρώσο πολιτικό στοχαστή: Πώς να εδραιωθεί το κράτος δικαίου. Ο Χέγκελ έμοιαζε να δίνει μια λύση, πρότεινε ένα Πνεύμα που πορευόταν προς τα εμπρός μέσα την ιστορία. Η ανάγνωση του Φρόυντ από τον Ιλίν τον οδήγησε να επαναπροσδιορίσει το πρόβλημα της Ρωσίας ως πρόβλημα σχέσεων των δύο φύλων ή ψυχολογικό, και όχι ως πνευματικό. Ο Χούσερλ επέτρεψε στον Ιλίν να μεταφέρει την ευθύνη για την πολιτική αποτυχία και για τη δυσφορία όσον αφορά τη σχέση των δύο φύλων στον Θεό. Φιλοσοφία σημαίνει στοχασμό που προσφέρει τη δυνατότητα για επαφή με τον Θεό και εκκινεί τη θεραπεία του ίδιου του Θεού.
Την ίδια εποχή που ο Ιλίν στοχαζόταν τον Θεό, το 1914, το 1915 και το 1916, οι άνθρωποι σε όλη την Ευρώπη σκότωναν και σκοτώνονταν κατά εκατομμύρια στα πεδία των μαχών του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Η Ρωσική Αυτοκρατορία αρχικά κέρδιζε και στη συνέχεια έχανε εδάφη στο Ανατολικό Μέτωπο. Και τον Μάρτιο του 1917, το τσαρικό καθεστώς αντικαταστάθηκε από μια νέα συνταγματική τάξη πραγμάτων. Η νέα κυβέρνηση κλονίζονταν, καθώς συνέχισε να διεξαγάγει έναν δαπανηρό πόλεμο. Τον Απρίλιο, η Γερμανία έστειλε τον Βλαδίμηρο Λένιν στη Ρωσία με ένα σφραγισμένο τρένο και οι Μπολσεβίκοι του έκαναν μια δεύτερη επανάσταση τον Νοέμβριο, υποσχόμενοι γη στους αγρότες και ειρήνη σε όλους. Την εποχή που ο Ιλίν παρουσίασε τη διατριβή του, το έτος 1918, οι Μπολσεβίκοι ήταν ήδη στην εξουσία, ο Κόκκινος Στρατός τους πολεμούσε σ’ έναν εμφύλιο πόλεμο και η μυστική αστυνομία του, η Τσεκά [«Πανρωσική Έκτακτη Επιτροπή για την Καταπολέμηση της Αντεπαναστάσεως και του Σαμποτάζ παρά το Συμβούλιο Λαϊκών Επιτρόπων της ΡΣΟΣΔ» - Всероссийская чрезвычайная комиссия по борьбе с контрреволюцией и саботажем при Совете народных комиссаров РСФСР, γνωστή από τα αρχικά Ч-К ως Τσε-Κά], υπερασπιζόταν την επανάσταση μέσω του τρόμου. Ακριβώς όπως ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος πρόσφερε την ευκαιρία στους επαναστάτες, άνοιξε τον δρόμο και στους αντεπαναστάτες. Πιθανότατα, χωρίς τον πόλεμο ο Λενινισμός θα είχε μείνει μια απλή υποσημείωση στη μαρξιστική σκέψη. Και χωρίς την επανάσταση του Λένιν, ο Ιλίν ίσως να μην είχε καταλήξει σε αντιδραστικά πολιτικά συμπεράσματα όταν έγραφε τη διατριβή του.
Ο Λένιν και ο Ιλίν δεν γνώριζαν καθόλου ο ένας τον άλλον προσωπικά, αλλά η συνάντησή τους έγινε με απίστευτα παράξενο τρόπο. Ο Λένιν [ο Βλαντίμιρ Ίλιτς Ουλιάνωφ] αρθρογραφούσε τότε με το ψευδώνυμο «Ιλίν» και ο πραγματικός Ιλίν σχολίασε κριτικά κάποιο από αυτά τα έργα που είχαν ως ψευδώνυμη υπογραφή το δικό του πραγματικό επώνυμο. Και όταν ο Ιλίν συνελήφθη από την Τσεκά ως εχθρός της επανάστασης, ο Λένιν παρενέβη προσωπικά υπέρ του, κάνοντας μια χειρονομία σεβασμού για το φιλοσοφικό του έργο. Η πνευματική τους αλληλεπίδραση, η οποία ξεκίνησε το 1917 και συνεχίζεται μεταθανάτια στη σημερινή Ρωσία, προήλθε από την εκτίμηση που έτρεφαν και οι δύο για τον Χέγκελ. Και οι δύο ερμήνευαν τον Χέγκελ με ριζοσπαστικούς τρόπους. Συμφωνούσαν σε σημαντικά σημεία, όπως στην ανάγκη της καταστροφής των μεσαίων τάξεων, διαφωνούσαν όμως για την τελική μορφή της αταξικής κοινωνίας. Ο Λένιν δέχτηκε από τον Χέγκελ ότι η ιστορία ήταν μια ιστορία προόδου μέσω της σύγκρουσης. Ως μαρξιστής, πίστευε ότι η σύγκρουση ήταν μεταξύ των κοινωνικών τάξεων: Της αστικής τάξης η οποία κατείχε ιδιοκτησία, και του προλεταριάτου που δημιουργούσε το κέρδος με την εργασία του. Ο Λένιν πρόσθεσε στον μαρξισμό την εξής πρόταση: Μολονότι η εργατική τάξη σχηματίστηκε από τον ίδιο τον καπιταλισμό και πεπρωμένο της είναι να πάρει στα χέρια της τα επιτεύγματά της, εντούτοις έχει ανάγκη καθοδήγησης από ένα πειθαρχημένο κόμμα που κατανοεί τους νόμους της ιστορίας. Ωστόσο, δεν αμφέβαλλε ποτέ ότι υπάρχει μια καλή ανθρώπινη φύση παγιδευμένη από τις ιστορικές συνθήκες, και ως εκ τούτου ικανή να απελευθερωθεί μέσω της ιστορικής δράσης.
Οι μαρξιστές σαν τον Λένιν ήταν αθεϊστές. Θεωρούσαν ότι ο Χέγκελ με τον όρο «Πνεύμα» εννοούσε τον Θεό ή κάποια άλλη θεολογική έννοια, και από την πλευρά τους αντικατέστησαν το Πνεύμα με την κοινωνία. Ο Ιλίν δεν ήταν τυπικός χριστιανός, αλλά πίστευε στον Θεό. Ο Ιλίν πίστευε κι αυτός ότι ο Χέγκελ με τον όρο «Πνεύμα» εννοούσε τον Θεό, πίστευε επίσης ότι ο Θεός του Χέγκελ είχε δημιουργήσει έναν φαύλο κόσμο ερειπίων. Για τους μαρξιστές, το ρόλο του προπατορικού αμαρτήματος τον έπαιζε η ιδιωτική ιδιοκτησία και η διάλυσή της θα απελευθέρωνε το καλό που ενυπάρχει στον άνθρωπο. Για τον Ιλίν, το προπατορικό αμάρτημα ήταν η ίδια η θεική πράξη της Δημιουργίας του κόσμου. Δεν υπήρξε ποτέ μια καλή στιγμή μέσα στην ιστορία και δεν υπάρχει κανένα εγγενές καλό στην ανθρωπότητα. Πίστευε ότι δικαίως οι μαρξιστές μισούν τις μεσαίες τάξεις, αλλά στην πραγματικότητα δεν τις μισούν αρκετά. Η «κοινωνία των πολιτών» των μεσαίων τάξεων σκορπίζει τις ελπίδες για μια «πανίσχυρη οργάνωση του έθνους» που χρειάζεται ο Θεός. Επειδή οι μεσαίες τάξεις στέκονται εμπόδιο στον Θεό, πρέπει να παραμερισθούν από μιαν αταξική εθνική κοινότητα.
Μετά τη φυγή του από τη Ρωσία, ο Ιλίν υποστήριζε ότι οι Ρώσοι χρειάζονται ήρωες, μεγάλους χαρακτήρες που υπερβαίνουν την ιστορία, ικανούς να θέλουν να πάρουν την εξουσία. Ήταν μια ιδεολογία σε αναμονή για να πάρει μορφή και όνομα.
Λίγο μετά την αποδημία του από τη Ρωσία το 1922, η φαντασία του Ιλίν αιχμαλωτίστηκε από την Πορεία προς τη Ρώμη του Μπενίτο Μουσολίνι, το πραξικόπημα που έφερε στον κόσμο το πρώτο φασιστικό καθεστώς. Επισκέφτηκε την Ιταλία και δημοσίευσε άρθρα που εξέφραζαν θαυμασμό για τον Ντούτσε, ενώ ταυτόχρονα έγραφε το βιβλίο του Περί της Χρήσης της Βίας για την Αντίσταση στο Κακό (On the Use of Violence to Resist Evil, 1925). Ενώ η διατριβή του είχε θέσει τις βάσεις για μια μεταφυσική υπεράσπιση του φασισμού, τούτο το βιβλίο ήταν μια ηθική συνηγορία υπέρ του συστήματος που αναδυόταν στην εποχή των φασισμών. Χριστιανισμός σημαίνει μια πρόσκληση προς τον φιλόσοφο που βλέπει σωστά, πρόσκληση για να ασκήσει με αποφασιστικότητα βία στο όνομα της αγάπης. Το να παραδοθείς σε μια τέτοια αγάπη σημαίνει αγώνα «εναντίον των εχθρών της θεϊκής τάξης στη γη».
Έτσι η θεολογία γίνεται πολιτική. Ο Ιλίν θόλωνε τα όρια μεταξύ «δημοκρατίας», «σοσιαλισμού» και «μαρξισμού» και έβλεπε όλα αυτά να αποτελούν ένα ενιαίο μείγμα διαφθοράς και παρακμής. Υποστήριζε ότι κάθε πολιτική που δεν αντιτίθεται στον μπολσεβικισμό, αντιτίθεται στον Θεό. Χρησιμοποιούσε τη λέξη «Πνεύμα» (ДУХ) για να περιγράψει την έμπνευση των φασιστών. Η κατάληψη της εξουσίας από τους φασίστες, έγραφε, ήταν μια «πράξη σωτηρίας». Ο φασίστας είναι ο αληθινός λυτρωτής, γιατί αντιλαμβάνεται ότι αυτός που πρέπει να θυσιαστεί είναι ο εχθρός. Ο Ιλίν πήρε από τον Μουσολίνι την έννοια της «ιπποτικής θυσίας» που κάνουν οι φασίστες χύνοντας το αίμα άλλων. (Μιλώντας για το Ολοκαύτωμα το 1943, ο Χάινριχ Χίμλερ επαίνεσε τους άνδρες των SS με σχεδόν πανομοιότυπους όρους.)
Ο Ιλίν αφιέρωσε το βιβλίο του το 1925 στους Λευκούς που είχαν αντισταθεί στην επανάσταση των Μπολσεβίκων. Προοριζόταν ως οδηγός για το μέλλον τους, ένα μέλλον που θα ήταν η απόλυτη άρνηση της δικής του παλιάς ελπίδας στη δεκαετία του 1910, ότι η Ρωσία μπορούσε να γίνει κράτος δικαίου. «Ο φασισμός», έγραψε ο Ιλίν, «είναι μια λυτρωτική περίσσεια πατριωτικής αυθαιρεσίας». Σε αυτή τη μία πρόταση, δύο καθολικές έννοιες, ο νόμος και ο Χριστιανισμός, αναιρούνται. Ένα πνεύμα ανομίας αντικαθιστά το πνεύμα του νόμου, το πνεύμα του φόνου αντικαθιστά το πνεύμα του ελέους.
Βλαντίμιρ Πούτιν αναδύεται από τα νερά της λίμνης Seliger κατά τη διάρκεια της τελετής των Ορθοδόξων Θεοφανείων, Περιφέρεια Tver, Ρωσία, Ιανουάριος 2018 (Sputnik/Alexei Druzhinin/Κρεμλίνο/Reuters) |
Αν και ο Ιλίν εμπνεύστηκε από τη φασιστική Ιταλία, η θετή πατρίδα του ως πολιτικού πρόσφυγα μεταξύ 1922 και 1938 ήταν η Γερμανία. Ως απασχολούμενος στο Ρωσικό Επιστημονικό Ινστιτούτο (Russisches Wissenschaftliches Institut), ήταν ακαδημαϊκός δημόσιος υπάλληλος. Γράφοντας στα ρωσικά για τους ομογενείς του μετανάστες, ο Ιλίν έσπευσε αμέσως να επαινέσει την κατάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ το 1933. «Έπρεπε να έρθει μια αντίδραση στον Μπολσεβικισμό», έγραψε. Προπαντός ήθελε να πείσει τους Ρώσους και τους άλλους Ευρωπαίους, ότι ο Χίτλερ είχε δίκιο να αντιμετωπίζει τους Εβραίους ως πράκτορες του Μπολσεβικισμού. Αυτή η ιδέα του «Ιουδαιο-Μπολσεβικισμού» ήταν η συγκεκριμένη ιδεολογική σύνδεση μεταξύ των Λευκών και των Ναζί. Ο ισχυρισμός ότι οι Εβραίοι ήταν Μπολσεβίκοι και οι Μπολσεβίκοι ήταν Εβραίοι είχε χρησιμοποιηθεί συστηματικά από την προπαγάνδα των Λευκών στη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου. Φυσικά, οι περισσότεροι κομμουνιστές δεν ήταν Εβραίοι, και η συντριπτική πλειοψηφία των Εβραίων δεν είχε καμία σχέση με τον κομμουνισμό. Η σύγχυση μεταξύ αυτών των δύο ομάδων ανθρώπων δεν ήταν λάθος, ούτε υπερβολή, αλλά μεταμόρφωση των παραδοσιακών θρησκευτικών προκαταλήψεων σε εργαλεία για σφυρηλάτηση εθνικής ενότητας.
Στη διάρκεια του ρωσικού εμφυλίου πολέμου και μετά το τέλος του, μερικοί Ρώσοι Λευκοί είχαν καταφύγει στη Γερμανία ως πολιτικοί πρόσφυγες. Η δική τους αντίληψη περί Ιουδαιο-Μπολσεβικισμού, η οποία εμφανίστηκε στη Γερμανία το 1919 και το 1920, ήταν αυτή που ολοκλήρωσε την «εκπαίδευση» του Αδόλφου Χίτλερ ως αντισημίτη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Χίτλερ παρουσίαζε ως εχθρό της Γερμανίας τον Εβραϊκό Καπιταλισμό. Όταν πείστηκε ότι οι Εβραίοι ήταν υπεύθυνοι τόσο για τον καπιταλισμό όσο και για τον κομμουνισμό, κατάφερε να κάνει και το τελευταίο βήμα, για να καταλήξει - όπως έκανε στο βιβλίο του Ο Αγών μου (Mein Kampf) - ότι οι Εβραίοι ήταν η πηγή όλων των ιδεών που απειλούσαν τον γερμανικό λαό. Από αυτή την άποψη, ο Χίτλερ ήταν μαθητής του ρωσικού Λευκού κινήματος. Ο Ιλίν, ο ιδεολογικός καθοδηγητής των Λευκών, ήθελε να μάθει όλος ο κόσμος ότι ο Χίτλερ είχε δίκιο.
Ωστόσο, προς το τέλος της δεκαετίας του 1930 ο Ιλίν άρχισε να αμφιβάλλει ότι η ναζιστική Γερμανία προωθούσε όντως την υπόθεση του ρωσικού φασισμού και προειδοποίησε τους Ρώσους Λευκούς για να μη εμπιστεύονται τους Ναζί. Το ναζιστικό καθεστώς τον θεώρησε ύποπτο, έχασε τη δουλειά του στο δημόσιο ινστιτούτο και το 1938 έφυγε από τη Γερμανία για την Ελβετία, την οποία γνώριζε καλά από παλιότερες διακοπές εκεί. Έχοντας το πλεονέκτημα να ζει σε ασφαλές σημείο, κάπου κοντά στη Ζυρίχη, ο Ιλίν παρακολουθούσε από εκεί τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν και διατηρούσε σοβαρές επιφυλάξεις για τους Ναζί, ωστόσο αποκάλεσε τη γερμανική εισβολή στην ΕΣΣΔ «θεία δίκη για τον Μπολσεβικισμό». Μετά τη νίκη των Σοβιετικών στο Στάλινγκραντ το 1943, όταν έγινε σαφές ότι η Γερμανία πιθανώς θα έχανε τον πόλεμο, ο Ιλίν άλλαξε τη θέση του. Στη συνέχεια, και σε όλα τα επόμενα χρόνια, παρουσίαζε τον πόλεμο ως μία από της πολλές ανά τους αιώνες επιθέσεις της Δύσης εναντίον της ρωσικής αρετής.
Η αθωότητα της Ρωσίας άρχισε να γίνεται ένα από τα σημαντικά θέματα του Ιλίν. Ως ιδέα, συμπλήρωσε τη φασιστική θεωρία του: Ο κόσμος έχει χάσει τη «θεϊκή του ολότητα» και την «αρμονική του ενότητα». Μόνο η Ρωσία έχει κατά κάποιο τρόπο ξεφύγει από το κακό της «ιστορίας» ή από «τον κατακερματισμό της ανθρώπινης ύπαρξης». Επειδή «αντλεί τη δύναμη της ψυχής της από τον Θεό», δέχεται διαρκή επίθεση από τον λοιπό κακόβουλο κόσμο. Η αμόλυντη ουσία της έχει υπομείνει «μια χιλιετία βασάνων». Αυτή η Ρωσία του δεν ήταν μια χώρα που αποτελείται άτομα και θεσμούς, αλλά ένα αθάνατο πλάσμα, μια «ζωντανή οργανική ενότητα». Ο Ιλίν έβαζε τη λέξη «Ουκρανοί» μέσα σε εισαγωγικά, αφού κατά την άποψή του ήταν μέρος του ρωσικού οργανισμού. Η φασιστική γλώσσα της οργανικής ενότητας, αν και απαξιωμένη από τον πόλεμο, παρέμεινε κεντρική γι’ αυτόν. Αλλά η νίκη του Κόκκινου Στρατού το 1945 κατέστησε αδύνατο να φαντάζεται κανείς, όπως ο είχε κάνει ο Ιλίν στη δεκαετία του 1920, ότι οι Λευκοί θα μπορούσαν κάποια μέρα να επιστρέψουν από την εξορία στην εξουσία της Ρωσίας. Αντ' αυτού, χρειαζόταν τώρα κάτι άλλο: ένα σχέδιο για μια μετα-Σοβιετική Ρωσία, που θα το έκανε πράξη ένας «εθνικός δικτάτορας».
«Η εξουσία έρχεται από μόνη της στον ισχυρό άνδρα», έγραψε ο Ιλίν. Αυτός ο ηγέτης θα είναι υπεύθυνος για κάθε πτυχή της πολιτικής ζωής, ως επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας, επικεφαλής νομοθέτης, ανώτατος δικαστής και διοικητής του στρατού. Οι δημοκρατικές εκλογές, σκεφτόταν ο Ιλίν, θεσμοποίησαν την καταστροφική ιδέα της ατομικότητας. Συνακόλουθα, πίστευε ότι «πρέπει να απορρίψουμε την τυφλή πίστη σε αριθμούς ή ποσοστά ψήφων και στο πόσο πολιτικά σημαντικοί είναι». Οι εκλογές θα ’πρεπε μάλλον να είναι μια τελετουργία υποταγής των Ρώσων στον ηγέτη τους. Η Ρωσία είναι ένα σώμα, σκεφτόταν ο Ιλίν, οπότε το να επιτρέπουμε στους Ρώσους να ψηφίζουν ήταν σαν να επιτρέπουμε στα «έμβρυα να επιλέγουν το βιολογικό είδος στο οποίο ανήκουν». Σε έναν οργανισμό δεν υπάρχει θέση για «κατανόηση της πολιτικής με τρόπο μηχανικό και αριθμητικό». Οι μεσαίες τάξεις, «το απόλυτα πιο χαμηλό επίπεδο κοινωνικής ύπαρξης», έχουν τη δύναμη να διαφθείρουν τη Ρωσία, μέχρι και να σταματήσουν τη λυτρωτική της αποστολή, έλεγε. Αυτοί και ο ατομικισμός τους πρέπει να κατασταλεί.
«Ελευθερία για τη Ρωσία», όπως την κατανοούσε ο Ιλίν (σε ένα κείμενο που ανέφερε επιλεκτικά ο Πούτιν το 2014), δεν θα ’πρεπε να σημαίνει ελευθερία για τους Ρώσους ως άτομα, αλλά «την οργανική-πνευματική ενότητα της κυβέρνησης με τον λαό και του λαού με το κυβέρνηση». Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσε να γίνει η υπέρβαση ακόμη και «της ποικιλότητας των ανθρώπινων όντων που διαπιστώνουμε με την εμπειρία».
Η σημερινή Ρωσία είναι μια αυταρχική κλεπτοκρατία με τα Μέσα Ενημέρωσης να πλημμυρίζουν κάθε πτυχή της, όχι η θρησκευτική ολοκληρωτική οντότητα που φανταζόταν ο Ιλίν. Ωστόσο, οι ιδέες του φωτίζουν, μερικές φορές ακόμη και καθοδηγούν, τη ρωσική πολιτική. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο Πούτιν υποστήριζε ότι η Ρωσία μπορούσε να γίνει κράτος δικαίου. Αντί να επιτύχει αυτό, κατάφερε να κάνει την οικονομική εγκληματικότητα συστημική. Από τη στιγμή που το κράτος έγινε εγκληματική επιχείρηση, το κράτος δικαίου έγινε ένα ασυνάρτητο όλον, η κοινωνική ανισότητα εδραιώθηκε και η μεταρρύθμιση έγινε αδιανόητη.
Τώρα χρειαζόταν ένα άλλο πολιτικό αφήγημα. Επειδή η νίκη του Πούτιν επί των ολιγαρχών της Ρωσίας σήμαινε και απόκτηση ελέγχου στους τηλεοπτικούς τους σταθμούς, νέα μέσα ενημέρωσης ήταν πια στη διάθεσή του. Η γνωστή στη Δύση τάση που οδήγησε στο infotainment [«ενημερο-διασκεδαστικά» προγράμματα «ελαφρού» τύπου] στη Ρωσία έφτασε σε αποθέωση, δημιουργώντας μια εναλλακτική πραγματικότητα σχεδιασμένη ώστε να προπαγανδίζει την πίστη στις ρωσικές αρετές και τον κυνισμό απέναντι στα γεγονότα. Αυτή η μεταμόρφωση σχεδιάστηκε από τον Βλαντισλάβ Σουρκόφ, τη ρωσική ιδιοφυΐα στον τομέα της προπαγάνδας. Ήταν μια εντυπωσιακή κίνηση προς τον κόσμο όπως τον φανταζόταν ο Ιλίν, προς μια σκοτεινή επικράτεια γεμάτη ομιχλώδη σύγχυση, προς ένα τόπο όπου δεν υπάρχει αλήθεια, στον οποίο δίνει μορφή μόνο η ρωσική αθωότητα.
Από το 2005 ο Πούτιν είχε αρχίσει να αποκαθιστά τον ίδιο τον Ιλίν ως μετά θάνατον αυλικό φιλόσοφο του Κρεμλίνου. Εκείνο το έτος, έκανε αναφορές στον Ιλίν σε ομιλίες του στην Ομοσπονδιακή Συνέλευση της Ρωσικής Ομοσπονδίας και φρόντισε για τον επαναπατρισμό των λειψάνων του Ιλίν στη Ρωσία. Ο Σουρκόφ άρχισε και αυτός να παραπέμπει στον Ιλίν σε γραπτά ή ομιλίες του, να αποδέχεται την ιδέα του ότι «ο ρωσικός πολιτισμός είναι ο στοχασμός του όλου» και να συνοψίζει το δικό του έργο ως τη δημιουργία ενός αφηγήματος περί της αθώας Ρωσίας που περιβάλλεται από διαρκή εχθρότητα. Η εχθρότητα του Σουρκώφ απέναντι στην υπάρχουσα πραγματικότητα είναι τόσο βαθιά όσο και του Ιλίν· όπως και ο Ιλίν, ο Σουρκώφ επίσης επικαλείται θεολογικές αιτίες γι' αυτήν. Ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ο ηγέτης του πολιτικού κόμματος του Πούτιν, συνέστησε τα βιβλία του Ιλίν στη νεολαία της Ρωσίας. Αναφορές στον Ιλίν έχουν γίνει από τον επικεφαλής του Συνταγματικού Δικαστηρίου, από τον υπουργό Εξωτερικών και από Πατριάρχες της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Μετά από ένα διάλειμμα τεσσάρων ετών, μεταξύ 2008 και 2012, κατά το οποίο ο Πούτιν υπηρέτησε ως πρωθυπουργός και άφησε το αξίωμα του Προέδρου στον Μεντβέντεφ, ο Πούτιν επέστρεψε στο ανώτατο αξίωμα. Η επιχειρηματολογία του Ιλίν τον βοήθησε να μετατρέψει την αποτυχία της πρώτης του περιόδου στην προεδρική εξουσία - την αδυναμία να εισαγάγει το κράτος δικαίου - σε υπόσχεση για μια δεύτερη περίοδο στην εξουσία, στην επιβεβαίωση της ρωσικής αρετής και της ανωτερότητας της σε σύγκριση με της Ευρώπης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, βασίζεται στην υπόθεση ότι οι διεθνείς νομικές συμφωνίες παρέχουν τη βάση για γόνιμη συνεργασία μεταξύ κρατών τα οποία λειτουργούν ως κράτη δικαίου. Στα τέλη του 2011 και στις αρχές του 2012, ο Πούτιν δημοσιοποίησε μια νέα ιδεολογία, βασισμένη στη σκέψη του Ιλίν, στην οποία η Ρωσία προσδιοριζόταν ως κράτος σε αντίθεση με αυτό το μοντέλο της Ευρώπης.
Σε ένα άρθρο στην εφημερίδα Ιζβέστια που δημοσιεύτηκε στις 3 Οκτωβρίου 2011, ο Πούτιν εξήγγειλε τη συγκρότηση μιας αντίπαλης Ευρασιατικής Ένωσης, η οποία θα ένωνε κράτη που δεν έχουν καταφέρει να καθιερωθούν ως κράτη δικαίου. Στο φύλλο της 23ης Ιανουαρίου 2012 της Νεζαβισίμαγια Γκαζέτα, επικαλέσθηκε τον Ιλίν για να ισχυρισθεί ότι οι συμπράξεις μεταξύ κρατών έχουν ως βάση την αρετή. Κατά την άποψή του, το κράτος δικαίου δεν είναι φιλοδοξία και πόθος οικουμενικής ισχύος, αλλά αποτελεί μόνον μέρος ενός ξένου προς τη Ρωσία δυτικού πολιτισμού. Ισχυρίστηκε επίσης ότι ο ρωσικός πολιτισμός ήταν το στοιχείο που ενώνει τη Ρωσία με άλλα μετα-Σοβιετικά κράτη, όπως είναι η Ουκρανία. Ο Ιλίν είχε οραματιστεί ότι «η Ρωσία ως πνευματικός οργανισμός υπηρετούσε όχι μόνον όλα τα Ορθόδοξα έθνη, και όχι μόνον όλα τα έθνη της μεγάλης Ευρασιατικής γης, αλλά και όλα τα έθνη του κόσμου». Σε ένα τρίτο άρθρο, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Μοσκόφσκιγιε Νόβοστι, στις 27 Φεβρουαρίου 2012, ο Πούτιν προέβλεψε ότι η Ευρασία θα επιτύχει την υπέρβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα εντάξει τα μέλη της ΕΕ σε μια μεγαλύτερη οντότητα, η οποία θα εκτείνεται «από τη Λισαβόνα έως το Βλαδιβοστόκ», στις ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού.
Όταν ο Πούτιν επέστρεψε στην προεδρική εξουσία το 2012, αυτό συνέβη χάρις σε προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές φανερά νοθευμένες, πράγμα που προκάλεσε σωρεία διαδηλώσεων. Ο Πούτιν καταδίκασε τους συμμετέχοντες σ΄ αυτές τις διαδηλώσεις ως πράκτορες ξένων δυνάμεων. Ακολούθησε τις συστάσεις του Ιλίν και σε κάτι άλλο: Στέρησε τη Ρωσία από κάθε αποδεκτό μέσο με το οποίο κάποιος άλλος πολιτικός θα μπορούσε να τον διαδεχτεί στην προεδρική εξουσία, ή κάποιο άλλο κόμμα, που δεν θα ήταν το δικό του, να καταφέρει να αποκτήσει πλειοψηφία στο ρωσικό κοινοβούλιο. Οι εκλογές έγιναν απλή τελετή και όσοι πίστευαν το αντίθετο παρουσιάζονταν από τα πανίσχυρα κρατικά μέσα ενημέρωσης ως προδότες. Και όταν οι Ρώσοι διαμαρτύρονταν για την εκλογική νοθεία, ο Πούτιν, συζητώντας σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό με τον φασίστα Αλεξάντερ Προχάνωφ, συλλογίστηκε και έθεσε το ρητορικό ερώτημα:
«Μπορούμε να πούμε ότι η χώρα μας έχει ανακάμψει πλήρως και έχουν επουλωθεί οι πληγές της που άνοιξαν με τα δραματικά γεγονότα που συνέβησαν μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης; Και μπορούμε να πούμε ότι τώρα έχουμε ένα ισχυρό, υγιές κράτος; Όχι, φυσικά, η χώρα είναι ακόμα πολύ άρρωστη. Αλλά εδώ πρέπει να θυμηθούμε τί είπε ο Ιβάν Ιλίν: «Ναι, η χώρα μας είναι ακόμα άρρωστη, αλλά δεν φύγαμε από το κρεβάτι της άρρωστης μητέρας μας».
Το γεγονός ότι ο Πούτιν ανέφερε τον Ιλίν σ’ αυτή την περίσταση είναι κάτι που λέει πολλά, αλλά ο τρόπος που το έκανε φαίνεται πολύ παράδοξος. Ο Ιλίν αναγκάστηκε να φύγει από τη Ρωσία επειδή κυνηγήθηκε και εκδιώχθηκε από την Τσεκά. Ο Ιλίν, που σ΄ όλη του τη ζωή ονειρευόταν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, πίστευε ότι θα έπρεπε να απαγορευτεί στους αξιωματούχους της KGB (ένας εκ των οποίων ήταν και ο Πούτιν) να μπουν στην πολιτική μετά το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης. Ο επανενταφιασμός των λειψάνων του Ιλίν από τον Πούτιν ήταν μια μυστικιστική απελευθέρωση από αυτήν την αντίφαση. Επανενταφιάστηκε σε ένα μοναστήρι στο οποίο interred φυλάσσονται οι στάχτες χιλιάδων Σοβιετικών πολιτών που εκτελέστηκαν από την υπηρεσία ασφαλείας NKVD (την κληρονόμο της Τσεκά και προκάτοχο της KGB). Όταν αργότερα ο Πούτιν επισκέφτηκε αυτό το μοναστήρι για να αφήσει λουλούδια στο μνήμα του Ιλίν, συνοδευόταν από έναν Ορθόδοξο μοναχό ο οποίος έβλεπε τους εκτελεστές της NKVD ως Ρώσους πατριώτες και επομένως ως καλούς ανθρώπους. Όταν έγινε ο επανενταφιασμός, επικεφαλής της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν ένας άνθρωπος που και ο ίδιος είχε υπηρετήσει στην KGB ως πράκτορας.
Ο Ιλίν ήθελε να είναι ο προφήτης της εποχής μας, της μετασοβιετικής εποχής· και ίσως είναι. Η δυσπιστία του απέναντι σε τούτο τον κόσμο, τον πραγματικό, δίνει στην πολιτική τη δυνατότητα να λαμβάνει χώρα σε έναν κόσμο πλασματικό. Έκανε την ανομία μια αρετή τόσο καθαρή, ώστε να γίνει αόρατη, και τόσο απόλυτη, ώστε να απαιτεί την καταστροφή της Δύσης. Μας δείχνει πώς οι κλεπτοκράτες προσποιούνται ότι είναι αθώοι, πώς η εύθραυστη αρρενωπότητα κατασκευάζει εχθρούς, πώς ένας διεστραμμένος Χριστιανισμός μπορεί να είναι τόσο διεστραμμένος ώστε να αρνείται το έλεος και πώς οι φασιστικές ιδέες πλημμυρίζουν τα σύγχρονα μέσα ενημέρωσης.
Αυτό δεν είναι πια απλά και μόνον ρωσική φιλοσοφία. Τώρα πια είναι αμερικανική ζωή *.
Αρθρογραφεί στις εφημερίδες και περιοδικά International Herald Tribune, The Nation, New York Review of Books, Times Literary Supplement, The New Republic, Eurozine, Tygodnik Powszechny, the Chicago Tribune και Christian Science Monitor.
Είναι ο συγγραφέας πολλών βιβλίων με θέμα την ιστορία της Ευρώπης, μεταξύ αυτών «Bloodlands, Europe Between Hitler and Stalin» (2010) και «Black Earth, The Holocaust as History and Warning» (2015), ήδη μεταφρασμένα σε 20 γλώσσες. Επίσης «Thinking the 20th Century» (μαζί με τον Tony Judt, 2011), «The Red Prince: The Secret Lives of A Habsburg Archduke» (2008), «Stalinism and Europe: Terror, War, and Domination», 1937-1947 (επιμέλεια, μαζί με τον Ray Brandon, «On Tyranny: Twenty Lessons from the Twentieth Century»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου