Την 1η Μαΐου 2018 πέθανε στο Βερολίνο ο Elmar Altvater, γεννημένος το 1938, καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο Ινστιτούτο Otto-Suhr του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου, ομότιμος από το 2004. Ο πολυγραφότατος και πολυμεταφρασμένος (δυστυχώς πολύ λίγο στα Ελληνικά) Έλμαρ Αλτφάτερ ήταν ένας από τους ελάχιστους μελετητές που συνδύασαν αρμονικά και ολιστικά σε άρτιο οικοδόμημα, δομικούς λίθους από τον μαρξισμό των δύο κλασικών και στερεό ιστό από την οικολογία· τόσο ως υψηλού επιπέδου επιστήμη, όσο και ως έμπρακτη πολιτική. Έρριχνε πάντα φως σε νέα ανεξερεύνητα τοπία· μια ιδέα μπορεί να πάρει κανείς ήδη από μια εποχή πρώιμη για τέτοιες σκέψεις στην Ελλάδα, στο περιοδικό Ο Πολίτης (1988, μετάφραση στα ελληνικά του σημαντικού μικρού δοκιμίου του «Οικολογία, οικονομία, χρόνος, χώρος»), και να συνεχίσει μέχρι το 2014 της βαθιάς κρίσης (το εκτενές άρθρο «Το πολιτικό ευρώ» περιέχεται στην ελληνική έκδοση του συλλογικού έργου Δημοκρατία ή Καπιταλισμός, τόμος Β'). Μεγάλο και διαρκές ήταν το ενδιαφέρον του για την κρίση στην Ελλάδα και στην ευρωζώνη.
Ήταν πειστικός και μαχητικός υποστηρικτής από αριστερά της ενωμένης Ευρώπης, με το κοινό της νόμισμα, με μια μελλοντική κοινή πολιτική και με διεθνικούς δημοκρατικούς θεσμούς. Γι' αυτό και για τα άλλα, ο Έλμαρ Αλτφάτερ θα μας λείψει όσο μας λείπει ο δικός μας Μιχάλης Παπαγιαννάκης, ο επιστήμονας και ο πολιτικός. Σε αρκετά θεωρητικά και ιδεολογικά πιστεύω διέφεραν, όμως για τα δύο μεγάλα πολιτικά ζητήματα της εποχής, την οικολογία και την ευρωπαϊκή ενοποίηση, ήταν επίμονοι συνοδοιπόροι, σύντροφοι στον κοινό επίπονο δρόμο.
Ήταν πειστικός και μαχητικός υποστηρικτής από αριστερά της ενωμένης Ευρώπης, με το κοινό της νόμισμα, με μια μελλοντική κοινή πολιτική και με διεθνικούς δημοκρατικούς θεσμούς. Γι' αυτό και για τα άλλα, ο Έλμαρ Αλτφάτερ θα μας λείψει όσο μας λείπει ο δικός μας Μιχάλης Παπαγιαννάκης, ο επιστήμονας και ο πολιτικός. Σε αρκετά θεωρητικά και ιδεολογικά πιστεύω διέφεραν, όμως για τα δύο μεγάλα πολιτικά ζητήματα της εποχής, την οικολογία και την ευρωπαϊκή ενοποίηση, ήταν επίμονοι συνοδοιπόροι, σύντροφοι στον κοινό επίπονο δρόμο.
Γ. Ρ.
Στη μνήμη του δημοσιεύουμε στα ελληνικά το βασικό μέρος του κειμένου του A Gap in Marx’s Work or the Ignorance of the Reader? The metabolic exchange between nature and society in a mode of production based upon value από τον ιστοχώρο © marx200, 20.7.2017. Το γερμανικό πρωτότυπο: Elmar Altvater: Leerstelle bei Marx oder Ignoranz der Leser? Der Stoffwechsel zwischen Natur und Gesellschaft in der auf dem Wert beruhenden Produktionsweise, στον ίδιο ιστοχώρο. Άλλη δημοσίευση (αγγλικά): The Bullet - Elmar Altvater: A Gap in Marx? Value, Nature and Society, 8.8.2017
Υπήρχαν οικονομικές θεωρίες και πριν από την έναρξη της βιομηχανικής εποχής που βασίστηκε σε ορυκτά καύσιμα· επομένως μπορούμε να ερευνήσουμε την ιστορία των οικονομικών δογμάτων σε όλη τους τη διαδρομή, μέχρι πολύ πίσω, στους βιβλικούς χρόνους. Ωστόσο, μόνον από τότε που οι άνθρωποι άρχισαν να χρησιμοποιούν συστηματικά τα ορυκτά καύσιμα, οι εργαζόμενοι απέκτησαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν εργαλεία που τροποποιούν τη φύση· με αυτά, αφενός αυξήθηκε η παραγωγικότητα της εργασίας και ο «πλούτος των εθνών» σε ύψη προηγουμένως ανέφικτα, αφετέρου όμως οδηγηθήκαμε προς την καταστροφή της φύσης. Ο μεταβολισμός της καπιταλιστικής αναπαραγωγής περιλαμβάνει τόσο την κατανάλωση όσο και την απέκκριση, δηλαδή την δημιουργία φυσικού υλικού. Ωστόσο αυτό το μείγμα δεν μπορεί πάντοτε να είναι ανεκτό από τον άνθρωπο ή τη φύση. Έτσι αρχίζει η περιβαλλοντική κρίση και οι επιπτώσεις αυτής της αλλαγής στις συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων περιγράφηκαν από τον Φρίντριχ Ένγκελς ήδη στο έργο του του 1845 Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία.
Η δυνατότητα οικονομικής ανόδου έδωσε ώθηση τόσο στις επιστημονικές όσο και στις εμπειρικές προσπάθειες να διερευνηθεί συστηματικά η προέλευση αυτού του νέου πλούτου. Προκύπτει από το εμπόριο που πραγματοποιείται στην αγορά ή από την εργασία που γίνεται πράξη στη διαδικασία παραγωγής; Αυτά είναι ερωτήματα που μπορεί να έθετε κάθε ευαίσθητη ψυχή, αλλά δεν μπορούσε να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις. Όπου η καλή θέληση δεν αρκεί, πρέπει να αναλάβει η επιστήμη. Ένας νέος επιστημονικός κλάδος διαμορφώνεται· αρχικά, αυτό φυσικά γίνεται μέσα στον παραδοσιακό κανόνα των επιστημών. Δεν είναι λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι οι προ της Γαλλικής Επανάστασης Γάλλοι εγκυκλοπαιδιστές 18ου αιώνα πίστευαν ότι τις απαντήσεις στα οικονομικά ζητήματα έπρεπε κανείς να τις αναζητήσει στα δόγματα της ηθικής. Εδώ οι σύγχρονοι νεοφιλελεύθεροι κουνούν τα κεφάλια τους με απελπισία. Τελικά δημιουργήθηκε η Πολιτική Οικονομία. Ας αρχίσουμε λοιπόν με μια πολύ σύντομη επισκόπηση των σπουδαιότερων σχολών οικονομικής σκέψης που έχει δει ο κόσμος μετά τον 18ο αιώνα.
Πρώτον: Οι κλασσικοί οικονομολόγοι κατανοούσαν ότι η οικονομική αξία
δημιουργείται από την εργασία και ότι ο βασικός παράγοντας είναι το
πλεόνασμα, δηλαδή η υπεραξία. Προσδιόρισαν επίσης τη διαφορά μεταξύ του υλικού αγαθού και της αξίας του, αλλά δεν κατάφεραν να αναγνωρίσουν την ιδιαίτερη κοινωνική τους μορφή. Ο καπιταλισμός και η οικονομία της αγοράς τους φαινόταν ως η ultima ratio της οικονομικής και της φυσικής τάξης. Στη σκέψη τους δεν ετίθετο ως ζήτημα η διαφορά μεταξύ του πλεονάσματος στις προ-καπιταλιστικές κοινωνίες και
της υπεραξίας στην καπιταλιστική κοινωνία, ούτε η η δυνατότητα να υπάρξει στο μέλλον μια μετα-καπιταλιστική κοινωνία, ούτε και το ζήτημα του περιβάλλοντος που έχει γίνει σήμερα καυτό. Ωστόσο,
οι «κλασσικοί οικονομολόγοι» αναγνώριζαν ότι η οικονομία είναι
πολιτική οικονομία· επίσης αναγνώριζαν πως είχε κάποια σχέση με τα «ηθικά αισθήματα» και με το πεδίο των ηθών [ethics - δηλαδή με τις δεοντολογικές και αξιολογικές ηθικές αρχές], ότι έπρεπε επίσης να προκαλεί σε ανάλυση και σε στοχασμό και ταυτόχρονα, να θεμελιώνεται σε κανόνες που θεσπίζονται μέσα στην πολιτική τάξη πραγμάτων. Επομένως,
η πολιτική οικονομία ήταν - τουλάχιστον στην αρχή της αστικής εποχής -
ένα διανοητικό πρόγραμμα που είχε συνείδηση του εαυτού του και είχε ως σκοπό την μορφοποίηση αυτού που ο Λάιμπνιτς (Leibniz) θεωρούσε ως «τον καλύτερο όλων των δυνατών κόσμων». Η
κλασική πολιτική οικονομία δεν ήταν μια επιστήμη ουδέτερη· έπαιρνε το μέρος
της αστικής τάξης (δηλαδή της ανερχόμενης τάξης των καπιταλιστών) και υποστήριζε το συμφέρον της. Τότε, δεν την είχαν ακόμη αγγίξει οι συγκρούσεις που σχετίζονται με τις αξιολογικές κρίσεις, οι οποίες ξέσπασαν στον 20ό Αιώνα.
Δεύτερον: Από τις αρχές του 18ου αιώνα, ο Μπερνάρ Μαντεβίλ (Bernard Mandeville) στο έργο του The Fable of The Bees: or, Private Vices, Public Benefits [1703 - μείξη ποιητικής αλληγορίας και ερμηνευτικού πεζού] και ο Βολταίρος στο μυθιστόρημά του Candide, στο οποίο στοχοποιούσε τον Λάιμπνιτς, προσπάθησαν να αμαυρώσουν την υπερφίαλη και όντως παράλογη ιδέα μιας «καλύτερης από όλες τις δυνατές κοινωνίες». Φυσικά, η ειρωνεία και η γελοιοποίηση δεν ήταν ακόμη η «κριτική της πολιτικής οικονομίας», την οποία επεξεργάστηκε ο Μαρξ μόνον από τη δεκαετία του 1840 και μετά. Η πολιτική οικονομία, η οποία πρωτοεμφανίστηκε ως επιστήμη μαζί με την αστική τάξη, δεν προώθησε και δεν αναβάθμισε περαιτέρω το έργο της ώστε να γίνει και κριτική της πολιτικής οικονομίας· αντίθετα, ακολούθησε τον πιο εύκολο δρόμο και επέλεξε ως αρχή της το να αποδεσμεύσει κάθε τί το οικονομικό από τα κοινωνικά και πολιτικά του πλαίσια, καθώς επίσης να το αποδεσμεύσει από τις συγκρούσεις και τις πιέσεις να υπόκειται και αυτό στη δημοκρατική νομιμοποίηση, στις παραδόσεις και στα έθιμα. Έτσι προσαρμόστηκε ταιριαστά σ' αυτό το τοπίο που είναι σήμερα η επικρατούσα καπιταλιστική οικονομία της αγοράς. Η οικονομική επιστήμη (economics) μεταλλάχθηκε σε επιστήμη μιας αυτονομημένης οικονομίας της αγοράς (disembedded market economy), η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο της έρευνας του Καρλ Πολάνυι (Karl Polanyi, 1978). Η οικονομική επιστήμη δεν θεωρούσε πλέον τον εαυτό της ως πολιτική οικονομία, όπως ήταν στο πρόγραμμα των κλασικών οικονομολόγων. Τώρα αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό και από θέση άμυνας - ως επίθεση εναντίον της - τους κανόνες που δικαιολογούνται με ηθικά κριτήρια και απομακρύνθηκε πάρα πολύ από μια υλιστική και διαλεκτική κριτική της πολιτικής οικονομίας, με την απόσταση να μεγαλώνει διαρκώς. Έτσι, ακόμη και η λέξη «οικονομία» («economy») [από το οίκος και νόμος], η οποία φέρνει στο νου το υλικό, άρα κοινωνικό και φυσικό περιεχόμενό της, τώρα εξαλείφθηκε και αντικαταστάθηκε από «τα οικονομικά» («economics»). Σε όλη αυτή την ιστορία της αποδέσμευσης και αυτονόμησης, στη διάρκεια της οποίας κάθε έννοια της κοινωνίας, της πολιτικής, του πολιτισμού και της φύσης σβήστηκε βαθμιαία από «τα οικονομικά», εξαφανίστηκε επίσης και η κριτική της οικονομικής λογικής. Ως επακόλουθο, η κριτική εξέπεσε και από τα πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών, αφού η επιστήμη που είναι τώρα γνωστή υπό το όνομα «τα οικονομικά» έχει ξεριζωθεί και απομακρυνθεί εντελώς από το κοινωνικό της πλαίσιο. Η απελπιστική κατάσταση που επικρατεί στις οικονομικές σχολές των σημερινών πανεπιστημίων έχει λοιπόν πίσω της μια δική της, εξίσου θλιβερή ιστορία.
Δεύτερον: Από τις αρχές του 18ου αιώνα, ο Μπερνάρ Μαντεβίλ (Bernard Mandeville) στο έργο του The Fable of The Bees: or, Private Vices, Public Benefits [1703 - μείξη ποιητικής αλληγορίας και ερμηνευτικού πεζού] και ο Βολταίρος στο μυθιστόρημά του Candide, στο οποίο στοχοποιούσε τον Λάιμπνιτς, προσπάθησαν να αμαυρώσουν την υπερφίαλη και όντως παράλογη ιδέα μιας «καλύτερης από όλες τις δυνατές κοινωνίες». Φυσικά, η ειρωνεία και η γελοιοποίηση δεν ήταν ακόμη η «κριτική της πολιτικής οικονομίας», την οποία επεξεργάστηκε ο Μαρξ μόνον από τη δεκαετία του 1840 και μετά. Η πολιτική οικονομία, η οποία πρωτοεμφανίστηκε ως επιστήμη μαζί με την αστική τάξη, δεν προώθησε και δεν αναβάθμισε περαιτέρω το έργο της ώστε να γίνει και κριτική της πολιτικής οικονομίας· αντίθετα, ακολούθησε τον πιο εύκολο δρόμο και επέλεξε ως αρχή της το να αποδεσμεύσει κάθε τί το οικονομικό από τα κοινωνικά και πολιτικά του πλαίσια, καθώς επίσης να το αποδεσμεύσει από τις συγκρούσεις και τις πιέσεις να υπόκειται και αυτό στη δημοκρατική νομιμοποίηση, στις παραδόσεις και στα έθιμα. Έτσι προσαρμόστηκε ταιριαστά σ' αυτό το τοπίο που είναι σήμερα η επικρατούσα καπιταλιστική οικονομία της αγοράς. Η οικονομική επιστήμη (economics) μεταλλάχθηκε σε επιστήμη μιας αυτονομημένης οικονομίας της αγοράς (disembedded market economy), η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο της έρευνας του Καρλ Πολάνυι (Karl Polanyi, 1978). Η οικονομική επιστήμη δεν θεωρούσε πλέον τον εαυτό της ως πολιτική οικονομία, όπως ήταν στο πρόγραμμα των κλασικών οικονομολόγων. Τώρα αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό και από θέση άμυνας - ως επίθεση εναντίον της - τους κανόνες που δικαιολογούνται με ηθικά κριτήρια και απομακρύνθηκε πάρα πολύ από μια υλιστική και διαλεκτική κριτική της πολιτικής οικονομίας, με την απόσταση να μεγαλώνει διαρκώς. Έτσι, ακόμη και η λέξη «οικονομία» («economy») [από το οίκος και νόμος], η οποία φέρνει στο νου το υλικό, άρα κοινωνικό και φυσικό περιεχόμενό της, τώρα εξαλείφθηκε και αντικαταστάθηκε από «τα οικονομικά» («economics»). Σε όλη αυτή την ιστορία της αποδέσμευσης και αυτονόμησης, στη διάρκεια της οποίας κάθε έννοια της κοινωνίας, της πολιτικής, του πολιτισμού και της φύσης σβήστηκε βαθμιαία από «τα οικονομικά», εξαφανίστηκε επίσης και η κριτική της οικονομικής λογικής. Ως επακόλουθο, η κριτική εξέπεσε και από τα πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών, αφού η επιστήμη που είναι τώρα γνωστή υπό το όνομα «τα οικονομικά» έχει ξεριζωθεί και απομακρυνθεί εντελώς από το κοινωνικό της πλαίσιο. Η απελπιστική κατάσταση που επικρατεί στις οικονομικές σχολές των σημερινών πανεπιστημίων έχει λοιπόν πίσω της μια δική της, εξίσου θλιβερή ιστορία.
Οι
νεοκλασικοί οικονομολόγοι του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα οι
νεοφιλελεύθεροι του 20ού αιώνα που τους ακολούθησαν, ενδιαφέρονταν λοιπόν μόνον για τη
νομισματική πλευρά των οικονομικών διαδικασιών· για την προέλευση, την μορφή και το περιεχόμενο του χρήματος, δεν αφιέρωσαν καθόλου από τον χρόνο που μόνον σ' αυτούς δίνεται η δυνατότητα να χρησιμοποιούν και να γίνονται ακουστοί στη συζήτηση των οικονομικών ζητημάτων. Γι' αυτόν τον λόγο, όταν φλυαρούν για το φυσικό κεφάλαιο, δεν είναι ικανοί να
αναγνωρίσουν τα οικολογικά προβλήματα και να τα συζητήσουν με λογικό
τρόπο. Τους αρκούν οι
ανακοινώσεις των κεντρικών τραπεζών που καθορίζουν
την προσφορά χρήματος [quantity of money ή money supply - δηλαδή την συνολική ποσότητα χρήματος και των άλλων ρευστών περιουσιακών στοιχείων (Ενεργητικό) που κυκλοφορεί σε μια οικονομία], η οποία, σύμφωνα με ένα πολυσυζητημένο ευφυολόγημα του
νεοφιλελεύθερου αρχιερέα Μίλτον Φρίντμαν (Milton Friedman), ρίχνεται από ένα ελικόπτερο και γι' αυτό παίρνει τα ονόματα «helicopter money M1», «helicopter money M2», «helicopter money M3» κ.ο.κ. Στα
μάτια τους, η αξία που δημιουργείται από την εργασία αλλά και από την οικονομία που έχει φυσική υπόσταση, την οικονομία της ύλης και της ενέργειας, δεν είναι κάτι σημαντικό. Επίσης δεν
ενδιαφέρονται για τις διαδικασίες της παραγωγής που προηγούνται της λειτουργίας
της αγοράς, ούτε για τη διαδικασία της διάθεσης και εναπόθεσης των αποβλήτων, των λυμάτων και των καυσαερίων
στο φυσικό πεδίο του Πλανήτη Γη, μετά την παραγωγή και κατανάλωση των προϊόντων. Το μόνο που έχει σημασία είναι ότι όλα έχουν την τιμή τους, την οποία μπορούν στη συνέχεια να υπολογίσουν οι οικονομολόγοι. Η φύση παρουσιάζει ενδιαφέρον μόνον ως φυσικό κεφάλαιο· τα ανθρώπινα όντα μόνον ως ανθρώπινο κεφάλαιο.
Αυτό είναι το ναδίρ της οικονομολογικής σοφίας, το οποίο η Επιτροπή Νόμπελ έχει επιβραβεύσει με αμέτρητα βραβεία. Οι
ίδιοι οι οικονομολόγοι παραδέχονται ότι αυτό είναι απάνθρωπο σε μεγάλο βαθμό, χωρίς όμως να καταλαβαίνουν τι λένε: Είναι οι ίδιοι άνδρες (μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις ταιριάζει το «οι ίδιες γυναίκες») που τροφοδοτούν τα μαθηματικά δομικά μοντέλα με υποθετικά δεδομένα άκρως τεχνητά και κατασκευασμένα ή υποθέτουν ως δεδομένη την ορθολογικότητα του homo oeconomicus. Αυτές οι εικασίες τους είναι πάντα χρήσιμα εργαλεία· και για τον λόγο αυτό, υποχρεώνονται διαρκώς να αποκλείουν από τον
υπολογισμό ο,τιδήποτε δεν φαίνεται στο ραντάρ του «οικονομικού
ανθρώπου» ή του «επενδυτή». Έτσι απαλλάσσονται από κάθε ευθύνη για περιβαλλοντικές βλάβες, οι οποίες είναι επακόλουθα της επιδίωξης του κέρδους που καθοδηγεί τις επενδυτικές αποφάσεις. «Τα
κοινωνικά κόστη και η περιβαλλοντική καταστροφή [...] μπορούν να θεωρηθούν
ως η κύρια αντίφαση μέσα στο σύστημα της επιχειρηματικής δραστηριότητας», γράφει
ο Κ. William Kapp (στο βιβλίο The Social Costs of Private Enterprise, κεφ. XIV, 1971), ένας από τους λίγους οικονομολόγους που
ασχολήθηκαν με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της συσσώρευσης ιδιωτικού
κεφαλαίου.
Σύμφωνα με την νεοκλασική εκδοχή της οικονομικής επιστήμης, η οποία δεν αποδέχεται περιορισμούς στην τάση του ιδιωτικού κεφαλαίου προς συσσώρευση και υποστηρίζει τον περιορισμό των κοινών αγαθών και τον περιορισμό της ρύθμισης των οικονομικών διαδικασιών από το κράτος, η εξωτερίκευση (externalization) [του κόστους] είναι δομική αρχή, αναπόφευκτη στη σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία. Αυτό συνεπάγεται ότι οι προσπάθειες εσωτερίκευσης του «κοινωνικού κόστους» θα μπορούσαν να αποβούν επιτυχείς μόνον αν τεθεί υπό αμφισβήτηση η ορθολογικότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας, δηλαδή μόνον εάν θεωρηθεί ότι αυτή η κοινωνία πρέπει να αλλάξει. Η εξωτερίκευση (externalization) είναι λοιπόν μια εκδήλωση (την οποία οι οικονομολόγοι δεν μπορούν να κατανοήσουν) του γεγονότος ότι η οικονομία της αγοράς παύει να είναι ενσωματωμένη στην κοινωνία και στη φύση, πράγμα που ο Μαρξ επέκρινε ως φετιχισμό. Αυτό τους εμποδίζει να κατανοήσουν ότι η κατάληψη του πλανήτη με σκοπό την καπιταλιστική (συνήθως εμπορική) αξιοποίηση που ονομάζεται «εξωτερίκευση» [του κόστους], δεν είναι τίποτε λιγότερο από ένα είδος «πεπτικής επεξεργασίας» της φύσης στον ακόρεστο, άπληστο «σωλήνα μεταβολισμού» της οικονομίας και της κοινωνίας.
Τρίτον: Στην Κεϋνσιανή εκδοχή της οικονομικής επιστήμης, που ακολούθησε τη μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930, ο χώρος και ο χρόνος, άρα κατηγορίες [ή θεμελιώδεις έννοιες] που ανήκουν στον φυσικό κόσμο ανακαλύφθηκαν εκ νέου ως στοιχεία με μεγάλη σημασία για τους οικονομολόγους. Όμως αυτή η κατανόηση ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, δεδομένου ότι το κύριο ενδιαφέρον ήταν το πώς να αναγνωρίζουμε τις οικονομικές αστάθειες που προκύπτουν ως αποτελέσματα της αβεβαιότητας των επενδυτικών αποφάσεων και εμφανίζονται μπροστά μας σε χρόνο μέλλοντα. Μια επιχειρηματική απόφαση λαμβάνεται σε παρόντα χρόνο, με βάση δεδομένες βεβαιότητες, οι οποίες ανακύπτουν από χρονικές περιόδους που είναι ήδη παρελθόν. Ωστόσο, οι επιχειρηματικές προσδοκίες βασίζονται σε μελλοντικά έσοδα. Επομένως, οι επενδύσεις είναι πάντοτε και αναπόφευκτα «φορτωμένες» με διακινδύνευση και μπορεί να αποτύχουν, καθώς το μέλλον είναι άγνωστο και τα πράγματα μπορεί στο τέλος να εξελιχθούν με πολύ διαφορετικό τρόπο, και όχι όπως είχε προγραμματίσει η οικονομική οντότητα που έλαβε τις επενδυτικές αποφάσεις. Αυτή η οικονομική οντότητα συγκρίνει τα εξωτερικά και εσωτερικά επιτόκια, επιτόκια της αγοράς που μπορούν να ρυθμιστούν από την κεντρική τράπεζα ώστε να κυμαίνονται εντός ορισμένων ορίων, καθώς και το ποσοστό του κέρδους, που εξαρτάται από την παραγωγικότητα και τα κόστη της εργασίας. Ωστόσο, οι επενδυτικές αποφάσεις στηρίζονται σε ιδιωτικούς υπολογισμούς που επικεντρώνονται στο κέρδος.
Τέταρτον: Σε αντίθεση με την κλασική οικονομική επιστήμη, με τα νεοκλασικά οικονομικά και με τον Κεϋνσιανισμό ή τις παραλλαγές του, στη «θερμοδυναμική» οικονομική επιστήμη κεντρικές κατηγορίες είναι η ύλη, η ενέργεια και οι μετασχηματισμοί τους, δηλαδή οι οικολογικές συνθήκες της παραγωγής, της κατανάλωσης και της κυκλοφορίας. Αυτά τα «θερμοδυναμικά οικονομικά» είναι η απάντηση που έδωσαν οικονομολόγοι που δεν ικανοποιούνται με τις νεοφιλελεύθερες και νεοκλασικές σχολές σκέψης, οι οποίες λησμονούν τη φύση ως παράγοντα. Επίσης στρέφονται και εναντίον της θεωρίας του Μαρξ, έχοντας, ωστόσο, ως βάση μια τρομερά κολοβωμένη ερμηνεία της μαρξικής ανάλυσης για τον τρόπο παραγωγής που βασίζεται στην αξία (και όχι στην ύλη, πράγματι).
Σήμερα, τα θερμοδυναμικά οικονομικά ή βιοϊοικονομικά αναφέρονται συνήθως σε σχέση με τον Ρουμάνο μαθηματικό και οικονομολόγο Νίκολας Γκεοργκέσκου-Ρέγκεν (Nicholas Georgescu-Roegen) και το βασικό έργο του, γραμμένο το έτος 1971. Οι μετασχηματισμοί της ύλης και της ενέργειας έχουν θεμελιώδη σημασία για την οικονομική ανάλυση και δεν πρέπει να αποκλείονται από αυτήν, δεδομένου ότι οι οικονομικές συναλλαγές συμβαίνουν στο διάστημα του χώρου και του χρόνου· επομένως, μια οικονομική επιστήμη που δεν λαμβάνει υπόψη τον φυσικό χρόνο και τον φυσικό χώρο είναι παραλογισμός, καθώς αποκλείει από τον εαυτό της τη δυνατότητα να κατανοήσει τον εντροπικό χαρακτήρα όλων των οικονομικών μετασχηματισμών της ύλης και της ενέργειας.
Με την πάροδο του χρόνου η εντροπία αυξάνει· πράγμα του σημαίνει ότι μόλις χρησιμοποιηθεί η ενέργεια, δεν μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί η ίδια (παρόμοια ισχύουν και για την ύλη). Η ποιότητα της απόδοσης σε έργο [ως φυσικό μέγεθος = η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή καταναλώνεται από ένα σώμα κατά τη διάρκεια μιας μεταβολής στην κατάσταση του, η πιο γενικά, η ποσότητα της ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο ή που μετατρέπεται από μια μορφή σε μια άλλη], μειώνεται. Αυτό υπογραμμίζεται από τα θερμοδυναμικά οικονομικά, τα οποία, σε αντίθεση με τα νεοκλασικά οικονομικά, μπορούν να πραγματευτούν επαρκώς την εξωτερίκευση του κοινωνικού κόστους που δημιουργείται στην ιδιωτική οικονομία, όπως προαναφέραμε. Ωστόσο, στην θερμοδυναμική οικονομία, η ανάλυση των κοινωνικών μορφών της οικονομικής δραστηριότητας παραμελείται. Δεν εξετάζονται καν. Ο σημαντικός ρόλος των δυνάμεων του καπιταλισμού, οι οποίες βρίσκονται και ωθούν πίσω από τις σημερινές, καταστροφικές από οικολογική άποψη, μεταβολές της ύλης και της ενέργειας, και το πώς αυτές επηρεάζουν την οικολογία και την περιβαλλοντική πολιτική, δεν αναγνωρίζονται επαρκώς. Για άλλη μια φορά, ο κεντρικός ρόλος της κατηγορίας [των κοινωνικών μορφών στην οικονομία] δείχνει ότι η διπλή φύση της εργασίας και του προϊόντος της, του εμπορεύματος, είναι ο «άξονας» της πολιτικής οικονομίας (για μια πιο εμπεριστατωμένη πραγμάτευση σε βάθος, βλέπε Louis Althusser [στo έργo του Για τον Μαρξ και στα κείμενά του στο συλλογικό Διαβάζοντας το Κεφάλαιο]).
Πέμπτον: Από τις απαρχές της η πολιτική οικονομία είναι μονόπλευρη. Είτε το χρήμα θεωρείται ως το μόνο σημαντικό, είτε το αντικείμενο στο οποίο εστιάζει η έρευνα είναι η ύλη και η ενέργεια. Η ιδιαίτερη κοινωνική μορφή της χρήσης της ύλης και της ενέργειας στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, το ερώτημα γιατί το χρήμα μετασχηματίζεται σε κεφάλαιο, καθώς και το ερώτημα για ποιό λόγο, όταν συμβεί αυτό, ο τρόπος παραγωγής αλλάζει με τρόπο ανατρεπτικό όλους τους τρόπους ζωής, δεν εμφανίζονται στα ραντάρ των θεωρητικών της οικονομίας που ανήκουν είτε στη μία είτε στην άλλη πλευρά. Αυτή η μονόπλευρη πραγμάτευση κάθε άλλο παρά καταργείται, όταν η πολιτική οικονομία παίρνει διάφορες και ποικίλες μορφές και δίνει στον εαυτό της το όνομα «πλουραλιστική οικονομική επιστήμη», ή το τονίζει με τη χρήση πολλαπλών άλλων ονομάτων, όπως οικολογικά οικονομικά, εξελικτικά οικονομικά (evolutionary economics), οικονομικά των κοινών αγαθών (commons economics), οικονομικά της κοινότητας (community economics) και μετα-αναπτυξιακά οικονομικά (post-growth economics) - βλ. Schneidewind et al).
Συνεπώς, έτσι δεν προκύπτει η επιστήμη που μετά τον Μαρξ αποκαλείται «κριτική της πολιτικής οικονομίας», την οποία θα μπορούσαμε να ορίσουμε, μαζί με τον Φρίντριχ Ένγκελς, ως «επιστήμη του συνδεδεμένου με διαλεκτικό τρόπο όλου» ή - όπως θα την περιγράφαμε σήμερα - ως ολιστική προσέγγιση συμβατή με τη θεωρία του χάους. Ο πλουραλισμός είναι καλός, αλλά δεν αρκεί για να συλλάβει τις αντιφάσεις και τις κρίσεις που εμφανίζονται μέσα στην κοινωνική δυναμική των καπιταλιστικών οικονομιών και στον «ιστό της ζωής» (Jason Moore, 2015), τον οποίο ρυθμίζουν και ελέγχουν πάνω στον πλανήτη Γη αυτές οι οικονομίες. Μέχρι στιγμής, αυτός ο ιστός της ζωής δεν έχει ερευνηθεί και κατανοηθεί στην όλη του πολυπλοκότητα· και το να κατανοηθεί επιστημονικά μπορεί να αποδειχτεί ανέφικτο. Επίσης, στον ιστό αυτό περιέχονται πολλοί δρώντες παράγοντες που παίζουν ρόλο στις κοινωνικές συγκρούσεις και στους ταξικούς αγώνες της οικολογικής εποχής. Πρέπει να κατανοήσουμε αυτούς τους παράγοντες το συντομότερο δυνατό, άν θέλουμε να αποκτήσουμε ή να συνεχίσουμε να έχουμε ικανότητα για δράση. Ο περιβαλλοντικός χώρος που έχουμε στη διάθεσή μας δεν είναι μόνον περιορισμένος, όπως έχει αναγνωριστεί ήδη από τη δεκαετία του 1990 ως επακόλουθο των γνώσεων που μας έδωσαν οι μελέτες για τα όρια της ανάπτυξης (limits of growth). Εμείς που ζούμε τώρα στην «περιορισμένη έκταση της πλανητικής σφαίρας» (για να κάνουμε χρήση ενός όρου που είχε αναφέρει ο Immanuel Kant), προσεγγίζουμε στα «πλανητικά όρια» που προσδιορίστηκαν εκ νέου το 2009 από μια διεθνή ομάδα επιστημόνων, υπό την ηγεσία του Johan Rockström. Έχουμε ήδη περάσει μερικά από αυτά τα όρια. Ζούμε οριακά, με ορίζοντα μόνον το σήμερα (hand-to-mouth)· το χέρι μπορεί να προσφέρει όλο και λιγότερα στο στόμα, αλλά εξακολουθεί να γίνεται κατάχρηση του στόματος ως οργισμένου μεγαφώνου, κυρίως από τους «μεγάλους Αμερικανούς» [που θέλουν «να ξανακάνουν την Αμερική μεγάλη»].
Οικονομικές αντιφάσεις και κοινωνικές συγκρούσεις
Σύμφωνα με την νεοκλασική εκδοχή της οικονομικής επιστήμης, η οποία δεν αποδέχεται περιορισμούς στην τάση του ιδιωτικού κεφαλαίου προς συσσώρευση και υποστηρίζει τον περιορισμό των κοινών αγαθών και τον περιορισμό της ρύθμισης των οικονομικών διαδικασιών από το κράτος, η εξωτερίκευση (externalization) [του κόστους] είναι δομική αρχή, αναπόφευκτη στη σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία. Αυτό συνεπάγεται ότι οι προσπάθειες εσωτερίκευσης του «κοινωνικού κόστους» θα μπορούσαν να αποβούν επιτυχείς μόνον αν τεθεί υπό αμφισβήτηση η ορθολογικότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας, δηλαδή μόνον εάν θεωρηθεί ότι αυτή η κοινωνία πρέπει να αλλάξει. Η εξωτερίκευση (externalization) είναι λοιπόν μια εκδήλωση (την οποία οι οικονομολόγοι δεν μπορούν να κατανοήσουν) του γεγονότος ότι η οικονομία της αγοράς παύει να είναι ενσωματωμένη στην κοινωνία και στη φύση, πράγμα που ο Μαρξ επέκρινε ως φετιχισμό. Αυτό τους εμποδίζει να κατανοήσουν ότι η κατάληψη του πλανήτη με σκοπό την καπιταλιστική (συνήθως εμπορική) αξιοποίηση που ονομάζεται «εξωτερίκευση» [του κόστους], δεν είναι τίποτε λιγότερο από ένα είδος «πεπτικής επεξεργασίας» της φύσης στον ακόρεστο, άπληστο «σωλήνα μεταβολισμού» της οικονομίας και της κοινωνίας.
Τρίτον: Στην Κεϋνσιανή εκδοχή της οικονομικής επιστήμης, που ακολούθησε τη μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930, ο χώρος και ο χρόνος, άρα κατηγορίες [ή θεμελιώδεις έννοιες] που ανήκουν στον φυσικό κόσμο ανακαλύφθηκαν εκ νέου ως στοιχεία με μεγάλη σημασία για τους οικονομολόγους. Όμως αυτή η κατανόηση ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, δεδομένου ότι το κύριο ενδιαφέρον ήταν το πώς να αναγνωρίζουμε τις οικονομικές αστάθειες που προκύπτουν ως αποτελέσματα της αβεβαιότητας των επενδυτικών αποφάσεων και εμφανίζονται μπροστά μας σε χρόνο μέλλοντα. Μια επιχειρηματική απόφαση λαμβάνεται σε παρόντα χρόνο, με βάση δεδομένες βεβαιότητες, οι οποίες ανακύπτουν από χρονικές περιόδους που είναι ήδη παρελθόν. Ωστόσο, οι επιχειρηματικές προσδοκίες βασίζονται σε μελλοντικά έσοδα. Επομένως, οι επενδύσεις είναι πάντοτε και αναπόφευκτα «φορτωμένες» με διακινδύνευση και μπορεί να αποτύχουν, καθώς το μέλλον είναι άγνωστο και τα πράγματα μπορεί στο τέλος να εξελιχθούν με πολύ διαφορετικό τρόπο, και όχι όπως είχε προγραμματίσει η οικονομική οντότητα που έλαβε τις επενδυτικές αποφάσεις. Αυτή η οικονομική οντότητα συγκρίνει τα εξωτερικά και εσωτερικά επιτόκια, επιτόκια της αγοράς που μπορούν να ρυθμιστούν από την κεντρική τράπεζα ώστε να κυμαίνονται εντός ορισμένων ορίων, καθώς και το ποσοστό του κέρδους, που εξαρτάται από την παραγωγικότητα και τα κόστη της εργασίας. Ωστόσο, οι επενδυτικές αποφάσεις στηρίζονται σε ιδιωτικούς υπολογισμούς που επικεντρώνονται στο κέρδος.
Τέταρτον: Σε αντίθεση με την κλασική οικονομική επιστήμη, με τα νεοκλασικά οικονομικά και με τον Κεϋνσιανισμό ή τις παραλλαγές του, στη «θερμοδυναμική» οικονομική επιστήμη κεντρικές κατηγορίες είναι η ύλη, η ενέργεια και οι μετασχηματισμοί τους, δηλαδή οι οικολογικές συνθήκες της παραγωγής, της κατανάλωσης και της κυκλοφορίας. Αυτά τα «θερμοδυναμικά οικονομικά» είναι η απάντηση που έδωσαν οικονομολόγοι που δεν ικανοποιούνται με τις νεοφιλελεύθερες και νεοκλασικές σχολές σκέψης, οι οποίες λησμονούν τη φύση ως παράγοντα. Επίσης στρέφονται και εναντίον της θεωρίας του Μαρξ, έχοντας, ωστόσο, ως βάση μια τρομερά κολοβωμένη ερμηνεία της μαρξικής ανάλυσης για τον τρόπο παραγωγής που βασίζεται στην αξία (και όχι στην ύλη, πράγματι).
Σήμερα, τα θερμοδυναμικά οικονομικά ή βιοϊοικονομικά αναφέρονται συνήθως σε σχέση με τον Ρουμάνο μαθηματικό και οικονομολόγο Νίκολας Γκεοργκέσκου-Ρέγκεν (Nicholas Georgescu-Roegen) και το βασικό έργο του, γραμμένο το έτος 1971. Οι μετασχηματισμοί της ύλης και της ενέργειας έχουν θεμελιώδη σημασία για την οικονομική ανάλυση και δεν πρέπει να αποκλείονται από αυτήν, δεδομένου ότι οι οικονομικές συναλλαγές συμβαίνουν στο διάστημα του χώρου και του χρόνου· επομένως, μια οικονομική επιστήμη που δεν λαμβάνει υπόψη τον φυσικό χρόνο και τον φυσικό χώρο είναι παραλογισμός, καθώς αποκλείει από τον εαυτό της τη δυνατότητα να κατανοήσει τον εντροπικό χαρακτήρα όλων των οικονομικών μετασχηματισμών της ύλης και της ενέργειας.
Με την πάροδο του χρόνου η εντροπία αυξάνει· πράγμα του σημαίνει ότι μόλις χρησιμοποιηθεί η ενέργεια, δεν μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί η ίδια (παρόμοια ισχύουν και για την ύλη). Η ποιότητα της απόδοσης σε έργο [ως φυσικό μέγεθος = η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή καταναλώνεται από ένα σώμα κατά τη διάρκεια μιας μεταβολής στην κατάσταση του, η πιο γενικά, η ποσότητα της ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο ή που μετατρέπεται από μια μορφή σε μια άλλη], μειώνεται. Αυτό υπογραμμίζεται από τα θερμοδυναμικά οικονομικά, τα οποία, σε αντίθεση με τα νεοκλασικά οικονομικά, μπορούν να πραγματευτούν επαρκώς την εξωτερίκευση του κοινωνικού κόστους που δημιουργείται στην ιδιωτική οικονομία, όπως προαναφέραμε. Ωστόσο, στην θερμοδυναμική οικονομία, η ανάλυση των κοινωνικών μορφών της οικονομικής δραστηριότητας παραμελείται. Δεν εξετάζονται καν. Ο σημαντικός ρόλος των δυνάμεων του καπιταλισμού, οι οποίες βρίσκονται και ωθούν πίσω από τις σημερινές, καταστροφικές από οικολογική άποψη, μεταβολές της ύλης και της ενέργειας, και το πώς αυτές επηρεάζουν την οικολογία και την περιβαλλοντική πολιτική, δεν αναγνωρίζονται επαρκώς. Για άλλη μια φορά, ο κεντρικός ρόλος της κατηγορίας [των κοινωνικών μορφών στην οικονομία] δείχνει ότι η διπλή φύση της εργασίας και του προϊόντος της, του εμπορεύματος, είναι ο «άξονας» της πολιτικής οικονομίας (για μια πιο εμπεριστατωμένη πραγμάτευση σε βάθος, βλέπε Louis Althusser [στo έργo του Για τον Μαρξ και στα κείμενά του στο συλλογικό Διαβάζοντας το Κεφάλαιο]).
Πέμπτον: Από τις απαρχές της η πολιτική οικονομία είναι μονόπλευρη. Είτε το χρήμα θεωρείται ως το μόνο σημαντικό, είτε το αντικείμενο στο οποίο εστιάζει η έρευνα είναι η ύλη και η ενέργεια. Η ιδιαίτερη κοινωνική μορφή της χρήσης της ύλης και της ενέργειας στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, το ερώτημα γιατί το χρήμα μετασχηματίζεται σε κεφάλαιο, καθώς και το ερώτημα για ποιό λόγο, όταν συμβεί αυτό, ο τρόπος παραγωγής αλλάζει με τρόπο ανατρεπτικό όλους τους τρόπους ζωής, δεν εμφανίζονται στα ραντάρ των θεωρητικών της οικονομίας που ανήκουν είτε στη μία είτε στην άλλη πλευρά. Αυτή η μονόπλευρη πραγμάτευση κάθε άλλο παρά καταργείται, όταν η πολιτική οικονομία παίρνει διάφορες και ποικίλες μορφές και δίνει στον εαυτό της το όνομα «πλουραλιστική οικονομική επιστήμη», ή το τονίζει με τη χρήση πολλαπλών άλλων ονομάτων, όπως οικολογικά οικονομικά, εξελικτικά οικονομικά (evolutionary economics), οικονομικά των κοινών αγαθών (commons economics), οικονομικά της κοινότητας (community economics) και μετα-αναπτυξιακά οικονομικά (post-growth economics) - βλ. Schneidewind et al).
Συνεπώς, έτσι δεν προκύπτει η επιστήμη που μετά τον Μαρξ αποκαλείται «κριτική της πολιτικής οικονομίας», την οποία θα μπορούσαμε να ορίσουμε, μαζί με τον Φρίντριχ Ένγκελς, ως «επιστήμη του συνδεδεμένου με διαλεκτικό τρόπο όλου» ή - όπως θα την περιγράφαμε σήμερα - ως ολιστική προσέγγιση συμβατή με τη θεωρία του χάους. Ο πλουραλισμός είναι καλός, αλλά δεν αρκεί για να συλλάβει τις αντιφάσεις και τις κρίσεις που εμφανίζονται μέσα στην κοινωνική δυναμική των καπιταλιστικών οικονομιών και στον «ιστό της ζωής» (Jason Moore, 2015), τον οποίο ρυθμίζουν και ελέγχουν πάνω στον πλανήτη Γη αυτές οι οικονομίες. Μέχρι στιγμής, αυτός ο ιστός της ζωής δεν έχει ερευνηθεί και κατανοηθεί στην όλη του πολυπλοκότητα· και το να κατανοηθεί επιστημονικά μπορεί να αποδειχτεί ανέφικτο. Επίσης, στον ιστό αυτό περιέχονται πολλοί δρώντες παράγοντες που παίζουν ρόλο στις κοινωνικές συγκρούσεις και στους ταξικούς αγώνες της οικολογικής εποχής. Πρέπει να κατανοήσουμε αυτούς τους παράγοντες το συντομότερο δυνατό, άν θέλουμε να αποκτήσουμε ή να συνεχίσουμε να έχουμε ικανότητα για δράση. Ο περιβαλλοντικός χώρος που έχουμε στη διάθεσή μας δεν είναι μόνον περιορισμένος, όπως έχει αναγνωριστεί ήδη από τη δεκαετία του 1990 ως επακόλουθο των γνώσεων που μας έδωσαν οι μελέτες για τα όρια της ανάπτυξης (limits of growth). Εμείς που ζούμε τώρα στην «περιορισμένη έκταση της πλανητικής σφαίρας» (για να κάνουμε χρήση ενός όρου που είχε αναφέρει ο Immanuel Kant), προσεγγίζουμε στα «πλανητικά όρια» που προσδιορίστηκαν εκ νέου το 2009 από μια διεθνή ομάδα επιστημόνων, υπό την ηγεσία του Johan Rockström. Έχουμε ήδη περάσει μερικά από αυτά τα όρια. Ζούμε οριακά, με ορίζοντα μόνον το σήμερα (hand-to-mouth)· το χέρι μπορεί να προσφέρει όλο και λιγότερα στο στόμα, αλλά εξακολουθεί να γίνεται κατάχρηση του στόματος ως οργισμένου μεγαφώνου, κυρίως από τους «μεγάλους Αμερικανούς» [που θέλουν «να ξανακάνουν την Αμερική μεγάλη»].
Οικονομικές αντιφάσεις και κοινωνικές συγκρούσεις
Τα
στοιχεία που μας παρέχουν οι επιστήμονες, εκτός από
το πεπερασμένο των φυσικών πόρων αποδεικνύουν και την υποβάθμιση του Πλανήτη Γη, καθώς
μετατρέπεται σε γιγαντιαία χωματερή ή και σε χώρο εναπόθεσης επικίνδυνων αποβλήτων. Τα στοιχεία είναι προφανή και τρομακτικά, πολλώ δε
μάλλον άν ληφθούν υπόψη οι κινητήριες δυνάμεις, οι οποίες είναι ιδιαίτερες του παρόντος κεφαλαιοκρατικού κοινωνικού σχηματισμού, όπως έχουν δείξει οι αναλύσεις του Μαρξ. Οι δυνάμεις αυτές συνοψίζονται στην παραγωγή αξίας, η
οποία αντιμετωπίζει την εργασία, δηλαδή τους ανθρώπους,
καθώς και τον όλο κόσμο της φύσης, με πλήρη αδιαφορία και χωρίς κανένα σεβασμό· έτσι, η προστασία της φύσης και του ανθρώπινου είδους πρέπει κάθε φορά να κερδίζονται με αγώνα ενάντια στο καπιταλιστικό συμφέρον. «Συσσωρεύετε, συσσωρεύετε! Αυτός είναι ο Μωυσής και οι Προφήτες»! (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος 1): Με τούτες τις λέξεις περιγράφεται από τον Μαρξ ο σιδηρούς νόμος του καπιταλισμού. Ακόμη
και τους αυτονόητους κανόνες της καθαριότητας πρέπει κανείς να τους κερδίζει με αγώνα, να τους αποσπά από το κεφάλαιο, εάν αυτοί περιορίζουν, έστω και ελαφρά, τη δημιουργία
υπεραξίας μέσω της εργασίας. Επομένως, ο ανταγωνισμός που υπάρχει μεταξύ της ύλης και της αξίας, μεταξύ της μισθωτής εργασίας
και του κεφαλαίου, μεταξύ της φύσης και της κοινωνίας, η συσσώρευση και οι
κρίσεις, πρέπει να γίνονται κατανοητά καταρχάς ως οικονομική αντίφαση και ως κοινωνική σύγκρουση εντός του καπιταλιστικού
τρόπου παραγωγής· και μόνον στη συνέχεια μπορεί κάποιος να συζητήσει με τρόπο εύλογο για την οικονομική επιστήμη των κοινών αγαθών, για την μετα-αναπτυξιακή οικονομική επιστήμη, για τα πλουραλιστικά οικονομικά κτλ, που αρνούνται να αναγνωρίσουν τους συστημικούς περιορισμούς.
[Δυνατότητες συμβιβασμού των αντιμαχόμενων συμφερόντων, αναπάντητα ερωτήματα, ανελαστικά περιβαλλοντικά όρια]
Στη νεοφιλελεύθερη επικρατούσα τάση της οικονομικής επιστήμης η κατάσταση είναι απελπιστική. Ωστόσο, και τα πλουραλιστικά οικονομικά της αειφορίας πιστεύουν στην
συμφιλίωση των συμφερόντων του κεφαλαίου με τα συμφέροντα της προστασίας της φύσης και με τα συμφέροντα των εργαζομένων. Φυσικά, οι κοινωνικές συγκρούσεις δεν διεξάγονται στην κόψη του ξυραφιού και δεν καταλήγουν πάντα στα άκρα. Γίνονται διαπραγματεύσεις, οι συμβιβασμοί είναι εφικτοί και μπορούν να αντέχουν για κάποιο χρονικό διάστημα. Οι
Στόχοι της Βιώσιμης Ανάπτυξης (Sustainable Development Goals - SDG) προσφέρουν αχτίδες ελπίδας και δίνουν
σήματα ότι ανατέλλει ένα νέο, βιώσιμο, μετα-αναπτυξιακό μέλλον. Διακρίνουμε κάποιες ομοιότητες με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την
περίοδο του μεταρρυθμισμού, όταν το εργατικό κίνημα πίστευε ότι τα συγκρουόμενα ταξικά συμφέροντα μπορούν να συμφιλιωθούν. Και για ό,τι αφορά τις
οικολογικές συγκρούσεις, έχουν γίνει οι απαραίτητες προεργασίες και έχουν στρωθεί τα θεμέλια, ώστε οι αντίπαλες πλευρές να μπορέσουν κάποια μέρα να βαδίσουν χέρι-χέρι προς τον
συμβιβασμό. Ωστόσο, το πώς ακριβώς μπορεί να επιτευχθεί
η επιθυμητή κοινωνική-οικολογική βιωσιμότητα και ποιά μορφή θα λάβει εάν δεν ακινητοποιηθεί η τάση του κεφαλαίου να
συσσωρεύεται, δηλαδή εάν δεν αφαιρεθεί η εξουσία από τον «Μωυσή και τους Προφήτες», είναι ζήτημα ακόμη προς αντιμετώπιση από τα πλουραλιστικά οικονομικά. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς έγραψαν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ότι η μέχρι τώρα ιστορία είναι μια ιστορία ταξικών αγώνων. Και αυτό θα συνεχίσει να ισχύει. Ωστόσο, στο μέλλον οι αγώνες δεν θα γίνονται μόνον για τους μισθούς, για την αποδοτικότητα, για την ποσότητα και ποιότητα της απασχόλησης εντός της υπάρχουσας καπιταλιστικής κοινωνίας και/ή για το άν αυτό το κοινωνικό πλαίσιο
θα πρέπει να επανεξετασθεί και αμφισβητηθεί· αλλά θα αφορούν επίσης τις συνθήκες διαβίωσης
και εργασίας σε μια κοινωνία που ζει στα όρια των ικανοτήτων του πλανήτη. Η συγκρότηση ενός οργανωμένου ιμπεριαλισμού της λεηλασίας, όπως περιέγραψε ο
Ντέιβιντ Χάρβεϊ (David Harvey, 2005), ή η περαιτέρω εξωτερίκευση (externalization) των μεγάλων [περιβαλλοντικών] επιβαρύνσεων με άσκηση ακραία υψηλών πιέσεων στη φύση μετά από ορθολογικούς υπολογισμούς
που θα κάνουν οι «επενδυτές», όπως περιέγραψε ο Lessenich (2016), δεν θα επιτύχουν τίποτε άλλο παρά μόνον να βάλουν απελπιστικά αδέξια και πρόχειρα μπαλώματα σε έναν προστατευτικό φράχτη που ήδη γκρεμίζεται από τα θεμέλιά του.
Δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση, εκτός από τη δημιουργία μιας οικονομικά αποδοτικής, κοινωνικά ισορροπημένης κοινωνίας, οργανωμένης δημοκρατικά και οικολογικά σύμφωνα με τις αρχές της αειφορίας. Πολλοί θα συμφωνήσουν με αυτή την εξαγγελία. Πρόκειται όμως για εξαγγελία που δεν απορρέει από απλή συνειδητοποίηση των πλεονεκτημάτων μιας οικονομίας της μετα-ανάπτυξης, διότι ένα τέτοιο είδος οικονομίας δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την υπέρβαση του καπιταλισμού. Όπως συμβαίνει πάντοτε στην ιστορία, θα είναι το αποτέλεσμα ταξικών αγώνων για ένα μέλλον αξιοβίωτο, στον 21ο αιώνα και μετά από αυτόν. Δηλαδή, θα είναι αποτέλεσμα ρεαλιστικών πολιτικών προσπαθειών για να πάρει ανθρώπινη και οικολογική μορφή «το συνδεδεμένο με διαλεκτικό τρόπο όλον».
Δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση, εκτός από τη δημιουργία μιας οικονομικά αποδοτικής, κοινωνικά ισορροπημένης κοινωνίας, οργανωμένης δημοκρατικά και οικολογικά σύμφωνα με τις αρχές της αειφορίας. Πολλοί θα συμφωνήσουν με αυτή την εξαγγελία. Πρόκειται όμως για εξαγγελία που δεν απορρέει από απλή συνειδητοποίηση των πλεονεκτημάτων μιας οικονομίας της μετα-ανάπτυξης, διότι ένα τέτοιο είδος οικονομίας δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την υπέρβαση του καπιταλισμού. Όπως συμβαίνει πάντοτε στην ιστορία, θα είναι το αποτέλεσμα ταξικών αγώνων για ένα μέλλον αξιοβίωτο, στον 21ο αιώνα και μετά από αυτόν. Δηλαδή, θα είναι αποτέλεσμα ρεαλιστικών πολιτικών προσπαθειών για να πάρει ανθρώπινη και οικολογική μορφή «το συνδεδεμένο με διαλεκτικό τρόπο όλον».
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Altvater, Elmar (2017a): Kapital und Anthropozän, στο: Greffrath, Mathias (2017): 53-72.
- Altvater, Elmar (2017b): Nach 150 Jahren „Das Kapital“ – Kritik der politischen Ökonomie am Plastikstrand, στο: Z – Nr. 111, Σεπτ. 2017.
- Engels, Friedrich: Dialektik der Natur, στο: Karl Marx/ Friedrich Engels – Werke. (Karl) Dietz Verlag, Berlin. Τόμος 20, Βερολίνο, 1962: 305-570.
- Engels, Friedrich: Die Lage der arbeitenden Klasse in England, στο: Marx-Engels-Werke (MEW) Band 2. Dietz, Βερολίνο 1972: 225–506.
- Georgescu-Roegen, N. (1971): The Entropy Law and the Economic Process, Cambridge, Mass. (Harvard University Press).
- Greffrath, Mathias, επιμ. (2017): Das Kapital. Politische Ökonomie im 21. Jahrhundert, (Kunstmann) Μόναχο.
- Kapp, K. William (1971): The Social Costs of Private Enterprise, N. Υόρκη.
- Mandeville, Bernard de (1703/1957). Die Bienenfabel, (Akademie-Verlag) Bερολίνο.
- Marx, Karl Capital, Τόμοι 1 και 3, Penguin Classics. N. Υόρκη και Λονδίνο.
- Moore, Jason (2015): Capitalism in the Web of Life, (Verso) Λονδίνο.
- Polanyi, Karl (1978): The Great Transformation (Suhrkamp) Φρανκφούρτη/Μ. Ελληνικά: Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός, εκδ, Νησίδες
- Rockström, Johan κ.ά. (2009): Planetary Boundaries: Exploring the Safe Operating Space for Humanity, στο: Ecology and Society 14 (2).
- Voltaire (1759/1990): Candide oder der Optimismus, (Büchergilde Gutenberg) Φρανκφούρτη/Μ, Βιέννη.
- [Stephan Lessenich: The Externalization Society: Living Beyond the Means of Others, ISA - Futures We Want, 25.9.2015]
[Μεσότιτλοι και υποσημειώσεις με μη τονισμένους χαρακτήρες προστέθηκαν στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου