© Verso - Andrew Feenberg: Lukacs' theory of reification & contemporary social movements, 7.10.2015
Από την εισαγωγή στη νέα έκδοση του βιβλίου του Andrew Feenberg, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Simon Fraser του Βανκουβερ (Καναδάς), The Philosophy of Praxis: Marx, Lukács and the Frankfurt School. Το βιβλίο αποτελεί επανεπεξεργασία της πρώτης δημοσίευσης του, υπό τον τίτλο Lukács, Marx and the Sources of Critical Theory (1981)
Το γεγονός ότι τόσο ο Μαρξ όσο και ο Λούκατς δεν μπόρεσαν να αποτιμήσουν σωστά την αξία των δικών τους πρώιμων έργων, είναι μία από τις μεγάλες ειρωνείες της ιστορίας του πνεύματος. Τα Χειρόγραφα του Μαρξ γράφτηκαν το 1844, αλλά χρειάστηκε να περιμένουν σχεδόν 100 χρόνια για να δουν το φως της μέρας. Όμως μετά τη δημοσίευσή του, αυτό το πρώιμο και ημιτελές έργο κατέληξε να γίνει ανταγωνιστής του Κεφαλαίου ως κείμενο αναφοράς για τους μαρξιστές και άλλους ενδιαφερόμενους για τον μαρξισμό. Κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού αιώνα μετά τη δημοσίευση του βιβλίου Ιστορία και Ταξική Συνείδηση, το έργο αυτό του Λούκατς, άν και αποκηρύχτηκε από τον συγγραφέα του και ήταν γνωστό μόνο σε λίγους Ευρωπαίους μελετητές, μεταξύ των οποίων και οι φιλόσοφοι της Σχολής της Φρανκφούρτης, κατέληξε τελικά να γίνει ένα «απόκρυφο» κλασικό έργο.
Το πως αυτο-ερμήνευσαν κριτικά (και επικριτικά) ο Μαρξ και ο Λούκατς τα πρώιμα έργα τους, μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον εν μέρει. Είναι αλήθεια ότι στα έργα τους αυτά αντανακλάται μια «μεσσιανική στιγμή», στην οποία ανταποκρίθηκαν και οι δύο με μια όχι και τόσο εύλογη και πειστική επαναστατική εσχατολογία. Όμως το κύρος της δικής τους αυτο-ερμηνείας παραπλάνησε τους σχολιαστές και τους έκανε να υποθέτουν ότι η ενότητα και συνοχή αυτών των πρώιμων έργων είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που πράγματι έχουν. Στην πραγματικότητα, τα θεωρητικά μέσα που ανέπτυξαν και χρησιμοποίησαν οι φιλόσοφοι αυτοί στα πρώιμα έργα τους δεν είναι απολύτως συμβατά με το πολιτικό τους πρόγραμμα.
Η φιλοσοφία μοιάζει με τέχνη, της οποίας τα εργαλεία και τα υλικά έχουν μια ιδιαίτερη δική τους λογική. Ο ερμηνευτής πρέπει να αποκαλύψει τις εντάσεις και «διαφωνίες» μεταξύ των σκοπών του δημιουργού και των μέσων που χρησιμοποιεί και όχι απλά να υποθέτει ότι οι σκοποί είναι πραγματοποιημένοι στο έργο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον Λούκατς, του οποίου το κείμενο είναι γεμάτο αντιφάσεις μεταξύ του εγελιανού πλαισίου του και της πολιτικής του. Στην περίπτωση του Μαρξ, οι συνέπειες εμφανίζονται αργότερα, όταν ο ίδιος απέσυρε και «αποσιώπησε» τα πιο ενδιαφέροντα φιλοσοφικά γραπτά του, τα Χειρόγραφα και τις Grundrisse, τα οποία τελικά δημοσιεύθηκαν πολύ καιρό μετά το θάνατό του. Έτσι προέκυψε μια ολόκληρη ερμηνευτική παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο μεταγενέστερος Μαρξ εγκατέλειψε τη φιλοσοφία, θεωρώντας την ως ένα νεανικό του σφάλμα.
Το πόσο γόνιμα και σημαντικά είναι αυτά τα πρώιμα έργα, δεν αναγνωρίστηκε ευρέως παρά μόνον στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Εκείνη την εποχή, η επιρροή των στοχαστών που συνδέονταν με τη Σχολή της Φρανκφούρτης συνέβαλε σημαντικά στη δεκτικότητα ενός νεανικού κοινού για ό,τι θα μπορούσε να ονομαστεί «πρώιμα μαρξικά έργα». Ειδικά ο Μαρκούζε, βίωσε σε προχωρημένη ηλικία μια δεύτερη μεσσιανική στιγμή, ως ανταπόκριση στην ανάπτυξη της Νέας Αριστεράς. Και στην περίπτωση του υπάρχει μια ένταση και «διαφωνία» μεταξύ των θεωρητικών του μέσων και της πολιτικής του. Παρ' όλα αυτά, τα γραπτά του, από το βιβλίο Έρως και Πολιτισμός και μετά, ενεργοποίησαν ένα άνευ προηγουμένου ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία της πράξης.
Η μακροχρόνια έκλειψη τόσο των Χειρογράφων του Μαρξ όσο και της Ιστορίας και Ταξικής Συνείδησης του Λούκατς, που εγκαταλείφθηκαν σε ό,τι ο Ένγκελς αποκάλεσε κάποτε «τρωκτική κριτική των ποντικών», μπορεί να εξηγηθεί από τη μεταβατική θέση τους στις πνευματικές βιογραφίες των συγγραφέων τους. Και οι δύο, ως νέοι, είχαν λάβει φιλοσοφική εκπαίδευση και ήταν διαποτισμένοι από ρομαντική επαναστατικότητα. Τα πρώιμα έργα τους γράφτηκαν όταν έφτασαν σε ανάλογα σημεία καμπής των πνευματικών διαδρομών τους, σε εποχές που αισθάνθηκαν την ανάγκη να προχωρήσουν πέρα από αυτές τις διανοητικές απαρχές τους, πιστεύοντας όμως ότι θα μπορούσαν να το κάνουν χωρίς βίαιη ρήξη, με μια διαλεκτική υπέρβαση. Αργότερα, έκριναν ως ανεπαρκή αυτή την υπέρβαση, θεώρησαν ότι έμενε ακόμη εγκλωβισμένη σε θέσεις που ανεπιφύλακτα απέρριψαν κατά την επεξεργασία των ώριμων απόψεών τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μετά τη ρήξη έκριναν υπερβολικά σκληρά το πρώιμο έργο τους: η αξία του είναι πολύ πιο σημαντική και ο αντίκτυπος του στο μεταγενέστερο έργο τους πολύ μεγαλύτερος από ό,τι οι συγγραφείς ήταν πρόθυμοι να παραδεχτούν.
Η ρομαντική κριτική και η κριτική της κριτικής από τον Χέγκελ
Η ρομαντική επιρροή είναι αναμφισβήτητα παρούσα σ' αυτά τα πρώιμα γραπτά. Ο όρος ρομαντισμός συνήθως σημαίνει εκείνη την τάση στο σύγχρονο πολιτισμό που εξυμνεί την υποκειμενικότητα ενάντια στην αντικειμενικότητα, τη ζωή ενάντια στον ορθολογισμό, το συγκεκριμένο ενάντια στην αφαίρεση, τις παραδοσιακές αξίες ενάντια στην καπιταλιστική εμποροκρατία. Ασφαλώς η αντίθεση αυτών των φιλοσόφων προς τον καπιταλισμό, τον οποίο ανέλυσαν και καταδίκασαν με τις παράλληλες κριτικές τους για «αλλοτρίωση» (Μαρξ) και για «πραγμοποίηση» (Λούκατς), είναι σε κάποιο βαθμό απόρροια της τάσης αυτής. Ωστόσο θα στρέβλωνε κατάφωρα τις θεωρίες της αλλοτρίωσης και της πραγμοποίησης η υποβάθμισή τους σε μια απλή ρομαντική διαμαρτυρία ενάντια στον λόγο, όπως συχνά προτείνεται από σύγχρονους κριτικούς.
Παρόλο που ο Μαρξ και ο Λούκατς επηρεάστηκαν από την ρομαντική κριτική του καπιταλισμού, επηρεάστηκαν ακόμη βαθύτερα από την εγελιανή κριτική αυτής της κριτικής. Για τον Χέγκελ, όπως και για μια σειρά άλλων μεγάλων μορφών στη σύγχρονη σκέψη, ο ρομαντισμός έχει την αξία μιας μεταβατικής στιγμής. Παίζει προπαιδευτικό ρόλο στην ανάπτυξη μιας ορθολογικής άποψης για τον κόσμο, η οποία δεν θα είναι απλώς η άποψη του φιλισταίου και του αυτάρεσκου, αλλά στάση κριτική και πλούσια σε εσωτερικότητα. Ήταν ο Χέγκελ εκείνος που πρώτος επεξεργάστηκε συστηματικά αυτή τη «μετα-ρομαντική» επανασυμφιλίωση με την ορθολογική αναγκαιότητα και με το πεπερασμένο (finitude) του ανθρώπου ως όντος.
Ο Μαρξ και ο Λούκατς στόχευαν να διατηρήσουν τη στιγμή της εξέγερσης που ενυπήρχε στο ρομαντισμό, χωρίς όμως να πέσουν στα λάθη του υποκειμενισμού, που τόσο αποτελεσματικά επικρίθηκαν από τον Χέγκελ. Θα δείξω ότι μόνον εν μέρει επέτυχαν σ' αυτό το εγχείρημα, αλλά και ότι καλώς επέλεξαν να το φέρουν σε πέρας· και μάλιστα, ότι αυτό το έργο εξακολουθεί να είναι σημαντικό για την κριτική θεωρία και πράξη.1 Προσέγγισαν το εγχείρημα αυτό με παρόμοια μέθοδο, την οποία αποκαλώ «πολιτισμική», επειδή προσανατολίζεται προς τα πιο γενικά σχήματα του νοείν και της πράξης, τους θεσμούς και τα δημιουργήματα ολόκληρων κοινωνιών. Ένα τέτοιο ακριβώς σχήμα σηματοδοτείται από τις έννοιες της αλλοτρίωσης και της πραγμοποίησης, τις οποίες χρησιμοποίησαν για να αναλύσουν την καπιταλιστική κοινωνία. Ταυτόχρονα, οι έννοιες αυτές προέρχονται από τον στοχασμό τον σχετικό με την παράδοση και τη λειτουργία της φιλοσοφίας, στο πλαίσιο της συζήτησης θεμελιωδών φιλοσοφικών προβλημάτων από τους δύο συγγραφείς. Αυτή η ενότητα του πνευματικού πολιτισμού, της φιλοσοφίας και της πολιτικής αποτελεί το διακριτικό γνώρισμα της πρώιμης μεθόδου τους.
Θεωρούν ότι η φιλοσοφία είναι ο κλάδος της γνώσης στον οποίο ο ορίζοντας της δράσης της καθημερινής ζωής γίνεται συνειδητός και υποβάλλεται σε ορθολογική κριτική. Στη βάση αυτή, υποστηρίζουν ότι τα εννοιολογικά διλήμματα ή «αντινομίες» των ιδεών της φιλοσοφίας είναι συμπτώματα βαθιών αντιφάσεων μέσα στην κοινωνική ζωή. Το πιο προκλητικό συμπέρασμά τους είναι το αίτημα για «πραγματοποίηση» της φιλοσοφίας μέσω της επίλυσης αυτών των αντιφάσεων στην πράξη. Αυτή είναι ίσως η λιγότερο κατανοητή πτυχή της φιλοσοφίας της πράξης στους πρώιμους Μαρξ και τον Λούκατς και η μελέτη της είναι ένα μείζον θέμα που μπορεί να ενώνει διάφορες διερευνήσεις.
Το κοινωνικό υποκείμενο απέναντι στο ατομικό υποκείμενο του ιδεαλιστικού Διαφωτισμού
Παρά την κριτική που ασκούν στη φιλοσοφική παράδοση, τόσο ο πρώιμος Μαρξ όσο και ο πρώιμος Λούκατς τηρούν τις θεμελιώδεις αξίες του Διαφωτισμού, της ελευθερίας και της ισότητας. Απομακρύνονται από την παράδοση αυτή, διατυπώνοντας το εξής επιχείρημα: στον καπιταλισμό οι αξίες αυτές δεν μπορούν να επιτευχθούν από τα απομονωμένα άτομα που υπόκεινται στους νόμους της αγοράς. Αυτό το επιχείρημα είναι η γέφυρα μεταξύ της φιλοσοφίας και της κοινωνικής θεωρίας. Όχι μόνον απορρίπτουν την ικανότητα του απομονωμένου ατόμου, αλλά και υποστηρίζουν ότι η υποκειμενικότητα δεν μπορεί πλέον να ταυτίζεται με μια εκδοχή του καρτεσιανού cogito ή του υπερβατολογικού ego. Μόνον ένα συλλογικό, κοινωνικό υποκείμενο θα μπορέσει να υλοποιήσει τις αξίες της φιλοσοφίας. Όμως το κοινωνικό υποκείμενο είναι ένα αντικείμενο του κόσμου, ένα φαινόμενο μεταξύ άλλων. Ωστόσο, το υποκείμενο αυτό εξακολουθεί να είναι συνδεδεμένο με την φιλοσοφική παράδοση μέσω των βασικών χαρακτηριστικών της λογικής δομής της, την οποία ο Μαρξ και ο Λούκατς επαναδιατυπώνουν με κοινωνικούς όρους.
Αυτή η υβριδική προσέγγιση οδηγεί σε περιπλοκές. Το αφηρημένο ατομικό υποκείμενο της καθαρής γνώσης υπερβαίνει την φύση και την ανάγκη. Η ελευθερία ενός κοινωνικού υποκειμένου περιορίζεται από τους δύο αυτούς προσδιορισμούς. Το υπερβατολογικό υποκείμενο [του Καντ] είναι αποκαθαρμένο από την υλικότητα του και συνακόλουθα είναι σε θέση να γνωρίζει την αλήθεια και μάλιστα, σε ένα ιδεαλιστικό πλαίσιο, μπορεί να συγκροτεί την πραγματικότητα. Όμως μια τέτοια υπέρβαση είναι αδιανόητη για μια κοινωνική ομάδα. Ένα κοινωνικό υποκείμενο δεν μπορεί να αποκαθαρθεί από την υλικότητα του, δεδομένου ότι οι σχέσεις των ατόμων που το απαρτίζουν, συγκροτούνται μόνον μέσω υλικών δεσμών του ενός ή άλλου είδους. Αν αφαιρέσουμε τη γεωγραφία, τη φυλή, τη γλώσσα και την τεχνολογία, δεν μένει τίποτε για να κρατήσει τα άτομα ενωμένα μαζί σε μια ομάδα. Όμως αν τα στοιχεία αυτά περιληφθούν στον ορισμό του κοινωνικού υποκειμένου, τότε αυτό αναπόφευκτα γίνεται κάτι το εντελώς «γήινο». Η αντικειμενική φύση του κοινωνικού υποκειμένου το τοποθετεί ξεκάθαρα μέσα στον πραγματικό κόσμο.
Συνακόλουθα, τόσο η κοινή λογική όσο και η φιλοσοφική παράδοση υποστηρίζουν ότι τα κοινωνικά υποκείμενα, αν πράγματι υπάρχουν, δεν έχουν καμία οντολογική σημασία. Είναι απλές ενδεχομενικές συναθροίσεις, «κοινή συσκευασία» που περιέχει ξεχωριστά άτομα, ίσως έχει πολιτική ισχύ και δικαιώματα, αλλά δεν είναι θεμελιώδης πραγματικότητα. Αν ο Μαρξ και ο Λούκατς είχαν αποδεχθεί αυτή την άποψη, θα είχαν συμβάλλει στην ανάπτυξη της πολιτικής φιλοσοφίας, αλλά πέρα από αυτό θα έπρεπε να βασίζονται στη μία ή στην άλλη παραδοσιακή φιλοσοφική προσέγγιση. Όμως ούτε ο Μαρξ ούτε ο Λούκατς δέχθηκαν αυτή την άποψη. Αντίθετα, υποστηρίζουν ότι το κοινωνικό υποκείμενο πρέπει να αναλάβει όλες τις εξουσίες που απολαύουν τα μεμονωμένα άτομα στην παλιά φιλοσοφία. Κατά κάποιο τρόπο, η πραγματικότητα πρέπει να νοείται σε ουσιαστική σχέση με ένα υποκείμενο που βρίσκεται μέσα σ' αυτήν και εξαρτάται από αυτήν. Δεν είναι αυτό φαύλος κύκλος; Γιατί άραγε υιοθέτησαν μια τέτοια απίθανη θέση; Θα υποστηρίξω ότι αντιμετώπισαν άφοβα τα παράδοξα που προέκυψαν, λόγω της απομάκρυνσης τους από την πίστη στη φιλοδοξία του ιδεαλισμού να ερμηνεύσει το είναι με αφετηρίες έξω από το ανθρώπινο είναι. Για παράδειγμα, απομακρύνθηκαν από τις μορφές και τις κατηγορίες της υπερβατ(ολογ)ικής υποκειμενικότητας. Αυτά τα παραδοσιακά ερμηνευτικά σχήματα στηρίζονται σε ένα ατομικό υποκείμενο που στοχάζεται. Αλλά ο Μαρξ και ο Λούκατς υποστηρίζουν ότι το άτομο είναι παράγωγο της μίας ή της άλλης κοινότητας, στην οποία έχει κατ' ανάγκη τις ρίζες του. Το υπερβατολογικό υποκείμενο είναι μια αφαίρεση του κοινωνικού όντος που του δίνει «γήινη» υπόσταση. Δεν μπορεί επομένως να επιλύσει τα τελικά προβλήματα της φιλοσοφίας και στην προσπάθεια να το πράξει παράγει καθαρά θεωρησιακούς μύθους. Μόνον ένα κοινωνικό υποκείμενο μπορεί να προσφέρει το κλειδί για να επιλυθούν οι αντινομίες στην πρακτική ζωή και στη φιλοσοφική θεωρία.
Το γεγονός ότι ο Μαρξ και ο Λούκατς συμμερίζονται αυτό το συμπέρασμα είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτο, δεδομένου ότι ο Λούκατς αγνοούσε την ύπαρξη των Χειρογράφων του Μαρξ όταν έγραφε την Ιστορία και Ταξική Συνείδηση. Ο Λούκατς βρήκε ίχνη της πρώιμης φιλοσοφίας της πράξης του Μαρξ στη Γερμανική Ιδεολογία και στο Κεφάλαιο. Αυτό υποδηλώνει ότι έχει βάση μια θεωρία της συνέχειας της πνευματικής ανάπτυξης του Μαρξ, την οποία έχω επεξεργαστεί σε μια λουκατσιανή ερμηνεία του πρώιμου Μαρξ. Ο ίδιος ο Λούκατς ανέπτυξε την πιο σύνθετη εκδοχή της φιλοσοφίας της πράξης. Στα γραπτά του καθίσταται σαφής η δομή αυτού του σχήματος σκέψης. Η αναγνώριση τέτοιων σχημάτων, τα οποία εν τέλει ορίζονται σε ιδεότυπους όπως «εμπειρισμός» ή «ιδεαλισμός», αποτελεί σημαντική συμβολή της φιλοσοφίας στην ιστορία των ιδεών.
Η αξιοποίηση των πρώιμων έργων στη Σχολή της Φρανκφούρτης. Αντόρνο και Μαρκούζε
Η κατανόηση της διάρθρωσης της φιλοσοφίας της πράξης είναι απαραίτητη για την κατανόηση της μεταγενέστερης μεταμόρφωσής της στη Σχολή της Φρανκφούρτης. Ο Χορκχάιμερ, ο Αντόρνο και ο Μαρκούζε είχαν επηρεασθεί από τη φιλοσοφία της πράξης του Μαρξ και του Λούκατς, με την οποία ήταν ήδη εξοικειωμένοι αρκετά νωρίς. Ωστόσο, υπάρχει μια βαθύτερη σύνδεση: ακόμη και όταν γράφουν χωρίς αναφορά στις πηγές αυτές, λειτουργούν εντός της λογικής που διέπει τη φιλοσοφία της πράξης. Η λογική αυτή απαιτεί να ανάγονται οι φιλοσοφικές αφαιρέσεις πίσω στις ρίζες τους, σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες. Και από τη στιγμή που προσδιοριστούν αυτές οι συνθήκες, η υποθετική κατασκευή του επαναστατικού μετασχηματισμού τους επιστρέφει πάλι στις φιλοσοφικές έννοιες και δείχνει πώς μπορούν να επιλυθούν οι αντιφάσεις τους.
Όμως, μέσα στις ιστορικές καταστάσεις που βίωσαν οι συντελεστές της Σχολής της Φρανκφούρτης, οι οποίες είναι πολύ διαφορετικές από το επαναστατικό πλαίσιο που βίωσε ο πρώιμος Λούκατς, η πραγματοποίηση της φιλοσοφίας μέσω της κοινωνικής πράξης κατέληξε σε ματαίωση. Ωστόσο, άν και η Σχολή της Φρανκφούρτης παρήγαγε το έργο της σε περίοδο αντίδρασης, ωστόσο παρέμεινε δεσμευμένη στις απαιτήσεις της φιλοσοφίας της πράξης. Η εστίαση της μετατοπίστηκε από τα συγκεκριμένα που απορρέουν ειδικά από τον καπιταλισμό, προς τα γενικότερα προβλήματα της κυριαρχίας επί της φύσης και του πως δομούνται τα βιώματα του ανθρώπου στη νεωτερική εποχή. Τα προβλήματα αυτά θεωρήθηκαν από τη Σχολή της Φρανκφούρτης ως η πηγή της αποτυχίας της επανάστασης.
Η προσέγγιση αυτή οδηγεί σε δύο πιθανές διεξόδους: Είτε η λύση των αντινομιών μέσω ενός κοινωνικού μετασχηματισμού αντιμετωπίζεται ως ουτοπικό αίτημα και ως αντίβαρο, η κοινωνική πραγματικότητα υποτιμάται αξιολογικά. Είτε ανακαλύπτεται ένας νέος παράγοντας της επανάστασης, ικανός να φέρει σε πέρας το έργο του κοινωνικού μετασχηματισμού. Αυτές οι εναλλακτικές λύσεις αντιστοιχούν χονδρικά με τη διαφορά μεταξύ του Αντόρνο και του όψιμου έργου του Μαρκούζε. Στον Αντόρνο, η ιστορική θέση της φιλοσοφίας της πράξης χρησιμεύει κυρίως για να παρέχει μιαν ανεξάρτητη οπτική γωνία, κατάλληλη για δραστική κοινωνική κριτική. Αντίθετα, ο Μαρκούζε βρίσκει εν τέλει ελπιδοφόρα σημάδια στην Νέα Αριστερά. Βλέπει τα κοινωνικά κινήματα των δεκαετιών του 1960 και του 1970 όχι ως νέο παράγοντα της επανάστασης, αλλά ως προείκασμα μιας χειραφετητικής λειτουργίας της εμπειρίας. Η επανάσταση σε μια προηγμένη κοινωνία είναι δυνατή, τουλάχιστον κατ' αρχήν, αν έχει ως βάση τη γενίκευση αυτού του νέου τρόπου βίωσης του κόσμου. Αυτό είναι αρκετό για τον Μαρκούζε, προκειμένου να οικοδομήσει μια τελική εκδοχή της φιλοσοφίας της πράξης, στην οποία διαδραματίζει κεντρικό ρόλο ο μετασχηματισμός της τεχνολογίας. Αυτή η εκδοχή της φιλοσοφίας της πράξης συζητείται στα συμπερασματικά κεφάλαια του βιβλίου μου.
Όπως αναφέρθηκε ήδη, ο Χορκχάιμερ, ο Αντόρνο και ο Μαρκούζε ήταν βαθιά επηρεασμένοι από τη φιλοσοφία της πράξης του Λούκατς. Χρησιμοποίησαν την λουκατσιανή έννοια της πραγμοποίησης, η οποία, σε συνδυασμό με άλλα μέσα, έγινε η βάση της κριτικής τους εναντίον του θετικισμού και το θεμέλιο της δικής τους διαλεκτικής αναδιατύπωσης της μαρξιστικής θεωρίας.
Μερλώ-Ποντύ, Γκολντμάν, Κολακόφσκι. Μια ανορθολογική ιδέα η πραγμοποίηση του πρώιμου Λούκατς;
Λίγο αργότερα, στην περίοδο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο γαλλικός μαρξισμός δέχθηκε την επίδραση του πρώιμου Λούκατς, όταν μια ολόκληρη γενιά θεωρητικών της κοινωνίας αναζήτησε ριζικές εναλλακτικές λύσεις στην κυρίαρχη σταλινική ορθοδοξία. Το πιο διάσημο κείμενο της τάσης αυτής είναι οι Περιπέτειες της Διαλεκτικής του Μωρίς Μερλώ-Ποντύ (Maurice Merleau-Ponty), το οποίο εισήγαγε για πρώτη φορά τον όρο «Δυτικός Μαρξισμός» για να περιγράψει την παράδοση που απορρέουν από την Ιστορία και Ταξική Συνείδηση. Οι Γάλλοι ενδιαφέρθηκαν κυρίως για την έννοια της πράξης στον Λούκατς και για τη θεωρία του της ταξικής συνείδησης. Σ' αυτές τις ιδέες είδαν μια εναλλακτική λύση στο επίσημο μαρξιστικό δόγμα, που έβλεπε το κόμμα ως υποκατάστατο ενός υποκειμένου της επανάστασης. Μαζί με τον Λούκατς επιβεβαίωσαν ότι την πρωτοκαθεδρία την έχει η πράξη της εργατικής τάξης. Το κόμμα διατυπώνει μεν ιδεολογικά αυτή την πράξη, αλλά δεν την υποκαθιστά αυτό το ίδιο.
Είχα την τύχη να έχω ως δασκάλους εκπροσώπους των δύο αυτών σχολών σκέψης, τον Χέρμπερτ Μαρκούζε και τον Λυσιέν Γκολντμάν (Lucien Goldmann). Ξεκινώντας από τις διαφορετικές παραδόσεις που εκπροσωπούν και δίνοντας έμφαση σ' αυτές, προτείνω μια νέα ερμηνεία που αποσκοπεί να αποκαταστήσει την ενότητα του μαρξισμού του πρώιμου Λούκατς. Αυτό το υπόβαθρο μπορεί να βοηθήσει για να εξηγηθεί η διαφορά ανάμεσα στην δική μου προσέγγιση στον Λούκατς και στις προσεγγίσεις άλλων μελετητών του, ευρέως γνωστών στον αγγλόφωνο κόσμο, όπως είναι ο Λέζεκ Κολακόφσκι (Leszek Kołakowski), ο Γκάρεθ Στέντμαν Τζόουνς (Gareth Stedman Jones) και ο Τζωρτζ Λίχτχάιμ (George Lichtheim), οι οποίοι καταδικάζουν τη θεωρία της πραγμοποίησης ως ανορθολογική και τη θεωρία της ταξικής συνείδησης ως σταλινική. Αυτές οι πολύ αρνητικές εκτιμήσεις δεν συμπίπτουν ούτε με το περιεχόμενο, ούτε την ιστορική επίδραση του βιβλίου του Λούκατς.
Αν ο Λούκατς αντιπαραβληθεί όχι με τον Μπερξόν ή με τον Στάλιν, αλλά με τα πρώιμα φιλοσοφικά έργα του Μαρξ και με τη Σχολή της Φρανκφούρτης, τότε αναδύεται μια πολύ διαφορετική εικόνα. Όπως και ο πρώιμος Μαρξ, ο πρώιμος μαρξιστής Λούκατς ασκεί κριτική εναντίον της «αλλοτρίωσης του λόγου» στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Όμως η κριτική αυτή δεν είναι καθόλου ανορθολογική. Αντιθέτως, αποσκοπεί στη δημιουργία ενός διαλεκτικού παραδείγματος ορθολογικότητας, κατάλληλου για να φέρει σε πέρας το έργο της αυτο-κατανόησης της κοινωνίας και της απελευθέρωσης του ανθρώπου. Ένας τέτοιος διαλεκτικός ορθολογισμός δεν μπορεί να αποβεί χρήσιμος στην υπηρεσία αυταρχικών καθεστώτων, αλλά μόνον σε ένα σοσιαλιστικό πολιτισμικό πλαίσιο αυτοκυβέρνησης. Η συμβολή αυτών των φιλοσόφων της πράξης στον καθορισμό των βασικών κατευθύνσεων ενός τέτοιου πολιτισμικού πλαισίου, δεν είναι η λιγότερο σημαντική διάσταση του έργου τους.
O Andrew Feenberg (1943) σπούδασε φιλοσοφία υπό τον Χέρμπερτ Μαρκούζε στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια - San Diego. Σήμερα διδάσκει Φιλοσοφία της Τεχνολογίας στη Σχολή Επικοινωνίας, του Πανεπιστημίου Simon Fraser στο Βανκούβερ - Καναδάς. Τα βασικά ερευνητικά του αντικείμενα είναι η φιλοσοφία και η κριτική της τεχνολογίας, η ευρωπαική φιλοσοφία και οι μελέτες για την επιστήμη και τεχνολογία. Βιβλία: Lukacs, Marx and the Sources of Critical Theory (1981, 1986) Critical Theory of Technology (1991), Transforming Technology (2002), Alternative Modernity (1995), Questioning Technology (1999), Transforming Technology: A Critical Theory Revisited (2002), Heidegger and Marcuse: The Catastrophe and Redemption of History (2005), Between Reason and Experience: Essays in Technology and Modernity (2010), The Philosophy of Praxis: Marx, Lukács and the Frankfurt School (2014, παρουσίαση από τον Chris Cutrone).
Video: Heathwood Institute and Press.
Διάλεξη στο Vancouver Institute for Social Research, 27.10. 2014. Στο βίντεο o Andrew Feenberg μιλά για το βιβλίο και για ένα φάσμα θεμάτων,
από τη θεωρία του Λούκατς περί πραγμοποίησης
στην τεχνολογία έως τον καπιταλισμό της
κρίση και τα σύγχρονα κοινωνικά
κινήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου