του Νίκου Ξυδάκη (από την Καθημερινή και το ιστολόγιο βλέμμα)
Τα μίντια, συμβατικά και τώρα πλέον δικτυακά και πολλαπλάσια,
ματώνουν. Ενίοτε σκοτώνουν κιόλας, αν καυχηθείς στο τσατ ότι κρατάς
σπίτι σου μετρητά και κοσμήματα. Η ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά
το ένιωσε το μιντιακό μάτωμα, σε μια μακρά εβδομάδα παθών, στον Γολγοθά
των εφημερίδων, του Facebook και των μυριάδων αναδημοσιεύσεων, ποστ,
στάτους και τουίτ στα ιντερνέτ.
Στην αρχή της Μεγάλης Εβδομάδος, η
Δημουλά έκανε μια βόλτα στην Κυψέλη μαζί με άλλους, σαν μνημόσυνο στην
παλιά μικροαστική συνοικία, και στο τέλος είπε δυο λόγια, για το πώς
αλλάζει η πόλη: οι Κυψελιώτες πήγαν στα προάστια, ήρθαν οι ξένοι και
απλώθηκαν στα παγκάκια της Φωκίωνος Νέγρη, παίζουν χαρτάκια, και η ίδια
παραμένει στη γειτονιά της. Τα λόγια της ερμηνεύθηκαν ως ξενοφοβικά, και
πυροδότησαν σύρραξη. Με πικρά λόγια, με υπερερμηνείες, με
ιεροεξεταστικά αναθέματα, με γενικεύσεις και βεγγαλικά που γέμισαν την
ιντερνετική υπερπραγματικότητα.
Ο καβγάς δείχνει μερικά πράγματα
για την παρούσα ελληνική κατάσταση: πώς και πού διεξάγεται ο δημόσιος
διάλογος, ποιο το ειδικό βάρος των ποικίλων μίντια στην πολιτική
κοινωνία, πώς τα πρόσωπα κεντρίζουν μνησικακία και φθόνο σε άλλα
πρόσωπα, αλλά και πώς τα δημόσια πρόσωπα συχνά φέρονται αφελώς, πώς τα
στερεότυπα της πολιτικής ορθοφροσύνης εντοιχίζουν τη σκέψη, τέλος, πόσο
τεντωμένα είναι τα νεύρα όλων σε αυτήν τη μακρά, επώδυνη, μεταβατική
περίοδο που ζούμε.
Κατ’ αρχάς, το πρόσωπο του σκανδάλου και του
συμβολικού κανιβαλισμού: η 82χρονη ποιήτρια βρέθηκε ακόμη μία φορά
ανυπεράσπιστη στον δημόσιο χώρο, και φάνηκε σαν η πιο ακατάλληλη να
υπερασπιστεί τον εαυτό της. Μάλλον δεν έχει συνειδητοποιήσει τι εστί
δημόσιο πρόσωπο, πόσο αμείλικτο είναι το βλέμμα του κοινού· ιδίως του
στριμωγμένου κοινού σε δύσκολους καιρούς. Η διευκρινιστική των δηλώσεων
συνέντευξή της μετέδιδε αμηχανία και σάστισμα· αφηγείτο την άμεση
εμπειρία της γειτονιάς και επεκαλείτο την ηλικία της, αλλά αυτό είναι
ήδη επίκληση οίκτου, όταν μάλιστα η στηλιτεύουσα Αννα Δαμιανίδου την
παρομοίασε λιβελλικά με τις γριές των τρόλεϊ. Ταυτόχρονα, έλεγε να μην
περιμένουμε και πολλά από τους λεγόμενους πνευματικούς ανθρώπους.
Εχει
δίκιο ως προς το τελευταίο: πράγματι, οι πνευματικοί άνθρωποι, οι ας
τους πούμε οργανικοί διανοούμενοι, δεν ακούγονται στην ταραγμένη Ελλάδα
του 2013. Ισως διότι είναι πιο αιφνιδιασμένοι από τον καθένα,
καθηλωμένοι σε τρόπους άλλων εποχών, με κλονισμένες τις νόρμες και την
αυταρέσκεια· με φθίνουσα την αποδοχή και τη λατρεία. Ισως διότι δεν
έχουν κάτι να πουν και σοκάρονται όταν το πλήθος τούς ρωτά με αγωνία. Εξ
ου και στην τηλεοπτική εκκλησία, όταν εμφανίζονται οι πνευματικοί ταγοί
ως μίντια ντάρλινγκ, περισσεύουν οι κοινοτοπίες, η συναισθηματολογία,
οι γρίφοι, οι γκουρού γενικότητες, οι υπερβατικοί «κοελισμοί».
Οταν
λέμε ότι η κρίση είναι πολιτική, εννοείται και αυτό το έλλειμμα:
λείπουν η εμβάθυνση στο παρόν, η παραγωγή σκέψης, η αυτοκριτική και
ανασύνθεση από όσους αναγνωρίζονται ως πνευματικοί ηγέτες. Εστω, ως
δημόσιοι διανοούμενοι. Το έλλειμμα αυτό, η πνευματική στειρότητα,
χαρακτηρίζει όμως και το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας: το σοκ της
πτώχευσης παγώνει αντιδράσεις, πράξεις, σκέψη, στοχασμό. Το πλήθος
βυθίζεται πιο βαθιά στην ετερονομία και την ανημπόρια, στην παθητική
αναμονή ενός Μεσσία ή μιας Λύσης. Μέχρι στιγμής, τουλάχιστον. Γι’ αυτό
και ο λόγος περί κρίσης είναι είτε υποταγμένος στο έξωθεν σχέδιο είτε
εναντιωματικός, αλλά και στις δύο όψεις μοιρολατρικά αποδέχεται το
συμβάν και ετεροκαθορίζεται. Δεν προτείνονται παρακάμψεις ή υπερβάσεις.
Γι’ αυτό και η αναμέτρηση των υποτασσόμενων και των ενάντιων διεξάγεται
κυρίως με όρους σύγκρουσης συνθημάτων, εξοστρακισμούς, κανιβαλισμούς
προσώπων. Τώρα πια, και χωρίς σαφή στρατόπεδα: όλοι εναντίον όλων. Κάπως
έτσι η γηραιά ποιήτρια από την Κυψέλη βρέθηκε στο μιντιακό θυσιαστήριο
ήδη σφαγμένη, ορθοτομημένη: Είσθε υπέρ ή κατά; Απαντήστε μονολεκτικά,
αποχρώσεις και τονισμοί δεν επιτρέπονται.
Είπαμε μιντιακό
θυσιαστήριο, μιντιακή εκκλησία: Ο θυμός, η αντιπαράθεση, οι μύριες
γνώμες α λα Κλιντ Ιστγουντ αναπτύσσονται κυρίως στα υπερτροφικά λιβάδια
του Facebοοκ, σε φημοθηρικά μπλογκ και παραενημερωτικά σάιτ. Οι
Αγανακτισμένοι εγκατέλειψαν τις πλατείες και τα διόδια στους
μελανοχίτωνες και κατέφυγαν στις ψηφιακές πιάτσες. Εκεί τα βρίσκεις όλα:
ευφυΐα, λαμπερές ατάκες, αισθήματα, αφέλεια, φλυαρία, μνησικακία,
kitsch, αυταρέσκεια, κανιβαλισμό, αυτοαναφορικότητα του μέσου και
ανατροφοδότησή του με σάρκες, πρόσωπα, καμένα μυαλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου