του Γιώργου Γιαννουλόπουλου
Εφημερίδα των Συντακτών 17.4.2014, αναδημοσίευση "Πολιτική Επιθεώρηση"
Ίσως το πιο δύσκολο ερώτημα με το οποίο καλούνται να αναμετρηθούν
όσοι παραμένουν αριστεροί είναι πώς ο αγώνας κατά της ανισότητας, της
αδικίας και της εκμετάλλευσης κατέληξε στο έρεβος του «υπαρκτού
σοσιαλισμού». Πολλές και διάφορες οι απαντήσεις. Οποια κι αν διαλέξουμε
όμως, η συζήτηση μετατίθεται σε ένα ανώτερο επίπεδο, όπου μας περιμένει
μια αντίφαση φωλιασμένη στη φύση του «καλού»: από τη μια εμφανίζεται ως
απλό και απόλυτα θετικό, ενώ από την άλλη όποτε εμπλέκεται με την
πραγματικότητα έρχονται στο φως οι σκοτεινές πλευρές και η πολυπλοκότητά
του. Η αναπόφευκτη ταλάντευση ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα προσδίδει στη
μοίρα του αριστερού μια διάσταση τραγική. Μάλλον το αντίθετο ισχύει για τους Ελληνες (νεο)φιλελεύθερους.
Πιστεύουν ότι το «καλό» που ευαγγελίζονται, και το οποίο περιτυλίγουν με
τις αρετές της ελευθερίας, της δημιουργικότητας και του αυτοκαθορισμού,
είναι όντως απλό και απόλυτα θετικό. Ο λόγος τους, όπως και ο λόγος της
Αριστεράς στις δεκαετίες της Μεταπολίτευσης ή μάλλον μέχρι το ‘89, έχει
συχνά μια αλαζονική χροιά· χαρακτηρίζεται από την αίσθηση ανωτερότητας
και τη σιγουριά που συνοδεύει την κατάδειξη του προφανούς που μόνο
εκείνοι βλέπουν, υποδηλώνοντας ότι όσοι διαφωνούν είναι είτε ηλίθιοι
είτε ένοχοι. Πριν όμως τους απορρίψουμε με την ίδια ευκολία, θα πρέπει
να μπούμε στη θέση τους, να δούμε τον κόσμο με τα δικά τους μάτια.
Για να το διατυπώσω επιγραμματικά, η εγχώρια εκδοχή του φιλελευθερισμού είναι ιδιότυπη επειδή ταυτίζει τον αγώνα τους, πολύ πιο πειστικά απ’ όσο μπορούν οι εκτός Ελλάδας ομοϊδεάτες, με την «ηρωική» και «προοδευτική» εποχή της ιδεολογίας τους, δηλαδή τον 18ο αιώνα, όταν οι φωτοδότες αστοί ασφυκτιούσαν εγκλωβισμένοι σε ένα κράτος δυσκίνητο, αναποτελεσματικό, διεφθαρμένο και αυταρχικό, όπου για να πας μπροστά δεν αρκούσε να είσαι εργατικός ή ευφυής, αλλά έπρεπε να έχεις τις σωστές διασυνδέσεις (στην αυλή του ηγεμόνα τότε, στην κυβέρνηση σήμερα).
Ως προς τη διάγνωση της ελληνικής ασθένειας εκ πρώτης όψεως έχουν δίκιο. Κι αυτό είναι το ισχυρό χαρτί τους (το οποίο θα καιγόταν αν η Αριστερά – διαβάστε ΣΥΡΙΖΑ – είχε συνδυάσει την υπεράσπιση του δημόσιου τομέα με την υπόσχεση να τον απαλλάξει από τις εξόφθαλμες παθογένειές του, τις οποίες, ψηφοθηρώντας, κάνει πως δεν βλέπει). Για να αποκτήσουν όμως οι τόσο ωραίες αλλά πολύσημες έννοιες της ελευθερίας, της δημιουργικότητας και του αυτοκαθορισμού την απόλυτη θετικότητά τους και να προταθούν ως πασιφανείς λύσεις, οι Ελληνες (νεο)φιλελεύθεροι θα πρέπει πρώτα να ξεχάσουν ή να παραβλέψουν ορισμένα πράγματα – κάτι που οι αριστεροί δεν μπορούν να κάνουν όταν εγκαλούνται για την κατάρρευση του σοσιαλισμού – και ταυτόχρονα να επινοήσουν μια σειρά από φραστικές υπεκφυγές για να κουκουλώσουν τις αντιφάσεις του λόγου τους.
Ξεκινώντας από το πρώτο, η τακτική τους είναι να εστιάζουν την προσοχή τους αποκλειστικά στο ελληνικό πρόβλημα, αποφεύγοντας τις συζητήσεις για το τι συνέβη το 2008, όταν η νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση της αγοράς κόντεψε να τινάξει στον αέρα όχι την καχεκτική και κρατικοδίαιτη ελληνική οικονομία, αλλά το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, αυτό το διαμάντι στο ιδεολογικό στέμμα τους. Φυσικά, δεν αρνούνται τα γεγονότα· προτιμούν όμως να μιλάνε για τα δικά μας. Επειδή όμως δεν είναι δυνατό να αποστρέφουν μονίμως τη ματιά από τον ελέφαντα στο δωμάτιο, διευκρινίζουν ότι πιστεύουν στην «υγιή επιχειρηματικότητα», μια φράση χωρίς κανένα περιεχόμενο εφόσον δεν ορίζεται το σημείο όπου σταματάει η υγιής και αρχίζει η αρρωστημένη.
Με μια δεύτερη παράλληλη κίνηση, οι ημεδαποί (νεο)φιλελεύθεροι, ακολουθώντας το προς αποφυγήν παράδειγμα των Νέων Εργατικών του Μπλερ, απαλλάσσουν εαυτούς από την υποχρέωση να διαλέξουν ανάμεσα στον (νεο)φιλελευθερισμό και τη σοσιαλδημοκρατία κατασκευάζοντας τη νεφελώδη έννοια της «φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας», την οποία περιφέρουν ως αυτονόητη, χωρίς να μπουν στον κόπο να μας πουν τι σημαίνει ακριβώς (προσωπικά, μου θυμίζουν έναν καλό μου φίλο που όταν βρίσκεται κάτω από τα Τέμπη είναι Ολυμπιακάρα κι όταν τα περνάει γίνεται ΠΑΟΚτζής). Με όλα αυτά δεν θέλω να τους καταδικάσω τελεσίδικα – μια σοβαρή συζήτηση επί του θέματος εκκρεμεί – αλλά να επισημάνω την αφόρητη ευκολία που χαρακτηρίζει τη σκέψη τους: στερεότυπες αντιδράσεις, φραστικές υπεκφυγές και προβληματικές έννοιες που σερβίρονται ως προφανείς.
Το ότι καταφέρνουν να περάσουν σε κάποιο βαθμό το μήνυμά τους δεν οφείλεται στην ευρωστία των επιχειρημάτων τους αλλά σε ένα γενικότερο κλίμα, το οποίο προέκυψε από την τεκτονική ιδεολογική μετατόπιση που συντελέστηκε τις τελευταίες δεκαετίες και χρωματίζει τα πάντα. Για να τη συνοψίσω θα δανειστώ τα λόγια του Γιάννη Καλιόρη στο καινούργιο βιβλίο του «Ολα ή τίποτα» (εκδόσεις Αρμός): σήμερα, γράφει, «ο κυρίαρχος ηθικός κώδικας δεν αποδοκιμάζει πλέον την αδικία αλλά την αποτυχία».
Ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος, πρώην διευθυντής της Ελληνικής υπηρεσίας του BBC δημοσιογραφεί στην "Εφημερίδα των Συντακτών". Από την συγγραφική του δραστηριότητα ξεχωρίζουν οι εργασίες του για τον Μακρυγιάννη, τον Σεφέρη και τα Μέσα Ενημέρωσης.
Χρήστος Λάσκος, Δίκη προθέσεων - Για τον Γιώργο Γιαννουλόπουλο (REDNoteBook, 22.4.2014)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου