Διαρκές φαινόμενο στις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα, πριν και μετά την κρίση, με κυβερνήσεις να έρχονται και να παρέρχονται, είναι το εξής: Οι σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές διαμάχες για τη διαμόρφωση του οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος και για τη διαχείρισή του (άρα και για την απασχόληση και τη διοχέτευση της εργασίας ή για την διανομή του κοινωνικού προιόντος), εκδηλώνονται φανερά κυρίως γύρω από τους τομείς της ανα-παραγωγής της κοινωνίας, όπως είναι λόγου χάρη τα συστήματα εκπαίδευσης και υγείας. Δεύτερο, όχι λιγότερο σημαντικό πεδίο συγκρούσεων, είναι εκείνα τα συστήματα ή υποδομές, που εξυπηρετούν την παραγωγική δραστηριότητα αλλά δεν ανήκουν σε αυτά που δημιουργούν αξία ούτε διευρύνουν το (μη πλασματικό) κεφάλαιο. Τρίτο πεδίο συγκρούσεων, οι μηχανισμοί που εξασφαλίζουν - με «επικοινωνικούς» ή άλλους τρόπους - συναίνεση της κοινωνίας στο επικρατούν μοντέλο οργάνωσης και παραγωγής. Με άλλα λόγια, όλα αυτά που διαμορφώνουν τη συναίνεση στο κοινωνικό Συμβόλαιο του «ιδιόμορφου» ελληνικού μεταπολεμικού καπιταλισμού.
Αντίθετα, ελάχιστες διαμάχες – άρα και ελάχιστο ενδιαφέρον ή δυνατότητα παρέμβασης των δρώντων παραγόντων – γίνονται άμεσα εμφανείς στους τομείς της ίδιας της (πραγματικής) παραγωγικής δραστηριότητας και ακόμη λιγότερες εκδηλώνονται γύρω από τις δραστηριότητες παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και και υπηρεσιών.
Το σύστημα υγείας και τα νοσοκομεία, το σύστημα εκπαίδευσης (δημόσιας ή ιδιωτικής), η δραστηριότητα των «εθνικών εργολάβων» (κυρίως στα δημόσια έργα οδικής φύσης), γενικά το πεδίο δράσης των προμηθευτών του δημοσίου, ακόμη και η προμήθεια οπλικών συστημάτων, ήταν και είναι είναι οι τομείς που μονοπωλούν το ενδιαφέρον και ορίζουν το πλαίσιο για τις διαμάχες στη δημόσια σφαίρα εδώ και πολύ καιρό, πολύ πριν τα μνημόνια, σε εποχές ανόδου ή πτώσης του ΑΕΠ.
Χθες και σήμερα, ελάχιστες πολιτικές συγκρούσεις γίνονται και ελάχιστα διακυβεύματα παρουσιάζονται στο φως του κριτικού λόγου, για το παραγωγικό μοντέλο της χώρας και για τους κατά προτεραιότητα τομείς προσέλκυσης επενδύσεων. Ακόμη λιγότερη συζήτηση και σύγκρουση γίνεται, για το ρόλο της βιομηχανίας, για τον χαρακτήρα της αγροτικής παραγωγής, για το δέον γενέσθει στο πιστωτικό σύστημα, για το ενεργειακό ζήτημα και για τα εγχώρια συγκριτικά πλεονεκτήματα σ' αυτά τα πεδία.
Σ' αυτό που αποκαλείται στη δημόσια συζήτηση ελληνικός «κρατισμός», η ισορροπία του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας είναι μόνον το σύμπτωμα. Η νόσος είναι κοινωνικές νοοτροπίες και πολιτικές πρακτικές πατρωνείας που έρχονται από μακριά, από το παρελθόν, και είναι ριζωμένες τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Στη χώρα με το (κατά το κοινώς λεγόμενο) υπερδιογκωμένο κράτος, επικρατεί μόνιμα το εξής ειρωνικά παράδοξο: Η πολιτική εξουσία, τα κόμματα, το ίδιο το κράτος ως θεσμικό πλέγμα, η δημόσια σφαίρα και τα Μέσα ενημέρωσης, αρνήθηκαν και αρνούνται να ασχοληθούν πολιτικά με ζητήματα ρύθμισης, διαρθρωτικού σχεδιασμού και διαμόρφωσης της παραγωγικής οικονομίας (δηλαδή με αυτό που ονομάζεται Gestaltungspolitik στη χώρα όπου το πάγιο εκλογικό σύστημα ποτέ δεν επιτρέπει μονοκομματικές κυβερνήσεις). Εδώ, στην πράξη, κυβέρνησαν και κυβερνούν σαν οι πιο δογματικοί νεοφιλελεύθεροι: στην Ελλάδα, όλα αυτά τα εμπιστεύτηκαν στο «αόρατο χέρι» της αγοράς. Το πολιτικό προσωπικό επικεντρώνει την προσοχή του αφενός στους ανα-παραγωγικούς μηχανισμούς της κοινωνίας, ως υποκατάστατο πολιτικής για την αγορά εργασίας και ως στηρίγματα των κομμάτων από τα μεσαία στρώματα (1), και αφετέρου στα «επικοινωνιακά», ως υποκατάστατο πολιτικών προγραμμάτων.
Ό,τι παρατηρούμε τώρα, ίσχυε και το 2009, ίσχυε το 2004 και αρκετά πιο πριν. Είναι μόνιμο χαρακτηριστικό, ανεξαρτήτως κυβερνώσας παράταξης. Πρόκειται για τυπικό χαρακτηριστικό παρακμάζουσας κοινωνίας, χώρας-παράσιτου στο διεθνές σύστημα.
Ό,τι παρατηρούμε τώρα, ίσχυε και το 2009, ίσχυε το 2004 και αρκετά πιο πριν. Είναι μόνιμο χαρακτηριστικό, ανεξαρτήτως κυβερνώσας παράταξης. Πρόκειται για τυπικό χαρακτηριστικό παρακμάζουσας κοινωνίας, χώρας-παράσιτου στο διεθνές σύστημα.
Όποιος προωθεί ψευδεπίγραφες κοινωνικές συσπειρώσεις, να αναμένει κρίση νομιμοποίησης
Ούτε καν οι κοινωνικοί αγώνες δεν εκδηλώνονται με τρόπους που αντιστοιχούν στις πραγματικές αντιθέσεις και διακυβεύματα, παρά μόνον οργανώνοντας εκ των άνω συσπειρώσεις υπό σημαίες ψευδεπίγραφες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απώθηση και απόκρυψη της απόλυτης καταστροφής (κατάρρευσης μισθών και τρομακτικής ανεργίας) των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα από την επιφάνεια της δημόσιας συζήτησης, η οποία, αντίθετα, επικεντρώνεται αποκλειστικά και μόνον στα (διαφορετικά και ετεροβαρή, αλλά και αυτό αποκρύπτεται) προβλήματα των διαφόρων κλάδων μισθωτών του ευρύτερου δημόσιου τομέα και στις επίσης ετεροβαρείς απώλειες των συνταξιούχων.
Ούτε καν οι κοινωνικοί αγώνες δεν εκδηλώνονται με τρόπους που αντιστοιχούν στις πραγματικές αντιθέσεις και διακυβεύματα, παρά μόνον οργανώνοντας εκ των άνω συσπειρώσεις υπό σημαίες ψευδεπίγραφες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απώθηση και απόκρυψη της απόλυτης καταστροφής (κατάρρευσης μισθών και τρομακτικής ανεργίας) των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα από την επιφάνεια της δημόσιας συζήτησης, η οποία, αντίθετα, επικεντρώνεται αποκλειστικά και μόνον στα (διαφορετικά και ετεροβαρή, αλλά και αυτό αποκρύπτεται) προβλήματα των διαφόρων κλάδων μισθωτών του ευρύτερου δημόσιου τομέα και στις επίσης ετεροβαρείς απώλειες των συνταξιούχων.
Αυτή η παραμόρφωση δυστυχώς δεν περιορίζεται στο «επικοινωνιακό» μέρος της δημόσιας σφαίρας, αλλά διαποτίζει τα θεσμικά συστήματα. Παράδειγμα είναι η λογική της κατανομής των βαρών της κρίσης που διέπει τις ετυμηγορίες του Μισθοδικείου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και άλλων οργάνων της δικαστικής εξουσίας, με συνταγματικές ερμηνείες που παρακάμπτουν τις πρωτεύουσες επιταγές της ισονομίας και αναλογικότητας: Συστηματικά προστατεύουν τους λειτουργούς πάσης φύσεως του βαθέως κράτους, άρα - λόγω μηδενικού αθροίσματος των δαπανών - ρίχνουν στον Καιάδα τους συνήθεις εργαζόμενους.
Ιδιαίτερα υπό τις συνθήκες διαρκούς κρίσης στο κομματικό σύστημα μετά το 2010, η στρέβλωση αυτή στην δημόσια σφαίρα, τόσο στο «επικοινωνιακό» της μέρος, όσο και στα θεσμικά της συστήματα, δύσκολα θα συνεχίσει να είναι διαρκώς βιώσιμη. Ο κίνδυνος μιας πολυεπίπεδης κρίσης δημοκρατικής νομιμοποίησης, που θα εκδηλωθεί ξαφνικά με πάταγο και θα κλονίσει ταυτόχρονα την εκτελεστική, τη νομοθετική και τη δικαστική εξουσία, αυξάνεται όσο μεγαλύτερη γίνεται η απόκλιση μεταξύ της πραγματικότητας και της διαχείρισής της από τα «επικοινωνιακά» Μέσα και από τα θεσμικά όργανα. Κάποια στιγμή θα γίνει φανερό, ακόμη και σε τυφλούς, ότι όλο αυτό που παρουσιάζεται επί δεκαετίες ως σειρά διπολικών συγκρούσεων για τα ουσιώδη, ήταν μόνον «ναυμαχίες στον αφρό» πελατειακών ομάδων νομής του κράτους και λαφυραγώγησης των κοινών αγαθών, με επικεφαλής ελίτ εγκληματικά αδιάφορες για την κοινωνική συνοχή, άπληστες και ανελέητες για τους αδύναμους πολίτες, μέσα σε προγραμματικό κενό πολιτικής.
Το χάσμα αυτό άνοιξε σε επικίνδυνο βαθμό ήδη από το 2010-2012 με τους (αυτο)καταστροφικούς χειρισμούς στα δύο μεγάλα (τότε) κόμματα. Δεν καλύφθηκε έγκαιρα από τον αντιπολιτευτικό, πολιτικά ανεπαρκή ΣΥΡΙΖΑ, διευρύνθηκε με τους σπασμωδικούς χειρισμούς της κυβέρνησης Σαμαρά (π.χ. κλείσιμο ΕΡΤ αντί μεταρρυθμίσεων στα κλειστά επαγγέλματα, μη ολοκλήρωση του δικού της προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής) και έγινε ανεξέλεγκτο το πρώτο εξάμηνο του 2015 με τις «αυταπάτες» και αυτοσχεδιασμούς της νέας κυβέρνησης. Η οποία όμως, έπραξε ορθά την τελευταία στιγμή και απέφυγε να πέσει μέσα στο παλιό χάσμα που η ίδια διεύρυνε και το έκανε χαράδρα.
Δυστυχώς, ένα χρόνο μετά, παρά τις προσπάθειες του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης να σταθεροποιήσει τις ολισθηρές όχθες του χάσματος, δεν γίνεται προσπάθεια - λέγοντας όλη την αλήθεια - να κλείσει ή περιοριστεί το ίδιο το χάσμα «επικοινωνιακής» και θεσμικής διαχείρισης, αυτό που εγκυμονεί κρίσεις νομιμοποίησης. Αργά αντανακλαστικά και μεγάλη αναποτελεσματικότητα των απαντήσεων που δίνονται στις νέες καταστάσεις επιδεικνύει διαρκώς το ελληνικό πολιτικό-κοινωνικό τοπίο και η ρίζα τους είναι η εμμονή κυβέρνησης και αντιπολιτευτικών κομμάτων στο συστημικό παρασιτισμό και σε αντιπαραγωγικές διαμάχες στο πεδίο της ανα-παραγωγής και της κοινωνικής ψευδο-συναίνεσης.
Έχουμε π.χ. αφενός την εκτός τόπου και χρόνου «αναρχολογία» κάποιων βρεφονηπιακού επιπέδου νοοτροπιών εντός της Αριστεράς και αφετέρου την ανεπιφύλακτη στήριξη των αμφισβητούμενης αξίας επιτευγμάτων της μακράς Μεταπολιτευτικής περιόδου (και του παλαιο-ΠΑΣΟΚικού της πολιτικού οδηγητή) από εμβληματικούς παράγοντες της λεγόμενης Κεντροαριστεράς ή και της Αριστεράς. Ως πιό χαρακτηριστικό σύμπτωμα παρακμής, οι πρόσφατες υπαινικτικές εκδηλώσεις του κυβερνητικά προστατευμένου επικοινωνιακού και θεσμικού νεο-καραμανλισμού δεύτερης εσοδείας, είναι και αυτές χειρονομίες κοινωνικής ψευδο-συναίνεσης αλλά και πανωφόρι δηλητηριασμένο, δήθεν προστατευτικό, στους ώμους της «κυβερνώσας Αριστεράς».
Η μεταπολιτευτική περίοδος αναμφισβήτητα ανήκει στα καλά κομμάτια της ελληνικής ιστορίας. Όμως, κατ' αναλογία με τους κερδισμένους και χαμένους της παγκοσμιοποίησης (η οποία είναι επίσης, πολύ γενικά, κάτι καλό για τον πλανήτη ως όλον), ξέρουμε τώρα, εκ των υστέρων, ότι υπάρχουν στην Ελλάδα οι κερδισμένοι και οι χαμένοι της Μεταπολίτευσης. Γι' αυτούς τους πολλούς χαμένους της μεταπολιτευτικής περιόδου, ποιό ελληνικό πολιτικό κόμμα και ποιό πολιτικό προσωπικό νοιάζεται ή θα νοιαστεί;
Η μεταπολιτευτική περίοδος αναμφισβήτητα ανήκει στα καλά κομμάτια της ελληνικής ιστορίας. Όμως, κατ' αναλογία με τους κερδισμένους και χαμένους της παγκοσμιοποίησης (η οποία είναι επίσης, πολύ γενικά, κάτι καλό για τον πλανήτη ως όλον), ξέρουμε τώρα, εκ των υστέρων, ότι υπάρχουν στην Ελλάδα οι κερδισμένοι και οι χαμένοι της Μεταπολίτευσης. Γι' αυτούς τους πολλούς χαμένους της μεταπολιτευτικής περιόδου, ποιό ελληνικό πολιτικό κόμμα και ποιό πολιτικό προσωπικό νοιάζεται ή θα νοιαστεί;
Με ευθύνη του υπάρχοντος πολιτικού προσωπικού και των κομμάτων, είναι αμφίβολο άν η ευρύτερη κοινωνική και πολιτική ισορροπία, άρα και η στρεβλή εξέλιξη του μετεμφυλιακού κοινωνικού συμβολαίου, την οποία βιώσαμε στην Ελλάδα μετά το 1980, θα συνεχίσουν να στέκονται ακόμη για πολύ όρθια. Και δεν ξέρουμε, προς το παρόν, ποιά μπορεί να είναι η διάδοχη κατάστασή τους, ούτε άν θα είναι καλύτερη ή χειρότερη
Τα μηνύματα από τον διεθνή περίγυρο, εντός ή εκτός της ΕΕ, δεν επιτρέπουν πολλή αισιοδοξία.
Γιώργος Β. Ριτζούλης
[* Υ.Γ.: Η χρήση του όρου «συστημικός παρασιτισμός» εδώ, δεν έχει καμμία σχέση με την εγχώρια στρεβλωμένη και ηθικολογική χρήση του όρου «συστημικός», όπου η κάθε κομματική πλευρά θεωρεί «συστημική» την αντίπαλη, με την έννοια ότι εξυπηρετεί το «κακό σύστημα», τους ολιγάρχες, τους «διαπλεκόμενους» επιχειρηματίες, τις «100 οικογένειες» κτλ.
Σημαίνει την παρασιτική θέση που κατέλαβε και καταλαμβάνει η χώρα, υπό την καθοδήγηση των (αντιμαχόμενων) πολιτικών, οικονομικών και πνευματικών ελίτ της, μέσα στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο συστημικό πλέγμα των οικονομικών αγορών και των διεθνών πολιτικών συσχετισμών, με κοινωνικά ανελέητη και ανορθολογική διαχείριση των μέσων αυτού του συστήματος: του χρήματος και της πολιτικής εξουσίας]
(1) Υ.Γ. 8.8.2016 - απόσπασμα από σχόλιο αναγνώστη (Σ. Λυκούργος) στην εφημερίδα Καθημερινή:
[H εφημερίδα] [...] θρηνεί σε όλες τις στήλες της την χαμένη μεσαία τάξη. Στην πραγματικότητα τα άτομα αυτής της τάξης (που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας) προκάλεσαν με δική τους ευθύνη την κρίση για την οποία κλαίγονται οι δημοσιογράφοι σας: Πρόκειται βασικά για υπερ-συντηρητικά άτομα (ανεξαρτήτως του τι ψήφιζαν) που επιδίωξαν την καλοπέραση που τους παρήχαν ή η λoύφα στο δημόσιο (μόνιμοι υπάλληλοι) ή η φοροδιαφυγή/εισφοροδιαφυγή/απάτη (ελεύθεροι επαγγελματίες), οι επιδοτήσεις σε ανύπαρκτη παραγωγή (αγρότες), η ακίνητη περιουσία (έστω και σε τιμές φούσκας) και η προκλητικά πρόωρη συνταξιοδότηση. Ταυτόχρονα είχε η τάξη αυτή ανεπαρκέστατα προσόντα για τον σύγχρονο κόσμο και όλοι φρόντιζαν να υποβαθμίζουν και την επόμενη γενιά συντηρώντας μια απαράδεκτη δημόσια/ιδιωτική Παιδεία σε συνδυασμό με το παρασιτικό οικοσύστημα των φροντιστηρίων.
(1) Υ.Γ. 8.8.2016 - απόσπασμα από σχόλιο αναγνώστη (Σ. Λυκούργος) στην εφημερίδα Καθημερινή:
[H εφημερίδα] [...] θρηνεί σε όλες τις στήλες της την χαμένη μεσαία τάξη. Στην πραγματικότητα τα άτομα αυτής της τάξης (που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας) προκάλεσαν με δική τους ευθύνη την κρίση για την οποία κλαίγονται οι δημοσιογράφοι σας: Πρόκειται βασικά για υπερ-συντηρητικά άτομα (ανεξαρτήτως του τι ψήφιζαν) που επιδίωξαν την καλοπέραση που τους παρήχαν ή η λoύφα στο δημόσιο (μόνιμοι υπάλληλοι) ή η φοροδιαφυγή/εισφοροδιαφυγή/απάτη (ελεύθεροι επαγγελματίες), οι επιδοτήσεις σε ανύπαρκτη παραγωγή (αγρότες), η ακίνητη περιουσία (έστω και σε τιμές φούσκας) και η προκλητικά πρόωρη συνταξιοδότηση. Ταυτόχρονα είχε η τάξη αυτή ανεπαρκέστατα προσόντα για τον σύγχρονο κόσμο και όλοι φρόντιζαν να υποβαθμίζουν και την επόμενη γενιά συντηρώντας μια απαράδεκτη δημόσια/ιδιωτική Παιδεία σε συνδυασμό με το παρασιτικό οικοσύστημα των φροντιστηρίων.
Σήμερα η τρόϊκα, ο Τσίπρας ή ο Μητσοτάκης μπορούν να κάνουν τα πάντα σωστά ή τα πάντα λάθος (το πιθανότερο) και το αποτέλεσμα θα είναι ακριβώς το ίδιο, αυτό που υπαγορεύεται από το ανθρώπινο δυναμικό της χώρας: η διαρκής παρακμή [...]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου