της Regina Titunik
© Regina F. Titunik: Spiritual Renewal and the Last Man: Leo Strauss’s view of Max Weber’s Moral and Political Thought → pdf
© Regina F. Titunik: Spiritual Renewal and the Last Man: Leo Strauss’s view of Max Weber’s Moral and Political Thought → pdf
Το δοκίμιο έχει ως βάση εισήγηση της συγγραφέως στο 20ό Παγκόσμιο Συνέδριο της International Political Science Association (IPSA), στην Φουκουόκα της Ιαπωνίας, στις 9-13 Ιουλίου 2006, τρία χρόνια πριν τον πρόωρο θάνατό της. Η ελληνική μετάφραση χωρίστηκε σε 3 κομμάτια.
Το Μέρος 1 της ελληνικής μετάφρασης : → [Φιλελεύθερη δημοκρατία, «πολυθεϊσμός των αξιών», ασυμφιλίωτη «πάλη των θεών» μεταξύ τους] ←
Το Μέρος 1 της ελληνικής μετάφρασης : → [Φιλελεύθερη δημοκρατία, «πολυθεϊσμός των αξιών», ασυμφιλίωτη «πάλη των θεών» μεταξύ τους] ←
2. [Ησίοδος ή Δάντης; «Χρυσούς αιών» ή «Ξεχάστε Κάθε Ελπίδα»;]
[«Άλυτη αντίφαση»; Η οικουμενική ηθική απέναντι στις πολιτισμικές και «βιταλιστικές» αξίες]
Σύμφωνα με τον Λέο Στράους, ο Μαξ Βέμπερ προσπάθησε να διατηρήσει τη ισχύ των «δεσμευτικών ορθολογικών κανόνων» ή «ηθικών επιταγών» πάνω από τις (και ενάντια στις) «πολιτισμικές αξίες» και τις «βιταλιστικές αξίες». Όμως τελικά ο Βέμπερ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει αυτή την προσπάθεια, επειδή δεν μπορούσε να αποδείξει πως οι «ηθικές επιταγές» είναι ανώτερες και άξιες να επιλέγονται έναντι των πολιτισμικών ή βιταλιστικών αξιών· ή απλά, επειδή έβλεπε πως στην πράξη οι ηθικές επιταγές «απορροφώνται και εξουδετερώνονται από την επιθυμία των ανθρώπων για άνεση και prestige».
Παρακάτω, στο ίδιο κεφάλαιο, ο Στράους διατυπώνει τα εξής, που λένε ακόμη περισσότερα για το πώς βλέπει τις θέσεις του Βέμπερ:
Η κοινωνιολογική του ερμηνεία για τις θέσεις των Ινδουιστών βασίζεται στην παραδοχή ότι στο φυσικό δίκαιο όλων των ειδών προϋποτίθεται η εκ φύσεως ισότητα όλων των ανθρώπων, αν όχι και μια ευδαίμων, μια παραδείσια κατάσταση στο αρχικό ή στο τελικό στάδιο [της ανθρωπότητας ή της κοινωνίας].
Αυτό το απόσπασμα, κινεί πρώτα-πρώτα την υποψία ότι, κατά τον Στράους, εκτός από το φυσικό δίκαιο που πρεσβεύει την ισότητα, όπως αυτό εκφράστηκε στην Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ, υπάρχει και άλλο είδος «δικαίου». Όμως, στο σημείο τούτο, το σημαντικό είναι να επισημάνουμε τον εξής ισχυρισμό του Στράους: Λέει ότι ο Βέμπερ θεωρεί ως αυτονόητο και πέραν πάσης αμφιβολίας, πως το «φυσικό δίκαιο» - ή το ευ ζην - έχει ως αναγκαία προϋπόθεση την ισότητα των ανθρώπινων όντων. Ένα σύστημα με κάστες ή με δούλους δεν μπορεί να είναι συμβατό με τον τρόπο του ζην που υπαγορεύει το φυσικό δίκαιο με την ισότητά του.
Πολλές από τις αναφορές του Στράους σε πολιτικά γραπτά του Βέμπερ παραπέμπουν σε γνωστά αποσπάσματα κειμένων του δεύτερου, τόσο της νεανικής εναρκτήριας πανεπιστημιακής διάλεξης με τίτλο «Το Εθνικό Κράτος και η Οικονομική Πολιτική», στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ το 1895, όσο και στην διάλεξη «Πολιτική ως Επάγγελμα», που έκανε στο Μόναχο το 1919 (ένα χρόνο πριν πεθάνει), την εποχή της βραχύβιας «Βαυαρικής Σοβιετικής (Συμβουλιακής) Δημοκρατίας». Ωστόσο υπάρχουν και μερικές ενδιαφέρουσες εξαιρέσεις. Ο Στράους παραπέμπει σε λίγα αποσπάσματα κειμένων του από τα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η επιλογή των οποίων είναι ένδειξη ότι ο Στράους έβλεπε να υπάρχει στη σκέψη του Βέμπερ μια αφελής και παραπλανημένη πίστη στη φιλελεύθερη δημοκρατία. Ένα παράδειγμα είναι δύο προβλέψεις που έκανε ο Μαξ Βέμπερ κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και οι οποίες έπεσαν τραγικά έξω. (1): «Οι εχθροί μας ξέρουν, ή θα μάθουν, ότι η γερμανική δημοκρατία δεν θα αποδεχτεί συνθήκη ειρήνης με δυσμενείς όρους· παρεκτός και αν θέλει να υπονομεύσει το μέλλον της» και (2): «Οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί παρέχουν έναν ειρηνικό τρόπο για να απαλλασσόμαστε από τους καισαριστές δικτάτορες όταν αυτοί χάνουν την εμπιστοσύνη του πληθυσμού».1 Σε ένα άλλο σημείο, σε υποσημείωση η οποία αντιστοιχεί σε μια παρατήρηση του Στράους για τους «μη ευφυείς, απληροφόρητους, αναξιόπιστους και ανορθολογικούς ανθρώπους» που εξετάζονται στις έρευνες της κοινής γνώμης, αναφέρεται ο έπαινος του Βέμπερ για την «δημοκρατική μέθοδο» που εφαρμόζει το κράτος της Βρετανίας για να εξηγεί στους εργαζόμενους της χώρας με τρόπο ευθύ και τεκμηριωμένο τους στόχους του στον (Α΄ Παγκόσμιο) πόλεμο, σε αντίθεση με την αναποτελεσματική και παραπλανητική μέθοδο των Γερμανών ηγετών. Με αυτές τις παρατηρήσεις ο Στράους στηρίζει την βασική του άποψη, σύμφωνα με την οποία ο Βέμπερ θεωρούσε ως δεδομένο και αυτονόητο ότι ο τρόπος του ζην ο βασισμένος στην ισότητα μεταξύ των ανθρώπων είναι το ευ ζην (ενώ ο ίδιος ο Στράους παρακινεί τον αναγνώστη να κάνει δεύτερες σκέψεις και να διερευνήσει εάν αυτή η θέση του Βέμπερ ισχύει όντως).Ο Χρυσούς Αιών - Lucas Cranach o Πρεσβύτερος (1530, αριστ.) και Pietro da Cortona (1596-1669) |
Ο Πλάτων, στην Έβδομη Επιστολή του, έγραψε ότι το καθεστώς των Τριάκοντα Τυράννων έκανε το προηγούμενο (δημοκρατικό) πολίτευμα των Αθηνών να μοιάζει με «Χρυσή» εποχή.2 Ο Στράους δανείζεται αυτό το χαρακτηριστικό σχήμα λόγου για να δείξει πώς φαινόταν στα μάτια των ανθρώπων η απαξιωμένη δημοκρατία της Βαϊμάρης μετά την επικράτηση του καθεστώτος που προετοιμάστηκε [ιδεολογικά - πάντα κατά την άποψη του Στράους] από τον Νίτσε.3
Ο «Χρυσούς Αιών» προέρχεται από την περιοδολόγηση της ιστορίας του ανθρώπου στο έπος Έργα και Ημέραι του Ησιόδου και είναι η πρώτη από τις πέντε διαδοχικές εποχές – ο Χρυσούς, ο Αργυρούς, ο Χαλκούς, ο Ηρωικός και ο Σιδηρούς Αιών. Σύμφωνα με τον Ησίοδο, οι θνητοί της «χρυσής γενεάς» [ή «φυλής»], η οποία «έζησε μια ζωή ευδαίμονα υπό την εξουσία του Κρόνου» [«ο επί Κρόνου βίος»],4
ὥστε θεοὶ δ᾽ ἔζωον ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες,
νόσφιν ἄτερ τε πόνων καὶ ὀιζύος· οὐδέ τι δειλὸν
γῆρας ἐπῆν, αἰεὶ δὲ πόδας καὶ χεῖρας ὁμοῖοι
τέρποντ᾽ ἐν θαλίῃσι κακῶν ἔκτοσθεν ἁπάντων·
θνῇσκον δ᾽ ὥσθ᾽ ὕπνῳ δεδμημένοι· ἐσθλὰ δὲ πάντα τοῖσιν ἔην· καρπὸν δ᾽ ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα
αὐτομάτη πολλόν τε καὶ ἄφθονον· οἱ δ᾽ ἐθελημοὶ
ἥσυχοι ἔργ᾽ ἐνέμοντο σὺν ἐσθλοῖσιν πολέεσσιν (Έργα και ημέραι, 112-119) 5
ζούσαν κι εκείνοι σαν θεοί· ο νους τους ξέγνοιαστος,
πάθη και συμφορές μακριά τους, μήτε τα μαύρα γηρατειά
τους άγγιζαν· άφθαρτοι κι αναλλοίωτοι, πόδια και χέρια,
στις χαρές δοσμένοι, κι ό,τι κακό έμενε απ᾽ έξω.
Ακόμη κι όταν πέθαιναν, ήταν ο θάνατός τους ύπνος
που τους δάμαζε, κι είχανε όλα τα καλά δικά τους·
χωράφια γόνιμα τους έδιναν καρπό από μόνα τους,
μεγάλη κι άφθονη σοδειά· κι εκείνοι πράοι, ησυχασμένοι
σε έργα ευχάριστα, ευλογημένοι
με τα πολλά αγαθά τους. (μτφ. Δ. Ν. Μαρωνίτη)
Το σχήμα αυτό της φαντασίας, με τα μέταλλα που συσχετίζονται με την ποιότητα της κοινοτικής ζωής του ανθρώπου, συναντάται και σε πολλές άλλες κλασικές πηγές· εμφανίζεται όμως και στην Παλαιά Διαθήκη, στο Βιβλίο του Δανιήλ (2: 32-33). Ο χρυσός, ο άργυρος, ο χαλκός και ο σίδηρος/πηλός, συνδέονται με μια σειρά τεσσάρων βασιλείων, τα οποία, καθώς κάθε επόμενο διαδέχεται το προηγούμενό του, παρακμάζουν όλο και περισσότερο. Το σχήμα των τεσσάρων βασιλείων εμφανίζεται και παρακάτω, στο Κεφάλαιο 7 του Δανιήλ, το οποίο τελειώνει με το αποκαλυψιακό όραμα της έλευσης «ενός που μοιάζει με Υιό του Ανθρώπου», ο οποίος θα λατρεύεται από όλους τους ανθρώπους και από όλα τα έθνη (Δανιήλ 7: 13-14).
Το Βιβλίο του Δανιήλ επηρέασε ιδιαίτερα τα χριστιανικά χιλιαστικά κινήματα. Μια πολύ ριζοσπαστική και εξισωτική πουριτανική σέκτα κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο στην Αγγλία αυτοαποκαλούνταν Άνθρωποι της Πέμπτης Μοναρχίας, παραπέμποντας στην έλευση του πέμπτου και έσχατου βασιλείου που προφήτευσε ο Δανιήλ. Στον 17ο αιώνα αφθονούσαν οι ποικίλοι χρονολογικοί υπολογισμοί για το πότε θα συμβεί η παρουσία. Πολλά μέλη της Πέμπτης Μοναρχίας είχαν πεισθεί από τέτοιους υπολογισμούς ότι ο Χριστός θα επιστρέψει το έτος 1666 και θα εγκαινιάσει έναν χρυσούν αιώνα. Οι χιλιαστές φανταζόταν αυτό το μεσσιανικό χιλιετές βασίλειο του Χριστού ως εποχή στην οποία οι άνθρωποι θα απολαμβάνουν «σε πλήρη αφθονία, την ευλογία όλων των πρόσκαιρων αγαθών, όπως είναι η ειρήνη, η ασφάλεια, τα πλούτη, η υγεία» και κάθε τι άλλο «που μπορούν να αποκτήσουν σ' αυτόν εδώ τον κόσμο».6
Ο Στράους φαίνεται να υποστηρίζει ότι ο Βέμπερ όχι μόνον πίστευε πως το «δίκαιο» είναι αναγκαστικά συνδεδεμένο με την ισότητα, αλλά ότι ίσως προχωρούσε τόσο πολύ, ώστε «μέχρι και» να βλέπει το δίκαιο συνδεδεμένο με κάποιου είδους «υπερβατική» πρόνοια, με την προσδοκία να απολυτρωθεί ο άνθρωπος από τα βάσανά του και η ζωή να γίνει υποφερτή για όλους. Η διάκριση μεταξύ της άποψης που αποδίδει ο Στράους στον Βέμπερ και της άποψης των νεωτερικών φιλοσόφων γίνεται σαφής, αν λάβουμε υπόψη πως οι πρώιμοι νεωτερικοί φιλόσοφοι - και πιο φανερά ο Χομπς – στις «απαρχές» του ανθρώπου ή στην ζωώδη «φυσική κατάσταση» δεν έβαλαν με τη φαντασία τους μια «κατάσταση ευδαιμονίας» ή έναν «χρυσούν αιώνα». Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον Στράους, πίσω από την αποδοχή από τον Βέμπερ του χιλιαστικού ιδεώδους, κρύβεται ένα αυθεντικό θρησκευτικό κίνητρο, σε αντίθεση με τους νεωτερικούς φιλοσόφους.
[Το «αίνιγμα Μαξ Βέμπερ». Eσωτερική σύγκρουση και ο τραγικός τρόπος του ζην] Για τον Βέμπερ, όπως τον βλέπει ο Στράους, μια αληθινή ηθική απαιτεί ενδιαφέρον που αγκαλιάζει ολόκληρη τη μεγάλη οικογένεια των ανθρώπων και φροντίδα για τη μοίρα της. Ωστόσο, όπως είδαμε πριν, ο Βέμπερ [πάντα, όπως τον βλέπει ο Στράους], φαίνεται επίσης να συμμερίζεται και την άποψη του Καρλ Σμιτ ότι η διαμάχη και σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών ομάδων είναι η πηγή της αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Είναι ηθική επιταγή να προωθούμε την ισότητα και την ειρήνη, όμως αυτές στερούν την ανθρωπότητα από την αξιοπρέπεια της. Η διαμάχη μεταξύ των εθνών αφυπνίζει το «μεγαλείο και την ευγένεια του ανθρώπου»,10 όμως η κάθε αληθινή ηθική θέση, που είναι αναγκαίο να είναι αφοσιωμένη στην «διατήρηση ή αποκατάσταση της εκ φύσεως ελευθερίας και ισότητας», επιτάσσει «το τέλος της διαίρεσης του ανθρώπινου είδους σε ξεχωριστές εθνικές ή εθνοτικές ομάδες». Είναι λοιπόν δεδομένο ότι ο Βέμπερ πρεσβεύει ηθικές αξίες απολύτως αντιφατικές, με βαθύ χάσμα ανάμεσά τους· συνακόλουθα, καταλήγει εμφανώς να ενσαρκώνει ο ίδιος την πιο έντονη εσωτερική σύγκρουση και διχασμό:
[Ο Βέμπερ] ισχυρίστηκε ότι όλες οι συγκρούσεις μεταξύ ηθικών αξιών είναι αδύνατο να επιλυθούν, επειδή βαθιά μέσα στην ψυχή του ποθούσε έναν κόσμο, στον οποίο η αποτυχία, αυτό το νόθο παιδί της μετά πάθους ύβρεως και της πίστης με ακόμη πιο πολύ πάθος, που γεννιέται όταν αυτές οι δύο παίρνουν τη θέση της ευδαιμονίας και της γαλήνης, θα ήταν το σημάδι της ανθρώπινης ευγένειας.11
Κατά τον Στράους, ο Βέμπερ αδυνατούσε να αποδεχτεί ανεπιφύλακτα ότι η ζωή των ειδημόνων χωρίς πνεύμα και των ηδονιστών χωρίς καρδιά είναι μια ζωή υποβαθμισμένη, εκφυλισμένη· όμως, γι' αυτή του την αδυναμία δεν είναι υπεύθυνη η απαγόρευση των αξιολογικών κρίσεων. Αντίστροφα, επειδή δεν μπορούσε να αποφασίσει ποιο από τα αλληλοαποκλειόμενα ιδεώδη του να επιλέξει, γι΄ αυτό ακριβώς οδηγήθηκε να ισχυριστεί ότι οι συγκρούσεις μεταξύ ηθικών αξιών δεν επιδέχονται [ορθολογική] λύση. Από ηθική σκοπιά, σύμφωνα με τον Στράους, ο Βέμπερ προτιμά τον τραγικό τρόπο του ζην,12 δηλαδή ζωή που βιώνεται βασανιστικά, δεκτικά και ανοχύρωτα ανοιχτή στο χάος που υπάρχει μέσα στον πυρήνα της ύπαρξης.
Ο Στράους ερμήνευσε τη σκέψη του Βέμπερ με τρόπο ενδιαφέροντα, που συμβάλλει στην σύγχρονη συζήτηση για την πολιτική σκέψη του Μαξ Βέμπερ. Η κυριότερη συζήτηση μεταξύ των σχολιαστών του Βέμπερ, για ό,τι αφορά την πολιτική του σκέψη, επικεντρώνεται στο ερώτημα αν ο Βέμπερ – ο οποίος ήταν υποστηρικτής της φιλελεύθερης δημοκρατικής μεταρρύθμισης στη Γερμανία της εποχής του – ήταν αληθινός και ειλικρινής οπαδός της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ή, αντίθετα, υποστήριζε την υιοθέτηση κοινοβουλευτικών θεσμών απλά και μόνον ως μέσο για να έλθουν στο πολιτικό προσκήνιο [λαϊκιστές] ηγέτες, οι οποίοι θα προωθούσαν μέσω μιας δημοψηφισματικού τύπου δημοκρατίας τα συμφέροντα και την ισχύ του έθνους. Η πρώτη οπτική γωνία θεωρεί ότι τα πολιτικά κείμενα του Βέμπερ αντικατοπτρίζουν μιαν ειλικρινή συμβολή του στα ιδεώδη της ελευθερίας και μια προσπάθεια να γίνει βιώσιμος ο φιλελεύθερος πλουραλισμός. Η αντίθετη βλέπει μια εργαλειακή χρήση του φιλελευθερισμού από τον Βέμπερ· δηλαδή, υποθέτει ότι τον χρησιμοποίησε ως εργαλείο για να προωθήσει το βαθύτερο ενδιαφέρον του, το μεγαλείο του έθνους. Αυτό που προτείνει ο Στράους με την ερμηνεία του, είναι το εξής: Και οι δύο οπτικές γωνίες είναι σωστές. Μέσα στην βασανισμένη ψυχή του Βέμπερ συνυπήρχαν και οι δύο αυτές αντιφατικές απόψεις.
[Το σφάλμα του Στράους και του Φουκουγιάμα: Ο Μαξ Βέμπερ δεν ήταν «Νιτσεϊκός»]
Ο Στράους κατάλαβε κάτι σημαντικό για το ζήτημα ποια ήταν η εσωτερική συγκρότηση και η προσωπικότητα του Βέμπερ, και αυτό αξίζει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη. Όμως, στο μέρος αυτό της ανάλυσης του Στράους φαίνεται να υπάρχει ένα βασικό σφάλμα· και ίσως όχι εκούσιο, αλλά συνέπεια πραγματολογικής παράλειψης. Με βάση πενιχρά αποδεικτικά στοιχεία στα κείμενα, ο Στράους υποθέτει ότι ο Βέμπερ συμμερίζονταν τους ίδιους φόβους με τον Νίτσε για τον «τελευταίο άνθρωπο» - καθώς και την αποστροφή του Καρλ Σμιτ για την φιλελεύθερη αποπολιτικοποίηση - και έβλεπε την σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία να βαδίζει προς μια εκφυλισμένη, παρακμιακή κατάσταση. Μελετητές που έχουν επηρεαστεί από τον Στράους, έχουν την τάση να ακολουθούν χωρίς δεύτερη σκέψη αυτή την ετυμηγορία. Ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα είναι ο Φράνσις Φουκουγιάμα (Francis Fukuyama), ο οποίος παρουσίασε τον Βέμπερ ως μια μορφή που αφενός προέβλεψε το «τέλος της ιστορίας» και αφετέρου έβλεπε με απογοήτευση την έλευση αυτού του τέλους.13
Σε ένα νεώτερο δοκίμιό του δημοσιευμένο στο τμήμα κριτικής βιβλίου της εφημερίδας New York Times, ο Φουκουγιάμα συσχετίζει το απαισιόδοξο όραμα του Βέμπερ για το μέλλον του σύγχρονου κόσμου με την πορεία του κόσμου προς τον εκδημοκρατισμό, προς την ειρήνη και την ευημερία. Κατά παράδοξο τρόπο, μολονότι ο Φουκουγιάμα αφήνει να εννοηθεί ότι επανεξετάζει την δική του σκοτεινή άποψη περί «τέλους της ιστορίας», ωστόσο εξακολουθεί αποδέχεται χωρίς δεύτερη σκέψη το πορτραίτο του Βέμπερ που φιλοτέχνησε ο Στράους:
Πρέπει αναρωτηθούμε αν αυτό που ήταν άτοπο [στο βιβλίο Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού] ήταν η νοσταλγία του Βέμπερ για την πνευματική αυθεντικότητα – δηλαδή ό,τι θα μπορούσε να ονομαστεί ο Νιτσεϊκός του προσανατολισμός· και επίσης, να αναρωτηθούμε αν, τελικά, το να ζεις μέσα στο σιδερένιο κλουβί του σύγχρονου ορθολογισμού είναι τόσο τρομερό πράγμα.14
Αυτός ο τρόπος κατανόησης του Βέμπερ έχει γίνει σχεδόν κανόνας και δεν χρειάζεται περαιτέρω ερμηνεία ή διερεύνηση, παρά μόνον να ρίξει κανείς μια ματιά σε μερικές γραμμές του βιβλίου του Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού.
[«Ειδήμονες χωρίς πνεύμα, ηδονιστές χωρίς καρδιά». Η δυστοπία της νέας αριστοκρατικής και γραφειοκρατικής κοινωνίας]
Μολονότι υπάρχει ο κίνδυνος να κάνουμε τον Βέμπερ λιγότερο ενδιαφέροντα και λιγότερο εσωτερικά διχασμένο, είναι αναγκαίο να τονισθεί ότι ο Βέμπερ διαχώρισε με πολλή σαφήνεια τη δική του θέση από τη θέση του Νίτσε.
Κατά πρώτο λόγο, ο Βέμπερ αμφισβήτησε ευθέως την άποψη του Νίτσε ότι οι σωτηριολογικές θρησκείες, οι «θρησκείες της απολύτρωσης», προκύπτουν και τρέφονται από την «μνησικακία» των στρωμάτων που μειονεκτούν κοινωνικά. Κατά τον Βέμπερ, το ουσιώδες χαρακτηριστικό της θρησκευτικότητας των στρωμάτων αυτών είναι η προσδοκία ενός «μέλλοντος που βρίσκεται πέρα από το παρόν», ενώ, αντίθετα, οι ομάδες με υψηλό κοινωνικό status και πλεονεκτική θέση είναι ικανοποιημένες με το πώς είναι τα πράγματα στο παρόν· το δικό τους «βασίλειο είναι τούτου εδώ του κόσμου».15 Συνεπώς, αν αποδεχτούμε την άποψη ότι ο Βέμπερ εκτιμούσε την εσωτερική σύγκρουση και την θεωρούσε προϋπόθεση της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, τότε, για τον Βέμπερ, το αυτάρεσκο αριστοκρατικό ήθος των ικανοποιημένων με τον εαυτό τους, είναι αυτό που καταβάλλει και υποτάσσει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου ή την «αληθινά ανθρώπινη ζωή», η οποία χαρακτηρίζεται από την αυτο-υπέρβαση του εαυτού και την αφοσίωση σε μια υπόθεση ή σε ένα ιδεώδες υψηλότερο από τον εαυτό. Από την άλλη πλευρά,
η «αίσθηση της αξιοπρέπειας των κοινωνικά καταπιεσμένων στρωμάτων» τρέφεται πολύ πιο εύκολα με την πίστη ότι σ' αυτά έχει ανατεθεί μια ιδιαίτερη «αποστολή», ότι την αξία τους την εγγυάται ή την συγκροτεί μια ηθική επιταγή ή τα λειτουργικά τους επιτεύγματα [η κρίσιμη συμβολή τους στη λειτουργία ενός «όλου» πέρα από αυτά τα ίδια]. Έτσι η αξία τους μετατίθεται σε κάτι άλλο πέρα από αυτά τα ίδια, σε ένα «εγχείρημα» που έθεσε ενώπιόν τους ο Θεός.16
Σε αντίθεση με τον Νίτσε ο Βέμπερ δεν έβλεπε την αριστοκρατική κοινωνία ως στήριγμα της ευγένειας.17 [...]
Η περιφρόνηση που αισθανόταν ο Βέμπερ για την αυτάρεσκη στάση, χαρακτηριστική των στρωμάτων που κατέχουν πλεονεκτική κοινωνική θέση, συνδέεται με την ανησυχία του για ένα μέλλον με «ειδήμονες χωρίς πνεύμα, ηδονιστές χωρίς καρδιά». Αυτός, για το μέλλον δεν ανέμενε μια ανεπανόρθωτη δημοκρατική ισοπέδωση· αντιθέτως, είχε τον φόβο ότι η ιστορία του ανθρώπου κινείται προς μια νέα αριστοκρατία ή ένα νέο γραφειοκρατικό σύστημα με κάστες, το οποίο θα είναι πολύ περισσότερο απρόσβλητο και ανθεκτικό από παλαιότερα κοινωνικά συστήματα έντονα άνισης διαστρωμάτωσης.18 Ο Βέμπερ έβλεπε την ανθρώπινη κοινωνία να βαίνει προς μια δυστοπία, στην οποία η διαίρεση της εργασίας όχι μόνον δεν θα λάβει τέλος, αλλά θα στερεωθεί και οχυρωθεί.19 Οι «ειδήμονες χωρίς πνεύμα» αντιπροσωπεύουν μια νέα γραφειοκρατική «κάστα», η οποία θα φροντίζει να ικανοποιεί τις επιθυμίες των προνομιούχων υπηκόων της «ηδονιστών χωρίς καρδιά». Το σήμα κινδύνου που τρόμαξε τον Βέμπερ ήταν αυτή η ικανοποίηση των επιθυμιών η συναρτημένη με την προνομιούχο θέση των ικανοποιούμενων και η «παθητική στάση των κοινωνικά αδύναμων», υπό την εξουσία μιας νέας αριστοκρατίας.20
[«Το κέλυφος για τη νέα υποταγή είναι παντού έτοιμο» - H ιστορία γεννάει διαρκώς νέες «αριστοκρατίες» και «αυθεντίες» - Παίρνουμε το μέρος της «αυτονομίας του ατόμου» και της «δημοκρατίας» παλεύοντας «ενάντια στο ρεύμα» των συμφερόντων – Ο «σιδηρούς νόμος της ολιγαρχίας»]
[«Το κέλυφος για τη νέα υποταγή είναι παντού έτοιμο» - H ιστορία γεννάει διαρκώς νέες «αριστοκρατίες» και «αυθεντίες» - Παίρνουμε το μέρος της «αυτονομίας του ατόμου» και της «δημοκρατίας» παλεύοντας «ενάντια στο ρεύμα» των συμφερόντων – Ο «σιδηρούς νόμος της ολιγαρχίας»]
Τα πιο ενδεικτικά κείμενα για τις πολιτικές συμπάθειες του Μαξ Βέμπερ και για τους φόβους του για το μέλλον – «Zur Lage der bürgerlichen Demokratie in Russland» [Για την κατάσταση της αστικής δημοκρατίας στην Ρωσία] και «Russlands Übergang zum Scheinkonstitutionalismus» [Η μετάβαση της Ρωσίας σε ένα πολίτευμα με προσωπείο συνταγματικής δημοκρατίας] – δεν υπάρχουν στην συγκεντρωτική έκδοση των πολιτικών κειμένων του Βέμπερ (Gesammelte Politische Schriften) στην οποία παραπέμπει ο Στράους στο βιβλίο του Φυσικό Δίκαιο και Ιστορία. Όμως είναι λογικό να υποθέσουμε ότι γνώριζε τις δύο αυτές μονογραφίες· μάλιστα, ένα μεγάλο απόσπασμα της πρώτης περιλαμβάνονταν στην εισαγωγή της συλλογής γραπτών του Βέμπερ From Max Weber – Essays in Sociology, μεταφρασμένων στην Αγγλική γλώσσα και επιμελημένων από τους Gerth και Mills (1946). Το κομμάτι που ακολουθεί είναι από το απόσπασμα αυτό:
Εάν επρόκειτο να στηριχτούμε στα σύννομα παράγωγα αποτελέσματα των υλικών συμφερόντων ως προωθητικά μέσα για την ανάπτυξη της δημοκρατίας και της αυτονομίας του ατόμου, τότε ελάχιστες δυνατότητες και ευκαιρίες για την δημοκρατία και την αυτονομία του ατόμου φαίνονται να υπάρχουν σήμερα. Γιατί, στο βαθμό που μπορούμε να διακρίνουμε καθαρά, βλέπουμε ότι η εξέλιξη των υλικών συμφερόντων οδηγεί προς την αντίθετη κατεύθυνση […] Το κέλυφος για τη νέα υπoταγή [Gehäuse für die neue Hörigkeit] είναι παντού έτοιμο. Εν όψει όλων αυτών, εκείνοι που μονίμως φοβούνται ότι στον κόσμο του μέλλοντος ίσως θα υπάρχει υπερβολικά πολλή «δημοκρατία» και «αυτονομία του ατόμου» και υπερβολικά λίγη «αυθεντία», «αριστοκρατία», «σεβασμός προς τις εξουσίες» και τα λοιπά, μπορούν να ηρεμήσουν. Το μόνο πράγμα που αφθονεί υπερβολικά, είναι η πρόνοια για να μην υψωθούν ψηλά προς τον ουρανό τα δέντρα της δημοκρατικής αυτονομίας του ατόμου. Όλη η εμπειρία δείχνει ότι η «ιστορία» γεννάει διαρκώς και ανελέητα νέες «αριστοκρατίες» και «αυθεντίες»· και εκείνοι που τις θεωρούν αναγκαίες για τους εαυτούς τους και για «τον λαό», μπορούν άνετα να προσκολληθούν σ΄ αυτές [...] Υποστηρίζουμε την «αυτονομία του ατόμου» και είμαστε με το μέρος των «δημοκρατικών» θεσμών παλεύοντας «ενάντια στο ρεύμα», που του δίνουν κατεύθυνση και σχήμα οι «όχθες» των υλικών συμφερόντων.21Αυτό που πιστεύει ο Στράους, δηλαδή ότι ο Βέμπερ φαντάζεται ένα νέο σύστημα με κάστες να αναδύεται μέσα από την υπάρχουσα κατάσταση, ο δεύτερος το δηλώνει σαφώς στον τόμο με τα πολιτικά γραπτά του.22 Όπως παρατηρεί ο Στράους, ένα σύστημα με κάστες είναι εγγενώς αντίθετο με το πώς αντιλαμβάνεται ο καθένας το «δικαιϊκό σύστημα» του «φυσικού δικαίου που πρεσβεύει την ισότητα». Συνεπώς δεν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ των ιδεών του Βέμπερ για το δίκαιο και των φόβων του για το μέλλον.
Η περίφημη έκφραση «σιδηρούς νόμος της ολιγαρχίας» ανήκει στον μαθητή του Βέμπερ Ρομπέρτο Μίχελς (Roberto Michels),23 ο οποίος ήταν αναμφισβήτητος μαθητής του, πράγμα που ισχύει πολύ λιγότερο για τον Καρλ Σμιτ. Εν όψει της αναπόφευκτης τάσης για ολιγαρχία, ο Μίχελς θεωρούσε τους φόβους του Νίτσε για τον «τελευταίο άνθρωπο» ανακόλουθους και παράλογους: «To φάντασμα που τρόμαξε και ενόχλησε κάποτε τόσο πολύ τον Νίτσε - πως ο καθένας θα μπορεί να γίνει αξιωματούχος των “μαζών”, των “πληβείων”- πρέπει να διαλυθεί εντελώς μπροστά στο φως της πραγματικότητας· γιατί το δικαίωμα να γίνουν αξιωματούχοι το έχουν όλοι, αλλά τη δυνατότητα ελάχιστοι».24 […]
Λίγοι μελετητές θα διαφωνήσουν, νομίζω, με την άποψη ότι ο Βέμπερ ήταν άνθρωπος που βασανιζόταν μέσα του [και άτομο με μεγάλες αντιφάσεις στην επιστημονική, πολιτική και προσωπική του ζωή]· και η διαπίστωση του Στράους ότι ο Βέμπερ αξιολογούσε θετικά την εσωτερική σύγκρουση, δεν πέφτει έξω. Ο Βέμπερ επανειλημμένα δήλωσε σαφώς ότι κατά τη γνώμη του, η αριστεία του ανθρώπου συνίσταται στο να ανθίσταται στις φυσικές και συναισθηματικές του παρορμήσεις και να πράττει σύμφωνα με καθήκοντα που ο ίδιος επιβάλλει στον εαυτό του.25 Την ηθική ιδιοσυγκρασία του Βέμπερ την κατακλύζει ένα πνεύμα αποποίησης των παρορμήσεων. Σε μια επιστολή του Βέμπερ, στην οποία ασκεί κριτική στον μαθητή του Φρόιντ Otto Gross, μπορεί κανείς να βρει ενδείξεις που επιβεβαιώνουν την άποψη του Στράους για την ηθική στάση του Βέμπερ. Ο Βέμπερ γράφει ότι
όλα τα ηθικά συστήματα, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους, μπορούν να χωριστούν σε δύο μεγάλες ομάδες: Υπάρχει ένα ήθος «ηρωικό», που απαιτεί από τους ανθρώπους να τηρούν αρχές τις οποίες γενικά δεν είναι σε θέση να εφαρμόσουν, παρά μόνον στις πιο σημαντικές, έκτακτες περιστάσεις της ζωής τους· όμως αυτές οι αρχές χρησιμεύουν ως οδοδείκτες για να δείχνουν τον δρόμο στην χωρίς τέλος επίμονη προσπάθεια του ανθρώπου. Και υπάρχει το «ήθος του μέσου όρου», που μένει ικανοποιημένο με το να αποδέχεται ότι η «φύση» του ανθρώπου, όπως εκδηλώνεται στην καθημερινή ζωή του, θέτει ένα μέγιστο στις επιτρεπτές απαιτήσεις. Μου φαίνεται πως μόνον η πρώτη κατηγορία, το «ηρωικό ήθος», έχει το δικαίωμα να αυτοαποκαλείται «ιδεαλισμός», και ότι στην κατηγορία αυτή ανήκει τόσο η ηθική της αρχέγονης μορφής του Χριστιανισμού, όσο και η Καντιανή ηθική· και η μία και η άλλη εκκινούν από μια εκτίμηση της «φύσης» του μέσου ανθρώπου απαισιόδοξη σε σύγκριση με τα δικά τους ιδεώδη.26Σε τελευταία ανάλυση, ακόμη και αν ο Βέμπερ ανέπτυσσε πράγματι εσωτερικές αντιστάσεις εναντίον μιας κατάστασης ειρήνης και ευτυχίας, αυτό δεν είναι κάτι ακατανόητο ή παράδοξο και, μάλλον δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο. Οι πιο πολλοί άνθρωποι έχουν την αίσθηση ότι ένα τέλος όλων των συγκρούσεων θα έφερνε μαζί του και πράγματα δυσάρεστα, κάτι που απο-ανθρωποποιεί. Για όποιον θέλει να κατανοήσει τα ανθρώπινα πράγματα – τον κοινωνικό επιστήμονα – ή να διαμορφώσει την ιστορία του ανθρώπου – τον πολιτικό, ίσως είναι απαραίτητο να είναι ανοιχτός σ' αυτό το παράδοξο που φωλιάζει στον πυρήνα της ανθρώπινης κατάστασης: Στο γεγονός ότι επιθυμούμε μεν το τέλος των συγκρούσεων, αλλά ταυτόχρονα το βλέπουμε και ως κάτι απωθητικό. Ωστόσο, ανεξάρτητα από το εάν ο Βέμπερ βίωνε αυτό το παράδοξο - και ανεξάρτητα από την ένταση με την οποία το βίωνε -, μια ορθή κατανόηση των απόψεων του Βέμπερ για την ηθική και την πολιτική δεν μπορεί να στηρίζεται στην υπόθεση ότι και αυτός συμμεριζόταν την άποψη του Νίτσε περί της επερχόμενης ισότητας που υποβαθμίζει και εκφυλίζει.
Ο Βέμπερ ήταν ηθικά δεσμευμένος στην υπόθεση της ισότητας μεταξύ των ανθρώπων και αυτό δεν αντιφάσκει με τους φόβους του για το μέλλον. Κατά την άποψη του Βέμπερ, δεν είναι πραγματοποιήσιμο το «όνειρο της ειρήνης και της ευτυχίας» που αναφέρει ο Στράους. Σ' εκείνους που ονειρεύονται το όνειρο αυτό, o Βέμπερ δίνει τη συμβουλή να διαβάσουν την επιγραφή πάνω από την πύλη του άγνωστου μέλλοντος της ιστορίας του ανθρώπου: Γράφει «lasciate ogni speranza»27 - «ξεχάστε κάθε ελπίδα» («όσοι μπαίνετε εδώ μέσα») - όπως γράφει η επιγραφή πάνω από την πύλη της κόλασης στην Κόλαση του Δάντη, Canto III, 9.
Όσο καιρό θα υπάρχει ιεραρχική οργάνωση της εξουσίας, θα υπάρχουν στην ανθρώπινη κατάσταση εντάσεις, ανταγωνισμοί, συγκρούσεις. Στο δυστοπικό όραμα του Βέμπερ για το μέλλον, η εκβιασμένη παθητικότητα των κοινωνικά αδύναμων δεν είναι ταυτόσημο πράγμα με την ειρήνη.
Υποσημειώσεις
Υποσημειώσεις
1 Weber,
Max: Gesammelte
Politische Schriften,
Μόναχο
1921,
σ.
128 για
το
(1)
και
σ. 213 για το (2), καθώς επίσης Weber,
Max: Political
Writings,
Cambridge
1994,
σ.
132
για
το
(1)
και
σ. 222 για το (2)
2 [Πλάτων: Επιστολή Ζ'. Εισαγωγή, μτφ., σημειώσεις Ηρώ Ε. Κορμπέτη, Στιγμή, Αθήνα, 1997 - βλ. → 324d], Αγγλ. έκδοση
The Collected Dialogues of Plato Including the
Letters, E. Hamilton και
H. Cairns (επιμ.),
Princeton, 1961, σ.
1575 (324d 7-8) και
Strauß: The City and Man
1964,
σ. 131.
3 Strauß,
Leo
: What
is Political Philosophy? And Other Studies,
Westport Conn.,
1959,
σ.
55.
4 Strauß, Leo : Liberalism Ancient and Modern, Σικάγο, 1968, σ. 39. Ο Στράους επισημαίνει επίσης εδώ (σ. 38), ότι ο Πλάτων χρησιμοποιεί αυτό το σχήμα των «πέντε εποχών» και στην Πολιτεία
5 Ησίοδος : [Εκλογές από τον Ησίοδο. Θεογονία, Έργα και Ἠοῖαι, μτφ. Δ.Ν. Μαρωνίτης, Άγρα, Αθήνα 2009], (αγγλ.
έκδ. Theogony,
Works and Days, Οξφόρδη,
2004, σ. 40)
6 Για
τα παραπάνω βλ. Nisbet, Robert :
History of the Idea of Progress,
Ν. Υόρκη, 1980, σ. 136-137 και
Davis, J.C. : Utopia
and the Ideal Society. A Study of English Utopian Writing, 1516 –
1700, Cambridge, 1981,
σ. 35.
7 Strauß,
Leo
: Thoughts
on Machiavelli,
Σικάγο,
1958,
σ.
32,
σ.
165-166. [Για τους χιλιαστές] βλ.
και
Strauß,
1959 (βλ. σημ. 3), σ. 45
8 Strauß, Leo: «Notes on Carl Schmitt, The Concept of the Political», στο: Schmitt, Carl: The Concept of the Political, Σικάγο, 1976, σ. 89-90
8 Strauß, Leo: «Notes on Carl Schmitt, The Concept of the Political», στο: Schmitt, Carl: The Concept of the Political, Σικάγο, 1976, σ. 89-90
9 Nietzsche,
Friedrich: The
Use and Abuse of History, Ινδιανάπολη,
1957, σ. 57
10 Weber, 1994 (βλ. σημ. 1), σ. 15
11 Strauß, 1959 (βλ. σημ. 3), σ. 23
12 Strauß. 1959 (βλ. σημ. 3), σ. 23 και Behnegar, Nasser: Leo Strauß, Max Weber and the Scientific Study of Politics, Σικάγο, 2003 σ. 114
13 Fukuyama, Francis: Τhe Εnd of Ηistory and the Last Man 1992, σ. 68-69 [ελλ. έκδοση: Το Τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος, Λιβάνης, Αθήνα 1993]
15 Weber, Max: From Max Weber – Essays in Sociology, μτφ./επιμ. Hans Gerth, C.Wright Mills, Ν. Υόρκη 1946, σ. 276
16 Weber, ό.π, σ. 276-277. Επίσης Weber, Max : Gesammelte Aufsätze zur Religionssoziologie. Band 1: Vorbemerkung, Die protestantische Ethik und der Geist des Kapitalismus, Die protestantischen Sekten und der Geist des Kapitalismus, Die Wirtschaftsethik der Weltreligionen (Einleitung; Teil 1: Konfuzianismus und Taoismus), Zwischenbetrachtung, Tübingen 1920, σ. 248. [Στην παγκόσμια λογοτεχνία της νεωτερικής εποχής υπάρχουν άφθονα παραδείγματα αυτής της στάσης. Χαρακτηριστικό είναι, λόγου χάρη, το πώς αντιμετωπίζει το καθήκον, τη μοίρα, και τελικά το πρόβλημα της ηθικής, ο μικρός και αδύναμος Χόμπιτ Φρόντο στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών του Tolkin]
17 Nietzsche, Friedrich : Beyond Good and Evil, 1966, σ. 201 [ελλ. έκδοση: Πέρα από το Καλό και το Κακό, 2010]
18 Weber,
1994
(βλ.
σημ. 1),
σ.
158-159
19 Titunik, Regina F. : «The Continuation of History. Max Weber on the Advent of a New Aristocracy», στο The Journal of Politics, 59 (3), 1997, σ. 680 – 700 και Strong, στο Horowitz, A. και Maley., T. (επιμ.) : The Barbarism of Reason. Max Weber and the Twilight of the Enlightenment, Τορόντο, 1994, σ. 121-122, 126-127
20 Weber,
1994
(βλ.
σημ. 1),
σ.
69,
152, 159
21 Weber, 1946 (βλ. σημ. 15) σ. 71
Στην ελληνική μετάφραση παραλείφθηκαν μικρά τμήματα του πρωτότυπου. [Οι μικροί μεσότιτλοι χωρίς έντονους χαρακτήρες που βρίσκονται μέσα σε αγκύλες, προστέθηκαν στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση. Το ίδιο ισχύει για τις άλλες παρεμβολές μέσα σε αγκύλες καθώς και για τις επιμέρους επικεφαλίδες του πρώτου, δεύτερου και τρίτου μέρους]
21 Weber, 1946 (βλ. σημ. 15) σ. 71
22 Weber,
1921
(βλ,
σημ. 1)
σ.
151-152,
23 Michels,
Roberto: Political Parties - A Sociological Study of the Oligarchical Tendencies of Modern Democracy, Routledge, 1999, σ.
342-356
24 Michels,
ό.π.
σ. 167
25 Weber,
Max: The Methodology of the Social
Science, Ν.
Υόρκη 1949, σ. 18, Weber, Max:
Roscher and Knies,
αγγλ. μτφ.
G. Oakes, Ν. Υόρκη 1975,
σ. 192, Weber, Max: The
Protestant Ethic and the Spirit of Capitalism,
αγγλ. μτφ.
Talcott Parsons, Ν. Υόρκη 1958,
σ. 119.
26 Weber,
Max: Max Weber,
Selections in Translation, W.G.
Runciman (επιμ.), E.
Matthews (μτφ.), Cambridge,
1978, σ.
385-386
27 Weber,
1994
(βλ.
σημ. 1),
σ.
14-15
→ Σημείωση: Μεγάλο μέρος του έργου του Max Weber έχει εκδοθεί στην Ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Σαββάλας
→ Σημείωση: Μεγάλο μέρος του έργου του Max Weber έχει εκδοθεί στην Ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Σαββάλας
→ Μέρος 3 : [Η Στωική στάση του Μαξ Βέμπερ: «Να αντέχουμε ανδροπρεπώς» το βάρος που βάζει στους ώμους μας «η μοίρα της εποχής μας»] |
Μέρος 1 ← : [Φιλελεύθερη δημοκρατία,
«πολυθεϊσμός των αξιών», ασυμφιλίωτη «πάλη των θεών» μεταξύ τους] |
H Regina F. Titunik (1957 - 2009) ήταν καθηγήτρια της πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο της Χαβάης (Hilo). Γεννήθηκε στην Αγγλία, μεγάλωσε στο Άνν Άρμπορ του Μίσιγκαν. Σπούδασε κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτων. Μεταπτυχιακές σπουδές στην πολιτική επιστήμη στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Στις κύριες ερευνητικές της δραστηριότητες περιλαμβάνονταν το έργο του Μαξ Βέμπερ, η εξέλιξη του πολιτικού καθεστώτος της Κίνας και οι προοπτικές της δημοκρατίας στη μεγαλύτερη χώρα του κόσμου, καθώς και η κοινωνιολογία της στρατιωτικής ζωής.
Εργάστηκε κατά διαστήματα ως ερευνήτρια μελετώντας τους τοπικούς πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς στην Ιταλία, στην Ζάμπια, στο Τρινιτάντ και Τομπάγκο, καθώς και στην Ιαπωνία, χώρα καταγωγής του συζύγου της Naoto Yoshikawa, καθηγητή στο τμήμα διεθνών σπουδών του πανεπιστημίου Tokai, Τόκιο. Πέθανε πρόωρα (περίπου στην ίδια ηλικία όπως και ο Μαξ Βέμπερ, με το έργο του οποίου ασχολήθηκε εξαντλητικά ως ερευνήτρια).
Εργάστηκε κατά διαστήματα ως ερευνήτρια μελετώντας τους τοπικούς πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς στην Ιταλία, στην Ζάμπια, στο Τρινιτάντ και Τομπάγκο, καθώς και στην Ιαπωνία, χώρα καταγωγής του συζύγου της Naoto Yoshikawa, καθηγητή στο τμήμα διεθνών σπουδών του πανεπιστημίου Tokai, Τόκιο. Πέθανε πρόωρα (περίπου στην ίδια ηλικία όπως και ο Μαξ Βέμπερ, με το έργο του οποίου ασχολήθηκε εξαντλητικά ως ερευνήτρια).
Σημαντικά δοκίμιά της Regina Titunik για τον Μαξ Βέμπερ, μεταξύ άλλων, είναι:
«Democracy, Domination, and Legitimacy in Max Weber's Thought», στο βασικό συλλογικό έργο αναφοράς για τον Βέμπερ των Ch. Camic, Phil. Gorski και D. Trubek (επιμ.): Max Weber's Economy and Society: A Critical Companion, Stanford University Press, 2005
«The Continuation of History: Max Weber on the Advent of a New Aristocracy», στο Journal of Politics, τ. 59, No. 3 (Αύγ. 1997)
«Status, vanity and equal dignity in Max Weber's political thought», στο περιοδ. Economy and Society, τ. 24, 1995, τευχ. 1
«The Continuation of History: Max Weber on the Advent of a New Aristocracy», στο Journal of Politics, τ. 59, No. 3 (Αύγ. 1997)
«Status, vanity and equal dignity in Max Weber's political thought», στο περιοδ. Economy and Society, τ. 24, 1995, τευχ. 1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου