του Τόμας Φρίκε
Η επεισοδιακή σύνοδος των G20 στο Αμβούργο ήταν μια καλή αφορμή και για μια ακτινογραφία της οικοδέσποινας Γερμανίας. Όμως, όχι τόσο υπό το βολικό για τα μέσα ενημέρωσης πρίσμα των επεισοδίων, του γιγαντιαίου μπάχαλου και πώς αυτό επισκίασε τις εκδηλώσεις των πολιτών στην πόλη της Βόρειας Θάλασσας (και ποιοί ωφελούνται από τέτοιου είδους επισκιάσεις), του συνακόλουθου προβληματισμού για το τί σημαίνει δημοκρατική έκφραση της γνώμης, τί είναι δημοκρατική εσωτερική πολιτική στον πολιτικό πολιτισμό των ευρωπαϊκών χωρών κτλ. Αλλά κυρίως υπό το φώς των πραγματικών δεδομένων για την κατάσταση της γερμανικής οικονομίας και κοινωνίας, σε σχέση με τις εξελίξεις στον κόσμο.
Εάν οι σύνεδροι του τελευταίου G-20 στο Αμβούργο είχαν προετοιμαστεί για την επίσκεψή τους στη
Γερμανία παίρνοντας συμβουλές από γερμανικές εφημερίδες, θα είχαν μείνει με την εντύπωση πως θα φιλοξενούνταν σε μια χώρα σχεδόν αφόρητα τέλεια: Χώρα-πρωταθλήτρια στις εξαγωγές, χώρα που δεν δημιουργεί νέα χρέη και, τώρα πιά, δεν έχει (σχεδόν) καθόλου λαϊκιστές· επιπλέον έχει κάνει και προόδους στην κατάκτηση της αιώνιας ζωής - τουλάχιστον στην καγκελαρία. Μεγαλύτερη πολιτική σταθερότητα είναι αδύνατη. Είναι η χώρα των παγκόσμιων πρωταθλητών ποδοσφαίρου και πατρίδα του καγκελάριου της επανένωσης των δύο Γερμανιών. Αλλά και χώρα όπου οι άνθρωποι δεν έχουν κατάλληλες θέσεις εργασίας ακριβώς επειδή δεν εκπαιδεύονται κατάλληλα για να έχουν.
Και πως μπορούν και ισχυρίζονται κάποιοι ότι, απλά, στη χώρα αυτή «όλα πάνε καλά»; Αυτή δεν είναι η επίσημη διάγνωση της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης; Άν ξέφευγε μια τέτοια φράση από το στόμα του Ντόναλντ Τραμπ, αυτός δεν θα γινόταν ποτέ Πρόεδρος [...]
Θα μπορούσαμε πάντως να θυμίσουμε στους συνέδρους που ζηλεύουν τη Γερμανία, ότι η καγκελάριός της αισθάνεται βαθιά μέσα της ως ένα είδος ανώτατου εκφραστή της αυτοσυγκράτησης και της υποβάθμισης των πραγματικών γεγονότων, ιδίως τώρα που μόλις άρχισε η προεκλογική εκστρατεία - και αυτή προκαλεί σε μερικούς από τους κυβερνητικούς παράγοντες κάποια διαταραχή της αντίληψης του ενός ή του άλλου τύπου.
Όσο για την αίσθηση πως οι τωρινοί άνθρωποι είναι σε καλύτερη κατάσταση από όλους όσοι έχουν ζήσει στη Γερμανία παλιότερα, οι ερευνητές λένε ότι δεν είναι και τόσο σίγουροι εάν οι άνθρωποι της Λίθινης Εποχής δεν ήταν πιο ευτυχισμένοι απο τους τωρινούς (παρόλο που δεν είχαν την Μέρκελ). Τέλος, ο ισχυρισμός ότι η Γερμανία δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα με την παγκοσμιοποίηση είναι φυσικά και αυτός ψευδής: Ζούμε σε μια εξαγωγική χώρα, στην οποία όμως πάρα πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι η παγκοσμιοποίηση δεν πρόσφερε σ΄ αυτούς κανένα πλεονέκτημα.
Θα μπορούσαμε πάντως να θυμίσουμε στους συνέδρους που ζηλεύουν τη Γερμανία, ότι η καγκελάριός της αισθάνεται βαθιά μέσα της ως ένα είδος ανώτατου εκφραστή της αυτοσυγκράτησης και της υποβάθμισης των πραγματικών γεγονότων, ιδίως τώρα που μόλις άρχισε η προεκλογική εκστρατεία - και αυτή προκαλεί σε μερικούς από τους κυβερνητικούς παράγοντες κάποια διαταραχή της αντίληψης του ενός ή του άλλου τύπου.
Όσο για την αίσθηση πως οι τωρινοί άνθρωποι είναι σε καλύτερη κατάσταση από όλους όσοι έχουν ζήσει στη Γερμανία παλιότερα, οι ερευνητές λένε ότι δεν είναι και τόσο σίγουροι εάν οι άνθρωποι της Λίθινης Εποχής δεν ήταν πιο ευτυχισμένοι απο τους τωρινούς (παρόλο που δεν είχαν την Μέρκελ). Τέλος, ο ισχυρισμός ότι η Γερμανία δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα με την παγκοσμιοποίηση είναι φυσικά και αυτός ψευδής: Ζούμε σε μια εξαγωγική χώρα, στην οποία όμως πάρα πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι η παγκοσμιοποίηση δεν πρόσφερε σ΄ αυτούς κανένα πλεονέκτημα.
Πάρα πολλοί χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι και στη Γερμανία
Στην πραγματικότητα, εμείς οι Γερμανοί θα μπορούσαμε να πούμε στους άλλους των G20 ότι έχουμε και εδώ κοινωνικές ομάδες εξίσου πολυπληθείς με τις αντίστοιχες στις Ηνωμένες Πολιτείες του Tραμπ ή στην Brexit-ανία, οι οποίες δεν είδαν καμία αύξηση του πραγματικού εισοδήματός τους εδώ και αρκετές δεκαετίες. Και ότι σε παγκόσμιο επίπεδο, η Γερμανία είναι περίπτωση χώρας παραδειγματική για το μεγάλο ποσοστό εργαζομένων που λαμβάνουν χαμηλούς μισθούς· τόσο χαμηλούς, ώστε κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει καλά με αυτούς σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Κάτι τέτοιο το έχουν καταφέρει τόσο «καλά» μόνον μερικές από τις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες. Βρισκόμαστε λοιπόν στην ίδια βάρκα με πολλούς άλλους των G20.
Ένα άλλο παράδοξο λάθος είναι το γεγονός πως μερικοί εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν την Γερμανία ως την παγκόσμια πρωταθλήτρια των εξαγωγών - ωστόσο, αυτό το λάθος οφείλεται σε ένα μικρό μαθησιακό πρόβλημα. Εδώ και μερικά χρόνια, με βαρχύβια διαλείμματα, οι πρώτοι στις εξαγωγές εμπορευμάτων είναι οι Κινέζοι, όχι οι Γερμανοί. Άν μάλιστα συνυπολογίσουμε στο σύνολο των εξαγωγών και τις εξαγωγές υπηρεσιών, προηγούνται σαφώς οι Αμερικανοί και οι Κινέζοι, έχοντας ποσοστό 10,8 % των ολικών παγκόσμιων εξαγωγών η καθεμία από τις δύο αυτές χώρες, ενώ εμείς οι Γερμανοί με το 7,6 % ερχόμαστε τρίτοι με αρκετή διαφορά. Το σκορ δεν είναι πάντως κακό, άν λάβουμε υπόψη ότι η Γερμανία είναι «λίγο» μικρότερη χώρα απο την Κίνα και τις ΗΠΑ.
Αν η Γερμανία προηγείται σε κάτι, αυτό είναι το εξής: εξάγει πολύ περισσότερα από όσα εισάγει. Έτσι, το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο ανέρχεται σε 260 δισεκατομμύρια δολάρια για το τρέχον έτος, είναι σχεδόν 100 δισεκατομμύρια υψηλότερο από το αντίστοιχο πλέονασμα της κινεζικής οικονομίας. Αυτό όμως δεν συνέβη κατά πρώτο λόγο επειδή η βιομηχανία μας είχε καταφέρει και συνεχίζει να βελτιώνει διαρκώς την ανταγωνιστικότητά της - όπως ισχυρίζονται διαρκώς οι εντόπιοι πανηγυριώτες οικονομολόγοι - αλλά κυρίως επειδή η Γερμανία εισάγει από το εξωτερικό πολύ λίγα πράγματα αναλογικά με το μέγεθός της. Αυτό είναι το «γερμανικό πρόβλημα», όπως το συνοψίζει εύστοχα ο βρετανικός «Economist».
Ως προς την ανταγωνιστικότητα, συμβαίνει το αντίστροφο από τα θρυλούμενα: η Γερμανία μόλις και μετά βίας έχει βελτιώσει την θέση της τα τελευταία χρόνια. Από το 2012 μέχρι σήμερα οι εξαγωγές της αυξήθηκαν τόσο περίπου, όσος είναι ο μέσος όρος αύξησης της ζήτησης για εισαγωγές στο σύνολο των αγορών του εξωτερικού. Από το 2011, η ετήσια αύξηση των εξαγωγών είναι μόλις πάνω από το θλιβερό 2 % - πράγμα που, εκτός των άλλων, είναι επακόλουθο της υφέρπουσας απο-παγκοσμιοποίησης.
Ωστόσο, ακόμη και αυτά μπορούν να κάνουν κάποιους να ζηλεύουν την Γερμανία. Αλλά το κρίσιμο ερώτημα είναι, αν το μοντέλο της Γερμανίας εξακολουθεί να λειτουργεί στη νέα εποχή της «καταβεβλημένης» παγκοσμιοποίησης και της επιταχυνόμενης ψηφιοποίησης.
Υπάρχουν λοιπόν αρκετοί λόγοι για να βλέπει κανείς πολύ πιο κριτικά την κατάσταση της Γερμανίας. Και ο κατάλογος των ευρημάτων με τα όχι και τόσο λαμπρά επιτεύγματά της, μπορεί βέβαια, άν χρειάζεται, να γίνει ακόμη μεγαλύτερος.
Είναι σαφές ότι η Γερμανία έχει εφέτος ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Μόνον που ο υπουργός Οικονομικών μας ποτέ δεν έχει εφαρμόσει σ' αυτή τη χώρα την λιτότητα, για την οποία τόσο αρέσκεται να πανηγυρίζει, προβάλλοντας την ως αυτό που έφερε τον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Ο υπουργός οικονομικών Σόιμπλε εξοικονόμησε απροσδόκητα 200 δις ευρώ και κάτι παραπάνω, χάρις στα χαμηλά επιτόκια - για τα οποία, όμως, επιπλήττει τον επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Mario Draghi, θέλοντας να παραστήσει στους πολίτες τον πρωταθλητή της εξοικονόμησης. Βέβαια, χωρίς αυτά τα 200 δις ευρώ, η Γερμανία δεν θα είχε ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Γι' αυτόν τον λόγο λοιπόν, η Γερμανία είναι χώρα-πρότυπο μόνον υπό την εξής αυστηρή έννοια: Ήταν τυχερή.
Στην πραγματικότητα, εμείς οι Γερμανοί θα μπορούσαμε να πούμε στους άλλους των G20 ότι έχουμε και εδώ κοινωνικές ομάδες εξίσου πολυπληθείς με τις αντίστοιχες στις Ηνωμένες Πολιτείες του Tραμπ ή στην Brexit-ανία, οι οποίες δεν είδαν καμία αύξηση του πραγματικού εισοδήματός τους εδώ και αρκετές δεκαετίες. Και ότι σε παγκόσμιο επίπεδο, η Γερμανία είναι περίπτωση χώρας παραδειγματική για το μεγάλο ποσοστό εργαζομένων που λαμβάνουν χαμηλούς μισθούς· τόσο χαμηλούς, ώστε κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει καλά με αυτούς σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Κάτι τέτοιο το έχουν καταφέρει τόσο «καλά» μόνον μερικές από τις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες. Βρισκόμαστε λοιπόν στην ίδια βάρκα με πολλούς άλλους των G20.
Ένα άλλο παράδοξο λάθος είναι το γεγονός πως μερικοί εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν την Γερμανία ως την παγκόσμια πρωταθλήτρια των εξαγωγών - ωστόσο, αυτό το λάθος οφείλεται σε ένα μικρό μαθησιακό πρόβλημα. Εδώ και μερικά χρόνια, με βαρχύβια διαλείμματα, οι πρώτοι στις εξαγωγές εμπορευμάτων είναι οι Κινέζοι, όχι οι Γερμανοί. Άν μάλιστα συνυπολογίσουμε στο σύνολο των εξαγωγών και τις εξαγωγές υπηρεσιών, προηγούνται σαφώς οι Αμερικανοί και οι Κινέζοι, έχοντας ποσοστό 10,8 % των ολικών παγκόσμιων εξαγωγών η καθεμία από τις δύο αυτές χώρες, ενώ εμείς οι Γερμανοί με το 7,6 % ερχόμαστε τρίτοι με αρκετή διαφορά. Το σκορ δεν είναι πάντως κακό, άν λάβουμε υπόψη ότι η Γερμανία είναι «λίγο» μικρότερη χώρα απο την Κίνα και τις ΗΠΑ.
Αν η Γερμανία προηγείται σε κάτι, αυτό είναι το εξής: εξάγει πολύ περισσότερα από όσα εισάγει. Έτσι, το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο ανέρχεται σε 260 δισεκατομμύρια δολάρια για το τρέχον έτος, είναι σχεδόν 100 δισεκατομμύρια υψηλότερο από το αντίστοιχο πλέονασμα της κινεζικής οικονομίας. Αυτό όμως δεν συνέβη κατά πρώτο λόγο επειδή η βιομηχανία μας είχε καταφέρει και συνεχίζει να βελτιώνει διαρκώς την ανταγωνιστικότητά της - όπως ισχυρίζονται διαρκώς οι εντόπιοι πανηγυριώτες οικονομολόγοι - αλλά κυρίως επειδή η Γερμανία εισάγει από το εξωτερικό πολύ λίγα πράγματα αναλογικά με το μέγεθός της. Αυτό είναι το «γερμανικό πρόβλημα», όπως το συνοψίζει εύστοχα ο βρετανικός «Economist».
Ως προς την ανταγωνιστικότητα, συμβαίνει το αντίστροφο από τα θρυλούμενα: η Γερμανία μόλις και μετά βίας έχει βελτιώσει την θέση της τα τελευταία χρόνια. Από το 2012 μέχρι σήμερα οι εξαγωγές της αυξήθηκαν τόσο περίπου, όσος είναι ο μέσος όρος αύξησης της ζήτησης για εισαγωγές στο σύνολο των αγορών του εξωτερικού. Από το 2011, η ετήσια αύξηση των εξαγωγών είναι μόλις πάνω από το θλιβερό 2 % - πράγμα που, εκτός των άλλων, είναι επακόλουθο της υφέρπουσας απο-παγκοσμιοποίησης.
Ωστόσο, ακόμη και αυτά μπορούν να κάνουν κάποιους να ζηλεύουν την Γερμανία. Αλλά το κρίσιμο ερώτημα είναι, αν το μοντέλο της Γερμανίας εξακολουθεί να λειτουργεί στη νέα εποχή της «καταβεβλημένης» παγκοσμιοποίησης και της επιταχυνόμενης ψηφιοποίησης.
Υπάρχουν λοιπόν αρκετοί λόγοι για να βλέπει κανείς πολύ πιο κριτικά την κατάσταση της Γερμανίας. Και ο κατάλογος των ευρημάτων με τα όχι και τόσο λαμπρά επιτεύγματά της, μπορεί βέβαια, άν χρειάζεται, να γίνει ακόμη μεγαλύτερος.
Είναι σαφές ότι η Γερμανία έχει εφέτος ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Μόνον που ο υπουργός Οικονομικών μας ποτέ δεν έχει εφαρμόσει σ' αυτή τη χώρα την λιτότητα, για την οποία τόσο αρέσκεται να πανηγυρίζει, προβάλλοντας την ως αυτό που έφερε τον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Ο υπουργός οικονομικών Σόιμπλε εξοικονόμησε απροσδόκητα 200 δις ευρώ και κάτι παραπάνω, χάρις στα χαμηλά επιτόκια - για τα οποία, όμως, επιπλήττει τον επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Mario Draghi, θέλοντας να παραστήσει στους πολίτες τον πρωταθλητή της εξοικονόμησης. Βέβαια, χωρίς αυτά τα 200 δις ευρώ, η Γερμανία δεν θα είχε ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Γι' αυτόν τον λόγο λοιπόν, η Γερμανία είναι χώρα-πρότυπο μόνον υπό την εξής αυστηρή έννοια: Ήταν τυχερή.
Το βασικό είναι, ότι είμαστε πράγματι σε μια ωραία κατάσταση, όμως, κατά τα άλλα, είμαστε στην πραγματικότητα μια εντελώς συνήθης χώρα. Αυτή η διαπίστωση είναι ευχάριστη σε πολλούς από τους άλλους συνέδρους των G20.
Ο Thomas Fricke διετέλεσε επικεφαλής οικονομολόγος της γερμανικής έκδοσης των Financial Times και διευθύνει τώρα τον ιστοχώρο WirtschaftsWunder είναι δε επικεφαλής οικονομολόγος του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για το Κλίμα. (European Climate Foundation). Από τον Απρίλιο του 2016 γράφει τακτικά στον Spiegel Online. Εργάστηκε επίσης στην εφημερίδα Süddeutsche Zeitung.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου